ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1994) 3 ΑΑΔ 64

18 Φεβρουαρίου, 1994

[ΠΙΚΗΣ. ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ Άρθρο 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής,

ν.

ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ.2),

Καθ 'ων η Αίτηση.

(Αναφορά Αρ. 10/91).

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Αναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος για γνωμάτευση ως προς τη συνταγματικότητα του περί Πετρελαιοειδών (Αναπροσαρμογή της Λιανικής Τιμής Πωλήσεως) (Τροποποιητικού) Νόμου του 1991 και συγκεκριμένα κατά πόσο ο πιο πάνω νόμος είναι αντίθετος προς τα Άρθρα 46,54,58,61, 80.2 και 179 του Συντάγματος — Εξέταση της συνταγματικότητας του νόμου μετά την χρονική διάρκεια της ισχύος του — Σύνταγμα άρθρο 52 — Δεν αφήνει διακριτική ευχέρεια στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τη μη έκδοση νόμου, εκτός όπου ο νόμος κριθεί αντισυνταγματικός.

Η χρονική διάρκεια της ισχύος του κρινόμενου νόμου έφθανε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1991. Τόσο η Εκτελεστική όσο και η Νομοθετική Εξουσία ισχυρίσθηκαν ότι ο πιο πάνω νόμος, ο οποίος τέθηκε υπό την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, όντας περιορισμένης χρονικής διάρκειας, απώλεσε το αντικείμενό του για τους πιο κάτω λόγους:

α) της ρύθμισης του θέματος με κανονισμούς που εγκρίθηκαν από τη Βουλή, μετά τη θέσπιση του κρινόμενου νόμου και

β) της έκδοσης του υπό Αναφορά νόμου μετά την εκπνοή του χρόνου ισχύος του.

Και τα δύο μέρη εισηγήθηκαν ότι το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να απορρίψει την Αναφορά εφόσον η έκδοση του νόμου κρίνεται άνευ νομικής σημασίας, με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 2/87.

Οι πιο πάνω εισηγήσεις απορρίφθηκαν ομόφωνα από την Ολομέλεια αφού τονίσθηκε ότι με την απόφαση στην Αναφορά 2/87 δεν αναγνωρίζεται εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να απορρίψει Αναφορά για οποιοδήποτε λόγο, εκτός από την περίπτωση απόσυρσής της και δεδομένου ότι δεν υπάρχει ένσταση εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων η Αναφορά απορρίπτεται ως αποσυρθείσα.

Κατά την ακρόαση της Αναφοράς ο Γενικός Εισαγγελέας κάλεσε εκ νέου το Δικαστήριο να την απορρίψει με το αιτιολογικό ότι ο νόμος απώλεσε τη σημασία του ενόψει της εκπνοής της περιόδου εφαρμογής του. Με την εισήγηση αυτή εσυμφώνησαν και οι δικηγόροι της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Η απόφαση της Ολομέλειας λήφθηκε κατά πλειοψηφία.

Α. Υπό Πική Δ., συμφωνούντων και των Χατζητσαγγάρη Δ., Χρυσοστομή Δ., Νικήτα Δ., και Κωνσταντινίδη Δ.,:

1. Δεν διαπιστώνεται κανένας λόγος για παρέκκλιση από την προηγούμενη ομόφωνη απόφαση. Το Άρθρο 52 δεν αφήνει διακριτική ευχέρεια στον Πρόεδρο για την μη έκδοση νόμου εκτός από τις περιπτώσεις που ο νόμος κριθεί ως αντισυνταγματικός οπόταν αποκλείεται η έκδοσή του σύμφωνα με το Άρθρο 140.3 του Συντάγματος.

2. Το Άρθρο 140.2 περιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στη διερεύνηση της συνταγματικότητας του νόμου σε σχέση με τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος, εκτός από το άρθρο 80.2 το οποίο έχει εγκαταλειφθεί.

3. Η γνωμάτευση η οποία παρέχεται βάσει του άρθρου 140.2 είναι ότι ο επίδικος νόμος δεν ευρίσκεται σε αντίθεση προς οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη.

Β. Υπό Αρτεμίδη Δ., συμφωνούντων και των Κούρρη Δ., Παπαδόπουλου Δ., και Αρτέμη Δ.,:

Η δημοσίευση του επίδικου νόμου μετά την πάροδο δύο και πλέον χρόνων από την ημερομηνία που έληξε η διάρκεια της ισχύος του θα αποτελούσε παραδοξότητα. Από το κείμενο του υπό συζήτηση νόμου προκύπτει αναμφίβολα ο προσωρινός χαρακτήρας του και τώρα διαπιστώνεται πως εξέλιπε το αντικείμενο και ο λόγος εκδόσεώς του. Ο νόμος ο οποίος καθορίζει το χρόνο της ισχύος του καταργείται από μόνος του μετά τη λήξη του χρόνου αυτού. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 140 του Συντάγματος δεν ασκείται επί ματαίω.

Ο υπό αναφορά Νόμος δεν κρίθηκε αντισυνταγματικός κατά πλειοψηφία.

Υπόθεση που αναφέρθηκε:

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων (1993) 3 Α.Α.Δ. 1.

Αναφορά.

Αναφορά με την οποία ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητούσε γνωμάτευση κατά πόσο ο περί Πετρελαιοειδών (Αναπροσαρμογή της Λιανικής Τιμής Πωλήσεως) (Τροποποιητικός) Νόμος του 1991, είναι αντισυνταγματικός,

Μ. Τριανταφυλλίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Τ. Πολυχρονίδου (δ/δα) Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α', Μ. Τσαγγαρίδη και Λ. Καουτζάνη (κα) Δικηγόρους της Δημοκρατίας, για τον αιτητή.

Ε. Ευσταθίου, για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με την απόφαση που πρόκειται να εκδώσω, συμφωνούν οι Δικαστές Χατζητσαγγάρης, Χρυσοστομής, Νικήτας και Κωνσταντινίδης· επομένως συνιστά την απόφαση της πλειοψηφίας των μελών του Δικαστηρίου και, κατ' επέκταση, τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικάστηρίου για το τεθέν με την Αναφορά θέμα της συνταγματικότητας του νόμου που επισυνάπτεται στην απόφαση μας· η Αναφορά αυτή ηγέρθη από τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 24/4/91 και έχει ως επίδικο θέμα τη συνταγματικότητα του περί Πετρελαιοειδών (Αναπροσαρμογή της Λιανικής Τιμής Πωλήσεως) (Τροποποιητικού) Νόμου του 1991, ο οποίος θεσπίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 21/3/91, επαναβεβαιώθηκε στις 11/4/91 μετά την αναπομπή του στη Βουλή από τον Πρόεδρο και αποστάληκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για έκδοση , στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12/4/91.

Ο νόμος προσβάλλεται ως αντισυνταγματικός λόγω αντίθεσης και ασυμφωνίας των προνοιών του προς τις διατάξεις των Άρθρων 46,54,58, 61, 80.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 179, που καθιστά το Σύνταγμα τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας. Ακολούθησαν αλλεπάλληλα κοινά στην ουσία αιτήματα του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, για την αναβολή της Αναφοράς για να δοθεί ευκαιρία στις δυο εξουσίες να μελετήσουν θέματα σχετικά με τον υπό αναφορά νόμο.

Ο νόμος που αποτελεί το αντικείμενο της Αναφοράς παρέχει εξουσία στη Βουλή να προβεί στον καθορισμό της λιανικής τιμής πώλησης πετρελαιοειδών, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών. Η χρονική διάρκεια της ισχύος του νόμου είναι περιορισμένη· επεκτείνεται από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, 1991.

Μετά από σειρά αναβολών που δόθηκαν κατόπιν αίτησης των μερών και την εκπνοή του χρόνου για την εφαρμογή του κρινόμενου νόμου, τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας εκ μέρους του Προέδρου, όσο και ο δικηγόρος της Βουλής, υπέβαλαν ότι η Αναφορά απώλεσε το αντικείμενό της και έπρεπε, για το λόγο αυτό, να απορριφθεί. Σύμφωνα με την εισήγησή τους ο νόμος είχε απωλέσει το αντικείμενό του για δυο λόγους, όπως συνοψίζονται στην ομόφωνη απόφασή μας που ακολούθησε στις 18/1/1993 :

(α) Η έγκριση από τη Βουλή, μετά τη θέσπιση του κρινόμενου νόμου, κανονισμών βάσει της προϋπάρχουσας νομοθεσίας με τους οποίους ρυθμίζεται από 13/6/91 η λιανική τιμή πώλησης των πετρελαιοειδών (βλ. Κ.Δ.Π. 196/91 της 12/7/91). Οι κανονισμοί εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 3 των περί Πετρελαιοειδών (Αναπροσαρμογή της Λιανικής Τιμής Πωλήσεως) Νόμων του 1986-1990. Σύμφωνα με το βασικό νόμο, ο καθορισμός της λιανικής τιμής πώλησης πετρελαιοειδών ρυθμίζεται με κανονισμούς που καταρτίζονται από την εκτελεστική εξουσία και τυγχάνουν της έγκρισης της Βουλής. Η ρύθμιση η οποία περιέχεται στην Κ.Δ.Π. 196/91 υποδηλώνει, όπως εισηγήθηκαν και τα δύο μέρη, συμφωνία της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας για το διακανονισμό της λιανικής τιμής πώλησης πετρελαιοειδών για την περίοδο που καλύπτεται από τις διατάξεις του κρινόμενου νόμου, γεγονός που αποστερεί την Αναφορά από το αντικείμενό της.

(β) Η έκδοση του υπό Αναφορά νόμου μετά την εκπνοή της περιόδου κατά την οποία σκοπείτο η ρύθμιση της λιανικής τιμής πώλησης πετρελαιοειδών καθίσταται πράξη άνευ σημασίας, τοσούτω μάλλον εφόσον το θέμα έτυχε διεξοδικής ρύθμισης με τη δημοσίευση της Κ.Δ.Π. 196/91.

Κοινή θέση της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας υπήρξε ότι ο νόμος (νοείται νομοθέτημα της Βουλής πριν την έκδοσή του) ο οποίος τέθηκε υπό την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, περιορισμένης χρονικής διάρκειας, είχε απωλέσει το αντικείμενό του.

Ομόφωνα απορρίψαμε τις πιο πάνω εισηγήσεις με το σκεπτικό που ακολουθεί:

"Και τα δύο μέρη επικαλέστηκαν την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 2/87 (δεν έχει δημοσιευτεί) ως δικαστικό προηγούμενο ενισχυτικό της εισήγησης ότι παρέχεται ευχέρεια στο Δικαστήριο να απορρίψει Αναφορά εφόσον η έκδοση του νόμου κρίνεται άνευ νομικής σημασίας. Στην υπόθεση εκείνη το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την Αναφορά ενόψει της ειδοποιήσεως της Γενικής Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, με ημερομηνία 12 Δεκεμβρίου, 1987, ότι η Αναφορά αυτή αποσύρεται και δεδομένου ότι δεν υπάρχει ένσταση εκ μέρους του δικηγόρου της Βουλής των Αντιπροσώπων η Αναφορά απορρίπτεται ως αποσυρθείσα. (Ολόκληρο το κείμενο της 2/87 επισυνάπτεται για πληρέστερη πληροφόρηση εφόσον δεν έχει δημοσιευτεί).

Η απόφαση στην Αναφορά 2/87 είναι καθοδηγητική ως προς τη δυνατότητα απόρριψης Αναφοράς η οποία αποσύρεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δεν αναγνωρίζεται όμως με την απόφαση εκείνη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να απορρίψει Αναφορά για οποιοδήποτε άλλο λόγο ή να προβεί στη διερεύνηση των επιπτώσεων του κρινόμενου νόμου στο νομικό καθεστώς για να διαπιστωθεί κατά πόσο εξυπηρετείται οποιοσδήποτε σκοπός με την έκδοσή του.

Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την κρίση της συνταγματικότητας των νόμων που αποτελούν το αντικείμενο Αναφοράς που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 140.1 καθορίζεται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου. Αυτή περιορίζεται στη διερεύνηση της συνταγματικότητας του νόμου, αφού ακουστούν οι απόψεις του Προέδρου και της Βουλής των Αντιπροσώπων, και την έκδοση γνωμάτευσης επί του τεθέντος θέματος. Σε ερώτηση του δικαστηρίου προς το Γενικό Εισαγγελέα εάν αποσύρεται η Αναφορά ενόψει της κοινής εκτίμησης των μερών ότι ο νόμος απώλεσε το αντικείμενό του, η απά ντηση ήταν αρνητική. Επομένως, καθήκον μας είναι να γνωματεύσουμε για τη συνταγματικότητα των προνοιών του. Η αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 140 δεν επεκτείνεται "στην προεκτίμηση των επιπτώσεων που θα έχει ο νόμος στη σφαίρα του δικαίου μετά την έκδοσή του.."

Μετά την απόρριψη της εισήγησης ότι ο νόμος απώλεσε το αντικείμενό του, η Αναφορά ορίστηκε γι' ακρόαση. Και πάλι αντιμετωπίσαμε σειρά εμποδίων πριν καταστεί δυνατή η ακρόαση της Αναφοράς, που προέκυψαν από την αδυναμία του δικηγόρου της Βουλής να συνεχίσει να τους εκπροσωπεί και της αντικατάστασής του που οδήγησε και πάλι σε αλλεπάλληλες αναβολές της Αναφοράς.

Όταν μετά από πολλούς σκοπέλους έγινε δυνατό να ακούσουμε τα μέρη, ο Γενικός Εισαγγελέας κάλεσε εκ νέου το Δικαστήριο να απορρίψει την Αναφορά με το αιτιολογικό ότι ο νόμος απώλεσε τη σημασία του ενόψει της εκπνοής της περιόδου εφαρμογής του. Τη θέση αυτή υπεστήριξε με αναφορά και στο έργο του Αθανάσιου Γ. Ράϊκου "ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ", Τόμος Α, σ.185, όπου διαπιστώνεται ότι μετά την εκπνοή του χρόνου ισχύος του νόμου, αυτός παύει να υφίσταται. Αυτό είναι αυτονόητο· δε μεταβάλλει όμως το ερώτημα ενώπιόν μας που καλούμεθα να απαντήσουμε βάσει του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος. Ο κ. Ευσταθίου, εκ μέρους της Βουλής, υπεστήριξε ανάλογη θέση με το Γενικό Εισαγγελέα και επίσης υπέβαλε ότι η Αναφορά πρέπει να απορριφθεί επειδή εξέλειπε το αντικείμενό της. Σε σχέση με την ουσία του τεθέντος με την Αναφορά θέματος, υπέβαλε ότι ο υπό Αναφορά νόμος θεσπίστηκε στα πλαίσια των εξουσιών της Βουλής και ότι δεν προσκρούει σε καμιά από τις διατάξεις του Συντάγματος που προσδιορίζεται, ούτε παραβιάζει το πεδίο της εκτελεστικής λειτουργίας. Ο Γενικός Εισαγγελέας υπεστήριξε ότι σύμφωνα με το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο θέσπισης του επίμαχου νόμου (Ν 208/90) η αναπροσαρμογή της λιανικής τιμής πετρελαιοειδών υπόκειτο στον αρμόδιο Υπουργό και επομένως η νομοθετική ρύθμιση του θέματος κατ' αντίθετο τρόπο προς εκείνο που προβλεπόταν από τη νομοθεσία, συνιστούσε παρεμβολή στον τομέα της Εκτελεστικής Εξουσίας.

Εγείρονται δύο θέματα που πρέπει να αποφασίσουμε -

(1) Κατά πόσο η Αναφορά απώλεσε το αντικείμενό της λόγω εκπνοής του χρόνου εφαρμογής του νόμου που αποτελεί το αντικείμενο της Αναφοράς, θέμα που ήταν το αντικείμενο της εισήγησης (β) στο προηγούμενο στάδιο και απορρίφθηκε με την απόφασή μας της 18/1/93 - Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1993) 3 Α.Α.Δ. 1. Επαναλαμβάνουμε την εισήγηση όπως αποτυπώθηκε στην απόφασή μας:

"(β) Η έκδοση του υπό Αναφορά νόμου μετά την εκπνοή της περιόδου κατά την οποία σκοπείτο η ρύθμιση της λιανικής τιμής πώλησης πετρελαιοειδών καθίσταται πράξη άνευ σημασίας, τοσούτω μάλλον εφόσον το θέμα έτυχε διεξοδικής ρύθμισης με τη δημοσίευση της Κ.Δ.Π. 196/91."

Η επανάληψη της εισήγησης δε μεταβάλλει το χαρακτήρα της, ούτε μπορεί να αυξήσει τις προοπτικές αποδοχής της εισήγησης, εκτός αν κρίνουμε ότι συντρέχουν λόγοι για αναθεώρηση του λόγου της απόφασής μας της 18/1/93 και απομάκρυνση από αυτό. Δε διαπιστώνουμε κανένα λόγο που να δικαιολογεί τέτοια θέση ούτε έχουμε κληθεί να αποκλίνουμε από την ομόφωνη απόφασή μας. Το Άρθρο 52 δεν αφήνει διακριτική ευχέρεια στον Πρόεδρο για τη μη έκδοση του νόμου. Μόνο στην περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι ο νόμος ή η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της Αναφοράς είναι αντισυνταγματικός, αποκλείεται η έκδοσή του σύμφωνα με το Άρθρο 140.3 του Συντάγματος.

Το Άρθρο 140.2 περιορίζει, όπως αποφασίσαμε και όπως το λεκτικό της παραγράφου αυτής του Συντάγματος επιβάλλει, τη δικαιοδοσία μας στη διερεύνηση του θέμα τος που τίθεται από τον Πρόεδρο προς διερεύνηση με την Αναφορά του στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το τεθέν θέμα σ' αυτή την Αναφορά, όπως προσδιορίζεται στο κείμενό της, είναι κατά πόσο ο επίμαχος νόμος"..ευρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 46,54,58,61, 80.2 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας". Και εφόσον το Άρθρο 80.2 έχει εγκαταλειφθεί κατά την ακρόαση, η Αναφορά περιορίζεται στη συνταγματικότητα του νόμου σε σχέση με τα υπόλοιπα άρθρα του Συντάγματος.

Ως προς την ουσία της Αναφοράς, το θέμα το οποίο ρυθμίζεται από το νόμο, η λιανική πώληση πετρελαιοειδών, ανάγεται στη σφαίρα αρμοδιοτήτων της Νομοθετικής Εξουσίας. Οι εξουσίες που είχαν ανατεθεί στην Εκτελεστική Εξουσία για τον καθορισμό της τιμής πετρελαιοειδών, καταργούνται με τις πρόνοιες του υπό εξέταση νόμου για την περίοδο που προβλέπεται. Το ερώτημα, άλλωστε, δεν είναι ούτε μπορούσε να είναι, βάσει του Άρθρου 140, κατά πόσο ο υπό Αναφορά νόμος προσκρούει στις διατάξεις της υφιστάμενης νομοθεσίας. Το μόνο ερώτημα που μπορεί να τεθεί, και τέθηκε στην πραγματικότητα με την υπό κρίση Αναφορά, είναι κατά πόσο η ρύθμιση της λιανικής τιμής πώλησης πετρελαιοειδών προσκρούει σε οποιοδήποτε από τα Άρθρα του Συντάγματος που καθορίζεται και, κατ' επέκταση, αν εκφεύγει από τη σφαίρα της Νομοθετικής Εξουσίας. Η απάντηση είναι αρνητική.

Η γνωμάτευση την οποία παρέχουμε βάσει του Άρθρου 140.2, είναι (κατά πλειοψηφία) ότι ο νόμος που αποτελεί το θέμα της Αναφοράς δεν ευρίσκεται σε αντίθεση ούτε είναι ασύμφωνος προς οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος.

Ο υπό αναφορά νόμος δεν κρίθηκε αντισυνταγματικός κατά πλειοψηφία.

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ (ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΤΙΜΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΣ) ΝΟΜΟΥΣ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:-

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Πετρελαιοειδών (Αναπροσαρμογή της Λιανικής Τιμής Πωλήσεως) (Τροποποιητικός) Νόμος του 1991 και θα διαβάζεται μαζί με τους περί Πετρελαιοειδών (Αναπροσαρμογή της Λιανικής Τιμής Πωλήσεως) Νόμους του 1986 και 1990 (που στο εξής θα αναφέρονται ως "ο βασικός νόμος") και ο βασικός νόμος και ο παρών νόμος θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Πετρελαιοειδών (Αναπροσαρμογή της Λιανικής Τιμής Πωλήσεως) Νόμοι του 1986 έως 1991.

2. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του βασικού νόμου και τους οποιουσδήποτε Κανονισμούς που έχουν εκδοθεί με βάση αυτόν, η λιανική τιμή πώλησης πετρελαιοειδών για την περίοδο που αρχίζει από της δημοσίευσης του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1991 είναι αυτή που εκτίθεται, κατά περίπτωση, στο Παράρτημα.

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ: Με τη θέση αυτή, που είναι της μειοψηφίας του Δικαστηρίου, συμφωνούν οι δικαστές Κούρρης, Παπαδόπουλος και Αρτέμης.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε στις 21.3.91 τον Περί Πετρελαιοειδών (Αναπροσαρμογή της Λιανικής Τιμής Πωλήσεως) (Τροποποιητικό) Νόμο του 1991. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά από σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, εξέφρασε την άποψη πως ο Νόμος αυτός βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος με τις διατάξεις των άρθρων 46,54,58 και 76 του Συντάγματος. Γι' αυτό και καταχώρησε, στις 24.4.91, την υπό συζήτηση Αναφορά. Η Βουλή των Αντιπροσώπων καταχώρησε ένσταση και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκίνησε την έρευνα του υπό κρίση τεθέντος ζητήματος. Η διαδικασία αναβλήθηκε πολλές φορές, χωρίς να ευθύνεται γι' αυτό το Δικαστήριο, όπως πολύ ορθά δέχθηκαν ο Γενικός Εισαγγελέας και οι δικηγόροι της Βουλής. Στο τελικό στάδιο της ακρόασης της Αναφοράς ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε πως εξέλιπε ο σκοπός της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτός προβλέπεται στο Άρθρο 140 του Συντάγματος, γιατί δεν υφίσταται πλέον ο υπό Αναφορά Νόμος. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τις πρόνοιές του, η λειτουργική δράση του θα ίσχυε για την περίοδο από της δημοσιεύσεώς του μέχρι τις 31.12.91. Στη θεωρητική δε περίπτωση που το Δικαστήριο θα έκρινε το Νόμο συνταγματικό, και επομένως θα υποχρεωθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να τον υπογράψει για να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα, αυτός θα ισχύει από της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς του, μέσα στο 1994, ενώ η λειτουργία του, όπως ο ίδιος προβλέπει, έληξε στις 31.12.91.

Οι δικηγόροι της Βουλής των Αντιπροσώπων υιοθέτησαν την εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα.

Οι ουσιαστικές πρόνοιες του υπό Αναφορά Νόμου περιέχονται στο άρθρο 2, που έχει ως εξής:

"Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του βασικού νόμου και τους οποιουσδήποτε Κανονισμούς που έχουν εκδοθεί με βάση αυτόν, η λιανική τιμή πώλησης πετρελαιοειδών για την περίοδο που αρχίζει από της δημοσίευσης του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1991 είναι αυτή που εκτίθεται, κατά περίπτωση, στο Παράρτημα."

Συμφωνούμε απόλυτα με την εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα και των δικηγόρων της Βουλής των Αντιπροσώπων. Από το κείμενο της ουσιαστικής και μοναδικής διάταξης του Νόμου, που υπογραμμίζουμε, είναι φανερό πως οι πρόνοιές του θα ήταν προσωρινές, για την περίοδο που θα άρχιζε από τη δημοσίευση του μέχρι 31.12.91. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 140 του Συντάγματος, δεν ασκείται επί ματαίω. Έργο του Δικαστηρίου είναι να ερευνά το υπό κρίση τιθέμενο ζήτημα αναφορικά με τη συνταγματικότητα ή μη ενός νόμου, για να δώσει τη γνωμάτευσή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Στην υπό κρίση Αναφορά παρουσιάζεται το πρωτόγνωρο φαινόμενο να μην υπάρχει αντικείμενο έρευνας, για τους λόγους που ανάφεραν ο Γενικός Εισαγγελέας και οι δικηγόροι της Βουλής, τους οποίους και υιοθετούμε. Θα αποτελούσε παραδοξότητα αν εδημοσιεύετο σήμερα ο επίδικος Νόμος, που περιέχει μόνον προσωρινές διατάξεις, και προβλέπει πως αυτές θα ισχύουν από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς του και μέχρι της καθορισμένης στον ίδιο το Νόμο ημερομηνίας, που πέρασε εδώ και πάνω από δύο χρόνια. Από το κείμενο του υπό συζήτηση Νόμου προκύπτει αναμφίβολα ο προσωρινός χαρακτήρας του και τώρα διαπιστώνεται πως εξέλιπε το αντικείμενο και ο λόγος εκδόσεώς του. Σχετικό είναι το πιο κάτω παράθεμα από το βιβλίου του Α. Ράϊκου Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Α, τεύχος Α, σελ. 185, στο οποίο έκαμε αναφορά ο Γενικός Εισαγγελέας.

"Γιατί ο νόμος, ο οποίος καθορίζει το χρόνο της ισχύος του (διαβατικός ή μεταβατικός νόμος ή νόμος προσωρινής ισχύος), καταργείται από μόνος του κατά τη λήξη του χρόνου αυτού. Ο νόμος δεν καταργείται στην περίπτωση της εκλείψεως του λόγου της εκδόσεως ή του αντικειμένου αυτού, εφόσον από το περιεχόμενο του δεν προκύπτει αναμφίβολα ο προσωρινός χαρακτήρας του."

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο