ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 3 ΑΑΔ 363
30 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
PHIVOS CHR. MOTORS AGENCY LTD,
Eφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΈΡΓΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1911)
Πράξεις ή αποφάσεις μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Αναρμόδια όργανα — Απόφαση του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των εφεσειόντων για πληρωμή εισαγωγικού δασμού οχήματος που είχε εισαχθεί από το εξωτερικό από μέλος των Βρεττανικών Δυνάμεων που υπηρετούσε στην Κύπρο, με σκοπό τη διάθεση και πώλησή του στην Κυπριακή αγορά — Ο Έφορος δεν ήταν το αρμόδιο όργανο να επιληφθεί του ζητήματος — Το θέμα ρυθμίζεται από τους Τελωνειακούς Νόμους και όχι από τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως η οποία καθορίζει θέματα εισαγωγής και χρήσης ιδιωτικών οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο — Ποίος ο χρόνος εισαγωγής εμπορευμάτων στην Κύπρο από το εξωτερικό — Πλάνη του Εφόρου ότι το εγερθέν θέμα αφορούσε θέμα εγγραφής του αυτοκινήτου — Απόδοση εσφαλμένης ερμηνείας της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως από το πρωτόδικο Δικαστήριο — Ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Εκτελεστή διοικητική πράξη — Συστατικό της στοιχείο αποτελεί η δημιουργία έννομων αποτελεσμάτων που επηρεάζουν δυσμενώς και άμεσα τα συμφέροντα των αιτητών — Η εκτελεστότητα διοικητικής πράξης δεν επηρεάζεται αν η πράξη λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.
Λέξεις και Φράσεις — "Εισαγωγή" στο Άρθρο 2 των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων 1967-1989 και στον περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμο του 1993 (Ν.29(I)/93).
Tελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Kαταναλώσεως — Eισαγόμενα εμπορεύματα συμπεριλαμβονομένων και αυτοκινήτων — Xρόνος εισαγωγής — Oι περί Tελωνείων και Φόρων Kαταναλώσεως Nόμοι του 1967-1989, Άρθρο 70(2)(α) — Eφαρμοστέες αρχές.
Το 1993, οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων, με την οποίαν ζητούσαν να τους επιτραπεί να πληρώσουν τον εισαγωγικό δασμό για μεταχειρισμένο αυτοκίνητο κατασκευής του 1982, που είχε εισαχθεί το 1984 από το εξωτερικό, από τον Ταγματάρχη του Αγγλικού Στρατού M. Robert, ο οποίος υπηρετούσε στις Βρεττανικές Δυνάμεις, με σκοπό να το πωλήσουν στην Κυπριακή αγορά. Το εν λόγω αυτοκίνητο βρίσκεται αποθηκευμένο σε αποθήκη bonded.
Πρόσθετα γεγονότα σχετικά με το ιστορικό του αυτοκινήτου είναι εν συντομία τα ακόλουθα:
Εισήχθη αρχικά από τον εν λόγω Ταγματάρχη, δυνάμει του Άρθρου 11.6 του Παραρτήματος Γ (Αnnex C) της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως, το οποίο επιτρέπει την προσωρινή εισαγωγή, από τα μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων που υπηρετούν στην Κύπρο, των ιδιωτικών τους οχημάτων χωρίς την καταβολή δασμού, για την προσωρινή χρήση των ιδίων και των εξαρτωμένων τους. Τελωνίσθηκε ατελώς με βάση τον Κώδικα Απαλλαγής του Τμήματος Τελωνείων 07.03 - Εισαγωγές Αυτοκινήτων με βάση τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως και ενεγράφη με τον αρ. QR244.
Μετά την αποχώρηση του κ. Robert τελωνίσθηκε ατελώς και πάλιν από τον Alan-Jones Λογαχό του Αγγλικού Στρατού στον οποίο και μεταβιβάστηκε.
Στη συνέχεια διατέθηκε σε υπάλληλο υπεράκτιας εταιρείας. Μετά αγοράσθηκε από τη V. Wilson η οποία το μεταβίβασε στην E. Barakat, υπάλληλο αλλοδαπής εταιρείας η οποία μετά από νέα διασάφηση το τελώνισε και πάλι ατελώς στις 28.11.89, με βάση τον Κώδικα Απαλλαγής 01.18, που αφορά υπαλλήλους υπεράκτιων εταιρειών.
Οι εφεσίβλητοι απέρριψαν την αίτηση των εφεσειόντων, με την αιτιολογία ότι α) τα οχήματα που εισάγονται από το προσωπικό των Βρεττανικών Βάσεων, μπορούν να κυκλοφορούν στην Κύπρο μόνο προσωρινά και ότι με τη λήξη της υπηρεσίας του προσωπικού αυτού, πρέπει να επανεξάγονται και β) το αυτοκίνητο τελωνίσθηκε και μεταβιβάσθηκε κατ' εξαίρεση σε υπάλληλο υπεράκτιας εταιρείας στις 29.11.89, ημερομηνία που θεωρείται ως εισαγωγή στην Κυπριακή Δημοκρατία από τις Βρεττανικές Βάσεις και η ηλικία του ήταν μεγαλύτερη των πέντε ετών.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν προσφυγή η οποία απορρίφθηκε. Έγινε αναφορά στο Άρθρο 11.6 του Γ΄ Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως και αποφασίστηκε ότι δεν παρέχεται εξουσία για τις μεταβιβάσεις που έγιναν ή τη χρήση του οχήματος από οποιοδήποτε, μετά την αποχώρηση του Ταγματάρχη Robert από την Κύπρο.
Στην έφεση, οι εφεσείοντες, ισχυρίστηκαν ότι το αυτοκίνητο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάχθηκε στην Kύπρο το 1989 ενώ τούτο ήταν εγγεγραμμένο εδώ από το 1984. Επίσης ότι ερμηνεύθηκε λανθασμένα η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδέκτηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
A) Υπό Χρυσοστομή, Δ., συμφωνούντων και των Παπαδόπουλου Δ., και Κρονίδη, Δ.:
1. Η παρούσα υπόθεση δεν κρίνεται και δεν αποφασίζεται δυνάμει της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως, αλλά με βάση τους Τελωνειακούς Νόμους.
2. Όπως προκύπτει από τις νομοθετικές πρόνοιες των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων 1967-1989 και του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1993 (Ν.29(I)/93), τα εμπορεύματα εισάγονται στην Κύπρο όταν το πλοίο που τα μεταφέρει από το εξωτερικό φθάνει στα όρια λιμένος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ημερομηνία αυτή είναι η ημερομηνία εισαγωγής των εμπορευμάτων και η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως, Παράρτημα Γ, δεν προνοεί ότι τα αυτοκίνητα των μελών των Βρεττανικών Βάσεων που εισάγονται προσωρινά, σύμφωνα με το Άρθρο 11.6, θεωρούνται ότι εισάγονται στις Βρεττανικές Βάσεις και όχι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ ημερομηνίας εισαγωγής στις Βρεττανικές Βάσεις και ημερομηνίας εισαγωγής στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στην κρινόμενη υπόθεση το αυτοκίνητο αφίχθηκε το 1984 και η εισαγωγή του ήταν προσωρινή. Βάσει του νόμου δεν υπάρχει άλλη μεταγενέστερη εισαγωγή έστω κι αν έγιναν περισσότερες της μιας διασαφήσεις και έστω και αν σε κάποιο στάδιο στο παρελθόν και ακόμα και τώρα το αυτοκίνητο βρίσκεται αποθηκευμένο σε Αποθήκη Αποταμιεύσεως. Η τοποθέτησή του σε Aποθήκη Αποταμιεύσεως δε θεωρείται εξαγωγή, αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 71 των περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων 1967-1989 (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε), αποθηκεύθηκε προφανώς γιατί προοριζόταν για επανεξαγωγή ή μέχρις ότου αποφασισθεί αν θα πληρωθεί δασμός για μόνιμη παραμονή του στην Κύπρο.
3. Η εισαγωγή και χρήση ιδιωτικών οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο, διέπεται, όπως ορθά αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από ειδικό καθεστώς όπως προνοούν τα Άρθρα 11.6 και 11.8 του Γ Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα εν λόγω οχήματα πρέπει απαραιτήτως να επανεξάγονται είναι εσφαλμένη. Σύμφωνα με το Άρθρο 11.8 της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως είναι επιτρεπτό να πωληθούν υπό όρους στη Δημοκρατία, αντί να επανεξαχθούν [Άρθρο 35 του Ν. 82/67, όπως τροποποιήθηκε και Άρθρα 3 και 5 των περί Προσωρινής Εισαγωγής (Ιδιωτικά Οχήματα και Αεροσκάφη) Κανονισμών 1968].
4. Στην παρούσα υπόθεση το αυτοκίνητο έπαυσε να διέπεται από το καθεστώς της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως, όταν ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων επέτρεψε να τελωνισθεί ατελώς μετά από διασάφηση και να χρησιμοποιηθεί στην Κύπρο από την κα Wilson, στην οποία και μεταβιβάσθηκε η κυριότητα από τον κ. Jones.
5. Όπως προκύπτει από τις πρόνοιες των προαναφερθέντων περί Tελωνείων Nόμων και Kανονισμών, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων και όχι ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων, είναι ο αρμόδιος να επιτρέψει τη μονιμοποίηση της εισαγωγής του αυτοκινήτου στην Κύπρο. Η ηλικία του αυτοκινήτου είναι στοιχείο που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Διευθυντή όταν θα αποφασίσει αν θα επιτρέψει τον τελωνισμό του και την πληρωμή των δασμών και των φόρων. Η γνώμη του Εφόρου θα πρέπει να επιζητείται, επί του θέματος της ηλικίας του οχήματος, αφού αυτός είναι ο αρμόδιος να αποφασίσει τελικά αν θα επιτρέψει την εγγραφή ή μεταβίβασή του μετά τον τελωνισμό του.
6. Ο Έφορος, με την άρνησή του στο αίτημα των εφεσειόντων, που δεν ήταν άλλο από αίτημα πληρωμής του εισαγωγικού δασμού, ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας και χωρίς αρμοδιότητα. Ο Έφορος θα ήταν αρμόδιος αν οι εφεσείοντες ζητούσαν την εγγραφή του αυτοκινήτου. Οι εφεσείοντες, βεβαίως λανθασμένα, απευθύνθηκαν στον Έφορο αντί στο Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων. Αυτό όμως δε διαφοροποιεί την κατάσταση.
7. Ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι η επίδικη απόφαση είναι πληροφοριακής φύσης δεν ευσταθεί. Η προσβαλλόμενη πράξη δημιούργησε έννομα αποτελέσματα και επηρέασε δυσμενώς και άμεσα τα συμφέροντα των εφεσειόντων και παρόλο ότι λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, είναι εκτελεστή.
Β) Υπό Κωνσταντινίδη, Δ. συμφωνούντος και του Αρτέμη, Δ.:
1. Η αναρμοδιότητα του Εφόρου να επιληφθεί του ζητήματος της πληρωμής τελωνειακών δασμών οδηγεί σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και παραμερισμό της προσβαλλόμενης απόρριψης, η οποία όντως αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και όχι, όπως ισχυρίστηκαν οι εφεσίβλητοι, πράξη πληροφοριακής φύσης μη υποκείμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο που καθιερώνει το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
2. Το σφάλμα των εφεσειόντων να απευθύνουν το αίτημά τους προς τον Έφορο δεν τον μεταβάλλει από αναρμόδιο σε αρμόδιο.
3. Η παρούσα έφεση πρέπει να επιτύχει για τον πιο πάνω λόγο. Ως εκ τούτου δεν είναι αναγκαία η αναφορά σε ζητήματα που είτε άπτονται της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως, είτε του Κανονισμού 4(2)(α)(ι), τα οποία συζητήθηκαν υπό το πρίσμα της πεπλανημένης προσέγγισης του Εφόρου, ότι το εγερθέν θέμα αφορούσε θέμα εγγραφής του αυτοκινήτου.
Η έφεση επιτρέπεται με £300 έξοδα.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Γ. Πικής, Δ.) που δόθηκε στις 21 Φεβρουαρίου, 1994 (Προσφυγή Aρ. 573/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης του Eφόρου Mηχανοκινήτων Oχημάτων να απορρίψει αίτημά τους για καταβολή εισαγωγικού δασμού για αυτοκίνητο που εισήχθηκε στην Kύπρο από μέλος των Bρεττανικών δυνάμεων που υπηρετούσε στις Bρεττανικές Bάσεις, με σκοπό τη διάθεση και πώλησή του στην Kυπριακή αγορά.
Γ. Κορφιώτης, για τους Eφεσείοντες.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη. Την πρώτη απόφαση, με την οποία συμφωνεί ο Δικαστής Κρονίδης και εγώ, θα δώσει ο Δικαστής Χρυσοστομής. Τη δεύτερη απόφαση, με την οποία συμφωνεί ο Δικαστής Αρτέμης, θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Στις 30.6.84 ο Ταγματάρχης, του Αγγλικού Στρατού Milligan G. Robert, εισήξε κατά την άφιξή του στην Κύπρο για υπηρεσία στις Βρεττανικές Δυνάμεις, ένα μεταχειρισμένο μηχανοκίνητο όχημα κατασκευής του 1982.
Η εισαγωγή έγινε βάσει του Άρθρου 11.6 του Παραρτήματος Γ (Annex C) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, το οποίο επιτρέπει την προσωρινή εισαγωγή, από τα μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων που υπηρετούν στην Κύπρο, των ιδιωτικών τους οχημάτων χωρίς την καταβολή δασμού, για την προσωπική τους χρήση και των εξαρτωμένων τους.
Το κείμενο του Άρθρου 11.6 έχει ως εξής:
"6. Members of a force or civilian component may import temporarily free of duty their private motor vehicles for the personal use of themselves and their dependents. There is no obligation under this paragraph to grant exemption from taxes payable in respect of the use of roads by private vehicles."
Ακολούθως το ως άνω αυτοκίνητο τελωνίσθηκε ατελώς στις 14.7.84, με βάση τον Κώδικα Απαλλαγής του Τμήματος Τελωνείων 07.03 - Εισαγωγές Αυτοκινήτων με βάση τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης. Μετά από αίτηση για την εγγραφή του στο Μητρώο Εγγραφής Μηχανοκινήτων Οχημάτων, το αυτοκίνητο ενεγράφη στις 30.7.84 και του δόθηκε ο αριθμός εγγραφής QR249.
Το 1987 τερματίστηκε η υπηρεσία του Ταγματάρχη Robert στην Κύπρο και προφανώς εγκατέλειψε τη χώρα. Όμως το αυτοκίνητο δεν επανεξήχθη.
Την 1.8.87 μετά από νέα διασάφηση, τελωνίσθηκε και πάλιν ατελώς από το Λοχαγό Alan-Jones, σύμφωνα με τις ίδιες πρόνοιες της δασμολογικής απαλλαγής που έτυχε και ο Ταγματάρχης Robert και με την καταχώρηση στις 3.8.87 του σχετικού εντύπου μεταβίβασης ιδιοκτησίας υπογεγραμμένου από τον Robert και τον Alan-Jones, το αυτοκίνητο μεταβιβάστηκε στις 8.8.97 στον Alan-Jones.
Ακολούθησε διάθεση του αυτοκινήτου σε κάποιο Zaki Zaki που εργαζόταν σε υπεράκτια εταιρεία στην Κύπρο, πλην όμως ούτε διασάφηση, ούτε εκτελώνιση έγινε, ούτε μεταβίβαση ιδιοκτησίας. Σε κάποιο στάδιο το αυτοκίνητο αποθηκεύτηκε σε Αποθήκη Αποταμιεύσεως, προφανώς για επανεξαγωγή. Περισσότερα στοιχεία ελλείπουν και αυτά που προαναφέρθηκαν απορρέουν από επιστολή της Victoria Wilson, ημερ. 5.3.89, προς τον Έφορο, όταν αυτή αντιμετώπιζε πρόβλημα μεταβίβασης της κυριότητας του αυτοκινήτου επ' ονόματί της. Στην επιστολή αυτή η Victoria Wilson ανάφερε επίσης ότι το 1988 το αγόρασε από τον Zaki ενώ ήταν ακόμα εγγεγραμμένο στο όνομα του Alan-Jones και στις 7.10.88 της δόθηκε από τις Τελωνιακές Αρχές προσωρινή άδεια εισαγωγής του αυτοκινήτου στην Κύπρο ατελώς μέχρι τις 6.1.89. Η Victoria Wilson ανέλαβε υποχρέωση επανεξαγωγής. Ακολούθως της δόθηκαν δυο παρατάσεις χρόνου επανεξαγωγής μέχρι την 18.6.89. Το αυτοκίνητο δεν επανεξήχθη και στις 28.8.89 καταχωρήθηκε στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων έντυπο μεταβίβασης ιδιοκτησίας του αυτοκινήτου από τον Alan-Jones στη Victoria Wilson, η οποία και έγινε αυθημερόν. Το αυτοκίνητο παρέμεινε στην Κύπρο και χρησιμοποιείτο αδασμολόγητο και στις 29.11.89 η κυριότητα του μεταβιβάστηκε από την Victoria Wilson στην Elie Robert Barakat, υπάλληλο αλλοδαπής εταιρείας, η οποία μετά από νέα διασάφηση, το τελώνισε και πάλι ατελώς στις 28.11.89 με βάση τον Κώδικα Απαλλαγής 01.18, που αφορά υπαλλήλους υπεράκτιων εταιρειών.
Τέλος, στις 14.5.93 και ενώ το αυτοκίνητο βρισκόταν σε Αποθήκη Αποταμιεύσεως, οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων, στην οποία επεσύναψαν και έντυπο μεταβίβασης της κυριότητας του αυτοκινήτου, υπογεγραμμένο από την Elie Barakat, με την οποία ζητούσαν να τους επιτραπεί να πληρώσουν τον εισαγωγικό δασμό και ακολούθως να το διαθέσουν προς πώληση στην Κυπριακή αγορά.
Το αίτημα των εφεσειόντων απορρίφθηκε για τους λόγους που περιέχονται στην επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 16.6.93. Στην επιστολή αυτή αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι τα οχήματα που εισάγονται από το προσωπικό των Βρεττανικών Βάσεων μπορούν να κυκλοφορούν στην Κύπρο μόνο προσωρινά και ότι με τη λήξη της υπηρεσίας του προσωπικού αυτού στην Κύπρο, πρέπει να επανεξάγονται. Πέραν αυτού αναφέρεται, ότι το αυτοκίνητο QR244 τελωνίσθηκε και μεταβιβάστηκε κατ΄εξαίρεση σε υπάλληλο υπεράκτιας εταιρείας στις 29.11.89, ημερομηνία που θεωρείται ως εισαγωγή στην Κυπριακή Δημοκρατία από τις Κυρίαρχες Βρεττανικές Βάσεις και το αίτημα απορρίφθηκε γιατί η ηλικία του αυτοκινήτου στις 29.11.89 ήταν πέραν των πέντε ετών.
Η απόφαση αυτή των Αρχών προσβλήθηκε με το δικαιολογητικό ότι το όχημα είχε εισαχθεί με την άφιξη του Ταγματάρχη Robert στην Κύπρο το 1984 και επομένως η άρνησή τους να επιτρέψουν τον τελωνισμό του οχήματος το 1993 και την καταβολή του αναλογούντος δασμού, ώστε να καταστεί δυνατή η διάθεσή του στην εγχώρια αγορά, είναι εσφαλμένη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δε συμφώνησε με αυτή τη θέση και στην απόφασή του στη σελ. 34 των πρακτικών καταλήγει ως εξής:-
"... Το κείμενο του Άρθρου 11.6 του Γ Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως δημιουργεί ειδικό καθεστώς για την εισαγωγή και χρήση ιδιωτικών οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο και τα πρόσωπα από τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί. από τον ίδιο και τους εξαρτωμένους του. Δεν επιτρέπεται ούτε η διάθεση του οχήματος στην Κύπρο ούτε η χρήση του από οποιοδήποτε άλλο από τα πρόσωπα που προβλέπονται από το Άρθρο 11.6.
Η τύχη του οχήματος που εισήγαγε ο Ταγματάρχης Robert και η διάθεσή του μετά την αποχώρησή του από την Κύπρο μου έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό δεδομένου ότι διατηρώ την άποψη ότι δεν παρεχόταν εξουσία για τις μεταβιβάσεις που έγιναν ή την χρήση του οχήματος από οποιοδήποτε μετά την αποχώρησή του από την Κύπρο. Είναι ενθαρρυντικό ότι η νομική αυτή πραγματικότητα αναγνωρίζεται τώρα όπως φαίνεται στο κείμενο της επίδικης διοικητικής απόφασης."
Σαν αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίφθηκε και ακολούθως καταχωρήθηκε η υπό κρίση έφεση.
Είναι η θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων, όπως αναπτύχθηκε ενώπιόν μας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο το μόνο θέμα που είχε να αποφασίσει ήταν αν ορθά η Διοίκηση αποφάσισε ότι η εισαγωγή του αυτοκινήτου έγινε το 1989 και όχι όταν εισάχθηκε το πρώτο από το Robert το 1984 και υποστήριξε την άποψη ότι το αυτοκίνητο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάχθηκε στην Κύπρο το 1989 ενώ τούτο ήταν εγγεγραμμένο εδώ από το 1984. Ακόμα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, ενέργησε το ίδιο σαν Διοίκηση και το θέμα που είχε ενώπιόν του για απόφαση δεν έπρεπε να κριθεί όπως αποφασίστηκε.
Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αντικρούοντας το δικηγόρο των εφεσειόντων, ανάφερε ότι η διάθεση του αυτοκινήτου δε διέπεται από τις πρόνοιες του Καν. 4(2)(α) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών, αλλά από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Δε συμφωνούμε ούτε με τις προσεγγίσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών, ούτε με την ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα αυτοκίνητα που εισάγονται προσωρινά από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο, δυνάμει του άρθρου 11.6 του Παραρτήματος Γ της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, δεν επιτρέπεται να διατεθούν στην Κύπρο και ότι δεν παρεχόταν εξουσία για τις μεταβιβάσεις που έγιναν ή τη χρήση του οχήματος από οποιοδήποτε, μετά την αποχώρηση του Ταγματάρχη Robert από την Κύπρο. Επίσης έχουμε την άποψη πως η υπόθεση δεν κρίνεται και δεν αποφασίζεται με βάση τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης αλλά με τους Τελωνειακούς Νόμους.
Την άποψή μας αυτή την αιτιολογούμε και την αναπτύσσουμε κατωτέρω.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(2)(α) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, όπως τροποποιήθηκαν, απαγορεύεται η εγγραφή ιδιωτικού μηχανοκινήτου οχήματος δυναμένου "να μεταφέρει καθημένους ουχί πλείονας των οκτώ επιβατών ή ταξί ή μηχανοκίνητον όχημα εκμισθούμενον άνευ οδηγού, το οποίον, κατά την ημερομηνία της αφίξεώς του εις την Δημοκρατίαν, είναι ηλικίας μεγαλυτέρας των πέντε ετών, τούτων υπολογιζομένων από της ημερομηνίας κατά την οποίαν το πρώτον ενεγράφη τούτο εις οιανδήποτε χώραν ως καινουργές ή εάν τούτο δεν ενεγράφη, από της ημερομηνίας κατά την οποίαν τούτο το πρώτον ηγοράσθη ως καινουργές:....."
Σαν χρόνος εισαγωγής εμπορευμάτων στην Κύπρο, συμπεριλαμβανομένων και αυτοκινήτων, λογίζεται σύμφωνα με τους περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμους του 1967-1989, Άρθρο 70(2)(α), "ο χρόνος καθ' ον το κομίζον ταύτα πλοίο αφικνείται εντός των ορίων λιμένος τινός, οσάκις τα εμπορεύματα κομίζονται διά θαλάσσης." Οι διατάξεις του άρθρου αυτού τυγχάνουν εφαρμογής για τους σκοπούς των Τελωνειακών Νόμων και για κάθε άλλη νομοθετική πράξη που αφορά τα τελωνεία.
Ο ορισμός της "εισαγωγής" δίδεται επίσης στο Άρθρο 2 των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων 1967 έως 1989, ως και εις τον περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμο του 1993 (Ν. 29(Ι)/93) και έχει ως εξής:-
"'εισαγωγή' μετά των γραμματικών του όρου τούτου παραλλαγών και συγγενών εκφράσεων σημαίνει την διά θαλάσσης ή αέρος μεταφοράν εμπορευμάτων εν τη Δημοκρατία εκ της αλλοδαπής."
Από τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες προκύπτει πως δεν υπάρχουν περισσότερες από μια ημερομηνία εισαγωγής εμπορευμάτων στην Κύπρο. Τα εμπορεύματα εισάγονται στην Κύπρο όταν το πλοίο που τα μεταφέρει από την αλλοδαπή, όπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση, αφικνείται στα όρια λιμένος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ημερομηνία αυτή είναι η ημερομηνία εισαγωγής των εμπορευμάτων και η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, Παράρτημα Γ, δεν προνοεί πως τα αυτοκίνητα των μελών των Βρεττανικών Βάσεων, που εισάγονται προσωρινά, σύμφωνα με το Άρθρο 11.6, θεωρούνται ότι εισάγονται στις Βρεττανικές Βάσεις και όχι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Τουναντίον, από τις πρόνοιες των Άρθρων 11.6 και 11.8, προκύπτει σαφώς ότι η εισαγωγή των αυτοκινήτων αυτών θεωρείται ότι γίνεται προσωρινά στην Κυπριακή Δημοκρατία και τυγχάνουν ατέλειας κάτω από ορισμένους όρους και προϋποθέσεις. Η ημερομηνία εισαγωγής είναι αυτή που καθορίζεται όπως έχουμε αναφέρει, και δεν υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ ημερομηνίας εισαγωγής στις Βρεττανικές Βάσεις και ημερομηνίας εισαγωγής στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στην υπό κρίση υπόθεση, το αυτοκίνητο QR249 αφίχθηκε στην Κύπρο στις 14.7.84 και η εισαγωγή του ήταν προσωρινή. Βάσει του Νόμου δεν υπάρχει άλλη μεταγενέστερη εισαγωγή, έστω και αν έγιναν περισσότερες της μιας διασαφήσεις και έστω και αν σε κάποιο στάδιο στο παρελθόν και ακόμα και τώρα, το αυτοκίνητο βρίσκεται αποθηκευμένο σε Αποθήκη Αποταμιεύσεως. Η τοποθέτησή του σε Αποθήκη Αποταμιεύσεως δε θεωρείται εξαγωγή, αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 71 των περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων 1967 έως 1989 (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε) αποθηκεύτηκε προφανώς, γιατί προοριζόταν για επανεξαγωγή ή μέχρις ότου αποφασισθεί αν θα πληρωθεί δασμός για μόνιμη παραμονή του στην Κύπρο.
Η εισαγωγή και χρήση ιδιωτικών οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο, διέπεται, όπως ορθά αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από ειδικό καθεστώς, όπως προνοούν τα άρθρα 11.6 και 11.8 του Γ Παραρτήματος της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης. Το κείμενο των άρθρων αυτών έχει ως εξής:
"6. Members of a force or civilian component may import temporarily free of duty their private motor vehicles for the personal use of themselves and their dependents. There is no obligation under this paragraph to grant exemption from taxes payable in respect of the use of roads by private vehicles."
"8. Goods (including equipment), which have been imported free of duty under paragraphs 2 (b), 4, 5 or 6 of this Section, may be re-exported freely but shall not normally be disposed of in the receiving State by way of either sale or gift except to an authorised service organisation, other members of the same force or civilian component or dependents however, in particular cases such disposal may be authorised on conditions imposed by the authorities concerned of the receiving State (for instance, on payment of duty and tax and compliance with the requirements of the controls of trade and exchange). The sending State shall comply with reasonable requests of the authorities of the receiving State for the notification of sale or gifts of specified classes of articles under this paragraph."
Από τις πρόνοιες των άρθρων αυτών προκύπτει πως η εισαγωγή ατελώς, ιδιωτικών οχημάτων από μέλη των Βρεττανικών Δυνάμεων στην Κύπρο, είναι προσωρινή και περιορίζεται στην προσωπική τους χρήση και των εξαρτωμένων τους. Τα οχήματα αυτά επανεξάγονται ελεύθερα και δε θα διατίθενται υπό κανονικές συνθήκες στην Κυπριακή Δημοκρατία, είτε διά πωλήσεως, είτε διά δωρεάς, εκτός σε εξουσιοδοτημένη οργάνωση υπηρεσιών, άλλα μέλη της ίδιας Δύναμης ή συνοδευτικό πολιτικό πρόσωπο ή εξαρτωμένους τους. Σε ειδικές περιπτώσεις, τέτοια διάθεση μπορεί να εξουσιοδοτηθεί υπό όρους τους οποίους επιβάλλει η Κυπριακή Δημοκρατία και κατά συνέπεια διαφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα αυτοκίνητα που εισάγονται από τα μέλη των Βρεττανικών Βάσεων πρέπει απαραιτήτως να επανεξάγονται. Είναι επιτρεπτό, σύμφωνα με το Άρθρο 11.8 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, αντί να επανεξαχθούν να πωληθούν στη Δημοκρατία, αλλά υπό όρους. Οι όροι αυτοί καθορίζονται κατά το δοκούν από το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Ν. 82/67, όπως τροποποιήθηκε, και τους περί Προσωρινής Εισαγωγής (Ιδιωτικά Οχήματα και Αεροσκάφη) Κανονισμούς του 1968, Άρθρα 3 και 5.
Στην παρούσα υπόθεση το αυτοκίνητο έπαυσε να διέπεται από το καθεστώς της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης όταν επετράπη, σύμφωνα με το Νόμο, από το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, μετά από διασάφηση, να τελωνισθεί ατελώς και να χρησιμοποιηθεί στην Κύπρο από τη Victoria Wilson, στην οποία και μεταβιβάστηκε η κυριότητα από τον Alan-Jones.
Tο αυτοκίνητο παρέμεινε στην Κύπρο πάντοτε υπό προσωρινή εισαγωγή υποκείμενο σε επανεξαγωγή και σύμφωνα με διαφορετικούς Κώδικες Απαλλαγής πληρωμής δασμών, εχρησιμοποιείτο στην Κύπρο ατελώς, υπό όρους που επέβαλλε ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων. Κατ' αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν βλέπουμε τίποτα το επιλήψιμο στον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν οι αρχές της Δημοκρατίας στην παρούσα υπόθεση μέχρι και τη μεταβίβαση και τη χρήση του ατελώς από την Elie Barakat.
Όμως το πρόβλημα δημιουργήθηκε από τη στιγμή που οι καθ' ων η αίτηση αρνήθηκαν να επιτρέψουν στους εφεσείοντες την πληρωμή δασμού και τη διάθεση του αυτοκινήτου στην Κυπριακή αγορά, συνδυάζοντας το αίτημα αυτό με την ηλικία του αυτοκινήτου, ως εάν να επρόκειτο περί αιτήματος εγγραφής στο Μητρώο Μηχανοκινήτων Οχημάτων. Όπως προκύπτει από τις πρόνοιες των προαναφερθέντων περί Τελωνείων Νόμων και Κανονισμών, αρμόδιος να επιτρέψει τη μονιμοποίηση της εισαγωγής του αυτοκινήτου στην Κύπρο, είναι ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων και όχι ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων. Εάν ο Διευθυντής αποφασίσει να επιτρέψει την παραμονή του αυτοκινήτου μόνιμα στην Κύπρο, τότε μετά από διασάφηση, γίνεται ο τελωνισμός του και πληρώνονται οι σχετικοί δασμοί και φόροι. Το αίτημα στον Έφορο για την εγγραφή του ή τη μεταβίβασή του, γίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο. Το θέμα της ηλικίας του αυτοκινήτου είναι στοιχείο που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Διευθυντή, όταν θα αποφασίσει αν θα επιτρέψει τον τελωνισμό του και την πληρωμή των δασμών και φόρων και προς τούτο θα πρέπει να επιζητείται η γνώμη και η θέση του Εφόρου, χωρίς όμως τούτο να σημαίνει ότι δεν είναι ο Έφορος που τελικά θα αποφασίσει εάν θα επιτρέψει την εγγραφή ή τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου στο επόμενο στάδιο και μετά τον τελωνισμό του.
Επομένως στην προκειμένη περίπτωση, ο Έφορος ενέργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας και αναρμόδια αρνήθηκε το αίτημα των εφεσειόντων που δεν ήταν άλλο από το αίτημα πληρωμής του εισαγωγικού δασμού για να μπορέσουν να πωλήσουν το αυτοκίνητο στην Κυπριακή Αγορά. Ζήτησαν δηλαδή τη μονιμοποίηση της εισαγωγής του με το να πληρώσουν τους σχετικούς δασμούς και φόρους και αρμόδιος να αποφασίσει τα θέματα αυτά ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων και όχι ο Έφορος. Οι εφεσείοντες δε ζήτησαν την εγγραφή του αυτοκινήτου που αρμόδιος να αποφασίσει ήταν ο Έφορος. Οι εφεσείοντες λανθασμένα απηύθυναν βέβαια το αίτημά τους στον Έφορο αντί στο Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων.
Στο στάδιο επανανοίγματος της υπόθεσης για περαιτέρω διευκρινίσεις, ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων ανάφερε για πρώτη φορά ότι η απόφαση του Εφόρου δεν είναι εκτελεστή, αλλά είναι πληροφοριακής φύσης. Κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί. Το αίτημα των αιτητών απορρίφθηκε, η προσβαλλόμενη πράξη δημιούργησε έννομα αποτελέσματα και επηρέασε δυσμενώς και άμεσα τα συμφέροντα των εφεσειόντων και είναι εκτελεστή, παρόλο που λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.
Για το χρόνο της εισαγωγής έχουμε ήδη εκφράσει τις απόψεις μας και δε θα ασχοληθούμε μ' αυτό το θέμα περισσότερο.
Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και ανατρέπεται. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με £300.- έξοδα προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες ζήτησαν από τον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων άδεια, ως εξής:
"Όπως μας επιτραπεί να πληρώσουμε τον εισαγωγικό δασμό του υπ' αρ. εγγραφής QR 249 CITROEN CLUΒ, και ακολούθως να το διαθέσουμε προς πώληση στην Κυπριακή αγορά".
Ο Έφορος απέρριψε το αίτημα "γιατί η ηλικία του QR 249 στις 29.11.89 ήταν πέραν των 5 ετών". Κατά προφανή εφαρμογή του Κανονισμού 4(2)(α)(ι) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 [βλ. και Ν.5(I)/93], ως εάν να ετίθετο με την αίτηση θέμα εγγραφής του αυτοκινήτου. Και αναπτύχθηκε ενώπιόν μας επιχειρηματολογία σχετικά με την έννοια του Κανονισμού και, ακόμη, της σημασίας της μη αναφοράς σ' αυτόν στην πρωτόδικη απόφαση. Με την οποία απερρίφθη η προσφυγή ενόψει των όσων κρίθηκε ότι προέκυπταν από το Άρθρο 11(6) του Παραρτήματος Γ της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης. Στις πρόνοιες της οποίας, ενόψει του ιστορικού του αυτοκινήτου, όπως αυτό εκτίθεται με λεπτομέρεια στην απόφαση του Χρυσοστομή Δ., αναφέρθηκε ο Έφορος για να στηρίξει την εκτίμησή του ως προς την ηλικία του αυτοκινήτου.
Μας απασχόλησε η αρμοδιότητα του Εφόρου να επιληφθεί αιτήματος όπως το υποβληθέν, επανανοίξαμε την υπόθεση και ζητήσαμε τις απόψεις των δυο πλευρών. Δεν υπήρξε αντίλογος στη θέση των εφεσειόντων πως δεν υπάρχει νομοθετική διάταξη που να παρέχει τέτοια αρμοδιότητα στον Έφορο. Οι εφεσίβλητοι είδαν δυο σκέλη στο αίτημα. Το πρώτο, όπως πρότειναν, αφορούσε στην πληρωμή του εισαγωγικού δασμού, δεν ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Εφόρου και γι' αυτό ο Έφορος δεν απάντησε ως προς αυτό. Το δεύτερο, αφορούσε στη διάθεση του αυτοκινήτου προς πώληση στην κυπριακή αγορά και, κατά την αντίληψή τους, προώρως τέθηκε και εξετάστηκε. Θα προέκυπτε ζήτημα τέτοιας φύσης μόνο αν πρώτα πληρωνόταν ο δασμός. Συνεπώς, καταλήγει η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση, η απόφαση ως προς την πτυχή, που ήταν και η μόνη που λήφθηκε, ήταν απλώς πληροφοριακή.
Το αίτημα που υποβλήθηκε είχε στη ρίζα του την αξίωση για άδεια πληρωμής των τελωνειακών δασμών. Η διάσπαση της απόφασης του Εφόρου, όπως την επιχείρησαν οι εφεσίβλητοι, παραγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα. Όπως επίσης και το γεγονός ότι παρουσιάζεται, ως το τελικό αποτέλεσμα της απόφασης του Εφόρου, η απόρριψη του αιτήματος που υποβλήθηκε στο σύνολό του και όχι οποιουδήποτε κατ' ισχυρισμόν μέρους του.
Συμφωνώ με την απόφαση του Χρυσοστομή Δ. πως ο Έφορος ήταν αναρμόδιος να επιληφθεί του ζητήματος της πληρωμής τελωνειακών δασμών και πως, για το λόγο αυτό, η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί και η προσβαλλόμενη απόρριψη, που απέκτησε οντότητα στο χώρο του δικαίου, να ακυρωθεί. (Bλ. Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433).
Οι ίδιοι οι εφεσείοντες απηύθυναν το αίτημά τους προς τον Έφορο. Κατά πάγια πρακτική, όπως εξηγήθηκε, αφού σε κάθε τέτοια περίπτωση ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων, ζητά την συγκατάθεση του Εφόρου. Αυτά δε θα μπορούσαν να μεταβάλουν τον αναρμόδιο σε αρμόδιο και, τελικά, η όποια αντίληψη και ο τρόπος υποβολής του αιτήματος δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την κατάσταση.
Αφού καταλήξαμε πως ο Έφορος αναρμοδίως απέρριψε το αίτημα και η έφεση πρέπει να επιτύχει γι' αυτό το λόγο, δε νομίζω πως πρέπει να επεκταθούμε σε ζητήματα που άπτονται είτε της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, είτε του Κανονισμού 4(2)(α)(ι). Αυτά, στο πλαίσιο της απόφασης του Εφόρου, ήταν άρρηκτα συναρτημένα προς τη θεώρηση πως ετίθετο θέμα εγγραφής του αυτοκινήτου. Και ήταν κάτω από αυτό το πλανημένο πρίσμα, όπως ουσιαστικά αναγνωρίζουν πλέον και οι δυο πλευρές, που συζητήθηκαν.
Η έφεση επιτρέπεται με £300 έξοδα.