ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B295
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 18/2020)
1 Ιουλίου 2021
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
xxx ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Κ. Πόλεος, για την Εφεσείουσα.
Μ. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
--------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα παραδέχτηκε οκτώ κατηγορίες για εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του άρθρου 298(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε και έξι συναφείς κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του άρθρου 4(1) του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν.188(Ι)/2007).
Η έκνομη της συμπεριφορά έλαβε χώρα την περίοδο Σεπτεμβρίου 2016 - Οκτωβρίου 2017, όταν με ψευδείς παραστάσεις απέσπασε από οκτώ διαφορετικά πρόσωπα διάφορα χρηματικά ποσά που συμποσούνταν σε €101.631. Ψευδώς παρίστανε τον εαυτό της ως υπάλληλο διαφόρων εταιρειών και υποσχόταν ότι θα διευθετούσε την αγορά αυτοκινήτων και ακινήτων για τους παραπονούμενους σε προνομιακές τιμές ή θα τους εξασφάλιζε θέσεις εργασίας, υποτροφίες και αεροπορικά εισιτήρια.
Η μεγαλύτερη της λεία αφορούσε στην απόσπαση €85.586, το Σεπτέμβριο με Δεκέμβριο του 2016, όταν, παρουσιαζόμενη στο συγκεκριμένο παραπονούμενο ως υπάλληλος εταιρείας ρωσικών συμφερόντων, τον διαβεβαίωνε ότι θα του εξασφάλιζε σε προνομιακή τιμή ένα αυτοκίνητο και πέντε οικόπεδα στην Αγία Νάπα, επιτυγχάνοντας έτσι να του αποσπάσει το πιο πάνω ποσό. Γι' αυτό το αδίκημα (κατηγορία 1) της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων, ενώ για το αντίστοιχο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων, σε σχέση με το ποσό που είχε αποσπάσει (κατηγορία 2) ποινή φυλάκισης 3½ χρόνων. Αυτές ήταν και οι μεγαλύτερες ποινές που της επιβλήθηκαν. Μαζί με τις άλλες μικρότερες ποινές που της επιβλήθηκαν στις υπόλοιπες κατηγορίες, διατάχτηκε όλες να συντρέχουν μεταξύ τους, η έκτιση τους να αρχίζει από 27.1.2020 και να συντρέχουν επίσης με ποινή φυλάκισης που η Εφεσείουσα ήδη εξέτιε.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη τρεις άλλες ποινικές υποθέσεις, που αφορούσαν και αυτές στη διάπραξη αδικημάτων απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.
Το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που ακολουθεί αποτυπώνει δίκαια τη συνολική εγκληματική δραστηριότητα της Εφεσείουσας:
«Η παράνομη δράση της Κατηγορουμένης -όταν αυτή ήταν σε ώριμη ηλικία, μεταξύ 35 και 37 ετών-, που ενεργούσε πάντοτε ελεύθερα, αυτόβουλα και μόνη, δεν εκδηλώθηκε κατά την διάρκεια ενός μεμονωμένου περιστατικού, και σε καμία περίπτωση παρορμητικά. Ήταν εκτεταμένη, είχε χρονική διάρκεια και ήταν, ως προκύπτει, σε ότι αφορούσε το κάθε περιστατικό ξεχωριστά, προσχεδιασμένη -και μάλιστα, σε σημαντικό βαθμό-, καθώς επίσης επίμονη, μεθοδική, θεατρική και σίγουρα, ευφάνταστη. Δρούσε, θα μπορούσε να λεχθεί, εξαπατώντας τα ανυποψίαστα θύματα της με ψευδείς παραστάσεις για να αποσπάσει από αυτούς χρήματα, κατ΄ επάγγελμα. Πρόθεσης της, εξ αρχής, ήταν, φαίνεται, η εξαπάτησης των θυμάτων της και η οικειοποίησης των χρημάτων τους, αδιαφορώντας παντελώς για την όποια άλλη επίπτωση, πέραν της οικονομικής απώλειας, είχαν οι πράξεις της στα πρόσωπα αυτά (π.χ. απώλεια εργασίας, ή διδακτορικού εξαμήνου). Πρόβαινε σε αλλεπάλληλες ψευδείς παραστάσεις προς τα θύματα της, και μεθοδικά, μέχρις ότου εξασφάλιζε από αυτούς χρήματα, με πρόθεση πάντοτε, ως προκύπτει από την δράση της -αλλεπάλληλες επισκέψεις, επικοινωνίες και ψευδείς παραστάσεις-, για περισσότερα χρήματα. Αφορούν, οι προαναφερόμενες Υποθέσεις, τριάντα-τέσσερα διαφορετικά περιστατικά παράνομης δράσης της Κατηγορούμενης, η οποία, πρέπει ασφαλώς να σημειωθεί, ήταν Παγκύπρια (σε Λευκωσία, Λεμεσό και Πάφο), -γεγονός ενδεικτικό του προαναφερόμενου σχεδιασμού και επιδιώξεως της-, που ζημίωσε είκοσι-τρία διαφορετικά πρόσωπα -κάποια από αυτά, μάλιστα, κατ΄ επανάληψη-, με συνολική λεία €159.479,38, που έλαβαν χώρα, εντός περιόδου δύο και πλέον περίπου χρόνων -μέσα στην χρονική περίοδο από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2015 μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2017- κάποια εκ των οποίων, μάλιστα, φαίνεται να διαπράχθηκαν σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα μεταξύ τους, αν όχι και αυθημερόν. Ένα πολύ μικρό ποσό, από το προαναφερόμενο συνολικά αποσπασθέν, επιστράφηκε από την κατηγορούμενη στα θύματα της. Συνεπώς, ο βαθμός της ενοχής της Κατηγορούμενης, κρίνεται υψηλός, ενώ, η ζημιά που προξένησε, πολύ μεγάλη -και δη, ιδιαίτερα σημαντική για τα θύματα της, πλείστα εκ των οποίων, ήταν μέτριας κοινωνικό-οικονομικής κατάστασης-.»
Η Εφεσείουσα είχε μία προηγούμενη καταδίκη (Αρ. Υποθ.764/2018 Ε.Δ. Λευκωσίας) και πάλι για αδικήματα απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και νομιμοποίησης των εσόδων τους. Επρόκειτο για εννέα περιπτώσεις αδικημάτων που διαπράχθηκαν την περίοδο Μαΐου 2016 - Φεβρουαρίου 2018, για τα οποία της επιβλήθηκαν την 28.1.2019 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 χρόνων, που διατάχθηκε να αρχίζουν από 4.5.2018.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει τις ποινές που της επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 1 και 2 για διάφορους λόγους ως έκδηλα υπερβολικές (λόγοι έφεσης 1 και 5), ότι, σε συσχετισμό με την ποινή φυλάκισης που εκτίει, παραβιάζουν την αρχή της συνολικότητας της ποινής (λόγος έφεσης 2), ότι δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέρμετρη βαρύτητα στην προηγούμενη της καταδίκη (λόγος έφεσης 3), ότι η ποινή στην κατηγορία 2 ήταν δυσανάλογη σε σχέση με την επιβληθείσα στην κατηγορία 1 (λόγος έφεσης 4) και ότι εσφαλμένα οι ποινές δεν διατάχθηκε να αρχίζουν από 29.11.2019 που αυτή προφυλακίστηκε και τελούσε υπό κράτηση για την υπόθεση αυτή, αλλά από 27.1.2020 (λόγος έφεσης 6). Η Εφεσίβλητη αποδέχτηκε τον τελευταίο λόγο έφεσης, που, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, επιτυγχάνει.
Από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, πρώτος θα μας απασχολήσει ο λόγος έφεσης 4, που αφορά στην ποινή στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων, σε συνάρτηση με την ποινή που επιβλήθηκε στο συναφές γενεσιουργό αδίκημα.
Στη Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/2015, ημερ.25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534, επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει καθιερωμένη νομική αρχή ότι είναι αντινομικό ή παράλογο να επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από ότι στο γενεσιουργό αδίκημα και ότι μπορεί στην κατάλληλη περίπτωση ο καταδικασθείς για αδίκημα συγκάλυψης να λάβει και να ενδείκνυται να λάβει βαρύτερη ποινή από εκείνη για την οποία καταδικάστηκε για το γενεσιουργό αδίκημα, σημειώνοντας ότι το άρθρο 4 του Ν.188(1)/2007, καλύπτει ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων όπως εμφαίνεται στις σχετικές παραγράφους του (βλ. ακόμη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22 και Davidescu κ.ά v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.197/2018, ημερ.8.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:D283).
Η επιλογή της ποινής της φυλάκισης για 2 χρόνια για το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις δεν προδιαγράφει ότι η ποινή για το συναφές αδίκημα της νομιμοποίησης των σχετικών εσόδων πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα ή ότι η αρμόζουσα ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης των εσόδων δεν μπορεί να είναι πιο μεγάλη. Δεν τυγχάνουν εφαρμογής αρχές, ανάλογες εκείνων που επιβάλλουν την προσαρμογή της ποινής συγκατηγορούμενου στη βάση της ποινής που επιβλήθηκε στο συγκατηγορούμενο του κάτω από όμοιες περιστάσεις, για χάρη της ισότητας στη μεταχείριση των παραβατών, ανεξάρτητα αν η ποινή, από μόνη της, θα ήταν κατάλληλη. Στην προκειμένη περίπτωση, εάν η Εφεσείουσα έτυχε, η ίδια, του ευεργετήματος μιας χαμηλής ποινής στην κατηγορία 1, αυτό δεν συνιστά, χωρίς άλλο, λόγο για να μειωθεί η ποινή της στη συναφή κατηγορία 2, αν αυτή δεν είναι έκδηλα υπερβολική. Ο λόγος έφεσης 4 είναι ατελέσφορος και απορρίπτεται.
Επομένως, αυτό που έχουμε να κρίνουμε είναι κατά πόσο η ποινή που επιβλήθηκε στην κατηγορία 2 ήταν έκδηλα υπερβολική λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις της Εφεσείουσας. Προχωρούμε, επομένως, στην εξέταση των λόγων έφεσης 1 και 5, κατά πόσο δηλαδή η ποινή που επιβλήθηκε στην κατηγορία 2, αλλά και στην κατηγορία 1, ήταν έκδηλα υπερβολική.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η ποινή που θα επέβαλλε θα έπρεπε να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Και τούτο, αφού είχε διαπιστώσει ότι τα αδικήματα του κατηγορητηρίου παρουσίαζαν έξαρση και ότι επιβαλλόταν αυστηρή αντιμετώπιση για την προστασία των νομοταγών πολιτών και του κοινωνικού συνόλου (Ιωάννου κ.ά ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171, 187-8). Αποτρεπτικές ποινές, πρόσθεσε, θα έπρεπε ακόμα να επιβληθούν γιατί τέτοια αδικήματα ενέχουν σε έντονο βαθμό το στοιχείο της απάτης και υπονομεύουν τις συναλλαγές μεταξύ των πολιτών (Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, 292 και Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 505, 522).
Αναφέρθηκε και στη νομολογία ειδικά σε σχέση με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων και παρέθεσε απόσπασμα από τη Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.298/2018, ημερ.27.6.2019, ότι:
«Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγήσαντα των καρπών της παρανομίας του. Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητάς του. Είναι αυτή την απόλαυση που έχει στο επίκεντρό του το υπό αναφορά αυτοτελές αδίκημα (Δέστε: Μαληκκίδη (ανωτέρω), Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 12/2015 ημερ. 4.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B241 και Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 212/2017 ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150), και αυτό για πρόληψη ή πάταξη της παρανομίας με την πρόβλεψη αυστηρών ποινών αναφορικά με την απόλαυση των καρπών της.»
Για να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ποινή της φυλάκισης των 3½ χρόνων, για αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 14 χρόνια, είναι πρόδηλο ότι έλαβε υπόψη κατά τρόπο ουσιαστικό όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που προβλήθηκαν και εγείρονταν στα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένης της παραδοχής της Εφεσείουσας και της μερικής αποζημίωσης του συγκεκριμένου παραπονούμενου, παραμέτρους για τις οποίες παραπονείται ειδικά.
Οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, το γεγονός ότι άλλες τρεις υποθέσεις για τέτοια αδικήματα λήφθηκαν υπόψη και ότι η Εφεσείουσα είχε μία προηγούμενη καταδίκη, δεν άφηναν, λαμβανομένων υπόψη και των προσωπικών της περιστάσεων και παρά το ότι είναι μητέρα ενός παιδιού ηλικίας 14 χρόνων που βρίσκεται υπό την επιμέλεια του πρώην συζύγου της, άλλη επιλογή από τη φυλάκιση. Το δε εύρος της μεγαλύτερης ποινής που της επιβλήθηκε, στην κατηγορία της νομιμοποίησης, βρίσκουμε ότι αντανακλούσε κατά τρόπο δίκαιο τις επιμέρους περιστάσεις της υπόθεσης και το ύψος του χρηματικού οφέλους που η Εφεσείουσα απόλαυσε σε βάρος των θυμάτων της, που ουσιαστικά παρέμειναν χωρίς αποζημίωση και χωρίς, όπως προδιαγράφεται, προοπτική ανάκτησης των χρημάτων που απώλεσαν.
Και καθόλου δεν συμφωνούμε με τη θέση της ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προηγούμενη της καταδίκη. Επρόκειτο για αδικήματα της ιδίας μορφής, όπως αυτά για τα οποία καταδικάστηκε στην παρούσα υπόθεση και ήταν ενδεικτικά της κατ' εξακολούθηση εγκληματικής της δράσης. Ο σχετικός λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Η ποινή της στην κατηγορία 2 δεν ήταν έκδηλα υπερβολική, η δε επιβληθείσα στην κατηγορία 1 κάθε άλλο. Κατ' ακολουθία, οι λόγοι έφεσης 1 και 5 επίσης απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 2 η Εφεσείουσα επικαλείται παράβαση της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Εφόσον, αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο διάταξε την έναρξη της ποινής των 3½ χρόνων που της επέβαλε από 27.1.2020, «η συνολική ποινή που επέβαλε» ανέρχεται σε 5 χρόνια και 3 μήνες και απολήγει δυσανάλογη και έκδηλα υπερβολική για τη συνολική έκνομη συμπεριφορά της. Πρόκειται για το συνολικό χρόνο που η Εφεσείουσα θα παρέμενε στη φυλακή και για τις δύο περιπτώσεις στις οποίες της επιβλήθηκαν ποινές.
Η διαταγή όπως οι επιβληθείσες ποινές συντρέχουν με την ποινή φυλάκισης που η Εφεσείουσα εκτίει, ήταν ότι πιο ευνοϊκό για την ίδια και οι συλλογισμοί που προωθούνται με το λόγο έφεσης 2 δεν ευσταθούν. Η παρούσα υπόθεση είχε καταχωριστεί τον Νοέμβριο του 2017 προτού καταχωριστεί η 764/2018, στην οποία η ποινή επιβλήθηκε την 28.1.2019. Η Εφεσείουσα είχε στην παρούσα αρνηθεί τις κατηγορίες, τις οποίες παραδέχτηκε μόλις την 29.11.2019. Επομένως, η παρούσα δεν θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη στην 764/2018 ή αντίστροφα. Καταλήγουμε ότι το επιμέρους παράπονο της Εφεσείουσας, δεν έχει έρεισμα. Συνεπώς και ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Η έφεση επιτυγχάνει μόνο ως προς το λόγο έφεσης 6 και η έκτιση όλων των ποινών που επιβλήθηκαν στην Εφεσείουσα θα αρχίζει από 29.11.2019.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.