ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B473
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 231/2018)
19 Νοεμβρίου, 2019
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Ε.Α.
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
---------
Ρ. Μαππουρίδης, για τον εφεσείοντα.
Μ. Δρυμιώτου (κα), για την εφεσίβλητη.
---------
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία του ανήλικου.]
---------
Μ. Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε κατά πλειοψηφία ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε μεγάλο αριθμό κατηγοριών που αφορούσαν στο αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2 και 10 του τότε ισχύοντος περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007, Ν. 87(Ι)/2007. Η σεξουαλική εκμετάλλευση εξειδικεύθηκε σε αντίστοιχες κατηγορίες ως αγγίγματα στο στήθος, αγγίγματα στο στήθος και χαϊδέματα των γεννητικών οργάνων της παραπονούμενης, η οποία είχε γεννηθεί το 1998, και εξαναγκασμό σε πεολειξία, που κατά το κατηγορητήριο έλαβαν χώρα από το 2009 μέχρι και το 2014. Η απόφαση της πλειοψηφίας ήταν καταδικαστική, πλην των κατηγοριών που αφορούσαν το έτος 2014, εφόσον σύμφωνα με τα ευρήματα η σεξουαλική εκμετάλλευση σταμάτησε όταν η παραπονούμενη ήταν 15 ετών, άρα σταμάτησε το 2013. H απόφαση της μειοψηφίας ήταν αθωωτική για όλες τις κατηγορίες.
Με την έφεση προσβάλλεται το έργο της αξιολόγησης. Προβάλλεται κατά πρώτον ο ισχυρισμός ότι υπήρχαν αντιφάσεις και ανακολουθίες σημαντικές που θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει το δικαστήριο στην αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, προκειμένου να καταδικάσει. Περαιτέρω η μαρτυρία της μητέρας της παραπονούμενης (ΜΚ2) και η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν μεταξύ τους αντιφατικές χωρίς να έχουν λογική συνέπεια και συνέχεια επί των γεγονότων. Τρίτο, το Κακουργιοδικείο αδικαιολόγητα περιορίστηκε στην υποκειμενική εντύπωση που αποκόμισε για την αξιοπιστία της παραπονούμενης, χωρίς να αντιπαραβάλει και διερευνήσει αντικειμενικά τις εκατέρωθεν εκδοχές.
Στην ανάπτυξη των λόγων έφεσης προωθήθηκε η θέση ότι ενώ η παραπονούμενη είχε την ευκαιρία σε προγενέστερο στάδιο να αποκαλύψει την κατ΄ ισχυρισμόν σεξουαλική παρενόχληση, αυτή δεν το έπραξε. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, εν προκειμένω, από την υπεράσπιση σε μια περίπτωση το 2011, κατά την οποία η ΜΚ2, μετά που η αδελφή του εφεσείοντα τη ρώτησε κατά πόσο ο εφεσείοντας «πειράζει τη μιτσιά», ρώτησε ευθέως το παιδί, το οποίο αρνήθηκε κάτι τέτοιο, οπότε η ΜΚ2 δεν έδωσε συνέχεια.
Στα ίδια πλαίσια προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην παράλειψη της παραπονούμενης να αναφέρει ότι την παρενοχλούσε σεξουαλικά ο εφεσείοντας σε κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία μετά από επεισόδιο αυτοτραυματισμού της, παρά το γεγονός ότι η ίδια συνέδεσε το επεισόδιο εκείνο με τα όσα απέδωσε στον εφεσείοντα.
Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η εκδοχή της παραπονούμενης ήταν αντιφατική εφόσον από τη μια παρουσιάζει τον εφεσείοντα να έχει εξαιρετικά κακή συμπεριφορά, υβριστική ακόμα και επιθετική, έναντι της, και από την άλλη τον παρουσιάζει να την κολακεύει λέγοντας της ότι ήταν πιο όμορφη από τη μητέρα της και ρωτώντας την αν ήθελε να την παντρευτεί όταν θα μεγάλωνε. Γίνεται επίσης αναφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν αντιφάσεις μεταξύ της παραπονούμενης και της ΜΚ2. Προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο εκ προοιμίου εξέλαβε ως δεδομένη τη σεξουαλική παρενόχληση της παραπονούμενης από τον εφεσείοντα ώστε εσφαλμένα να καταλήξει σε εύρημα περί ευάλωτου και σεξουαλικά κακοποιημένου παιδιού, κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας και με αποτέλεσμα η όποια μαρτυρία προσκομίστηκε από τον εφεσείοντα να απορριφθεί εκ προοιμίου, όπως απορρίφθηκαν και οι θέσεις της υπεράσπισης, ως λ.χ. ότι η παραπονούμενη χρησιμοποίησε τον νεαρό που σε κάποιο στάδιο είχε σχέσεις μαζί της (ΜΚ6) για να ενισχύσει το παράπονο της. Περαιτέρω, ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσείοντας χρησιμοποιούσε διάφορες απειλές και ευτελή δελεασμό όπως για παράδειγμα γλυκά και χαρτζιλίκι για να μετατρέψει την παραπονούμενη σε υποχείριο του, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία μπορούσε να εξασφαλίσει αυτά με τα οποία τη δελέαζε και από τη μητέρα της η οποία τη στήριζε οικονομικά και ήταν ανεξάρτητη.
Αρχίζοντας από το ζήτημα του χρόνου που έγινε το παράπονο, σημειώνουμε το γεγονός ότι η παραπονούμενη αποκάλυψε για πρώτη φορά στη μητέρα της την κατ΄ ισχυρισμόν σεξουαλική κακοποίηση από τον εφεσείοντα το 2016, τρία και πλέον χρόνια μετά που είχε σταματήσει να την παρενοχλεί. Το ερώτημα αφορά τη σημασία που μπορεί να έχει η καθυστερημένη αποκάλυψη.
Η παραδοσιακή αντίληψη του κοινού δικαίου, η οποία φαίνεται να βρήκε έκφραση και σε κυπριακή νομολογία (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 1), ήταν ότι το θύμα σεξουαλικής επίθεσης ή εκμετάλλευσης αναμένεται να προβεί σε παράπονο με την πρώτη ευκαιρία (βλ. Rook and Ward on Sexual Offences, 5th ed., 30.102, "Late" Complaint και Australian Law Reform Commission, New South Wales Law Reform Commission and Victorian Law Reform Commission, Uniform Evidence Law, Report 102, NSWLRC Report 112, VLRC FR (2005) [18.72]). Η αντίληψη όμως αυτή, θεωρείται πλέον ως απηρχαιωμένη. Έχει από πολλού αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανήλικα πρόσωπα, δεν αναμένεται, ως εκ της τραυματικής τους εμπειρίας, να ενεργήσουν κατά τον «αναμενόμενο» τρόπο ώστε να υποβάλουν άμεσο παράπονο (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766, Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 146, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 113, Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 547 και Σ.Π. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 207/13, 25.6.2014, ECLI:CY:AD:2014:B426).
Μάλιστα θεωρείται πλέον ότι πρόκειται για ένα ζήτημα για το οποίο μπορεί το ίδιο το δικαστήριο, όταν εγείρεται από την υπεράσπιση θέμα κατασκευασμένου παραπόνου, μέσα από τη δική του δικαστική εμπειρία και ως ζήτημα κοινής λογικής, να προβεί σε σχετικό σχόλιο για τους ενδεχόμενους λόγους ενός καθυστερημένου παραπόνου από νεαρά πρόσωπα, χωρίς την ανάγκη μαρτυρίας ειδικών, νοουμένου ότι το σχόλιο είναι εξισορροπημένο και δίκαιο (R. v. MM [2007] EWCA Crim. 1558, Doody [2008] EWCA Crim. 2557, Miller [2010] EWCA Crim. 1578). Θα πρέπει να λαμβάνονται, παράλληλα, υπόψιν τα επιχειρήματα της υπεράσπισης ότι η καθυστέρηση στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλεται σε κατασκευασμένο παράπονο (R. v. GJB [2011] EWCA Crim 867). Είναι σημαντικό η καθοδήγηση να είναι προσαρμοσμένη στα γεγονότα της υπόθεσης και να περιορίζεται σε αδιαμφισβήτητες διαπιστώσεις της κοινής πείρας (ΜΜ v. R. [2011] EWCA Crim 1291).
Στα πλαίσια αυτά, στην υπόθεση Doody (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι κατά τρόπο θεμιτό εξηγήθηκε από το δικαστή στους ενόρκους ότι η εμπειρία καταδεικνύει πως οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά στο τραυματικό βίωμα σοβαρών σεξουαλικών επιθέσεων, ότι δεν υπάρχει στερεότυπη αντίδραση και ότι εναπόκειται στους ενόρκους να αξιολογήσουν τη θέση της υπεράσπισης ότι η καθυστέρηση καταδεικνύει ψευδές παράπονο και να λάβουν υπόψιν ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να υποβάλουν παράπονο αμέσως στο πρώτο πρόσωπο που θα δουν, ενώ άλλοι μπορεί να αισθάνονται ντροπή και σοκ με αποτέλεσμα να μην υποβάλουν παράπονο για κάποιο χρόνο και ότι ένα καθυστερημένο παράπονο δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ψευδές παράπονο. Αποφασίστηκε επίσης ότι δικαιολογημένα υποδείχθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή ότι είναι καλά γνωστό ότι το τραυματικό βίωμα ενός βιασμού μπορεί να προκαλέσει αισθήματα ντροπής και ενοχής, τα οποία εμποδίζουν το θύμα από του να υποβάλει παράπονο.
Στην υπόθεση R. v. MM (ανωτέρω), ο κατηγορούμενος ήταν πατριός δύο κοριτσιών και διέμενε κατά τον επίδικο χρόνο μαζί τους. Χρόνια μετά που έφυγε από το σπίτι τους οι παραπονούμενες τον κατήγγειλαν για επανειλημμένους, για χρόνια βιασμούς, η πρώτη και επανειλημμένες, για χρόνια επίσης, άσεμνες επιθέσεις, η δεύτερη. Ο δικαστής, αφού προειδοποίησε τους ενόρκους για τον κίνδυνο δυνητικού επηρεασμού της υπεράσπισης από την καθυστέρηση προέβη σε ένα ευρύ σχόλιο στις οδηγίες του προς τους ενόρκους, το οποίο θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιο, ως χαρακτηριστικά ενδεικτικό της αποκρυσταλλωμένης πλέον αντίληψης στην κοινή πείρα και την κοινή λογική, η οποία ανέτρεψε τα παλαιά στερεότυπα. Τονίζουμε ότι πρόκειται για σχόλιο το οποίο έγινε χωρίς μαρτυρία ψυχιάτρων, ψυχολόγων ή άλλων εμπειρογνωμόνων και το οποίο κρίθηκε από το Εφετείο ότι βρισκόταν εντός των επιτρεπτών ορίων και ότι ήταν δίκαιο, όχι προκατειλημμένο:
«You are entitled to consider why these matters did not come to light sooner. The defence say it is because they are not true. The allegations are fabricated. Had they been true, they say, you would have expected a complaint to be made earlier and certainly when the defendant was out of the way. The prosecution say that it is not as simple as that. When children are abused, whether these two girls were abused is what you have to decide, they are often confused about what is happening to them and why it is happening. They are children. That is something you should have in the forefront of your mind when considering this. They might have some inkling that what is going on is wrong. Sometimes children even blame themselves when there is obviously no need for them to do so. A child can be inhibited for a variety of reasons from speaking out. They might be fearful that they may not be believed, a child's word against a mature adult, or they might be scared of the consequences, or fearful of the effect upon relationships which they have come to know. The difficulties, you may think, are compounded in the family situation where they involve a family member for whom the feelings of the child may be ambivalent. The child might not like the abuse but there may be aspects of the abuser that causes the child to view them with some degree of affection. The fallout from disclosures can be unpredictable and sometimes calamitous. So, if a child or children are abused, they are often subject to very mixed emotions, and that can be the case particularly where there is an imposing adult in the household of whom they are perhaps afraid and who has overborne them and has power over them and warned them if they tell.
Whether any of that applies here is a matter for you. Equally, there are sometimes in lives, sometimes earlier, sometime later, when there is a trigger or the need arises to disclose, speak out. No easy thing to do, you may think, and it takes some courage to do so.
Ladies and gentlemen, I make clear to you that I offer these matters to you not by way of direction in law but as things which in common sense and with knowledge of the world you might like to consider in assessing whether you find that there is a reason for the delay here and of course it also affects the honesty and truthfulness of the two girls.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Δικαιούστε να λάβετε υπόψη γιατί αυτά τα θέματα δεν αποκαλύφθηκαν νωρίτερα. Η υπεράσπιση ισχυρίζεται ότι οφείλεται στο γεγονός πως δεν είναι αλήθεια. Πρόκειται για κατασκευασμένους ισχυρισμούς. Εάν ήταν αλήθεια, λέγουν, θα αναμενόταν να γίνει παράπονο νωρίτερα και οπωσδήποτε όταν ο κατηγορούμενος έφυγε από το σπίτι. Η κατηγορούσα αρχή λέει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όταν παιδιά υφίστανται κακοποίηση και κατά πόσο αυτά τα δύο κορίτσια υπέστησαν κακοποίηση είναι ζήτημα το οποίο εσείς θα αποφασίσετε, συχνά συγχύζονται σε σχέση με το τί τους συμβαίνει και γιατί τους συμβαίνει. Είναι παιδιά. Αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να έχετε στο επίκεντρο της σκέψης σας κατά τον προβληματισμό σας. Μπορεί να έχουν κάποια ιδέα ότι συμβαίνει κάτι κακό. Κάποτε μάλιστα τα παιδιά επιρρίπτουν την ευθύνη στον εαυτό τους όταν είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος προς τούτο. Ένα παιδί μπορεί να εμποδίζεται για διάφορους λόγους από του να μιλήσει. Μπορεί να φοβάται ότι δεν θα το πιστέψουν, είναι ο λόγος του παιδιού έναντι του λόγου ενός ώριμου ενήλικα, ή μπορεί να φοβάται τις συνέπειες ή τον αντίκτυπο πάνω στις εδραιωμένες σχέσεις του. Μπορείτε να σκεφτείτε ότι οι δυσκολίες περιπλέκονται στις οικογενειακές καταστάσεις όπου εμπλέκεται ένα μέλος της οικογένειας για το οποίο τα συναισθήματα του παιδιού δυνατόν να είναι αμφίθυμα. Το παιδί μπορεί να μην αποδέχεται την κακοποίηση, αλλά υπάρχουν πτυχές του δράστη που προκαλούν στο παιδί κάποιο βαθμό συμπάθειας. Η κατάρρευση από τις αποκαλύψεις μπορεί να είναι απρόβλεπτη και κάποτε καταστροφική. Συνεπώς εάν ένα παιδί ή παιδιά υφίστανται κακοποίηση υπόκεινται συχνά σε πολύ ανάμικτα συναισθήματα και ισχύει ιδιαίτερα όταν υπάρχει ένας επιβλητικός ενήλικας στο σπίτι, τον οποίο δυνατόν να φοβούνται και ο οποίος κυριαρχεί πάνω τους, έχει εξουσία πάνω σε αυτά και τα απειλεί για να μην μιλήσουν.
Εναπόκειται σε εσάς να αποφασίσετε τι ισχύει από τα παραπάνω. Εξίσου, υπάρχουν φορές στη ζωή, κάποτε νωρίτερα, κάποτε αργότερα, που δίδεται το έναυσμα ή προκύπτει η ανάγκη για αποκάλυψη, για να μιλήσουν ανοικτά. Αυτό δεν είναι εύκολο, θα σκεφτείτε και χρειάζεται κάποιο θάρρος.
Κυρίες και κύριοι, σας κάνω σαφές ότι αναφέρω τα ζητήματα αυτά όχι ως ζήτημα νομικής καθοδήγησης αλλά ως ζητήματα τα οποία με βάση την κοινή λογική και την εμπειρία του κόσμου μπορεί να θεωρήσετε επιθυμητό να λάβετε υπόψιν κατά την αξιολόγηση του κατά πόσο υπάρχει λόγος για την καθυστέρηση εν προκειμένω και βεβαίως επίσης (κατά πόσο) επηρεάζουν την εντιμότητα και την αξιοπιστία των δύο κοριτσιών.»
Σε ότι αφορά την πρακτική προσκόμισης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων για να εξηγηθεί η καθυστέρηση παιδιού να προβεί σε παράπονο για την οποία είναι σχετικές οι παλαιότερες αποφάσεις Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390 και Αντωνίου (ανωτέρω), σημειώνουμε την μεταγενέστερη αδιαμφισβήτητη αναγνώριση από το Αγγλικό Εφετείο ότι τέτοια μαρτυρία δεν απαιτείται και μάλιστα ως μαρτυρία ρουτίνας, όπως κατέληξε εξ όσων διαπιστώνουμε στην Κύπρο. Αναφερόμαστε στην R. v. ER [2010] EWCA Crim. 2522, όπου ο Hughes, LJ, αφού αναφέρθηκε στους λόγους για τους οποίους τέτοια μαρτυρία είναι περιττή ή και με κινδύνους, ενδεχομένως, για την υπεράσπιση και την ίδια τη διαδικασία, κατέληξε ως εξής:
«All that, we are satisfied, is reason enough to say that expert evidence of this kind is simply unnecessary. It should not be employed unless there is something very unusual which really does mean that the evidence is directed to something which is quite outside both the experience of the jury and the ability of the judge to explain common understanding and common patterns of behaviour. »
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Όλα τα παραπάνω, είμαστε ικανοποιημένοι, αποτελούν επαρκείς λόγους για να αναφέρουμε πως η μαρτυρία εμπειρογνωμοσύνης αυτής της φύσης απλώς είναι μη αναγκαία. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται εκτός αν υπάρχει κάτι πολύ ασύνηθες που στην πραγματικότητα σημαίνει ότι η μαρτυρία κατευθύνεται προς ένα ζήτημα το οποίο είναι εντελώς έξω τόσο από την πείρα των ενόρκων όσο και από την ικανότητα του δικαστή να εξηγήσει την κοινή αντίληψη και τα κοινά πρότυπα συμπεριφοράς.»
Στα ίδια πλαίσια παραπέμπουμε και στην Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 91/2017, 2.8.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214, όπου διατυπώθηκαν οι προϋποθέσεις αποδοχής μαρτυρίας ψυχιάτρων και ψυχολόγων σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, επί τη βάσει της θεμελιακής αρχής της υπόθεσης R. v. Turner [1975] QB 834, ότι:
«An expert's opinion is admissible to furnish the court with scientific information which is likely to be outside the experience and knowledge of a judge or jury. »
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Η μαρτυρία εμπειρογνώμονα είναι αποδεκτή για να εφοδιάσει το δικαστήριο με επιστημονική πληροφόρηση η οποία είναι δυνατόν να βρίσκεται εκτός της εμπειρίας και της γνώσης του δικαστή ή των ενόρκων.»
Στην ίδια υπόθεση επαναλήφθηκε η ακόμα πιο θεμελιακή αρχή ότι «η διακρίβωση των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική ετυμηγορία περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου ανήκει στο δικαστήριο και δεν γίνεται ανεκτή καμιά εξωγενής επέμβαση σε αυτό το έργο.» (Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390)
Τηρουμένων των παραπάνω βασικών προϋποθέσεων είναι πάντοτε ζήτημα των ιδιαίτερων γεγονότων της κάθε περίπτωσης κατά πόσο τέτοιας φύσης μαρτυρία εμπειρογνώμονα είναι επιτρεπτή ως εκφεύγουσα της κοινής γνώσης και κοινής εμπειρίας.
Βεβαίως, διαφορετικό είναι το ζήτημα μαρτυρίας ψυχιάτρου ή ψυχολόγου με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 17 του περί της Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν. 119(Ι)/2000, σύμφωνα με τις οποίες αν κατά τη διάρκεια εξέτασης ανηλίκου προσώπου από ψυχίατρο ή ψυχολόγο για σκοπούς αξιολόγησης ή ψυχοθεραπείας γίνει αναφορά από τον ανήλικο ότι υπέστη κακοποίηση, η μαρτυρία του ψυχίατρου ή ψυχολόγου δύναται να γίνει αποδεκτή στο δικαστήριο, κατ΄ εξαίρεση του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας. Δεν πρόκειται για μαρτυρία εμπειρογνωμοσύνης, αλλά για μεταφορά του παραπόνου του παιδιού. Στην πραγματικότητα η πρόνοια αυτή αποτελεί και εξαίρεση στον κανόνα που αποκλείει «αυτοεξυπηρετικές» δηλώσεις (self-serving statements), ανεξάρτητα από το ζήτημα της εξ ακοής μαρτυρίας.
Βεβαίως η ανατροπή των στερεοτύπων ότι το θύμα αναμένεται στην πρώτη ευκαιρία να υποβάλει παράπονο και η αναγνώριση πλέον ως ζήτημα κοινής εμπειρίας και λογικής ότι δυνατόν να υπάρχουν πολλοί και διάφοροι λόγοι ώστε το θύμα να καθυστερήσει ή και να μην μιλήσει ποτέ, δεν διαγράφει την εξίσου δεδομένη πάντοτε πιθανότητα η καθυστερημένη υποβολή παραπόνου να συσχετίζεται με την μη αυθεντικότητα του. Αυτό πρέπει να είναι στο νου του δικαστή και μάλιστα η εγρήγορση του πρέπει να είναι τόσο πιο αυξημένη, όσο πιο μεγάλη είναι η καθυστέρηση.
Προφανώς είναι ως εκ της καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας που το δικαστήριο, εν προκειμένω, παρά τις πρόνοιες του άρθρου 4(3) του του Ν. 87(Ι)/2007 ότι δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία για σκοπούς απόδειξης αδικημάτων που προβλέπονται στο νόμο εκείνο,[1] αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία. Τέτοια προσέγγιση κρίθηκε αναγκαία από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης Longman v. The Queen (1989) 168 CLR 79, παρά την νομοθετική πρόνοια που κατάργησε την υποχρέωση για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, εφόσον το παράπονο για σεξουαλική κακοποίηση έγινε 20 χρόνια μετά.
Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι ήταν ατυχής η διατύπωση του Κακουργιοδικείου ότι θα αναζητούσε ενισχυτική μαρτυρία «ωσάν να μην υπήρχε αυτή η νομοθετική εξαίρεση και να υφίστατο κανονικά ο κανόνας πρακτικής». Δεν μπορεί να διαγράφεται η νομοθετική πρόνοια. Όπως ανέφερε ο Lord Taylor, LJ, μετά την κατάργηση του αντίστοιχου κανόνα πρακτικής δια του Criminal Justice and Public Order Act 1994, s.32:
«.it is clear that to carry on giving "discretionary" warnings generally and in the same terms as where previously obligatory would be contrary to the policy and purpose of the 1994 Act.»
(Makanjuola; Easton, [1995] 2 Cr.App.R. 469).
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«.είναι καθαρό ότι το να συνεχιστούν οι «διακριτικής ευχέρειας» προειδοποιήσεις γενικά και με τους ίδιους όρους όπως ήταν προηγουμένως υποχρεωτικό θα ήταν αντίθετο προς την πολιτική και το σκοπό του Νόμου του 1994.»
Επίσης στην υπόθεση Κλείτου (ανωτέρω), υποδείχθηκε ότι δεν μπορεί, στην αντίστοιχη περίπτωση του άρθρου 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (κατάργηση ενίσχυσης μαρτυρίας παιδιού) η πρακτική του κοινοδικαίου να υπερισχύει του ρητού νομοθετήματος επί του προκειμένου.
Με δεδομένη τη ρητή νομοθετική πρόνοια ότι δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία, το ζήτημα που τίθεται αφορά στην ερμηνεία της πρόνοιας αυτής και τις συνέπειες της. Ως προς τούτο καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από άλλες χώρες του κοινού δικαίου όπου επίσης καταργήθηκε δια νόμου ο κανόνας πρακτικής.[2] Τα δικαστήρια έχουν αποσυνδέσει τους, εν δυνάμει, κινδύνους μιας μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση από την έννοια μιας ολόκληρης κατηγορίας μαρτύρων συλλήβδην, όπως είναι οι παραπονούμενοι για σεξουαλικά αδικήματα, θέτοντας πλέον ως κριτήριο τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, το συγκεκριμένο μάρτυρα και τα προβλήματα της συγκεκριμένης μαρτυρίας (Makanjuola, (ανωτέρω)). Όπως χαρακτηριστικά διατυπώθηκε στην έκθεση της Australian Law Reform Commission, Family Violence - A National Legal Response (ALRC Report, 114, 11.11.2010, 28.13:
«Corroboration warnings about the potential unreliability of categories of witnesses are now recognized as discriminatory and based on prejudice rather than empirical evidence. »
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Οι προειδοποιήσεις σε σχέση με την έλλειψη ενισχυτικής μαρτυρίας αναφορικά με την εν δυνάμει αναξιοπιστία μιας κατηγορίας μαρτύρων αναγνωρίζεται πλέον ως δυσμενής διάκριση βασισμένη σε προκατάληψη παρά ως εμπειρική τεκμηρίωση.»
Συνεπώς η υποχρέωση για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας δεν δημιουργείται, όπως συνέβαινε με βάση τον καταργηθέντα κανόνα πρακτικής, από το γεγονός και μόνο ότι ο μάρτυρας είναι παραπονούμενος σε σεξουαλικό αδίκημα. Ένας ακριβώς από τους λόγους που οδήγησαν στην κατάργηση του κανόνα ήταν ότι θεωρήθηκε προσβλητική για τις γυναίκες, νοουμένου ότι οι γυναίκες είναι κατά κανόνα παραπονούμενα πρόσωπα σε τέτοιου είδους υποθέσεις, η αντίληψη ότι η μαρτυρία τέτοιων προσώπων είναι εγγενώς επισφαλής (Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2020 ed., 4-469). Επίσης αποφασίστηκε ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας και αποτελεί εκδήλωση δυσμενούς διάκρισης με βάση το φύλο (Balelala v. State [2004] FJCA 49).
Στην Makanjuola (ανωτέρω) η ανάγκη έχει συγκεκριμενοποιηθεί. Προκειμένου να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια το δικαστήριο για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας θα πρέπει να υπάρχει έρεισμα στη συγκεκριμένη μαρτυρία που να υποδηλώνει ότι η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα δυνατόν να μην είναι αξιόπιστη. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο παράδειγμα του καθυστερημένου παραπόνου. Μια άλλη περίπτωση θα μπορούσε να είναι η ύπαρξη προηγούμενης αντιφατικής δήλωσης του μάρτυρα. Ο Lord Taylor, CJ στην Makanjuola, ανέφερε σχετικά τα ακόλουθα κατά τρόπο ενδεικτικό:
«The judge will often consider that no special warning is required at all. Where, however, the witness has been shown to be unreliable, he or she may consider it necessary to urge caution. In a more extreme case if the witness is shown to have lied, to have made previous false complaints or to bear the defendant some grudge, a stronger warning may be thought appropriate and the judge may suggest it would be wise to look for some supporting material before acting on the impugned witness's evidence. We stress that these observations are merely illustrative of some, not all of the factors, which judges may take into account in measuring where a witness stands in the scale of reliability and what response they should make at that level in their directions to the jury. »
Αφ΄ ης στιγμής το δικαστήριο αποφασίσει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και τέτοια μαρτυρία δεν εντοπιστεί, εναπόκειται και πάλι στη διακριτική του ευχέρεια ο τρόπος διατύπωσης και η ένταση της αυτοπροειδοποίησης, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, τα εγειρόμενα θέματα, το περιεχόμενο και την ποιότητα της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα. Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένος τύπος.
Άλλωστε, τονίζουμε εμφαντικά ότι εκείνο που έχει σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι η καταγραφή ή η διατύπωση αυτοπροειδοποίησης, η οποία να παραμένει κατά τα άλλα κενό γράμμα, χωρίς ουσία, αλλά σημασία έχει ο ουσιαστικός δικανικός συλλογισμός ο οποίος ελέγχεται επί τη βάσει της ποιότητας της μαρτυρίας που προσκομίστηκε και του συνόλου της απόφασης (Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 71, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 371, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32, Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ.142/14, 17.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:D834 και Μιχαηλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 125/2017 κ.α, 26.4.2018).
Θέλουμε επίσης να τονίσουμε ιδιαιτέρως ότι νομοθετικές πρόνοιες, όπως η υπό συζήτηση, δεν μπορούν να αποστερήσουν τη σύμφυτη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, όταν αισθάνεται την ανάγκη, να αναζητεί ενισχυτική μαρτυρία, όπως εξηγήσαμε, στην κατάλληλη περίπτωση και αν δεν υπάρχει, κατά την κρίση του, να αυτοπροειδοποιείται για τον κίνδυνο. Τούτο απορρέει από τη θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν είναι το αποτέλεσμα ασφαλούς, χωρίς λογική αμφιβολία, δικανικής πεποίθησης. Είναι ακριβώς η πεμπτουσία αυτή της ποινικής δίκης που πρέπει να αναδυθεί ως κυρίαρχη μέσα από την απεμπλοκή από τεχνικούς κανόνες οι οποίοι οδηγούν συχνά σε σφάλματα ή σε φραστικές απλώς διατυπώσεις, αντί να υπηρετούν την ουσία.
Ο σκοπός του νόμου δεν ήταν να μην λαμβάνεται υπόψιν, όπως έγινε εν προκειμένω, ούτε να μην αναζητείται ποτέ ενισχυτική μαρτυρία, αλλά να αναζητείται όταν ο δικαστής το κρίνει αναγκαίο, για συγκεκριμένους λόγους, και όχι στα πλαίσια μιας γενικότητας που καταλήγει τυπολατρική. Σ΄ αυτό το ουσιαστικό πλαίσιο ο δικαστής προσδιορίζει συγκεκριμένα τους λόγους που τον προβληματίζουν και τους εξετάζει, ως μέρος της νοητικής του διεργασίας, με σαφή αντίληψη ότι το πράττει για να καταλήξει σε αταλάντευτη δικαστική κρίση.
Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο είχε την ευχέρεια, όπως αισθάνθηκε την ανάγκη, να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και όταν δεν εντόπισε τέτοια μαρτυρία προχώρησε με την απαιτούμενη προσοχή, προσπαθώντας εύλογα να βρει εξήγηση για την καθυστέρηση υποβολής του παραπόνου σε συνδυασμό με τις ευκαιρίες που υπήρχαν προηγουμένως για την παραπονούμενη να μιλήσει.
Υπ΄ αυτό το πρίσμα εξέτασε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και τις εξηγήσεις που αυτή έδωσε. Ανέφερε ότι στη μητέρα της δεν έκανε αναφορά προηγουμένως διότι ντρεπόταν και φοβόταν τον εφεσείοντα. Της μίλησε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2016, διότι δεν άντεχε «να τα κρατά πλέον μέσα της» και αφού στο μεταξύ η μητέρα της είχε χωρίσει με τον εφεσείοντα και έμεναν σε άλλο σπίτι. Ένιωθε έτσι πιο άνετα να της μιλήσει. Σε ερώτηση γιατί δεν κατάγγειλε την παρενόχληση το 2015, μόλις είχαν φύγει από το σπίτι του εφεσείοντα, απάντησε ως εξής: «Γιατί όσο καιρό είχα τον πόνο μέσα, το βάρος και δεν λαλούσα της μάμας μου, πίστευα να το συνεχίσω, να μην το πω και ποτέ να μην το συναφέρω σαν να και δεν έγινε ποτέ τίποτε. Και με τον καιρό απλά που πήγαμε ταξίδι δεθήκαμε πολύ με τη μάμα μου και απλά έκατσα και είπα της το.»
Έλαβε βεβαίως υπόψιν το Κακουργιοδικείο και τη μαρτυρία κλινικού ψυχολόγου ο οποίος αναφέρθηκε στην ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης (έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό της, άγχη και φοβίες που δεν εξωτερικεύει) και σε μελέτες, έρευνες και συγγράμματα που καταδεικνύουν ότι η γενική τάση είναι να υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην αποκάλυψη σεξουαλικής κακοποίησης από τα θύματα και ότι κάποια θύματα δεν προβαίνουν ποτέ σε αποκάλυψη. Είναι ακριβώς αυτά τα θέματα τα οποία θα μπορούσαν, μετά από τόση πείρα τέτοιων υποθέσεων στα δικαστήρια, να εκλαμβάνονται ως δεδομένα όπως υποδείχθηκε με τη νομολογία στην οποία αναφερθήκαμε, ώστε να διασώζεται πολύτιμος χρόνος, να μην περιπλέκονται και να εκτρέπονται οι διαδικασίες, να μην προκαλούνται ατέλειωτες καθυστερήσεις.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψιν τις ευκαιρίες που ασφαλώς είχε προηγουμένως η παραπονούμενη να αποκαλύψει τα γεγονότα και ιδιαίτερα όταν ρωτήθηκε ευθέως από τη μητέρα της. Δεν θεώρησε την παράλειψη της καταλυτική. Αντίθετα δέχθηκε τις εξηγήσεις της που δημιουργούσαν την εικόνα ενός ευάλωτου παιδιού που φοβόταν τον εφεσείοντα και είχε καταστεί υποχείριο του.
Ως προς την προσπάθεια της υπεράσπισης να της αποδοθούν αλλότρια κίνητρα, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν ότι όταν η παραπονούμενη προέβη σε αποκαλύψεις, οι σοβαρές διαφορές της μητέρας της με τον εφεσείοντα είχαν καταλαγιάσει, εκδόθηκε το διαζύγιο, ρυθμίστηκαν οι διατροφές και η γονική μέριμνα και ο καθένας είχε πλέον πάρει το δρόμο του. Αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο ότι η μητέρα δεν είχε κανένα κίνητρο να καταγγείλει ψευδώς τον εφεσείοντα και να υποστεί τη φθορά της όλης διαδικασίας μετά που τα πάθη είχαν πλέον καταλαγιάσει και οι εκκρεμότητες είχαν ρυθμιστεί.
Επιπρόσθετα το δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του νεαρού (ΜΚ6) με τον οποίο η παραπονούμενη δημιούργησε δεσμό μετά που σταμάτησε η παρενόχληση, ότι εκμυστηρεύθηκε προς αυτόν σε γενικές γραμμές πως ο εφεσείοντας την παρενοχλούσε σεξουαλικά όταν ήταν μικρή. Δεν του έδωσε λεπτομέρειες γιατί αηδίαζε τον ίδιο τον εαυτό της. Δεν επρόκειτο βέβαια για άμεσο παράπονο, αλλά για «αυτοεξυπηρετική» δήλωση (self-serving statement), η οποία αντιλαμβανόμαστε έγινε κατ΄ εξαίρεσιν δεκτή, ενόψει του ότι υποβλήθηκε από την υπεράσπιση ζήτημα κατασκευασμένου παραπόνου. Τέτοια μαρτυρία δεν αποσκοπεί στην απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της δήλωσης, όπως το «άμεσο παράπονο» του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αλλά στο να καταδειχθεί η συνέπεια του παραπονούμενου ενόψει της αμφισβήτησης του δια της υποβολής περί κατασκευασμένου όψιμα παραπόνου (Μούρτζινος ν. Πλοίο "Galaxias" κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 612).
Γενικότερα ως προς τις υποδειχθείσες ως αντιφάσεις και τους ισχυρισμούς περί αναξιοπιστίας της παραπονούμενης δεν έχουμε παρά να επαναλάβουμε την πάγια νομολογία ότι το Εφετείο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει στην κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και τη διατύπωση των πρωτογενών γεγονότων, έργο που, κατ΄ ενοχήν, ανάγεται στην αρμοδιότητα του πρωτοδίκου δικαστηρίου το οποίο είναι σε εξέχουσα θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εφόσον εξ αντικειμένου διαπιστώνεται ότι τα ευρήματα του αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα (Αυξεντίου ν. Δίγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367, Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 45/2014, 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Όπως δε έχει υποδειχθεί στη Σ.Π. ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), η μαρτυρία δεν πρέπει να εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, αλλά να αξιολογείται ως ενιαίο σύνολο και με λογική προσέγγιση επί της ουσίας της.
Έχουμε μελετήσει με κάθε δυνατή προσοχή όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έχει με την ικανή αγόρευση του θέσει ενώπιον μας. Δεν θεωρούμε ότι πρόκειται για επιχειρήματα τέτοιας φύσης ώστε να μπορούσαν να ενεργοποιήσουν την εξαιρετική δικαιοδοσία του Εφετείου για παρέμβαση στο κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η έφεση προσβάλλει κατ΄ ουσίαν την αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου επί της αξιοπιστίας και τα συνεπακόλουθα ευρήματα του. Το Κακουργιοδικείο έχοντας τη μοναδική ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να έχει άμεση και ζωντανή αντίληψη των μαρτύρων στο εδώλιο, εξέτασε τη μαρτυρία τους με την απαιτούμενη προσοχή και έλαβε υπόψιν και απάντησε όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς υποστήριξη της θέσης περί έλλειψης αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Έχοντας υπόψιν τόσο τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν όσο και τις απαντήσεις του Κακουργιοδικείου δεν θεωρούμε αναγκαίο να επεκταθούμε, εφόσον το όλο ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο αξιολόγησης από το αρμόδιο πρωτόδικο δικαστήριο. Οι κατ΄ ισχυρισμόν αντιφάσεις και ανακολουθίες της παραπονούμενης και γενικά η μαρτυρία που προσέφερε η Κατηγορούσα Αρχή δεν ήταν σημαντικές ώστε να επηρεάσουν αρνητικά την αξιοπιστία. Δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ
[1] Η ίδια ρύθμιση επαναλαμβάνεται στο άρθρο 21 του Νόμου περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας, Ν. 91(Ι)/2014.
[2] Αγγλία: Criminal Justice Act 1988 και Criminal Justice and Public Order Act 1994, s.32, Καναδάς: Criminal Code Act 1985, s.274, Νέα Ζηλανδία: Evidence Act 1985, s.23 AB, Αυστραλία: Evidence Act 1995.