ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B397
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 45/2020,
(ΣΧ. ΜΕ 46/20 & 47/20)
15 Σεπτεμβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείουσας,
-ν-
ETNA SIGNS LTD,
Eφεσίβλητης
---------------------
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 46/2020,
(ΣΧ. ΜΕ 45/20 & 47/20)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείουσας,
-ν-
xxx ΙΩΑΝΝΟΥ,
Eφεσίβλητου
---------------------
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 47/2020,
(ΣΧ. ΜΕ 45/20 & 46/20)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείουσας,
-ν-
xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Eφεσίβλητου
---------------------
Ανδρέας Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα σε όλες τις εφέσεις.
Σάββας Μάτσας μαζί με την Ιωάννα Νεοφύτου (κα), για την Εφεσίβλητη στην Έφεση αρ. 45/2020 και τον Εφεσίβλητο στην Έφεση αρ. 46/2020.
Κωστής Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση αρ. 47/2020.
------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από την Π. Παναγή, Π.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου, με απόφαση του ημερομηνίας 26.2.2020 αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν ενώπιον του στην Υπόθεση Αρ. 700/2017. Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα στις Ποινικές Εφέσεις 45/20, 46/20 και 47/20, στρέφεται κατά της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου.
Η έφεση περιορίζεται σε συγκεκριμένη ενότητα κατηγοριών από το σύνολο που προωθήθηκαν πρωτοδίκως, η οποία σχετίζεται με την κατασκευή και τοποθέτηση πινακίδων στάσεων λεωφορείων μέσα στα όρια του Δήμου Πάφου. Συγκεκριμένα, οι εφέσεις 45/2020 και 46/2020 αφορούν στις κατηγορίες 92, 94 και 127 για αδικήματα που αφορούσαν συνωμοσία προς καταδολίευση, κλοπή και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αντίστοιχα, ενώ η έφεση 47/20, εκτός από τις κατηγορίες 92 και 94, αφορούσε και στις κατηγορίες 93, 95 και 129 για αδικήματα κλοπής από Δημόσιο Λειτουργό, κατάχρησης εξουσίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 92 και 94 οι εφεσίβλητοι μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 20.10.2010 συνωμότησαν μεταξύ τους όπως με απάτη ή με άλλο δόλιο μέσο καταδολιεύσουν το κοινό και έκλεψαν το συνολικό ποσό των €5.901,36. Οι κατηγορίες 93 και 95, που αντιμετώπισε μόνο ο εφεσίβλητος Νικολάου, αναφέρονταν στα ίδια γεγονότα. Η κατηγορία 127 για το ποσό των €247.568,32 αφορούσε το αδίκημα της κατηγορίας 94 καθώς και έντεκα άλλων κατηγοριών που δεν είναι αντικείμενο έφεσης. Παρομοίως, η κατηγορία 129 για ποσό €250.730,82 αφορούσε τα αδικήματα των κατηγοριών 93 και 95, καθώς και άλλων εικοσιτριών κατηγοριών οι οποίες επίσης δεν είναι αντικείμενο της έφεσης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο Δήμος Πάφου το 2006 σταμάτησε την κατασκευή πινακίδων και κατόπιν προσφορών ανάθεσε την εργασία αυτή στην εφεσίβλητη εταιρεία Etna Signs Ltd (στο εξής «η εφεσίβλητη εταιρεία»), διευθυντής της οποίας είναι ο εφεσίβλητος Ιωάννου, και σε ακόμη μια εταιρεία, περιορίζοντας το δικό του έργο στην επιδιόρθωση και τοποθέτηση πινακίδων. Συνέχισε όμως και μετά το 2006 να αγοράζει υλικά για την κατασκευή πινακίδων, τα οποία μετέφεραν υπάλληλοι του Δήμου από τις κρατικές αποθήκες στην αποθήκη του Δήμου και στο εργαστήριο των δύο προαναφερόμενων εταιρειών, χωρίς όμως να τηρείται μητρώο για την ποσότητα υλικών που παραδόθηκαν σε κάθε εταιρεία ή των εισερχόμενων και εξερχόμενων από την αποθήκη του Δήμου υλικών. Ούτε υπογραφόταν έγγραφο παραλαβής και παράδοσης. Οι παραγγελίες, προς τις δύο εταιρείες γίνονταν προφορικά από τον εφεσίβλητο Νικολάου, ο οποίος εργαζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο στο Δήμο Πάφου, ή από άλλους υπαλλήλους του Δήμου κατόπιν οδηγιών του. Ο Δήμος αντικαθιστούσε τις πινακίδες οι οποίες καταστρέφονταν ή δεν μπορούσαν να επιδιορθωθούν, χωρίς να τηρείται αρχείο τοποθέτησης, αντικατάστασης ή καταστροφής.
Οι αγορές για το Δήμο Πάφου από τις κρατικές αποθήκες γίνονταν μέσω της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου, στη βάση εντάλματος καταχώρησης που ετοιμαζόταν από το Δήμο Πάφο στο οποίο αναγράφονταν τα υλικά που ήθελε να αγοράσει. Το έντυπο αυτό υπογραφόταν από τον υπεύθυνο υπάλληλο, τον τμηματάρχη, τον εσωτερικό έλεγχο και τον Δήμαρχο. Στη συνέχεια το έντυπο υποβαλλόταν στον Έπαρχο Πάφου για κατάθεση του ανάλογου ποσού και την έκδοση δελτίου αίτησης και έκδοσης υλικών στο οποίο αναγράφονταν τα υλικά. Για τις ανάγκες του Δήμου Πάφου, τα έντυπα αυτά ετοίμαζε ο εφεσίβλητος Νικολάου, τα οποία εγκρίνονταν και από άλλους αξιωματούχους του Δήμου. Ο Νικολάου, παρουσίαζε τα σχετικά δελτία στις κρατικές αποθήκες και υπάλληλοι του Δήμου παραλάμβαναν τα υλικά βάσει διατακτικών. Μετά την κατασκευή των πινακίδων από τις προαναφερόμενες εταιρείες, εκδίδετο τιμολόγιο το οποίο υπέγραφε ο πιστωτής και ο υπάλληλος του Δήμου που διεκπεραίωνε την αγορά και στη συνέχεια ακολουθείτο συγκεκριμένη διαδικασία μέχρι την έκδοση της επιταγής από τον Δημοτικό Γραμματέα ή τον Δήμαρχο προς πληρωμή του τιμολογίου.
Κατόπιν επιστολής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων ημερομηνίας 10.2.2010 για την ενίσχυση των Δημόσιων Μεταφορών, τον Ιούνιο 2010 συστάθηκε επιτροπή για τον συντονισμό και την επιλογή των σημείων που θα τοποθετούνταν οι πινακίδες, στην οποία συμμετείχε, μεταξύ άλλων, ο εφεσίβλητος Νικολάου. Ο Δήμαρχος Πάφου κάλεσε τους υπηρεσιακούς, μεταξύ των οποίων και τον Νικολάου, από τον οποίο ζήτησε να επιθεωρήσει όλες τις στάσεις λεωφορείων και του ανάθεσε, για την περιοχή του Δήμου Πάφου, να μελετήσει ώστε να μην υπάρχουν κενά. Τον Οκτώβριο 2011, όταν ανάλαβε καθήκοντα ο xxx Χ''Παναγιώτου (ΜΚ39) στο Δήμο Πάφου, εντόπισε κάποιες αδυναμίες στον τομέα σήμανσης οδών και πινακίδων και έγινε έλεγχος σε διάφορα εντάλματα πληρωμής που σχετίζονταν με τον τομέα αυτό. Στην έρευνα αυτή, εκτός από τον Χ''Παναγιώτου, συμμετείχαν ο xxx Κυπριανού (ΜΚ37), υπάλληλος του Δήμου Πάφου και από το 2007 επιστάτης στο Τμήμα Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, ο xxx Πύργος (ΜΚ38), βοηθός γραμματειακός λειτουργός στον Δήμο Πάφου και ο xxx Λιασίδης (ΜΚ44), ο οποίος εργαζόταν στο Λογιστήριο του Δήμου Πάφου. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία.
Υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως από τον ΜΚ39 ότι καμία συμφωνία δεν έγινε από τα Δημόσια Έργα και τον Δήμο για στάσεις λεωφορείων, στις οποίες αφορούσε συγκεκριμένο ένταλμα πληρωμής, και ότι αυτές τοποθετήθηκαν από τα Δημόσια Έργα από τα οποία έγινε και η σχετική δαπάνη. Ωστόσο, τα χρήματα πληρώθηκαν στην εφεσίβλητη εταιρεία χωρίς να υπάρχουν τέτοιες πινακίδες. Θέση την οποία δεν αποδέχτηκε το Κακουργιοδικείο για τους λόγους που θα δούμε κατωτέρω. Έκρινε δε το Κακουργιοδικείο ότι μέσα από τη μαρτυρία που δέχθηκε, δεν υπήρχε οτιδήποτε που να καταδείκνυε συμφωνία μεταξύ των κατηγορουμένων για καταδολίευση του Δήμου Πάφου αλλά και πρόθεση τους να εκτελέσουν παράνομο σκοπό όπως περιγραφόταν στις λεπτομέρειες των κατηγοριών, μεταξύ άλλων, των κατηγοριών 92 και 94. Ούτε υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία η οποία να καταδείκνυε ότι οι κατηγορούμενοι οικειοποιήθηκαν διάφορα υλικά όπως αναφερόταν στις λεπτομέρειες των προαναφερόμενων, μεταξύ άλλων κατηγοριών. Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, τα συμπεράσματα του ΜΚ44 και οι δικοί του υποκειμενικοί υπολογισμοί, οι οποίοι δεν έγιναν αποδεκτοί. Ως αποτέλεσμα απορρίφθηκαν οι κατηγορίες αυτές και οι κατηγορίες 93 και 95 που αντιμετώπισε ο εφεσίβλητος Νικολάου, οι οποίες αφορούσαν τα ίδια γεγονότα, ως έχει ήδη αναφερθεί, καθώς και οι κατηγορίες 127 και 129.
Με ένα και μόνο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το «Κακουργιοδικείο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο και/ή την Νομολογία επί των πραγματικών γεγονότων και/ή η μαρτυρία αποδείκνυε την διάπραξη των αδικημάτων και/ή το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη απόφαση ως αποτέλεσμα απόδοσης της μη δέουσας βαρύτητας σε ορισμένη μαρτυρία».
Το παράπονο του εφεσείοντα όπως αιτιολογείται στην ειδοποίηση έφεσης και αναπτύσσεται στα διαγράμματα αγόρευσής του είναι ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα «δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα» σε αριθμό γεγονότων, τεκμηρίων και άλλων στοιχείων που υποδεικνύει και δεν αποτίμησε σωστά το σύνολο της μαρτυρίας, καθότι αν το έπραττε, θα έπρεπε να καταλήξει ότι «οι πινακίδες για τις οποίες γίνεται αναφορά στα τιμολόγια σελ. 209-225 του τεκμ. 5(1), δεν κατασκευάστηκαν από την εφεσίβλητη εταιρεία, ότι κατασκευάστηκαν και τοποθετήθηκαν από το Τμ. Δημοσίων Έργων, ότι οι φωτογραφίες των σε. 212 και 225 απεικονίζουν τις πινακίδες που φαίνονται στις φωτογραφίες αρ. 93 και 28 αντίστοιχα, του τεκμηρίου 10(3) που κατασκεύασαν τα Δημόσια Έργα, ότι ο εφεσίβλητος Νικολάου εκμεταλλεύτηκε τις οδηγίες του Δημάρχου Πάφου, πιστοποιώντας και/ή παρουσιάζοντας, (σε συνεννόηση με τους άλλους εφεσίβλητους, κατά κατάχρηση εξουσίας, τις πινακίδες που έκανε το Τμήμα Δημοσίων Έργων ότι κατασκευάστηκαν από την εφεσίβλητη εταιρεία και έπρεπε να της καταβληθεί το ανάλογο αντίτιμο από τον Δήμο από το οποίο επωφελήθηκαν παράνομα οι εφεσίβλητοι καταδολιεύοντας τον Δήμο οικειοποιούμενοι χρήματα που δεν δικαιούνταν. Με άλλα λόγια, εάν το Κακουργιοδικείο έκανε ορθά υπαγωγή των πιο πάνω στις αντίστοιχες ποινικές διατάξεις, στη βάση των οποίων κατηγορούνταν οι εφεσίβλητοι, θα έπρεπε να καταλήξει ότι αποδείχτηκαν ο κατηγορίες 92-95, 127 και 129 (αμφότερες για συνολικό ποσό €5,901.36).»
Από την άλλη πλευρά, οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν πρωτίστως ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι νομικά ορθή και ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμος. Εισηγούνται στη συνέχεια ότι η έφεση είναι απαράδεκτη καθότι ο λόγος έφεσης, όπως αυτός παρατίθεται και αιτιολογείται, συνιστά «συγκαλυμμένη προσβολή της αξιολόγηση της μαρτυρίας και των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου» και θέτει την έφεση εκτός της εμβέλειας του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Επί του προκειμένου, ο εφεσείων αντιτείνει ότι ο λόγος έφεσης εμπίπτει στο εδάφιο 1(α), παράγραφο (ιιι) του άρθρου 137, ότι δηλαδή ο Νόμος εφαρμόστηκε εσφαλμένα επί των γεγονότων της υπόθεσης.
Το ζήτημα αυτό θα μας απασχολήσει κατά προτεραιότητα αφού σε περίπτωση που η εισήγηση των εφεσιβλήτων κριθεί βάσιμη, θα είναι καθοριστική για την τύχη της έφεσης.
Το θέμα της εμβέλειας του άρθρου 137 (1)(α) είναι δικαιοδοτικό με την έννοια ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης είναι περιορισμένο.
Το Άρθρο 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 4(α) του Νόμου 54(Ι)/1998 αναφέρει τα εξής:
«(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται -
α. Να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση κακουργιοδικείου ή επαρχιακού δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(i) óτι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής∙
(ii) ότι η απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε∙
(iii) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων∙
(iv) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας».
Όπως προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου, το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων (Λοϊζίδης κ.ά. ν Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 965, ECLI:CY:AD:2014:D981).
Η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94 καθόρισε τις σχετικές αρχές με αναφορά σε προγενέστερη νομολογία και καθιέρωσε, ως δεσμευτικό προηγούμενο, την εμβέλεια εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου. Λέχθηκε εκεί, στις σελ. 125-126:
«Είναι θεμελιωμένο πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανακρίση, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων. Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του περιορισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου. Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται. (βλ. Attorney General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου 1990 (2) Α.Α.Δ. 133, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 67, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217).
[..]
Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο», όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο Άρθρο 137(1)(α) έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος. Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Έπεται πως η απόφανση προϋποθέτει δοσμένη κατάσταση πραγμάτων αλλά δεν προϋποθέτει πάντοτε και κάποια ιδιαίτερη νομοθετική διάταξη με ζητούμενο το κατά πόσο αυτά τα γεγονότα καλύπτονται ή όχι από αυτήν. Είναι ευρύτερη η έννοια του όρου και περιλαμβάνει, όπως ρητά αναγνωρίστηκε σε σειρά υποθέσεων, την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμη και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί, αλλά και ειδικότερα, εκτίμηση επί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων.»
Αναφερόμενος στο πώς εξετάζεται και αντιμετωπίζεται η υποπαράγραφος (ιιι) του εδαφίου 1(α) του άρθρου 137, ο Κωνσταντινίδης, Δ ανέφερε στη σελίδα 127, τα εξής:
«Στην The Attorney General of the Republic v. Takis Herodotou (1969) 2 C.L.R. 10 η αθωωτική απόφαση παραμερίστηκε επειδή αντίθετα προς την αποτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μαρτυρία, στην πραγματικότητα, αποδείκνυε την διάπραξη του αδικήματος. Όπως ακριβώς και στις Δήμος Λευκωσίας ν. Hopeland Enterpirses Ltd κ.ά. (1966) 2 A.A.Δ. 21 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2002) 2 A.A.Δ. 473. Στην The Attorney General of the Republic v. Kyriacos Chrysanthou Petrou (1972) 2 C.L.R. 81 το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για σεξουαλικό αδίκημα κατά ανήλικης, αφού δεν ήταν διατεθειμένο να στηριχτεί στη μη ενισχυόμενη μαρτυρία της ανήλικης. Διαπιστώθηκε πως υπήρχε μαρτυρία από τρίτο, που θα μπορούσε, ανάλογα με την αξιολόγηση της να συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία. Δεν αναφέρθηκε σ' αυτή τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίθηκε πως η περίπτωση καλυπτόταν από το Άρθρο 137(1)(α)(ιιι) για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Ως νόμος, εν προκειμένω, όπως εξηγήθηκε, ήταν ο κανόνας πρακτικής σε σχέση με την προσέγγιση της μαρτυρίας των παραπονούμενων σε σεξουαλικής φύσης υπόθεση. Και θεωρήθηκε πως εφαρμόστηκε πλημμελώς εξαιτίας της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με ουσιώδες γεγονός το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία. Τελικά, στην Attorney General v. Panayiotides (1983) 2 C.L.R. 253, η αθώωση παραμερίστηκε μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα απόδοσης μη δέουσας βαρύτητας σε ορισμένη μαρτυρία.»
Τονίζεται επίσης στην Ευσταθίου ότι:
«Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence)· υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (πιο πάνω)). Αν διδόταν ευρεία ερμηνεία γενικά στο άρθρο και ειδικά στον όρο «γεγονότα», ώστε στην ουσία, να περιλαμβάνει και μαρτυρία, τότε κάθε λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας θα ενέπιπτε στην αρχή της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, οδηγώντας σε απεριόριστο δικαίωμα έφεσης για οποιοδήποτε θέμα.»
Επανερχόμαστε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών για κάθε μια από τις αιτιάσεις του εφεσείοντα. Παρατηρούμε ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δεν είναι δυνατό οι επίδικες πινακίδες να κατασκευάστηκαν από την εφεσίβλητη εταιρεία το έτος 2010 επειδή το σχετικό τιμολόγιο εκδόθηκε τον Μάιο 2011, μετά την τοποθέτηση των πινακίδων, επικεντρώνεται ουσιαστικά στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο. Πρόκειται δε για εισήγηση η οποία δεν φαίνεται να προβλήθηκε ή προωθήθηκε πρωτοδίκως και επομένως δεν μπορεί να απασχολήσει κατ' έφεση. Εν πάση περιπτώσει, αξίζει να σημειωθεί ότι, το Κακουργιοδικείο, δεν δέχτηκε τη θέση που προώθησε ο ΜΚ39 ότι οποιεσδήποτε ενέργειες σχετιζόμενες με το υπό αναφορά ένταλμα πληρωμής ήταν αχρείαστες και τα χρήματα πληρώθηκαν στην εφεσίβλητη εταιρεία χωρίς να υπάρχουν τέτοιες πινακίδες γιατί, όπως υποστήριξε, καμία συμφωνία δεν έγινε με τα Δημόσια Έργα και το Δήμο και οι πινακίδες τοποθετήθηκαν από τα Δημόσια Έργα από τα οποία έγινε και η δαπάνη. Το Κακουργιοδικείο επισήμανε συναφώς ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν φαίνεται να εξέτασε με οποιοδήποτε τρόπο τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι το 2010 έγινε αντικατάσταση σχεδόν όλων των πινακίδων και συντήρηση όλων των στεγάστρων λόγω έναρξης των διαδρομών των λεωφορείων και δόθηκαν οδηγίες από τον τότε Δήμαρχο να ελεγχθούν και ανάλογα να επιδιορθωθούν ή να αντικατασταθούν οι πινακίδες των στάσεων λεωφορείων. Το θέμα δε ήταν γνωστό στο Δήμο από τον Φεβρουάριο 2010. Ωστόσο, «η έρευνα του ΜΚ39 περιορίστηκε μόνο στις αναφορές του ΜΚ33 ο οποίος δεν ήταν σε θέση να ξεκαθαρίσει το θέμα και ανέφερε ότι έπρεπε να γίνει έρευνα. Όμως τόσο ο ΜΚ39 όσο και ο ΜΚ44 στήριξαν την έρευνα και τα ευρήματα τους στα όσα ο ΜΚ33 τους ανέφερε. Ο ΜΚ39 δεν ρώτησε τον προηγούμενο Ελεγκτή και ο Δημοτικός Γραμματέας δεν μπορούσε όπως είπε να τεκμηριώσει τις δαπάνες». Οι διαπιστώσεις αυτές οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στην κατάληξη ότι:
«Τα πιο πάνω καταδεικνύουν κατά την κρίση μας περιορισμένη έρευνα για το θέμα αυτό εκ μέρους του ΜΚ39 ο οποίος θεώρησε ικανοποιητική την ενημέρωση από τον Μ.Κ.37 που δεν επιτρέπει όμως στο μάρτυρα να καταλήξει στο συμπέρασμα και τη θέση του ότι καμία συμφωνία έγινε με τα Δημόσια Έργα και χωρίς λόγο πληρώθηκαν τα τιμολόγια προς την εταιρεία ΕΤΝΑ.»
Ειδικά για τις κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της συνωμοσίας με σκοπό την καταδολίευση, στις οποίες συγκαταλέγονταν και οι κατηγορίες 92 και 94, το Κακουργιοδικείο παρατήρησε, απορρίπτοντας τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η συνομωσία φαινόταν από την ενότητα 7 στη μαρτυρία του ΜΚ39:
«Με κάθε σεβασμό στη θέση του κ.Χ''Κύρου θα λέγαμε ότι αυτή στηρίζεται σε μαρτυρία που δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Ο Μ.Κ.39 γι' αυτή την ενότητα ανέφερε μάλιστα ότι επιθυμούσε να απαλείψει το τελευταίο κομμάτι της ενότητας που αναφερόταν σε κλοπή ή μη παράδοση διαφόρων πινακίδων. Οι οποιεσδήποτε περαιτέρω αναφορές του Μ.Κ.39 είχαν σαν υπόβαθρο τις μετρήσεις που έκαμαν οι Μ.Κ.37 και Μ.Κ.38 την μαρτυρία των οποίων δεν αποδέκτηκε το Δικαστήριο. Μέσα από την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο δεν υπάρχει κατά την κρίση μας οτιδήποτε που να καταδεικνύει συμφωνία μεταξύ των κατηγορούμενων για καταδολίευση του Δήμου Πάφου αλλά και πρόθεση τους να εκτελέσουν παράνομο σκοπό όπως περιγράφεται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 84, 87, 88, 90, 92, 94, 96, 98, 100, 102, 104, 106, 108, 113, 115, 117, 119, 123 και 125. Ούτε όμως υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι οι κατηγορούμενοι οικειοποιήθηκαν διάφορα υλικά κατασκευής πινακίδων και έκλεψαν διάφορα υλικά όπως περιγράφονται στις λεπτομέρειες των πιο πάνω κατηγοριών που να στοιχειοθετούν τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 255.»
Το Κακουργιοδικείο, στη σελίδα 131 της απόφασης του, σημείωσε και τα ακόλουθα σχετικά με την μαρτυρία του ΜΚ 39:
«Το αναξιόπιστο υπόβαθρο της έρευνας του Μ.Κ.39 και οι παραλείψεις στην έρευνα του όπως τις αναφέρουμε πιο πάνω δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να αποδεκτεί τα όσα ο Μ.Κ.39 ανέφερε στη μαρτυρία του. Ερωτηματικά προκαλεί όμως για την έρευνα του Μ.Κ.39 και η αναφορά του Μ.Κ.44 ότι την ίδια ημέρα που έγινε η μονιμοποίηση του Μ.Κ.39 κατατέθηκε και η έρευνα του Μ.Κ.39 και ότι στο Δημοτικό Συμβούλιο αναφέρθηκε από συγκεκριμένο πρόσωπο το οποίο κατονόμασε ότι δεν θα δεχόταν να συζητηθεί η μονιμοποίηση του Μ.Κ.39 αν δεν προσκομίζετο το αποτέλεσμα της έρευνας για τις πινακίδες. Η διασύνδεση των δύο γεγονότων αφήνει κατά την κρίση μας ερωτηματικά για την αξιοπιστία της έρευνας του Μ.Κ.39 και για όλους τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω δεν αποδεχόμαστε την μαρτυρία του Μ.Κ.39.»
Ο εφεσείων, σε συνάρτηση με το θέμα του χρόνου τοποθέτησης των πινακίδων και έκδοσης του τιμολογίου, παραπονείται στο συμπληρωματικό περίγραμμα αγόρευσης του ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη τη σχετική περικοπή από την ανώμοτη δήλωση του εφεσίβλητου Νικολάου και δεν συνυπολόγισε τη «μαρτυρία αυτή» μαζί με άλλα στοιχεία, κάτι που αν το έπραττε θα κατέληγε νομοτελειακά πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι εικονιζόμενες στα τιμολόγια πινακίδες δεν έγιναν από την εφεσίβλητη εταιρεία και τα τιμολόγια ήταν εικονικά σε συμπαιγνία των εφεσιβλήτων Νικολάου και Ιωάννου. Παρατηρούμε, ωστόσο, πως η θέση αυτή, δεν περιλαμβάνεται στην αιτιολογία του μόνου λόγου έφεσης, στην αιτιολογία του οποίου αναφέρονται συγκεκριμένα και εξαντλητικά «υπό Α-Ζ» τα στοιχεία στα οποία το Κακουργιοδικείο, κατ' ισχυρισμό, δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα και δεν αποτίμησε σωστά. Ως εκ τούτου, η θέση του εφεσείοντα περί της ανώμοτης δήλωσης του Νικολάου δεν μπορεί να απασχολήσει το Εφετείο.
Η εισήγηση του εφεσείοντα ότι υπάρχει διαφορά στις διαστάσεις των πινακίδων στις φωτογραφίες (σελ, 212 και 225 του Τεκμ. 5 (1)) και στα τιμολόγια (σελ. 211 και 224, Τεκμήριο 5 (1)) και ότι οι φερόμενες στα έγγραφα διαστάσεις «προδήλως και εξ όψεως φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα» επίσης αφορά ζήτημα που άπτεται της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο, στη βάση της οποίας οδηγήθηκε στα συμπεράσματά του. Το Κακουργιοδικείο, αφού κατέληξε ότι δεν αποδεχόταν ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ37, επεσήμανε ότι δεν υπάρχει κανένα ενώπιον του στοιχείο σε σχέση με τις μετρήσεις των πινακίδων, ούτε ότι αυτές τέθηκαν ενώπιον του ΜΚ39. Για το ζήτημα αυτό σημειώνονται στις σελίδες 129-130 της εκκαλούμενης απόφασης τα ακόλουθα:
«Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.39 στηρίζεται στα όσα του ανέφεραν ο Μ.Κ.38 και ο Μ.Κ.37. Έχουμε αναφερθεί στη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων και για τους λόγους που αναφέρουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας τους δεν την αποδεχόμαστε. Δέκτηκε ο Μ.Κ.39 ότι ο ίδιος δεν έκαμε έλεγχο στις πινακίδες εκτός από τις δύο στις οποίες αναφέρθηκε και συμφώνησε με την θέση της υπεράσπισης ότι αν αυτά που του ανέφεραν ο Μ.Κ.37 και Μ.Κ.38 είναι λανθασμένα, τότε λανθασμένα είναι και τα δικά του ευρήματα. Ο Μ.Κ.39 εμπιστεύθηκε απόλυτα τις αναφορές των Μ.Κ.37 και Μ.Κ.38 θεωρώντας τον Μ.Κ.37 σαν το πρόσωπο που γνώριζε με ακρίβεια πότε και που είχαν τοποθετηθεί οι πινακίδες και ότι γνώριζε ότι δεν έγιναν αντικαταστάσεις πινακίδων και βασίστηκε στο γεγονός και μόνο ότι ο Μ.Κ.37 θυμόταν που και πότε τοποθετήθηκε η κάθε πινακίδα παραγνωρίζοντας ότι για το 2006 και μέχρι το χρόνο που ανέλαβε την θέση του επιστάτη το 2007 ο Μ.Κ.37 δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τίποτε για τις πινακίδες. Βασίστηκε επίσης στις μετρήσεις του Μ.Κ.37 και τη ακρίβεια τους ενώ δεν υπάρχει ενώπιον μας κανένα στοιχείο των μετρήσεων και ότι αυτές οι μετρήσεις τέθηκαν ενώπιον του Μ.Κ.39 και παρά τον ισχυρισμό του Μ.Κ.39 ότι υπάρχει σχετικό έγγραφο στο αρχείο και του ζητήθηκε από την Υπεράσπιση να το παρουσιάσει τέτοιο έγγραφο δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο.»
Δεν διαλανθάνει της προσοχής μας ότι στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ39 απασχόλησε το Κακουργιοδικείο και ο ισχυρισμός του ότι υιοθέτησε τις αναφορές του ΜΚ 37 γιατί οι μετρήσεις του επιβεβαιώθηκαν από την Αστυνομία. Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε αφού η Αστυνομία απλώς φωτογράφησε τις πινακίδες.
Ο εφεσείων υποστηρίζει, επίσης ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα τεκμήρια 5.6 (Αίτηση των Ιωάννου και Νικολάου για άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού), 5.7-5.9 (καταστάσεις λογαριασμών των Ιωάννου και Νικολάου με την Ελληνική Τράπεζα) και 5.12 (επιταγές που εκδόθηκαν από την εφεσίβλητη εταιρεία προς τον Νικολάου) όπου φαίνεται, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, «ότι υπήρξε οικονομική συνεργασία επί τακτικής βάσης μεταξύ των εφεσιβλήτων». Στο συμπληρωματικό διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα επισημαίνεται συναφώς ότι ο εφεσίβλητος Ιωάννου, ανακρινόμενος από την Αστυνομία (ανακριτική κατάθεση Τεκμήριο 60), για ποιο λόγο έδωσε κατά περιόδους στον Νικολάου τα ποσά που φαίνονται στις εν λόγω επιταγές και συμποσούνται πέραν των €90.000, δεν απάντησε. Το ίδιο και ο Νικολάου (ανακριτική κατάθεση Τεκμήριο 61).
Βέβαια, το δικαίωμα της σιωπής είναι αναφαίρετο και οι Νικολάου και Ιωάννου δεν είχαν υποχρέωση κατά την ανακριτική τους κατάθεση να δώσουν οποιεσδήποτε εξηγήσεις. Όσον αφορά την εισήγηση περί μη απόδοσης βαρύτητας στις επιταγές από το Κακουργιοδικείο, περιοριζόμενο το Κακουργιοδικείο στην παρατήρηση ότι ο σκοπός κατάθεσης του συγκεκριμένου τεκμηρίου (Τεκμήριο 5.12) «δεν επεξηγήθηκε στο Δικαστήριο ούτε σχολιάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή», αυτή φαίνεται να είναι βάσιμη. Η προσέγγιση του όμως δεν είναι μεμπτή, υπό το φως ειδικά της αντεξέτασης των ΜΚ22 και 23 από την υπεράσπιση κατά την οποία έθεσε τη δική της θέση, ενώ αφέθηκε να αιωρείται πως οι εν λόγω λογαριασμοί και επιταγές αφορούσαν την από κοινού λειτουργία επιχείρησης καταστήματος στοιχημάτων από τους εφεσιβλήτους Ιωάννου και Νικολάου. Ερωτήθηκε, συγκεκριμένα, ο ΜΚ22 για τα υπό αναφορά τεκμήρια:
«Ε: Δεν γνωρίζετε ότι ο xxx Νικολάου επειδή ήταν υπάλληλος του Δήμου δεν μπορούσε να κάνει οποιανδήποτε άλλη εργασία γι' αυτό και ανοίχθηκε αυτός ο λογαριασμός ή εκδόθηκαν επιταγές από κοινή επιχείρηση που έχουν ο xxx Νικολάου με τον xxx Ιωάννου;»
Ο δε ΜΚ23, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, απαντώντας σχετική ερώτηση ανέφερε ότι «εκ των υστέρων», δηλαδή μετά που προέκυψε η υπόθεση, έμαθε ότι οι εφεσίβλητοι Ιωάννου και Νικολάου ήταν συγγενείς. Όταν δε κάποια μέρα ο Νικολάου πήρε πολλά κέρματα στο υποκατάστημα της τράπεζας στο οποίο εργάζεται ο μάρτυρας για σκοπούς κατάθεσης, έμαθε κατά τη συζήτηση που ακολούθησε αναφορικά με την προέλευση των κερμάτων, ότι ο Νικολάου διατηρούσε κατάστημα στοιχημάτων. Δεν γνώριζε όμως ο μάρτυρας ότι ο Νικολάου αναγκάστηκε να λειτουργεί το κατάστημα στο όνομα του συγγενή του, xxx Ιωάννου, επειδή ως υπάλληλος του Δήμου ο ίδιος δεν δικαιούτο να ασκεί άλλο επάγγελμα. Υπό το φως των πιο πάνω θεωρούμε, σε συμφωνία με τους ευπαίδευτους συνήγορους των εφεσιβλήτων πως η προσπάθεια τώρα του εφεσείοντα να δώσει υπόσταση και σκοπό στην κατάθεση των υπό αναφορά τεκμηρίων μέσω της έφεσης, είναι αντινομική.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Αυτό που ο εφεσείων ουσιαστικά αμφισβητεί είναι την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με το τι θα έπρεπε, κατά την εισήγηση του, να ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης, κάτι που εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Εφετείου δυνάμει του άρθρου 137(1)(α)(ιιι) του Κεφ. 155.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου