ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B161
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 75/2022)
15 Απριλίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx BADUR,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Π. Χατζηπαναγιώτου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μιχαήλ-Αβρααμίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
________________________________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
_____________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 2/5/2022 για δύο Κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της κατοχής πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια κατά παράβαση των Άρθρων 2, 4(1), 44 και 51 του περί Πυροβόλων Όπλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/2004 όπως τροποποιήθηκε και η δεύτερη για το αδίκημα της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια από τον Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 4(1)(ε)(4)(δ)(5) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54.
Μετά από αυτή την εξέλιξη ζητήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής η κράτηση του Εφεσείοντα λόγω κινδύνου μη προσέλευσης του στο Δικαστήριο κατά τη δίκη του και λόγω του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αμφότεροι οι πιο πάνω λόγοι ευσταθούσαν και διέταξε την κράτηση του μέχρι την παρουσίαση του στο Κακουργιοδικείο στις 2/5/2022.
Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση την οποία και προσέβαλε καταχωρώντας την παρούσα Έφεση, στην οποία προβάλλονται τρεις συνολικά Λόγοι Έφεσης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε στο βαθμό που θα έπρεπε τη μαρτυρία που συνέδεε τον Εφεσείοντα με τα αδικήματα που κατηγορείται, σε συνδυασμό με τους δεσμούς που ο Εφεσείων έχει με τη Δημοκρατία.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσης του Εφεσείοντα στο Δικαστήριο και κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, χωρίς να λάβει καθόλου υπόψη του το γεγονός ότι εκκρεμούσε εναντίον του από τον Ιούλιο του 2021 κατηγορία για κατοχή εκρηκτικών υλών, δεν καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση άμεσα και δεν φυγοδίκησε μέχρι τη σύλληψη του το Μάρτιο.
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε ο Εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος με όρους, ως η εισήγηση της Υπεράσπισης.
Υποστηρίχθηκε από τον κ. Χατζηπαναγιώτου ότι δεν λήφθηκε υπόψη η αντικειμενική ισχύς της μαρτυρίας εναντίον του Εφεσείοντα στο ορθό πλαίσιο, όπως επίσης και το ότι αυτός, ενώ εκκρεμούσε από τον Ιούλιο του 2021 υπόθεση για κατοχή εκρηκτικών υλών για την οποία είχε εναντίον του διατυπωθεί γραπτή κατηγορία, δεν φυγοδίκησε.
Η κα Αβρααμίδου υποστήριξε την ορθότητα της εκκαλούμενης Απόφασης κάνοντας, μεταξύ άλλων, παραπομπή και σε συγκεκριμένα μέρη αυτής.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη Απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.
Εν πρώτοις, να υπενθυμίσουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση[1]. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).
Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93). Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του Κατηγορουμένου στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του Κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319 και Κρασοπούλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον Εφεσείοντα είναι πολύ σοβαρά. Ενδεικτικό της σοβαρότητας τους είναι οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές. Ούτε αμφισβητείται το ύψος των ενδεχόμενων ποινών σε περίπτωση καταδίκης. Όπως γίνεται αντιληπτό, αυτό που αμφισβητείται εν προκειμένω μέσω του πρώτου Λόγου Έφεσης, είναι ότι το μαρτυρικό υλικό δεν ήταν αρκετό για σκοπούς καταδίκης. Και τούτο στη βάση του ότι «η μοναδική μαρτυρία που υπάρχει εναντίον του Κατηγορούμενου είναι περιστατική μαρτυρία και αυτή προέρχεται από την έκθεση Πραγματογνώμονα. του Δρ. Μ. Α. Καριόλου».
Να υπενθυμίσουμε ότι το στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (Τσεκκούρα v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790, Καλλή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 19/6/2015, ECLI:CY:AD:2015:B437, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 131/2020 και 132/2020, ημερ. 20/8/2020 και Αργύρη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 195/2020, ημερ. 23/12/2020).
Όπως είναι δε νομολογημένο «κατ' εξοχή .. να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (Georgi Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016).
Κατά την αγόρευση του ενώπιον μας η εισήγηση του κ. Χατζηπαναγιώτου για το μαρτυρικό υλικό ήταν διττή. Αφενός ότι η ποιότητα και επιστημονική ανάλυση του δεν καταδείκνυε σε απόλυτο βαθμό ότι επρόκειτο για γενετικό υλικό του Εφεσείοντα και αφετέρου ότι εδίδετο εξήγηση σε σχέση με τις συνθήκες εναπόθεσης του γενετικού υλικού σε ένα από τα σημεία που αναφέρθηκαν.
Σύμφωνα με την εκδοχή του Εφεσείοντα, αυτός είχε επισκεφθεί το χώρο διαμονής του προσώπου στην κατοχή του οποίου βρέθηκε το πιστόλι και τα φυσίγγια και παραδέχθηκε επαφή με κάποιο φυσίγγιο υπό τις συνθήκες που εξήγησε.
Κατ' εξοχή αρμόδιο, λοιπόν, να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού ήταν το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, αφού αναφέρθηκε σε αυτό, κρίνοντας το στην όψη του - όπως είναι το ορθό κριτήριο - και με αναφορά στον εντοπισμό ποσότητας γενετικού υλικού τόσο από το μοχλό οπλίσεως όσο και στο πάνω μέρος του γεμιστήρα του όπλου, αντικείμενο της 1ης Κατηγορίας, καθώς και σε ένα πλήρες φυσίγγιο πιστολιού από τα δέκα πλήρη φυσίγγια, αντικείμενο της 2ης Κατηγορίας, κατέληξε ότι από αυτά διαφαίνετο πιθανότητα καταδίκης.
Η καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Τα όσα δε προέβαλε ο Εφεσείων σε σχέση με τον τρόπο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο τούτο εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη, χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαρκίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι ικανοποιούνται τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η Νομολογία για σκοπούς κράτησης του Εφεσείοντα μέχρι τη δίκη.
Ορθά δε στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και οι δεσμοί του με την Κύπρο συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Έκρινε, ωστόσο, ότι ο Εφεσείων, ο οποίος είναι Τούρκος υπήκοος (Κουρδικής καταγωγής) και από τις 3/2/2019 βρίσκεται στη Δημοκρατία νόμιμα με το καθεστώς του αιτητή πολιτικού ασύλου, έχοντας σε προηγούμενο, άγνωστο, στάδιο εισέλθει στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων και ο οποίος διατηρεί σχέση με Γεωργιανή υπήκοο με την οποία απέκτησε παιδί, δεν έχει «σταθερούς δεσμούς» με τη Δημοκρατία. Και ότι «η συγκατοίκηση τους σε ενοικιαζόμενη οικία από 11/11/2021 δεν δημιουργεί για τον Κατηγορούμενο δεσμούς με την Δημοκρατία, τέτοιους που να εξαλείφουν ή να μειώνουν επαρκώς τον υπαρκτό, ως διαπιστώνεται, λόγω των περιστάσεων αυτής της υπόθεσης, κίνδυνο φυγοδικίας του». Όπως το Δικαστήριο επεσήμανε, το γεγονός ότι ο Εφεσείων είναι εργαζόμενος, με δεδομένο και το καθεστώς του στην Κύπρο ως αιτητή πολιτικού ασύλου, δεν αναιρεί τον κίνδυνο διαφυγής του.
Όπως, συναφώς, διαπιστώνεται, οι δεσμοί του Εφεσείοντα με την Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίστηκαν και συνυπολογίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ έγινε και ειδική αναφορά και στις προσωπικές του περιστάσεις όπως αυτές είχαν εκτεθεί από το δικηγόρο του, πλην, όμως, δεν εξουδετέρωσαν τον κίνδυνο φυγοδικίας όπως αυτός προέκυπτε από την κατάληξη του ως προς τους τρεις παράγοντες που τον θεμελίωναν.
Μέσω του δεύτερου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα αποφασίσθηκε ότι υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας αλλά και διάπραξης άλλων αδικημάτων, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι εναντίον του Εφεσείοντα εκκρεμούσε από τον Ιούλιο του 2021 κατηγορία για κατοχή εκρηκτικών υλών και δεν φυγοδίκησε μέχρι τη σύλληψη του το Μάρτιο του 2022.
Με δεδομένο ότι δεν είχε καταχωρηθεί κατηγορητήριο για την πιο πάνω υπόθεση μέχρι και το στάδιο της σύλληψης του σε σχέση με τα αδικήματα για τα οποία παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο, δεν μπορεί η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι αυτός δεν φυγοδίκησε σε σχέση με άλλη υπόθεση να έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Ζήτημα φυγοδικίας μπορεί να εγερθεί μόνο στην περίπτωση που ένας κατηγορούμενος αντιμετωπίζει υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν ήταν, επομένως, τέτοια η περίπτωση στην παρούσα υπόθεση ώστε να μπορεί να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς το ζήτημα του κινδύνου φυγοδικίας.
Ενόψει του ότι δεν προωθήθηκε οτιδήποτε σε σχέση με το δεύτερο λόγο κράτησης που αφορά τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με αυτό.
Έχοντας εξετάσει την εκκαλούμενη Απόφαση υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών, δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στα ορθά πλαίσια της ευχέρειας του και έδωσε επαρκείς λόγους προς αιτιολόγηση της Απόφασης του.
Ως εκ τούτου δεν χωρεί περιθώριο επέμβασης και η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ
[1] Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134.