ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B397
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 272/2017)
26 Σεπτεμβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Κ.Χ.,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Ρ. Μαππουρίδης και Ι. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ε. Παπαλοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τύπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία της ανήλικης.]
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας τις εξής κατηγορίες: δύο κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού που αφορούν προβολή ταινιών ερωτικού περιεχομένου σε κοριτσάκι (M.K.1) ηλικίας επτά ετών, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(1) και (7) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν.91(Ι)/14 (κατηγορίες 1-2). Τρεις κατηγορίες που αφορούν την εισδοχή του δακτύλου του Κατηγορουμένου στο αιδοίο του ιδίου κοριτσιού (Μ.Κ.1) με τη χρήση απειλής, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(4)(γ) και (7) του ιδίου Νόμου (κατηγορίες 3-5). Μία κατηγορία που αφορά χάιδεμα των γεννητικών οργάνων του κοριτσιού (Μ.Κ.1) κατόπιν απειλής, κατά παράβαση των ιδίων άρθρων (κατηγορία 6). Τρεις κατηγορίες που αφορούν τον εξαναγκασμό, με απειλή, του κοριτσιού (Μ.Κ.1) να χαϊδεύει το πέος του Κατηγορουμένου μέχρι να εκσπερματώσει, κατά παράβαση και πάλι των ιδίων άρθρων (κατηγορίες 7-9). Δύο κατηγορίες που αφορούν φίλημα στο στόμα του κοριτσιού (Μ.Κ.1) κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (κατηγορίες 10-11).
Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης κατέθεσαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής έξι μάρτυρες κατηγορίας. Ως πρώτη μάρτυρας κατέθεσε η παραπονούμενη, Μ.Κ.1, της οποίας η οπτικογραφημένη κατάθεση αποτέλεσε την κυρίως εξέταση της και προσήλθε στο Δικαστήριο για αντεξέταση. Ως Μ.Κ.2 κατέθεσε ο πρώτος ξάδελφος της, ηλικίας τότε 12 ετών, στον οποίο η Μ.Κ.1 αποκάλυψε τη συμπεριφορά του εφεσείοντα προς αυτή και ο οποίος (Μ.Κ.2) ενημέρωσε τη μητέρα της Μ.Κ.1, Μ.Κ.3, και ακολούθησε η ενημέρωση του πατέρα της, Μ.Κ.4. Οι γονείς της Μ.Κ.1 κατέθεσαν ως Μ.Κ.3 και 4 και αναφέρθηκαν στα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την αναφορά του Μ.Κ.2 για την αποκάλυψη από τη Μ.Κ.1. Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας η οποία συνόδευσε τη Μ.Κ.1 κατά τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης της και κατά τη διεξαγωγή Ιατροδικαστικής εξέτασής της, κατέθεσε ως Μ.Κ.5. Τέλος, κατέθεσε η Μ.Κ.6, Κλινική Ψυχολόγος των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, η οποία προέβη σε κλινική αξιολόγηση της Μ.Κ.1, κατόπιν διαφόρων συναντήσεων μαζί της. Κατά την ακρόαση κατατέθηκαν γραπτά παραδεκτά γεγονότα, Τεκμήρια Α και Β, τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο, ενώ παράλληλα έγιναν και άλλα προφορικά παραδεκτά γεγονότα.
Αφού κλήθηκε σε απολογία ο εφεσείων, αυτός επέλεξε όπως δώσει ένορκη μαρτυρία και δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες προς υπεράσπισή του. Βασική θέση της Υπεράσπισης ήταν πως όλα όσα η Μ.Κ.1 αποδίδει στον εφεσείοντα είναι ψέματα και πως αυτά αποτελούν φαντασιώσεις της λόγω του ότι από μόνη της έβλεπε ταινίες ερωτικού περιεχομένου στο tablet της και έπλασε στο μυαλό της αυτές τις πράξεις του εφεσείοντα προς την ίδια.
Το Κακουργιοδικείο, έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία της ΜΚ1 και των υπολοίπων ΜΚ ενώ έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα. Συναφώς, κατέληξε στην καταδίκη του σε όλες τις κατηγορίες και επέβαλε σ΄ αυτόν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των επτά ετών.
Θα συνοψίσουμε τα παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα της υπόθεσης όπως παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, σε όση έκταση αφορούν την παρούσα έφεση.
Το καλοκαίρι του 2008, το ζεύγος Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4, εγκαταστάθηκε στην οικία του, σχεδόν ταυτόχρονα με τον εφεσείοντα και τη συμβία του. Τις δύο κατοικίες χώριζε ένας τοίχος ενώ το εσωτερικό και των δύο σπιτιών, όσον αφορά τη διαρρύθμιση του χώρου, είναι πανομοιότυπο. Όταν μετακόμισαν στην εν λόγω οικία οι Μ.Κ.3 και 4 είχαν ήδη αποκτήσει τη Μ.Κ.1, η οποία γεννήθηκε στις 18.6.07, ενώ τον Δεκέμβριο του 2011 γεννήθηκε και ο αδελφός της.
Με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία της Μ.Κ.3, μητέρας της Μ.Κ.1, επειδή με την έναρξη της Β τάξης του Δημοτικού Σχολείου η Μ.Κ.1 δεν συμπάθησε τη δασκάλα της, η Μ.Κ.3 ανησύχησε ότι η κόρη της δεν θα αντεπεξέρχετο στα μαθήματα της και έτσι συμφώνησε με τη συμβία του εφεσείοντα, η οποία είναι εκπαιδευτικός, όπως μερικές φορές τον μήνα στην οικία της ιδίας (της εκπαιδευτικού) παραδίδει στη Μ.Κ.1 μαθήματα στα Ελληνικά και στα Μαθηματικά.
Σύμφωνα με τη Μ.Κ.3, τα μαθήματα διήρκεσαν από το τέλος Σεπτεμβρίου του 2014 μέχρι τον Μάιο του 2015, ενώ προς το τέλος της χρονιάς αραίωσαν σημαντικά και κατά συνέπεια αραίωσαν και οι επισκέψεις της Μ.Κ.1 στην οικία του εφεσείοντα. Είναι στα πλαίσια των επισκέψεων της Μ.Κ.1 στην οικία του εφεσείοντα και πριν επιστρέψει στην οικία η συμβία του για μάθημα, δηλαδή ενόσω ο εφεσείων ήταν μόνος με τη Μ.Κ.1, που, κατ΄ ισχυρισμό της Μ.Κ.1, ο τελευταίος βρήκε την ευκαιρία και προέβη στις πράξεις που του καταλογίζει κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2014 - Μαΐου 2015.
Με βάση τη μαρτυρία του Μ.Κ.2, ηλικίας τότε 12 ετών, η αποκάλυψη από τη Μ.Κ.1, για πρώτη φορά, έγινε προς αυτόν πριν το καλοκαίρι του 2015 και για δεύτερη φορά πάλι στον ίδιο την παραμονή των Χριστουγέννων, ήτοι στις 24.12.15, όταν βρισκόταν στην οικία της γιαγιάς τους η ευρύτερη οικογένεια.
Αμέσως μετά τις αναφορές της Μ.Κ.1 προς τον Μ.Κ.2, αυτός αφού φώναξε τη Μ.Κ.3 σε χώρο όπου ήταν μόνοι, την ενημέρωσε για το τι του ανέφερε η Μ.Κ.1. Τότε οι Μ.Κ.1, 3 και 4, μαζί με το μικρό τους παιδί και τον Μ.Κ.2 έφυγαν από την οικία της γιαγιάς και μετέβησαν στη δική τους οικία. Κατά τη διαδρομή ενημερώθηκε ο Μ.Κ.4 για τις αναφορές της Μ.Κ.1. Περί τις 21:30 o Μ.Κ.4 πήγε στην οικία του εφεσείοντα και μπροστά στη συμβία του ανέφερε τι αποκάλυψε η Μ.Κ.1. Ο εφεσείων αρνήθηκε τα πάντα. Ο Μ.Κ.4 έφυγε και επέστρεψε στη δική του οικία. Ακολούθως, ο εφεσείων με τη συμβία του μετέβησαν στην οικία των Μ.Κ.3 και 4, όπου στην παρουσία και άλλων προσώπων-συγγενών των Μ.Κ.3 και 4, ο εφεσείων αρνήθηκε ξανά τα πάντα και έδωσε τη δική του εκδοχή.
Αποτελεί επίσης αναντίλεκτο γεγονός πως στις 24.12.15 και περί ώρα 22:00, οι Μ.Κ.3 και 4 μετέβησαν στην Αστυνομία και προέβησαν σε καταγγελία εναντίον του εφεσείοντα για σεξουαλική παρενόχληση της κόρης τους, όπως καταγράφεται στις δύο καταθέσεις τους, Έγγραφα 1 και 3 αντίστοιχα, όμως σε εκείνο το στάδιο επιθυμούσαν μόνο καταγραφή του συμβάντος και δεν επιθυμούσαν περαιτέρω ανάμειξη της Αστυνομίας λόγω του ότι δεν ήθελαν το παιδί τους να περάσει τη δικαστική διαδικασία.
Στις 30.12.15, οι Μ.Κ.3 και 4 αποφάσισαν να προωθήσουν την καταγγελία εναντίον του εφεσείοντα και έτσι η Μ.Κ.3 έδωσε τη συγκατάθεση της για τη λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης της κόρης της και για τη διενέργεια Ιατροδικαστικής εξέτασης της.
Διενεργήθηκε ιατροδικαστική εξέταση της Μ.Κ.1 από τον Ιατροδικαστή Σ. Σοφοκλέους στην παρουσία, μεταξύ άλλων, παιδοχειρουργού και `νοσηλευτικής λειτουργού. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, τεκμήριο 6, η Μ.Κ.1 δεν υπέστη ρήξη του παρθενικού υμένα. Αποτελεί περαιτέρω παραδεκτό γεγονός πως η μη ρήξη του παρθενικού υμένα της Μ.Κ.1 δεν αποκλείει την εισχώρηση δακτύλου ή δακτύλων ενήλικου προσώπου στον κόλπο της.
Το Κακουργιοδικείο, προέβη σε παράθεση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα κατηγορίας και του εφεσείοντα, την οποία αξιολόγησε. Αποδέχθηκε τόσο τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 όσο και των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας ενώ έκρινε πως ο εφεσείων δεν κατέθεσε με ειλικρίνεια και δεν κρίθηκε αξιόπιστος. Στη βάση της αξιολόγησής του κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα:
«(i) Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς της Μ.Κ.1 στη Β τάξη του Δημοτικού, και λόγω των δυσκολιών της με τη δασκάλα της, η Μ.Κ.3 μίλησε με τη συμβία του Κατηγορουμένου και διευθέτησαν όπως η τελευταία της παραδίδει κάποια μαθήματα, γύρω στα 5-6 μηνιαίως, στο σπίτι της.
(ii) Τα μαθήματα δεν γίνονταν επί σταθερής και συστηματικής βάσης παρά μόνο κατόπιν συνεννόησης μέσω μηνυμάτων στα κινητά τηλέφωνα μεταξύ της Μ.Κ.3 και της γειτόνισσας. Τα μαθήματα διήρκεσαν μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς, ήτοι μεταξύ Σεπτεμβρίου 2014 και Μαΐου 2015, παρόλο που προς το τέλος της χρονιάς είχαν αραιώσει.
(iii) Συνήθως τα μαθήματα γίνονταν Τετάρτες και εφόσον η Μ.Κ.1 βρισκόταν στο σπίτι της μαζί με ένα εκ των γονέων της. Λόγω του ωραρίου εργασίας των Μ.Κ.3 και 4, είχε γίνει διευθέτηση και η Μ.Κ.1 έμενε στο σχολείο μέχρι το απόγευμα, οπότε είτε τη σχόλανε η Μ.Κ.3 είτε ο Μ.Κ.4 αναλόγως του ποιος εκ των δύο τελείωνε την εργασία του ενωρίτερα.
(iv) Κατά την ώρα του μαθήματος η Μ.Κ.1 πήγαινε ασυνόδευτη στο σπίτι της γειτόνισσας.
(v) Εκεί, κάποτε η γειτόνισσα βρισκόταν ήδη στο σπίτι, και μάλιστα κάποιες φορές ο Κατηγορούμενος ήταν απών, οπότε έκανε το μάθημα στη Μ.Κ.1.
(vi) Τα μαθήματα λάμβαναν χώρα στο γραφείο της γειτόνισσας στον πρώτο όροφο της οικίας της.
(vii) Κάποιες φορές η Μ.Κ.1 πήγαινε στο σπίτι της γειτόνισσας και συναντούσε μόνο τον Κατηγορούμενο εκεί, δηλαδή η γειτόνισσα αργούσε να πάει στο σπίτι για το μάθημα.
(viii)Η όλη συμπεριφορά του Κατηγορουμένου προς τη Μ.Κ.1 άρχισε όταν σε μια από αυτές τις περιπτώσεις όπου βρισκόταν μόνο ο Κατηγορούμενος στο σπίτι, ο Κατηγορούμενος ρώτησε τη Μ.Κ.1 αν ξέρει τι είναι το σεξ και αυτή του απάντησε «όχι», οπότε της εξήγησε ότι το σεξ είναι αυτό που κάνει ο άντρας με τη γυναίκα που φιλιούνται στο στόμα και ο άντρας βάζει το πέος του («την πουλού του») στο αιδοίο («πουλάκι») της γυναίκας. Τότε ο Κατηγορούμενος της είπε να πάει πάνω μαζί του και εκεί της έβαλε και είδαν μαζί βίντεο ερωτικού περιεχόμενου σε ηλεκτρονική συσκευή, tablet, πάνω στο γραφείο της συμβίας του.
(ix) Αυτό συνέβη και άλλες φορές, και στα βίντεο που έβλεπαν έδειχνε είτε άντρα με γυναίκα είτε γυναίκα με γυναίκα που είχαν ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή. Σε αυτά έδειχνε επίσης γυναίκες που προέβαιναν σε πεολειχία. Ενώ τα έβλεπαν, ο Κατηγορούμενος την έβαζε να κάθεται πάνω του, χωρίς να έχουν αφαιρέσει τα ρούχα τους, και αυτή τότε ένιωθε το πέος του σε στύση. Μια φορά μάλιστα εκσπερμάτωσε, όπως της είχε αναφέρει ο ίδιος.
(x) Σε μια τέτοια περίπτωση ήταν που ο Κατηγορούμενος της είπε και μια ιστορία για το πως χώρισε με την πρώτη του γυναίκα με την οποία είχαν τέσσερα παιδάκια και ο λόγος ήταν ότι η μια τους κόρη τους είδε που έκαναν σεξ.
(xi) Επίσης, σε μια περίπτωση που ο Κατηγορούμενος ασχολείτο οικοδομικά με την ανύψωση του διαχωριστικού τοίχου μεταξύ των δύο οικιών και η Μ.Κ.1 κατέβηκε από το δωμάτιο της στην κουζίνα για να πιεί νερό, ο Κατηγορούμενος της φώναξε να φέρει το tablet της και της έβαλε να δει ταινία ερωτικού περιεχομένου. Στο σπίτι βρίσκονταν η οικιακή βοηθός και ο πατέρας της οι οποίοι όμως βρίσκονταν στο μπροστινό σαλόνι.
(xii) Η Μ.Κ.1 έβλεπε και μόνη τέτοιες ταινίες στο tablet της στο δωμάτιο της εφόσον της έλεγε κάτι τέτοιο ο Κατηγορούμενος και η ίδια φοβόταν και αισθανόταν την παρουσία και τον έλεγχο του προς αυτή.
(xiii) Άλλες φορές, ενώ η Μ.Κ.1 βρισκόταν στο σπίτι του Κατηγορουμένου για μάθημα και η γειτόνισσα δεν είχε ακόμα πάει εκεί, ο Κατηγορούμενος της έλεγε να κατεβάσει τα ρούχα της και αυτή το έπραττε, χωρίς όμως ποτέ να μείνουν χωρίς ρούχα, και τότε ο Κατηγορούμενος έβαζε το δάκτυλο του στο αιδοίο της.
(xiv) Υπήρξαν επίσης φορές που ο Κατηγορούμενος της έλεγε να του χαϊδεύει το πέος, κάτι το οποίο η Μ.Κ.1 έκανε μέχρι αυτός να εκσπερματώσει. Τότε απλώς ο Κατηγορούμενος έπαιρνε χαρτομάντηλο και σκουπιζόταν. Σε μια τέτοια περίπτωση λερώθηκε η φούστα της και πάλι πήραν χαρτομάντηλο και την σκούπισαν, ενώ μετά που πήγε στο σπίτι της η Μ.Κ.1 την έβαλε για πλύσιμο.
(xv) Σε μια περίπτωση, ένα βράδυ, κατόπιν πρόσκλησης του Κατηγορουμένου, η Μ.Κ.1 πήγε με τον πατέρα της για ποτό στο σπίτι του Κατηγορουμένου. Ενώ κάθονταν στη βεράντα ο Μ.Κ.4 και η συμβία του Κατηγορουμένου, ο Κατηγορούμενος κάλεσε τη Μ.Κ.1 να πάνε στην κουζίνα για να της δώσει χυμό και την οδήγησε πίσω από τον ψηλό κεντρικό πάγκο όπου έβαλε το χέρι του εντός του εσώρουχου της Μ.Κ.1 και της χάιδεψε τα γεννητικά όργανα.
(xvi) Eπιπλέον υπήρξαν φορές που ο Κατηγορούμενος φιλούσε τη Μ.Κ.1 στο στόμα.
(xvii) Στα πλαίσια της πιο πάνω συμπεριφοράς του, ο Κατηγορούμενος έλεγε στη Μ.Κ.1 πως εάν αποκάλυπτε κάτι στους γονείς της θα την έδερνε ή θα σκότωνε τους γονείς της.
(xviii) Κατά την περίοδο αυτής της συμπεριφοράς του Κατηγορουμένου προς τη Μ.Κ.1, η τελευταία παρουσίασε αλλαγή στη δική της συμπεριφορά και ήταν πιο αντιδραστική τόσο έναντι του αδελφού της όσο και στο σχολείο έναντι των συμμαθητών της. Επίσης ήθελε να κλείνουν τις κουρτίνες του σπιτιού της και ρωτούσε καθημερινά κατά πόσο οι ομιλίες τους εντός του σπιτιού της ακούγονταν στο διπλανό σπίτι. Έκτοτε έχει εφιάλτες τα βράδια, δεν δέχεται την παρουσία του πατέρα της στο δωμάτιο της, ενώ θέλει συνοδεία για να ανεβεί στο δωμάτιο της και τη συνοδεία του πατέρα της για να πάει τουαλέτα το βράδυ. Κάποτε ζητά να κοιμηθεί με τους γονείς της. Επίσης εκδηλώνει σεξίζουσα συμπεριφορά, ακατάλληλη για την ηλικία της, η οποία συνδέεται με την αναφερόμενη συμπεριφορά του Κατηγορουμένου. Λόγω δε της αναστάτωσης της Μ.Κ.1 εξαιτίας της συμπεριφοράς του Κατηγορουμένου προς αυτή και μετά τα όσα εκτυλίχθηκαν στις 24.12.15, η οικογένεια της Μ.Κ.1 εγκατέλειψε αυτό το σπίτι στις 27.12.15.
(xix) Η Μ.Κ.1 έχει διαγνωστεί με Οξεία Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες και χρήζει μακρόχρονης ψυχολογικής στήριξης.»
Στη βάση των ευρημάτων του έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 ετών στις κατηγορίες 1 και 2, 7 ετών στις κατηγορίες 3 - 9 και 2 ετών στις κατηγορίες 10 και 11. Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 με απόλυτη ασφάλεια και βεβαιότητα, αρκούμενο μόνο σε αυτή και απορρίπτοντας τις εκδοχές του εφεσείοντα, ενώ η μαρτυρία της παρουσίαζε σωρεία ουσιωδών αντιφάσεων.
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα πως η εκδοχή της Μ.Κ.1 αφήνει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο πράγματι έχει υποστεί ή όχι σεξουαλική κακοποίηση από τον εφεσείοντα. Οι αντιφάσεις της, η διαφορετική απόδοση των γεγονότων σε κάθε διαφορετική διήγησή της και η προσπάθεια να ενισχύσει τις αρχικές της αναφορές με περαιτέρω ψέματα, αφήνουν, σύμφωνα με την εισήγηση, τη μαρτυρία της έκθετη, κατά τρόπο που να καθίσταται πιθανή, σε βαθμό δημιουργίας εύλογων αμφιβολιών ως προς την παραπονούμενη, η εκδοχή του εφεσείοντα. Προς τούτο, αναφέρεται ενδεικτικά πως η παραδοχή της ανήλικης ότι δεν είδε ποτέ γυμνό τον εφεσείοντα δημιουργεί εύλογες υποψίες για τον ισχυρισμό της ότι έτριβε το πέος του εφεσείοντα μέχρις ότου εκσπερματώσει, ως οι λεπτομέρειες της κατηγορίας 9. Τόσο ο χώρος στον οποίο κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν τα αδικήματα, ήτοι το γραφείο της συζύγου του εφεσείοντα στον πρώτο όροφο της κατοικίας του, όσο και η εύκολη προσβασιμότητά του από την σύζυγο του εφεσείοντα, δεν επέτρεπαν τη μερική έστω γύμνωσή του, ώστε η εν λόγω πράξη να καθίσταται εφικτή. Με δεδομένο δε ότι η ίδια η ανήλικη δέχθηκε ότι παρακολουθούσε ταινίες αισχρού περιεχομένου στο δωμάτιό της, το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δέχθηκε τον ισχυρισμό της ότι ο εφεσείων της παρέστησε πως δήθεν η «πουλλού του άντρα όταν την τρίβεις βγάζει γάλα . εγώ την έτριψα αναγκαστικά, γιάξ!»
Σημειώνει, περαιτέρω, ο εφεσείων πως ο ισχυρισμός της Μ.Κ.1, που τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατά την ακρόαση πως ο εφεσείων εκσπερμάτωσε πάνω στη φούστα της, λανθασμένα έγινε αποδεκτός. Επίσης, προβάλλει ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός την οδήγησε πίσω από τον κεντρικό πάγκο της κουζίνας του, έβαλε το χέρι του εντός του εσώρουχου της και της χάιδευε τα γεννητικά όργανα, εφόσον κατά τον επίδικο χρόνο ο πατέρας της Μ.Κ.1 βρισκόταν στη βεράντα του σπιτιού και το εσωτερικό της κουζίνας ήταν υπερβολικά ευδιάκριτο σε σχέση με τη βεράντα, με αποτέλεσμα να μπορούσε να γίνει εύκολα αντιληπτό το γεγονός αυτό τόσο από τον πατέρα της Μ.Κ.1, όσο και από τη σύζυγο του εφεσείοντα, με ορατό ενδεχόμενο, οποιοσδήποτε από τους δύο να εισέλθει ανά πάσα στιγμή εντός του σπιτιού.
Για το πιο πάνω επεισόδιο εντοπίζεται από τον εφεσείοντα αντίφαση στη μαρτυρία της Μ.Κ.1 και του Μ.Κ.2 κάτι που δεν φαίνεται να έχει διερευνήσει η ψυχολόγος, με αποτέλεσμα, η ΜΚ1 να δημιουργήσει στο μυαλό της μυθοπλασίες για γεγονότα που ουδέποτε έλαβαν χώραν τα οποία διηγείται στον καθένα με διαφορετικό τρόπο και στη συνέχεια πίστευε ως αληθινά.
Αποτελεί περαιτέρω εισήγηση του εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να μην προχωρήσει σε καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ή χωρίς να προβεί σε αυτοπροειδοποίηση κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του παιδιού. Αναφορά επίσης γίνεται στο επεισόδιο που ισχυρίστηκε η Μ.Κ.1 ότι τη φίλησε ο εφεσείων στο στόμα αποδεχόμενο τη μαρτυρία της ότι αηδίαζε επειδή μύριζε άσχημα τσιγάρο ενώ ποτέ δεν είδε ούτε η Μ.Κ.1 ούτε η Μ.Κ.3 τον εφεσείοντα να καπνίζει. Το δε Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ουδέποτε υπήρξε καπνιστής. Ισχυρισμός που δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή του.
Αντίθετη υπήρξε η εισήγηση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής η οποία υποστήριξε την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τονίστηκε από την εφεσίβλητη πως με δεδομένη την ηλικία της Μ.Κ.1, τόσο κατά το στάδιο που διεπράχθησαν τα αδικήματα όσο και όταν έδιδε μαρτυρία στο Δικαστήριο, η μαρτυρία της θα πρέπει να αξιολογηθεί λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως την ηλικία της και την παιδική της ψυχοσύνθεση, με παραπομπή σε νομολογία.
Αποδίδει στον εφεσείοντα ότι καταπιάνεται από λεπτομέρειες στη μαρτυρία της παραπονούμενης σε μια προσπάθεια να καταδείξει αντιφάσεις. Όμως, με βάση τη σχετική νομολογία, η μαρτυρία πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία αναλύει το κάθε στοιχείο μαρτυρίας που σύμφωνα με τον εφεσείοντα καθιστά τη μαρτυρία της επισφαλή με αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, με αναφορά σε σχετική νομολογία, προβάλλει ότι οι διαφορές που παρουσιάζονται στις αναφορές της Μ.Κ.1 στην οπτικογραφημένη της κατάθεση και στη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου είναι εύλογες για την ηλικία της και την αναστάτωση του ψυχικού της κόσμου, γι΄ αυτό και σε τέτοιου είδους υποθέσεις οι παραπονούμενες παραπέμπονται στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας για εξέταση και αξιολόγηση. Παρέπεμψε προς τούτο στη μαρτυρία της Μ.Κ.6.
Εξετάσαμε τις εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων και ανατρέξαμε στα πρακτικά της υπόθεσης.
Η παραπονούμενη ήταν η βασικότερη μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση, καθότι ήταν η μοναδική που έδωσε άμεση μαρτυρία αναφορικά με την ισχυριζόμενη συμπεριφορά του εφεσείοντα έναντι της. Πρόκειται για ανήλικη η οποία κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν ηλικίας 7-8 ετών ενώ κατά την αντεξέτασή της ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν 10 ετών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια λεπτομερή εξέταση της μαρτυρίας της, αντιπαραβάλλοντάς την και με τα όσα η ίδια ανέφερε στους υπόλοιπους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν στο Δικαστήριο, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τη δυσκολία που υπάρχει στην αξιολόγηση μαρτυρίας που δίδεται από παιδιά αυτής της ηλικίας που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση.
Το Κακουργιοδικείο, εύστοχα παρέπεμψε ως προς την αξιολόγηση της Μ.Κ.1 στο ακόλουθο απόσπασμα από την Αγγλική υπόθεση R. v. B. (2010) EWCA Crim 4, η οποία αφορούσε βιασμό κοριτσιού κάτω των 13 ετών:
«We emphasise that in our collective experience the age of a witness is not determinative on his or her ability to give truthful and accurate evidence. Like adults some children will provide truthful and accurate testimony, and some will not. However, children are not miniature adults, but children, and to be treated and judged for what they are, not what they will, in years ahead, grow to be.» (Η υπογράμμιση δική μας).
Όπως ορθά τόνισε το Δικαστήριο στη συνέχεια, ένα παιδί της ηλικίας της παραπονούμενης το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι λογικό πως διακατέχεται από φόβο, άγχος, αμηχανία και διστακτικότητα κατά τη μαρτυρία του, ειδικότερα όταν πρόκειται για μαρτυρία που αφορά σε γεγονότα σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία βίωσε. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και τους κινδύνους που ενδεχομένως ελλοχεύουν στη μαρτυρία μιας ανήλικης η οποία πιθανό να φαντασιώνεται ή ακόμα και να καθοδηγείται από άλλους ή από αλλότρια κίνητρα για την προβολή τέτοιων ισχυρισμών (Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 12, Theodorou v. Police (1971) 2 C.L.R. 245, Makris alias Petinos v. Police (1961) C.L.R. 330 και R. v. Henry and Manning (1969) Cr.App.Rep. 150).
Για τους πιο πάνω λόγους, ανεξαρτήτως του ότι δεν υπάρχει νομοθετική επιταγή για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, υφίσταται κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας εκτός στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο, αφού αυτοπροειδοποιηθεί κατάλληλα, είναι ικανοποιημένο για την αξιοπιστία της παραπονούμενης χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας (βλ. Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 371, Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 251 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390).
Τα πιο πάνω αναφέρθηκαν και στην υπόθεση Χχχ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 177/2017, ημερομηνίας 20 Δεκεμβρίου 2018, ECLI:CY:AD:2018:B550, όπου ειδικά για τη μαρτυρία παιδιού σημειώθηκε ότι, παρά την κατάργηση του κανόνα που προνοείτο από το άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ότι ουδείς μπορεί να καταδικαστεί βάσει ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, το Δικαστήριο δεν εμποδίζεται σε κατάλληλες περιπτώσεις ως το ίδιο κρίνει ορθό να προβεί σε τέτοια αυτοπροειδοποίηση ή να αναζητήσει ενίσχυση, ακριβώς λόγω του ελλοχεύοντος κινδύνου που περικλείει η μαρτυρία ανήλικου παιδιού, ιδιαίτερα σε υποθέσεις σεξουαλικής φύσεως.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 έχοντας υπόψη την ηλικία της, τη γνωμάτευση της Μ.Κ.6, καθώς και τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα. Με εξονυχιστικό θα λέγαμε τρόπο, εξέτασε κάθε πτυχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης, αντιπαραβάλλοντάς την με τα όσα ανέφερε στους υπόλοιπους μάρτυρες όπως οι ίδιοι ανέφεραν στο Δικαστήριο και η μαρτυρία τους έγινε αποδεκτή. Όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, όλες οι αποδιδόμενες στον εφεσείοντα πράξεις δεν αναφέρθηκαν μόνο μια φορά στην κατάθεσή της αλλά έχουν αναφερθεί ξανά και επαναλήφθηκαν από τη Μ.Κ.1 σε διάφορα πρόσωπα παρουσιάζοντας συνέπεια σε αυτές τις αναφορές της.
Στα πλαίσια αυτά το Δικαστήριο εντόπισε και τις αντιφάσεις που υπήρχαν σε κάποια σημεία της μαρτυρίας της καθώς και σε γεγονότα που ανέφερε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο. Ανέλυσε αυτά τα στοιχεία και έδωσε για το κάθε ένα εξήγηση για ποιο λόγο η μάρτυρας ήταν αξιόπιστη. Τονίζοντας παράλληλα ότι «..άτομα πολύ νεαρής ηλικίας δεν αναμένεται να παρουσιάζουν μια καθόλα αλάνθαστη, ταυτόσημη και απολύτως συνεπή επανάληψη του κάθετι στα διάφορα πρόσωπα προς τα οποία μιλούν για γεγονότα τα οποία είναι τραυματικά και επώδυνα γι΄ αυτά. Θεωρούμε πως σημασία έχει το γεγονός πως όλες οι πράξεις και τα περιστατικά τα οποία η Μ.Κ.1 αποδίδει στον Κατηγορούμενο παρουσιάζονται στην ουσία αυτών με σταθερότητα και κυρίως με συνέπεια. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρούμε πως διαφορές που παρουσιάζονται μεταξύ των διάφορων αναφορών είναι καθαρά επουσιώδεις, αφορούν λεπτομέρειες και δεν επηρεάζουν την ουσία αυτών.».
Στα πλαίσια της αξιολόγησης εξέτασε και όλα τα εγειρόμενα από τον εφεσείοντα στην παρούσα έφεση, θέματα. Συγκεκριμένα, η παραπονούμενη τόσο στην οπτικογραφημένη της κατάθεση όσο και σε όλες τις μετέπειτα αναφορές της ανέφερε ότι όλες οι πράξεις του εφεσείοντα γίνονταν ενώ φορούσαν και οι δύο τα ρούχα τους και ποτέ γυμνοί. Αυτό κατά την κρίση μας δεν έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της ότι έβλεπε το πέος του εφεσείοντα μέχρις ότου αυτός εκσπερματώσει, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας 9. Ο εφεσείων κατέβαζε το παντελόνι του για τη διενέργεια της εν λόγω πράξης χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι γυμνός. Άλλωστε, με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης, ο χρόνος που παρείχετο γι΄ αυτές τις ενέργειες δεν ήταν μεγάλος και υπήρχε ο κίνδυνος να γίνουν αντιληπτές από τη συμβία του όταν θα ερχόταν στο σπίτι. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η εύκολη προσβασιμότητα της συζύγου του στο γραφείο της δεν επέτρεπε ούτε τη μερική έστω εκγύμνωσή του και κατά συνέπεια ήταν ανέφικτο να προέβαινε σε αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις, δεν γίνεται αποδεκτός. Η θέση της Μ.Κ.1 ήταν ότι σε όλα τα περιστατικά η δασκάλα ερχόταν μετά, οι δε θέσεις του εφεσείοντα έχουν, ορθά κατά την κρίση μας, απορριφθεί από το Δικαστήριο με αναφορά στις αντιφάσεις μεταξύ της κατάθεσής του και της μαρτυρίας του σε σχέση με το θέμα αυτό. Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, η Μ.Κ.1 δεν απέδωσε στον εφεσείοντα την εν λόγω συμπεριφορά κάθε φορά που πήγαινε για μάθημα και δεν δίστασε να αναφέρει ότι υπήρξαν και φορές που η δασκάλα την περίμενε και ο εφεσείων απουσίαζε από το σπίτι με αποτέλεσμα να έκαναν κανονικά μάθημα.
Αναφορικά με το περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης της Μ.Κ.1 στην κουζίνα του εφεσείοντα ενώ βρισκόταν στη βεράντα του σπιτιού ο πατέρας της, για το οποίο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα λαμβάνοντας υπόψη και τις φωτογραφίες της οικίας οι οποίες απεικονίζουν και την κουζίνα (τεκμήριο 11). Έχοντας υπόψη το ύψος του πάγκου, τη θέση του ψυγείου και τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 ότι ήταν βράδυ και ήταν σκοτεινά στο εσωτερικό του σπιτιού και δεν υπήρχε οπτική επαφή με κάποιο που βρισκόταν πίσω από την πόρτα του ψυγείου, ορθά κατά την κρίση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης για το περιστατικό αυτό. Σημειώνεται πως το ότι ο εφεσείων χάιδεψε τα γεννητικά της όργανα στην κουζίνα του ενώ ο πατέρας της βρισκόταν έξω στη βεράντα, αποτελεί γεγονός που εντυπώθηκε στη μνήμη της και το ανέφερε τόσο στον Μ.Κ. 2 όσο και στην Μ.Κ.6, καθώς και στην οπτικογραφημένη της κατάθεση.
Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα περί μυθοπλασίας δεν ευσταθεί στην παρούσα περίπτωση. Η κατάθεση της κλινικής ψυχολόγου Μ.Κ.6, η οποία αξιολογήθηκε λεπτομερώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο και έγινε αποδεκτή, καταρρίπτει ισχυρισμό περί μυθοπλασίας. Πέραν του γεγονότος ότι οι αναφορές της Μ.Κ.1 κατά τις συναντήσεις τους είχαν συνέχεια, ήταν σταθερές και δεν είχε αλλοιώσει οποιοδήποτε γεγονός, η Μ.Κ.6 εξήγησε πως ένα φυσιολογικό παιδί το οποίο δεν έχει οποιοδήποτε ερέθισμα από άλλο πρόσωπο ή δεν έχει επηρεασθεί από οτιδήποτε που να συνδέεται με κακοποίηση, δεν αναζητά από μόνο του πορνογραφικό υλικό καθότι δεν είναι γνωστικά ούτε και συναισθηματικά έτοιμο να ασχοληθεί και να αναζητήσει τέτοιο υλικό. Η Μ.Κ.6 επίσης ανέφερε πως σε αυτή την ηλικία το παιδί διεγείρεται χωρίς όμως να μπορεί να το καταλάβει και να το συνδέσει με σεξουαλική πράξη.
Ως προς τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι φίλησε την παραπονούμενη στο στόμα, κρίνουμε ότι αυτός δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο επεξήγησε με λεπτομέρεια τους λόγους που το οδήγησαν στην αποδοχή της μαρτυρίας της ΜΚ1 και ορθά δεν θεώρησε σημαντικό το γεγονός ότι η παραπονούμενη ανέφερε ότι μύριζε το στόμα του τσιγάρο ενώ κατά την αντεξέταση τόσο της ίδιας όσο και της μητέρας της ανέφεραν πως δεν τον είδαν ποτέ να καπνίζει.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα πως ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η παραπονούμενη είχε κάποια ερεθίσματα από την παρακολούθηση ταινιών και αυτό δυνατό να την ώθησε στο να δημιουργούσε στο μυαλό της μια μυθοπλασία, είναι ατεκμηρίωτος και ανεδαφικός δεδομένης της στάσης της παραπονούμενης κατά την ακροαματική διαδικασία κατά την οποία επιλεκτικά θυμόταν κάποια περιστατικά, τα οποία όταν κλήθηκε κατά την αντεξέταση να διευκρινίσει, προσποιήθηκε ότι δεν θυμάται. Προς τούτο, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στις αναφορές της παραπονούμενης ότι «έχω πολλά αγόρια που με αγαπούν, είμαι η μόνη στο σχολείο που με αγαπούν 6 αγόρια», καθώς επίσης και την αναφορά της προς την Μ.Κ.6 ότι «. η ανήλικη έγινε αντιδραστική και κατήγγειλε συνεχώς στη διευθύντρια, ότι κάποια αγόρια την άγγιζαν ή ήθελαν να την αγγίξουν», αναφορές που δεν εξετάστηκαν κατά πόσο ήταν αλήθεια ή αποτέλεσμα μυθοπλασίας.
Έχουμε αναφέρει κατά την ενασχόλησή μας με τον πρώτο λόγο έφεσης πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της επιστημονικής μαρτυρίας που δόθηκε από τη Μ.Κ.6 έκρινε ότι η καταγγελία της ΜΚ1 και τα περιστατικά τα οποία περιέγραψε δεν ήταν αποτέλεσμα μυθοπλασίας.
Όπως εξήγησε η Μ.Κ.6, η συμπτωματολογία που περιγράφει ο εφεσείων άρχισε να εμφανίζεται κατά την περίοδο της ισχυριζόμενης κακοποίησης της Μ.Κ.1 από τον εφεσείοντα. Η Μ.Κ.6 ανάμεσα στα συμπεράσματά της περιλαμβάνει και το γεγονός ότι η Μ.Κ.1 παρουσίαζε έντονη ενασχόληση με σκέψεις για ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας τα οποία δεν συνάδουν με τα ενδιαφέροντα της ηλικίας της. Περαιτέρω, διαγνώσθηκε πως η Μ.Κ.1 εκδηλώνει σεξίζουσα συμπεριφορά, ακατάλληλη για την ηλικία της, η οποία φαίνεται να συνδέεται με τη σεξουαλική κακοποίησή της. Το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της Μ.Κ.6, έκρινε πως οι αναφορές της παρέμειναν σταθερές, τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση, πως η Μ.Κ.1 εξέφρασε την ανάγκη να την θέλουν πολλά αγόρια στο σχολείο και ότι αυτό ήταν σημαντικό για την ίδια εφόσον έλεγε πως τα αγόρια θέλουν αυτή περισσότερο από τα άλλα κορίτσια και εξέφραζε ένα ανταγωνισμό ο οποίος συνήθως παρατηρείται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Έχοντας αποδεχθεί τη μαρτυρία της Μ.Κ.6, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε πως οι αναφορές της παραπονούμενης σε συνάρτηση με τα αγόρια που την αγαπούν ή η αντιδραστική της συμπεριφορά όταν κάποια αγόρια την άγγιξαν, δεν συνδέονται με ισχυριζόμενη μυθοπλασία, αλλά είναι απότοκο της σεξουαλικής κακοποίησης στην οποία την έχει υποβάλει ο εφεσείων. Υιοθετούμε τα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω σε συνάρτηση με την παρακολούθηση ταινιών αισχρού περιεχομένου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κατά την κρίση μας, απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί μυθοπλασίας στη βάση τόσο της ενδελεχούς αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονουμένης όσο και της αντιπαραβολής της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Ειδικότερα, η αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ1, όπως ορθά ανέφερε το Κακουργιοδικείο, επιβεβαιώνεται και από επιστημονικής άποψης, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ειδικού, Μ.Κ.6, στα καίρια σημεία, όπως η καθυστέρηση αποκάλυψης, η αδυναμία μνήμης, η άσχημη ψυχολογική της κατάσταση στο Δικαστήριο, η απουσία τάσης για μυθοπλασία και η αλλαγή στη συμπεριφορά της η οποία συνδέεται με την ισχυριζόμενη συμπεριφορά του εφεσείοντα.
Σημειώνεται πως η μαρτυρία της Μ.Κ.6 χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως επεξήγηση της ψυχολογικής κατάστασης της παραπονούμενης και όχι με στόχο να υποδείξει στο Δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Τελικός κριτής κατά πόσο η παραπονούμενη περιέγραψε γεγονότα που συνέβησαν στην πραγματικότητα ή κατά πόσο ήταν αποτέλεσμα μυθοπλασίας είναι το Δικαστήριο και έτσι έπραξε στην προκείμενη περίπτωση.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι υπήρξε λανθασμένο εύρημα του Δικαστηρίου περί δύο περιπτώσεων απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων με αποτέλεσμα να τον καταδικάσει σε δύο κατηγορίες ενώ από τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 προκύπτει μόνο μία περίπτωση κατ΄ ισχυρισμό πρόκλησής της να γίνει μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 ο εφεσείων την εξανάγκασε να παρακολουθήσει σεξουαλικές πράξεις πέραν της μιας φοράς χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει πόσες φορές έγινε αυτό. Περαιτέρω, η Μ.Κ.1 περιέγραψε ένα συγκεκριμένο περιστατικό όπου ο εφεσείων ασχολείτο με το διαχωριστικό τοίχο μεταξύ των δύο οικιών, όταν έβαλε στο tablet της παραπονούμενης τέτοια ταινία, προκαλώντας την να δει εικόνες σεξουαλικών πράξεων.
Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε εκτενώς με τη μαρτυρία της ΜΚ1 για το tablet της. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Σε αυτό το πλαίσιο καθίσταται πολύ σημαντική η ενασχόληση μας με το σύνολο της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 για το tablet της, τον χειρισμό αυτού και γενικά τι ταινίες έβλεπε σε αυτό και στο γραφείο της δασκάλας της στο σπίτι του Κατηγορουμένου. Σημειώνουμε πως ήταν η σταθερή θέση της Μ.Κ.1 εξαρχής ότι ο Κατηγορούμενος της έβαζε να βλέπουν ταινίες ερωτικού περιεχομένου στον υπολογιστή στο γραφείο της δασκάλας. Είναι σημαντικό να λεχθεί πως η Μ.Κ.1 ουδέποτε έκανε αναφορά σε υπολογιστή της ίδιας της δασκάλας αλλά σε υπολογιστή ο οποίος βρισκόταν στο γραφείο στο σπίτι της. Και τούτο καθότι ο Κατηγορούμενος στη δική του μαρτυρία εξέλαβε πως η Μ.Κ.1 αναφερόταν σε υπολογιστή της συμβίας του και ανέφερε πως αυτή είχε tablet και αργότερα αναφέρθηκε σε λάπτοπ το οποίο όμως είχε συνεχώς μαζί της, ήτοι στο σχολείο όταν ήταν εκεί και στο σπίτι όταν ερχόταν σπίτι. Αυτή η τοποθέτηση του Κατηγορουμένου αυτομάτως αναιρεί τη δυνατότητα να έβλεπαν ταινίες στο λάπτοπ της συμβίας του ενόσω αυτή δεν βρισκόταν στο σπίτι. Έτσι προφανώς η Μ.Κ.1 αναφερόταν σε άλλη συσκευή, και εφόσον δεν διεφάνη πως αυτή έπαιρνε τη δική της όταν πήγαινε για μάθημα, είναι σαφές ότι επρόκειτο για άλλη συσκευή, ήτοι tablet. Είναι δε παραδεκτό γεγονός πως εντός της οικίας του Κατηγορουμένου εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν δύο tablet, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό. Το βράδυ της 24.12.15 και στην παρουσία του Κατηγορουμένου και των γονέων της, η Μ.Κ.1 παραδέχθηκε επίσης πως ο Κατηγορούμενος της έβαλε στο δικό της tablet τέτοια ταινία για να δει, θέση την οποία επανέλαβε και στην αντεξέταση της. Επίσης, στη Μ.Κ.6 ανέφερε πως είδε και μόνη της στο tablet της στο δωμάτιο της, όπως της έλεγε ο Κατηγορούμενος, επειδή ένιωθε πως την παρακολουθούσε και έλεγχε.
Είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο για ένα κορίτσι της ηλικίας των 7-8 ετών να δυσκολεύεται να αποκαλύψει πως στο tablet της παρακολουθεί ταινίες ερωτικού περιεχομένου, έστω και κατόπιν προτροπής άλλου προσώπου. Επομένως, θεωρούμε δικαιολογημένη την παράλειψη αναφοράς τέτοιου ζητήματος τόσο στον ξάδελφο της όσο και στην οπτικογραφημένη της κατάθεση. Μόνο στο στάδιο που τέθηκε ενώπιον του Κατηγορουμένου και της δικής του εκδοχής, φαίνεται πως δεν είχε επιλογή παρά να αναφέρει κάτι τέτοιο, και ακόμα εκεί όχι πλήρως, το οποίο επανέλαβε εκτενέστερα στη Μ.Κ.6.
Όσον αφορά το tablet της, αρχικά αναφέρουμε πως ο ισχυρισμός της ότι της το αγόρασε η γιαγιά της σε αντιδιαστολή με τον ισχυρισμό των γονέων της ότι της το παράγγειλαν για €30 δεν ενέχει σημασία εφόσον η ίδια ρητώς αναγνώρισε πως το κατείχε πριν τη Β τάξη. Έχουμε ήδη αναφέρει πως η θέση της ότι η ίδια κατέβαζε ταινίες κινουμένων σχεδίων μέσω you tube εφόσον οι γονείς της την καθοδηγούσαν να πληκτρολογεί λέξεις κλειδιά επιβεβαιώθηκε και από τον Μ.Κ.4. Διεφάνη επίσης από τις αναφορές της Μ.Κ.1 πως ήταν σε θέση να πληκτρολογήσει λέξεις κλειδιά και να παρακολουθήσει μόνη ταινίες ερωτικού περιεχομένου, εφόσον και πάλι έλαβε καθοδήγηση από τον Κατηγορούμενο. Στην αντεξέταση της η Μ.Κ.1 προέβη σε δύο αναφορές πως δεν ήξερε Αγγλικά, τη μια πως λόγω αυτού δεν ήξερε τι πληκτρολόγησε ο Κατηγορούμενος στο tablet της και βγήκε ταινία και τη δεύτερη πως της έγραφαν οι γονείς της ταινίες και πως όταν αυτοί δεν ήταν σπίτι, επειδή η ίδια δεν ήξερε Αγγλικά έγραφε στα Ελληνικά στη Β τάξη. Παρόλο που υπάρχει μαρτυρία πως η Μ.Κ.1 παρακολουθούσε σε φροντιστήριο μαθήματα Αγγλικών, εντούτοις αυτό από μόνο του δεν συνεπάγεται πως η Μ.Κ.1 ήξερε Αγγλικά και δη τις λέξεις που έπρεπε να πληκτρολογεί για να βλέπει τις ταινίες που επιθυμούσε. Εξάλλου η Μ.Κ.1 δεν χρησιμοποίησε αυτή τη θέση για να αποκρύψει την ικανότητα της να κατεβάζει και μόνη της ταινίες. Αντιθέτως ήταν κάτι το οποίο παραδέχθηκε χωρίς δυσκολία στην αντεξέταση της. Άλλωστε παραδέχθηκε πως στο παρελθόν παρακολουθούσε ιδιαίτερα μαθήματα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές και δεν είναι βάσιμη η αναφορά του συνηγόρου Υπεράσπισης πως αυτή ανέφερε πως δεν θυμόταν ότι πήγε σε τέτοια μαθήματα. Όσον αφορά τη γλώσσα που ήταν εγκατεστημένη στο δικό της tablet, είναι παραδεκτό πως οι επιστημονικές εξετάσεις δεν κατέδειξαν οτιδήποτε ενώ ο Μ.Κ.4 δεν ανέφερε με βεβαιότητα πως σε αυτό υπήρχε μόνο η Αγγλική.»
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έτσι ώστε να απαιτείται παρέμβασή μας. Είναι επίσης σημαντικό να επαναλάβουμε τη μαρτυρία της Μ.Κ.6, η οποία απέρριψε κατηγορηματικά τη θέση ότι ένα παιδί στην ηλικία των 7 με 8 ετών ψάχνει από μόνο του και παρακολουθεί πορνογραφικό υλικό.
Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο, ασχολήθηκε ενδελεχώς με τη μαρτυρία της ΜΚ1 η οποία ανέφερε ότι ένιωθε πως ο εφεσείοντας την παρακολουθούσε ενώ βρισκόταν στο σπίτι της, κάτι για το οποίο δόθηκε και επιστημονική εξήγηση από την ΜΚ6. Στα πλαίσια αυτά θεώρησε δικαιολογημένο ένα κορίτσι των 7 - 8 ετών να αισθάνεται την παρουσία του εφεσείοντα εντός του σπιτιού και το ότι την παρακολουθούσε ή ακόμα και την πιθανότητα ανά πάσα στιγμή να εμφανιστεί στο σπίτι της.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη του και δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες και στις περιστάσεις που συνέτρεχαν στο πρόσωπο του εφεσείοντα. Ειδικότερα ο εφεσείων επικαλείται διαφοροποίηση των προσωπικών του συνθηκών εφόσον παντρεύτηκε με τη συμβία του και απέκτησαν ένα κοριτσάκι ενός έτους, ούτε έδωσε δέουσα βαρύτητα στις επαγγελματικές και κατ΄επέκταση οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει στον ίδιο και την οικογένεια του η μακρόχρονη φυλάκιση του.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής.
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).
Στην παρούσα περίπτωση δεν τεκμηριώθηκε οτιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση. Σημειώνουμε ότι για τις κατηγορίες 1 - 9 προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία ποινή φυλάκισης διά βίου όταν το θύμα είναι παιδί κάτων των 13 ετών. Η σοβαρότητα των αδικημάτων τόσο ως προς τη φύση τους όσο και επειδή στρέφονται κατά παιδιού ηλικίας 7 - 8 ετών καθιστά επιβεβλημένη την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Στα πλαίσια επιμέτρησης της ποινής, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό παράγοντα, περιλαμβανομένης της διαφοροποίησης των δεδομένων του εφεσείοντα και των επιπτώσεων που θα έχει σ΄ αυτόν και στην οικογένεια του η επιβολή μακροχρόνιας ποινής φυλάκισης. Προς τούτο παρέπεμψε και στην υπόθεση Μ.Θ. ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 174 και αυτό αντικατοπτρίζεται στην επιβληθείσα ποινή. Θα συμπληρώναμε ότι οι προσωπικές περιστάσεις, έστω και διαφοροποιημένες μετά τη διάπραξη του αδικήματος, είναι ήσσονος σημασίας στην επιμέτρηση της ποινής, δεδομένης της σοβαρότητας τέτοιων αδικημάτων που διαταράσσουν πλήρως και ενίοτε ανεπιστρεπτί τον ψυχικό κόσμο του θύματος. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην προσέγγιση του Δικαστηρίου ούτε κρίνουμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
.ΣΦ