ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A437
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ AITHΣΗ ΑΡ. 15/19
23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,. Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
ΑΙΤΗΤΗ
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ
--------------------
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 27.5.2019
Μ. Ιωάννου, για τον Αιτητή
Α. Αριστείδης, για την Καθ' ης η Αίτηση
Αιτητής παρών
-------------------------------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Ο Αιτητής μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού, κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ο Αιτητής, στις 14.10.2015 στην Παραμύθα της επαρχίας Λεμεσού, παράνομα επέφερε το θάνατο του γιου του Ο.Θ. ηλικίας 20 ετών. Του επεβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών.
Ο Αιτητής με έφεση (Αρ. 176/2018) που κατεχώρησε αμφισβήτησε την καταδίκη του ως εσφαλμένη. Η Καθ' ης η Αίτηση από την άλλη κατεχώρησε έφεση (Αρ. 202/2018) προσβάλλοντας την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 10 ετών ως έκδηλα ανεπαρκή. Το Εφετείο με απόφαση του ημερ. 11.1.2019 απέρριψε την Έφεση του Αιτητή, ενώ η έφεση εναντίον της ποινής έγινε αποδεκτή με αποτέλεσμα η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Αιτητή να αυξηθεί από 10 έτη σε 15 έτη.
Ο Αιτητής αιτείται τώρα την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης του Εφετείου για αριθμό λόγων και ειδικότερα λόγω παράβασης των κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης και παράβαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του Αιτητή για Δίκαιη Δίκη. Όπως ισχυρίζεται δεν του επιδόθηκε η ποινική έφεση αριθμός 202/2018 με αποτέλεσμα να μην λάβει γνώση των λόγων της έφεσης και ως εκ τούτου να μην απαντήσει γραπτώς στο διάγραμμα αγόρευσης της Καθ' ης η Αίτηση. Έλαβε γνώση του παρατύπως καταχωρηθέντος διαγράμματος αγόρευσης της Καθ' ης η αίτηση την προηγούμενη ημέρα της ακρόασης, στις 13.11.2018, με αποτέλεσμα να μην του δοθεί η ευκαιρία να απαντήσει και δεν του δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί. Περαιτέρω αποδίδει στο εκδικάσαν εφετείο διάφορες παραλείψεις και λάθη τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του, είχαν ως αποτέλεσμα ο Αιτητής να στερηθεί δίκαιης δίκης και να παραβιαστούν θεμελιώδη δικαιώματά του κατά παράβαση των Αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης. Ακόμη αποδίδει και λάθη στην κρίση του Εφετείου επί της εφέσεώς του, με κατάληξη ότι θεμελιώδη σφάλματα επηρέασαν το αποτέλεσμα της διαδικασίας των δύο Εφέσεων και καθιστούν τη δίκη άκυρη.
Η Καθ' ης η Αίτηση καταχώρησε ένσταση, με κύριο άξονα των λόγων ότι η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη. Οι αποφάσεις του Εφετείου σε αμφότερες τις Εφέσεις είναι ορθές και όλα τα στοιχεία που αφορούν την αίτηση λήφθηκαν υπόψιν ως παράγοντες εξατομίκευσης όπως και οι σχετικές Αρχές της νομολογίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή στην αγόρευση του πρόβαλε ότι η διαδικασία στις δύο εφέσεις είναι άκυρη για τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος, ότι ουδέποτε επιδόθηκε στον Αιτητή η Έφεση αρ. 202/2018, ο δεύτερος, ότι η Καθ' ης η Αίτηση δεν συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του Εφετείου ημερ. 30.7.2018 και, ο τρίτος, ότι η Καθ' ης η Αίτηση παρέλειψε να επιδώσει ή παραδώσει στον Αιτητή το διάγραμμα αγόρευσης του σύμφωνα με το Άρθρο 6 του Περί Ποινικών Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού, αλλά επέδωσε τούτο μέσω δικαστικού επιδότη την προηγούμενη ημέρα της ακρόασης, στις 13.11.2018, σε τρίτο πρόσωπο και τοιουτοτρόπως δεν δόθηκε η δυνατότητα στον Αιτητή να απαντήσει και λόγω αυτού παραβιάστηκε το θεμελιώδες δικαίωμα του Αιτητή για δίκαιη δίκη. Αυξήθηκε ως αποτέλεσμα η ποινή σε 15 έτη φυλάκισης αντί 10, χωρίς να του δοθεί δικαίωμα ν' ακουστεί. Ισχυρίζεται επίσης ότι η απόφαση επί της ποινής παραβιάζει και καταστρατηγεί τις αρχές της Φυσικής Δικαιοσύνης, τα θεμελιώδη δικαιώματα του Αιτητή όπως αυτά καθορίζονται από το Σύνταγμα, ΕΣΔΑ και το Σύμφωνο για τα Ατομικά Δικαιώματα και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, το οποίο κυρώθηκε με το Ν.2642/1997. Τέλος λαμβάνοντας υπόψιν την ηλικία του αιτητή, ο οποίος κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής από το Κακουργιοδικείο (11.4.2018) ήταν 73 ετών, και το προσδόκιμο ζωής ανδρών που είναι 76.2 έτη, σύμφωνα με το Eurostat εκτιμήσεις 2018, η αύξηση της ποινής από 10 σε 15 έτη φυλάκισης ισοδυναμεί με φυλάκιση δια βίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Καθ' ης η Αίτηση χωρίς να υπεισέλθει στα επιμέρους ζητήματα που έθεσε η άλλη πλευρά εισηγήθηκε, με αναφορά στο Σύνταγμα, Άρθρο 155 και Νομολογία, ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως δικονομικώς απαράδεκτη και/ή ανυπόστατη καθώς ελλείπει παντελώς η απαιτούμενη νομική βάση.
Η αίτηση του Αιτητή στηρίζεται στη σύμφυτη και/ή εγγενή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για θεραπεία ατέλειας σε δικαστική διαδικασία, Άρθρο 3 της Ποινικής Δικονομίας, ΚΕΦ. 155, Πρωτόκολλο 7 της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε από το Ν.18(ΙΙΙ)/2000, Κανόνες Φυσικής Δικαιοσύνης, Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και νομολογίας Ανωτάτου Δικαστηρίου και ειδικότερα στην Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060.
Προκειμένου να εξεταστούν τα αιτήματα του Αιτητή θα πρέπει πρώτα να διαπιστωθεί από το φάκελο του Δικαστηρίου το υπόβαθρο των γεγονότων που περιβάλλουν τις δύο εφέσεις. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό ο Αιτητής κατεχώρησε στις 18.4.2018 την Ποιν. Εφ. Αρ. 176/2018 με την οποία προσέβαλλε ως εσφαλμένη την απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού με την οποία καταδικάστηκε κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. Την ίδια ημερομηνία κατεχώρησε και Αίτηση για Νομική Αρωγή η οποία ορίστηκε στις 6.6.2018 ότε και εγκρίθηκε. Παράλληλα, στις 24.4.2018, καταχωρήθηκε από την Καθ' ης η Αίτηση, η Έφεση αρ. 202/2018 με την οποία προσβάλλετο η επιβληθείσα ποινή των 10 ετών φυλάκισης στην Αίτηση ως έκδηλα ανεπαρκής. Στις 10.9.2018 κατόπιν γραπτού αιτήματος του συνήγορου του Αιτητή οι Εφέσεις ορίσθηκαν για ακρόαση στις 14.11.2018 με οδηγίες όπως η Καθ' ης η Αίτηση/Εφεσίβλητη καταχωρήσει το διάγραμμα της μέχρι 30.10.2018, όπως και έπραξε. Η ημερομηνία ορισμού αμφοτέρων των Εφέσεων γνωστοποιήθηκε σε αμφότερους τους διάδικους με επιστολή ημερ. 11.9.2018 της Αρχιπρωτοκολλητού. Στις 14.11.2018 όταν οι δύο Εφέσεις ήταν ορισμένες, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι το διάγραμμα της Καθ' ης η Αίτηση καταχωρήθηκε μεν στις 30.10.2018, του επεδόθηκε όμως την προηγούμενη στις 13.11.2018 και κατέληξε "Απλά ήθελα να το πω όχι υπό τύπο παραπόνου, απλά να ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο". Εν συνεχεία ακολούθησε ο ακόλουθος διάλογος:
"Παρπαρίνος, Δ. Στο τέλος της ημέρας τι ζητάτε; Αν ζητάτε;
κ. Ιωάννου Ζητώ να μην ληφθεί υπόψιν το διάγραμμα.
Παρπαρίνος, Δ. Καταχωρήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες.
κ. Ιωάννου Ναι αλλά μου επεδόθηκε στις 13. Το Άρθρο 6 του Περί Ποινικών Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού λέει ότι πρέπει πρώτα να το επιδίδεις στον αντίδικο σου και μετά να το καταχωρείς και να σημειώνεις την ημερομηνία καταχώρησης επί του διαγράμματος. Έτσι λέει το άρθρο. Και έχει λόγο που το λέει. Αν μου επιδίδετο δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Εν πάση περιπτώσει, το λέω έτσι γιατί μπορεί να τεθεί θέμα γιατί δεν καταχώρησες το διάγραμμα σου στην έφεση εναντίον της ποινής.
Χριστοδούλου, Δ. Αφού εκάμετε αυτή την εισαγωγή, καταλήγετε να μην λάβουμε υπόψιν το διάγραμμα και μετά λέτε απλά το λέω. Τι θέλετε από όλα αυτά που λέτε να μην τα λάβουμε υπόψιν;
κ. Ιωάννου Να μην λάβετε υπόψιν διότι σε μια τέτοια σοβαρή υπόθεση η άλλη πλευρά παρέβηκε τον διαδικαστικό κανονισμό και ειδικότερα το άρθρο 6.
Χριστοδούλου, Δ. Δεν θα μπορούσε να θεραπευθεί αυτό το πράγμα αν το ονομάσουμε αμέλεια ή ατασθαλία της άλλης πλευράς;
Παρπαρίνος, Δ. Κύριε Ιωάννου πρόκειται για μια από τις πλέον σοβαρές κατηγορίες, αδικήματα που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας και θέλετε να σας ακούσουμε μόνον εσάς και να μην λάβουμε υπόψιν την άλλη πλευρά;
κ. Ιωάννου Δεν είναι ακριβώς αυτό που ζητώ. Εγώ το έθεσα υπόψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οικονόμου, Δ. Δεν είστε σε θέση σήμερα να απαντήσετε;
κ. Ιωάννου Είμαι σε θέση και θα απαντήσω
Παρπαρίνος, Δ. Αν θέλετε χρόνο να το δείτε να το μελετήσετε και να απαντήσετε να σας τον δώσουμε.
κ. Ιωάννου Θα απαντήσω κ. Πρόεδρε."
Εν συνεχεία αμφότεροι οι συνήγοροι προχώρησαν στις αγορεύσεις τους και η απόφαση για αμφότερες τις Εφέσεις επιφυλάχθηκε. Δόθηκε στις 11.1.2019.
Η νομολογία έχει ξεκαθαρίσει με σωρεία αποφάσεων της το εξεταζόμενο θέμα. Θα επαναλάβουμε τα όσα αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226 προκειμένου, για μια ακόμη φορά, να τονιστεί η αντιμετώπιση στο νομικό μας σύστημα ζητημάτων όπως το υπό εξέταση, καθότι τελευταία παρατηρείται, συχνά-πυκνά, να καταχωρούνται αιτήσεις της μορφής υπό εξέταση αλλά και διότι απαντά στα όσα εγείρει ο Αιτητής.
"Συμφυείς εξουσίες
Οι συμφυείς και/ή εγγενείς και/ή σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου έχουν περιγραφεί ως το απόθεμα εκείνο των εξουσιών (reserve powers) του Δικαστηρίου τις οποίες μπορεί να ασκεί εκεί που αν απέφευγε να το πράξει θα οδηγούμεθα σε αδικία. Μπορούν δε να ασκηθούν είτε σε συνδυασμό με την ύπαρξη σχετικών διαδικαστικών κανονισμών και/ή ανεξάρτητα από τους διαδικαστικούς κανονισμούς. Στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 724, ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Μ. Πικής αναφερόμενος στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου περιέγραψε αυτές ως «εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών».
Στην υπόθεση Χρίστου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 491, που αφορούσε αίτηση με στόχο την επαναφορά απορριφθείσας έφεσης λόγω απουσίας του δικηγόρου της εφεσείουσας, ο οποίος όμως είχε γνώση της ημερομηνίας, αλλά από λάθος δεν τη σημείωσε, το Εφετείο σε ex tempore απόφαση που απήγγειλε ο Κωνσταντινίδης Δ ανάφερε τα ακόλουθα:
«ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Θέσαμε ευθέως στον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας το θεμελιώδες ότι δεν υπάρχει στην Κύπρο τριτοβάθμια δικαιοδοσία. Θα σημειώναμε συναφώς τη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151 στην οποία έγινε αναφορά στη σελ. 156 και στην υπόθεση Βερεγγάρια Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1772. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι δυνατό να ασκηθεί δικαιοδοσία προς έλεγχο του τρόπου με τον οποίο άσκησε την εξουσία του το Εφετείο.»
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, η εφεσείουσα μετά την απόσυρση και απόρριψη της έφεσης της, καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε επαναφορά της έφεσης. Στη νομική βάση της αίτησης ήταν και η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου. Απορρίπτοντας την αίτηση, η Ολομέλεια στη σελ. 155 ανάφερε σχετικά τα ακόλουθα:
«Η σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γι' αυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο «σύμφυτη». Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη. Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της. Όπως παρατήρησε εύστοχα ο καθηγητής M.S. Dockray στο άρθρο του «The Inherent Jurisdiction to Regulate Civil Proceedings (1997) 113 Law Quarterly Review, σελ. 120, στην οποία σχολιάζει, στη σελ. 130, περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια δε διέγνωσαν σύμφυτη εξουσία σε συγκεκριμένα θέματα:
«These decisions are quite inconsistent with the idea that the inherent jurisdiction is an unlimited reservoir from which new powers can be fashioned at will."
Έχοντας υπόψη ότι η δικονομική εξουσία επαναφοράς έχει αυστηρά θεσμοθετηθεί από τους διαδικαστικούς κανόνες και τη νομολογία που τους έχει ερμηνεύσει έχουμε τη γνώμη ότι το εγειρόμενο δεν είναι από τα θέματα που μπορεί να καλύψει η σύμφυτη εξουσία. Τέτοια βάση για την έκδοση διατάγματος της μορφής που επιδιώκεται με την αίτηση δεν προσφέρεται.»
Πιο κάτω στη σελ. 156 λέχθηκαν τα εξής:
«Η Ολομέλεια όταν ασκεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία της στα πλαίσια των διατάξεων του Άρθρου 11(3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/64 (όπως τροποποιήθηκε), δεν έχει εξουσία αναθεώρησης οποιασδήποτε απόφασης, περιλαμβανόμενης απόφασης για την απόρριψη έφεσης. Ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας που, όπως έχει λεχθεί στην Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1772, αποτελεί «βαθμίδα δικαιοδοσίας άγνωστη στο Σύνταγμα και το νόμο».»
Στην υπόθεση Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302, μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, ως εσφαλμένης, και για επανασυζήτηση της υπόθεσης. Απορρίπτοντας την αίτηση το Εφετείο στη σελ. 304 ανάφερε τα εξής:
«Η άποψη μας είναι πως η αίτηση είναι αβάσιμη. Το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο, με διευρυμένη μάλιστα σύνθεση από 5 δικαστές, ερεύνησε το ζήτημα που μας απασχολεί στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδης (1968) 1 Α.Α.Δ. 295, στην οποία ηγέρθηκαν πανομοιότυπα νομικά σημεία. Δεν θα αναφερθούμε σε έκταση στην απόφαση. Θα αρκεστούμε να πούμε μόνο πως σ' αυτή γίνεται εξαντλητική συζήτηση του ζητήματος, με ειδική μάλιστα συγκριτική αναφορά στα ισχύοντα στην Αγγλία και στον τόπο μας.
Το μόνο που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, ως δικό μας σχόλιο, είναι πως η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ορφανίδης υιοθέτησε ουσιαστικά τη θεμελιακή αρχή, που ενυπάρχει στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που ακολουθούμε, της διασφάλισης δηλαδή της τελεσιδικίας. Δεν έχει το Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα απόφασή του, με σκοπό την επανασυζήτησή της.»
Στην υπόθεση Κορέλλης (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1122 το Κακουργιοδικείο, κατά τη διάρκεια εκδίκασης υπόθεσης για βιασμό, εξέδωσε διατάγματα με τα οποία υποχρεωνόταν η Εισαγγελική Αρχή να παραδώσει στην Υπεράσπιση ορισμένα τεκμήρια για εξέταση. Τα εν λόγω διατάγματα ακυρώθηκαν με ένταλμα certiorari μετά από αίτηση της Εισαγγελικής Αρχής. Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο με πλειοψηφία 7 από τους 9 δικαστές της διευρυμένης σύνθεσης στην Πολ. Έφεση Αρ. 10227 (βλ. Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718). Συνέχισε η δίκη, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Υπαστυνόμος Στ. Ιωαννίδης, μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή, είπε πως ο Ρ. Γαβριηλίδης τότε Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, συμβούλευσε τους εξεταστές ότι η πορεία των ανακρίσεων ήταν νομικά ορθή. Μετά την καταδίκη υποβλήθηκε αίτηση προς την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για ακύρωση και/ή παραμερισμό της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στη Πολιτική Έφεση Αρ. 10227 λόγω ισχυριζόμενης κακής σύνθεσης του Εφετείου που επιλήφθηκε της έφεσης αφού σ' αυτή συμμετείχε Δικαστής (Ρ. Γαβριηλίδης), ο οποίος υπό την προηγούμενή του ιδιότητα του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, είχε συμβουλεύσει τους εξεταστές της υπόθεσης για τη νομική ορθότητα της έφεσης σε βάρος του αιτητή. Οι δικηγόροι του αιτητή επικαλέστηκαν ως βάση του αιτήματος τους την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη γνωστή υπόθεση R. ν. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrates & other ex parte Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All E.R. 577. Η Εισαγγελική αρχή έφερε ένσταση τονίζοντας ότι το υπό συζήτηση αίτημα υποβλήθηκε μετά την καταδίκη και όχι αμέσως μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του Υπαστυνόμου, ο οποίος είχε αναφέρει ότι ο Δικαστής (πρώην Εισαγγελέας) είχε δώσει την γνώμη του περί της πορείας των ανακρίσεων.
Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (6 από 9 Δικαστές) απέρριψαν την αίτηση. Η ουσία της απόφασης ήταν ότι το υπό εξέταση θέμα δικαιοδοσίας, είχε ανεπιφύλακτα και καθαρά αποφασιστεί στην απόφαση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, όπου υιοθετείται και προηγούμενη νομολογία και επαναλαμβάνεται ότι οι συμφυείς ή εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του, ούτε έχουν ως λόγο την επέκταση τους. Τονίστηκε ότι η ουσία της σκέψης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Αντωνίου είναι η εφαρμογή του Συντάγματος και των Νόμων, ειδικότερα του Άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ως έχει τροποποιηθεί, που καθορίζουν τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Εφετείου όπως προβλέπει το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος και ότι υπέρβαση των νομικών αυτών ορίων θα οδηγούσε το Δικαστήριο σε έκνομη πορεία.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, μετά την αποπεράτωση της Αναθεωρητικής έφεσης ο αποτυχών εφεσείων καταχώρησε αίτηση με την οποία όπως ανάφερε «εξαιτείται την επανακρόαση της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 1449 υπό της Ολομέλειας του Δικαστηρίου». Η Ολομέλεια (7 δικαστές) αποφάσισε ότι δεν υπήρχε εξουσία για τέτοιο διάβημα. Στη σελ. 340 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή μας στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω): σελ. 56)
«Για την ολοκλήρωση της εικόνας η οποία διαγράφεται από τη νομολογία ως προς το δικαιοδοτικό πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρέπει να αναφερθούμε και στις Attorney - General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251, και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη και άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, όπου αναγνωρίστηκε ότι το Σύνταγμα δεν καθιερώνει δικαίωμα έφεσης και ότι η θεσμοθέτησή του ανάγεται στη νομοθετική λειτουργία. Εξάλλου, έχει αναγνωρισθεί ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται από την επιφύλαξη του Άρθρου 11(2) (πρόβλεψη για έφεση), είναι δευτεροβάθμια και ασκείται βάσει και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που προβλέπουν και καθορίζουν οι σχετικοί διαδικαστικοί θεσμοί (βλ., μεταξύ άλλων, Republic ν. Vassilliades (1967) 3 C.L.R. 82, Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213 και Δημοκρατία ν. Βιολάρη & άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456).»
Δε θα επεκταθούμε στη συζήτηση του θέματος, εκτός από του να διαπιστώσουμε ότι το αίτημα, το οποίο έχει υποβληθεί, είναι άγνωστο στο νόμο και, εκ προοιμίου, καταδικασμένο σε αποτυχία. Ο νόμος προβλέπει ένα στάδιο έφεσης, το οποίο, στην προκείμενη υπόθεση, έχει διανυθεί με την ακρόαση της έφεσης και εξαντληθεί με την έκδοση της απόφασης.»
Στην ίδια υπόθεση με αναφορά στην προαναφερθείσα υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) λέχθηκε ότι ούτε με βάση τις εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου θα μπορούσε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά (Αρ. 3) (2004) 3 Α.Α.Δ. 542, μετά από την ολοκλήρωση της δίκης και έκδοσης απόφασης από την Ολομέλεια στην Α.Ε. 3413 (βλ. Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (Αρ. 2) (2004) 3 Α.Α.Δ. 456), υποβλήθηκε αίτημα για επανάνοιγμα γιατί, κατά τους ισχυρισμούς ενός των αιτητών «η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εξέτασε ζήτημα που ήγειρε στην προσφυγή του σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων». Επαναλήφθηκε ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει αφού τέτοια ενέργεια θα ισοδυναμούσε με ανάληψη τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, κάτι που δεν ήταν νομικά δυνατό.
Στην ίδια γραμμή, ότι δηλαδή δεν υπάρχει εξουσία για επανάνοιγμα υπόθεσης εφετείου και για διεξαγωγή νέας δίκης, είναι και τα όσα αναφέρθηκαν από το Εφετείο στην άμεσα σχετική με την παρούσα προαναφερθείσα υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235 που καταχώρησε ο αιτητής για τροποποίηση αίτησης για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης όπου αποφασίστηκαν τα ακόλουθα αναφορικά τόσο με το Πρωτόκολλο 7 όσο και τη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου:
«..Πρόσθετα, το Πρωτόκολλο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο αρ. 18(ΙΙΙ)/2000, προνοεί στο Άρθρο 4 την επανάληψη της διαδικασίας όταν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων ή όπου υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα στην προηγηθείσα διαδικασία, επηρεάζον το αποτέλεσμα της, αλλά στη βάση του νόμου και της ποινικής δικονομίας της χώρας κράτους-μέλους της Σύμβασης. Δεν χρειάζεται εδώ να εξεταστεί διεξοδικά το πιο πάνω Άρθρο για σκοπούς της παρούσας αίτησης. Να λεχθεί όμως ότι κατά κύριο λόγο εμπεδώνει την αρχή του «ne bis in idem» και πολύ λίγες υποθέσεις παρουσιάστηκαν στο Ε.Δ.Α.Δ. πάνω σ' αυτό. (Gilles Duterte: Key case-law extracts European Court of Human Rights (2003) και Donna Gomien: Short Guide to the European Convention of Human Rights 3η έκδ. (2005)].»
Αναφορικά με τη σύμφυτη εξουσία το Εφετείο στην ίδια υπόθεση ανάφερε τα ακόλουθα:
«Το δε κατάλοιπο εξουσίας, το οποίο επικαλέστηκε ο συνήγορος, δεν διασώζει την κατάσταση, γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει εκ του μηδενός νέες ατραπούς στο δίκαιο και μάλιστα τόσο θεμελιακές. Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες, ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Σε ό,τι Αφορά Αίτημα (Petition) του εφεσείοντα Αχιλλέα Κορέλλη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).»
Δεν παραγνωρίζουμε ότι υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επανάνοιξε υπόθεση μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων και επιφύλαξη της απόφασης, ενόψει γεγονότων που προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της. (βλ. μεταξύ άλλων, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.ΑΔ. 159 και Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1991) 3 Α.Α.Δ. 659). Όμως οι περιπτώσεις εκείνες διαφοροποιούνται διότι εκεί δεν είχε ολοκληρωθεί η δίκη με την έκδοση απόφασης έτσι ώστε να ζητείτο το επανάνοιγμα σε μεταγενέστερο στάδιο για σκοπούς νέας δίκης, όπως είναι το αίτημα στην παρούσα υπόθεση.
Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, επανάνοιγμα της υπόθεσης είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που για κάποιο λόγο, όπως για παράδειγμα τη μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη. Σχετική είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060, όπου η Αναθεωρητική Έφεση είχε ολοκληρωθεί χωρίς όμως να είχε επιδοθεί η έφεση και αντέφεση στα ενδιαφερόμενα μέρη ενός μάλιστα από τα οποία η προαγωγή είχε ακυρωθεί από την Ολομέλεια αφού δέχθηκε την αντέφεση. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις κρίθηκε ότι η διαδικασία ήταν άκυρη και έτσι η Πλήρης Ολομέλεια παραμέρισε την απόφαση και διέταξε όπως διεξαχθεί ξανά η δίκη. Στη σελ. 1067 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Διαπιστώνουμε ότι παρέχεται στο δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, που ακούονται χωρίς γνωστοποίηση της διαδικασίας σε κάθε διάδικο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου.»
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει σύμφυτη και/ή εγγενής εξουσία η οποία να παρέχει το δικαίωμα στο Ανώτατο Δικαστήριο να επανανοίξει μια αποπερατωθείσα μετά από πλήρη ακρόαση έγκυρη έφεση και να διατάξει νέα δίκη από το Εφετείο αφού μια τέτοια περίπτωση θα ισοδυναμούσε με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, εξουσία που σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπάρχει. Η εξουσία αυτή, εκεί όπου ασκήθηκε, περιορίστηκε στην περίπτωση όπου η προηγούμενη δίκη ήταν άκυρη, που δεν είναι η περίπτωση μας. Η ουσία των ισχυρισμών του αιτητή στην παρούσα υπόθεση είναι ότι η προηγούμενη δίκη ήταν άδικη και/ή επισφαλής, και όχι άκυρη.
Άρθρο 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155
Εφόσον έχουμε καταλήξει ότι οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου δεν μπορούν να έχουν τέτοια έκταση ώστε να παρέχουν εξουσία για επανάνοιγμα αποπερατωθείσας έφεσης με έκδοση απόφασης και διεξαγωγή νέας ακρόασης υπό μορφή έφεσης, μένει να εξετάσουμε αν αυτό μπορεί να γίνει με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες του Πρωτοκόλλου 7, Άρθρο 4(2) (πιο πάνω) και του Άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155 το οποίο διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«Αναφορικά με ζητήματα ποινικής δικονομίας για τα οποία δεν υπάρχει ειδική διάταξη στο Νόμο αυτό ή σε οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα που ισχύει εκάστοτε, κάθε Δικαστήριο εφαρμόζει σε ποινική διαδικασία, το δίκαιο που ισχύει εκάστοτε στην Αγγλία και κανόνες πρακτικής οι οποίοι αφορούν την ποινική δικονομία.»
Το Άρθρο 3 του Κεφ. 155 είναι νομοθέτημα που ίσχυε πριν την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και διασώθηκε με βάση το Άρθρο 188 του Συντάγματος νοουμένου ότι δεν συγκρούεται με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως το άρθρο αυτό, στην έκταση που αφορά νομοθέτημα που γίνεται σε άλλη χώρα (εδώ στην Αγγλία) μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι αντίθετο με το Άρθρο 61 του Συντάγματος. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Εύρηκα Λτδ. ν. Unilever Plc (1994) 1 Α.Α.Δ. 124, σελ. 136:
«Έχει εγερθεί διαζευκτικά πως αντίκειται και είναι ασύμφωνη προς το Σύνταγμα, ειδικά προς το Άρθρο 61, η συλλήβδην εισαγωγή του Αγγλικού Νόμου όπως αυτός ενδεχομένως θα έχει θεσπιστεί και μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας τόσο σε σχέση προς το περιεχόμενο των προνομίων και των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το Άρθρο 2 όσο και σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εξουσία, σύμφωνα με το Άρθρο 4, να αποφασίσει πως, παρά την εγγραφή στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν αποκτήθηκαν αποκλειστικά προνόμια και δικαιώματα. Μπορούμε να διακηρύξουμε πως δεν είναι δυνατό να υπάρχει αμφιβολία ότι πράγματι Νόμος που καθιστά ισχύοντα και εφαρμόσιμο στην Κύπρο Νόμο που θεσπίζει άλλο κράτος μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι ασύμφωνος και αντίθετος προς το Άρθρο 61 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «η Νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις.»
Ενόψει των πιο πάνω τα όσα προβλέπονται στο Criminal Appeal Act του 1995 της Αγγλίας, τα οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του αιτητή, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στην Κύπρο."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης η αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη καθότι εδώ ο Αιτητής είχε γνώση των δύο Εφέσεων, έλαβε μέρος στη διαδικασία από την αρχή μέχρι τέλος, δεν του αποστερήθηκε οιονδήποτε δικαίωμα να θέσει τις θέσεις και επιχειρήματά του προς οιανδήποτε κατεύθυνση επιθυμούσε. Μάλιστα το Εφετείο, κατά την ημέρα της ακρόασης των δύο Εφέσεων, προθυμοποιήθηκε να αναβάλει την ακρόαση και να δώσει περαιτέρω χρόνο ετοιμασίας του συνήγορου του Αιτητή εάν επιθυμούσε αυτό και αυτός αρνήθηκε δηλώνοντας ετοιμότητα να αγορεύσει επί του διαγράμματος της άλλης πλευράς. Είναι ξεκάθαρο συνεπώς ότι δεν έλαβε χώρα, ακρόασης των δύο Εφέσεων στις 14.11.2018 εν τη απουσία του Αιτητή και ως αποτέλεσμα οι Δημοκρατία ν. Πουλλή (άνω) και Αίτηση Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ κ.α. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1506, επί των οποίων στηρίζει το αίτημα του ο Αιτητής να μην τυγχάνουν εφαρμογής, καθότι εκεί δεν έγινε επίδοση της Έφεσης και δεν έλαβε μέρος το παραπονούμενο μέρος στη διαδικασία. Επίσης, όπως φαίνεται από το πρακτικό της 14.11.2018 ο συνήγορος του Αιτητή δεν είχε κανένα πρόβλημα όπως ο ίδιος δήλωσε να προχωρήσει να αγορεύσει και απαντήσει στο διάγραμμα της άλλης πλευράς. Συναφώς οιαδήποτε παράβαση του Περί Ποινικών Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού από την Εφεσίβλητη ουδόλως επηρέασε τα δικαιώματα του Αιτητή αλλά ούτε και οποιαδήποτε Αρχή Δικαίου παραβιάστηκε.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/γκ