ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B229
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 31/2020)
(Σχ. με Ποινική Έφεση Αρ. 32/2020)
29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020
[Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
xxx ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 32/2020)
(Σχ. με Ποινική Έφεση Αρ. 31/2020)
xxx DYDI
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Άνδρος Πελεκάνος, για τον Εφεσείοντα στην 31/2020.
Αντώνης Δημητρίου με Μαρίνο Καούλα για Δημητρίου & Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα στην 32/2020.
Νίνος Κέκκος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από
τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι δύο Εφεσείοντες αντιμετωπίζουν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας κατηγορίες συνομωσίας για φόνο, απόπειρας φόνου, κατοχής πυροβόλου όπλου και κατοχής εκρηκτικών υλών. Η υπόθεση αφορά στην απόπειρα θανάτωσης του παραπονούμενου, που διαπράχθηκε την 20.11.2017, όταν αυτός δέχτηκε αριθμό πυροβολισμών.
Κατά την 5.3.2020, που οι Εφεσείοντες πρωτοεμφανίστηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αρνήθηκαν τις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση την 30.6.2020. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου, σε αίτημα της κατηγορούσας αρχής, όπως και οι δύο Εφεσείοντες παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους, προσβάλλεται και από τους δύο με τις εφέσεις που καταχώρησαν. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου εδράζεται αφενός στη κατάληξη ότι υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσης τους κατά τη δίκη και αφετέρου στο ενδεχόμενο διάπραξης νέων αδικημάτων από αυτούς στο μεσοδιάστημα. Στη συνέχεια θα αναφερόμαστε στον Εφεσείοντα στη 31/2020 ως τον Εφεσείοντα 1 και στον Εφεσείοντα στη 32/2020 ως τον Εφεσείοντα 2.
Πρωταρχικό μέλημα του ποινικού δικαστηρίου είναι να διασφαλιστεί η παρουσία του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο στον καθορισμένο χρόνο και τόπο για την εκδίκαση της υπόθεσης του. Ο κίνδυνος μη προσέλευσης κατηγορούμενου κατά τη δίκη προκύπτει από τη σοβαρότητα του αδικήματος που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, την πιθανότητα καταδίκης του με βάση την υπάρχουσα μαρτυρία και την ποινή που δυνατό να του επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης.
Στην Θεοδωρίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139 τονίστηκε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, υπό την αίρεση πάντα της προσέγγισης ότι η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση με εγγύηση. Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα ισχυριζόμενα αδικήματα διαδραματίζουν επίσης ρόλο στην κρίση του στοιχείου της μη προσέλευσης κατά τη δίκη (Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 144). Άλλοι σχετικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι εκείνοι που συνδέονται με το χαρακτήρα του κατηγορούμενου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς αλλά και άλλων ειδών δεσμούς με την Κύπρο (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109) χωρίς όμως να αφήνονται να υπερφαλαγγίσουν το γενικό δημόσιο συμφέρον προς απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7).
Με δεδομένη την αδιαμφισβήτητη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν οι Εφεσείοντες και ότι σε περίπτωση καταδίκης η ποινή που δυνατό να τους επιβληθεί θα είναι πολυετής φυλάκιση, η συζήτηση, τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας, εστιάστηκε στην παράμετρο της πιθανότητας καταδίκης.
Η υπόθεση που αφορά σε αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν το Οκτώβριο - Νοέμβριο του 2017 καταχωρίστηκε το 2020 γιατί μόλις την 27.1.2020 ο παραπονούμενος έδωσε κατάθεση στην αστυνομία εμπλέκοντας τους Εφεσείοντες στην εναντίον του απόπειρα, κατονομάζοντας τον Εφεσείοντα 1 ως τον ηθικό αυτουργό και τον Εφεσείοντα 2 ως το πρόσωπο που τον πυροβόλησε. Το περιεχόμενο της κατάθεσης αυτής του παραπονούμενου συνιστά το πρώτο και βασικότερο στοιχείο μαρτυρίας που το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ικανοποιούσε την προϋπόθεση για την πιθανότητα καταδίκης. Υπήρχε και δεύτερο στοιχείο μαρτυρίας που το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη. Πρόσωπο που σημειώνεται ως Μ.Κ.35 επί του κατηγορητηρίου έδωσε την ίδια ημέρα με τον παραπονούμενο κατάθεση στην αστυνομία αναφέροντας ότι ο Εφεσείοντας 1 τον είχε προσεγγίσει μετά την απόπειρα και του πρότεινε να τελειώσει τη δουλειά που είχε αρχίσει ο Εφεσείοντας 2, δηλαδή να σκοτώσει τον παραπονούμενο.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης και στις δύο εφέσεις, αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο ότι δεν στάθμισε ορθά και δίκαια όλα τα δεδομένα της υπόθεσης και δεν εκτίμησε ότι υπήρχε λογική και εύλογη προσδοκία αθώωσης των Εφεσειόντων, περιοριζόμενο μόνο σε αναφορά στη πιθανότητα καταδίκης. Έτσι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας του μέτρου της κράτησης σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, παραβιάζοντας το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον ίδιο λόγο ο Εφεσείοντας 1 διατυπώνει παράπονο ότι το Κακουργιοδικείο προέβηκε σε λεκτική μόνο αναφορά στις προσωπικές του περιστάσεις που, κατά την εισήγηση του, εξανέμιζαν τον οποιοδήποτε κίνδυνο φυγοδικίας. Ανάλογο ζήτημα εγείρεται με το δεύτερο λόγο έφεσης από τον Εφεσείοντα 2, που παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι οι δεσμοί του με την Κύπρο δεν εξασφάλιζαν την παρουσία του στη δίκη. Εσφαλμένα, κατά την εισήγηση του το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη ότι ο Εφεσείοντας 1 τα τελευταία 2 ½ χρόνια ήταν ελεύθερος και δεν προσπάθησε να διαφύγει. Με τον τρίτο λόγο έφεσης και στις δύο εφέσεις καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι δεν περιορίστηκε σε εξ' όψεως αντικειμενική θεώρηση της ενώπιον του μαρτυρίας, αλλά προέβηκε σε ευρήματα και συμπεράσματα στηριζόμενο μόνο σε μια από τις επτά αντιφατικές εκδοχές του παραπονούμενου. Με τον τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης του Εφεσείοντα 2, διατυπώνεται παράπονο ότι το Κακουργιοδικείο μετέφερε το βάρος απόδειξης στον ίδιο, δεν εξατομίκευσε τον κίνδυνο φυγοδικίας και λανθασμένα δεν περιορίστηκε στην επιβολή όρων προς εξασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη. Οι πιο πάνω, αλληλένδετοι μεταξύ τους λόγοι, θα εξεταστούν όλοι μαζί.
Κατά τους Εφεσείοντες η κατάθεση του παραπονούμενου της 27.1.2020 θα έπρεπε να είχε προσεγγιστεί υπό το πρίσμα των καταθέσεων του που είχαν προηγηθεί με βασική θέση ότι δεν γνώριζε το πρόσωπο που τον πυροβόλησε, ενώ είναι κοινό έδαφος ότι ο Εφεσείοντας 2, στον οποίο τώρα καταλογίζει ότι τον πυροβόλησε, ήταν πρόσωπο γνωστό του από προηγουμένως. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στις εξηγήσεις που έδωσε ο παραπονούμενος σε σχέση με το περιεχόμενο των προηγούμενων του καταθέσεων. Είχε αναφέρει ο παραπονούμενος ότι το 2017 συμφώνησε να συμφιλιωθεί με τον Εφεσείοντα 1 που ήταν το πρόσωπο που ευθυνόταν για την εναντίον του απόπειρα που διέπραξε ο Εφεσείοντας 2, σημειώνοντας ότι ο Εφεσείοντας 1 του είχε παραδεχτεί την εμπλοκή και των δύο. Αποφάσισε ωστόσο να αποκαλύψει τους δράστες στην πρόσφατη του κατάθεση αφότου ειδοποιήθηκε από την αστυνομία ότι υπήρχαν πληροφορίες για νέο κύκλο δολοφονιών και ότι ο ίδιος ήταν ανάμεσα στους στόχους. Επεσήμανε ακόμα το Κακουργιοδικείο ότι από το 2017 ο παραπονούμενος είχε αναφέρει στην αστυνομία ότι για όλα ευθύνεται «η κομμώτρια», περιγραφή που σύμφωνα με καταθέσεις τρίτων προσώπων παραπέμπει στον Εφεσείοντα 1.
Τόσο προφορικά ενώπιον του Κακουργιοδικείου όσο και ενώπιον μας μέσω των διαγραμμάτων τους οι δικηγόροι των Εφεσειόντων ανέλυσαν σε λεπτομέρεια την μαρτυρία που υπάρχει υποδεικνύοντας τις αντιφάσεις που εντοπίζουν στις διάφορες καταθέσεις που ο παραπονούμενος έδωσε στην αστυνομία. Δεν ήταν ωστόσο έργο του Κακουργιοδικείου κατά την εξέταση του ζητήματος της εξασφάλισης της παρουσίας των Εφεσειόντων στη δίκη τους και στα πλαίσια διερεύνησης της επιμέρους παραμέτρου αναφορικά με την πιθανότητα καταδίκης στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, να εξονυχίσει κατ΄αυτό τον τρόπο το μαρτυρικό υλικό, έργο που θα κληθεί να επιτελέσει κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας που θα προσφερθεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Και με τις αναφορές του στις εξηγήσεις που έδωσε ο παραπονούμενος δικαιολογώντας γιατί δεν είχε κατονομάσει τους Εφεσείοντες στις προηγούμενες του καταθέσεις και η επισήμανση της αναφοράς στην «κομμώτρια» που ευθυνόταν για το έγκλημα, δεν είχε σκοπό να ενισχύσει την αξιοπιστία της τελευταίας κατάθεσης του παραπονούμενου, αλλά να υποδείξει ότι υφίσταται υπόβαθρο που θα μπορούσε να προσμετρήσει στην κρίση του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης ώστε αυτή η μαρτυρία να γίνει αποδεκτή ως προς την αλήθεια του περιεχόμενου της. Καταλήγουμε ότι το παράπονο των Εφεσειόντων ότι το Κακουργιοδικείο δεν περιορίστηκε σε εξ όψεως αντικειμενική θεώρηση της ενώπιον του μαρτυρίας δεν ευσταθεί. Ακριβώς αυτό έκαμε το Κακουργιοδικείο.
Το Κακουργιοδικείο, με γνώση της ύπαρξης καταθέσεων του παραπονούμενου με διαφορετικό περιεχόμενο, εκτίμησε την προϋπόθεση της πιθανότητας καταδίκης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή ικανοποιείτο. Δεν ήταν ζήτημα επιλογής της τελευταίας κατάθεσης του παραπονούμενου έναντι των προηγούμενων, όπως οι δικηγόροι των Εφεσειόντων απέδωσαν στο Κακουργιοδικείο έπραξε. Είναι η κατάθεση του παραπονούμενου της 27.1.2020 που συνιστά την μαρτυρία στην οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο η υπόθεση εναντίον των Εφεσειόντων και είναι στην δύναμη αυτής που εξετάστηκε η πιθανότητα καταδίκης.
Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό αντικειμενικά και στην όψη του καταλήγοντας ότι είχε καταδειχθεί η πιθανότητα καταδίκης των Εφεσειόντων. Κατευθύνθηκε ορθά από την νομολογία ότι εξετάζοντας ζήτημα κράτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας ή της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα, ζητήματα που αφορούν το στάδιο της εκδίκασης της υπόθεσης και αποφασίζει μόνο αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Ευριπίδου κ.α. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135). Και ήταν με αυτή τη θεώρηση που κατάληξε ότι σε περίπτωση που κατά τη δίκη γινόταν αποδεκτή η εκδοχή του παραπονούμενου, όπως διατυπώθηκε στην κατάθεση του ημερ. 27.1.2020, η μαρτυρία του ήταν δυνατό να εδραιώσει την καταδίκη των Εφεσειόντων για τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν. Το παράπονο ότι δεν εκτίμησε τις ισχυρές προσδοκίες αθώωσης που οι Εφεσείοντες εύλογα μπορούν να διατηρούν δεν βρίσκει έρεισμα στην εκκαλούμενη απόφαση. Η προσδοκία αθώωσης δεν είναι πτυχή ανεξάρτητη της παραμέτρου που αφορά στη πιθανότητα καταδίκης που θα πρέπει να εξεταστεί ως ξεχωριστό ζήτημα.
Ούτε το παράπονο των Εφεσειόντων ότι οι προσωπικές τους περιστάσεις και οι δεσμοί που έχουν με την Κύπρο δεν λήφθηκαν υπόψη είναι δικαιολογημένο. Αναγνωρίστηκαν και συνυπολογίστηκαν, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, πλην όμως, δεν εξουδετέρωναν τον κίνδυνο φυγοδικίας όπως αυτός πρόκυπτε από την κατάληξη ως προς τους τρείς παράγοντες που τον θεμελίωναν. Το δε επιχείρημα ότι οι Εφεσείοντες δεν έχουν επιχειρήσει να εγκαταλείψουν την Κύπρο στο χρόνο που μεσολάβησε από την διάπραξη της απόπειρας και προτού συλληφθούν και τεθούν υπό κράτηση κρίνεται ανίσχυρο. Οι Εφεσείοντες δεν θα είχαν λόγο να εγκαταλείψουν την Κύπρο εφόσον ο παραπονούμενος δεν τους είχε κατονομάσει ως εμπλεκόμενους στο έγκλημα. Κίνητρο για να διαφύγουν στο εξωτερικό έχουν τώρα, μετά την καταγγελία του παραπονούμενου και την καταχώρηση εναντίον τους της ποινικής υπόθεσης που περιλαμβάνει από τα σοβαρότερα αδικήματα του ποινικού κώδικα.
Στη Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251, 262, επαναλαμβάνεται η πάγια θέση ότι: «η κράτηση ενός υπόδικου μέχρι την δίκη, ή, η εξασφάλιση της παρουσίας του με όρους, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του (πρωτόδικου) Δικαστηρίου. Η άσκηση δε της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου. Αναθεωρείται όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της».
Καταλήγουμε ότι το Κακουργιοδικείο διέταξε την κράτηση των Εφεσειόντων ενεργώντας μέσα στα ορθά πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και έδωσε επαρκείς και ικανοποιητικούς λόγους αιτιολογώντας την απόφαση του και την ουσιώδη κατάληξη του ότι η παρουσία των Εφεσειόντων στη δίκη τους δεν εξασφαλιζόταν διαφορετικά παρά μόνο με την κράτηση τους.
Ούτε η αρχή της αναλογικότητας βρίσκουμε να προσβάλλεται, δεδομένης της αναγκαιότητας για την κράτηση των Εφεσειόντων όπως προκύπτει από τη σοβαρότητα των εγκλημάτων στα οποία μπορεί να καταδικαστούν σε συνάρτηση με τον χρόνο για τον οποίο διατάχτηκε η κράτηση τους.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου. Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 στην έφεση 31/2020 και οι λόγοι έφεσης 1-5 στην έφεση 32/2020 απορρίπτονται.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά τη συζήτηση της έφεσης αναφέρθηκε από το δικηγόρο του Εφεσείοντα 2 ότι ο Μ.Κ.35 έχει την 19.6.2020 προβεί σε ένορκη δήλωση στην οποία αναφέρει ότι τα όσα είχε καταθέσει στην κατάθεση του στην αστυνομία ημερ. 27.1.2020 ήταν ψέματα και ότι είχε προς τούτο υποκινηθεί από τον παραπονούμενο. Η θέση, που αφορά σε κατ' ισχυρισμό γεγονός μεταγενέστερο της υπό κρίση απόφασης, δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να ήταν υπόψη του Κακουργιοδικείου και ούτε μπορεί το Εφετείο να τη λάβει υπόψη στη κρίση της ετυμηγορίας του. Το νέο στοιχείο θα μπορεί να τεθεί υπόψη του Κακουργιοδικείου όταν θα κληθεί εκ νέου να αποφασίσει το ζήτημα της κράτησης των Εφεσειόντων.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, πέραν του κινδύνου φυγοδικίας το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ότι ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων και από τους δύο Εφεσείοντες, διατάσσοντας και γι΄αυτό το λόγο την κράτηση τους. Βασίστηκε στο γεγονός ότι αυτοί αντιμετωπίζουν από μία άλλη ποινική υπόθεση. Η επιμέρους κατάληξη του Κακουργιοδικείο προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα 1 με το δεύτερο λόγο έφεσης και από τον Εφεσείοντα 2 με τον επιπρόσθετο λόγο έφεσης (έκτο) που καταχώρησε.
Κατά τη συζήτηση των εφέσεων μας ζητήθηκε όπως αποστούμε από τη διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στη βάση σχετικά πρόσφατης νομολογίας του ΕΔΑΔ και της ερμηνείας που της προσέδωσαν, να οριοθετήσουμε νέα προσέγγιση στο ζήτημα με οδηγό ότι η εκκρεμοδικία άλλων ποινικών υποθέσεων εναντίον του κατηγορουμένου του οποίου ζητείται η κράτηση δεν είναι επιτρεπτό να προσμετρά ως παράγοντας προς τεκμηρίωση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων, γιατί αυτό παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας. Τόσο οι δικηγόροι των Εφεσειόντων όσο και ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ανέδειξαν μέσα από τις ικανές τους αγορεύσεις τη σημασία του ζητήματος και παρέπεμψαν τόσο σε κυπριακή νομολογία όσο και σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ για να υποστηρίξουν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.
Ωστόσο, η επίλυση του όντως ενδιαφέροντος και πολλές φορές καθοριστικού ζητήματος για την ορθή εκτίμηση της παραμέτρου του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων καθίσταται αχρείαστη για σκοπούς διεκπεραίωσης των ενώπιον μας εφέσεων, αφού η κατάληξη ως προς την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου για την κράτηση και των δύο Εφεσειόντων με αναφορά στον κίνδυνο φυγοδικίας οδηγεί στην απόρριψη αμφοτέρων των εφέσεων.
Αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.