ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σ. Αργυρού, για τον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 337/2018 Χρ. Κυθραιώτου (κα), για την εφεσίβλητη Χρ. Κυθραιώτου (κα), για την εφεσείουσα στην έφεση αρ. 351/2018 Σ. Αργυρού, για τον εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-01-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Ο.Ο. κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 337/2018, 351/2018, 20/1/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B23

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Ποινική Έφεση Αρ. 337/2018

(σχ. με 351/2018)

 

 

20 Ιανουαρίου, 2020

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Ο.Ο.

                                                                                      Εφεσείοντα

                  

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                                      Εφεσίβλητης

......

 

                                                                   Ποινική Έφεση Αρ. 351/2018

(σχ. με 337/18)

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                                      Εφεσείουσας

 

ΚΑΙ

 

Ο. Ο.

                                                                                      Εφεσίβλητου

 

 

 

......

 

Σ. Αργυρού, για τον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 337/2018

Χρ. Κυθραιώτου (κα), για την εφεσίβλητη

Χρ. Κυθραιώτου (κα), για την εφεσείουσα στην έφεση αρ. 351/2018

Σ. Αργυρού, για τον εφεσίβλητο

 

......

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας καταδίκασε τον εφεσείοντα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 και 4 ετών, αφού τον έκρινε ένοχο (α) κατόπιν παραδοχής σε επτά (7) κατηγορίες κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(1) του περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014, στο εξής ο Νόμος) και (β) κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε δύο (2) κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(4)(α) και 6(4)(γ) του Νόμου, αδικήματα που σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που παρατίθενται στο κατηγορητήριο διαπράχθηκαν στο χωριό xxx της Επαρχίας Λευκωσίας την περίοδο Ιουνίου 2016 και Μαΐου 2017, με θύμα τη 14χρονη (τότε) ανήλικη xxx (στο εξής η ανήλικη) η οποία παρουσιάζει ήπια νοητική αδυναμία.

 

      Επιπροσθέτως των πιο πάνω κατηγοριών, ο εφεσείων αντιμετώπιζε και τέσσερις (4) κατηγορίες - τις υ΄ αρ. 11-14 - για άσεμνη επίθεση εναντίον της ανήλικης (άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), Κεφ. 154) στις οποίες όμως αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

 

      Ο εφεσείων θεωρεί την καταδίκη του στις  κατηγορίες 2 και 3, τις οποίες δεν παραδέχθηκε, εσφαλμένη  και με την Έφεση 337/2018 αποβλέπει στην ανατροπή της στη βάση τεσσάρων (4) Λόγων Έφεσης, ενώ η Δημοκρατία με την Έφεση 351/2018 προσβάλλει το ύψος της ποινής των τεσσάρων (4) χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στις εν λόγω κατηγορίες ως έκδηλα ανεπαρκές.

 

      Πρώτα όμως η σκιαγράφηση του παραδεκτού πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης που στοιχειοθετεί και τις κατηγορίες 4-10, τις οποίες ο εφεσείων παραδέχθηκε.

 

      Ο εφεσείων, ηλικίας κατά τον ουσιώδη χρόνο 46 ετών, είναι νυμφευμένος με (πρώτη) εξάδελφη της μητέρας της ανήλικης και διαμένει μαζί με τη σύζυγο του και τα δύο τους παιδιά - ηλικίας 12 και 18 χρόνων - σε οικία στο χωριό xxx, η οποία βρίσκεται δίπλα από την οικία όπου διαμένει η ανήλικη με την οικογένεια της.

 

      Η ανήλικη, λόγω των σχέσεων των δύο οικογενειών, επισκεπτόταν συχνά το σπίτι του εφεσείοντα ο οποίος, εκμεταλλευόμενος κάθε προσφερόμενη ευκαιρία, είτε της έδειχνε πορνογραφικό υλικό σε ηλεκτρονικό υπολογιστή είτε αυνανιζόταν μπροστά της.  Συγκεκριμένα, την περίοδο Ιουνίου-Ιουλίου του 2016, έδειξε στην  ανήλικη σε τρεις περιπτώσεις πορνογραφικό υλικό στο οποίο απεικονίζονταν πρόσωπα να επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις, παρά την αντίδραση της ανήλικης που του έλεγε «Γιατί μου τα δείχνεις τούτα τα πράγματα;  Έννεν για την ηλικία μου» και ενώ ήθελε να φύγει ο εφεσείων δεν την άφηνε (κατηγορίες 4, 5 και 6), ενώ την περίοδο Ιουνίου 2016 και Μαΐου 2017, αυνανίστηκε μπροστά στην ανήλικη σε τέσσερις περιπτώσεις (κατηγορίες 7, 8, 9 και 10).

 

      Κατ΄ ακολουθία της παραδοχής από τον εφεσείοντα των κατηγοριών 4-10, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε προς απόδειξη των υπόλοιπων κατηγοριών της υπόθεσης 4 μάρτυρες κατηγορίας - τον ανακριτή της υπόθεσης Λοχία Χ¨Σέργη (ΜΚ1), την ανήλικη (ΜΚ2), τον Ιατροδικαστή Χαραλάμπους (ΜΚ3) και την κλινική ψυχολόγο Γεωργίου (ΜΚ4) - ενώ ο εφεσείων όταν κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής, χωρίς να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης.

     

      Το Κακουργιοδικείο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των 4 ΜΚ που κατέθεσαν ενώπιον του, τους οποίους έκρινε όλους αξιόπιστους, κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:-

 

«1. Περί τον Ιούνιο 2016, η xxx βρισκόταν στο σαλόνι της οικίας του Κατηγορουμένου μαζί με τον Κατηγορούμενο, τη θεία της (σύζυγο του Κατηγορούμενου) και τη θυγατέρα τους Ε. Σε κάποια στιγμή, η θεία της xxx πήγε στην τουαλέτα και η ξαδέλφη της σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού, ώστε ο Κατηγορούμενος βρισκόταν μόνος με την xxx στο σαλόνι. Εκμεταλλευόμενος, τότε, την ευκαιρία, επιτέθηκε άσεμνα στην xxx και αφού την έσυρε προς την καρέκλα που βρισκόταν εκεί, έβαλε το χέρι του μέσα στο κοντό παντελονάκι που φορούσε και εισχώρησε το δάχτυλο του, πρώτα στο αιδοίο και εν συνεχεία στον πρωκτό της. Με την εισχώρηση του δαχτύλου στο αιδοίο της, η xxx πόνεσε και έσπρωξε τον Κατηγορούμενο για να τον απωθήσει.

 

2.      Το επεισόδιο διήρκησε μερικά μόνο λεπτά. Όταν, μετά από λίγα λεπτά, βγήκε η θεία της xxx από την τουαλέτα, ακούοντας προφανώς θόρυβο από το επεισόδιο που είχε προηγηθεί, ρώτησε τον Κατηγορούμενο: «Τι κάμνεις του μωρού;». Ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι παρενόχλησε την Παραπονούμενη.

 

3.      Η xxx δεν ανέφερε στη θεία της τι συνέβη εκείνη τη στιγμή, ούτε σε κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας της. Αποκάλυψε στη θεία της μετά από κάποιες μέρες ότι της έδειχνε ταινίες με πορνογραφικό περιεχόμενο, χωρίς όμως να της αναφέρει τα γεγονότα του πιο πάνω επεισοδίου.

 

4.      Το καλοκαίρι του ιδίου έτους (2016), η xxx πήγε σε πισίνα στην xxx, με τον Κατηγορούμενο, τα δύο παιδιά του, μια φίλη τους και τον Μ. Σε κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν στα ξέβαθα και τα άλλα παιδιά κολυμπούσαν στα βαθιά της πισίνας, την πλησίασε ο Κατηγορούμενος και αφού πρόταξε τα χέρια του στο περιτοίχισμα της πισίνας, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό τη διαφυγή της, της είπε να μείνει εκεί. Ακολούθως κατέβασε το μαγιό του αλλά προτού προλάβει να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, η xxx διέφυγε, κολυμπώντας κάτω από το νερό.

 

5.      Αμέσως μετά η xxx πήγε στο σημείο που κολυμπούσαν τα άλλα παιδιά, χωρίς να τους αναφέρει οτιδήποτε για την ενέργεια του Κατηγορούμενου που είχε προηγηθεί.

 

6.      Οι παρενοχλήσεις της xxx από τον Κατηγορούμενο δεν περιορίστηκαν μόνο στα ανωτέρω δύο περιστατικά. Σε αρκετές περιπτώσεις επεδείκνυε τα γεννητικά του όργανα στην xxx, όπως περιέγραψε στη μαρτυρία της. Είναι γεγονός ότι η xxx δεν ήταν σαφής ως προς τις ημερομηνίες και τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες έλαβαν χώρα τα διάφορα επεισόδια. Σε σχετικές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, ανέφερε πως το έκανε «άπειρες» φορές.

   Στηριζόμενοι στην υπό αναφοράν μαρτυρία της, καταλήγουμε ότι ο Κατηγορούμενος έδειξε τα γεννητικά του όργανα στην xxx, σε τουλάχιστον 4  διαφορετικές  περιπτώσεις,   ως  αναφέρεται  στις  λεπτομέρειες των κατηγοριών 11-14.

7.         Την Ιη Ιουνίου, 2017, η Παραπονούμενη μετέβη με τη μητέρα της στην Αστυνομία και προέβη σε καταγγελία, δίδοντας οπτικογραφημένη κατάθεση.

   Εν συνεχεία, η Παραπονούμενη παραπέμφθηκε για εξέταση από την ΜΚ4 η οποία αφού είχε μαζί της σειρά ψυχοδιαγνωστικών συναντήσεων κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2017, ετοίμασε σχετική Έκθεση (Τεκμήριο 7).

8.           Αποδεχόμενοι τη μαρτυρία της ΜΚ4, καταλήγουμε σε εύρημα ότι η xxx παρουσιάζει ήπια νοητική υστέρηση και ότι διαγνώστηκε με διαταραχή μετατραυματικού στρες.

9.           Η Παραπονούμενη εξετάστηκε, επίσης, από Ιατροδικαστή (ΜΚ3) ο οποίος διαπίστωσε ρήξη παρθενικού υμένα. Προκύπτει αβίαστα από τη μαρτυρία του ΜΚ3 ότι η εισχώρηση δακτύλου στο αιδοίο μπορεί να προκαλέσει ρήξη του παρθενικού υμένα. Δεν αποκλείουμε, συνεπώς, το ενδεχόμενο η ρήξη του υμένα της Παραπονούμενης να επήλθε από την εισχώρηση του δακτύλου του Κατηγορούμενου στο αιδοίο της, ως αναφέρεται στην παράγραφο 1 πιο πάνω.»

 

       Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 11-14 που αφορούσαν άσεμνη επίθεση (άρθρο 151, ΠΚ) κρίνοντας - με αναφορά σε νομολογία (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου, Ποιν. Εφ. 120/13 ημερ. 30.3.15, R. v. Court (1988) 2 All E.R. 221 και R. v. Maurice Leeson, 52 Cr. App. 185) και στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice (2003), παρ. Β.79-Β3.84 (σελ. 228-230) - πως «Από τα γεγονότα που περιβάλλουν τις υπό εξέταση κατηγορίες, το μόνο που προκύπτει είναι ότι ο Κατηγορούμενος προέβη απλά σε άσεμνες πράξεις χωρίς αυτές να συνοδεύονται από άλλη παράνομη ενέργεια (απειλή, ανήθικη πρόταση, άσκηση βίας, άγγιγμα ή έστω κάποια κίνηση προς το μέρος της Παραπονούμενης) που θα μπορούσε να της αποδοθεί η έννοια της επίθεσης».  Προσέγγισε δηλαδή τις εν λόγω κατηγορίες με την «παραδοσιακή», θα λέγαμε, αντίληψη ότι οι άσεμνες πράξεις ενός άνδρα που στρέφονται εναντίον μιας γυναίκας δεν στοιχειοθετούν «επίθεση» όταν αυτές δεν συνοδεύονται από οποιαδήποτε άλλη παράνομη ενέργεια απ΄ αυτές που (ενδεικτικά) εντόπισε η νομολογία.  Ωστόσο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απρόκλητη επίδειξη των γεννητικών οργάνων από ένα άνδρα σε μια γυναίκα, συνιστά «επίθεση» εναντίον της αξιοπρέπειας της προσωπικότητας της και στην περίπτωση που αυτή στρέφεται - όπως εδώ - εναντίον ενός παιδιού, «επίθεση» εναντίον των εν γένει δικαιωμάτων του παιδιού που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού.  Δεν θα επεκταθούμε όμως επί του θέματος εφόσον το ζήτημα δεν έχει εγερθεί από τη Δημοκρατία στην Έφεση της, αλλά απλώς το επισημαίνουμε για προβληματισμό για μελλοντικούς σκοπούς.

 

      Τα πιο πάνω λοιπόν για προβληματισμό σε σχέση με την έννοια του όρου «επίθεση» στα σεξουαλικά αδικήματα, και αυτό γιατί το έργο του Εφετείου περιορίζεται στην εξέταση των ζητημάτων που οι δύο πλευρές έχουν εγείρει με τις εφέσεις τους.

      Με την έφεση του εναντίον της καταδίκης του στις κατηγορίες 2 και 3, ο εφεσείων εγείρει βασικά τρία (3) ζητήματα.  Το πρώτο, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη καθότι η Κατηγορούσα Αρχή, ενεργώντας μεροληπτικά, δεν κλήτευσε για μάρτυρες, αφενός,  κάποιο «Μ.» που μόνο αυτός «γνώριζε όλη την αλήθεια και ο πρώτος που έλαβε το πρώτο παράπονο που μπορούσε να θεωρηθεί και ως Άμεσο Παράπονο σελ. 5 της Απόφασης» και, αφετέρου, το άγνωστο αγόρι με το οποίο η ανήλικη είχε δεσμό.  Το δεύτερο, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Ψυχολόγου (ΜΚ4) ενόψει του ότι αυτή προέβη σε αξιολόγηση της ανήλικης μόνο σε όσα αυτή της ανέφερε, χωρίς να υποστηρίζεται η αξιολόγηση της «από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία όπως της οικογένειας της και του σχολείου της» και, το τρίτο, ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε εύρημα ενοχής του εφεσείοντα χωρίς ενισχυτική μαρτυρία και χωρίς αυτοπροειδοποίηση.

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τη θέση ότι ο πελάτης του δεν έτυχε δίκαιης δίκης με αναφορά στα όσα λέχθηκαν στην ΧΧΧ v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 177/2017 ημερ. 20.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B550, τα γεγονότα της οποίας - όπως υποστήριξε - προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας.  Ο «Μ.» και το «άγνωστο αγόρι», ισχυρίστηκε, ήταν ουσιώδεις και αναγκαίοι μάρτυρες και η χωρίς εξήγηση παράλειψη της αστυνομίας να λάβει από τα πρόσωπα αυτά καταθέσεις και στη συνέχεια να τα κλητεύσει ενώπιον του Δικαστηρίου να καταθέσουν, έπληξε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.

      Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, προώθησε τη θέση ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο υιοθέτησε τη θέση της Ψυχολόγου (ΜΚ4) ότι η ανήλικη παρουσιάζει ελαφριά νοητική υστέρηση εφόσον, η Ψυχολόγος, χρησιμοποίησε ως εργαλείο για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό το WISC III το οποίο είναι πεπαλαιωμένο και κατά την αντεξέταση της παραδέχτηκε ότι προέβη στην αξιολόγηση της ανήλικης χωρίς να λάβει συνεντεύξεις από τους δασκάλους της «ώστε να δημιουργήσει σφαιρική εικόνα ως προς την καθυστέρηση που παρουσίαζε και κατά πόσο αυτή συνδέετο με τα περιστατικά της υπόθεσης».

      Τέλος, σε σχέση με το τρίτο ζήτημα, ο συνήγορος του εφεσείοντα προέβη σε λεπτομερή αναφορά στη μακροσκελή κατάθεση της ανήλικης προς την αστυνομία, διατυπώνοντας τη θέση ότι οι ισχυρισμοί της σε σχέση με τις κατηγορίες 2 και 3 δεν έπρεπε να γίνουν αποδεκτοί χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

      Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και αντικρούοντας τις αιτιάσεις του εφεσείοντα, επεσήμανε τα ακόλουθα:-

      Το παράπονο του εφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη στη βάση ότι η Κατηγορούσα Αρχή ενήργησε μεροληπτικά εναντίον του, δεν ηγέρθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί κατ΄ έφεση.  Εν πάση περιπτώσει ο «Μ.», όπως εξήγησε και ο εξεταστής της υπόθεσης (ΜΚ1), αρνήθηκε τόσο την εμπλοκή του στην υπόθεση όσο και να δώσει κατάθεση.  Δόθηκε επομένως εξήγηση γιατί το εν λόγω πρόσωπο, το οποίο δεν ήταν αναγκαίος μάρτυρας, δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία και το υπό αναφορά παράπονο του εφεσείοντα είναι αβάσιμο.  Σ΄ ό,τι δε αφορά το «άγνωστο αγόρι» με το οποίο η ανήλικη είχε δεσμό, η μαρτυρία αυτού δεν μπορεί να λεχθεί ότι ήταν σχετική με τα επίδικα θέματα και εν πάση περιπτώσει δεν ήταν δυνατό να προσκομισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία άγνωστου προσώπου.  Αναφορικά δε με το παράπονο ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Ψυχολόγου, υπενθύμισε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας της ήταν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα παράπονα του εφεσείοντα δεν είναι τέτοια που δικαιολογούν επέμβαση του Εφετείου.  Ειδικά σ΄ ό,τι αφορά τη χρήση από τη Ψυχολόγο του εργαλείου WISC III, o ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το εργαλείο αυτό είναι πεπαλαιωμένο προωθήθηκε κατά τρόπο γενικό και αόριστο και εάν η θέση του ήταν ότι η αξιολόγηση της ανήλικης από την Ψυχολόγο ήταν ελλιπής, θα μπορούσε να προσκομίσει μαρτυρία από δικό του εμπειρογνώμονα, κάτι το οποίο δεν έπραξε.  Τέλος, σε σχέση με το τρίτο παράπονο του εφεσείοντα, υιοθέτησε ως ορθή την προσέγγιση του ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το κατά πόσο η εν λόγω προσέγγιση είναι ή όχι ορθή θα εξεταστεί πιο κάτω στο κατάλληλο στάδιο.

      Έχοντας θέσει το πλαίσιο της έφεσης που στρέφεται εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3, θα εξετάσουμε πρώτα το παράπονο του εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω της μη κλήτευσης ως μαρτύρων των δύο προσώπων - κάποιου Μ. και του άγνωστου αγοριού - που σύμφωνα με τον εφεσείοντα συνιστά μεροληπτική σε βάρος του ενέργεια εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής.

      Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, εξετάστηκε εκτενώς στην Χ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 177.2017 ημερ. 20.12.2018, τα γεγονότα της οποίας θεωρούνται από τον εφεσείοντα ως προσομοιάζοντα με τα γεγονότα της παρούσας.  Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ο παραλληλισμός των γεγονότων των δύο υποθέσεων.  Στην υπόθεση Χ.Χ. ν. Δημοκρατίας, η οποία αφορούσε κατ΄ ισχυρισμό σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης από τον παππού της, η Κατηγορούσα Αρχή, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση, δεν κάλεσε ως μάρτυρες τους γονείς και τον αδελφό της ανήλικης που είχαν - όπως κρίθηκε - άμεσες παραστάσεις για τη συμπεριφορά του παππού έναντι της ανήλικης και μάλιστα σε μια περίπτωση, όταν κατ΄ ισχυρισμό της ανήλικης την ενόχλησε σεξουαλικά ο παππούς της, τον κατήγγειλε αμέσως στον πατέρα και τον αδελφό της.  Στην παρούσα όμως περίπτωση, τα πράγματα διαφέρουν ουσιωδώς.  Καμιά άμεση παράσταση δεν είχαν οι «Μ.» και το «άγνωστο αγόρι» για τις επιλήψιμες ενέργειες του εφεσείοντα έναντι της ανήλικης, πλην των όσων εκ των υστέρων αυτή τους ανάφερε.  Συνεπώς δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αναγκαίοι για την  υπόθεση μάρτυρες και εν πάση περιπτώσει η Κατηγορούσα Αρχή έδωσε πειστικές εξηγήσεις για τη μη κλήτευση της.  Αφενός λόγω της πεισματικής άρνησης του ανήλικου «Μ.» να καταθέσει και αφετέρου δεν μπορεί να γίνει λόγος για τη  μη κλήτευση ενός προσώπου που είναι άγνωστο στην Κατηγορούσα Αρχή.

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω το παράπονο του εφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη - το οποίο θα μπορούσε να απορριφθεί και στη βάση ότι δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως για να εξεταστεί - απορρίπτεται ως αβάσιμο.

      Αβάσιμο κρίνεται και το δεύτερο παράπονο του εφεσείοντα, το οποίο έχει στο στόχαστρο του την αξιολόγηση της ανήλικης από την Ψυχολόγο ως προσώπου που παρουσιάζει ελαφριά νοητική υστέρηση.  Και αυτό στη βάση των όσων αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, με τα οποία διατυπώνουμε την πλήρη συμφωνία μας.

      Τέλος, αβάσιμο κρίνεται και το τρίτο παράπονο του εφεσείοντα ότι το κακουργιοδικείο δεν θα έπρεπε να τον καταδικάσει χωρίς ενισχυτική μαρτυρία και χωρίς αυτοπροειδοποίηση.  Προς τούτο είναι αρκετό να παραθέσουμε αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο δεν αφήνει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου επί του προκειμένου.

 

     «Προτού προχωρήσουμε στη νομική ανάλυση των επί μέρους αδικημάτων, θεωρούμε χρήσιμο να επισημάνουμε ότι δεν απαιτείται η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας στην παρούσα υπόθεση, ενόψει των τροποποιήσεων που έχει επιφέρει ο Νόμος 14(1)/2009 στον περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9. Όπως είναι γνωστό με τον Τροποποιητικό Νόμο αντικαταστάθηκε το άρθρο 9 ως ακολούθως:

«9. Για την απόδειξη οποιουδήποτε αδικήματος δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού.».

 

 

     Όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113, οι πιο πάνω νέες πρόνοιες του άρθρου 9 του Κεφ. 9 έχουν εφαρμογή για την απόδειξη «οποιουδήποτε αδικήματος» και δεν μπορεί η πρακτική του κοινοδικαίου (για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων) να υπερισχύει του ρητού νομοθετήματος επί του προκειμένου.

     Σε κάθε περίπτωση, έχουμε προσεγγίσει τη μαρτυρία της Παραπονούμενης με τη μέγιστη δυνατή προσοχή, αντικρύζοντάς την ωσάν να μην υπήρχε η αναφερθείσα νομοθετική εξαίρεση. Αφού προειδοποιήσαμε κατάλληλα τους εαυτούς μας, κρίναμε ότι θα μπορούσαμε να στηριχθούμε στη μαρτυρία της Παραπονούμενης και να καταδικάσουμε τον Κατηγορούμενο χωρίς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας (βλ. Petrosyan ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 90, Ανδρέου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 182/2015, ημερ. 18/11/2016, ECLI:CY:AD:2016:B529 κ.ά.)».

     

      Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση εναντίον της καταδίκης στις κατηγορίες 2 και 3 απορρίπτεται, η δε πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

Η ΕΦΕΣΗ (η υπ΄ αρ. 351/18) ΓΙΑ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

      Το Κακουργιοδικείο, στη βάση των ευρημάτων στα οποία κατέληξε ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας, θεώρησε για σκοπούς επιβολής ποινής ως επιβαρυντικούς για τον εφεσίβλητο παράγοντες (α) την εκμετάλλευση της παιδικής αφέλειας της ανήλικης, (β) την ήπια νοητική της υστέρηση, (γ) τη μεγάλη διάρκεια των παρενοχλήσεων (Ιούνιο του 2016 μέχρι το Μάιο του 2017), (δ) τη μεγάλη διαφορά ηλικίας θύτη (46 χρόνων) και θύματος (14 χρόνων) και (ε) το γεγονός ότι οι παρενοχλήσεις τραυμάτισαν τον ψυχικό κόσμο της ανήλικης, με αποτέλεσμα την πρόκληση σε αυτή μετατραυματικού στρες.  Επιπροσθέτως έλαβε υπόψιν ότι τα αδικήματα των κατηγοριών 2 και 3, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος μετά από ακροαματική διαδικασία, τιμωρούνται κατά ανώτατο όριο δια βίου φυλάκιση και παρά το γεγονός ότι έλαβε υπόψιν τόσο τις προσωπικές του συνθήκες συμπεριλαμβανομένων και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει όσο και το λευκό ποινικό του μητρώο, κατέληξε - και ορθώς - ότι οι προσωπικές του συνθήκες δεν μπορούσαν να εξουδετερώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής που θα έπρεπε να του επιβληθεί (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 397).  Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, έκρινε ότι στην περίπτωση του η ενδεδειγμένη ποινή για τις απαράδεκτες πράξεις του σε βάρος της ανήλικης ήταν η ποινή των τεσσάρων (4) ετών φυλάκισης και αυτό αφού συνυπολόγισε και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε υπό κράτηση για διάστημα 18 μηνών (από τον Ιούνιο του 2017) λόγω της αδυναμίας του να συμμορφωθεί με τους όρους εμφάνισης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Παντελή (2000) 2 Α.Α.Δ. 384).

      Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν διαφωνεί ότι το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στις ορθές νομικές αρχές που εφαρμόζονταν στην περίπτωση του εφεσίβλητου, αλλά θεωρεί ότι δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και στην ανάγκη ότι σε αδικήματα σεξουαλικής φύσης σε βάρος κυρίως παιδιών πρέπει να επιβάλλονται αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές, ως ο σκοπός του Νομοθέτη με τη θέσπιση του Νόμου 91(Ι)/2014.  Η ποινή των τεσσάρων (4) ετών φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο, υποστήριξε, είναι έκδηλα ανεπαρκής και δεν αντιστοιχεί στη σοβαρότητα των κατακριτέων πράξεων του έναντι της ανήλικης.  Παρέπεμψε σαφώς στις Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 184/15 ημερ. 13.2.18, ECLI:CY:AD:2018:B72, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γενεθλίου, Ποιν. Εφ. 5/16 ημερ. 1.3.16 και άλλες.

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου  δεν διαφωνεί ότι τα αδικήματα που διέπραξε ο πελάτης του εναντίον της ανήλικης είναι πολύ σοβαρά, όπως δεν διαφωνεί και με τους επιβαρυντικούς παράγοντες που εντόπισε το Κακουργιοδικείο.  Διαφωνεί όμως ότι η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής και με αναφορά στις Δημοκρατία ν. Γ.Ν., Ποιν. Εφ. 197/16 ημερ. 16.1.18, ECLI:CY:AD:2018:B24, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Κ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 272/17 ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B397 διατύπωσε τη θέση ότι η προσβαλλόμενη ποινή, λαμβανομένου υπόψιν ότι ο εφεσίβλητος ήταν υπό κράτηση για 18 μήνες, ήταν αυστηρή.

      Εξετάσαμε ό,τι τέθηκε ενώπιον μας, έχοντας υπόψιν ότι το δύσκολο έργο επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της.  Όπως συναφώς τονίστηκε στην xxx Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 79./2019 ημερ. 13.3.2018, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, «Η επάρκεια της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής.  Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική» και με αναφορά στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, επεσήμανε πως «Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις».

      Έχοντας υπόψιν τις πιο πάνω (βασικές) νομολογιακές αρχές που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου σε επιβληθείσα ποινή, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει τεκμηριώσει πασιφανή αναντιστοιχία μεταξύ της σοβαρότητας των εγκλημάτων που διέπραξε ο εφεσίβλητος σε βάρος της ανήλικης σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή.  Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι ότι όντως έχει τεκμηριώσει τέτοια αναντιστοιχία.  Οι χυδαίες πράξεις του εφεσίβλητου έναντι της ανήλικης, διάρκειας ενός περίπου χρόνου, με αποκορύφωμα τα όσα έπραξε σε βάρος της στο σαλόνι του σπιτιού του και στην πισίνα της Ψημολόφου (ευρήματα 1 και 4, πιο πάνω) που τεκμηριώνουν τις κατηγορίες 2 και 3, λαμβανομένων υπόψιν αφενός όλων των επιβαρυντικών παραγόντων που εντόπισε το Κακουργιοδικείο και αφετέρου ότι τα ανοσιουργήματα του εφεσίβλητου σε βάρος της ανήλικης τιμωρούνται κατά ανώτατο όριο με φυλάκιση  δια βίου, που είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για επιμέτρηση της ποινής, τεκμηριώνουν με τον πλέον ισχυρό τρόπο πασιφανή αναντιστοιχία μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και της επιβληθείσας ποινής.  Δικαιολογείται επομένως η επέμβαση του Εφετείου στο ύψος της ποινής που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στα εγκλήματα που διέπραξε ο 46χρονος (τότε) εφεσίβλητος σε βάρος της 14χρονης (τότε) ανήλικης, τραυματίζοντας με χυδαίο τρόπο τον ψυχικό της κόσμο και προκαλώντας της μετατραυματικό στρες.  Λαμβανομένου δε υπόψιν ότι ο εφεσίβλητος στερήθηκε της ελευθερίας του για 18 μήνες λόγω μη συμμόρφωσης στους όρους εμφάνισης του, στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

      Η ποινή των τεσσάρων (4) χρόνων που επιβλήθηκε σε εκάστη των κατηγοριών 2 και 3 αυξάνεται στα επτά (7) χρόνια, ποινές που βεβαίως θα συντρέχουν.

      Ενόψει των πιο πάνω η έφεση για ανεπάρκεια της ποινής επιτυγχάνει, ως ανωτέρω.

 

     

                                                                   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο