ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D138
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 225/2020)
31 Μαρτίου, 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
xxx ΒΑΡΝΑΒΑ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
___________________
Χρίστος Θεοδούλου, για τον Εφεσείοντα.
Αδάμος Δημοσθένους, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος στην Ποινική Υπόθεση 2272/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου, μαζί με την πρώην κατηγορούμενη 3 αντιμετώπισαν τις κατηγορίες της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα (5η κατηγορία) και της δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα (6η κατηγορία).
Με τις λεπτομέρειες των εν λόγω κατηγοριών, τους καταλογιζόταν ότι στις 19.7.2018 στο ξενοδοχείο Tsokkos Protaras, στο Παραλίμνι, «προκάλεσαν τρόμο στον [ΒΦ] από την Ιταλία, απειλώντας τον ότι με παράνομη πράξη θα του κάνουν κακό λέγοντας «Ρε μαλάκα φίε από μπροστά μου να μεν σε σκοτώσω» (5η κατηγορία), και «ευρισκόμενοι σε δημόσιο μέρος εξύβρισαν τον [ΒΦ] από την Ιταλία με τη λέξη: "μαλάκα" με τέτοιο τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση» (6η κατηγορία).
Μετά από ακροαματική διαδικασία, ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις εν λόγω κατηγορίες, ενώ η υπόθεση εναντίον της πρώην κατηγορούμενης 3 αναστάληκε από την Κατηγορούσα Αρχή μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσής της.
Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τέσσερεις λόγους έφεσης.
Ο μόνος μάρτυρας που κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν ο παραπονούμενος γιατρός ΒΦ, ο οποίος κατάθεσε ότι το παραπάνω επεισόδιο έλαβε χώρα όταν ένα 7χρονο παιδί ανασύρθηκε αναίσθητο από την πισίνα του ως άνω ξενοδοχείου και ο ίδιος κλήθηκε επειγόντως στη σκηνή. Φθάνοντας εκεί, διαπίστωσε ότι υπήρχαν ήδη στη σκηνή δύο άτομα από την κλινική «Valessia», μια κοπέλα (η πρώην κατηγορούμενη 3), η οποία ισχυρίστηκε ότι ήταν γιατρός και ο οδηγός του ασθενοφόρου της κλινικής, ο εφεσείων, οι οποίοι αντέδρασαν αρχικά στην προσπάθεια του να εξετάσει το παιδί. Όταν τελικά το εξέτασε, διαπίστωσε ότι αυτό είχε κάνει εισρόφηση και κατά την κρίση του έπρεπε να μεταφερθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου. Τα δύο άτομα από την κλινική αρνήθηκαν και, όπως καταγράφεται στην κατάθεση του στην Αστυνομία, Τεκμήριο 1, η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, άρχισαν να τον υβρίζουν και να τον απειλούν μεγαλόφωνα μπροστά στον κόσμο με τη φράση «Ρε μαλάκα φύε από μπροστά μου να μεν σε σκοτώσω». Κατόπιν τούτου εγκατέλειψε την προσπάθεια για μεταφορά του παιδιού στο Γενικό Νοσοκομείο και το συνόδευσε μέχρι το ασθενοφόρο. Κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο παραπονούμενος ανέφερε ότι η κατηγορούμενη 3 δεν τον ύβρισε, δεν θυμόταν να τον απείλησε και δεν ήθελε να μαρτυρήσει εναντίον της.
Ο εφεσείων, ο οποίος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως, αρνήθηκε ότι απείλησε ή ύβρισε τον παραπονούμενο, ισχυριζόμενος ότι το μόνο που του ανέφερε, δύο-τρεις φορές, ήταν να τους αφήσει να κάνουν τη δουλειά τους. Εξήγησε ότι ο παραπονούμενος παρεμπόδιζε τον ίδιο και τη νοσηλεύτρια (πρώην κατηγορούμενη 3) στην προσπάθεια τους να μεταφέρουν το φορείο με το παιδί στο ασθενοφόρο, και τραβούσε το φορείο φωνάζοντας ότι το παιδί έπρεπε να διακομιστεί στην κλινική του. Δέχτηκε, αντεξεταζόμενος, ότι το ιατρικό πρόσταγμα σε κάθε ιατρικό περιστατικό το έχει ο γιατρός, στην προκειμένη περίπτωση, όμως, ακολούθησε τη σύσταση της νοσοκόμας, η οποία του είπε ότι το παιδί έπρεπε να μεταφερθεί αμέσως στην κλινική όπου εργάζονται.
Ο ΙΒ, υπάλληλος του ξενοδοχείου όπου έγινε το περιστατικό, καταθέτοντας για την υπεράσπιση, ανέφερε ότι ήταν παρών στο επεισόδιο και δεν άκουσε τον εφεσείοντα να υβρίζει ή να απειλεί τον παραπονούμενο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του παραπονούμενου ως αξιόπιστη, παρά την αντίφαση στη μαρτυρία του ως προς την εμπλοκή της πρώην κατηγορούμενης 3, η οποία, θεώρησε, δεν έπληξε την αξιοπιστία του σε βαθμό που να μην είχε αποδειχθεί η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, όπως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης. Έκρινε δε, για τους λόγους που θα δούμε κατωτέρω, ότι το επεισόδιο δεν εξελίχθηκε όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων, ενώ για τον μάρτυρα υπεράσπισης (στο εξής «ΜΥ») σημείωσε, ότι δεν ήταν παρών καθ' όλη τη διάρκεια του επεισοδίου. Περαιτέρω, τον ΜΥ είχε καθοδηγήσει ο συνήγορος υπεράσπισης σε ερώτηση μείζονος σημασίας, ήτοι σε σχέση με την ακριβή φράση που λέχθηκε από τον εφεσείοντα προς τον παραπονούμενο.
Με τον 1ο λόγο έφεσης, ο οποίος συμπλέκεται σε κάποιο βαθμό με τον 3ο λόγο, προβάλλεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τις κατηγορίες 5 και 6 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, είναι λανθασμένο. Ο λόγος αιτιολογείται με αναφορά, μεταξύ άλλων, στο ότι κανένα εύρημα δεν υπάρχει ότι ο εφεσείων και ο ΜΥ ήταν αναξιόπιστοι. Ο δε 3ος λόγος αναφέρεται ευθέως στο ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, καταλογίζοντας στο Δικαστήριο ότι «δεν προέβη σε ορθή ή επαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας για σκοπούς διακρίβωσης της αξιοπιστίας της και θεμελίωση των ευρημάτων του και/ή δεν έλαβε υπόψη την μαρτυρία ενώπιον του».
Θα σταθούμε στην παράγραφο 3 της αιτιολογίας του 3ου λόγου, στην οποία προβάλλεται ότι η αξιολόγηση του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη και ανεπαρκής αφού δεν κλονίστηκε από την αντεξέταση η μαρτυρία του εφεσείοντα και του ΜΥ. Ειδικά για τον εφεσείοντα καταγράφεται ότι «χωρίς να υπάρχει εύρημα αξιοπιστίας του ή αναξιοπιστίας του ή αναφορά ουσιαστικού κλονισμού της μαρτυρίας του.και ενώ δεν υπήρχε υπόβαθρο για να μην αποδεχθεί τις θέσεις του.το Δικαστήριο ουσιαστικά έκανε επιλογή της μαρτυρίας του παραπονούμενου στην βάση κριτηρίων μη αποδεκτών για την υπόθεση και γενικότερα την αξιολόγηση.» Το παράπονο παραπέμπει στην ακόλουθη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία του παραπονούμενου:
«Ο κατηγορούμενος από την άλλη ήταν συγκρατημένος στο εδώλιο του μάρτυρα, προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι στην όλη ένταση που είχε δημιουργηθεί στο επεισόδιο εντός του χώρου του ξενοδοχείου, ο ίδιος δεν ακολούθησε και ότι τα όσα ο [παραπονούμενος] ανέφερε, είναι απότοκα της κόντρας που υπήρχε μεταξύ του ιδίου και του διευθυντή της κλινικής στην οποία ο κατηγορούμενος εργαζόταν και εργάζεται. Μάλιστα ήταν η θέση του ότι αφού επέτρεψαν στον γιατρό να εξετάσει το παιδί, του ζήτησε ο ίδιος να τους επιτρέψει να κάνουν τη δουλειά τους. Είναι άξιο απορίας γιατί ενώ στο χώρο του ξενοδοχείου εβρέθη γιατρός, ο κατηγορούμενος 2 θεώρησε ότι ήτο παρείσακτος και αρνήθηκε να ακολουθήσει την παραίνεση του για μεταφορά του παιδιού στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου. Φυσικά αυτό δεν ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση αφού εντέλει υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το παιδί διασώθηκε με τα μέτρα που λήφθηκαν εκείνη τη στιγμή. Παραταύτα δεν μπορώ να αποδεχθώ τις θέσεις του μάρτυρα ότι σε εκείνο το έντονο επεισόδιο που εξελίχθηκε, ο ίδιος παρέμεινε αμέτοχος, αφού στο εδώλιο του μάρτυρα αντίκρισα ένα ισχυρό άτομο, τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό, με αυτοπεποίθηση ο οποίος μίλησε με προστατευτικό τρόπο για τη νοσοκόμα που τον συνόδευε (κατηγορούμενη 3) και δεν χωρεί αμφιβολία στο μυαλό μου ότι το επεισόδιο ουδόλως ως ο ίδιος ισχυρίστηκε εξελίχθηκε.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Εν προκειμένω, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι η διαδικασία αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι μεμπτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι παρέπεμψε στην ορθή νομολογία αναφορικά με την προσέγγιση του Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση, απέρριψε τις «θέσεις» του εφεσείοντα χωρίς να αξιολογήσει τη μαρτυρία του. Καταδεικνύεται δε από το παραπάνω απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφασή του, ότι υπέθεσε, ουσιαστικά, στη βάση ανεπίτρεπτων κριτηρίων, όπως η εξωτερική εμφάνιση του εφεσείοντα και άλλα γνωρίσματα της προσωπικότητάς του, πως το επεισόδιο δεν εξελίχθηκε όπως αυτός κατάθεσε. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί από τη νομολογία μας, ότι τα πρωτόδικα δικαστήρια, τα οποία είναι σε μοναδική θέση, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να αξιολογήσουν και συνεκτιμήσουν τη μαρτυρία, έχουν υποχρέωση να εξετάζουν και να αξιολογούν την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολό της και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα, (Κωνσταντινίδης v. Φιλίππου (2006) 1 Α.Α.Δ. 807 και Κωνσταντίνου ν. Τσιλίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 301).
Παρατηρούμε, περαιτέρω, πως δεν αιτιολογείται επαρκώς η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο παραπονούμενος ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Πέραν από την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο παραπονούμενος «εκφράστηκε με ιδιαιτερότητα στο εδώλιο του μάρτυρα», η «αξιολόγηση» περιορίστηκε στην διαπίστωση ότι η αντίφαση του παραπονούμενου αναφορικά με την εμπλοκή της κατηγορούμενης 3, ανωτέρω, δεν έπληξε την αξιοπιστία του, αλλά τουναντίον «ο μάρτυρας προς τιμή του διόρθωσε την κατάθεση του ενόρκως στο Δικαστήριο». Μάλιστα, θεώρησε ότι αυτή η ενέργεια του παραπονούμενου κατέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης περί εκδικητικής συμπεριφοράς από μέρους του. Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν σχολίασε το γεγονός ότι ο παραπονούμενος σε δύο καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία στις 20.7.2018, δηλαδή την επομένη του επεισοδίου, ανέφερε πως ξεκίνησαν και οι δύο κατηγορούμενοι να τον βρίζουν και να τον απειλούν με τη φράση «ρε μαλάκα φύε από μπροστά μου να με σε σκοτώσω». Με άλλα λόγια, όπως διευκρίνισε στη δεύτερη κατάθεση του ημερ. 20.7.2018, τον εξύβρισε και τον απείλησε τόσο ο κατηγορούμενος 2, xxx Βαρνάβα, όσο και η κατηγορούμενη 3, xxx Piera. Κατά την κυρίως εξέταση του αρχικά υιοθέτησε το περιεχόμενο των δύο καταθέσεων του, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά ότι αυτοί που τον εξύβρισαν και τον απείλησαν ήταν δύο, ο xxx Βαρνάβα και η xxx Piera. Όταν στην κυρίως εξέταση του, και αφού είχε υιοθετήσει το περιεχόμενο των δύο καταθέσεων του, τον ερώτησε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής κατά πόσο η κοπέλα είπε κάτι, η απάντηση του τώρα ήταν «Όχι, δεν θυμάμαι. Υβριστικά πάντως όχι». Γιατί όμως είχε αναφέρει στις δύο καταθέσεις του στην Αστυνομία ότι τον εξύβρισε και η κοπέλα, δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση. Όπως δεν έδωσε εξήγηση και γιατί υιοθέτησε αρχικά στην κυρίως εξέταση του το περιεχόμενο των δύο καταθέσεων του στην Αστυνομία. Τα πιο πάνω θα έπρεπε να είχαν προβληματίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο τα αγνόησε και αρκέστηκε στη θέση ότι «ο μάρτυρας προς τιμή του διόρθωσε την κατάθεση του ενόρκως στο Δικαστήριο».
Οι διαπιστώσεις μας αναδεικνύουν παράλειψη αξιολόγησης μαρτυρίας και έλλειψη άσκησης δικαστικής κρίσης επί σημαντικών μερών της μαρτυρίας η οποία ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν τέλει μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη, απλώς, σε επιλογή της μαρτυρίας του παραπονούμενου. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση για την καταδίκη του εφεσείοντα πρέπει να ακυρωθεί και συνεπακόλουθα και η απόφαση επιβολής της ποινής.
Προβληματιστήκαμε κατά πόσο θα πρέπει να ασκήσουμε τις εξουσίες μας βάσει του άρθρου 145(1)(δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και να διατάξουμε την επανεκδίκαση. Πρόκειται για εξουσία η οποία ασκείται με φειδώ. Κατ' εξοχήν δεσπόζον κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης «όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του Νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Αυτό ως σταθερό κριτήριο, είναι πάγιο στη νομολογία στην οποία επίσης καταγράφεται σειρά παραγόντων, όχι βεβαίως κατά τρόπο εξαντλητικό .» (Γενικός Εισαγγελέας ν Ευσταθίου κ.ά (2010) 2 ΑΑΔ 94 απόφαση Πλήρους Ολομέλειας). Τέτοιοι παράγοντες είναι, ενδεικτικά, η σοβαρότητα του αδικήματος, το περίπλοκο της υπόθεσης, ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη του αδικήματος και η δύναμη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Στην Assadourian v Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 229 λέχθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ ότι «.έχει εξέχουσα σημασία η αρχή πως δεν ενδείκνυται να απολήγει η διαταγή για επανεκδίκαση στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας στην κατηγορούσα αρχή να αποδείξει την υπόθεση της.»
Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αδικημάτων, τα οποία δεν είναι από τα σοβαρότερα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, καθώς και το χρόνο που έχει παρέλθει από τον επίδικο χρόνο, σχεδόν 4 έτη, θεωρούμε ότι η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για να διαταχθεί επανεκδίκαση. Θεωρούμε δε ότι διαταγή για επανεκδίκαση θα απέληγε στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας στην κατηγορούσα αρχή να αποδείξει την υπόθεσή της.
Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη και οι επιβληθείσες ποινές παραμερίζονται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου