ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B218
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 8/2021)
3 Ιουνίου 2021
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΔΔ]
xxx ΦΕΛΛΑ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Θ. Θωμά με Ι. Χριστοφή (κα), για Θωμά και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Γ. Σταύρου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Την 23.11.2007 ο Εφεσείων παρουσιάστηκε στο Κτηματολόγιο Λάρνακας και διενέργησε μεταβίβαση στο όνομα του μεριδίων κτήματος στα Λειβάδια της επαρχίας Λάρνακας. Τα μερίδια ήταν ιδιοκτησία των αδελφών Γ.Δ. και Δ.Δ. μόνιμων κάτοικων Αγγλίας. Για να επιτύχει τη μεταβίβαση χρησιμοποίησε πληρεξούσιο έγγραφο ημερ.17.5.2007, με το οποίο τα αδέλφια φέρονταν να τον είχαν πληρεξουσιοδοτήσει, μεταξύ άλλων, να πουλά τα κτήματα τους.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ήταν πλαστό και ότι ο Εφεσείων το γνώριζε, θέση που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταδικάζοντας τον για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (Κατηγορία 2), που έγινε με την παρουσίαση του πλαστού πληρεξουσίου στο Κτηματολόγιο. Για να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση, ο Εφεσείων προέβηκε σε Υπεύθυνη Δήλωση (έντυπο Δ.Ε.100) ενώπιον του αρμόδιου κτηματολογικού λειτουργού, ότι ήταν σε συνεχή επικοινωνία με τα αδέλφια και ότι η μεταβίβαση των μεριδίων στο όνομα του ήταν σε γνώση τους, δήλωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι ήταν ψευδής, καταδικάζοντας τον και για το αδίκημα της δόσης ψευδούς όρκου (Κατηγορία 4).
Με την έφεση του κατά της καταδίκης του και στις δύο κατηγορίες ο Εφεσείων αμφισβητεί τα κύρια ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή το πληρεξούσιο ήταν πλαστό (λόγος έφεσης 1) και ότι ο ίδιος γνώριζε ότι ήταν πλαστό (λόγος έφεσης 2). Περαιτέρω, κατά τη θέση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη την αναντίλεκτη μαρτυρία του ότι τα αδέλφια ήταν ενήμερα για τη μεταβίβαση μέσω του πατέρα τους, τον οποίο ενημέρωνε ο ίδιος, διαπιστώνοντας ότι δήλωσε ψέματα (λόγος έφεσης 3). Τέλος θεωρεί τις καταδίκες του ως εσφαλμένες γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία κάποιου Χ.Χ. (Μ.Υ.1) που είχε μαρτυρήσει ότι αυτός συνέταξε το επίδικο πληρεξούσιο στην παρουσία των αδελφών προς τους οποίους εξήγησε και τη σημασία του (λόγος έφεσης 4).
Με την αιτιολογία του λόγου έφεσης 1, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε, στη βάση της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 να είχε καταλήξει ότι το επίδικο πληρεξούσιο δεν ήταν πλαστό και κατ' ακολουθία να μην τον καταδικάσει για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Αναφέρεται ο Εφεσείων και στη δική του μαρτυρία, υποδεικνύοντας ότι υπήρξε σταθερός στις θέσεις του και δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις.
Ο Μ.Κ.3 ήταν ο κοινοτάρχης ενώπιον του οποίου φερόταν να είχε υπογραφτεί το επίδικο πληρεξούσιο από τα δύο αδέλφια. Ο κοινοτάρχης μαρτύρησε ότι η τακτική που ακολουθούσε ήταν να πιστοποιεί υπογραφές μόνο εφόσον θέτονταν στην παρουσία του. Πέραν τούτου, λόγω της παρόδου του χρόνου, δεν θυμόταν τι είχε γίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απόρριψε τη μαρτυρία του κοινοτάρχη, αφού διαπίστωσε ότι αυτή αντιστρατευόταν το σχετικό πόρισμα του γραφολόγου της Αστυνομίας (Μ.Κ.1) που είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι φερόμενες ως υπογραφές των αδελφών επί του πληρεξουσίου δεν ήταν γνήσιες υπογραφές τους, σημειώνοντας ότι η μαρτυρία του γραφολόγου είχε γίνει αποδεχτή με δήλωση του δικηγόρου του Εφεσείοντα, που είχε αναφέρει: «Αφού αποδέχομαι τον γραφολόγο ό,τι είπε».
Σε σχέση με τη φερόμενη ως υπογραφή του Δ.Δ. ο γραφολόγος, συγκρίνοντας την με αυθεντικές υπογραφές του, είχε αποφανθεί ότι: «βρίσκω ότι παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους ως προς τη γενική μορφή και τρόπο σχηματισμού τους και κατά τη γνώμη μου δεν πρόκειται για γνήσια υπογραφή του». Σε σχέση με τη φερόμενη ως υπογραφή του Γ.Δ. είχε, και πάλι συγκρίνοντας την με αυθεντικές υπογραφές του, αποφανθεί ότι: «βρίσκω ότι παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους μόνο ως προς τη γενική τους μορφή, ενώ παρουσιάζουν διαφορές ως προς τις μικρολεπτομέρειες και τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά της υπογραφής. Βάσει των πιο πάνω δεδομένων, η αμφισβητούμενη υπογραφή δεν είναι γνήσια υπογραφή του [Γ.Δ.], αλλά πρόκειται για αποτέλεσμα προσπάθειας αντιγραφής ή απομίμησης από πρόσωπο που γνώριζε ή είχε στην κατοχή του γνήσια υπογραφή του».
Σε σχέση με την κατάληξη του γραφολόγου, καθόσον αφορά τη φερόμενη ως υπογραφή του Δ.Δ., ο δικηγόρος του Εφεσείοντα επιχειρηματολόγησε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε ότι η γνώμη «δεν αποτελεί τον απαραίτητο βαθμό απόδειξης σε περίπτωση ετοιμασίας γραφολογικής έκθεσης» και δεν εκφράζει βεβαιότητα.
Οι πραγματογνώμονες εκφράζουν τη γνώμη τους για ζητήματα που εμπίπτουν στα πλαίσια της πραγματογνωμοσύνης τους. Η έκφραση γνώμης σε τέτοιες περιπτώσεις δεν εξισώνεται με το «νομίζω». Εφόσον το Δικαστήριο αποδεχτεί το μάρτυρα ως πραγματογνώμονα για το ζήτημα που καταθέτει και ειλικρινή, μπορεί, τόσο σε αστικές όσο και ποινικές υποθέσεις, να βασιστεί στη μαρτυρία γνώμης του για να καταλήξει στα ευρήματα του. Η επιχειρηματολογία ήταν, σε κάθε περίπτωση, ατελέσφορη, αφού δεν κάλυπτε την περίπτωση του Γ.Δ. για την οποία ο γραφολόγος είχε εκφραστεί διαφορετικά.
Ακόμα και αν το πληρεξούσιο ήταν πλαστό, υποστήριξε στη συνέχεια ο δικηγόρος του Εφεσείοντα, δεν είχε αποδειχτεί ότι αυτός γνώριζε ότι ήταν πλαστό, απαραίτητο συστατικό στοιχείο για τη διάπραξη του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Επικαλείται την απάντηση που είχε δώσει ο γραφολόγος ότι δεν μπορούσε να καταλήξει σε διαπίστωση ότι την υπογραφή του Γ.Δ. είχε πλαστογραφήσει ο Εφεσείων.
Η γνώση του Εφεσείοντα ότι το πληρεξούσιο ήταν πλαστό[1] δεν εδραζόταν στην τεκμηρίωση ότι αυτός το είχε πλαστογραφήσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας απορρίψει ως ψευδή την εκδοχή του Εφεσείοντα ότι ο Δ.Δ. και ο Γ.Δ. το υπόγραψαν στην παρουσία του, στο γκαράζ που διατηρούσε, κατάληξε ότι το ψεύδος του αναπόφευκτα οδηγούσε στην απόδειξη ότι γνώριζε ότι ήταν πλαστό.
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν ήταν αξιόπιστος είναι άτρωτη. Εδράζεται στην ανάλυση της μαρτυρίας του, μέσα από την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε ότι ήταν στοχευμένη στο να αναδείξει την εμπιστοσύνη, που κατά τον ίδιο, του είχε ο πατέρας των δύο αδελφών. Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ουσιώδη ασυνέπεια στην εκδοχή του Εφεσείοντα. Όταν ο Εφεσείων παρουσιάστηκε στο Κτηματολόγιο, ο πατέρας είχε ήδη ανακαλέσει οποιοδήποτε πληρεξούσιο του και ο Εφεσείων δεν μπορούσε με το πληρεξούσιο που κατείχε να μεταβιβάσει στο όνομα του από τα μερίδια του πατέρα στο κτήμα. Μεταβίβασε μερίδια που ανήκαν στα αδέλφια, που δεν ήταν τα πρόσωπα που τον περιβάλλαν με εμπιστοσύνη και ενώ ο πατέρας που, κατά τον ίδιο, τον εμπιστευόταν, είχε ανακαλέσει οιαδήποτε πληρεξούσια είχε δώσει. Γιατί ενήργησε έτσι, δεν θυμόταν να δώσει εξήγηση όταν ανακρίθηκε το 2014, ενώ κατά την παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα το 2020 υποστήριξε ότι αυτή ήταν η εντολή του πατέρα, θέση που απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εκ των υστέρων σκέψη του.
Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ότι δηλαδή ο Εφεσείων είχε στην κατοχή του το πλαστογραφημένο πληρεξούσιο και το παρουσίασε στο Κτηματολόγιο, η απόρριψη της θέσης του ως προς τις συνθήκες που υπογράφτηκε και περιέπεσε στην κατοχή του, δικαιολογούσαν και υπαγόρευαν το πρωτόδικο εύρημα ότι γνώριζε ότι το πληρεξούσιο ήταν πλαστό. Κατά συνέπεια, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Προχωρούμε στο λόγο έφεσης 4, με τον οποίο προσβάλλονται οι καταδίκες του Εφεσείοντα ως εσφαλμένες γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία του Χ.Χ. Ο Χ.Χ. μαρτύρησε ότι ήταν το πρόσωπο που, χρησιμοποιώντας τυποποιημένα γενικά πληρεξούσια έγγραφα, ιδιοχείρως συμπλήρωσε τα απαραίτητα στοιχεία τόσο επί ενός πληρεξουσίου με το οποίο τα αδέλφια πληρεξουσιοδοτούσαν τον πατέρα τους, όσο και επί του επίδικου πληρεξουσίου. Αμφότερα είχε ετοιμάσει, μετά από παράκληση του Εφεσείοντα, θέση την οποία αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως και ότι ο Χ.Χ. τα είχε συμπληρώσει ιδιοχείρως. Εκείνο το οποίο δεν αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και απέδωσε σε προσπάθεια του μάρτυρα να βοηθήσει τον Εφεσείοντα, ήταν ότι τόσο για το πρώτο την 16.5.2007, όσο και για το επίδικο την επομένη, 17.5.2007, είχε μεταβεί στο γκαράζ του Εφεσείοντα και τα συμπλήρωσε στην παρουσία των αδελφών και του πατέρα τους και ότι στην τελευταία περίπτωση εξήγησε στα αδέλφια το εύρος της εξουσίας που έδιναν στον Εφεσείοντα ως πληρεξούσιο τους.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει στην πιο πάνω έκταση τη μαρτυρία του Χ.Χ. εδραζόταν σε εύστοχες επισημάνεις που την δικαιολογούσαν απόλυτα. Η παρουσία του Χ.Χ., ενός φαινομενικά ανεξάρτητου προσώπου, στο γκαράζ του Εφεσείοντα, να επιμαρτυρεί τη διάθεση των αδελφών να διορίσουν τον Εφεσείοντα ως αντιπρόσωπο τους, ήταν μαρτυρία πολύ σημαντική για την υπεράσπιση. Εντούτοις, ο Εφεσείων ουδέποτε αναφέρθηκε σε αυτή, αλλά ούτε και κατά την παρουσία του Γ.Δ. ή του Δ.Δ. στο εδώλιο του μάρτυρα τους υποβλήθηκε ότι συνέβησαν τέτοια περιστατικά ή ότι συνάντησαν ποτέ τον Χ.Χ. (Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 590 και Τάκη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599, 609). Επομένως, ο λόγος έφεσης 4 επίσης απορρίπτεται.
Αφήσαμε τελευταίο το λόγο έφεσης 3, που αφορά στην Κατηγορία 4 μόνο. Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα καταδίκασε τον Εφεσείοντα για δόση ψευδούς όρκου, ως αποτέλεσμα του ότι εσφαλμένα δεν βασίστηκε στη δική του μαρτυρία. Ο λόγος περιορίζεται στο ότι η δήλωση του δεν περιείχε ψεύδος.
Στην Υπεύθυνη Δήλωση την οποία ο Εφεσείων υπόγραψε ενώπιον της αρμόδιας κτηματολογικής λειτουργού αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι ο Εφεσείων είχε συνεχή επικοινωνία με τους αντιπροσωπευόμενους, δηλαδή τα αδέλφια και ότι ήταν σε γνώση των τελευταίων η σκοπούμενη δικαιοπραξία. Ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ήταν ότι ενημέρωνε τον πατέρα τους που, υπενθυμίζει, δεν είχε κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Η θέση του Εφεσείοντα είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποτέλεσμα του ευρήματος του περί αναξιοπιστίας του. Αποδεχτή είχε γίνει η θέση των δύο αδελφών ότι καμιά γνώση δεν είχαν για την επίδικη μεταβίβαση. Στις περιστάσεις της υπόθεσης και εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η μεταβίβαση έγινε με τη χρήση πλαστού πληρεξουσίου και σε γνώση του Εφεσείοντα, θα ήταν εκτός λογικής η αποδοχή της θέσης περί ενημέρωσης των αδελφών με οποιοδήποτε τρόπο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ψευδορκίας όπως καθορίζονται στο άρθρο 110 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 117, κατέληξε ότι θα έπρεπε να είχε αποδειχτεί ότι ο Εφεσείων προέβηκε σε δήλωση ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να τη δεχτεί, όπως ήταν η κτηματολογική λειτουργός, ότι η δήλωση έγινε με πρόθεση, ότι αυτή ήταν ψευδής, ότι ο Εφεσείων γνώριζε ότι ήταν ψευδής και ότι η δήλωση ήταν ουσιώδης για το σκοπό που έγινε. Ορθά κατέληξε ότι όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ικανοποιούνταν και καταδίκασε τον Εφεσείοντα στη σχετική κατηγορία. Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 3.
Στο διάγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσείοντα εγείρεται και ζήτημα παράβασης των Συνταγματικών του δικαιωμάτων, λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης. Στα χρονολογικά περιστατικά της υπόθεσης αναφερόμαστε πιο κάτω στα πλαίσια της εξέτασης των λόγων έφεσης που αφορούν την ποινή. Αυτό που σε σχέση με τις καταδίκες του διαπιστώνουμε, είναι ότι δεν εγείρεται με κανένα από τους λόγους έφεσης τέτοιο ζήτημα και επομένως δεν μπορεί να εξεταστεί.
Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Ο Εφεσείων προσβάλλει και τις ποινές που του επιβλήθηκαν με τέσσερεις εκ νέου αριθμημένους λόγους έφεσης. Είναι πρόσφορο να εξεταστούν πρώτα οι λόγοι έφεσης κατά της ποινής 3 και 4, που αφορούν την ποινή στην Κατηγορία 4 και τη βάση που αυτή επιμετρήθηκε.
Ο Εφεσείων παραπονείται ότι η ποινή που του επιβλήθηκε στην Κατηγορία 4 ήταν έκδηλα υπερβολική και δυσανάλογη σε σχέση με τη μέγιστη προβλεπόμενη στο Νόμο, που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν επτά αντί δύο χρόνια φυλάκιση. Περαιτέρω, ότι κατ' ακολουθία, το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε την The Attorney General v. Stavridou (1962) 1 C.L.R. 220 που αφορούσε αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 110 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι και επτά χρόνια.
Η Κατηγορία 4 εδραζόταν στο άρθρο 117[2] του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, που κατατάσσει το αδίκημα ως πλημμέλημα, χωρίς να προβλέπει την ποινή, με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται η γενική ποινή για πλημμελήματα σύμφωνα με το άρθρο 35,[3] δηλαδή φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και πρόστιμο. Τα άρθρα 117 και 35 του Κεφ.154 ήταν και τα μόνα που αναφέρονταν στην «Έκθεση Αδικήματος» της Κατηγορίας 4. Ήταν επομένως πρόδηλο ότι η μέγιστη ποινή φυλάκισης που θα μπορούσε να επιβληθεί για το αδίκημα της Κατηγορίας 4 ήταν δύο χρόνια.
Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα αποδέχεται ότι το άρθρο 111 δεν εμπλέκεται και υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το ενέπλεξε.
Και όμως. Αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ποινή ότι: «Το δεύτερο αδίκημα για το οποίο ο [Εφεσείων] έχει κριθεί ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία είναι το αδίκημα του άρθρου 117 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Η προβλεπόμενη ποινή, αναφέρεται στο άρθρο 11[1] είναι ποινή φυλάκισης μέχρι επτά χρόνια. Το ύψος και μόνο της ποινής του αδικήματος αυτού, σφραγίζει και τη σοβαρότητά του».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε το λεκτικό του άρθρου 117, που παραπέμπει στο άρθρο 110[4] σε σχέση με κάποια από τα συστατικά του στοιχεία και υπέπεσε σε σφάλμα. Ενώ λοιπόν όταν ο ψευδής όρκος ή διαβεβαίωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 110, δίνεται σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης της, τιμωρείται στη βάση του άρθρου 111[5] με ποινή φυλάκισης μέχρι επτά χρόνια, όταν δίνεται «ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο ή να δεχτεί δήλωση» τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και πρόστιμο.
Ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης προσέγγισης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέτρησε την ποινή για την Κατηγορία 4 στη βάση ότι η μέγιστη προβλεπόμενη στο νόμο ήταν επτά αντί δύο χρόνια φυλάκιση και επέβαλε στον Εφεσείοντα στην κατηγορία αυτή ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 κατά της ποινής επιτυγχάνουν. Η επιβληθείσα ποινή στην Κατηγορία 4 θα πρέπει να παραμεριστεί. Συμπλέκεται στη συνέχεια και ο λόγος έφεσης 1 κατά της ποινής, που αφορά και στις δύο κατηγορίες.
Είναι, κατά τον Εφεσείοντα έκδηλα υπερβολικές και δυσανάλογες για τα αδικήματα στα οποία καταδικάστηκε, τις περιστάσεις τους και την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη τους. Στην αιτιολογία του λόγου αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την ηλικία του Εφεσείοντα, το λευκό του ποινικό μητρώο και τις συνέπειες στον ίδιο και τη σύζυγο του. Αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα εσφαλμένης άσκησης διακριτικής ευχέρειας χαρακτηρίζεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές. Ο λόγος έφεσης 2 κατά της ποινής περιορίζεται στην επιβληθείσα στην Κατηγορία 2, την οποία προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική σε συνάρτηση με τη μέγιστη προβλεπόμενη των τριών χρόνων.[6]
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας καθοδήγηση από τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική, «Sentencing in Cyprus», 2η Έκδ., 2007, 144-5, ότι το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου τιμωρείται κατ΄ανάλογο τρόπο με την πλαστογραφία και ότι αδικήματα αυτής της φύσης τιμωρούνται συνήθως με φυλάκιση, κατέληξε ότι τέτοια έπρεπε να ήταν και η ποινή του Εφεσείοντα. Οι αδικοπραγίες του ενείχαν το στοιχείο της εξαπάτησης των αρχών του κράτους προς εξυπηρέτηση των ιδιοτελών του σκοπών και την απόκτηση περιουσιακού οφέλους μεγάλης αξίας.
Τα αδικήματα που διέπραξε ο Εφεσείων εμπλέκουν τις διαδικασίες του Κτηματολογίου, θεσμού ο οποίος τυγχάνει μεγάλης εμπιστοσύνης από την κυπριακή κοινωνία. Τέτοιες αδικοπραγίες υπομονεύουν και μολύνουν το σύστημα. Αδικήματα όπου η κυκλοφορία πλαστού εγγράφου στοχεύει στην εξαπάτηση του Κτηματολογίου με απώτερο σκοπό τη μεταβίβαση περιουσίας με δόλιο τρόπο είναι πολύ σοβαρά.
Στην Ioannou v. The Police (1985) 2 C.L.R. 14, ο εφεσείων επισκέφθηκε δικηγόρο και του παρουσίασε πρωτότυπο πωλητηρίου εγγράφου με το οποίο οι γονείς του φέρονταν να του πωλούσαν συγκεκριμένη περιουσία. Ζήτησε από το δικηγόρο να το καταθέσει στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, όπως και έγινε. Στη συνέχεια ζήτησε από το δικηγόρο να τον συνοδεύσει και να του προσφέρει υπηρεσίες στην προσπάθεια του να πωλήσει σε τρίτο πρόσωπο το δικαίωμα του. Όταν ο δικηγόρος πληροφορήθηκε ότι οι γονείς του εφεσείοντα δεν του είχαν πωλήσει την περιουσία και διαπιστώθηκε ότι το πωλητήριο ήταν πλαστό, πληροφόρησε σχετικά τον εφεσείοντα, που το απέσυρε αμέσως από το Κτηματολόγιο. Μετά από ακρόαση, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, ότι πλαστογράφησε το πωλητήριο και το κυκλοφόρησε. Ήταν νυμφευμένος, πατέρας τεσσάρων ανήλικων παιδιών και ο μόνος οικονομικός υποστηρικτής της οικογένειας του. Η σύζυγος του ήταν έγκυος και έχασε το παιδί 15 μέρες πριν από τη δίκη.
Η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που του επιβλήθηκε πρωτόδικα μειώθηκε σε οκτώ μήνες. Σημειώθηκε ότι δεν θα ήταν υπερβολική για τα αδικήματα που καταδικάστηκε ο εφεσείων και που χρήζουν βαριών ποινών, όμως υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στη δίωξη του.
Στη Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, που αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο εφεσείων συνεργαζόμενος με κάποια γυναίκα η οποία πλαστοπροσώπησε την παραπονούμενη, απέκτησε πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο το οποίο κυκλοφόρησε και πώλησε οικία της παραπονούμενης αποσπώντας το ποσό των £100.000. Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων μειώθηκε από το Εφετείο στα οκτώ χρόνια. Η παρέλευση πέντε χρόνων από τη διάπραξη των αδικημάτων φαίνεται να ήταν ο κυρίαρχος παράγοντας που οδήγησε στη μείωση της ποινής, πέραν του γεγονότος πως δεν είχε διωχθεί η συνεργάτιδα του εφεσείοντα.
Παρά το ότι η Βασιλείου αφορούσε πλαστογραφία πληρεξουσίου εγγράφου, αδίκημα που τιμωρείται από το άρθρο 336 με δια βίου φυλάκιση, ενώ στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή έχει το άρθρο 335, η επιβολή ποινής πολυετούς φυλάκισης καταδεικνύει την προσέγγιση των Δικαστηρίων σε τέτοιου είδους αδικήματα και εύστοχα μνημονεύτηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Είναι δεδομένο ότι οφείλουμε να παρέμβουμε για τη μείωση της ποινής που επιβλήθηκε στην Κατηγορία 4. Η ποινή πρέπει να είναι μικρότερη από την ποινή που επιβλήθηκε στην Κατηγορία 2, που αφορά τον πυρήνα της αδικοπραγίας και χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του Εφεσείοντα. Θα πρέπει, επομένως, να εξετάσουμε κατά πόσο η ποινή φυλάκισης για 12 μήνες που επιβλήθηκε στην Κατηγορία 2 είναι έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Δεν μας διαφεύγει η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώριση και διεκπεραίωση της παρούσας υπόθεσης, αφότου οι άνομες ενέργειες του Εφεσείοντα έγιναν αντιληπτές από τους παραπονούμενους όταν επισκέφθηκαν την Κύπρο το 2014. Η υπόθεση καταχωρίστηκε το Μάϊο του 2016 και η ακροαματική διαδικασία άρχισε μόλις το Μάρτιο του 2020. Η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε το Νοέμβριο του 2020, ενώ η ποινή επιβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2021.
Λαμβάνοντας υπόψη την καθυστέρηση στην καταχώριση και διεκπεραίωση της υπόθεσης, το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα, σήμερα ηλικίας 60 χρόνων, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, με ιδιαίτερη αναφορά στα προβλήματα υγείας της συζύγου του, όπως αναφέρθηκαν και καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, κρίνουμε ωστόσο ότι η ποινή φυλάκισης για 12 μήνες που του επιβλήθηκε δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική. Ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αδικαιολόγητα επιεικής εάν δεν υπήρχε ο παράγοντας καθυστέρηση. Περαιτέρω, κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης ήταν ορθή, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Εφεσείων κανένα διάβημα δεν είχε λάβει για να διορθώσει το αποτέλεσμα της παρανομίας του και δεν επέστρεψε το ακίνητο στους παραπονούμενους. Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 κατά της ποινής απορρίπτονται.
Η ποινή στην Κατηγορία 4 ακυρώνεται και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 9 μηνών, η οποία διατάσσεται να συντρέχει με την ποινή που επιβλήθηκε στην Κατηγορία 2, η οποία επικυρώνεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
[1] 339.- Όποιος γνωρίζει και θέτει με δόλιο τρόπο σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε πλαστογραφήσει το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος.
[2] 117.- Όποιος ορκίζεται με ψευδή όρκο ή προβαίνει σε ψευδή βεβαίωση ή δήλωση ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο ή να δεχτεί δήλωση υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε αν ο ψευδής όρκος δινόταν ή η ψευδής δήλωση γινόταν σε δικαστική διαδικασία θα ισοδυναμούσε με ψευδορκία, είναι ένοχος πλημμελήματος.
[3] 35.- Όταν στον Κώδικα αυτό δεν προβλέπεται ειδικά ποινή για οποιοδήποτε πλημμέλημα, τα πλημμελήματα τιμωρούνται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες, ή και με τις δύο αυτές ποινές.
[4] 110.-(1) Όποιος γνωρίζει ότι προβαίνει σε ψευδή κατάθεση σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, που αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται ψευδορκία.
Είναι αδιάφορο κατά πόσο-
- η κατάθεση δόθηκε με όρκο ή με οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαβεβαίωση, ή
- οι τύποι και η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επαγωγή του όρκου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δέσμευση αυτού που καταθέτει να πει την αλήθεια, αν συναίνεσε στη χρήση τους, ή
- η ψευδή κατάθεση δόθηκε προφορικά ή γραπτά, ή
- το Δικαστήριο ήταν συγκροτημένο κανονικά ή συνήλθε στον αρμόζοντα τόπο, αν αυτό ενεργεί πράγματι ως Δικαστήριο στη διαδικασία κατά την οποία δόθηκε τέτοια κατάθεση, ή
- αυτός που καταθέτει ήταν ικανός μάρτυρας ή όχι, ή κατά πόσο η κατάθεση ήταν αποδεκτή σε αυτή τη διαδικασία.
[5] 111.- Όποιος διαπράττει το ποινικό αδίκημα της ψευδορκίας ή της πρόκλησης σε ψευδορκία, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα επτά χρόνια.
[6] 339.- Όποιος γνωρίζει και θέτει με δόλιο τρόπο σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε πλαστογραφήσει το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος.
335.- Όποιος πλαστογραφεί έγγραφο είναι ένοχος ποινικού αδικήματος το οποίο, εκτός αν προνοείται διαφορετικά, είναι κακούργημα, αυτός δε υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων, εκτός αν λόγω των περιστατικών της πλαστογραφίας ή της φύσης του πλαστογραφημένου, προβλέπεται κάποια άλλη ποινή.