ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 3 ΑΑΔ 3308
9 Οκτωβρίου, 1990
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΝΑ ΣΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ-ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ,
Αιτήτριες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1.ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 478/89).
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί—Προαγωγές — Θέση Βοηθού Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης (Προδημοτική Εκπαίδευση) — Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας — Αξιολόγηση υποψηφίων—Συμβουλευτική Επιτροπή — Καταρτισμός καταλόγου υποψηφίων με βάση καταργηθείσα νομοθετική διάταξη, αντί της ισχύουσας κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, χωρίς τη δημιουργία δυσμενών επιπτώσεων στις αιτήτριες—Ισχυρισμός για λήψη της απόφασης με πλάνη περί το νόμο—Δεν τεκμηριώθηκε.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Ακολουθητέα διαδικασία — Οι περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμοι 1969-1988.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος 157/87, Άρθρο 2 — Εφαρμοστέες αρχές.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί—Προαγωγές—Συμβουλευτική Επιτροπή — Συστάσεις Προϊσταμένου — Πρέπει να συνάδουν με το περιεχόμενο των προσωπικών και υπηρεσιακών φακέλων.
Αίτηση ακυρώσεως — Λόγοι ακυρώσεως — Πλάνη περί το νόμο — Εφαρμοστέες αρχές για τεκμηρίωσή της.
Οι ενστάσεις των αιτητριών για τη μη συμπερίληψή τους στον κατάλογο υποψηφίων απορρίφθηκαν, γιατί οι πρόνοιες του νόμου αναφορικά με την αποτίμηση μονάδων για αρχαιότητα, αφορούσαν σε υπηρεσία στη δημόσια εκπαίδευση και όχι στην ιδιωτική. Η υπηρεσία των αιτητριών ήταν στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Οι αιτήτριες ισχυρίστηκαν στην παρούσα προσφυγή ότι:
1. Η Συμβουλευτική Επιτροπή εφάρμοσε τις διατάξεις της καταργηθείσας παραγράφου (γ) του Εδαφίου 4 του Άρθρου 35(B) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 65/87, αντί της ισχύουσας διάταξης που εισήγαγε ο Νόμος 157/87.
2. Παρενέβησαν εξωγενείς παράγοντες στις συστάσεις της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Επιτροπή), και
3. Η Επιτροπή επλανήθη αναφορικά με το νόμο με αποτέλεσμα να ερμηνεύσει και εφαρμόσει εσφαλμένα τις διατάξεις του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και αποφάνθηκε ότι:
1. Ο ισχυρισμός των αιτητριών, ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, ανεξάρτητα από το εάν οι συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είχαν καμιά δυσμενή επίπτωση σ' αυτές δεν ευσταθεί, για το λόγο ότι μια διοικητική απόφαση ακυρώνεται λόγω πλάνης περί το νόμο του οργάνου που την έλαβε, όταν το ενεργοποιημένο αποτέλεσμά της είναι αντίθετο' ή παραβιάζει τις πρόνοιες του νόμου που αφορούν τη λήψη της. Σύμφωνα με την καταργηθείσα διάταξη, για την αρχαιότητα υπολογιζόταν μία μονάδα για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας στη θέση, εφαρμοζομένων των διατάξεων του Άρθρου 37 του νόμου, ενώ βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας δίδεται μία μονάδα για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας σε θέση από την οποία ο υποψήφιος μπορεί να προαχθεί σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας. Είναι φανερό ότι η εφαρμογή των διατάξεων της πιο πάνω καταργηθείσας νομοθετικής διάταξης, οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα όπως η διάταξη που εισήγαγε ο Νόμος 157/87. Ως εκ τούτου δε σημειώθηκε παραβίαση των προνοιών του ισχύοντος νόμου κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
2. Το περιεχόμενο των συστάσεων, όχι μόνο δεν αποδεικνύει το ενδεχόμενο ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη της στοιχεία εκτός από τα του νόμου επιτρεπόμενα, προτού προβεί στις συστάσεις της προς την Επιτροπή, αλλά αντίθετα συνάδει με το περιεχόμενο των προσωπικών και υπηρεσιακών φακέλων των υποψηφίων. Πέραν αυτού η Επιτροπή, είχε ενώπιόν της τους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων, η δε , τελική της κρίση ήταν αποτέλεσμα σχολαστικής εφαρμογής της διαδικασίας και των ουσιαστικών διατάξεων της νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να προαγάγει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη θέση Βοηθού Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης (Προδημοτική Εκπαίδευση).
Α. Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.
Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι 11 αιτήτριες στην παρούσα προσφυγή προσβάλλουν το διορισμό των 4 ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση Βοηθού Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης (Προδημοτική Εκπαίδευση) που έγινε από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 9.5.89.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ:
Οι κενές θέσεις ήσαν 17 και υποβλήθηκαν 45 συνολικά αιτήσεις. Άρχισε η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 1969-1988, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία κατάρτισε κατάλογο των υποψηφίων στον οποίο περιλήφθηκαν 44 αιτήτριες. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας διαπίστωσε πως στον πιο πάνω κατάλογο περιλαμβάνονταν αιτήτριες κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 35Β (5) (β) (i) του νόμου, δηλαδή υποψήφιες που δεν μπορούσαν να επιλεγούν, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου 10(β) του πιο πάνω άρθρου. Η Συμβουλευτική Επιτροπή ετοίμασε νέο κατάλογο, συμμορφούμενη προς τις οδηγίες της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, στον οποίο συμπεριλήφθηκε και η αιτήτρια Χριστοδούλου Μαρία, της οποίας το όνομα εκ παραδρομής δεν παρουσιαζόταν στον πρώτο κατάλογο. Στο νέο αυτό κατάλογο υπήρχαν 26 υποψήφιες, μεταξύ των οποίων και 3 από τις αιτήτριες, οι Γερολεμίδου, Γιαννίκου και Ιακώβου.
Στις 27.4.89 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν από επηρεαζόμενες υποψήφιες, που ήσαν συνολικά 6. Μεταξύ αυτών και δυο αιτήτριες, οι Αγαθοκλέους Μάρω και Ευμήδου Παρασκευή. Στην ένστασή της η πρώτη αιτήτρια εισηγείτο πως έπρεπε να της αναγνωριστεί και η περίοδος υπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση και κατ' ακολουθία να τις αποτιμηθούν οι ανάλογες μονάδες για σκοπούς αρχαιότητας. Η ένσταση της δεύτερης αιτήτριας ήταν ουσιαστικά η ίδια, ισχυριζόταν δηλαδή ότι έπρεπε να της παραχωρηθούν 24 μονάδες, αντί 22, γιατί δεν της αναγνωρίστηκε προϋπηρεσία σε ιδιωτικό νηπιαγωγείο.
Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας απέρριψε τις πιο πάνω ενστάσεις γιατί, κατά τη γνώμη της, οι πρόνοιες του νόμου αναφορικά με την αποτίμηση μονάδων για αρχαιότητα, αφορούν σε υπηρεσία στη δημόσια εκπαίδευση και όχι στην ιδιωτική. Έτσι, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κατήρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν μόνο δυο από τις αιτήτριες οι Γερολεμίδου Φοινίκη και Γιαννίκου Σταματία. Μετά την ετοιμασία του καταλόγου η Επιτροπή δέκτηκε σε συνέντευξη τις υποψήφιες στην παρουσία του επιθεωρητή δημοτικής εκπαίδευσης που προέβη στην αξιολόγηση των υποψηφίων. Ακολούθησε στις 9.5.89 η τελική κρίση της Ε.Ε.Υ., αφού χρησιμοποίησε και το δικαίωμα που της παρέχει το άρθρο 35(B) (10)(β) του Νόμου, και αύξησε τις μονάδες κρίσεως των υποψηφίων.
ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ:
Οι λόγοι που προβάλλονται από το δικηγόρο των αιτητριών για την ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι νομικοί και άπτονται της διαδικασίας που οδήγησε σε αυτή, με την εισήγηση ότι ήταν αντίθετη με τις διατάξεις του νόμου. Υποβάλλεται πως:
(α) Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την κρίση της για να προβεί στις συστάσεις της προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, εφήρμοσε τις πρόνοιες καταργηθείσης νομοθετικής διάταξης αντί της ισχύουσας.
(β) Η ίδια Επιτροπή έλαβε υπόψη της στις συστάσεις της, εξωγενείς από τους επιτρεπόμενους από το νόμο παράγοντες και,
(γ) Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας επλανήθη αναφορικά με το νόμο με αποτέλεσμα να ερμηνεύσει και εφαρμόσει εσφαλμένα τις διατάξεις του.
Αναλυτικότερα, η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητριών προχωρά ως εξής: προφανώς η Συμβουλευτική Επιτροπή αγνοούσε ότι η παράγραφος (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 35(B) του βασικού νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 65/87, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του νόμου 157/87. Η Συμβουλευτική Επιτροπή προχώρησε και έκαμε τις συστάσεις της σύμφωνα με την καταργηθείσα διάταξη αντί την ισχύουσα κατά το χρόνο που έπαιρνε τη σχετική απόφαση.
Είναι γεγονός ότι στο σχετικό πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, (παράρτημα Ε, σελ.4) αναφέρονται επί λέξει τα εξής:
"Η Συμβουλευτική Επιτροπή για τον καταρτισμό καταλόγου, υποψηφίων κ.λ.π., ενεργώντας σύμφωνα με:
I. το Νόμο αρ.65 του 1987 άρθρο 7, άρθρο 35Β του βασικού Νόμου, εδάφιο 4, παράγραφοι (α), (β), (γ), το εδάφιο 5 παράγραφος (β), υποπαράγραφος (ι)."
Η ίδια νομοθετική διάταξη επαναλαμβάνεται στην 5η σελίδα, παράγραφος 3, όπου πάλιν η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρει ότι η σειρά προτεραιότητας των υποψηφίων καθορίστηκε σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες. Δε γίνεται δηλαδή αναφορά στην ισχύουσα νομοθεσία, όπως εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 157/87.
Ο δικηγόρος των αιτητριών εισηγείται ότι αυτός και μόνο ο λόγος αρκεί για να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση ανεξάρτητα του εάν οι συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είχαν καμιά δυσμενή επίπτωση στις αιτήτριες.
Δε συμφωνώ με τη θέση αυτή για τους εξής λόγους: Κατά τη γνώμη μου, μια διοικητική απόφαση ακυρώνεται λόγω πλάνης περί το νόμο του οργάνου που την έλαβε, όταν το ενεργοποιημένο αποτέλεσμά της είναι αντίθετο ή παραβιάζει τις πρόνοιες του νόμου που αφορούν στη λήψη της. Αν το αποτέλεσμα είναι σύμφωνο με τις πρόνοιες του ισχύοντος νόμου, τότε μνεία εσφαλμένης νομικής διάταξης δεν οδηγεί στην ακύρωση της απόφασης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εφαρμογή των διατάξεων της καταργηθείσης παραγράφου (γ) του εδαφίου 4 του άρθρου 35(B) του Νόμου 65/87, οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα όπως η ισχύουσα διάταξη που εισήγαγε ο Νόμος 157/87.
Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με την καταργηθείσα διάταξη, για την αρχαιότητα υπολογιζόταν "μια μονάδα για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας στη θέση, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 37 του νόμου αυτού". Ενώ, βάσει της ισχύουσας διάταξης, δίδεται "μια μονάδα για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας σε θέση από την οποία ο υποψήφιος μπορεί να προαχθεί σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας". Στην κρινόμενη υπόθεση, η θέση από την οποία έγινε η προαγωγή είναι αυτή του δασκάλου, όλες δε οι αιτήτριες κατείχαν αυτή τη θέση.
Πρόσθετα με τα πιο πάνω, και που καθιστούν το όλο ζήτημα θεωρητικό, η ίδια Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας εφήρμοσε την ισχύουσα νομοθεσία, όπως ρητά αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, όπου γίνεται αναφορά στην εφαρμογή των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως 1988. Ειδικά δε και αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων του τροποποιητικού Νόμου 157/87, ζητήθηκε και γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.
Δε συμφωνώ επίσης με την εισήγηση του δικηγόρου των αιτητριών πως εσφαλμένα δεν υπελογίσθη και η προϋπηρεσία μερικών από αυτών σε ιδιωτικό νηπιαγωγείο, για την αποτίμηση μονάδων για αρχαιότητα. Το άρθρο 2 του Νόμου 157/87, που τροποποίησε την παράγραφο (γ) του εδαφίου 4 του άρθρου 35(B) του βασικού νόμου, έχει ρητή πρόνοια που αποκλείει τη θέση του δικηγόρου των αιτητριών. Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:
"(γ) αρχαιότητα:
μια μονάδα για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας σε θέση από την οποία ο υποψήφιος μπορεί να προαχθεί σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας, και ειδικά στην περίπτωση διορισμού/προαγωγής σε θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης (Μέση Γενική ή Τεχνική Εκπαίδευση) επτά δέκατα της μονάδας επιπρόσθετα, για κάθε συμπληρωμένο έτος προηγούμενης εκπαιδευτικής υπηρεσίας σε δημόσια σχολεία ή/και για άλλη αναγνωρισμένη προϋπηρεσία."
Ο νομοθέτης, δηλαδή, όπου θέλησε να προνοήσει για υπολογισμό αναγνωρισμένης προϋπηρεσίας, εκτός από αυτή σε δημόσια σχολεία, κατονόμασε ειδικά την περίπτωση διορισμού-προαγωγής σε θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης (Μέση Γενική ή Τεχνική Εκπαίδευση). Η γνωμοδότηση του Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας πάνω στο ζήτημα είναι, φρονώ, ορθή.
Οποιαδήποτε δε αναφορά γίνεται σε υπουργικές εγκυκλίους, με αντίθετο περιεχόμενο, δεν ωφελεί εφόσον το θέμα ρυθμίζεται με νομοθετική διάταξη. Στην υπό κρίση δε υπόθεση όλοι οι υποψήφιοι ήσαν από το διδακτικό προσωπικό της εκπαιδευτικής υπηρεσίας και η Επιτροπή προχώρησε με προαγωγή στην επίδικη θέση, παρότι αυτή ήταν και πρώτου διορισμού.
Το μόνο ζήτημα που παραμένει προς εξέταση είναι τα εξωγενή στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Συμβουλευτική Επιτροπή για να κάμει τις συστάσεις της προς την Επιτροπή Εκπαιδευτική Υπηρεσίας. Το θέμα προκύπτει ως εξής: Αναφέρεται στη σχετική της απόφαση ότι έλαβε υπόψη της και τους "παράλληλους φακέλους" που είχε ενώπιόν της. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας αναφέρει στη γραπτή της αγόρευση ότι οι παράλληλοι αυτοί φάκελοι έχουν αντίγραφα όλων των εγγράφων που περιέχονται στους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους για σκοπούς εύκολης αναφοράς. Προφανώς για να μη μετακινούνται από τον τόπο όπου συνήθως κρατούνται οι πρωτότυποι φάκελοι. Ο δικηγόρος των αιτητριών ενίσταται σε αυτή την επεξηγηματική αναφορά, παρατηρώντας πως η δικηγόρος της Δημοκρατίας δεν μπορούσε να προβεί σ' αυτή η ίδια, γιατί τούτο είναι ζήτημα μαρτυρίας ενώ οι ίδιοι οι φάκελοι θάπρεπε να κατατεθούν στο Δικαστήριο για να ελεγχθεί το περιεχόμενό τους.
θα ήμουν ευτυχής αν πράγματι το ζήτημα αντιμετωπιζόταν όπως εισηγείται ο δικηγόρος των αιτητριών. Όμως, δε νομίζω ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη της στοιχεία εκτός από τα υπό του νόμου επιτρεπόμενα προτού προβεί στις συστάσεις της προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Το περιεχόμενο των ίδιων των συστάσεων όχι μόνο δεν αποδεικνύει τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά αντίθετα συνάδει με το περιεχόμενο των προσωπικών και υπηρεσιακών φακέλων ενώ, όπως εξήγησα πιο πάνω, ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία. Πέρα όμως από αυτό, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας είχε ενώπιόν της τους. προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων. Η δε τελική κρίση της ήταν αποτέλεσμα σχολαστικής εφαρμογής της διαδικασίας και των ουσιαστικών διατάξεων της νομοθεσίας. Η προσφυγή επομένως απορρίπτεται και κάθε μια από τις αιτήτριες θα πληρώσει τα έξοδα που της αναλογούν.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα: