ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Π. Χατζηπαναγιώτου, για τον Εφεσείοντα στην 120/2020. Γ. Αργυρού με Α. Τιμοθέου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-08-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SULEYMAN κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 120/2020, 122/2020, 11/8/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B286

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 120/2020

(Σχ. ΜΕ 122/2020)

 

 

11 Αυγούστου 2020

 

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

xxx SULEYMAN

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

---------------

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 122/2020

(Σχ. με 120/2020)

 

1.   xxx SZABINA

2.   xxx KUZNETSOVA

Εφεσείουσες

ΚΑΙ

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

---------------

 

Π. Χατζηπαναγιώτου, για τον Εφεσείοντα στην 120/2020.

Λ. Νεοφύτου για Τιμοθέου και Νεοφύτου, για τις Εφεσείουσες στην 122/2020.

Γ. Αργυρού με Α. Τιμοθέου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

--------------

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο παράπεμψε τους Εφεσείοντες και τους άλλους δύο συγκατηγορούμενους τους σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα συνεδριάσει την 2.9.2020 και διάταξε όπως όλοι παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τότε.  Η κράτηση των Εφεσείοντων, κρίθηκε επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της παρουσίας τους στη δίκη τους. 

 

Οι Εφεσείοντες και οι συγκατηγορούμενοι τους αντιμετωπίζουν αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη διαφόρων κακουργημάτων (κατηγορίες 1-6), συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (κατηγορία 7), παράνομης κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου τάξης Α με σκοπό την προμήθεια (κατηγορία 9), παραγωγής ή παρασκευής ελεγχομένου φαρμάκου τάξης Α (κατηγορία 10) και κατοχής πρόδρομων ουσιών (κατηγορία 11).  Η Εφεσείουσα 1 στην Έφεση 122/2020 (Κατηγορούμενη 2) κατηγορείται επίσης για τα αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχομένων φαρμάκων τάξης Α και Β (κατηγορίες 16 και 17), της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής (κατηγορία 24), της παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών (κατηγορία 25), της κατοχής σφαιριδίων αεροβόλου χωρίς άδεια (κατηγορία 26) και της κατοχής αντικειμένου κατασκευασμένου για την εκτόξευση επιβλαβούς αερίου (κατηγορία 27).  Η Εφεσείουσα 2 στην Έφεση 122/2020 (Κατηγορούμενη 3) αντιμετωπίζει επίσης το αδίκημα της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής της (κατηγορία 23).  Περαιτέρω, και οι τρεις Εφεσείοντες αντιμετωπίζουν ξεχωριστές κατηγορίες που αφορούν παραβιάσεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου (κατηγορίες 19-22).

 

Πρωταρχικό μέλημα του παραπέμποντος δικαστηρίου είναι να διασφαλιστεί η παρουσία του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο στον καθορισμένο χρόνο και τόπο για την εκδίκαση της υπόθεσης του.  Ο κίνδυνος μη προσέλευσης κατηγορούμενου κατά τη δίκη προκύπτει από τη σοβαρότητα του αδικήματος που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, την πιθανότητα καταδίκης του με βάση την υπάρχουσα μαρτυρία και την ποινή που δυνατό να του επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης.

 

Στην Θεοδωρίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139 τονίστηκε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, υπό την αίρεση πάντα της προσέγγισης ότι η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση με εγγύηση.  Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα ισχυριζόμενα αδικήματα διαδραματίζουν επίσης ρόλο στην κρίση του στοιχείου της μη προσέλευσης κατά τη δίκη (Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 144).  Άλλοι σχετικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι εκείνοι που συνδέονται με το χαρακτήρα του κατηγορούμενου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς αλλά και άλλων ειδών δεσμούς με την Κύπρο (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109) χωρίς όμως να αφήνονται να υπερφαλαγγίσουν το γενικό δημόσιο συμφέρον προς απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7).

 

Η απόφαση για την κράτηση προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα στην Έφεση 120/2020 (Κατηγορούμενο 5) με τέσσερεις λόγους έφεσης, που όπως προκύπτει από την αιτιολογία τους αφορούν στην ουσία το ίδιο ζήτημα.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε πραγματικά υπόψη ότι η περίπτωση του ως κύπριου υπηκόου διακρινόταν από τις περιπτώσεις των συγκατηγορούμενων του αλλοδαπών και αυθαίρετα και εσφαλμένα θεώρησε πως έχει δεσμούς με τα κατεχόμενα γιατί ο πατέρας του είναι τουρκοκύπριος ή με τρίτη χώρα γιατί η μητέρα του κατάγεται από την Ιορδανία.  Προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσης του στη δίκη και διατείνεται ότι θα έπρεπε να είχε αφεθεί ελεύθερος με όρους, ωστόσο δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε άλλη επιμέρους κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που προδιάγραψε το αποτέλεσμα.

 

Κατά τη συζήτηση της έφεσης ο δικηγόρος του Εφεσείοντα επεσήμανε ότι στις κατηγορίες 8 και 9, που αφορούν τα σοβαρά αδικήματα της κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου τάξης Α με σκοπό την προμήθεια, δεν αναφέρεται η ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας που υπήρχε στην υγρή και στη στερεά ουσία που αναφέρεται στις κατηγορίες.  Τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται με τους λόγους έφεσης και αναφέρουμε εκ προοιμίου πως δεν μπορεί να μας απασχολήσει.

 

Οι Εφεσείουσες στην Έφεση 122/2020 (Κατηγορούμενες 2 και 3) προσβάλλουν την απόφαση για την κράτηση τους με ένα μόνο λόγο έφεσης που αφορά στη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό αποκαλυπτόταν η διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν και λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα πιθανότητας καταδίκης τους.

 

Το παράπονο του Εφεσείοντα ότι οι προσωπικές του περιστάσεις και οι δεσμοί που έχει με την Κύπρο δεν λήφθηκαν υπόψη δεν είναι δικαιολογημένο. Αναγνωρίστηκαν και συνυπολογίστηκαν, όπως αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πλην όμως, δεν εξουδετέρωναν τον κίνδυνο φυγοδικίας όπως αυτός πρόκυπτε από την κατάληξη του ως προς τους τρείς παράγοντες που τον θεμελίωναν.  Παρέπεμψε σχετικά στις Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χριστούδιας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 1Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 138/2015, ημερ. 10.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:B513, Dogan κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 311/2015, ημερ. 1.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:B800 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 223/2019, ημερ. 8.4.2020.  

 

Από το λεκτικό του λόγου έφεσης στην Έφεση 122/2020 προκύπτει ότι αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προέβηκε σε κρίση ότι το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό αποκάλυπτε τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνταν οι Εφεσείουσες.  Και ότι είναι σε αυτή τη βάση που οδηγήθηκε σε εσφαλμένο συμπέρασμα πιθανότητας καταδίκης τους.

 

Το παράπονο τους δεν βρίσκει έρεισμα στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αδικαιολόγητα του αποδίδεται η χρήση κριτηρίου άλλου από αυτό που διέπει τη διαδικασία της παραπομπής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό αντικειμενικά και στην όψη του καταλήγοντας ότι είχε καταδειχθεί η πιθανότητα καταδίκης των Εφεσειουσών και όχι ότι αποκαλυπτόταν η διάπραξη των αδικημάτων.  Κατευθύνθηκε ορθά από την νομολογία ότι εξετάζοντας ζήτημα κράτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας ή της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα, ζητήματα που αφορούν το στάδιο της εκδίκασης της υπόθεσης και αποφασίζει μόνο αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Ευριπίδου κ.α. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135).  Και ήταν με αυτή τη θεώρηση που κατάληξε ότι υπήρχε μαρτυρία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταδίκη των Εφεσειουσών, αφού απομόνωσε και κατέγραψε σε ξεχωριστές παραγράφους την μαρτυρία που ενέπλεκε την κάθε μια από τις δύο Εφεσείουσες. 

 

Για την Κατηγορούμενη 2 υπήρχε μαρτυρία που αναφερόταν σε προσπάθεια της να διαφύγει όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της Αστυνομίας έξω από την κατοικία στην οποία διέμενε στο χωριό Μοναγρούλι στην οποία ανευρέθηκαν ουσίες και αντικείμενα που σχετίζονται με τα αδικήματα που της αποδίδονται, περιλαμβανομένου αεροβόλου όπλου που αποτελεί προϊόν διάρρηξης και κλοπής από κατοικία.  Υπήρχε επίσης μαρτυρία ότι την κατοικία της στο Μοναγρούλι επισκέφθηκαν οι κατηγορούμενοι 1 και 5. Ακόμα, στο αυτοκίνητο το οποίο χρησιμοποιούσε ανευρέθηκαν ουσίες και χρήματα που σχετίζονται με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.  Για την Κατηγορούμενη 3 η μαρτυρία ήταν ότι συγκατοικούσε με τον κατηγορούμενο 1 σε διαμέρισμα στο οποίο ανευρέθηκαν αντικείμενα και ουσίες που σχετίζονται με τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, πέραν εκείνων που υπάρχει μαρτυρία ότι αφαιρέθηκαν από την ίδια και τον κατηγορούμενο 4.  Επίσης σε άλλο διαμέρισμα της ανευρέθηκαν χρήματα που σχετίζονται με τις κατηγορίες, ενώ σε όχημα στο οποίο επιβιβάστηκε με τον κατηγορούμενο 4 ανευρέθηκαν ουσίες που σχετίζονται με τις κατηγορίες.  Σε σχέση με την παραμονή της στη Δημοκρατία, η μαρτυρία είναι ότι η προσωρινή άδεια παραμονής της εξέπνευσε την 6.6.2020 χωρίς να ανανεωθεί.

 

Η επιμέρους θέση των Εφεσειουσών ότι από τη στιγμή που υπήρχε προσδοκία αθώωσης τους από τις σοβαρές κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, τότε μετά βεβαιότητας υφίσταται και προσδοκία να παρουσιαστούν στη δίκη τους δεν είναι ορθή.  Η προσδοκία αθώωσης δεν είναι πτυχή ανεξάρτητη της παραμέτρου που αφορά στη πιθανότητα καταδίκης που θα πρέπει να εξεταστεί ως ξεχωριστό ζήτημα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την παράμετρο αυτή που ωστόσο δεν μετάβαλλε την κρίση του ότι η παρουσία τους στη δίκη δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί διαφορετικά παρά με την κράτηση τους.

 

Στη Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251, 262, επαναλαμβάνεται η πάγια θέση ότι: «η κράτηση ενός υπόδικου μέχρι την δίκη, ή, η εξασφάλιση  της παρουσίας του με όρους, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του (πρωτόδικου) Δικαστηρίου.  Η άσκηση δε της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου.  Αναθεωρείται όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της». 

 

Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την κράτηση των Εφεσειόντων ενεργώντας μέσα στα ορθά πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και έδωσε επαρκείς και ικανοποιητικούς λόγους αιτιολογώντας την απόφαση του και την ουσιώδη κατάληξη του ότι η παρουσία των Εφεσειόντων στη δίκη τους δεν εξασφαλιζόταν διαφορετικά παρά μόνο με την κράτηση τους, ώστε να μην υπάρχει περιθώριο παρέμβασης από το Εφετείο. 

 

Αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

                                                          Γ. Ν. Γιασεμή, Δ.

 

                                                          Α. Πούγιουρου, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο