ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B359
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 189/2019
20 Οκτωβρίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Α. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείοντας
- v -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-----------------
Παναγιώτης Χ"Παναγιώτου, Για τον Εφεσείοντα
Αργυρούλλα Παντελή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, Για την εφεσίβλητη
-----------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: Ο εφεσείων, κατόπιν ακρόασης, κρίθηκε ένοχος στην πρώτη κατηγορία, από τις τέσσερις που αντιμετώπιζε αρχικά, στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 6209/2019 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, δηλαδή της απαίτησης περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή κατά παράβαση του άρθρου 290 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154 και του επιβλήθηκε η ποινή φυλάκισης εννιά μηνών. Το αδίκημα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διαπράχθηκε μεταξύ των ημερομηνιών 1/2/2019 και 25/6/2019 στη Λάρνακα σε βάρος του Παραπονούμενου.
Στην δεύτερη κατηγορία απαλλάχθηκε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο στις δε τρίτη και τέταρτη που αφορούσαν σε κλοπή κεφαλαίων τα οποία κατέχοντο δυνάμει εντολής και σε απειλή βιαιοπραγίας αντίστοιχα, για τις οποίες επίσης διεξήχθηκε η ακρόαση, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.
Ο εφεσείων θεώρησε εσφαλμένη τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε, τις οποίες προσέβαλε με την υπό κρίση έφεση με δύο λόγους. Με την απόσυρση του λόγου κατά της ποινής κατά το στάδιο της ακρόασης παρέμεινε μόνο εκείνος που αφορά στην καταδίκη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας έκρινε αξιόπιστο τον Παραπονούμενο και κατέληξε στα εξής ευρήματα με τη χρονολογική σειρά που έλαβαν χώρα, τα οποία καταγράφουμε αυτούσια για σκοπούς καλύτερης κατανόησης ενόψει της πολυπλοκότητας τους:
«Το έτος 2018 συνεργάστηκε ο Παραπονούμενος, με κάποιο πρόσωπο επ' ονόματι Γ. Εσκαντάρ, λιβάνιος στην καταγωγή ιδιοκτήτης της εταιρείας G.A.C. Heating and Cooling Services Ltd. Από τη συνεργασία τους αυτή ο Παραπονούμενος του εξόφλησε το μεγαλύτερο μέρος της οφειλής ωστόσο ο Παραπονούμενος παρέμεινε να οφείλει στην προαναφερθείσα εταιρεία συμφερόντων του Γ. Εσκαντάρ το ποσό των €6.000.-
Στις 18/12/18 έγινε η τελευταία πληρωμή από τον Παραπονούμενο στον Εσκαντάρ.
Ο Κατηγορούμενος συναντήθηκε με τον Εσκαντάρ. Του ανέφερε το πρόβλημα που είχε με την είσπραξη του οφειλομένου από τον Παραπονούμενο ποσού. Ο κατηγορούμενος ανέλαβε για λογαριασμό του Εσκαντάρ να εισπράξει το ποσό από τον Παραπονούμενο. Συνακόλουθα δόθηκαν στον Κατηγορούμενο οι αποδείξεις που είχε στο αυτοκίνητο του Εσκαντάρ μεταξύ αυτών και η απόδειξη Τεκμήριο 5 η οποία αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 6 ήτοι του μπλοκ αποδείξεων που παρέδωσε ο Εσκαντάρ στον ΜΚ2. Με βάση τη μαρτυρία που προσκομίστηκε δεν μπορώ παρά να καταλήξω ότι έγινε οιαδήποτε συμφωνία για να δώσει ο Εσκαντάρ χρήματα στον Κατηγορούμενο για τη βοήθεια του.
Αρχές Φεβρουαρίου του 2019: Ο Παραπονούμενος δέχθηκε τηλεφώνημα από τον Κατηγορούμενο για να εξοφλήσει το ποσό που όφειλε στον Γ. Εσκαντάρ. Ο Κατηγορούμενος είπε στον Παραπονούμενο ότι ονομάζεται Α. Αράπης, ότι αγόρασε το χρέος του προς τον Εσκαντάρ και ότι θα έρχεται να εισπράττει. Έκτοτε ο Κατηγορούμενος άρχισε να τηλεφωνεί στον Παραπονούμενο καθημερινά από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ από διάφορους αριθμούς τηλεφώνου λέγοντας του ότι «αν δεν του ΄εδινε τα λεφτά «θα έχε πρόβλημα». Άλλη φορά του είπε «αν βρει τα αυτοκίνητα του καμένα να μην πει ότι είναι αυτός» Του έλεγε επίσης ότι θα πάει στο σπίτι του «με τα κοπέλια του» και αν θέλει ας μην πληρώσει και θα τον κανονίσουν. Σε άλλη περίπτωση του έλεγε «κανόνισμου» ριάλια και εννά έρτω έσσο σου απόψε».
Τέλος Απριλίου Ο παραπονούμενος με τον Κατηγορούμενο έκλεισαν ραντεβού σε χώρο στάθμευσης. Στο ραντεβού πήγε ο κατηγορούμενος μαζί με δύο γεροδεμένα άλλα πρόσωπα που τον συνόδευαν. Του έδωσε €500 και ο Κατηγορούμενος του έδωσε απόδειξη €1.000.- της εταιρείας του Εσκαντάρ. Ο Κατηγορούμενος είπε στον παραπονούμενο ότι τα άλλα €500 θα τα έδιδε σε δέκα μέρες.
2 μέρες μετά την 1η συνάντηση τους, ο Κατηγορούμενος άρχισε και πάλι να τηλεφωνά και του αναφέρει ότι θα πάει σπίτι του με τα κοπέλια του και ότι αν δεν πλήρωνε θα τον κανονίσει. Του τηλεφωνούσε καθημερινά περί τις 25 φορές τη μέρα.
Μετά από μια εβδομάδα Κατηγορούμενος και Παραπονούμενος διευθέτησαν ραντεβού σε άλλο χώρο στάθμευσης στον οποίο μετέβη κάποιος Ανδρέας από την Πύλα και όχι ο Κατηγορούμενος. Το πρόσωπο αυτό του ανέφερε ότι ο Αράπης ήταν στα κατεχόμενα. Ο παραπονούμενος κατέβαλε το ποσό των €300 χωρίς να του δοθεί απόδειξη.
2 μέρες μετά τη 2η συνάντηση τους, ο Κατηγορούμενος άρχισε και πάλι να τηλεφωνά ενώ γινόταν πιο έντονος ένεκα του ότι ο Παραπονούμενος καθυστερούσε στην καταβολή ποσών.
Στις 20/5/2019 περί τις 18.00 στον δρόμο του σπιτιού του Παραπονούμενου που καταλήγει σε αδιέξοδο, εμφανίστηκε ο Κατηγορούμενος ως συνοδηγός εντός ενός οχήματος μαζί με άλλα πρόσωπα. Σταμάτησε έξω από το σπίτι του Παραπονούμενου και τον ρώτησε πότε θα του δώσει τα χρήματα.
Μια βδομάδα μετά ο Κατηγορούμενος επανεμφανίστηκε στο ίδιο σημείο με άλλο όχημα. Ζήτησε από τον Παραπονούμενο χρήματα «έστω €100,-. Ο μάρτυς του απάντησε ότι δεν θα του δώσει και ο Κατηγορούμενος του είπε «θα τα ξαναπούμε και του είπε να του δίνει χρήματα για να μην ασχημύνουν τα πράγματα».
Στις 27/05/19 υπήρξε άλλη μια συνάντηση σε άλλο χώρο στάθμευσης όπου ο Παραπονούμενος, έδωσε ξανά στον Κατηγορούμενο €200.
2 μέρες μετά και την 3η συνάντηση ο Παραπονούμενος ξαναδέχτηκε τηλεφωνήματα και απειλές.
Στις 3/06/19 ξανασυναντήθηκαν στο ίδιο τελευταίο χώρο στάθμευσης με τον Κατηγορούμενο οπόταν και του έδωσε άλλα €200.-
Στις 14/06/19 μετά από νέες απειλές, ο Παραπονούμενος έδωσε άλλα €100.- στον ίδιο χώρο στάθμευσης.
2 μέρες μετά και την 3η συνάντηση πάλι μέρες ξανάρχισαν τα τηλεφωνήματα από διάφορους αριθμούς ο Παραπονούμενος σταμάτησε ωστόσο να απαντά στα τηλέφωνα.
Στις 26/06/19 στις 00.01 ο Παραπονούμενος προσέφυγε στην Αστυνομία όπου και προέβη σε καταγγελία.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ο Κατηγορούμενος τηλεφωνούσε στον Παραπονούμενο αφού ο ίδιος ο Παραπονούμενος τη μαρτυρία του οποίου αποδέχτηκα επιβεβαιώνει ότι η φωνή που άκουγε στο τηλέφωνο ήταν του Κατηγορούμενου τον οποίο μάλιστα συνάντησε και κατ' ιδίαν. Επί τούτου του τελευταίου άλλωστε δεν αντεξετάστηκε, ότι δηλαδή είχε προσωπικές συναντήσεις με τον Κατηγορούμενο σε χώρους στάθμευσης καταστημάτων.
Προβαίνω επίσης σε εύρημα ότι οι αποδείξεις που δόθηκαν προς τον Παραπονούμενο αφορούσαν σε ποσό €1.000.- έκαστη ήτοι €2.000.- σύνολο και ενώ ο Παραπονούμενος είχε δώσει στον Κατηγορούμενο μόνο €1.300-. Αυτές έφεραν το λογότυπο της εταιρείας του Γ. Εσκαντάρ και η υπογραφή σε αυτές φαίνεται να ήταν του ιδίου αυτού προσώπου. Ο Παραπονούμενος έλαβε αυτές κατόπιν απαίτησης του προκειμένου να υπάρχει απόδειξη ότι κατέβαλε κάποια χρήματα. Η πρώτη απόδειξη εξοφλήθηκε ενώ για τη δεύτερη απόδειξη υπολείπεται ποσό €700.-. Οι σημειώσεις επί της αποδείξεως αρ. 5 έγιναν από τον Παραπονούμενο.
Εύρημα μου είναι επίσης ότι η όλη συμπεριφορά του Κατηγορουμένου προκάλεσε φόβο στον Παραπονούμενο ότι ο Κατηγορούμενος μπορούσε να βλάψει τον ίδιο και την οικογένεια του εάν δεν του έδιδε τα χρήματα. Επί τούτου σχετικές είναι οι αναφορές που γίνονται κατωτέρω στο Κεφάλαιο της παρούσης υπό τον τίτλο «Συμπεράσματα».»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του και μετά από τη δέουσα καταγραφή της νομικής πτυχής της πρώτης κατηγορίας, παραπέμποντας σε Αγγλική και Κυπριακή νομολογία και σε συγγράμματα, έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αφορούσε η κατηγορία αυτή στην οποία και καταδίκασε τον εφεσείοντα.
Με το μοναδικό λόγο έφεσης εισηγείται ο εφεσείων ότι εσφαλμένα κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα του άρθρου 290 του ΚΕΦ. 154 εφόσον δεν είχε αποδειχθεί ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και συγκεκριμένα εκείνο της κλοπής. Ουσιαστικά βασίζει την εισήγηση του σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος ότι η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου βρίσκεται σε αντίθεση με άλλες διαπιστώσεις του, αφ' ενός μεν με αυτή της ενδιάμεσης απόφασης του ημερομηνίας 8/10/2019 ότι ο Κατηγορούμενος δεν αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος αφού «ο Παραπονούμενος - ΜΚ4 για αυτή την κατηγορία κατέβαλε το ποσό έναντι αποδείξεως είσπραξης έναντι οφειλής η οποία οφειλή δημιουργήθηκε με τον Εσκαντάρ» και αφ' ετέρου με εκείνη της προσβαλλόμενης απόφασης ότι «ενυπήρχε νομική υποχρέωση του παραπονούμενου να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια και αυτή δεν ήταν άλλη από την καταβολή χρημάτων στον Εσκαντάρ.»
Ο δεύτερος ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την θέση του εφεσείοντα ότι η είσπραξη του ποσού για το οποίο δόθηκε απόδειξη, ήταν αποτέλεσμα καλόπιστης αξίωσης ενόψει του χρέους του Παραπονούμενου προς τον Εσκαντάρ.
Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης στο δικό της διάγραμμα είναι ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και ευρημάτων του ότι είχαν στοιχειοθετηθεί πλήρως όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας εξού και τον έκρινε ένοχο.
Έχουμε εξετάσει με τη δέουσα προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το φως της νομολογίας και των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και εισηγήσεων σε συνάρτηση με τα πρακτικά στα οποία έχουμε ανατρέξει.
Κατ' αρχάς σημειώνουμε ότι με την υπό κρίση έφεση δεν προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το μοναδικό ερώτημα που αναδύεται προς απάντηση είναι κατά πόσο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη βάση των ευρημάτων του ότι είχε αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της κλοπής απορρίπτοντας την εισήγηση του εφεσείοντα περί καλόπιστης αξίωσης δικαιώματος.
Το άρθρο 290 του Ποινικού Κώδικα επί του οποίου βασίζεται η κατηγορία προνοεί τα εξής:
«Απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό κλοπής
290. Όποιος με σκοπό κλοπής πολύτιμου πράγματος απαιτεί αυτό από άλλο, με απειλές ή βία, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»
Το άρθρο αυτό, που είναι παρόμοιο με το άρθρο 30 του Larceny Act 1916 της Αγγλίας, έτυχε ανάλυσης στην Τούμπας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 430, η οποία συνόψισε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 290 στο ότι αυτό συντελείται όταν ο δράστης με πρόθεση να κλέψει ένα πολύτιμο πράγμα από άλλο πρόσωπο, αποκτά τούτο με βία ή απειλές.
Παραθέτουμε επίσης το άρθρο 255 του ΚΕΦ. 154 που αναφέρεται στο αδίκημα της κλοπής, επί του οποίου ο εφεσείων στηρίζει την εισήγηση του:
«255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την εισήγηση της υπεράσπισης ότι στην παρούσα περίπτωση δεν τίθετο θέμα κλοπής, προτάσσοντας την θέση περί καλόπιστης αξίωσης δικαιώματος, έκρινε ότι οι συνθήκες αποκόμισης του ποσού απέκλειαν την επίκληση καλόπιστης αξίωσης.
Παραθέτουμε κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για να διαφανεί το σκεπτικό του Δικαστηρίου απόρριψης της εισήγησης:
«Στην παρούσα υπόθεση η πλευρά της Υπεράσπισης προέβαλε ότι εφόσον το ποσό αυτό οφειλόταν στον Εσκαντάρ και αναγνωρίζεται τούτο από τον Παραπονούμενο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πραγματώθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που προσάπτεται στον Κατηγορούμενο. Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κατηγορουμένου θα πρέπει να πω ότι δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση. Καταρχήν μια τέτοια κατάληξη θα οδηγούσε σε περίεργα μονοπάτια, εκτός του σκοπού του Νόμου αλλά και γενικά της έννομης τάξης. Υπάρχουν διαδικασίες στα πλαίσια των οποίων ο οιοσδήποτε δανειστής μπορεί να αξιώσει τα χρήματα του. Η εκτός της γραμμής του Νόμου οδός, με διενέργεια ποινικά κολάσιμων πράξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε αξίωση καταβολής του οφειλομένου ποσού καλή τη πίστη. Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα Russel on Crime 12η Έκδοσης, σελ. 1023 2ος τόμος όπου αναλύεται η έννοια του «Claim of Right» στα πλαίσια της LANCERY ACT 1916: Η ερώτηση που πρέπει να κρίνεται σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας για την ύπαρξη καλής πίστης είναι το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος είχε ειλικρινή πεποίθηση ότι είχε δικαίωμα να λάβει το πολύτιμο αγαθό υπό τις περιστάσεις και τον τρόπο που το πήρε.
Καταγράφεται στο σύγγραμμα:
«The question therefore to be decided is whether the prisoner had an honest belief in the existence of his right to take the goods in the manner and circumstance in which he did take them. It is in each case a matter of evidence whether the bonna fide so taken or with a thievish an felonious indent."
Θα πρέπει να εξετάζεται όχι μόνο κατά πόσο ο Κατηγορούμενος πίστευε ότι είχε δικαίωμα το οποίο του πιστώθηκε από τον Εσκαντάρ να πάρει τα χρήματα που οφείλονταν από τον Κατηγορούμενο αλλά θα πρέπει να εξεταστεί και ο τρόπος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τα πήρε. Στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί παρά να υπάρξει κατάληξη ότι ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα χρήματα εισπράττοντας έναντι της οφειλής του Παραπονουμένου προς τον Εσκαντάρ, ο τρόπος που αποκομίστηκαν επουδενί δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε καλή τη πίστη αλλά τουναντίον κακόπιστα και δολίως. ΟΙ προβολές ότι εάν δεν κατέβαλε τα χρήματα θα έκαιγαν αυτοκίνητα ή θα πήγαιναν στο σπίτι του, δεν μπορεί παρά να θεωρεί έκνομες κατά τρόπο ώστε να μπορεί να αποδοθεί και καταλογισμός στον Κατηγορούμενο ότι κακόπιστα επεδίωξε με απειλές να αποσπάσει χρήματα είτε για τον ίδιο είτε για τον Εσκαντάρ. Ακόμα και αν αυτά τα χρήματα λαμβάνονταν για λογαριασμό του Εσκαντάρ τούτο δεν αλλοιώνει την ουσία ότι δεν απαιτήθηκαν νομίμως.»
Στο σύγγραμμα Russel on Crime, 12η έκδ. Τόμος 2 σελ. 1023 στο οποίο παραπέμπει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, αναφέρεται επιπρόσθετα για το θέμα της αξίωσης δικαιώματος στη βάση του Αγγλικού άρθρου 30, ότι «what must be established is that the accused honestly believed he had the right to the goods away".
Η υπεράσπιση της «αξίωσης δικαιώματος με καλή πίστη» στα πλαίσια του άρθρου 30 του Larceny Act 1916 (αντίστοιχο του δικού μας 290) υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση R. v. Bernhard (1938) 2 All E. R. 140 όπου αποφασίστηκε ότι για να πετύχει η συγκεκριμένη υπεράσπιση δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η αξίωση είναι βάσιμη τόσο από νομική θεώρηση όσο και από τα γεγονότα της υπόθεσης. Είναι αρκετή η ύπαρξη ειλικρινούς πεποίθησης από τον κατηγορούμενο ότι είχε τέτοιο δικαίωμα.
Στη μεταγενέστερη αγγλική υπόθεση Regina n. Skivington (1967) 2 WLR 665, o κατηγορούμενος αντιμετώπιζε μεταξύ άλλων κατηγοριών, κατηγορία στη βάση του άρθρου 30. Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο κατηγορούμενος με την απειλή μαχαιριού απέσπασε από τον εργοδότη του τους μισθούς που κατ' ισχυρισμό οφείλοντο στον ίδιο και τη σύζυγο του, η οποία του είχε δώσει πληρεξούσιο να εισπράξει τα ποσά που της οφείλοντο. Η υπεράσπιση της «καλή τη πίστει αξίωσης δικαιώματος» που υπέβαλε, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η απόφαση κατά της καταδίκης εφεσιβλήθηκε και το Εφετείο έκρινε ότι η υπεράσπιση της καλόπιστης αξίωσης ετύγχανε εφαρμογής, εφόσον ό,τι απαιτείτο να αποδειχθεί ήταν μόνο η ειλικρινής πεποίθηση του κατηγορουμένου ότι είχε δικαίωμα είσπραξης των μισθών του και όχι επιπρόσθετα ότι είχε δικαίωμα είσπραξης τους με τον τρόπο που χρησιμοποίησε. Διαφώνησε δε με την αρχή που είχε τεθεί στο σύγγραμμα Russel on Crime, (ανωτέρω) που υποστήριζε το αντίθετο, ότι δηλαδή η ειλικρινής πεποίθηση δικαιώματος επεκτείνετο και στον τρόπο απόκτησης των μισθών τους, θεωρώντας την ως αυθαίρετο συμπέρασμα του συγγραφέα. Ενόψει της διαπίστωσης του αυτής το Εφετείο ακύρωσε την καταδίκη του κατηγορούμενου.
Σημειώνεται ότι και στις δύο πιο πάνω Αγγλικές αποφάσεις η υποβολή της υπεράσπισης της καλόπιστης αξίωσης δικαιώματος επί της περιουσίας, αφορούσε σε δικαίωμα των ίδιων των κατηγορουμένων (βλ. επίσης R. v. Hall (1828) 3 C & P 409 και R. v. Clayton (1920) 15 Cr. App. R. 45).
Αν και δεν τέθηκε πρωτόδικα μας απασχόλησε το θέμα κατά πόσο η επίκληση της συγκεκριμένης υπεράσπισης ήταν δυνατή στην περίπτωση του εφεσείοντα, εφόσον εδώ δικαίωμα επί του εισπραχθέντος ποσού είχε ο Εσκαντάρ και όχι ο εφεσείων.
Στην υπόθεση R. v. Knight & Roffey (1781) 2 East P.C. 510 που αφορούσε σε ληστεία, εξετάστηκε ακριβώς αυτό το σημείο και αποφασίστηκαν τα εξής:
«Where, after seizure of uncustomed goods, some persons broke at night into the house where they were deposited, with a design to retake them for the benefit of the former owner, it was held that any presumption of a felonious intent to steal, as laid in the indictment (which was for a burglary), was rebutted by the fact which the jury found, namely, that the prisoners intended to retake the goods on behalf of their former owner.»
Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη R. v. Williams (1962) WL 21810(1962).
Συνεπώς η επίκληση της υπεράσπισης της καλόπιστης αξίωσης στη βάση του άρθρου 255 του ΚΕΦ. 154 πρωτόδικα από τον εφεσείοντα, ασχέτως αν δεν είχε ο ίδιος κανένα δικαίωμα επί του ποσού που εισπράχθηκε, ενέπιπτε στις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου.
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίστηκε κυρίως στο απόσπασμα από το σύγγραμμα Russel on Crime, ανωτέρω, το οποίο έτυχε αρνητικής αντιμετώπισης στην υπόθεση Skivington, ότι δηλ. η ειλικρινής πεποίθηση αξίωσης δικαιώματος επί του ποσού που εισπράχθηκε από πλευράς εφεσείοντα, θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τον τρόπο και τις περιστάσεις που αυτό εισπράχθηκε, όπως και έπραξε, για να καταλήξει σε απόρριψη της σχετικής υπεράσπισης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Πρόκειται για προφανές νομικό σφάλμα το οποίο όμως έδρασε καταλυτικά στην τύχη της προβαλλόμενης υπεράσπισης του εφεσείοντα εξού και χρειάζεται η παρέμβαση μας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την εισήγηση θα έπρεπε να περιοριστεί σ' ό,τι είχε άμεση σχέση με την πεποίθηση του εφεσείοντα ως προς το δικαίωμα του Εσκαντάρ επί του εισπραχθέντος ποσού, χωρίς να λάβει υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εισπράχθηκε το ποσό.
Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης μας κρίνουμε ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να καταδικαστεί για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας. Ακυρώνουμε, συνεπώς, την καταδικαστική απόφαση και τη ποινή που του επιβλήθηκε.
Εξετάσαμε κατά πόσο, στη βάση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να προχωρήσουμε σε νέα καταδίκη του εφεσείοντα, κατόπιν εφαρμογής των εξουσιών που παρέχει στο Εφετείο το άρθρο 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 που προνοεί τα εξής:
«Εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση εφέσεων
145.-(1) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται-
(α) ..........................................
(β) ............................................
(γ) να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σε αυτό ποινή ανάλογα
(δ) ....................................................................................»
Από το κείμενο του πιο πάνω άρθρου προκύπτει ότι μετά την ακύρωση της καταδικαστικής πρωτόδικης απόφασης, η εξουσία του Εφετείου να προχωρήσει σε νέα καταδίκη του εφεσείοντα περιορίζεται μόνο σε καταδίκη για αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία και αφού πρώτα τροποποιηθεί το κατηγορητήριο ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458) και Issa and Another v. Republic (1989) 2 C.L.R. 39).
Επιβάλλεται επομένως να εξεταστεί κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85(4) του ΚΕΦ. 155 που προνοεί τα εξής:
Απόδειξη μέρους του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο ή ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται σε αυτά
(4) Αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν με αυτό δυσμενώς στην υπεράσπιση του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα, και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.»
Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85(4) έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Leonidou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 96 και είναι:
«(α) Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.
(β) Είναι αδύνατη η καταδίκη του κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
(γ) Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα ο κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου.
(δ) Η μεταβολή του κατηγορητηρίου δε θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπισή του.»
Εξετάσαμε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία, επαναλαμβάνουμε, δεν έχουν αμφισβητηθεί, σε συνάρτηση με τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας στα οποία έχουμε ανατρέξει. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για μεταβολή του κατηγορητηρίου από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα είχε αποδειχθεί η διάπραξη του αδικήματος της απειλής του άρθρου 91 Α του ΚΕΦ. 154, δεν ήταν δυνατή η καταδίκη χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, ενώ η ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό είναι φυλάκιση μέχρι 3 χρόνια ενώ για εκείνο που βρέθηκε πρωτόδικα ένοχος μέχρι 5 χρόνια. Σ' όσον αφορά την τελευταία προϋπόθεση, δηλ. του μη δυσμενούς επηρεασμού του εφεσείοντα στην υπεράσπιση του, από τα πρακτικά διαφαίνεται ότι ο ΜΚ3 αντεξετάστηκε εν εκτάσει ως προς τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απειλής και ιδιαίτερα της πρόκλησης τρόμου συνεπεία των απειλών, τις οποίες επίσης αμφισβητούσε, ο δε εφεσείων στην ανώμοτη του δήλωση αρνείτο απλά όλα όσα του καταλογίζοντο.
Παραθέτουμε το άρθρο 91Α:
«Απειλή
91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης των συστατικών στοιχείων της κατηγορίας στη βάση του άρθρου 290 διαπίστωσε, με αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα (βλ. R. v. Clear (1968) 1 All E. R. 74, Thorne v. Motor Trade Association (1937) A.C. 797, Blackstone (2003) παρ. Β5.88 σελ. 354 κ.ά.), ότι οι φράσεις που εκστόμισε ο εφεσείων υπό το πλέγμα των συνθηκών της υπόθεσης του προκάλεσαν φόβο που έγινε εντονότερος με την εμφάνιση του εφεσείοντα σπίτι του μαζί με άλλα πρόσωπα. Οι απειλές είχαν ως αποτέλεσμα την εξώθηση του ΜΚ3 να καταβάλει διάφορα χρηματικά ποσά στον εφεσείοντα κάτω ακριβώς από το καθεστώς φόβου.
Το ακριβές λεκτικό των απειλών και ότι αυτές προκάλεσαν φόβο στον ΜΚ3 συνιστούν και τα ευρήματα του Δικαστηρίου που καταγράψαμε ανωτέρω.
Στην υπόθεση Χριστίνα Καραπάσιη, Ποινική Έφεση 41/2014 ημερομηνίας, 24/1/2017, που αφορούσε σε παρόμοια γεγονότα, η κατηγορούμενη αντιμετώπιζε κατηγορία απειλής στη βάση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα και το πρωτόδικο Δικαστήριο τη βρήκε ένοχη στην κατηγορία του άρθρου 91(γ) που αφορά στο αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας, χωρίς να προβεί σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου προσθέτοντας τη συγκεκριμένη κατηγορία.
Στην έφεση που καταχωρήθηκε από πλευράς κατηγορούμενης, το Εφετείο ακύρωσε την καταδίκη και την ποινή αλλά προχώρησε σε νέα καταδίκη στη βάση του άρθρου 91Α ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 145(1)(γ) του ΚΕΦ. 155.
Στην παρούσα περίπτωση υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, ασκώντας τις εξουσίες μας σύμφωνα με το άρθρο 145(1)(γ) σε συνδυασμό με το άρθρο 85(4) του ΚΕΦ. 155 και έχοντας υπόψη τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως καταγράφονται στην απόφαση του, είμαστε ικανοποιημένοι ότι αποδείχθηκαν όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απειλής. Συνεπώς προβαίνουμε σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την προσθήκη νέας κατηγορίας 5 για το αδίκημα της απειλής, στη βάση του άρθρου 91Α του ΚΕΦ. 155 στην οποίαν και καταδικάζουμε τον εφεσείοντα.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.