ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B120
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 50/2018
(σχ. με 137/2018)
8 Απριλίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx xxx xxx H. E.
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
......
Ποινική Έφεση Αρ. 137/2018
(σχ. με 50/18)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
xxx xxx xxx H. E.
Εφεσίβλητου
......
Ε. Χειμώνας, για τον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 50/2018
Ε. Παπαλοϊζου (κα), για την εφεσίβλητη
Ε. Παπαλοϊζου,(κα) για την εφεσείουσα στην έφεση αρ. 137/2018
Ε. Χειμώνας, για τον εφεσίβλητο
(Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών)
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας έκρινε ένοχο τον 40χρονο (σήμερα) εφεσείοντα[1] ότι σε 11 περιπτώσεις, μεταξύ Μαΐου του 2015 και Οκτωβρίου του 2016, κακοποίησε σεξουαλικά την έφηβη θετή του κόρη Μ. xxx[2](στο εξής η παραπονούμενη) και τον καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 7 χρόνων.
Ο εφεσείων αντέδρασε στην καταδίκη του με έφεση (την υπ΄ αρ. 50/2018) καταλογίζοντας στο Κακουργιοδικείο τρία (3) σφάλματα. Το πρώτο ότι εσφαλμένα αποδέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας (ΜΚ) 2-9 (Λόγοι Έφεσης 1-8), το δεύτερο ότι εσφαλμένα απέρριψε ως αναξιόπιστη τη δική του μαρτυρία (Λόγοι Έφεσης 9 και 10) και, το τρίτο, ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψιν του την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ως μάρτυρες και τα δύο του παιδιά που απέκτησε με τη μητέρα της παραπονούμενης (Λόγος Έφεσης 11).
Διαφωνία όμως με την πρωτόδικη απόφαση διατυπώνει και η εφεσίβλητη, η οποία με την έφεση της (την υπ΄ αρ. 137/2018) θεωρεί ότι η ποινή των 7 χρόνων φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα είναι έκδηλα ανεπαρκής.
Έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, την απόφαση του Κακουργιοδικείου και τους Λόγους Έφεσης εναντίον της καταδίκης, διαπιστώσαμε την ύπαρξη γεγονότων τα οποία είναι παραδεκτά ή δεν αμφισβητούνται. Τα παραθέτουμε όπως πιο κάτω, παρεμβάλλοντας στα κατάλληλα σημεία την ουσία της μαρτυρίας τόσο των ΜΚ που αμφισβητείται όσο και του εφεσείοντα ώστε να γίνουν πιο κατανοητά τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο και τα οποία αποτέλεσαν και την πραγματική βάση για την καταδίκη του εφεσείοντα δυνάμει του Νόμου.
Ο εφεσείων πρωτοήλθε στην Κύπρο για εργασία το Μάρτιο του 2007 και κατά την εδώ παρουσία του γνώρισε τη μητέρα της παραπονούμενης, την οποία και παντρεύτηκε το 2008.
Με την τέλεση του (πολιτικού) γάμου, ο εφεσείων εγκαταστάθηκε στο σπίτι της συζύγου του (ΜΚ4) στο οποίο διέμεναν και οι δύο της κόρες - η παραπονούμενη (ΜΚ2) η οποία γεννήθηκε το Νοέμβριο του 2002 και η αδελφή της xxx (ΜΚ3) η οποία γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 2003 - τις οποίες η σύζυγος του είχε αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο με τον xxx (ΜΚ7). Ένα δε χρόνο μετά το γάμο, το 2009, το ζεύγος απέκτησε τη xxx και τρία χρόνια μετά, το 2012, ακόμη ένα παιδί, τον xxx.
H συμπεριφορά του εφεσείοντα έναντι των δύο κοριτσιών που είχε αποκτήσει η σύζυγος του από τον πρώτο της γάμο ήταν αρχικά εντάξει, σε βαθμό μάλιστα που τα δύο κορίτσια τον αποκαλούσαν «παπά». Όμως οι σχέσεις του ζεύγους δεν ήταν και τόσο αρμονικές εφόσον κατά διαστήματα, για λόγους κυρίως οικονομικούς, τσακώνονταν και η ΜΚ4 σε κάποιες περιπτώσεις τον έδιωχνε από το σπίτι. Αυτό συνέβη και το Νοέμβριο του 2016, πλην όμως αυτή τη φορά η συζυγική σχέση τερματίστηκε οριστικά λόγω του ότι, στις 20.11.2016, η παραπονούμενη αποκάλυψε στη μητέρα της ότι ο εφεσείοντας την ενοχλούσε σεξουαλικά τα δύο τελευταία χρόνια. Κυρίως τα Σαββατοκύριακα όταν αυτή απουσίαζε στην εργασία της[3] και ο εφεσείων έμενε μόνος στο σπίτι με τα παιδιά. Συναφώς, όπως κατέθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, όταν ανάφερε στην παραπονούμενη ότι ο εφεσείων της είχε τηλεφωνήσει και της ζήτησε να επιστρέψει στο σπίτι, η παραπονούμενη άρχισε να κλαίει και της είπε πως εδώ και καιρό ήθελε να της πει κάτι αλλά φοβόταν την αντίδραση της. Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες της αποκάλυψε ότι τα Σαββατοκύριακα που απουσίαζε στη δουλειά, ο εφεσείων αρχικά της έκανε μασάζ και στη συνέχεια την αγκάλιαζε σφικτά, την κρατούσε από το στήθος, έτριβε τα γεννητικά της όργανα, έτριβε το πέος του στον πισινό της και τη ρωτούσε στο αυτί αν της άρεσε. Ακούγοντας όλα αυτά αναστατώθηκε και όταν την ίδια ημέρα ο εφεσείων της τηλεφώνησε, τον ρώτησε κατά πόσο αυτά που της ανέφερε η παραπονούμενη ήταν αλήθεια. Αυτός αρνήθηκε και στη συνέχεια πήγε στο σπίτι, όπου άρχισε να φωνάζει ότι ποτέ δεν έκανε τέτοια πράγματα και μάλιστα της έδειξε στο κινητό του και μήνυμα της παραπονούμενης που του έλεγε «comeup» (στο δωμάτιο της) αλλά αυτός δεν πήγε, με την παραπονούμενη να τον διαψεύδει και να φωνάζει πως εκείνη την ημέρα είχε πάει στο δωμάτιο της. Όταν δε έφυγε από το σπίτι ο εφεσείων, η άλλη της κόρη (η ΜΚ3) επιβεβαίωσε την αδελφή της ότι κάποιες φορές ο εφεσείων έπαιρνε και την ίδια στο κρεβάτι και σε σχετική ερώτηση της αδελφής της, ανέφερε πως όταν βρισκόταν και αυτή στο κρεβάτι ένοιωθε τον εφεσείοντα «να αγκομαχεί» και «να σούζεται το κρεβάτι», αλλά νόμιζε πως αυτός έτσι κοιμόταν.
Τα όσα της αποκάλυψε η παραπονούμενη, συμπλήρωσε η ΜΚ4, την αναστάτωσαν και παρά τη συμβουλή του δικηγόρου της να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία, δίσταζε γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ψυχοφθόρο για την κόρη της. Τελικά όμως αποφάσισε πως όφειλε να προβεί σε καταγγελία και αφού μίλησε και με τον αδελφό της xxx (ΜΚ5), επισκέφθηκε το ΤΑΕ στις 22.11.16 όπου κατήγγειλε την υπόθεση. Επί του προκειμένου, η μαρτυρία του ΜΚ5 ήταν πως προέτρεψε την αδελφή του να προβεί στην καταγγελία, παρόλο που ο εφεσείων τον επισκέφθηκε στο σπίτι του και αφού αρνήθηκε κλαίγοντας τα όσα του καταλόγισε η παραπονούμενη του ζήτησε να μεσολαβήσει ώστε να τα ξαναβρούν με την αδελφή του. Να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι το σημαντικό από τη μαρτυρία της γιαγιάς της παραπονούμενης (ΜΚ6), ήταν πως η εγγονή της προσπάθησε σε κάποιες περιπτώσεις να της πει πως υπήρχε πρόβλημα στο σπίτι τους και πιο συγκεκριμένα της ανέφερε πως αν έλεγε το πρόβλημα στη μητέρα της, αυτή θα έδιωχνε τον εφεσείοντα και τα μικρά παιδιά (η xxx και ο xxx) θα έμεναν χωρίς πατέρα. Δεν την άφησε όμως να της πει τι συνέβαινε γιατί η ίδια θεωρούσε πως το όποιο πρόβλημα θα έπρεπε να το συζητήσει με τη μητέρα της, κάτι για το οποίο τώρα νοιώθει ενοχές. Αναφορικά δε με τη μαρτυρία του βιολογικού πατέρα της παραπονούμενης (του ΜΚ7), ό,τι χρειάζεται να σημειωθεί είναι ότι η μαρτυρία του (επί της ουσίας) ήταν ότι αυτός δεν αντιλήφθηκε κάτι το ύποπτο στη συμπεριφορά του εφεσείοντα έναντι των θυγατέρων του και όταν τον ενημέρωσε σχετικώς η πρώην σύζυγος του (η ΜΚ4) θύμωσε και άρχισε να ουρλιάζει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι «γιατί ο κατηγορούμενος ήταν ήδη μέσα».
Την καταγγελία της ΜΚ4 ανέλαβε να εξετάσει η Λοχίας του ΤΑΕ Στ. Ανδρέου, η οποία προέβη στη λήψη και των οπτικογραφημένων καταθέσεων των δύο ανηλίκων αδελφών. Σχετική είναι η μαρτυρία της αστ. Χριστοφή (ΜΚ1), η οποία εξαντλήθηκε στο ότι αυτή χειρίστηκε τη συσκευή λήψης των οπτικογραφημένων καταθέσεων.
Η πεμπτουσία της μαρτυρίας της παραπονούμενης όπως αυτή προκύπτει από την οπτικογραφημένη κατάθεση της (τεκμ.10) που αποτέλεσε τον κύριο κορμό της κυρίως εξέτασης της και τη μακρά αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε, έχει ως ακολούθως:-
Η σχέση της με τον εφεσείοντα έγινε πιο στενή, αλλά όχι με το σωστό τρόπο, αφού από τα 12 της χρόνια άρχισε να τη χαϊδεύει, να τη χουφτώνει, να τη φιλά και να τη βάζει και την ίδια να τον φιλά. Στη συνέχεια, όταν έγινε 13 χρόνων, ο εφεσείων άρχισε να πηγαίνει στο δωμάτιο της τα Σαββατοκύριακα που η μητέρα της είχε βάρδια, να την ξυπνά στις 6 το πρωί και να την παίρνει «κουβαλητή» στο κρεβάτι του παρόλο που αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί. Εκεί, και ενώ αμφότεροι φορούσαν ρούχα, την αγκάλιαζε σφικτά και έτριβε το γεννητικό του όργανο πάνω της. Αρχικά δεν κατάλαβε τη σοβαρότητα των πράξεων του γιατί ήταν μικρή, αλλά στη συνέχεια όταν συνειδητοποίησε τι γινόταν του ζητούσε να μην το κάνει και για να φύγει από το δωμάτιο του έβρισκε ως δικαιολογία ότι ήθελε να πάει τουαλέτα και αντ΄ αυτού πήγαινε και ξυπνούσε τα αδέλφια της.
Η πιο πάνω κατάσταση, τόνισε, ήταν σε γνώση της αδελφής της (της ΜΚ3) αφού, όπως της είπε η αδελφή της, κάποιες φορές που ξυπνούσε και πήγαινε τουαλέτα άκουγε «κάτι περίεργο» από το (κλειστό) δωμάτιο του εφεσείοντα. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις ο εφεσείων έφερνε στο κρεβάτι και την αδελφή της, την οποία έβαζε να κοιμηθεί στην άκρη του κρεβατιού και αφού τοποθετούσε μεταξύ τους μαξιλάρια, ο ίδιος ξάπλωνε στην άλλη άκρη και την αγκάλιαζε σφικτά και τριβόταν πάνω της. Στη συνέχεια όμως, η κατάσταση «εξελίχτηκε» αφού ο εφεσείων, επιπρόσθετα από το να την αγκαλιάζει σφικτά και να τρίβεται πάνω της, της άνοιγε τα πόδια και «έπαιζε» με το γεννητικό της όργανο το οποίο χάιδευε σε συγκεκριμένο σημείο μέχρι που να τελειώσει. Αυτό, ισχυρίστηκε, συνέβη αρκετές φορές - πόσες ακριβώς δεν μπορεί να πει - και όταν ο εφεσείων «τέλειωνε» «εξυπνούσαν τα μωρά τζιαι ετέλειωνε τούτη η φάση». Η ίδια του είχε πει πως δεν ήθελε να ξαναγίνει αυτό το πράγμα αλλά αυτός, παρόλο που της υποσχέθηκε ότι δεν θα το ξανακάνει, δεν τήρησε την υπόσχεση του και μετά από δύο εβδομάδες, τέλος του καλοκαιριού του 2016, το ξανάκανε. Ισχυρίστηκε συναφώς ότι, ενώ ήταν στο σπίτι τόσο η μητέρα της όσο και τα αδέλφια της, ο εφεσείων πήγε στο δωμάτιο της για να της βάλει κρέμα στην πλάτη γιατί πονούσε και εκεί, χωρίς η ίδια να το καταλάβει, της σήκωσε τη μπλούζα και το σουτιέν και άρχισε να χαϊδεύει και να της φιλά το στήθος και αυτή αντέδρασε με το να κατεβάσει τη μπλούζα και να τον αποκαλέσει «παλαβό».
H μαρτυρία της παραπονούμενης υποστηρίχτηκε και από την αδελφή της (την ΜΚ3), η οποία βασικά ισχυρίστηκε ότι (α) ο εφεσείων ζητούσε από την αδελφή της να της κάνει μασάζ και αυτή του έλεγε «οκ πάμε», (β) κάποια πρωϊνά που η μητέρα τους απουσίαζε από το σπίτι και αυτή περνούσε έξω από το (κλειστό) υπνοδωμάτιο του εφεσείοντα για να πάει να πιει νερό, τον άκουγε να αναπνέει πολύ βαθιά και να βγάζει ήχους «εεεμ, χαχα», (γ) σε κάποιες άλλες περιπτώσεις ο εφεσείων ήταν στο (κλειδωμένο) δωμάτιο του με την αδελφή της και όταν του κτυπούσε την πόρτα η μικρή τους αδελφή (η xxx), αυτός την έδιωχνε και άνοιγε την πόρτα αφού τέλειωνε, (δ) σε μια περίπτωση όταν ήταν έξω από το υπνοδωμάτιο του εφεσείοντα, άκουσε την αδελφή της να του φωνάζει «άφησ΄ με» και όταν προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, ο εφεσείων την άνοιξε θυμωμένος κρατώντας την παραπονούμενη σφικτά και (ε)σε κάποιες περιπτώσεις ο εφεσείων πήγε στο δωμάτιο της και της είπε πως η αδελφή της την ήθελε κοντά της και έτσι πήγε και αυτή στο υπνοδωμάτιο του, όπου είδε την αδελφή της να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Εκεί ο εφεσείων την έβαλε να ξαπλώσει στη μια πλευρά του κρεβατιού, μετά έβαλε μαξιλάρια σαν «φράκτη» μεταξύ αυτής και της αδελφής της ενώ ο ίδιος ξάπλωσε στην άλλη άκρια και ένιωθε το κρεβάτι να κουνιέται και τον εφεσείοντα να κάνει ένα ήχο «ααχχχ ααχχχ» που αργότερα αντιλήφθηκε ότι πιθανό να συνέβαινε κάτι άλλο. Και αυτό γιατί τους είχαν πει στο σχολείο πως κατά τη σεξουαλική επαφή τα αγόρια «νιώθουν κάπως με τούτο το θέμα» και κάνουν βαθιές ανάσες.
Ο ψυχισμός των δύο ανήλικων αδελφών αξιολογήθηκε από τις κλινικούς ψυχολόγους Μ. Ευαγγέλου (ΜΚ8) και Σ. Βυζάκου (ΜΚ9), οι οποίες ετοίμασαν Ψυχολογικές Εκθέσεις τις οποίες και εξήγησαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Ό,τι όμως απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας είναι ότι:-
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ8, η παραπονούμενη δεν παρουσίαζε κάποια ενεργή ψυχοπαθολογία - δηλαδή δεν είχε παραισθήσεις - μπορούσε να περιγράψει τα συναισθήματα και τα συμβάντα της ζωής της με συνοχή, ότι είχε καλή αντίληψη της πραγματικότητας και πως στην περίπτωση της είναι φυσιολογικό να μην ήταν σε θέση να καθορίσει χρονικά την έναρξη και τη συχνότητα των όσων καταλόγισε στον εφεσείοντα. Επεσήμανε δε ότι ένα παιδί που έχει βιώσει κακοποίηση, πολλές φορές έχει διαστρεβλωμένες γνωστικές λειτουργίες του γεγονότος και σκέφτεται μήπως έκανε κάτι το ίδιο που οδήγησε στο τραυματικό γεγονός. Εφαρμόζοντας δε σχετικά διαγνωστικά κριτήρια - τα DSM-V - υποστήριξε πως η συμπτωματολογία που παρουσίαζε η παραπονούμενη ανταποκρινόταν σε διαταραχή μετατραυματικού στρες, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις αναφορές της για όσα (κατ΄ ισχυρισμό) βίωσε και προς τούτο συνέστησε μακροχρόνια εξειδικευμένη ψυχοθεραπευτική υποστήριξη από ειδικό καθώς και ψυχολογική υποστήριξη από όλη την οικογένειά της.
Σύμφωνα με τη ΜΚ9, η ΜΚ3 παρουσιάζει χαμηλή αυτοεκτίμηση και στεναχωριέται γιατί λόγω της εμφάνισης της τυγχάνει απόρριψης από τα άλλα παιδιά του σχολείου και θα ήθελε και αυτή να έχει πραγματικές και «κολλητές» φίλες. Έχει όμως οξύτητα παρατήρησης, ικανοποιητική μνημονική ανάκληση γεγονότων, πλούσιο προφορικό λεξιλόγιο και ικανότητα εσωτερικής σκέψης.
Τέλος, προς συμπλήρωση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, σημειώνεται πως ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως με την παραπονούμενη τσακώνονταν συχνά για διάφορα θέματα. Όπως για το ότι ντυνόταν προκλητικά, αλλά επί της ουσίας απέρριψε κατηγορηματικά τα όσα η παραπονούμενη του καταλόγισε και ισχυρίστηκε ότι όσα του αποδίδονται είναι ψέματα.
Το Κακουργιοδικείο ανέλυσε την ενώπιον του μαρτυρία με ιδιαίτερη - όχι απαραιτήτως και αναγκαία - σχολαστικότητα. Κατ΄ ακολουθία δε της αποδοχής της μαρτυρίας όλων των ΜΚ ως αξιόπιστης και της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως αναξιόπιστης, κατέληξε σε ανάλογα ευρήματα τα οποία και ταξινόμησε ως ακολούθως:-
«1) Όταν η Μ.Κ.2 ήταν 12 ετών, δηλαδή περί το έτος 2014, ενώ ο Κατηγορούμενος βρισκόταν στο σπίτι και πρόσεχε όλα τα παιδιά και η Μ.Κ.4 απουσίαζε στην εργασία της, σε κάποιες περιπτώσεις ο Κατηγορούμενος άρχισε να φιλά, αγγίζει, χουφτώνει και χαϊδεύει τη Μ.Κ.2 ενώ έβαζε και την ίδια να τον φιλά.
2) Αργότερα και σταδιακά, κατά το Καλοκαίρι του 2015 αφότου η Μ.Κ.4 ξεκίνησε να εργάζεται πλέον με βάρδιες, και ενώ αυτή εργαζόταν Σαββατοκύριακα και έφευγε πολύ νωρίς το πρωί από το σπίτι, η συμπεριφορά του Κατηγορουμένου διαφοροποιήθηκε. Συγκεκριμένα, γύρω στις 6 το πρωί ο Κατηγορούμενος πήγαινε στο δωμάτιο όπου κοιμούνταν όλα τα παιδιά και ξυπνούσε τη Μ.Κ.2 λέγοντας της να πάει να της κάνει ο ίδιος μασάζ. Η Μ.Κ.2 δεν ήθελε να ξυπνήσει ούτε και να πάει στο δικό του υπνοδωμάτιο και του έλεγε πως δεν ήθελε, όμως ο Κατηγορούμενος τη μετέφερε, την έπαιρνε «κουβαλητή», και την έβαζε στο κρεβάτι στο υπνοδωμάτιο του και κλείδωνε την πόρτα. Εκεί, ενώ και οι δύο ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι με τα ρούχα, η Μ.Κ.2 με την πλάτη γυρισμένη προς τον Κατηγορούμενο, αυτός την αγκάλιαζε και έτριβε το γεννητικό του όργανο πάνω της, ήτοι στο σώμα της, πάνω από τα ρούχα. Κατά τη διάρκεια της πράξης αυτής και μέχρι την εκσπερμάτωση του, ακούγονταν οι βαθιές ανάσες του Κατηγορουμένου τις οποίες άκουγε η Μ.Κ.3 όταν τύγχανε να περνά έξω από το δωμάτιο.
3) Σε κάποιο στάδιο και κατόπιν προτροπής της Μ.Κ.2, ο Κατηγορούμενος ξυπνούσε και τη Μ.Κ.3 και εάν αυτή δεχόταν πήγαινε στο υπνοδωμάτιο του. Ο Κατηγορούμενος κλείδωνε την πόρτα. Εκεί η Μ.Κ.3 ξάπλωνε στη μια πλευρά του κρεβατιού, μετά ο Κατηγορούμενος έβαζε ένα «φράκτη» από μαξιλάρια, μετά ξάπλωνε η Μ.Κ.2 και στην άλλη πλευρά ο Κατηγορούμενος. Τότε και πάλι ο Κατηγορούμενος επαναλάμβανε τις ίδιες πράξεις έναντι στη Μ.Κ.2, ενώ η Μ.Κ.3 ένιωθε το κρεβάτι που κουνιόταν και άκουγε τις βαθιές ανάσες του Κατηγορουμένου και ήχους όπως «ααχχχ ααχχχ».
4) Κάποιες φορές η xxx πήγαινε έξω από την πόρτα και κτυπούσε για να μπει μέσα αλλά ο Κατηγορούμενος άνοιγε μόνο όταν τελείωνε. Μόνο εάν κτυπούσε το τηλέφωνο, που προφανώς καλούσε η Μ.Κ.4, ο Κατηγορούμενος άνοιγε την πόρτα και έλεγε στη xxx να μην απαντήσει και πως θα τηλεφωνούσε ο ίδιος αργότερα στη μητέρα της.
5) Αποτελεί επίσης εύρημα μας πως μια φορά η xxx απάντησε το τηλέφωνο και ανέφερε στη μητέρα της πως ο Κατηγορούμενος κοιμόταν στο υπνοδωμάτιο του με τις Μ.Κ.2 και 3, χωρίς η Μ.Κ.4 να υποψιαστεί ότι συνέβαινε κάτι κακό.
6) Μια φορά η Μ.Κ.3 πήγε έξω από το υπνοδωμάτιο, άκουσε τη Μ.Κ.2 να του φωνάζει «άφησ' με» και τότε προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα και τελικά ο Κατηγορούμενος θυμωμένος την άνοιξε κρατώντας σφικτά τη Μ.Κ.2 για να μην μιλήσει.
7) Υπήρξαν και φορές που κατά τη διάρκεια της ίδιας πράξης, ο Κατηγορούμενος άνοιγε τα πόδια της, έβαζε το δάκτυλο του πάνω από τα ρούχα της Μ.Κ.2 και έτριβε τα γεννητικά της όργανα ενώ κάποιες φορές έβαλε το χέρι του μέσα στη μπλούζα να πιάσει το στήθος της.
8) Αυτές οι πράξεις του Κατηγορουμένου δεν είχαν συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.
9) Αποτελεί εύρημα μας πως η Μ.Κ.2 έβρισκε αφορμή κάποτε να φεύγει λέγοντας του να σταματήσει ή πως ήθελε να πάει τουαλέτα και πήγαινε και ξυπνούσε τα αδέλφια της.
10) Υιοθετείται επίσης ως εύρημα μας η θέση της Μ.Κ.2 πως δεν αντιδρούσε στη συμπεριφορά του Κατηγορουμένου επειδή φοβόταν μήπως αυτός μετά δεν ήταν πιο ήρεμος μαζί της, όπως γινόταν συνήθως. Δεχόμαστε περαιτέρω πως και ο ίδιος της έλεγε ή της έγνεφε να μην μιλήσει γι΄ αυτά που της έκανε.
11) Είναι επίσης εύρημα μας πως η Μ.Κ.2 δεν κατάλαβε εξαρχής τη σοβαρότητα του προβλήματος και αργότερα αντιλήφθηκε πως αυτό που γινόταν δεν ήταν σωστό.
12) Σε κάποιο στάδιο η Μ.Κ.2 είπε στον Κατηγορούμενο πως δεν ήθελε να συνεχιστεί αυτή η συμπεριφορά του και αυτός της υποσχέθηκε πως θα σταματούσε.
13) Δύο βδομάδες αργότερα, περί το Καλοκαίρι του 2016 ένα βράδυ και ενώ ήταν όλοι στο σπίτι, η μητέρα της είχε κοιμηθεί και ο Κατηγορούμενος ήταν κάτω, κάπνιζε και έπινε αναψυκτικό, η Μ.Κ.2 ήταν πιασμένη από τη γυμναστική και ενώ βρισκόταν στη σοφίτα, έστειλε μήνυμα μέσω του κινητού τηλεφώνου της σε αυτό του Κατηγορουμένου να ανεβεί πάνω για να της πάρει κρέμα. Αυτός ανέβηκε στο δωμάτιο της και της έβαλε κρέμα και χωρίς η ίδια να το καταλάβει, σήκωσε τη μπλούζα και τον στηθόδεσμο της και τη χάιδεψε και φίλησε στο στήθος. Τότε αυτή αμέσως κατέβασε τη μπλούζα και τον αποκάλεσε «παλαβό», ο Κατηγορούμενος δεν κατάλαβε τη λέξη, γελούσε και κατέβηκε κάτω και όταν κατέβηκε και η Μ.Κ.2, τη ρώτησε τι σημαίνει και αυτή του απάντησε ότι κάνει βλακείες και πρέπει να σταματήσει.
14) Η συμπεριφορά του Κατηγορουμένου συνεχίστηκε μέχρι και τον Νοέμβριο του 2016, όταν η μητέρα της τσακώθηκε μαζί του και του ζήτησε να φύγει, από το σπίτι.
15) 0 Κατηγορούμενος ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι και επανασυνδεθεί με τη Μ.Κ.4, η οποία, στις 20.11.16 σε συνομιλία της με τη Μ.Κ.4 την ενημέρωσε περί τούτου και τη ρώτησε εάν είχε να της αναφέρει οτιδήποτε και τότε η Μ.Κ.2 προέβη στην αποκάλυψη.
16) Αποτελεί εύρημα μας πως η Μ.Κ.2 δεν μίλησε ενωρίτερα σε οποιονδήποτε για τα συμβάντα αυτά καθότι φοβόταν πως η μητέρα της δεν θα την πίστευε και επειδή η μητέρα της αγαπούσε τον Κατηγορούμενο και δεν ήθελε να την πληγώσει, σκεφτόταν τη xxx η οποία θα έμενε χωρίς πατέρα, φοβόταν την αντίδραση του πατέρα της με τον οποίο δεν είχαν στενή σχέση και δεν ήθελε να μάθει γι΄ αυτό η γιαγιά ούτε να μιλήσει στον θείο της.
17) Τέλος, αποτελεί εύρημα μας πως σύμφωνα με την ψυχολογική αξιολόγηση των Μ.Κ.2 και 3, λόγω αυτής της εμπειρίας που βίωσαν, αυτές παρουσιάζουν Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες σύμφωνα με τα Διαγνωστικά Κριτήρια DSM-V και χρήζουν μακροχρόνιας θεραπείας.»
Έχοντας θέσει το υπόβαθρο, προχωρούμε πρώτα σε εξέταση των Λόγων Έφεσης 2-10 με τους οποίους διατυπώνεται η θέση πως εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των ΜΚ 2-9 και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Με την επισήμανση ότι το παράπονο του εφεσείοντα σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΚ2 (παραπονούμενης), ΜΚ3, ΜΚ4, ΜΚ5, ΜΚ6 και ΜΚ7, διατυπώνεται με γενικότητα εφόσον δεν προσδιορίζει τις αντιφάσεις ή τα σφάλματα στα οποία κατ΄ ισχυρισμό υπέπεσε το Κακουργιοδικείο. Τούτο γιατί, το μόνο που προβάλλεται είναι πως το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε κατά λανθασμένο τρόπο (α) τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε έκαστος των μαρτύρων αυτών κατά την ακροαματική διαδικασία, (β) τις αντιφάσεις έκαστου εξ αυτών σε σχέση με την κατάθεση του στην αστυνομία και σε σχέση με τους άλλους ΜΚ και (γ) τη μαρτυρία τους, στη βάση της οποίας κανένα Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε ευρήματα ενοχής του εφεσείοντα (λόγοι Έφεσης 1, 2, 3, 7, 5 και 6 αντιστοίχως).
Είναι προφανές ότι οι προαναφερθέντες Λόγοι Έφεσης - όπως αυτοί προωθήθηκαν με το 7σέλιδο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα - στερούνται παντελώς ουσιαστικού και νομικού ερείσματος και ως γενικοί και αόριστοι απορρίπτονται. Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μόνο στην περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε παράλογα ή αυθαίρετα ή ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία, είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου (βλ. ενδεικτικά Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 13-17/2017 ημερ. 4.7.2017, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 91/2017 ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214 και Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 228/2018 ημερ. 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102). Με μόνη προσθήκη ότι στην παρούσα περίπτωση δεν προσδιορίζονται οι αντιφάσεις που κατ΄ ισχυρισμό υπέπεσαν οι πιο πάνω ΜΚ και κατά πόσο οι (αδιευκρίνιστες) αυτές αντιφάσεις θα είχαν συνέπειες στα τελικά συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου τα οποία, λόγω αυτών,θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως παράλογα, αυθαίρετα ή ανυπόστατα.
Ανάλογες παρατηρήσεις γίνονται και σε σχέση με τους Λόγους Έφεσης 4 και 8, με τους οποίους καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι εσφαλμένα στηρίχτηκε στη μαρτυρία των κλινικών ψυχολόγων ΜΚ8 και 9, εφόσον με τους υπό αναφορά Λόγους Έφεσης δεν προσδιορίζεται γιατί το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να στηριχτεί στη μαρτυρία τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Λόγους έφεσης 9 και 10, με τους οποίους απλώς προβάλλεται πως η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν σταθερή και χωρίς αντιφάσεις και εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο την απέρριψε ως αναξιόπιστη.
Τέλος, με το Λόγο Έφεσης 11 διατυπώνεται το παράπονο ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα «δεν έλαβε υπόψιν του τα κενά που παρουσίαζε η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής με τη μη κατάθεση μαρτύρων κατηγορίας όπως ήταν τα ανήλικα τέκνα του εφεσείοντα». Τούτο γιατί, ενώ με την προσκομισθείσα μαρτυρία έγινε λόγος για τα παιδιά του εφεσείοντα xxx και xxx εντούτοις αυτά δεν κλήθηκαν να καταθέσουν τόσο στην αστυνομία όσο και ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Δεν εξηγείται όμως γιατί η μαρτυρία των δύο αυτών παιδιών - ηλικίας κατά τον ουσιώδη χρόνο 7 και 4 χρόνων - ήταν ουσιώδης ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης και πώς η μη κλήτευση τους επηρέασε δυσμενώς με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη (βλ. επί του προκειμένου την ανάλυση που έγινε στη ΧΧ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης κρίνεται ως αόριστη, αβάσιμη και παντελώς ατεκμηρίωτη και ως τέτοια απορρίπτεται.
Η ΕΦΕΣΗ (η υπ΄ αρ. 137/2018) ΓΙΑ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Όπως υπενθυμίσαμε σε πρόσφατη απόφαση μας - στην Ο.Ο. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 337/2018 ημερ. 20.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:B23 - η επάρκεια της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής και το Εφετείο επεμβαίνει όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική. Έκδηλα δε ανεπαρκής ή υπερβολική ποινή προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής που οριοθετείται από τη νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως ορθώς επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, τα εγκλήματα που διέπραξε ο εφεσείων σε βάρος της έφηβης θετής κόρης του είναι εξαιρετικά σοβαρά και γι΄ αυτά ο Νόμος (άρθρο 6(4)(α) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Ν.91(Ι)/2014) προβλέπει κατά ανώτατο όριο ποινή φυλακίσεως δια βίου που είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για επιμέτρηση της ποινής. Λαμβανομένου δε υπόψιν ότι, όπως ορθώς επισημάνθηκε από το Κακουργιοδικείο, (α) τα εγκλήματα εναντίον παιδιών βρίσκονται σε συνεχή και ανησυχητική έξαρση, (β) ο εφεσίβλητος ήταν για την παραπονούμενη η πατρική φιγούρα του σπιτιού, (γ) οι χυδαιότητες του έναντι της διήρκησαν για δύο (2) περίπου χρόνια και μάλιστα στην παρουσία, σε κάποιες περιπτώσεις, της μικρότερης αδελφής της και (δ) ότι αυτές τραυμάτισαν τον ψυχικό κόσμο τόσο της παραπονούμενης όσο και της αδελφής της, η εν τέλει ποινή που θα έπρεπε να του επιβληθεί θα έπρεπε να είναι αυστηρή και με αποτρεπτικό χαρακτήρα. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει τεκμηριώσει, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, πασιφανή αναντιστοιχία μεταξύ της σοβαρότητας των εγκλημάτων που διέπραξε ο εφεσίβλητος σε βάρος της έφηβης θετής κόρης του σε σχέση με την ποινή των 7 χρόνων φυλάκισης που του επιβλήθηκε. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι θετική. Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι η ποινή φυλάκισης των 7 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο θα ήταν η αρμόζουσα στην περίπτωση παραδοχής του στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Και αυτό εφόσον η παραδοχή είναι ο πλέον σημαντικός μετριαστικός παράγοντας κατά την επιμέτρηση της ποινής (Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28) και δη σε υποθέσεις της εξεταζόμενης φύσεως όπου, με την παραδοχή, αποφεύγεται η ψυχική ταλαιπωρία του θύματος το οποίο με τη μη παραδοχή του δράστη υποβάλλεται σε αντεξέταση και ως εκ τούτου βιώνει εκ δευτέρου τα όσα τραυμάτισαν το σώμα και την ψυχή του.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η ποινή των 7 χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκε σε εκάστη των κατηγοριών της σεξουαλικής κακοποίησης της παραπονούμενης δυνάμει του άρθρου 6(4)(α) του Νόμου αυξάνεται στα 10 χρόνια, ποινές που βεβαίως θα συντρέχουν.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση για ανεπάρκεια της ποινής επιτυγχάνει ως ανωτέρω.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Ο εφεσείων γεννήθηκε στην Αίγυπτο τον Ιανουάριο του 1980.
[2]Ηλικίας κατά τον επίδικο χρόνο 13 και 14 χρόνων.
[3]Η μητέρα (ΜΚ4) είχε και έχει μόνιμη εργασία με βάρδιες στο δημόσιο.