ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B160
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 263/2017)
22 Μαΐου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx GURULI,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Δ. Τσολακίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ξ. Ξενοφώντος (κα) Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο κατηγορούμενος - Εφεσείοντας, διώχθηκε, δικάστηκε, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε πέντε κατηγορίες. Ειδικότερα, για τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, της ληστείας, κατά παράβαση των άρθρων 20, 21, 282 και 283 του Ποινικού Κώδικα, της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ χωρίς άδεια, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Πυροβόλων Οπλων Νόμου, Ν. 113(Ι)/2004 και των άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα και της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση των άρθρων 20, 21 και 243 του Ποινικού Κώδικα. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα ετών στην κατηγορία της ληστείας και δυόμισι ετών στην κατηγορία της μεταφοράς πυροβόλου όπλου, με διαταγή όπως οι στερητικές της ελευθερίας ποινές συντρέχουν. Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε καμία ποινή, καθότι τα γεγονότα τους εμπεριέχοντο στα γεγονότα των κατηγοριών για τις οποίες είχε επιβληθεί ποινή.
Η ενώπιόν μας έφεση προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του Κακουργιοδικείου, αμφισβητώντας την καταδίκη του Εφεσείοντα. Οι τρεις λόγοι έφεσης έχουν ως κοινή συνισταμένη ότι η καταδίκη είναι εσφαλμένη και ακροσφαλής καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέκλεισε την πιθανότητα δευτερεύουσας (έμμεσης) μεταφοράς του γενετικού υλικού του Εφεσείοντα στην εξωτερική πλευρά του ρολογιού του παραπονούμενου. Είναι ο πυρήνας της αιτιολογίας των λόγων έφεσης ότι ο εντοπισμός του γενετικού υλικού του Εφεσείοντα στο υπό αναφορά αντικείμενο, όσο σημαντικό στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας και να ήταν, δεν δικαιολογούσε από μόνο του την καταδίκη.
Είναι επιβεβλημένη η καταγραφή ενός πλαισίου γεγονότων, στην ουσία αδιαμφισβήτητων, τα οποία αποτέλεσαν και ευρήματα του Κακουργιοδικείου, προκειμένου να απλοποιηθεί η δομή της απόφασής μας και να γίνει ευκολότερα κατανοητή η προσέγγιση της πλευράς του Εφεσείοντα:
Ο παραπονούμενος, ΜΚ10, ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο 66 ετών και διέμενε μόνος του στο εστιατόριο του, το οποίο βρίσκεται σε περιοχή του χωριού Τσάδα, της επαρχίας Πάφου. Την 26.12.2015 και περί ώρα 19.00 δύο άντρες εισήλθαν στο εστιατόριο και αφού τον κτύπησαν βίαια με γροθιές, τον έριξαν στο έδαφος και του έδεσαν τα χέρια με κολλητική ταινία που είχαν φέρει μαζί τους. Ενας από τους άντρες, ο Εφεσείων, όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, φορούσε άσπρο μαντήλι, είχε σκεπασμένο μόνο το στόμα του και κρατούσε σουγιά με μικρή λεπίδα. Σε κάποιο στάδιο, ενόσω εξακολουθούσε να στέκεται πάνω από τον παραπονούμενο, μετακίνησε το μαντήλι, προκειμένου να πιεί νερό. Στο σημείο αυτό, ο παραπονούμενος είχε την ευκαιρία να διακρίνει ένα «λουκκούι» που είχε στο πηγούνι του ο ληστής. Οι δύο δράστες εγκατέλειψαν τη σκηνή, αφού έκλεψαν χρήματα και άλλα αντικείμενα, καθώς επίσης και ένα κυνηγετικό όπλο. Ο παραπονούμενος κατάφερε να ελευθερωθεί σε κατοπινό στάδιο, κόβοντας την κολλητική ταινία και ειδοποίησε την Αστυνομία. Από τη σκηνή του εγκλήματος παραλήφθηκαν, την 27.12.2015 διάφορα τεκμήρια, μεταξύ αυτών και το ρολόι (τεκμήριο 13) που φορούσε ο παραπονούμενος στο αριστερό χέρι πριν από τη ληστεία και το οποίο, κατά τη βίαιη επίθεση που δέχθηκε και την πάλη που ακολούθησε είχε πέσει στο πάτωμα. Τα τεκμήρια παραδόθηκαν την 31.12.2015 στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου για επιστημονικές εξετάσεις. Οι σχετικές γενετικές εξετάσεις διενεργήθηκαν μεταξύ 5.1.2016 και 3.2.2016. Ως αποτέλεσμα απομονώθηκε μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού άγνωστου άντρα από την εξωτερική πλευρά του ρολογιού του παραπονούμενου. Λίγους μήνες αργότερα, ο Εφεσείων συνελήφθη ως ύποπτος για άλλη υπόθεση και, στα πλαίσια της διερεύνησής της, λήφθηκαν παρειακά επιχρίσματά του (τεκμήριο 26). Από έρευνες που ακολούθησαν και σύγκριση των στοιχείων που είχε στην κατοχή της η Αστυνομία, διαπιστώθηκε ότι το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στο ρολόι του παραπονούμενου, ταυτιζόταν με το γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από τα παρειακά επιχρίσματα του Εφεσείοντα.
Προσθέτουμε, προς ολοκλήρωση, ότι ο παραπονούμενος αναγνώρισε τον Εφεσείοντα ως ένα από τους δύο ληστές, συγκεκριμένα ως τον ληστή που ήταν συνεχώς μαζί του και ο οποίος είχε γύρω από το στόμα του άσπρο μαντήλι. Το ζήτημα της αναγνώρισης του κατηγορούμενου - Εφεσείοντα από τον παραπονούμενο και της σημασίας που αυτή ενέχει στην καταδίκη κάποιου προσώπου απασχόλησε σε έκταση το Κακουργιοδικείο. Αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το υπό αναφορά θέμα, και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο παραπονούμενος προέβη στην αναγνώριση, έκρινε ότι δεν μπορούσε «με πνεύμα δικαιότητας, τόσο για τον παραπονούμενο, όσο και προς τον κατηγορούμενο», να καταλήξει ότι η αναγνώριση ήταν ικανοποιητική, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επέτρεπε στο Δικαστήριο, στη βάση μόνο αυτής, να προβεί σε ασφαλές συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου. Υπό το πρίσμα αυτό και ακολουθώντας τα βήματα που νομολογιακά έχουν αποτυπωθεί στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (2013) 2 ΑΑΔ 601, στην οποία, με αναφορά στην Turnbull (1976) 63 Crim.App.R. 132, το Κακουργιοδικείο αναζήτησε υποστηρικτική μαρτυρία, την οποία και εντόπισε στο προαναφερθέν γενετικό υλικό.
Κοινό, επίσης, έδαφος, συνιστά ένα περαιτέρω φάσμα γεγονότων.
Κατ΄ αρχάς, δεν αμφισβητείται ότι στο ρολόι του παραπονούμενου εντοπίστηκε πλήρες γενετικό προφίλ του Εφεσείοντα. Παραμένει επίσης χωρίς αντίκρουση η σημασία του εν λόγω τεκμηρίου, αφού αποτέλεσε κύριο σημείο επαφής των ληστών με τον παραπονούμενο κατά τη διάρκεια των βίαιων γεγονότων που κάλυπταν τη ληστεία, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η απόσπαση του ρολογιού από τον καρπό του αριστερού χεριού του παραπονούμενου και η πτώση του στο έδαφος, όπου και το εντόπισε αργότερα η Αστυνομία. Σημαντικό επίσης δεδομένο, συνιστά το γεγονός ότι η εκδοχή του Εφεσείοντα, όπως αυτή προβλήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δεν έγινε αποδεκτή, για πολύ πειστικούς λόγους, που, άλλωστε, δεν προσβάλλονται μέσω της ενώπιόν μας έφεσης. Όπως επίσης δεν προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας σε σχέση με την θετική εικόνα και την ειλικρίνεια του παραπονούμενου. Καταγράφουμε, επανερχόμενοι στο ζήτημα της απόρριψης της εκδοχής του Εφεσείοντα, ότι η βασική του θέση κινήθηκε γύρω από τον ισχυρισμό της μεταφοράς από την ίδια την Αστυνομία του γενετικού του υλικού στο ρολόι, προκειμένου να τον ενοχοποιήσει. Η κατ΄ ισχυρισμό μεταφορά γενετικού υλικού συνδέθηκε με την σύλληψη του Εφεσείοντα για άλλα αδικήματα και τη λήψη των παρειακών επιχρισμάτων. Μια εκδοχή εντελώς αβάσιμη, δεδομένου ότι ο εντοπισμός του γενετικού υλικού στο ρολόι, προηγήθηκε κατά μερικούς μήνες της σύλληψης του Εφεσείοντα για άλλα αδικήματα. Κατά το χρόνο εντοπισμού του γενετικού υλικού στο υπό αναφορά ρολόι, ο Εφεσείοντας ήταν άγνωστο πρόσωπο στην Αστυνομία. Προσθέτουμε ακόμη ότι συνιστούσε κοινό έδαφος ότι ο Εφεσείοντας ουδέποτε επισκέφθηκε το εστιατόριο του παραπονούμενου, ουδέποτε τον συνάντησε προηγουμένως, ούτε και είχε οποιαδήποτε επαφή με αυτόν σε προγενέστερο της ληστείας χρόνο.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, η προσπάθεια ανατροπής της πρωτόδικης κατάληξης ως προς την καταδίκη του Εφεσείοντα, δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική του απόφαση στην αναγνώριση του Εφεσείοντα από τον παραπονούμενο, ως τον δράστη του εγκλήματος, στην αδιαμφισβήτητη επιστημονική μαρτυρία της ανεύρεσης του γενετικού υλικού του σε ένα κρίσιμο για την υπόθεση τεκμήριο, αλλά και στο σύνολο των περιστάσεων που κάλυπταν την ενώπιόν του υπόθεση. Η ουσιαστική θέση που προβλήθηκε και ενώπιόν μας περί πιθανότητας μεταφοράς του γενετικού υλικού, είναι έκθετη σε απόρριψη. Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε ορθά τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα κ. Καριόλου, ΜΚ11, ως προς το ζήτημα της απομακρυσμένης πιθανότητας μεταφοράς γενετικού υλικού του Εφεσείοντα στο τεκμήριο 13, η οποία στηρίχθηκε τόσο σε επιστημονικά δεδομένα, τα οποία παρέθεσε, όσο και στα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπό κρίση περίπτωση. Ο ΜΚ11 εξήγησε πειστικά και στη βάση των επιστημονικών δεδομένων που κατέθεσε, ότι το σενάριο να υπήρξε μια δευτερεύουσα μεταφορά ή επιμόλυνση του ρολογιού ήταν, ουσιαστικά, υπό το φως των γεγονότων που κάλυπταν την υπόθεση, εκτός συζήτησης.
Είναι το κατάλληλο στάδιο να υπομνήσουμε ότι ένα Δικαστήριο δεν ασχολείται με απομακρυσμένες πιθανότητες, ούτε με θεωρίες που ευφάνταστα μπορεί να προωθήσει η υπεράσπιση, όπως και έγινε στην παρούσα περίπτωση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νικολάου (Αρ.1) 2010 2 ΑΑΔ 525). Όπως και η νομολογία μας επιτάσσει (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706), ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητά της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής, ανθρώπινης, εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει και να αξιολογεί διαζευκτικές εκδοχές ή πιθανότητες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να προβληθούν στην απουσία μαρτυρικού υλικού. Οι όποιες διαζευκτικές πιθανότητες θα πρέπει να είναι τέτοιες, που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η παραπομπή της πλευράς του Εφεσείοντα στο δικαστικό λόγο των υποθέσεων Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 428 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 485, δεν είναι υποβοηθητική για την προώθηση των θέσεων της, καθότι τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης διαφοροποιούνται. Στη Μιχαήλ, που αφορούσε ληστεία, εντοπίστηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα στον πάγκο του ταμείου της τράπεζας. Ο εφεσείων ήταν πελάτης της τράπεζας, είχε κάμει την τελευταία του συναλλαγή προ πενταμήνου και ο πάγκος, σύμφωνα με τα δεδομένα όπως τα ανέπτυξε το Εφετείο, δεν καθαριζόταν από την καθαρίστρια καθ΄ ολοκληρία, ενώ η εναποθέτηση του γενετικού υλικού ήταν δυνατή μόνο με έμμεση μεταφορά από τα επιμολυσμένα με το υλικό ρούχα ή γάντια του δράστη. Στη Γεωργίου, που αφορούσε κλοπή και πρόκληση κακόβουλης ζημιάς, κρίθηκε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ενοχή του Εφεσείοντα δεν ήταν ασφαλής, αφού η απομόνωση γενετικού υλικού του Εφεσείοντα στο χερούλι της πόρτας, στην απουσία έστω και ίχνους άλλης μαρτυρίας εναντίον του, δεν κρίθηκε ως αρκετή προς απόδειξη της ενοχής του.
Όπως ήδη καταγράψαμε, τα δεδομένα της ενώπιόν μας υπόθεσης είναι εντελώς διαφορετικά και οδηγούσαν, αναπόδραστα, στην ενοχή και καταδίκη του Εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΣΦ.