ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B333
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 144/2021)
26 Ιουλίου, 2022
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________________
Α. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Τιμοθέου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Μια κυπριακή οχιά (φίνα) ήταν κατά τον Εφεσείοντα ο λόγος που έθεσε, γύρω στο μεσημέρι, καλοκαίρι (17.8.2020), φωτιά στην τοποθεσία «ΠΕΡΝΟΣ» του χωριού Άγιος Αμβρόσιος, της Επαρχίας Λεμεσού. Πρόθεση του ήταν, ως ισχυρίστηκε, να εξοντώσει και/ή κάψει την φίνα, την οποία αντιλήφθηκε «δίπλα από το παπούτσι του» καθ΄ ον χρόνο περπατούσε «μέσα σε κάτι κόνιζους». Ευτυχώς, η πυρκαγιά κατασβέστηκε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία μιάμιση ώρα περίπου μετά που αυτή ξέσπασε, και αποφεύχθηκαν έτσι τα χειρότερα. Είχε προλάβει όμως να κατακάψει έκταση 3 δεκαρίων με ξηρά χόρτα, άγρια βλάστηση και μικρά πεύκα.
Ο Εφεσείων συνελήφθη την ίδια ημέρα από την Αστυνομία δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του, μετά από εξασφάλιση μαρτυρίας που τον έφερε να βρίσκεται σε απόσταση 5 μέτρων από τη φωτιά και να απομακρύνεται βιαστικά μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία τρίτου προσώπου (Μ.Κ. 2). Όταν του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του και του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο, αυτός απάντησε «κάμε τη δουλειά σου».
Αργότερα, την ίδια ημέρα, έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, στην οποία παραδέχθηκε πως αυτός ήταν που έθεσε τη φωτιά για να κάψει τη φίνα. Συγκεκριμένα, είχε αναφέρει τα ακόλουθα:
«Είμαι βοσκός στο επάγγελμα το οποίο εξασκώ εδώ και 40 χρόνια. Η μάντρα μου βρίσκεται στην τοποθεσία Ξυλόκαστρο χώματα Αγίου Αμβροσίου. Σήμερα 17.8.20 κοντά στο μεσημέρι έβοσκα τα ζώα μου δηλαδή τις αίγες μου στην τοποθεσία «Περνός» έδαφος του χωριού Άγιος Αμβρόσιος. Σε κάποια στιγμή και ενώ περπατούσα μέσα σε κάτι κόνιζους είδα ακριβώς δίπλα από το παπούτσι μου μια μεγάλη φίνα και ευτυχώς που δεν την πάτησα. Εγώ φοβήθηκα πάρα πολύ και αμέσως τράβηξα προς τα πίσω για να μην με δαγκώσει. Στη συνέχεια και με τη χρήση του αναπτήρα που κρατούσα άναψα φωτιά στο σημείο που βρισκόταν η φίνα για να την κάψω. Επίσης κρατούσα και ένα παγούρι με νερό με σκοπό να περιορίσω την οποιαδήποτε επέκταση της φωτιάς. σε κάποια φάση είδα ότι η φωτιά ξέφευγε του ελέγχου μου αποφάσισα να πάω στην μάντρα μου να ειδοποιήσω την Πυροσβεστική αφού δεν είχα τηλέφωνο μαζί μου. Επίσης θέλω να σου αναφέρω ότι ενώ έφευγα από το μέρος είδα κάποιο άγνωστο μου άντρα. ο οποίος φαινόταν να μου λέει κάτι χωρίς ωστόσο εγώ να ακούω. Κατευθυνόμενος προς την μάντρα μου με το αυτοκίνητο μου είδα αυτοκίνητα της Πυροσβεστικής να πηγαίνουν προς το σημείο της πυρκαγιάς. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να προκαλέσω οποιανδήποτε καταστροφή στο φυσικό περιβάλλον, ούτε και μου αρέσει να βάζω φωτιές. Ζητώ συγνώμη και απολογούμαι για την αναστάτωση που προκάλεσα.»
Για την πιο πάνω ενέργεια του, αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, κατηγορητήριο με μίαν κατηγορία, η οποία βασιζόταν στο άρθρο 317(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο έχει ως εξής:
«Να θέτει φωτιά σε εσοδείες και φυτείες.
317 - γ. Όποιος εσκεμμένα και παράνομα θέτει φωτιά σε δένδρα που δεν είναι κομμένα, δενδρύλια ή θάμνους, υπό καλλιέργεια φυτευμένα εκ φύσεως ή όχι
...................................
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.»
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε και το αγγλικό κείμενο, το οποίο είχε ως εξής:
«317 - c. Any person who wilfully and unlawfully sets fire to any standing trees, saplings or shrubs, whether indigenous or not, under cultivation;
...................................
is guilty of a felony, and is liable to imprisonment for fourteen years.»
Ο Εφεσείων αρνήθηκε ενοχή και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία. Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας εγκρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ως παραδεκτό γεγονός ότι ο Εφεσείων έθεσε τη φωτιά κατά το χρόνο και τόπο που περιγράφεται στις λεπτομέρειες της κατηγορίας και ότι αυτή κατέκαψε τα όσα επίσης περιγράφονται στις λεπτομέρειες της κατηγορίας. Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε τρεις μάρτυρες, τον Αστυφύλακα 3674, Π. Κοφτερό (Μ.Κ. 1), τον Αστυφύλακα 3299, Α. Γεωργίου (Μ.Κ. 3) και τον Α. Κουριεύς (Μ.Κ. 2).
Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και κάλεσε τον Εφεσείοντα να προβάλει την Υπεράσπιση του. Αφού του εξήγησε τα δικαιώματα που είχε από το Νόμο, αυτός προέβη σε ανώμοτη δήλωση με την οποία υιοθέτησε τα όσα είχε αναφέρει στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, και η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1, όχι για την αλήθεια του περιεχομένου της αλλά για το ότι ο Εφεσείων είχε κάνει τις εν λόγω δηλώσεις. Ο τελευταίος κάλεσε και ένα μάρτυρα, την κα Μ. Πολυκάρπου, Ψυχίατρο στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο Εφεσείων, τον οποίο εξέτασε κάποιους μήνες μετά που έθεσε τη φωτιά, είχε γνωσιακή δυσλειτουργία. Για το θέμα αυτό θα κάνουμε αναφορά στη συνέχεια.
Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε όλους τους μάρτυρες καθοδηγούμενο από την ορθή Νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας. Έκρινε πως και οι τρεις μάρτυρες κατηγορίας ήταν συνεπείς και σταθεροί στις απαντήσεις τους και ότι αυτοί παρέθεσαν τα γεγονότα με αντικειμενικότητα «όπως τα συνέλαβαν, χωρίς διαθλάσεις, εξογκώσεις ή υπερβολές». Ουσιαστικά τους έκρινε μάρτυρες της αλήθειας, κάτι που καταγράφεται στην απόφαση του. Να σημειώσουμε πως οι Μ.Κ. 1 και 3 δεν αντεξετάστηκαν, ενώ μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2 παρέμεινε αδιαμφισβήτητο.
Για την μαρτυρία της Ψυχιάτρου, κας Μ. Πολυκάρπου (Μ.Υ. 1), και για την εν γένει συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα, σημείωσε τα εξής: «Η όλη παρουσία της Μ. Πολυκάρπου, στο εδώλιο του μάρτυρα, δεν ήταν θετική. Όπως υποδεικνύουμε ανωτέρω, η μαρτυρία της ήταν νεφελώδης, χαρακτηρίζεται από παλινδρομήσεις, ταλαντεύσεις, αντιφάσεις και υπεκφυγές. Συνακόλουθα, για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, η μαρτυρία της δεν γίνεται αποδεκτή».
Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε και με το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα έχοντας κατά νου και την σχετική Νομολογία (Κόλιας ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποινικές Εφέσεις 106/15, 126/15 και 127/15, απόφαση ημερ. 17.5.2018). Για συγκεκριμένους λόγους που καταγράφει, αποφάσισε να μην προσδώσει οποιαδήποτε αξία και βαρύτητα σ΄ αυτήν. Για να καταλήξει πως η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την κατηγορία, στην οποία έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα.
Στις 6.9.2021 του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών αφού βρήκε πως οποιαδήποτε άλλη ποινή «. θα ήταν αναμφίβολα ακατάλληλη, ανεπαρκής και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, τόσο στον κατηγορούμενο όσο και σε επίδοξους μιμητές, ανάλογης εγκληματικής συμπεριφοράς». Ακολούθως, ορθά εξέτασε κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των δύο ετών θα έπρεπε να ανασταλεί. Με αναφορά στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 930, έκρινε, για συγκεκριμένους λόγους που παραθέτει, πως δεν συνέτρεχαν λόγοι για αναστολή της επιβληθείσας ποινής.
Ο Εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης. Τέσσερεις είναι οι λόγοι έφεσης που στρέφονται εναντίον της καταδίκης του. Υπάρχει και πέμπτος λόγος έφεσης που αφορά στην παράλειψη του Κακουργιοδικείου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης των δύο ετών που του επέβαλε.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην απόρριψη από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας της Ψυχιάτρου, κας Μ. Πολυκάρπου (Μ.Υ.1). Ως ελέχθη, η μαρτυρία της ήταν ότι ο Εφεσείων είχε γνωσιακή δυσλειτουργία. Όπως διευκρίνισε «η γνωσιακή δυσλειτουργία εννοώ ότι οι γνωσιακές του ικανότητες π.χ. κριτική ικανότητα, αντίληψη, προσοχή, κρίση, συγκέντρωση και μερικές άλλες, είναι δυσλειτουργικές, είναι μειωμένες σε σχέση με το τί περιμένω να δω σε ένα μέσο άνθρωπο».
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης την ερώτησε, στο στάδιο της αντεξέτασης της, πως είναι δύνατον ένας άνθρωπος να μην αντιλαμβάνεται τις πράξεις του, ως η ίδια ανέφερε, όταν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο από ένα δηλητηριώδες φίδι και αμέσως απομακρύνεται από αυτό. Αντιλαμβάνεται επίσης τον κίνδυνο από την ενέργεια του να θέσει φωτιά, και τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι κρατούσε, ως ο ίδιος ο Εφεσείων ισχυρίστηκε, παγούρι με νερό για να την κατασβήσει ή για να την περιορίσει. Όταν της έγιναν, δικαιολογημένα, οι πιο πάνω ερωτήσεις, η μάρτυρας αρκέστηκε να αναφέρει πως «τη συγκεκριμένη στιγμή που κάνει ένας άνθρωπος κάτι τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είμαι μέσα στο μυαλό του. Εγώ βλέπω τι είδα όταν τον εξέτασα μετά, στην κλινική μου εξέταση και με τα ευρήματα που είχα. Εκείνη τη στιγμή δεν έχω μπροστά μου την εικόνα του». Να σημειώσουμε πως δεν είχε εξετάσει τον Εφεσείοντα την ημέρα που έθεσε τη φωτιά αλλά ούτε και προηγουμένως. Ούτε στο ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 28.1.2021 που συνέταξε, καταγράφεται ότι εξέτασε τον Εφεσείοντα. Κατά την ακροαματική διαδικασία ανέφερε ότι τον εξέτασε μετά που έθεσε τη φωτιά, και συγκεκριμένα κάποιους μήνες πριν από την ημερομηνία που συνέταξε το εν λόγω ιατρικό πιστοποιητικό, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει πότε ακριβώς. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε άλλο. Δεν υπάρχει περιθώριο για παρέμβαση μας στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία της. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης που στρέφονται εναντίον της καταδίκης, αφορούν ουσιαστικά στην απόφαση του Κακουργιοδικείου να μην δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα, και ότι στη βάση της μαρτυρίας που είχε γίνει αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, δεν αποδείχθηκε, κατά την Υπεράσπιση, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η κατηγορία.
Ως γνωστό, η ανώμοτη δήλωση δεν είναι μαρτυρία και ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποδειχθεί οποιοδήποτε γεγονός αφού η αξία της είναι μάλλον πειστική. Για ό,τι αξίζει, να πούμε πως στις 29.4.2022 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας ο περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022, Ν. 64(Ι)/22, δυνάμει του οποίου καταργήθηκε, όχι όμως αναδρομικά, το δικαίωμα των κατηγορουμένων να προβαίνουν σε κατάθεση χωρίς όρκο.
Να σημειώσουμε πως το Κακουργιοδικείο ουδέποτε είχε προβεί σε συμπέρασμα ή συσχετισμό ενοχής ενόψει της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος από τον Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα σε συνάρτηση με το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας και κατέληξε, παραθέτοντας καλούς λόγους, πως δεν μπορούσε να δώσει οποιαδήποτε αξία και βαρύτητα σ΄ αυτήν. Δικαιολογημένα δεν προέβη σε εύρημα (κάτι για το οποίο παραπονείται ο Εφεσείων) ότι υπήρχε φίνα στο μέρος όπου έθεσε τη φωτιά, και ότι ο λόγος που την έθεσε ήταν για να την κάψει. Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα, σχολιάζοντας την πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, ανέφερε πως «. Οι βοσκοί συνήθιζαν να βάζουν φωτιά στη θέα ενός φιδιού για να προστατευθούν οι ίδιοι και τα ζώα τους, είναι προϊόν αναμφισβήτητο της ανθρώπινης εμπειρίας, ιδίως στην κυπριακή ύπαιθρο. Το μόνο λογικό συμπέρασμα και αιτία για το λόγο που άναψε τη φωτιά ο Εφεσείων απομένει η πολύ λογική εξήγηση της παρουσίας της φίνας (δικαστική γνώση ότι πρόκειται για το πλέον δηλητηριώδες και επικίνδυνο ερπετό στην κυπριακή ύπαιθρο, ο φόβος και ο τρόμος ανέκαθεν των βοσκών)». Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω ισοπεδωτικές τοποθετήσεις και προσεγγίσεις.
Ούτε συμφωνούμε με τη θέση της πως από τη στιγμή που το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα περί ύπαρξης φίνας, «η υπόθεση παρέμεινε εκτεθειμένη, χωρίς την αιτία και/ή το λόγο που ένας άνθρωπος έβαλε φωτιά». Ως γνωστό, το ελατήριο ή κίνητρο (αυτό που κινεί ένα άνθρωπο να δράσει) δεν είναι συστατικό στοιχείο του εγκλήματος. Η ύπαρξη και η απόδειξη κινήτρου δεν ήταν αναγκαία για την καταδίκη. Συνεπώς, η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει τους εσωτερικούς λόγους του Εφεσείοντα που τον ώθησαν να θέσει τη φωτιά.
Το Κακουργιοδικείο στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη, και στη βάση των εγκριθέντων από αυτό γεγονότων, δικαιολογημένα βρήκε πως η Κατηγορούσα Αρχή είχε αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την κατηγορία.
Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι έφεσης που στρέφονται εναντίον της καταδικαστικής απόφασης, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Όσον αφορά στον λόγο έφεσης που αφορά στην παράλειψη του Κακουργιοδικείου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης, δεν έχουμε τίποτε να προσθέσουμε στα όσα το Κακουργιοδικείο ανέφερε. Συμφωνούμε πως τυχόν αναστολή της επιεικούς ποινής φυλάκισης των 2 ετών, θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα για τέτοιες ενέργειες, οι οποίες εγκυμονούν πολλούς και απρόβλεπτους κινδύνους.
Η αυστηρή τιμωρία και η αυστηρή αντιμετώπιση εγκλημάτων που καταστρέφουν ή επιβαρύνουν το φυσικό περιβάλλον, αποτελεί ύψιστο καθήκον των Δικαστηρίων.
Τελειώνοντας θα πρέπει να σημειώσουμε και τα ακόλουθα: Ο Εφεσείων με τα όσα ανέφερε στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, και την οποία υιοθέτησε με την ανώμοτη δήλωση του, ουσιαστικά επικαλέστηκε τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο τιτλοφορείται «Κατάσταση Ανάγκης» (Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ, 574). Η ενέργεια του όμως να θέσει φωτιά για να εξοντώσει και/ή κάψει τη φίνα, εν προκειμένω δεν είχε να κάνει με την προστασία της ζωής του ή της σωματικής του ακεραιότητας. Και τούτο γιατί, ως ο ίδιος ανέφερε, πρόλαβε και αντιλήφθηκε τη φίνα, δεν την πάτησε, και κατάφερε «να τραβήξει προς τα πίσω». Ό,τι μετά ακολούθησε, σύμφωνα πάντα με τη θέση του, είχε να κάνει με τη διακαή επιθυμία του να εξοντώσει το ερπετό. Συνεπώς, ακόμη και αν τα όσα είχε αναφέρει στην κατάθεση του στην Αστυνομία είχαν αποδειχθεί, δεν θα μπορούσε να είχε απαλλαχθεί από την ποινική ευθύνη.
Η Έφεση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/ΕΑΠ.