ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Σάββας Ζανούπας, για τους Εφεσείοντες CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-01-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο H. AJAMI LTD κ.α. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 15/2019, 13/1/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B13

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 15/2019)

 

13 Ιανουαρίου, 2020

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Δ/στές]

 

Μεταξύ:

1.   H. AJAMI LTD

2.   xxx ΧΑΗΝΤΑΡ ATZAMH

3.   O. ALI

4.   A. ALI

5.   xxx ALSELAM ALELI

Εφεσειόντων,

v

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________________

Σάββας Ζανούπας, για τους Εφεσείοντες                       

Ειρήνη Σάββα (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα

__________________________

       Την ομόφωνη απόφαση θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η πρώτη κατηγορούμενη εταιρεία - πρώτη εφεσείουσα και οι κατηγορούμενοι 2, 3, 4 και 5 (εφεσείοντες 2 - 5), αντιμετώπισαν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τις εξής κατηγορίες:

 

Α)      Η πρώτη κατηγορούμενη εταιρεία αντιμετώπισε τρεις κατηγορίες. Ότι στις 16.10.2014 εργοδοτούσε παράνομα τους τρίτον, τέταρτο και πέμπτο κατηγορούμενους, χωρίς άδεια του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, κατά παράβαση του άρθρου 14(Β) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε (κατηγορίες 1, 2 και 3).

 

Β)      Ο δεύτερος κατηγορούμενος, κατηγορήθηκε ότι, κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία, εργοδότησε παράνομα τον τρίτο, τέταρτο και πέμπτο κατηγορούμενους, χωρίς άδεια του προαναφερόμενου Διευθυντή, κατά παράβαση του άρθρου 14(Β) του Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε (κατηγορίες 4, 5 και 6, αντίστοιχα).

 

Γ)      Οι κατηγορούμενοι 3, 4 και 5 αντιμετώπισαν, ο καθένας, από μία κατηγορία, ότι δηλαδή εργάζονταν παράνομα στη Δημοκρατία, κατά την 16.10.2014, για λογαριασμό της πρώτης κατηγορούμενης και του δεύτερου κατηγορούμενου, χωρίς άδεια του προαναφερόμενου διευθυντή, κατά παράβαση των άρθρων 2, 19(1)(κ) και 20 του Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε (κατηγορίες 7, 8 και 9, αντίστοιχα).

 

Η δέκατη κατηγορία, η οποία αφορούσε τον πέμπτο κατηγορούμενο - εφεσείοντα, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υπάρχει αντέφεση και δεν θα ασχοληθούμε με αυτή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού βρήκε ότι αποδείχθηκε, εκ πρώτης όψεως, υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων, τους κάλεσε σε απολογία και όλοι οι κατηγορούμενοι άσκησαν το δικαίωμα της σιωπής και δεν πρόσφεραν και οποιανδήποτε μαρτυρία προς υπεράσπιση τους.  Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τους κατηγορούμενους - εφεσείοντες σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, εκτός από τη δέκατη.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, με επτά λόγους έφεσης:

 

Πρώτον, καθότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι αποδείχθηκε, εκ πρώτης όψεως, υπόθεση εις βάρος των κατηγορουμένων.

 

Δεύτερον, καθότι εσφαλμένα έκρινε την πρώτη εφεσείουσα εταιρεία ως υπεύθυνη των εργασιών στο υπό κατασκευή έργο, στο οποίο βρέθηκαν οι κατηγορούμενοι 3, 4 και 5 να εργάζονται.

 

Τρίτον, καθότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η πρώτη εφεσείουσα εργοδοτούσε τους εφεσείοντες 3, 4 και 5.

 

Τέταρτον, καθότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο δεύτερος εφεσείων υπήρξε συνεργός της πρώτης εφεσείουσας στη διάπραξη του αδικήματος της παράνομης εργοδότησης των εφεσειόντων 3, 4 και 5.

 

Πέμπτον, καθότι εσφαλμένα και αντινομικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης, καλώντας τους εφεσείοντες 1 και 2 να αποδείξουν την αθωότητα τους.

 

Έκτον, καθότι εσφαλμένα και αυθαίρετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταδίκασε όλους τους εφεσείοντες στη βάση εικασιών και υπονοιών και

 

Έβδομον, καθότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε τους εφεσείοντες 3, 4 και 5 ένοχους στην κατηγορία της παράνομης εργοδότησης τους από τους εφεσείοντες 1 και 2.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην τελική του απόφαση, έκαμε αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, και δέχθηκε, ως αξιόπιστους, όλους τους μάρτυρες κατηγορίας. Ιδιαίτερης σημασίας, είναι η μαρτυρία των ΜΚ3 και ΜΚ5.  Ο ΜΚ3, Αστυνομικός που έλαβε μέρος στην αστυνομική επιχείρηση για το επίδικο περιστατικό, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι στον χώρο του εργοταξίου, τον οποίο επισκέφθηκε κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία, παρατήρησε ότι υπήρχαν μηχανήματα που έφεραν πινακίδα της πρώτης εφεσείουσας εταιρείας, καθώς και δύο οχήματα, τα οποία διαπίστωσε αργότερα ότι ήταν εγγεγραμμένα στο όνομα της πρώτης εφεσείουσας. Ο ΜΚ3 εντόπισε τους κατηγορούμενους εφεσείοντες 3, 4 και 5, πήρε τα στοιχεία τους και διαπίστωσε ότι ήταν αλλοδαποί, χωρίς άδεια εργασίας στην Κύπρο, οι οποίοι εργάζονταν στον συγκεκριμένο χώρο.

 

Ο ΜΚ5 ήταν διευθυντής κάποιας άλλης εταιρείας, της CELICANDIA LTD, η οποία συμφώνησε με την πρώτη εφεσείουσα, μέσω του διευθυντή και ιδιοκτήτη της, εφεσείοντα 2, την ανέγερση μιας κατοικίας, στην επίμαχη περιοχή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, την οποία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δέχτηκε ως απόλυτα αξιόπιστη, μετά από σχετική συμφωνία μεταξύ των δύο εταιρειών, η πρώτη εφεσείουσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε αναλάβει την εργολαβία για την ανέγερση κατοικίας εντός του συγκεκριμένου χώρου και είχε τον πλήρη έλεγχο και την κατοχή του χώρου.  Ο εφεσείων 2 εκπροσώπησε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την πρώτη εφεσείουσα, ήταν διευθυντικό στέλεχος της και είχε την προφανή εξουσιοδότηση να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις για την πρώτη εφεσείουσα.

 

Στα ευρήματα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρει ότι η ταυτότητα των εφεσειόντων 3, 4 και 5 διαπιστώθηκε από τον ΜΚ3, το γεγονός ότι και οι τρεις απασχολούνταν κάνοντας εργασίες για την υπό ανέγερση κατοικία, επίσης διαπιστώθηκε από τον ΜΚ3, όπως και το ότι οι τρεις εφεσείοντες δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε έγγραφα παροχής άδειας εργοδότησης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε ειδικά στο άρθρο 14(Β) του Κεφ. 105 και ανέλυσε τα συστατικά του στοιχεία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η πρώτη κατηγορούμενη - εφεσείουσα εργοδότησε τους κατηγορούμενους εφεσείοντες 3, 4 και 5, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο, ενώ αυτοί ήσαν αλλοδαποί, οι οποίοι δεν είχαν την απαιτούμενη, από τον Νόμο, άδεια.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο κατηγορούμενο - εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και αυτός διέπραξε το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης των κατηγορουμένων - εφεσειόντων 3, 4 και 5 στην προαναφερόμενη, υπό ανέγερση, κατοικία. Όπως παρατήρησε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ο δεύτερος εφεσείων διαδραμάτισε ρόλο συνεργού, με γνώμονα τη σχέση του με την πρώτη εφεσείουσα, η οποία ήταν αυτουργός στη διάπραξη του αδικήματος της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών. Κατά τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, ο εφεσείων 2 διώχθηκε, δυνάμει του άρθρου 20, του Κεφ. 154 και αναφέρθηκε στις σχετικές αποφάσεις Ajini κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319 και Γενικός Εισαγγελέας v. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9.  Αφού έκαμε αναφορά και στην υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων, με τα οποία κατηγορήθηκαν οι εφεσείοντες 1 & 2, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκαν τα αδικήματα της παράνομης εργοδότησης των εφεσειόντων 3, 4 και 5 από τους Εφεσείοντες 1 και 2.

 

Αναφορικά με τους κατηγορούμενους - εφεσείοντες 3, 4 και 5, που είναι Σύριοι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέλυσε το άρθρο 19(1)(κ) του Κεφ. 105 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, οι προαναφερόμενοι Εφεσείοντες είναι αλλοδαποί, σύμφωνα με την έννοια του Νόμου, οι οποίοι εργάζονταν, κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία, στον συγκεκριμένο χώρο, για λογαριασμό των Εφεσειόντων 1 & 2, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την άδεια του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού & Μετανάστευσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Seraphim v. The Police (1981) 2 CLR, 227, στην οποία αποφασίστηκε ότι, στο ποινικό δίκαιο, η εργοδότηση αλλοδαπού  και, κατ' επέκταση, η απασχόληση του με την έννοια της ανάληψης εργασίας, μπορεί να αποδειχθεί, χωρίς να απαιτείται συμφωνία εργοδότησης, έλεγχος από τον εργοδότη, καθορισμός ωρών εργασίας ή πληρωμή μισθού. Σύμφωνα με νομολογία που παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ανάληψη οποιουδήποτε είδους εργασίας είναι αξιόποινη και καλύπτει μια ευρύτατη κατάσταση πραγμάτων (Δέστε: Karaoglanian v. Police (1984) 2 CLR, 161 και Θεοχάρους κ.α. v. Αστυνομίας, (2014) 2 Α.Α.Δ. 831, ECLI:CY:AD:2014:B897).

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα:

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται ως τέτοιος.  Η ενδιάμεση απόφαση, με την οποία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, βρήκε, εκ πρώτης όψεως, υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων - εφεσειόντων στις πρώτες εννέα κατηγορίες είναι ορθή και δεόντως αιτιολογημένη.  Το Δικαστήριο, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία και υπό το φως των αρχών που διέπουν το ζήτημα, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε, εκ πρώτης όψεως, υπόθεση εναντίον των Εφεσειόντων.  

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην καθόλα αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΚ3 και ΜΚ5, σύμφωνα με την οποία, τον έλεγχο και την εκτέλεση των εργασιών στο υπό κατασκευή έργο, στο οποίο απασχολούνταν οι εφεσείοντες 3, 4 και 5, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε η πρώτη εφεσείουσα.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, προέβηκε σε εύρημα ότι η πρώτη εφεσείουσα εργοδοτούσε, σύμφωνα με την έννοια που δόθηκε στον όρο από τη νομολογία, τους Εφεσείοντες 3, 4 και 5. Αυτοί βρέθηκαν να απασχολούνται, δηλαδή να εργάζονται σε χώρο στον οποίο η πρώτη Εφεσείουσα είχε έλεγχο και ανήγειρε, εργολαβικά, μία κατοικία.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στο εύρημα ότι ο Εφεσείων 2 υπήρξε συνεργός της εφεσείουσας 1 στη διάπραξη του αδικήματος της παράνομης εργοδότησης των εφεσειόντων 3, 4 και 5. Παρατηρούμε ότι, στο κατηγορητήριο, στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 4, 5 και 6 δεν αναγράφεται ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν συνεργός της πρώτης κατηγορούμενης εταιρείας.  Ούτε και το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα αναγράφεται στην έκθεση αδικήματος, αυτό, όμως, δεν είναι απαραίτητο, σύμφωνα με τη νομολογία [Δέστε: Ajini (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας v. Θεοδώρου (ανωτέρω)].

 

Υπήρχε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αξιόπιστη μαρτυρία ότι ο δεύτερος εφεσείων, που ήταν ιδιοκτήτης και διευθυντής της πρώτης εφεσείουσας εταιρείας, προέβη στην υπογραφή της συμφωνίας με την προαναφερόμενη εταιρεία CELICANDIA LTD, σύμφωνα με την οποία (συμφωνία) τον έλεγχο και την κατοχή του επίδικου χώρου στον οποίο βρέθηκαν οι τρεις αλλοδαποί να απασχολούνται, τον είχε η πρώτη εφεσείουσα. Ο δεύτερος εφεσείων δεν βρισκόταν στον συγκεκριμένο χώρο κατά τον χρόνο που  η αστυνομία ανεύρε τους τρεις αλλοδαπούς να εργάζονται χωρίς άδεια, αλλά αυτό δεν έχει οποιανδήποτε ιδιαίτερη σημασία, εφόσον, από τα γεγονότα που δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο προκύπτει, με ασφάλεια, ότι είχε την απαιτούμενη γνώση και πρόθεση, ως συνεργός: Δέστε PA Charalambous Trading Co Ltd v. Παναγή, Ποινική Έφεση 212/2014, ημερ. 4.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B412.

 

Υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε πως, η καταδίκη του δεύτερου εφεσείοντα στις κατηγορίες 4, 5 & 6 θα πρέπει να επικυρωθεί.  Είναι προφανές ότι ο δεύτερος εφεσείων ενήργησε ως συνεργός της πρώτης εφεσείουσας, με πλήρη γνώση των δεδομένων, κατά τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων.  Επομένως, και ο τέταρτος λόγος απορρίπτεται.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι εντελώς ανεδαφικός και απορρίπτεται. Σε καμιά περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αντέστρεψε το βάρος απόδειξης, αλλά, αντίθετα, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, τόνισε πως, το βάρος της απόδειξης το είχε η Κατηγορούσα Αρχή - εφεσίβλητη (Δέστε τις σελίδες 19 και 20 της πρωτόδικης απόφασης).

 

Ο έκτος λόγος έφεσης είναι επίσης αβάσιμος και απορρίπτεται. Όλοι οι κατηγορούμενοι - εφεσείοντες καταδικάστηκαν στη βάση αξιόπιστης μαρτυρίας, σύμφωνα με την οποία αποδείκτηκαν όλα τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και η καταδίκη τους ουδόλως βασίστηκε σε εικασίες και υπόνοιες. Οι εφεσείοντες 3, 4 και 5 βρέθηκαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και στον συγκεκριμένο χώρο, να εργάζονται στην ανέγερση οικοδομής, την οποία εργολαβικά είχε αναλάβει η πρώτη εφεσείουσα, μετά από συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του δεύτερου εφεσείοντα, διευθυντή και ιδιοκτήτη της εταιρείας, με τρίτη εταιρεία.  Οι εφεσείοντες 3, 4 και 5 ήταν αλλοδαποί που εργάζονταν στην Κύπρο χωρίς την απαραίτητη άδεια εργασίας, για λογαριασμό των εφεσειόντων.

 

Ο έβδομος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά και πάλι στην καταδίκη των εφεσειόντων, είναι αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                Μ. Μ. Νικολάτος, Π.

 

                                                                Α. Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο