ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B561
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 13/2021)
7 Δεκεμβρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
XXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης,
____________________
Α. Ευσταθίου (κα) για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Α. Νεοφύτου (κα) για Γεωργιάδης & Πελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα - παραπονούμενη εφεσιβάλλει την απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία η εφεσίβλητη Τράπεζα - κατηγορούμενη 1 αθωώθηκε και απαλλάγηκε από δύο κατηγορίες, ήτοι αυτή της κλοπής και της κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 270(β) του Κεφ. 154, αντίστοιχα.
Δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση των γεγονότων της υπόθεσης. Η αντιπαράθεση εστιάζεται σε νομικά σημεία. Παραθέτουμε αυτούσια τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα:
«. στις 3.8.2010 η Ελληνική Τράπεζα παραχώρησε στον κ. XXXXX Μιχαήλ πιστωτικές διευκολύνσεις σε συμφωνία τρεχούμενου λογαριασμού με όριο παρατραβήγματος μέχρι του ποσού των €10.000,00. Η παραπονούμενη στις 3.8.2010 εγγυήθηκε γραπτώς όλες τις υποχρεώσεις του κ. Μιχαήλ προς την Ελληνική Τράπεζα οι οποίες απορρέουν από την ως άνω συμφωνία τρεχούμενου λογαριασμού με όριο παρατραβήγματος. Η εγγύησή της δόθηκε μέχρι του ποσού των €10.500,00 πλέον τόκους, προμήθειες και άλλα τραπεζικά δικαιώματα. Σύμφωνα με τον όρο 5 της ως άνω εγγύησης η παραπονούμενη συμφώνησε ότι η Τράπεζα θα έχει προς εξασφάλιση ή εγγύησή της σε σχέση με οποιαδήποτε χρήματα και υποχρεώσεις που οφείλονται από τον πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα, Γενικό Δικαίωμα Επίσχεσης (General Preferential Lien) πάνω σε ολόκληρο και οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, διαπραγματεύσιμων εγγράφων, καθώς και επί ενεργητικού κάθε μορφής, τα οποία ανήκουν στην παραπονούμενη και σε οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσαν να περιέλθουν στην κατοχή, φύλαξη ή έλεγχο της Τράπεζας ή οποιουδήποτε από τα καταστήματά της. Σύμφωνα επίσης με τον όρο 16 της ως άνω εγγύησης η παραπονούμενη συμφώνησε όπως η Τράπεζα έχει το δικαίωμα, χωρίς οποιανδήποτε προειδοποίηση προς την παραπονούμενη, να μεταφέρει οποιοδήποτε πιστωτικό υπόλοιπο ή υπόλοιπα οποιουδήποτε λογαριασμού ή λογαριασμών της με την Τράπεζα για πλήρη ή μερική εξόφληση οποιασδήποτε ή οποιωνδήποτε υποχρεώσεων για τις οποίες δόθηκε η εν λόγω εγγύηση.
Περαιτέρω, στις 22.6.2011 η Ελληνική Τράπεζα παραχώρησε στον κ. XXXXX Μιχαήλ δάνειο ποσού €35.500,00. Η παραπονούμενη στις 23.6.2011 εγγυήθηκε γραπτώς όλες τις υποχρεώσεις του κ. Μιχαήλ προς την Ελληνική Τράπεζα οι οποίες απορρέουν από την ως άνω συμφωνία δανείου μέχρι του ποσού των €35.500,00 πλέον τόκους, προμήθειες και άλλα τραπεζικά δικαιώματα. Σύμφωνα με τον όρο 5 της ως άνω εγγύησης η παραπονούμενη συμφώνησε ότι η Τράπεζα θα έχει προς εξασφάλιση ή εγγύησή της σε σχέση με οποιαδήποτε χρήματα και υποχρεώσεις που οφείλονται από τον πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα, Γενικό Δικαίωμα Επίσχεσης (General Preferential Lien) πάνω σε ολόκληρο και οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, διαπραγματεύσιμων εγγράφων, καθώς και επί ενεργητικού κάθε μορφής, τα οποία ανήκουν στην παραπονούμενη και σε οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσαν να περιέλθουν στην κατοχή, φύλαξη ή έλεγχο της Τράπεζας ή οποιουδήποτε από τα καταστήματά της. Σύμφωνα επίσης με τον όρο 15 της ως άνω εγγύησης η παραπονούμενη συμφώνησε όπως η Τράπεζα έχει το δικαίωμα, χωρίς οποιανδήποτε προειδοποίηση προς την παραπονούμενη, να μεταφέρει οποιοδήποτε πιστωτικό υπόλοιπο ή υπόλοιπα οποιουδήποτε λογαριασμού ή λογαριασμών της με την Τράπεζα για πλήρη ή μερική εξόφληση οποιασδήποτε ή οποιωνδήποτε υποχρεώσεων για τις οποίες δόθηκε η εν λόγω εγγύηση. Η παραπονούμενη είναι υπάλληλος της κατηγορούμενης 1 και διατηρούσε σε αυτή τον λογαριασμό με αριθμό XXXXX25-01. Ο εν λόγω λογαριασμός ήταν λογαριασμός εμπρόθεσμης κατάθεσης (γραμματίου) ο οποίος ανοίχθηκε στις 10.10.2013 και έληγε στις 10.10.2014. Στις 27.2.2014 η Ελληνική Τράπεζα προχώρησε χωρίς η παραπονούμενη να της δώσει σχετικές οδηγίες στο κλείσιμο του εν λόγω λογαριασμού και κατέθεσε το προϊόν του που ανερχόταν σε €25.273,93 στους λογαριασμούς του κ. XXXXX Μιχαήλ τους οποίους η παραπονούμενη είχε εγγυηθεί με τις γραπτές εγγυήσεις ημερομηνίας 3.8.2010 και 23.6.2011.»
Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε κατά πόσο πληρούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής, με πρώτο τη «δόλια» ιδιοποίηση της περιουσίας. Έκρινε ότι η Τράπεζα δεν ενήργησε δόλια όταν έλαβε το προϊόν του επίδικου λογαριασμού της παραπονουμένης και το κατέθεσε για εξόφληση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη, με αποτέλεσμα να αθωώσει και να απαλλάξει την Τράπεζα.
Με δύο λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης. Προβάλλεται πως η απόφαση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη για το λόγο ότι εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εύρημα ότι η εφεσίβλητη δεν ενήργησε δόλια καθ΄ ον χρόνο υφάρπαζε τις καταθέσεις της εφεσείουσας (1ος λόγος ) και ότι η απόφαση πάσχει, γιατί τα γεγονότα της υπόθεσης δεν θεμελίωναν την απόφαση περί αθώωσης της εφεσίβλητης (2ος λόγος).
Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε το γενικό δικαίωμα επισχέσεως, το οποίο δεν νομιμοποιούσε την εφεσίβλητη να λάβει τα χρήματα από την εφεσείουσα. Σε καμία περίπτωση, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν μπορεί το γενικό δικαίωμα επισχέσεως να καταλήξει και να μετατραπεί σε αυτοδικία. Περαιτέρω, σε συνάρτηση με το δεύτερο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει ότι η συνεχής άρνηση της εφεσείουσας στη μεταφορά χρημάτων από το λογαριασμό της στο λογαριασμό τρίτου προσώπου, το οποίο είχε εγγυηθεί, καθιστούσε παράνομη, καταχρηστική και κακόπιστη τη συμπεριφορά της Τράπεζας εις βάρος της εφεσείουσας, με τη μόνιμη στέρηση των κινητών περιουσιακών στοιχείων του λογαριασμού της.
Το αδίκημα της κλοπής προβλέπεται στο Άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154[1]. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η (α) δόλια, (β) ιδιοποίηση (γ) περιουσίας (δ) που ανήκει σε άλλο, (ε) με σκοπό ο ιδιοκτήτης της να την στερηθεί μόνιμα. Ιδιοποίηση της περιουσίας συντελείται όταν αυτή αποκτάται χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Έστω και εάν την αποκτήσει νόμιμα, εάν μετά τη διαθέσει με τρόπο που δεν έχει τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, συντελείται η ιδιοποίηση.
Στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, που παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά στη σελ. 514:
«Από την ανάλυση προκύπτει ότι η λέξη «fraudulently» δείχνει πράξη σκόπιμη και με πρόθεση. Στην υπόθεση Ζησιμίδης επίσης αναφέρθηκε η προγενέστερη Αγγλική υπόθεση R. v. Feely (1973) 1 All ER 341. Η λέξη «fraudulently» είχε ήδη αντικατασταθεί στο Theft Act της Αγγλίας με τη λέξη «dishonestly» και είχε επεξηγηθεί από τα Αγγλικά Δικαστήρια ότι με τη νέα έννοια εισάγεται πλέον η αναγκαιότητα ύπαρξης και ηθικού στιγματισμού της πράξης ως μέρος της έννοιας της κλοπής. Οποιεσδήποτε αμφιβολίες διατυπώθηκαν στην Κυπριακή Νομολογία σχετικά με την πραγματική έννοια της λέξης «fraudulently», μετά την υπόθεση Feely, επεξηγήθηκαν από τη μεταγενέστερη υπόθεση Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 C.L.R. 9, όπου, μετά από ολοκληρωμένη ανάλυση της νομολογίας στις σελ. 82-85, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το «fraudulently» όπως είχε αποφασίσει και η Πλατρίτης, σημαίνει σκόπιμα και εκ προθέσεως. Αυτή η πρόθεση φανερώνεται μέσα από τα περιστατικά και γεγονότα της υπόθεσης που εκδικάζεται. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και μεταγενέστερα στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, 26, όπου επίσης διαπιστώθηκε η μη άμεση αντιστοιχία του Κεφ. 154, ως προς το Larceny Act και μετέπειτα το Theft Act.»
Όπως αναφέρεται στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, 36η έκδ., σελ. 364, παρ. 1010, η πρόθεση στη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα ανευρίσκεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα. Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεών του. Στη μεταγενέστερη έκδοση του Archbold του 2007, γίνεται πλήρης ανάλυση στις σελ. 1754-1756, παρ. 17-34 με 17-39.″
Στον Blackstone (πιο πάνω), στη σελίδα 408 αναφέρεται ότι:
"The person to whom the property belongs need not be an individual. Α corporation may own property which can be stolen from it, even by persons who are in total control of it by reason of shareholding and directorships."»
Δεν προκύπτει από τα γεγονότα ότι υπήρξε οποιαδήποτε δόλια ενέργεια εκ μέρους της Τράπεζας. Αυτό που έπραξε η Τράπεζα ήταν να εφαρμόσει το δικαίωμα επίσχεσης που της παραχωρήθηκε από την εφεσείουσα με τις εγγυήσεις που υπέγραψε. Εάν η εφεσείουσα θεωρεί ότι το δικαίωμα αυτό δεν ασκήθηκε ορθά και εντός των συμφωνηθέντων παραμέτρων, τότε θα μπορούσε να καταχωρήσει αγωγή. Το γεγονός ότι η ίδια η εφεσείουσα δεν έδωσε τη συγκατάθεσή της για το κλείσιμο του λογαριασμού και την επίσχεση του ποσού των €25.273,93, δεν αλλοιώνει την κατάσταση, εφόσον δεν απαιτείτο τέτοια συγκατάθεση με βάση την επίδικη συμφωνία.
Λόγω της πιο πάνω κατάληξής μας, δεν απαιτείται να εξετάσουμε τα όσα εγέρθηκαν από την εφεσίβλητη υπό μορφή προδικαστικών ενστάσεων. Θεωρούμε, όμως, αναγκαίο να παρατηρήσουμε κάτι που έχει επανειλημμένα παρατηρηθεί από το Εφετείο ότι διάδικοι, με καθαρά αστικής φύσεως διαφορές, καταφεύγουν στην καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης. Υιοθετούμε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Κ.P. BLUE DOLPHIN HOMES LTD ν. Παρασκευαϊδης κ.ά., Ποινική Έφεση Αρ. 249/2018, ημερομηνίας 15.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:B350:
«Η άσκηση ποινικής δίωξης από ιδιώτες αναγνωρίστηκε στην Κύπρο ως δικαίωμα του θιγόμενου κατά άμεσο τρόπο από το αδίκημα, δικαίωμα το οποίο εκπηγάζει από το κοινοδίκαιο, χωρίς να έχει περιοριστεί από το Άρθρο 113 του Συντάγματος (βλ. Ttofinis v. Theocharides and another (1983) 2 CLR 363). H παράλληλη έγερση ιδιωτικής ποινικής δίωξης και πολιτικής αγωγής κρίθηκε ότι δεν συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522). Όμως παρατηρείται κατάχρηση στην άσκηση του δικαιώματος για ιδιωτική ποινική δίωξη, με αποτέλεσμα τη μεγάλη επιβάρυνση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και την πρόκληση σοβαρών καθυστερήσεων. Έφτασε η ώρα το ζήτημα να εξεταστεί από τις αρμόδιες αρχές και πρωτίστως από τη νομοθετική εξουσία με σκοπό να οριοθετηθούν τα πλαίσια μιας εύλογης άσκησης του δικαιώματος για ιδιωτική ποινική δίωξη.»
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] 255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.
(2) ...........................
(3) ...........................