ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B241
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 114/2019)
15 Ιουλίου 2020
[Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
xxx ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Εφεσίβλητου
---------------
Θανάσης Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος, με Χριστίνα Προξένου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.
Γιώργος Λουκαΐδης, για τον Εφεσίβλητο.
--------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα
δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως έχει τροποποιηθεί.
Η υπόθεση αφορά τροχαίο δυστύχημα που συνέβη την 22.12.2017 και ώρα 20:55, στη λεωφόρο Αμμοχώστου, που είναι ο δρόμος Λάρνακας-Δεκέλειας, στην τουριστική περιοχή Λάρνακας. Παραδέχτηκε ακόμα πως κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε χωρίς ασφαλιστική κάλυψη.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσίβλητος, που οδηγούσε το αυτοκίνητο του στην οδό Ιθάκης, δρόμο κάθετο στη λεωφόρο Αμμοχώστου που ήταν ο κύριος δρόμος με προτεραιότητα, σταμάτησε στο ΑΛΤ με πρόθεση να διασταυρώσει τη λεωφόρο για να μεταβεί σε υποστατικό στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Η ορατότητα του στα αριστερά, δηλαδή προς Δεκέλεια, κατεύθυνση από την οποία ερχόταν το αυτοκίνητο του θύματος, ήταν πολύ μεγάλη, 422 μέτρα. Ο Εφεσίβλητος διαπίστωσε την παρουσία του αυτοκινήτου του θύματος να τον προσεγγίζει και αντιλήφθηκε ότι κινείτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Υπολόγισε, ωστόσο ότι προλάβαινε να διασταυρώσει τον κύριο δρόμο και εκκίνησε και εισήλθε σε αυτόν. Η κρίση του αποδείχθηκε εσφαλμένη και η κατ' ακολουθία ενέργεια του μοιραία για τον οδηγό του άλλου αυτοκινήτου. Η σύγκρουση των δύο αυτοκινήτων έγινε στο ασφάλτινο παγκέτο του κύριου δρόμου από την απέναντι πλευρά της παρόδου. Το θύμα δεν είχε εφαρμόσει τα φρένα του αυτοκινήτου του. Επιτόπου διαπιστώθηκαν μόνο ίχνη πλαγιολίσθησης του αυτοκινήτου του με κατεύθυνση λοξά αριστερά σύμφωνα με την πορεία του προς το παγκέτο όπου έγινε η σύγκρουση. Μετά τη σύγκρουση το αυτοκίνητο του θύματος παρέκκλινε προς τα αριστερά κτυπώντας σε παρακείμενο δένδρο και ακινητοποιήθηκε. Το θύμα που δεν έφερε ζώνη ασφαλείας υπέστηκε πολλαπλά τραύματα και είχε χάσει τις αισθήσεις του. Το αυτοκίνητο του αναφλέγηκε και από αυτό ανασύρθηκε από τον Εφεσίβλητο που προσέτρεξε σε βοήθεια του. Το θύμα υπέκυψε στα τραύματα του μετά από πέντε ημέρες στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Στη κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσίβλητο χρηματική ποινή ύψους €3.000 και του αποστέρησε το δικαίωμα να αποκτά ή κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο οκτώ μηνών. Η ποινή αυτή προσβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα ως έκδηλα ανεπαρκής με την εισήγηση ότι δεν αντανακλά τη σοβαρότητα του αδικήματος, τις συνέπειες της πράξης και την ανάγκη για ειδική αλλά και γενική αποτροπή. Αρμόζουσα κατά τον εκπρόσωπο του ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης. Η ποινή που επιβλήθηκε για το αδίκημα της οδήγησης χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, €300 πρόστιμο και στέρηση της άδεια οδήγησης για περίοδο δύο μηνών, δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στο άρθρο του αδικήματος και στην προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης μέχρι τέσσερα χρόνια, πέραν της ευχέρειας για την επιβολή ποινής προστίμου. Κατέγραψε και χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 329, ECLI:CY:AD:2014:B327, 337, για να επισημάνει την σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο καλείτο να επιβάλει ποινή. Το μεταφέρουμε αυτούσιο: « . τα θανατηφόρα δυστυχήματα έχουν πάρει διαστάσεις κοινωνικής μάστιγας στη χώρα μας, γεγονός που καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στην επιλογή της ποινής. Τα Δικαστήρια δεν μπορούν να αδιαφορήσουν μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Το καθήκον τους για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου επιβάλλει την καθήλωση, μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς.» (βλ. ακόμα Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232, 238).
Ως προς τις επιμέρους συνθήκες που προσμετρούν στην επιλογή του είδους της ποινής σε σχέση με την πρόκληση θανατηφόρων δυστυχημάτων κατευθύνθηκε από την νομολογία και εντόπισε τη διάκριση που αναδύεται μέσα από αυτή μεταξύ των περιπτώσεων όπου το δυστύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία, όπου ανάλογα και με τις υπόλοιπες περιστάσεις μπορεί να επιβληθεί χρηματική ποινή και των περιπτώσεων όπου το θανατηφόρο δυστύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο ή επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, όπου ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης. Και στις δύο περιπτώσεις σε συνδυασμό με την στέρηση της άδειας οδήγησης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191). Παρέπεμψε ακόμα στην Κάρτερ ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 78, όπου αναφέρθηκε ότι το στοιχείο της στιγμιαίας απροσεξίας λόγω αλόγιστου λάθους εκτιμήσεως συνιστά ελαφρυντικό στοιχείο. (Βλ. ακόμα, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, 114-115, Παμπακάς κ.α. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491-492, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, 360, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331, 335-336, Παντέλας ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562, 567-568, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου, Ποιν. Έφ.221/2013, ημερ.28.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:B632 και Δημοκρατία ν. Γερολέμου, Ποιν. Έφ.169/2016, ημερ.28.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:B63).
Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης καταδείκνυαν πως το δυστύχημα συνέβηκε όχι ως αποτέλεσμα αδιαφορίας του Εφεσίβλητου, αλλά λόγω κακής εκτίμησης του ότι προλάβαινε να εισέλθει στον κύριο δρόμο χωρίς να ανακόψει την πορεία του άλλου αυτοκινήτου, κατατάσσοντας την υπόθεση στο μεταίχμιο του άρθρου 210 και του αδικήματος της αμελούς οδήγησης.
Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε ότι η οδική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ επικίνδυνης και απερίσκεπτης πράξης, με την πλάστιγγα να γέρνει στη μεριά της απερίσκεπτης οδήγησης. Ανάφερε ακόμα πως ουσιαστικά ο Εφεσίβλητος αδιαφόρησε για την παρουσία του αυτοκινήτου του θύματος. Αυτό σε συνδυασμό με τα επιβαρυντικά γεγονότα της υπέρβασης του ορίου αλκοόλης στον οργανισμό του Εφεσίβλητου και της οδήγησης χωρίς ασφάλεια, θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιβολή ποινής φυλάκισης.
Οι περιστάσεις του δυστυχήματος δεν αναδεικνύουν αδιαφορία από μέρους του Εφεσίβλητου. Ο Εφεσίβλητος είχε σταματήσει στο ΑΛΤ και έλαβε υπόψη του τα δεδομένα του δρόμου, κατέληξε ωστόσο στην λανθασμένη απόφαση, απότοκο της εσφαλμένης του εκτίμησης. Κατά τη λήψη της καίριας απόφασης κατά πόσο να εισέλθει στο κύριο δρόμο ή να περιμένει έπεσε κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού και ενεργώντας λανθασμένα δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση στο δρόμο. Καταλήγουμε ότι η διαβάθμιση της οδικής συμπεριφοράς του Εφεσίβλητου από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν, στη βάση των περιστάσεων του δυστυχήματος, ορθή.
Πέραν της πιο πάνω πρωταρχικής ακόμα και καθοριστικής σημασίας για την επιλογή του είδους της ποινής διαπίστωσης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέγνωσε αριθμό άλλων παραμέτρων που συνηγορούσαν υπέρ της μεταχείρισης του Εφεσίβλητου διαφορετικά παρά με την επιβολή σε αυτόν ποινής φυλάκισης. Ο Εφεσίβλητος στην ηλικία των 52 χρόνων είχε λευκό ποινικό μητρώο. Ήταν διαζευγμένος, πατέρας τριών παιδιών δύο από τα οποία ήταν ανήλικα. Μετά τη σύγκρουση προσέτρεξε σε βοήθεια του θύματος και τον ανέσυρε από το φλεγόμενο αυτοκίνητο. Είχε προβεί σε άμεση παραδοχή ενώπιον των αστυνομικών αρχών και παραδέχτηκε την κατηγορία στο Δικαστήριο. Διαπίστωσε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο καθυστέρηση ενός χρόνου στη καταχώρηση του κατηγορητηρίου σημειώνοντας ότι καλείτο να επιβάλλει ποινή 18 μήνες μετά το δυστύχημα. Έλαβε ακόμα υπόψη προς όφελος του Εφεσείοντα ότι το θύμα οδηγούσε επικίνδυνα κινούμενο με μεγάλη ταχύτητα και δεν ελάττωσε ταχύτητα όταν το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου του ανέκοψε την πορεία, παρά την μεγάλη ορατότητα που είχε και το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος, ενώ βρισκόταν ακινητοποιημένος, εκκίνησε και διάνυσε μεγάλη απόσταση στην πορεία του. Επεσήμανε ακόμα ότι το θύμα είχε καταναλώσει υπολογίσιμη ποσότητα αλκοόλ, που αναπόφευκτα επηρέαζε την ικανότητα του να οδηγεί με ασφάλεια. Δεν διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και ο Εφεσίβλητος παρουσίαζε μικρή υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου αλκοόλης, χωρίς ωστόσο στην περίπτωση του να αναφέρει ότι είχε επηρεαστεί η ικανότητα του να οδηγεί. Σημειώνεται πως δεν είχε καν κατηγορηθεί γι' αυτό. Ούτε παραγνώρισε την απουσία ασφαλιστικής κάλυψης για την οποία επίσης τον τιμώρησε. Αναγνώρισε και τα δύο στοιχεία ως επιβαρυντικά, πρόδηλα όμως όχι στο βαθμό που να καθιστούσαν την επιβολή ποινής φυλάκισης αναπόφευκτη.
Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).
Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα της επιμέτρησης της ποινής έχοντας επίγνωση της σοβαρότητας του αδικήματος και ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης ήταν μια ενδεχόμενη επιλογή. Η κατάληξη του ότι η φυλάκιση δεν θα ήταν η κατάλληλη για την περίπτωση ποινή θεμελιώθηκε στην κρίση του ότι η αμέλεια που ο Εφεσίβλητος επέδειξε ήταν στιγμιαία, διαπίστωση δικαιολογημένη με βάση τις συνθήκες του δυστυχήματος. Στον προβληματισμό του και στην επιλογή του να αποφύγει την φυλάκιση προσμέτρησαν σειρά άλλων ελαφρυντικών παραγόντων που πράγματι υφίσταντο, χωρίς να έχει παραγνωρίσει τα επιβαρυντικά στοιχεία που αναφέρθηκαν.
Είναι η κατάληξη μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια λαμβάνοντας υπόψη τις ορθές παραμέτρους, με επιείκεια, χωρίς να έχει υποπέσει σε σφάλμα αρχής, ώστε να μην δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου, λαμβανομένης υπόψη και της παρέλευσης 2 ½ χρόνων από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι σήμερα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.