ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B485
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 165/2021)
27 Οκτωβρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
XXX XXX ΧΑΜΝΤ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
___________________________________________________________________________________________
Σ. Αργυρού, για τον Εφεσείοντα.
Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
___________________________________________________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας 6 συνολικά Κατηγορίες. Δύο Κατηγορίες συνομωσίας για διάπραξη κακουργήματος, ήτοι εμπορία ναρκωτικών (1η και 2η Κατηγορία) και 4 Κατηγορίες που σχετίζονται με ελεγχόμενο φάρμακο τάξης Α΄, ήτοι 998,8 γρ. κοκαΐνης. Συγκεκριμένα αντιμετωπίζει την κατηγορία της παράνομης προμήθειας της εν λόγω ποσότητας από άλλο πρόσωπο (3η Κατηγορία), την κατοχή της συγκεκριμένης ποσότητας (4η Κατηγορία) και την κατοχή της με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο (5η Κατηγορία) και τέλος την προμήθεια της σε άλλο πρόσωπο (6η Κατηγορία).
Εμφανιζόμενος στις 20/9/2021 ενώπιον του Δικαστηρίου ζήτησε χρόνο για απάντηση και το Δικαστήριο, ικανοποιώντας το αίτημα του, όρισε την υπόθεση στις 12/10/2021. Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε την κράτηση του μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία επικαλούμενος τον κίνδυνο φυγοδικίας. Ο συνήγορος του Εφεσείοντα δεν έφερε κατ' εκείνο το στάδιο ένσταση στο εν λόγω αίτημα, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα του - να το πράξει - σε κατοπινό στάδιο.
Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την πιθανότητα καταδίκης στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του, σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ποινή η οποία δυνατόν να επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης, θεώρησε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις στη βάση του κίνδυνου φυγοδικίας και διέταξε την κράτηση του μέχρι την 12/10/2021.
Στις 12/10/2021, ο Εφεσείων εμφανιζόμενος ξανά ενώπιον του Δικαστηρίου αρνήθηκε και τις 6 Κατηγορίες που αντιμετώπιζε και το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 16/11/2021. Μετά την εξέλιξη αυτή ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε εκ νέου την κράτηση του μέχρι την πιο πάνω δικάσιμο, επικαλούμενος και αυτή τη φορά τον κίνδυνο φυγοδικίας. Στο αίτημα αυτό ενέστη ο συνήγορος του Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας το εν λόγω αίτημα, αφού αναφέρθηκε εκ νέου στο μαρτυρικό υλικό αλλά και στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα, όπως αυτές είχαν τεθεί μέσω του συνηγόρου του, κατέληξε ότι ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις στη βάση του κίνδυνου φυγοδικίας και διέταξε την περαιτέρω κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι τις 8/11/2021.
Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση του Κακουργιοδικείου, την οποία και προσέβαλε καταχωρώντας την παρούσα Έφεση στην οποία προβάλλονται τρεις συνολικά Λόγοι Έφεσης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσωπικές του συνθήκες δεν μπορούσαν να υπερσκελίσουν το δημόσιο συμφέρον που είναι η απονομή της δικαιοσύνης.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι το μαρτυρικό υλικό σε αυτή τη διαδικασία αντιμετωπίζεται μόνο στην όψη του και τίποτα περισσότερο.
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές και προϋποθέσεις που κατοχυρώνουν τα Άρθρα 11(2) και 12(4) του Συντάγματος εσφαλμένα δεν τα εφάρμοσε.
Ο κ. Αργυρού στο πλαίσιο προώθησης των πιο πάνω Λόγων Έφεσης υποστήριξε ότι ο εντοπισμός των δαχτυλικών αποτυπωμάτων του Εφεσείοντα σε χάρτινη σακούλα εντός της οποίας υπήρχε διαφανής συσκευασία με τα ναρκωτικά δεν οδηγούσε, με βάση τη σχετική νομολογία, στην πιθανολόγηση καταδίκης. Υποστήριξε, ακόμη, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τους δεσμούς του Εφεσείοντα με την Κύπρο.
Αντίθετη, είναι η θέση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη Απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.
Εν πρώτοις, να υπενθυμίσουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση[1]. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).
Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93). Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του Κατηγορουμένου στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του Κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319 και Κρασοπούλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον Εφεσείοντα είναι πολύ σοβαρά. Ενδεικτικό της σοβαρότητας τους είναι οι προβλεπόμενες από τον Νόμο ποινές. Ειδικά για την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και την προμήθεια του εν λόγω φαρμάκου σε άλλο πρόσωπο, προβλέπεται ποινή μέχρι ισόβιας φυλάκισης. Ούτε, βεβαίως, αμφισβητείται το ύψος των ενδεχόμενων ποινών σε περίπτωση καταδίκης. Αυτό που αμφισβητείται εν προκειμένω μέσω του δεύτερου Λόγου Έφεσης, είναι ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν υφίσταται εφόσον, κατά τον Εφεσείοντα, το μαρτυρικό υλικό δεν πιθανολογεί καταδίκη λόγω του ότι δεν είναι επαρκές.
Να υπενθυμίσουμε ότι το στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (Τσεκκούρα v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790, Καλλή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 114/2015, ημερ. 19/6/2015, ECLI:CY:AD:2015:B437, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 131/2020 και 132/2020, ημερ. 20/8/2020 και Αργύρη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 195/2020, ημερ. 23/12/2020).
Όπως είναι δε νομολογημένο «κατ' εξοχή .. να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (Georgi Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016).
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε τεθεί ουσιαστικά η πιο κάτω μαρτυρία:
Κατά την παρακολούθηση στις 12/6/21 από την Αστυνομία συγκεκριμένου προσώπου το οποίο, βάσει πληροφοριών, θα παραλάμβανε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών και το οποίο διακινείτο με όχημα με συγκεκριμένο αριθμό, εντοπίστηκε μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού, χρώματος πράσινου με μαύρο, συγκεκριμένης μάρκας να κινείται στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας - Λάρνακας με κατεύθυνση τη Λάρνακα. Σε κάποια στιγμή θεάθηκε ο μοτοσικλετιστής να δίνει μια άσπρη συσκευασία στον οδηγό του οχήματος και, ακολούθως, να αναχωρεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τον αυτοκινητόδρομο. Το όχημα ανακόπηκε, ερευνήθηκε και στο χαλάκι της θέσης του συνοδηγού υπήρχε μια άσπρη χάρτινη σακούλα εντός της οποίας υπήρχε μια άλλη διαφανής νάιλον συσκευασία με περιεχόμενο το ένα κιλό περίπου κοκαΐνης. Ο σωματότυπος του μοτοσικλετιστή ομοίαζε με τον σωματότυπο του Εφεσείοντα, τον οποίο ο μάρτυρας της Αστυνομίας είδε στις 21/4/21 να οδηγεί μοτοσικλέτα της συγκεκριμένης μάρκας που αναφέρθηκε προηγουμένως, χρώματος πρασίνου, όμοια με τη μοτοσικλέτα που ενεπλάκη στο περιστατικό στις 12/6/21. Στην οικία δε του Εφεσείοντα εντοπίστηκε κράνος το οποίο έμοιαζε με το κράνος που φορούσε ο μοτοσικλετιστής στις 12/6/21. Σύμφωνα δε με τη δακτυλοσκοπική έκθεση της Αστυνομίας, σε δύο σημεία της άσπρης χάρτινης σακούλας που έχει ανευρεθεί εντός του οχήματος εντοπίστηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του Εφεσείοντα.
Κατ' εξοχή, λοιπόν, αρμόδιο να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού ήταν το Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, αφού αναφέρθηκε σε αυτό, κρίνοντας το στην όψη του - όπως είναι το ορθό κριτήριο - και με αναφορά στον εντοπισμό των αποτυπωμάτων του Κατηγορούμενου σε δύο σημεία της άσπρης χάρτινης σακούλας η οποία είχε εντοπισθεί και εντός της οποίας υπήρχε άλλη διαφανής συσκευασία με περιεχόμενο το ένα κιλό, περίπου, κοκαΐνης, κατέληξε ότι από αυτό διαφαίνετο πιθανότητα καταδίκης.
Η καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Τα όσα δε προέβαλε ο Εφεσείων σε σχέση με τον τρόπο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο τούτο εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη, χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαρκίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι ικανοποιούνται τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η Νομολογία για σκοπούς κράτησης του Εφεσείοντα μέχρι τη δίκη.
Ορθά δε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και οι δεσμοί του με την Κύπρο συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Έκρινε, ωστόσο, ότι οι προσωπικές περιστάσεις του δεν μπορούσαν «να υπερσκελίσουν το δημόσιο συμφέρον που είναι η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης γενικότερα». Ο κ. Αργυρού στο πλαίσιο του πρώτου Λόγου Έφεσης υποστήριξε ότι εσφαλμένα δεν λήφθηκαν οι «ισχυροί δεσμοί» του Εφεσείοντα με την Κύπρο, εφόσον αυτός γεννήθηκε στην Κύπρο από Ελληνίδα μητέρα και Ιρανό πατέρα και διαμένει στην Κύπρο με την μητέρα του.
Όπως, συναφώς, διαπιστώνεται, οι δεσμοί του Εφεσείοντα με την Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίστηκαν και συνυπολογίστηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ έγινε και ειδική αναφορά και στις προσωπικές του περιστάσεις όπως αυτές είχαν εκτεθεί από το δικηγόρο του και όπως αναδύονταν σε σχετικό Έγγραφο που κατατέθηκε από την Υπεράσπιση, πλην, όμως, δεν εξουδετέρωσαν τον κίνδυνο φυγοδικίας όπως αυτός προέκυπτε από την κατάληξη του ως προς τους τρεις παράγοντες που τον θεμελίωναν.
Υποστήριξε, επίσης, ο συνήγορος του Εφεσείοντα ότι στο πλαίσιο εξέτασης των προσωπικών περιστάσεων το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του τη θέληση του Εφεσείοντα να αποφοιτήσει από το σχολείο συνεχίζοντας στην Α΄ Λυκείου, φοίτηση την οποία διέκοψε λόγω της ανάγκης για παρακολούθηση των μαθημάτων διαδικτυακά. Δεν συμφωνούμε με αυτή τη θέση. Όπως προκύπτει από την Απόφαση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο θέμα αυτό επισημαίνοντας την έναρξη κατά τον Σεπτέμβριο του 2020 της φοίτησης του Εφεσείοντα στην Α΄ τάξη Λυκείου σε εσπερινό σχολείο την οποία, όπως σημείωσε, διέκοψε τον Ιανουάριο του 2021 καθώς υπήρχε από μέρους του δυσκολία στην παρακολούθηση διαδικτυακά των μαθημάτων, αναγνωρίζοντας, παράλληλα, ότι αυτό δεν οφείλετο σε δική του ευθύνη αλλά στην ύπαρξη αντικειμενικών δυσκολιών.
Έχοντας εξετάσει την εκκαλούμενη Απόφαση υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών, δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι ενήργησε στα ορθά πλαίσια της ευχέρειας του και έδωσε επαρκείς λόγους προς αιτιολόγηση της Απόφασης του.
Ως εκ τούτου δεν χωρεί περιθώριο επέμβασης και η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1]Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134:
«Το δικαστήριο θα πρέπει πάντα να ξεκινά από την αρχή ότι η ελευθερία του ατόμου είναι κατοχυρωμένη συνταγματικά και ότι η κράτηση χωρίς την επιβολή ποινής αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση.»