ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B428
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 221/2017)
15 Οκτωβρίου, 2019
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Ε. Γ.
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσίβλητη
---------
Α. Χρίστου, για την εφεσείουσα.
Ελ. Κληρίδου (κα), για την εφεσίβλητη.
---------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η κατάρρευση του δεσμού του παραπονούμενου με την ανιψιά (αδελφότεκνη) του πρώην κατηγορούμενου 1 κατέληξε, μεταξύ άλλων και στην επίδικη υπόθεση, στα πλαίσια της οποίας ο τελευταίος και η σύζυγος του κατηγορήθηκαν επί τω ότι παράνομα προκάλεσαν βαρεία σωματική βλάβη στον παραπονούμενο, τον εξύβρισαν και προκάλεσαν δημόσια ανησυχία. Η δίκη τελικά προχώρησε μόνο εναντίον της συζύγου, κατηγορούμενης 2, η οποία και κρίθηκε ένοχη στην κατηγορία της πρόκλησης βαρείας σωματικής βλάβης, εξ ου και η παρούσα έφεση. Στις υπόλοιπες κατηγορίες αθωώθηκε. Ο πρώην κατηγορούμενος 1, ο θείος, είχε, εκκρεμούσης της δίκης, αποβιώσει.
Η κατάσταση ήταν τόσο τεταμένη ώστε η ανιψιά να είχε εξασφαλίσει απαγορευτικό διάταγμα εναντίον του παραπονούμενου. Από τα ευρήματα του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στη σύγκρουση μεταξύ του πρώην ζεύγους και εν τέλει στο χωρισμό τους, είχε ρόλο η εφεσείουσα ως θεία, η οποία δεν ενέκρινε τη σχέση και προέτρεπε την ανιψιά να τη σταματήσει.
Το επίδικο συμβάν έλαβε χώρα όταν ένα βράδυ ο θείος και η θεία αντιλήφθηκαν το όχημα του παραπονούμενου να βρίσκεται σταθμευμένο σε ανοιχτό χώρο απέναντι από την πολυκατοικία όπου βρισκόταν το διαμέρισμα της ανιψιάς. Τότε θεώρησαν καλό να μπλοκάρουν την έξοδο του ανοιχτού χώρου με το αυτοκίνητο τους και να εξέλθουν του οχήματος.
Ήταν η εκδοχή του παραπονούμενου ότι τους πλησίασε για να τους ζητήσει να το μετακινήσουν, οπότε κατάλαβε ποιοι ήταν. Εκείνοι τον έβρισαν και του επιτέθηκαν, τον τράβηξαν από το παλτό, αυτός προσπάθησε να απελευθερωθεί, προχώρησε με κάποια βήματα προς παρακείμενο περίπτερο για να καλέσει την αστυνομία, τον χτύπησαν και οι δύο με τα χέρια στην πλάτη και τους ώμους, έχασε την ισορροπία του, με αποτέλεσμα τελικά να χτυπήσει και να πέσει στο πεζοδρόμιο. Άρχισε να φωνάζει ζητώντας βοήθεια και παράλληλα, μπόρεσε και τηλεφώνησε στο φίλο του, περίοικο (ΜΚ3), με τον οποίο είχε σκοπό να συναντηθεί εκείνο το βράδυ και τον ενημέρωσε ζητώντας του να κατεβεί αμέσως κάτω. Πέραν μικροτραυματισμών, υπέστη κάταγμα του ισχίου, εξ ου και η κατηγορία για βαρεία σωματική βλάβη.
Η εκδοχή της εφεσείουσας ήταν ότι ναι μεν στάθμευσαν το όχημα τους με τρόπο που να μην μπορούσε ο παραπονούμενος να εξέλθει του χώρου, αλλά ουδέν πέραν τούτου. Ο παραπονούμενος πήγαινε μπροστά πίσω σαν συγχυσμένος και συγχυσμένος συνέχισε να δείχνει όταν του ανέφεραν ότι του έκλεισαν το δρόμο γιατί είχαν ειδοποιήσει την αστυνομία και ανέμεναν την άφιξη της. Σε κάποια φάση εκείνος με γοργό βήμα κατευθύνθηκε προς το περίπτερο και αφού έχασε το βηματισμό του έπεσε στο έδαφος και άρχισε να φωνάζει «βοήθεια, βοήθεια δέρνουν με». Η εφεσείουσα και ο σύζυγος της βρίσκονταν σε απόσταση 5-6 μέτρων.
Το δικαστήριο είχε την ευκαιρία εκτός από τον παραπονούμενο να ακούσει και τον ΜΚ3, ο οποίος επιβεβαίωσε την εκδοχή του τελευταίου ότι είχαν κανονίσει να συναντηθούν εκείνο το βράδυ στο σπίτι του. Είπε και άλλα ο ΜΚ3, μεταξύ των οποίων σημειώνουμε τον ισχυρισμό του, ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, ότι μόλις πήγε στο μέρος και βρήκε τον παραπονούμενο στο έδαφος, ο τελευταίος του είπε, στην παρουσία τους, ότι τον χτύπησαν η εφεσείουσα και ο σύζυγος της. Ανέφερε επίσης ότι εκείνοι συνέχισαν να είναι επιθετικοί και προς τον ίδιο, να βρίσκονται σε έξαλλη κατάσταση και να κατηγορούν και να βρίζουν τον παραπονούμενο, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι πεσμένος στο έδαφος. Όταν τους ρώτησε γιατί τον χτύπησαν η εφεσείουσα απάντησε «εν τζαι λλία που του εκάμαμε». Σημειώνεται ότι η αρχική σιωπή που απέδωσε ο ΜΚ3 στην εφεσείουσα και, εν πάση περιπτώσει, η τελευταία αυτή ενοχοποιητική δήλωση προσφέρθηκαν ως μαρτυρία χωρίς ένσταση εκ μέρους της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του παραπονούμενου και του ΜΚ3, απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας.
Η έφεση στρέφεται αποκλειστικά εναντίον των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση του παραπονούμενου, του ΜΚ3 και της εφεσείουσας.
Σε ό,τι αφορά την ευχέρεια του Εφετείου να επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων, οι αρχές είναι τόσο παγιωμένες που δεν χρειάζονται επανάληψη. Όμως, επειδή η παρούσα έφεση στηρίζεται αποκλειστικά σε προσπάθεια ανατροπής των ευρημάτων του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας του παραπονούμενου και του ΜΚ3 σε συνάρτηση με την κρίση της αξιοπιστίας της εφεσείουσας, θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε για άλλη μια φορά τις αποκρυσταλλωμένες αυτές αρχές.
Στην υπόθεση Καλομοίρα Σάββα Σολωμού ν. Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 AAΔ 300, είχαν λεχθεί τα ακόλουθα:
«Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου v. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8784/19.5.94, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).»
Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1215:
«Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του έχουν καθιερωθεί με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεών του. Όπως λέχθηκε επανειλημμένα το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του τα ευρήματα στα οποία κατέληξε ήσαν εύλογα το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της, ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ., μεταξύ άλλων, Λάρκου ν. Παναγή (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 80, Κόκκινου ν. Νικολαΐδη (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 436, Χατζημιλτή ν. Βρόντου (1996) 1 Α.Α.Δ. 523 και Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634).»
Στο περίγραμμα αγόρευσης για την εφεσείουσα γίνεται μικροσκοπική προσπάθεια εντοπισμού αντιφάσεων και άλλων στοιχείων, ώστε να καταδειχθεί ότι θα έπρεπε το πρωτόδικο δικαστήριο να προβληματιστεί σε επίπεδο τουλάχιστον υποβόσκουσας αμφιβολίας κατά πόσο θα ήταν ασφαλές να αποδεχθεί τη μαρτυρία του παραπονούμενου προκειμένου να καταδικάσει. Γίνεται, λόγου χάριν, αναφορά στο γεγονός ότι ο παραπονούμενος είχε αναφέρει στο ΜΚ4, αστυνομικό, ανακριτή της υπόθεσης, ότι έπεσε στο έδαφος επειδή ο σύζυγος της εφεσείουσας τον έσπρωξε και η τελευταία τον τράβηξε από το παλτό, ενώ παράλληλα είχε αναφέρει στην κατάθεση του προς την αστυνομία και στο δικαστήριο, ότι τον τράβηξαν από το παλτό, τον χτύπησαν και με τα δύο χέρια στην πλάτη και στους ώμους με αποτέλεσμα να πέσει. Ο παραπονούμενος ρωτήθηκε αντεξεταζόμενος επί τούτου και εξήγησε ότι όταν μίλησε στο ΜΚ4 βρισκόταν στο νοσοκομείο σε πολύ άσχημη σωματική και ψυχολογική κατάσταση, πάνω σε τροχοκάθισμα περιμένοντας για ώρες να μεταφερθεί σε δωμάτιο και δεν θυμόταν τι είχε πει στον αστυνομικό. Το δικαστήριο αξιολόγησε την απάντηση του θεωρώντας ότι ήταν λογικό και αναμενόμενο ο τραυματίας να μην ήταν σε θέση να προβεί σε πλήρη και ακριβή περιγραφή των διαδραματισθέντων.
Άλλου είδους πρόβλημα, κατά την εισήγηση της υπεράσπισης, ήταν η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του παραπονούμενου, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τις εξηγήσεις του για τα όσα προηγήθηκαν του συμβάντος αναφορικά με το εάν παρακολουθούσε ή όχι την ανιψιά κ.ο.κ. Δέχθηκε όμως ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας ότι το δικαστήριο είχε ευχέρεια να επιλέξει και να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας. Ως προς την ευχέρεια αυτή η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της εφεσίβλητης παρέπεμψε στην υπόθεση Ιωάννου (ανωτέρω), που υποστηρίζει ότι το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει σε επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας, εφόσον βεβαίως δώσει επαρκή αιτιολογία προς τούτο.
Αυτό έπραξε το δικαστήριο εν προκειμένω. Παρά το αχρείαστα εκτεταμένο, της απόφασης επικεντρώθηκε εν τέλει στην ουσία. Καταρχάς έκρινε τα πράγματα υπό το πρίσμα του όλου εχθρικού κλίματος που χαρακτήριζε τις δύο πλευρές. Ειδικότερα εκείνο το βράδυ, η εφεσείουσα και ο σύζυγος της είχαν εκδηλώσει εξαρχής εχθρική και επιθετική στάση έναντι του παραπονούμενου, εφόσον απέκλεισαν την έξοδο του χώρου στον οποίο βρισκόταν. Με αυτό τον τρόπο άρχισαν ήδη ένα είδος αυτοδικίας σε σχέση με ό,τι θεωρούσαν, ως προστάτες τις ανιψιάς τους, θεμελιώδους σημασίας για το οικογενειακό ζήτημα που τους ταλαιπωρούσε. Το πρωτόδικο δικαστήριο και μόνο αυτό, είχε υπόψιν του τους μάρτυρες, την άμεση και ζωντανή τους εικόνα, την περιγραφή και τις αντιδράσεις τους σε σχέση με ένα απλό συμβάν και αναφορικά με ένα κατ΄ ουσίαν ερώτημα, ήτοι πώς έχασε την ισορροπία του ο παραπονούμενος. Διαφωτιστική ήταν η μαρτυρία του ΜΚ3, ο οποίος ναι μεν έφθασε μετά, αλλά μετέφερε στο δικαστήριο, όχι μόνο την εικόνα οργίλης επιθετικότητας εκ μέρους της εφεσείουσας, που συνέχιζε να επικρατεί, αλλά και την προαναφερθείσα δήλωση της.
Η μαρτυρία, ιδιαίτερα σε τέτοιες υποθέσεις ολιγόλεπτων συμβάντων που λαμβάνουν χώρα υπό το κράτος θυμού, φόβου και έντονων συναισθημάτων, δεν κρίνεται μικροσκοπικά, αλλά αποκτά ιδιαίτερη σημασία η αμεσότητα που μόνο το πρωτόδικο δικαστήριο διαθέτει. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 2/2016, ημερ. 28.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B134:
«Η έφεση δεν αποτελεί ευκαιρία για αναθεώρηση της μαρτυρίας στα χαρτιά. Η μαρτυρία κρίνεται από το εκδικάζον δικαστήριο μέσα από την άμεση εικόνα του κάθε μάρτυρα, του λόγου του, των αντιδράσεων και της όλης συμπεριφοράς του.»
Έχουμε υπόψιν μας το σύνολο των επιχειρημάτων εκ μέρους της εφεσείουσας, πλην όμως θεωρούμε ότι δεν συντρέχουν οι πολύ περιορισμένες προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή της αξιολόγησης και των εξ αυτής ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Γι΄ αυτό η έφεση θα απορριφθεί.
Ως προς την χρηματική ποινή που επιβλήθηκε δεν έγινε έφεση και τα σχόλια που ακολουθούν δεν τίθενται σε συνάρτηση με τα γεγονότα ή τις ανάγκες της υπόθεσης. Κρίνουμε όμως αναγκαίο να υποδείξουμε, υπό μορφή γενικότερης παρατήρησης, ότι τα αδικήματα αυτής της φύσης, τα οποία διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα και τα οποία ενέχουν το στοιχείο της αυθαιρεσίας, της αυτοδικίας και της βίαιης επιθετικότητας έναντι συνανθρώπου, η οποία συνιστά παράλληλα βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του, θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά και αποτρεπτικά, ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθεί έμπρακτη μεταμέλεια.
Η έφεση απορρίπτεται.
Α. Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/φκ