ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B395
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016)
26 Σεπτεμβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Α. Π.
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κωνσταντίνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την
Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
_ _ _ _ _ _
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τύπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων.]
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας κατηγορητήριο με εννέα κατηγορίες ήτοι, το αδίκημα του βιασμού (1η κατηγορία), κατά παράβαση των άρθρων 144, 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το αδίκημα της διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας δεκατριών χρονών μέχρι δεκαεπτά, (2η κατηγορία), κατά παράβαση του άρθρου 154 του Κεφ. 154 και το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού (3η, 4η, 5η, 6η, 7η, 8η και 9η κατηγορία), κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 10 και 17 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου του 2007, Ν.87(Ι)/2007. Σημειώνεται ότι ο Νόμος αυτός καταργήθηκε με τον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμο του 2014 (Ν.91(Ι)/2014), όμως, τα επίδικα αδικήματα διαπράχθησαν πριν τη θέσπιση του νέου Νόμου.
Προς απόδειξη των κατηγοριών έδωσαν μαρτυρία έξι μάρτυρες, ήτοι η παραπονούμενη, ΜΚ1, ο A.B., MK2, στενός φίλος και τα τελευταία δύο χρόνια σε σχέση με την παραπονούμενη, στον οποίο είχε αναφέρει κάποια από τα συμβάντα, o F.D., MK3, ψυχολόγος, o Αστυφ. 3941 Μ.Σ., ΜΚ4, η Αστυφ. 3485 Σ.Μ., ΜΚ5, και η Μ.Σ., ΜΚ6, μητέρα της παραπονούμενης. Ο εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία, κατέθεσε ενόρκως ο ίδιος και δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα. Ουσιαστικά ο εφεσείων αρνήθηκε πως προέβη στις πράξεις που του καταλογίστηκαν και ισχυρίστηκε ότι η υπόθεση είναι αποτέλεσμα σκευωρίας εναντίον του.
Το Κακουργιοδικείο, αφού συνόψισε τη μαρτυρία που δόθηκε από τον κάθε μάρτυρα, την αξιολόγησε και κατέληξε σε αποδοχή της μαρτυρίας των ΜΚ. Ειδικότερα, αναφορικά με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ανέφερε ότι τους έκανε εξαιρετικά θετική εντύπωση και τίποτε δεν κλόνισε τη μαρτυρία της. Για τον εφεσείοντα σχημάτισε «εξαιρετικά πτωχή εντύπωση» για την αξιοπιστία του και χωρίς καμία αμφιβολία απέρριψε την εκδοχή του, κρίνοντας την ως ένα «άγαρμπο κατασκεύασμα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, σε βαθμό μάλιστα που θα μπορούσε να λεχθεί ότι προκαλεί και την νοημοσύνη του μέσου ανθρώπου».
Κατ΄ακολουθία της αξιολόγησης τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ήταν ανάλογα της μαρτυρίας των ΜΚ, όπου επεσήμανε ιδιαίτερα τα ακόλουθα:
«Η ΜΚ1 γεννήθηκε στις 15.4.1994. Σε ηλικία 3 χρόνων ο πατέρας της απεβίωσε και έκτοτε διέμενε με τη μητέρα της, ΜΚ6 και τον παππού της. Σε ηλικία 14 ετών η ΜΚ6 της γνώρισε τον κατηγορούμενο με τον οποίο διατηρούσε σχέση από τον Οκτώβριο του 2008 και τον Νοέμβριο του 2009 ο κατηγορούμενος απροειδοποίητα και χωρίς προηγούμενη συζήτηση μετακόμισε στο σπίτι τους. Η μητέρα της εργαζόταν μέχρι τις 6:00μ.μ., με διάλειμμα 1:00-3:00 το μεσημέρι και η ίδια σχόλανε από το σχολείο στις 2:00μ.μ.
Ο κατηγορούμενος από 1.6.2008 εργαζόταν στην εταιρεία Helector Cyprus Ltd και από τις 20.7.2009 που είχε υποβληθεί σε πλαστική επέμβαση μέχρι και 31.1.2010 που απολύθηκε, δεν επέστρεψε στην εργασία του. Κατά τα έτη 2010 και 2011 ο κατηγορούμενος εργάστηκε μόνο τον Απρίλιο και Μάιο 2010 και 2011, ενώ τους υπόλοιπους μήνες ήταν άνεργος. Τους πρώτους 2-3 μήνες η σχέση της ΜΚ1 με τον κατηγορούμενο ήταν πολύ καλή, όμως στη συνέχεια αυτός άρχισε να την πλησιάζει περισσότερο. Όταν μετά το σχολείο ξάπλωνε στον καναπέ και έβλεπε τηλεόραση, αυτός καθόταν καθημερινά μαζί της, της μιλούσε συμβουλευτικά και κάποιες φορές όταν την έπαιρνε ο ύπνος, αυτός απομάκρυνε τα μαξιλάρια και ακουμπούσε το κεφάλι της πάνω του. Τότε η ΜΚ1 ήταν 15 χρόνων και εκλάμβανε τις πράξεις του κατηγορούμενου ως πατρικές. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος άρχισε να ξαπλώνει και αυτός στον καναπέ από πίσω της και την κρατούσε, όμως λόγω του νεαρού της ηλικίας της δεν υποψιάστηκε οτιδήποτε πονηρό, ούτε και ανέφερε οτιδήποτε στην ΜΚ6. Αφού μεσολάβησαν οι εξετάσεις του σχολείου 2010 και πέρασε το καλοκαίρι του 2010 που έμεινε με τη γιαγιά της στο xxxx, από τον Σεπτέμβριο 2010 ο κατηγορούμενος άρχισε και πάλι να κάθεται μαζί της στον καναπέ, την έβαζε να ξαπλώνει πάνω του και να την κρατά, ενώ κάποιες φορές, όπως η ΜΚ1 τότε νόμιζε, όταν ο κατηγορούμενος κοιμόταν, της έπιανε το στήθος της. Άρχισε να γίνεται πιο διαχυτικός μαζί της, την χαΐδευε σε όλο της το σώμα, την κρατούσε και την έσφιγγε σφικτά πάνω στο σώμα του και κάποιες φορές ένοιωθε χαμηλά στην πλάτη και στον γλουτό της, το πέος του σκληρό και καταλάβαινε ότι ήταν σε στύση. Αυτό έγινε 2-3 φορές σε διάστημα 2-3 εβδομάδων.
Κάποια μέρα, τον Σεπτέμβριο 2010 μετά το σχολείο της, η ΜΚ1 ξάπλωσε στον καναπέ. Ο κατηγορούμενος φορώντας τις πιτζάμες του κάθισε στον καναπέ και την έβαλε να ξαπλώσει με το κεφάλι της στα πόδια του. Μόλις έγινε αυτό, αυτός άρπαξε το κεφάλι της με τα χέρια του και πίεσε επίμονα το πρόσωπο της πάνω στο πέος του, με σκοπό να του κάνει στοματικό έρωτα. Η ίδια αντιστεκόταν με τα χέρια της και έτρεξε στο δωμάτιο της, όπου μετά από μισή ώρα μπήκε ο κατηγορούμενος και της ζήτησε συγνώμη παροτρύνοντας την να μην πει οτιδήποτε στην ΜΚ6. Τις επόμενες ημέρες και για μια εβδομάδα δεν κάθισε στον καναπέ.
Την επόμενη εβδομάδα, μετά το σχολείο της, κάθισε ξανά στον καναπέ με τα πόδια σταυρωμένα και έβλεπε τηλεόραση, σκεφτόμενη ότι ο κατηγορούμενος λόγω της απολογίας του δεν θα την ενοχλούσε ξανά. Ο κατηγορούμενος κάθισε δίπλα της στα αριστερά της και άρχισε να της χαϊδεύει τα πόδια. Με το δεξί του χέρι προχωρούσε σιγά-σιγά προς τα γεννητικά της όργανα. Αν και του έλεγε να σταματήσει, αυτός συνέχιζε και με μια απότομη κίνηση, ενώ κρατούσε το πόδι της με το δεξί του χέρι, έφερε το αριστερό του χέρι μέσα από την φούστα της, μετακίνησε το εσώρουχο της και έβαλε τα δύο δάκτυλα του αριστερού του χεριού μέσα στον κόλπο της. Αν και του είπε να σταματήσει, αυτός συνέχισε να έχει τα δάκτυλα του στον κόλπο της και της έλεγε να μείνει και θα της αρέσει. Τότε αυτή σηκώθηκε απότομα και έτρεξε στο δωμάτιο της.
Την επόμενη ημέρα, μετά το σχολείο, η ΜΚ1 φόρεσε τις πιτζάμες της και όταν η ΜΚ6 έφυγε για την εργασία της, πήγε στο playroom, κάθισε στον καναπέ και άρχισε να παίζει play station. Τότε μπήκε στο δωμάτιο ο κατηγορούμενος, της είπε ότι δεν αντέχει άλλο και με μια απότομη κίνηση την έσπρωξε με τα χέρια του, με αποτέλεσμα αυτή όπως καθόταν στον καναπέ, να πέσει ανάσκελα και αυτός γονάτισε από πάνω της. Έβαλε το δεξί του γόνατο δίπλα από την αριστερή πλευρά του κεφαλιού της και έτσι ακινητοποίησε τα χέρια της. Έβγαλε το πέος του έξω από την πιτζάμα του, το οποίο ήταν σε στύση και το κρατούσε προσπαθώντας με τη βία να της το βάλει στο στόμα της. Αυτή κουνούσε το κεφάλι της δεξιά-αριστερά και αυτός της έλεγε να το κάμει και να μην αντιστέκεται. Αυτή του έλεγε ότι δεν ήθελε και ότι σιχαινόταν. Τότε αυτός σταμάτησε, μετακινήθηκε λίγο προς τα πίσω, σήκωσε την μπλούζα της και επειδή δεν φορούσε σουτιέν έβαλε το πέος του ανάμεσα στα στήθη της, έπιασε τα στήθη της με τα χέρια του, τα έσφιγγε προς το πέος του και άρχισε να κουνά το πέος του πάνω-κάτω ανάμεσα στα στήθη της. Η ΜΚ1 ήταν σοκαρισμένη, πάγωσε και δεν μπορούσε να αντιδράσει. Αφού ο κατηγορούμενος έκανε αυτό για λίγα λεπτά, σηκώθηκε απότομα και έτρεξε στο μπάνιο. Η ΜΚ1 σηκώθηκε, κατέβασε την μπλούζα της και κλειδώθηκε στο δωμάτιο της. Δεν ανέφερε οτιδήποτε στη ΜΚ6, την οποία δεν ήθελε να αναστατώσει, εφόσον αυτή αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα τότε με τον κατηγορούμενο, ο οποίος της είχε δημιουργήσει πολλά χρέη και φοβόταν μήπως δεν την πιστέψει εφόσον δεν της είχε αναφέρει τα προηγούμενα συμβάντα. Ένα βράδυ του Σεπτεμβρίου 2010, η ΜΚ1 εκμυστηρεύθηκε στον ΜΚ2, που τότε ήταν πολύ καλός της φίλος, όσα περιστατικά είχαν προηγηθεί του πιο πάνω περιστατικού στο playroom.
Τα Χριστούγεννα του 2010 ο πατέρας του κατηγορούμενου τους επισκέφθηκε από την Ελλάδα και τον φιλοξενούσαν στο σπίτι τους. Έτσι οι πιο πάνω συμπεριφορές του κατηγορούμενου σταμάτησαν, εφόσον και η ΜΚ6 ήταν με άδεια. Μετά τα Χριστούγεννα του 2010 και από τα μέσα Ιανουαρίου 2011, ενώ ο πατέρας του κατηγορούμενου είχε φύγει, η ΜΚ1 μη θέλοντας να μένει μόνη της στο σπίτι με τον κατηγορούμενο, πήγαινε με τη μητέρα της στην εργασία της ή με διάφορες δικαιολογίες, έμενε στο σχολείο, πράγμα που διάρκεσε για 15 μέρες περίπου, όταν πλέον η ΜΚ6 άρχισε να την ρωτά τι συμβαίνει και γιατί δεν ήθελε να πηγαίνει σπίτι. Έτσι, κάποια μέρα, τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 2011, η ΜΚ1 αφού σχόλασε, φόρεσε τις πιτζάμες της και ξάπλωνε στο δωμάτιο της για να αποφύγει τον κατηγορούμενο. Καθώς ξάπλωνε, ο κατηγορούμενος μπήκε στο δωμάτιο της. Αυτή έκατσε στο κρεβάτι της και ο κατηγορούμενος δίπλα της και άρχισε να της λέει ότι έτρεφε συναισθήματα για αυτήν και ότι εμφανισιακά ήταν γυναίκα. Ενώ της μιλούσε, με μια απότομη κίνηση, την τράβηξε με τα χέρια του από τα πόδια της. Αυτή έχασε τον έλεγχο του κορμιού της και έπεσε στο κρεββάτι. Ο κατηγορούμενος της είπε με έντονο ύφος να γονατίσει, όμως η ίδια προσπαθούσε να αντισταθεί και του έλεγε να την αφήσει. Αυτός επέμενε και επειδή δεν γονατούσε, με τα χέρια του την γύρισε και την έβαλε στα τέσσερα πάνω στο κρεββάτι. Επειδή η ΜΚ1 προσπαθούσε να αντισταθεί, την κτυπούσε με τα χέρια του πάνω στον γλουτό της, με αποτέλεσμα αυτή να πονεί και να φοβάται ταυτόχρονα. Η ΜΚ1 αιφνιδιάστηκε και με τον τρόπο που την κρατούσε και κτυπούσε δεν μπορούσε να φύγει γιατί ήταν πολύ πιο δυνατός σωματικά από την ίδια. Τότε με μια βίαιη κίνηση κατέβασε το παντελόνι της πιτζάμας της και το εσώρουχο της και όπως την είχε γονατισμένη μπροστά του, έβαλε το πέος του με βίαιο τρόπο μέσα στον κόλπο της. Αυτή άρχισε να κλαίει και να τρέμει, ενώ ο κατηγορούμενος συνέχισε να έχει το πέος του μέσα στον κόλπο της. Έκανε κίνησε μέσα-έξω για 4 φορές και τότε αυτή βρήκε τη δύναμη, σήκωσε το πόδι της, κλώτσησε τον κατηγορούμενο, κατάφερε να σηκωστεί και έτρεξε στην κουζίνα. Αυτό έγινε γιατί ο κατηγορούμενος καθώς κινείτο με το πέος του στον κόλπο της, άκουσε το θόρυβο της πόρτας του γκαράζ όταν ο παππούς της μπήκε στο σπίτι και σάστισε. Αυτή ήταν η μόνη της ευκαιρία για να ξεφύγει. Ο κατηγορούμενος ακολουθώντας την στην κουζίνα την παρότρυνε να μην πει τίποτε και σε κανένα. Η ΜΚ1 τότε δεν ήταν παρθένα διότι είχε ολοκληρωμένη σεξουαλική σχέση από το καλοκαίρι του 2010.
Ένα βράδυ τον Απρίλιο του 2011 ενώ η ΜΚ1 βρισκόταν στο playroom και έβλεπε τηλεόραση και η ΜΚ6 κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, ο κατηγορούμενος μπήκε και της ζήτησε να παρακολουθήσουν ταινία, όπως και έγινε. Όταν ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε ότι η ΜΚ1 ήταν έτοιμη να αποκοιμηθεί, άρχισε να της χαϊδεύει το πόδι της, έφερε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της κοντά στα γεννητικά της όργανα και προσπαθούσε να της βάλει το δάκτυλο του, όμως δεν τα κατάφερε γιατί σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο της.
Στις 22.6.2011, η ΜΚ6 γέννησε τον αδελφό της ΜΚ1, γιό του κατηγορούμενου, ο οποίος τον Οκτώβριο 2011 έφυγε τελικά από το σπίτι τους. Η ΜΚ1 αποφάσισε να μιλήσει στην ΜΚ6 όταν στις 4.6.2014 μιλώντας μαζί της μέσω skype, άθελά της, της ξέφυγε μια κουβέντα για τον κατηγορούμενο. Όταν ήρθε στην Κύπρο, ανέφερε στην ΜΚ6 ότι ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να την παρενοχλήσει, χωρίς όμως να της αναφέρει λεπτομέρειες για κάθε περιστατικό και χωρίς να κάνει αναφορά στον βιασμό της. Μετά από παρότρυνση και συμβουλή της ΜΚ6 επισκέφθηκε στις 12.6.2014 και 16.6.2014 τον ΜΚ3, ο οποίος την παρότρυνε να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία, όπως και έπραξε στις 17.6.2014.»
Το Κακουργιοδικείο στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας των ΜΚ και των ευρημάτων του, αφού ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών στη βάση των σχετικών νομοθετικών προνοιών και της νομολογίας, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 10 ετών, για το βιασμό.
Ο εφεσείων, αρχικά με πέντε λόγους έφεσης οι οποίοι στην πορεία αυξήθηκαν σε δώδεκα αμφισβητεί τόσο την καταδίκη του όσο και το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε. Οι περισσότεροι λόγοι έφεσης άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας, με προεξάρχουσα, τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ΜΚ1.
Οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης που αναπτύσσονται μαζί στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, άπτονται της αξιολόγησης των ΜΚ1 και ΜΚ2, την οποία ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη, ακροσφαλή και αντινομική. Προβάλλει δε την ύπαρξη αντιφάσεων που θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.
Παρά το ότι δεν υπάρχει θεμελιωμένη αρχή ή νομοθετική υποχρέωση αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας για τέτοιου είδους αδικήματα, εν τούτοις, ως θέμα πρακτικής, ενδείκνυται η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας προς εξάλειψη τυχόν ανθρώπινων αδυναμιών που ενδεχομένως να οδηγούν τους παραπονούμενους στην επινόηση ψευδών καταγγελιών για αλλότριους σκοπούς (βλ. Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 251, Trussler v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 2 ΑΑΔ 38). Παρά ταύτα, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο προειδοποιεί κατάλληλα τον εαυτό του για τον ενυπάρχοντα κίνδυνο λόγω του ότι βασίζεται μόνο στη μαρτυρία του παραπονουμένου και προχωρεί σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας (βλ. Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 564, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612 και Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 45/2014, ημερομηνίας 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470).
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία, απορρίπτοντας την εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής ότι η μαρτυρία του ΜΚ2 συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία. Ο ΜΚ2 καλύτερος φίλος της παραπονούμενης για 6 χρόνια ενώ στη συνέχεια ήταν ζευγάρι, ήταν το άτομο στο οποίο εκμυστηρεύτηκε κάποια από τα συμβάντα. Στη συνέχεια το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει την ποιότητα και τη δύναμη της μαρτυρίας της ΜΚ1, αφού έδωσε τη δέουσα αυτοπροειδοποίηση για τους κινδύνους που ελλοχεύουν να βασιστεί αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης για την καταδίκη του κατηγορούμενου.
Ως προς την αυτοπροειδοποίηση που δόθηκε από το Κακουργιοδικείο, σχετικά είναι τα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφαση:
Στη σελ. 42 αναφέρει:
«Με πλήρη επίγνωση της σπουδαιότητας του περιεχομένου των λεχθέντων από τη μάρτυρα αυτή, την παρακολουθήσαμε με εξαιρετική προσοχή και επιφυλακτικότητα σε κάθε βήμα της παράθεσης της μαρτυρίας της και προσεγγίσαμε την όλη πορεία των ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμών της με σκεπτικισμό και καχυποψία. Βρισκόμενοι σε συνεχή εγρήγορση, θέλαμε σε κάθε στάδιο να βεβαιωθούμε ότι τα όσα η μάρτυρας κατέθεσε δεν κηλιδώθηκαν από αλλότρια κίνητρα.»
Στη σελ. 47 αναφέρει:
«Ως τέτοια αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ1 χωρίς κανένα ενδοιασμό ως αξιόπιστη. Εχοντας αναλογιστεί στο ανώτατο επίπεδο τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας της ΜΚ1 χωρίς ενίσχυση και κατόπιν συνεχών και έντονων αυτοπροειδοποιήσεων μας, καταλήξαμε ότι το είδος, η ποιότητα, το εύρος, η δύναμη και η πειστικότητα της μαρτυρίας της ΜΚ1 είναι τέτοια, που μπορούμε και έτσι αισθανόμαστε με βεβαιότητα, να βασιστούμε με απόλυτη ασφάλεια σε αυτήν χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης.»
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη φρασεολογία που πρέπει να ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις. Το ζητούμενο είναι να υπάρχει σαφής αυτοπροειδοποίηση, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι εμφανής στην απόφαση και την κρίνουμε επαρκή.
Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων όταν διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Όπως αναφέρθηκε στην Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 676, η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα κρίνεται κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο της το οποίο ελέγχεται με τη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.
Αναφορικά με τις αντιφάσεις στη μαρτυρία, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτές δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να ψευσθεί (βλ. Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 ΑΑΔ 294).
Στη βάση των πιο πάνω αρχών εξετάσαμε τις εισηγήσεις που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, αφού βεβαίως ανατρέξαμε και στα πρακτικά.
Ο εφεσείων προβάλλει αντιφάσεις στη μαρτυρία της ΜΚ1 που κατ΄ισχυρισμό την καθιστούσαν αναξιόπιστη, ή, έστω, απαιτούσαν την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Στο επίκεντρο αυτής της ενότητας ευρίσκονται οι διορθώσεις που έγιναν από την ΜΚ1 στην κατάθεση της στην αστυνομία ως προς τους χρόνους που έλαβαν χώρα τα διάφορα περιστατικά. Συγκεκριμένα, κατά την κυρίως εξέταση της, ρωτήθηκε κατά πόσο δέχεται το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης της και απάντησε θετικά, ζητώντας παράλληλα να προβεί σε κάποιες διορθώσεις επειδή λόγω του έντονου στρές που είχε κατά την εξιστόρηση των γεγονότων στις αστυνομικές αρχές δεν ήταν σε θέση να τοποθετήσει ορθά χρονικά τα γεγονότα. Διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε χρονική συνοχή στην κατάθεση της όταν επιστρέφοντας από τις σπουδές της στο εξωτερικό για την ακρόαση της υπόθεσης διάβασε τη κατάθεσή της.
Σημειώνεται ότι πριν την έναρξη της ακρόασης έγινε τροποίηση των λεπτομερειών του κατηγορητηρίου αναφορικά με τους χρόνους των αδικημάτων και κατά την κυρίως εξέταση της ΜΚ1 αυτή προέβη σε σχετικές διορθώσεις στην κατάθεσή της.
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι η παραπονούμενη κατά το στάδιο που έδιδε την κατάθεση της ήταν μια ολοκληρωμένη γυναίκα με τριτοβάθμια ακαδημαϊκή μόρφωση στη xxxx, με σεξουαλικές εμπειρίες και ήταν σε θέση να περιγράψει σεξουαλικές πράξεις που δεν έγιναν ποτέ, αλλά και να προσποιηθεί και να φαίνεται η ιστορία της πειστική. Ένα άτομο με αυτά τα χαρακτηριστικά έχει περισσότερο βάρος να δώσει εξηγήσεις στο Δικαστήριο για τις αντιφάσεις και τα σφάλματα που περιγράφει στην κατάθεση της, σε αντίθεση με αντίστοιχες περιπτώσεις παιδιών που εξιστορούν υποθέσεις σεξουαλικής φύσης. Οι αλλαγές που έγιναν από τη ΜΚ1 στους χρονικούς προσδιορισμούς, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, έγιναν σκόπιμα γιατί η ίδια διαπίστωσε, μετά το πέρας των ανακρίσεων, όπου όλοι οι μάρτυρες έδωσαν την εκδοχή τους, ότι η ιστορία της ερχόταν σε αντίθεση με άλλη μαρτυρία και με γεγονότα που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν. Στο διάγραμμα του ο εφεσείων αναλύει λεπτομερώς την κάθε αλλαγή που έγινε από την παραπονούμενη στη γραπτή της κατάθεση, τα κατ΄ ισχυρισμό σφάλματα του Κακουργιοδικείου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της καθώς και τις αντιφάσεις με τον ΜΚ2 και τον ψυχολόγο ΜΚ3. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, τα κενά και οι αντιφάσεις στη μαρτυρία της ΜΚ1 έπρεπε να αφήσουν στο Δικαστήριο, τουλάχιστον, υποβόσκουσα αμφιβολία.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής η οποία, επίσης, ανέλυσε στο διάγραμμα της σε τι αφορούσαν οι αλλαγές που έγιναν από την ΜΚ1, υποστηρίζοντας τόσο την αξιολόγηση της μαρτυρίας όσο τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
Παραθέτουμε αυτούσια την αξιολόγηση στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο για τη ΜΚ1:
«Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την ΜΚ1 να καταθέτει ενώπιον μας και να περιγράφει με λεπτομέρεια το σύνολο των γεγονότων που κάλυπταν τις σχέσεις της με τον κατηγορούμενο. Μας έκαμε εξαιρετικά θετική εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρα και τίποτε δεν κλόνισε τη μαρτυρία της. Σταθμίσαμε κάθε λεπτομέρεια και κάθε απάντηση της και χωρίς να κατατεμαχίζουμε τη μαρτυρία της, εστιάσαμε την προσοχή μας στα σημεία εκείνα που αποτέλεσαν τον πυρήνα της υπόθεσης και αφορούν τους ισχυρισμούς της περί σεξουαλικής της παρενόχλησης και βιασμού της εκ μέρους του κατηγορουμένου. Ειδικότερα επισημαίνουμε ότι ο ισχυρισμός της ότι ο κατηγορούμενος ήταν άνεργος επιβεβαιώνεται, όπως αναφέραμε πιο πάνω, από την ίδια τη μαρτυρία του κατηγορούμενου και τα Τεκμήρια 10(α-γ) τα οποία καταδεικνύουν το πολύ μικρό χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος εργάστηκε το 2010 και 2011, τονίζοντας ότι εν πάση περιπτώσει η ΜΚ1 καθόλου δεν αντεξετάστηκε σχετικά για αυτά τα μικρά χρονικά διαστήματα, ούτε και σε σχέση με όσα ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε στη δική του μαρτυρία περί νυκτερινής του απασχόλησης ως τραγουδιστής. Περαιτέρω, διευκρινίζουμε ότι στα όσα η ΜΚ1 ανέφερε για τους λόγους απόλυσης του κατηγορουμένου από την εταιρεία Helector, καμιά βαρύτητα προσδίδει το Δικαστήριο, εφόσον καμιά σχετική και αποδεκτή μαρτυρία προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο που να τα τεκμηριώνει. Σημειώνεται δε, ότι το Τεκμήριο 9 κατατέθηκε χωρίς να είναι αποδεκτή η αλήθεια του περιεχομένου του. Ωστόσο, τονίζουμε ότι αυτό που ενδιαφέρει το Δικαστήριο δεν είναι οι πραγματικοί λόγοι απόλυσης του κατηγορουμένου από την εν λόγω εταιρεία, αλλά το αδιαμφισβήτητο γεγονός - που είναι αποδεκτό και από τον κατηγορούμενο - ότι από τον Ιούλιο 2009 που ο κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε επέμβαση και μέχρι τις 31.1.2010 που απολύθηκε, δεν είχε επιστρέψει στην εργασία του, ενώ από τον Νοέμβριο 2009 διέμενε με τις ΜΚ1 και ΜΚ6. Σημειώνουμε επίσης ότι ο ισχυρισμός της ΜΚ1 ότι ο κατηγορούμενος είχε υποβληθεί σε πλαστική εγχείρηση επιβεβαιώνεται από το Τεκμήριο 11 που αναφέρεται σε κοιλιοπλαστική και μαστεκτομή
Σ΄ ότι αφορά την διόρθωση εκ μέρους της ΜΚ1 ενώπιον του Δικαστηρίου, των ημερομηνιών και χρονικών περιόδων στην κατάθεση της στην αστυνομία (΄Εγγραφο Α), αυτή ισχυρίσθηκε ότι τις είχε μπερδέψει, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία της ΜΚ5 που έλαβε την κατάθεση της, αλλά και από τον ΜΚ3 ο οποίος ανέφερε στη μαρτυρία του - την οποία και υιοθετούμε - ότι ένα άτομο σεξουαλικά κακοποιημένο, βιώνει μια αγχώδη διαταραχή, βρίσκεται συνεχώς σε ένταση και είναι πολύ φυσιολογικό να συγχυστεί, να υπάρχει προς στιγμή απώλεια μνήμης όταν πρέπει να ξαναθυμηθεί κάποια περιστατικά και είναι πολύ δύσκολο να θυμάται ακριβείς ημερομηνίες των περιστατικών. Σημειώνουμε περαιτέρω ότι οι πιο πάνω διορθώσεις στην κατάθεση της ΜΚ1, καταδεικνύουν με τον πιο εμφανή τρόπο, όχι μόνο την ανυπαρξία οποιασδήποτε σκευωρίας, προσχεδιασμού και προσυνεννόησης της ΜΚ1 με την ΜΚ6, αλλά απεναντίας καταδεικνύουν την γνησιότητα και αυθεντικότητα της μαρτυρίας της ΜΚ1 ενώπιον του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, το γεγονός ότι στην κατάθεση της στην αστυνομία (΄Εγγραφο Α) είχε αναφέρει ότι μετά το πρώτο περιστατικό του Σεπτεμβρίου 2010 είχε σκεφθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν θα ξαναέκανε κάτι εφόσον της είχε απολογηθεί, διότι ήταν μικρή, αθώα και παρθένα, ενώ στο Δικαστήριο ανέφερε ότι είχε ολοκληρωμένη σχέση από το καλοκαίρι του 2010, κρίνουμε ότι καθόλου δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της. Προς τούτο, αποδεχόμαστε την εξήγηση που έδωσε όταν έδιδε κατάθεση στην αστυνομία έπαθε κρίση πανικού και χρειάστηκε να την ηρεμήσει ο ΜΚ3, κάτι που επίσης επιβεβαιώνεται από τους ΜΚ5 και ΜΚ3. Αποδεχόμαστε περαιτέρω τη θέση της ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη καταγγελιών του κατηγορούμενου στην αστυνομία εναντίον της ΜΚ6 για Παρακοή Διατάγματος, για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ6. Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι σε ανύποπτο χρόνο τον Σεπτέμβριο 2010, η ΜΚ1 είχε υποστεί μέχρι τότε, (πριν τον βιασμό της), κάτι που επιβεβαιώθηκε και από τον ΜΚ2 - του οποίου η μαρτυρία είναι αποδεκτή από το Δικαστήριο - γεγονός που κατά την κρίση του Δικαστηρίου καταρρίπτει την θέση της Υπεράσπισης περί σκευωρίας της ΜΚ1 και ΜΚ6 εναντίον του κατηγορουμένου μετά πάροδο 4 χρόνων, δηλαδή τον Ιούνιο του 2014. Στο σημείο αυτό τονίζουμε το μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ3, ο οποίος διαπίστωσε στις δύο συνεδρίες του με την ΜΚ1, τον φόβο της, το σοκ που έπαθε, την έντονη αντίδραση της, τον νευρικό κλονισμό που υπέστη, την ένταση με την οποία μιλούσε και το τρέμουλο της, προσθέτοντας ότι είναι πολύ δύσκολο για μια γυναίκα όπως η ΜΚ1, να εξευτελίζει τον εαυτό της καταθέτοντας ψέματα στο Δικαστήριο, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο που μιλά και στην συμπεριφορά της.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την παραπονούμενη (ΜΚ1) να καταθέτει ενώπιον μας, έκδηλα συναισθηματικά φορτισμένη, με τρεμάμενη φωνή και κλαίγοντας και να περιγράφει με λεπτομέρεια το σύνολο των γεγονότων που κάλυπταν τις σχέσεις της με τον κατηγορούμενο. Η εικόνα που σχηματίσαμε παρακολουθώντας την να καταθέτει ενώπιον μας είναι τόσο θετική, όπως είναι όταν κάποιο πρόσωπο λέγει την αλήθεια για πράγματα που το ίδιο βίωσε και καταλήξαμε ότι τίποτε δεν κλόνισε τη μαρτυρία της. Διαπιστώσαμε ως αποτέλεσμα εξονυχιστικής ανάλυσης της μαρτυρίας της ΜΚ1, ότι αυτή, σε σχέση με τα γεγονότα που συνθέτουν τα επίδικα αδικήματα και σχετίζονται άμεσα με αυτά, αποτελεί ένα συμπαγές σύνολο, με παράθεση τέτοιων λεπτομερειών που μόνο ένας που πραγματικά βίωσε τα όσα αυτή περιέγραψε και εξιστόρησε, θα μπορούσε να τα αποδώσει με τον τρόπο και στην έκταση που τα απέδωσε ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Οι διορθώσεις στις οποίες προέβη η παραπονούμενη αφορούσαν ημερομηνίες και χρονικές περιόδους και ουδεμία διαφοροποίηση έγινε αναφορικά με τον τρόπο που διαπράχθηκαν τα αδικήματα. Σύμφωνα με την εξήγηση που έδωσε η ίδια, όταν διάβασε την κατάθεση της λίγες μέρες πριν την ακρόαση, διαπίστωσε πως, ενώ άλλαζε τις περιόδους που περιέγραφε, όπως για παράδειγμα τις εποχές, δεν άλλαζε και παράλληλα τη χρονική περίοδο ή τη χρονολογία. Απέδωσε δε αυτή τη λανθασμένη αναφορά ως προς τους χρόνους στο έντονο στρες που τη διακατείχε κατά την εξιστόρηση των γεγονότων στην αστυνομία. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τη ΜΚ5 η οποία έλαβε την κατάθεση. Όπως ανέφερε, η παραπονούμενη ήταν συγχισμένη ως προς τους χρόνους και πήγαινε μπρος και πίσω. Ο ΜΚ3, ψυχολόγος, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, θεώρησε φυσιολογικό για ένα άτομο όπως την παραπονούμενη που καταγγέλλει σεξουαλική κακοποίηση και προσπαθεί να ξαναθυμηθεί γεγονότα, να βιώνει μία αγχώδη διαταραχή και να συγχυστεί ως προς τις ημερομηνίες. Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία τόσο της ΜΚ5, που έλαβε την κατάθεση από την παραπονούμενη, όσο και του ΜΚ3, που τη συνόδευσε, την ημέρα εκείνη η ΜΚ1, βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, έκλαιγε και έτρεμε.
Έχουμε διεξέλθει της κατάθεσης της παραπονουμένης και των διορθώσεων στις οποίες προέβη. Είναι φανερό ότι, ενώ στην κατάθεση της υπήρχε ακολουθία των γεγονότων, αυτή η αλληλουχία γεγονότων δεν αντικατοπτρίζετο από τους χρόνους στους οποίους αναφερόταν. Η κακή ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, όπως περιγράφηκε από την ΜΚ5, και οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον ΜΚ3 ως προς τον τρόπο που αντιδρούν άτομα που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση, θεωρούμε ότι είναι ικανοποιητικές για να δικαιολογήσουν τις αλλαγές που έγιναν στους χρόνους που έλαβαν χώρα τα διάφορα συμβάντα.
Περαιτέρω, όπως ορθά υπέδειξε το Κακουργιοδικείο, οι διορθώσεις στην κατάθεση της ΜΚ1 καταδεικνύουν με τον πιο εμφανή τρόπο την έλλειψη σκευωρίας και προσχεδιασμού της ΜΚ1 με τη μητέρα της ΜΚ6, με στόχο να εκδικηθούν τον εφεσείοντα, όπως ήταν η γραμμή υπεράσπισης που υιοθέτησε ο εφεσείων.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί αντιφατικών θέσεων της ΜΚ1 για διάφορα θέματα, τα οποία αναλύονται λεπτομερώς στο διάγραμμα αγόρευσής του, τα έχουμε εξετάσει αφού βεβαίως εξετάσαμε και τα πρακτικά της υπόθεσης και κρίνουμε ότι δεν ευσταθούν. Θα αναφερθούμε σε κάποια από αυτά στη συνέχεια.
Προβάλλεται από τον εφεσείοντα αντίφαση στη μαρτυρία της ΜΚ1 ως προς το κατά πόσο ο πατέρας του εφεσείοντα βρισκόταν στην Κύπρο τα Χριστούγεννα του 2010 υπό το φως κάποιων φωτογραφιών που κατατέθηκαν (Τεκμ 1 - 5). Σημειώνουμε ότι κατά την αντεξέταση, η ΜΚ1 ανέφερε ότι ο πατέρας του εφεσείοντα ερχόταν συχνά στην Κύπρο και 2 - 3 φορές είχε έρθει την περίοδο των Χριστουγέννων, μία εκ των οποίων ήταν το 2010. Αρνήθηκε, συναφώς, υποβολή της υπεράσπισης ότι ο πατέρας του εφεσείοντα είχε έρθει μόνο μία φορά τέτοια περίοδο, ήτοι τα Χριστούγεννα του 2009. Προς αντίκρουση των θέσεων της η υπεράσπιση της υπέδειξε φωτογραφίες, Τεκμήρια 1 - 3 από την περίοδο των Χριστουγέννων. Η ΜΚ1 υπέδειξε ότι στόλιζαν το ίδιο δέντρο κάθε φορά μέχρι και τα τελευταία Χριστούγεννα και υπήρξε σταθερή στη θέση της μέχρι το τέλος. Καθόρισε επίσης το χρόνο του βιασμού της στις αρχές του 2011.
Προβάλλεται, επίσης, παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ως μάρτυρα τον πατέρα του εφεσείοντα, το όνομα του οποίου αναγραφόταν στο κατηγορητήριο και η μαρτυρία του ήταν σημαντική. Όπως ορθά σημειώνεται από την κα Κωνσταντίνου, το όνομα του πατέρα του εφεσείοντα δεν περιλαμβάνεται στους μάρτυρες επί του κατηγορητηρίου και η κατηγορούσα αρχή δεν είχε καμία υποχρέωση να τον καλέσει. Επρόκειτο για τον πατέρα του κατηγορούμενου και η υπεράσπιση είχε την ευχέρεια να τον καλέσει εκείνη. Προς τούτο ορθά παραπέμπει στην υπόθεση Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706, όπου καθίσταται σαφές ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να καλεί κάθε μάρτυρα αλλά μόνο εκείνους που κρίνει ότι η μαρτυρία τους είναι ικανή να γίνει πιστευτή.
Άλλη αντίφαση που αναφέρθηκε από τον εφεσείοντα είναι η αναφορά της ΜΚ1 στην κατάθεση της ότι «τον Σεπτέμβριο του 2010 είχε σκεφτεί ότι ο κατηγορούμενος δεν θα ξαναέκανε κάτι εφόσον της είχε απολογηθεί, διότι ήταν μικρή, αθώα και παρθένα», ενώ στη μαρτυρία της στο Δικαστήριο ανέφερε ότι είχε ολοκληρωμένη σχέση από το καλοκαίρι του 2010. Αντεξετάστηκε επί του σημείου και ανέφερε ότι όταν έδιδε την κατάθεση ήταν μπερδεμένη, η κατάθεση ήταν πολύωρη και είχε πάθει κρίση πανικού, με αποτέλεσμα να διακοπεί η κατάθεση για 45 λεπτά για να ηρεμήσει. Θεωρούμε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτό δεν επηρέαζε την αξιοπιστία της παραπονούμενης, ορθή. Η κατάσταση στην οποία αυτή βρισκόταν όταν έδιδε κατάθεση στην αστυνομία, επιβεβαιώνεται και από την ΜΚ5 και τον ΜΚ3. Τονίζεται, επίσης, ότι η ΜΚ1 στο Δικαστήριο υπήρξε σταθερή στη μαρτυρία της ότι είχε ολοκληρωμένη σχέση κατ΄εκείνο το χρονικό σημείο.
Ο εφεσείων επικαλείται χρονική ανακολουθία αναφορικά με τις ημερομηνίες στις οποίες αναφέρθηκε η ΜΚ1 ως προς το πότε τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο και πότε έγινε ο βιασμός της. Συγκεκριμένα προβάλλει πως όταν η ΜΚ1 έμαθε για την εγκυμοσύνη της μητέρας της περί τα τέλη του 2010, δεν αναφέρει τίποτε για βιασμό που κατ΄ισχυρισμό έγινε αρχές του 2011, ενώ αναφέρει ότι τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο. Εφόσον ο αδελφός της γεννήθηκε τον Ιούνιο του 2011, έμαθε περί της εγκυμοσύνης της μητέρας της περί τον Οκτώβριο - Νοέμβριο του 2010. Διερωτάται πώς τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο εφόσον ο βιασμός έλαβε χώρα Ιανουάριο - Φεβρουάριο 2011. Η ΜΚ1 στη μαρτυρία της ανέφερε ότι τα Χριστούγεννα του 2010 σταμάτησαν οι συγκεκριμένες συμπεριφορές του εφεσείοντα διότι η ίδια δεν είχε σχολείο, η μητέρα της βρισκόταν με άδεια και φιλοξενούσαν τον πατέρα του εφεσείοντα από την Ελλάδα. Όταν έφυγε ο πατέρας του εφεσείοντα, η παραπονούμενη μετέβαινε με την μητέρα της στη δουλειά της για 15 ημέρες. Ακολούθως τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο έγινε ο βιασμός της. Θεωρούμε ότι με αυτά τα δεδομένα δεν υπάρχει διάσταση στη μαρτυρία της. Πρώτα έμαθε για την εγκυμοσύνη της μητέρας της, μετά ήταν η περίοδος χωρίς οποιαδήποτε σεξουαλική παρενόχληση για την ίδια και ακολούθως υπήρξε ο βιασμός.
Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι υπήρξε σύγκρουση ή διαφωνία μεταξύ της μαρτυρίας της ΜΚ1 και του ΜΚ2. Ούτε αυτή η εισήγηση μας βρίσκει σύμφωνους. Ο ΜΚ2 περιέγραψε τα περιστατικά που του ανέφερε η ΜΚ1. Ως προς το βιασμό της η ΜΚ1 υπήρξε σαφής ότι δεν τον περιέγραψε στον ΜΚ2 λόγω του ότι ένοιωθε ντροπή. Οι αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας διαφορετικών μαρτύρων πρέπει να είναι ουσιαστικές για να έχουν σημασία και επιπτώσεις στην αξιολόγηση του μάρτυρα. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η ΜΚ1 περιέγραψε ιδιαίτερα τραυματικά περιστατικά που είχαν συμβεί στην ίδια, όπου είναι φυσικό να ήταν επιφυλακτική και να ένοιωθε ντροπή. Δεν αναμένεται σε τέτοιες περιπτώσεις, λεπτομερής και εξ ολοκλήρου αποκάλυψη όλων των στοιχείων. Ούτε βέβαια είναι αναμενόμενο για τον αποδέκτη αυτών των παραπόνων να μπορεί να επαναλάβει επακριβώς την κάθε λεπτομέρεια που του λέχθηκε. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι η μαρτυρία του ΜΚ2 αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία για την υπόθεση.
Ο εφεσείων προβάλλει, επίσης, κατ΄ισχυρισμό αντιφάσεις στις μαρτυρίες των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ6 αναφορικά με το τι ακριβώς η παραπονούμενη είχε εκμυστηρευθεί στη μητέρα της το 2014 καθώς και σε συνάρτηση με αναφορές του ΜΚ3 ως προς την ηλικία της παραπονούμενης κατά το χρόνο που έγιναν τα αρχικά περιστατικά που παραπέμπουν σε χρόνο που ο εφεσείων δεν διέμενε μαζί τους.
Έχουμε εξετάσει όλα όσα προβάλλει ο εφεσείων και δεν κρίνουμε ότι αυτά είναι βάσιμα. Σημειώνουμε τη μαρτυρία της ΜΚ1 ότι δεν περιέγραψε με λεπτομέρεια στη μητέρα της το κάθε περιστατικό και της μητέρας ότι δεν ήθελε να ξέρει λεπτομέρειες. Από τη μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων δεν δημιουργούνται κενά ως προς τη γνησιότητα του παραπόνου.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ή και δεν απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της Κατηγορούσας Αρχής τον οποίο λανθασμένα αξιολόγησε.
Ο ΜΚ3 είναι Ειδικός Ψυχολόγος ο οποίος κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ως εμπειρογνώμονας. Η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε τα προσόντα και τη μαρτυρία του. Το Κακουργιοδικείο παρέθεσε ορθά κατά την κρίση μας τις αρχές στη βάση των οποίων το Δικαστήριο προσεγγίζει τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων. Υποχρέωση αυτών των μαρτύρων είναι να προμηθεύουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων τους έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία (βλ. Evangelou α.ο. ν. Ambizas a.o. (1982) 1 CLR 41 και Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1).
Η μαρτυρία του ΜΚ3, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση και προκύπτει από τα πρακτικά, περιστράφηκε γύρω από τη συναισθηματική φόρτιση της ΜΚ6 την οποία διαπίστωσε στη συνεδρία που είχε μαζί της, καθώς και την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ΜΚ1 κατά τη διάρκεια των δύο συναντήσεων του με αυτή, στις 12.6.2014 και 16.6.2014. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στην ψυχολογική κατάσταση της ΜΚ1 κατά την ημέρα που έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία στις 17.6.2014 την οποία συνόδευσε στον Αστυνομικό Σταθμό. Ο μάρτυρας επεξήγησε επιστημονικά τη συμπεριφορά της ΜΚ1 στις συναντήσεις που είχε μαζί του και ειδικότερα τον δισταγμό της να μιλήσει για τα περιστατικά της ισχυριζόμενης κακοποίησής της, τη σύγχυσή της, τη δυσκολία να θυμηθεί ακριβείς ημερομηνίες των περιστατικών, καθώς και την άρνησή της αρχικά να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία στην οποία τελικά, μετά από παρότρυνσή του, προέβη.
Ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση ρωτήθηκε κατά πόσο οι ΜΚ1 και ΜΚ6 του ανέφεραν ότι ο εφεσείων είχε καταγγείλει στις 5.6.2014, 7.6.2014 και 9.6.2014 την ΜΚ6 στην Αστυνομία για παρακοή διατάγματος, κάτι για το οποίο δήλωσε άγνοια και ανέφερε πως, εάν το γνώριζε, θα προέβαινε σε περαιτέρω συναντήσεις μαζί τους. Το γεγονός αυτό δεν επηρέασε την κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία του, καθότι θεώρησε ότι παρέμεινε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τέτοιες αναφορές δεν του έγιναν από τις ΜΚ1 και ΜΚ6. Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρει το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του, «ό,τι ενδιαφέρει το Δικαστήριο σε σχέση με τη μαρτυρία του ΜΚ3, είναι η ψυχολογική κατάσταση της ΜΚ1 και η συμπεριφορά της στις συναντήσεις με αυτόν ως και η σχετική επιστημονική του εξήγηση γι΄ αυτήν και όχι η γνώμη του (την οποία εν πάση περιπτώσει δεν εξέφρασε στο Δικαστήριο) αν η ΜΚ1 λέγει την αλήθεια ή όχι, εφόσον αυτό είναι το επίδικο θέμα που το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει και αυτό επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου (βλ. Joseph Crosfield and Sons (Ltd) v. Techno-Chemical Laboratories Ltd (1913) 29 TLR 378).»
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα πως μέσα από δύο συνεδρίες ο ΜΚ3 δεν μπορούσε να είναι αντικειμενικός, εφόσον όπως ο ίδιος ανέφερε, χρειαζόταν τουλάχιστον τέσσερις με πέντε συνεδρίες, να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα και να έχει μια κλινική εικόνα του περιστατικού ως προς την ορθή επιστημονική του εξήγηση για την ΜΚ1.
Όπως ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, ο ΜΚ3 δεν μπορούσε να εκφέρει γνώμη κατά πόσον η ΜΚ1 έλεγε την αλήθεια ή όχι στο Δικαστήριο. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του ιδίου του Δικαστηρίου, να αξιολογήσει την παραπονούμενη. Στη βάση του αποσπάσματος που έχουμε παραθέσει πιο πάνω, επεξηγείται πως αυτό που αποδέχθηκε το Δικαστήριο σε σχέση με τη μαρτυρία του είναι η ψυχολογική κατάσταση της ΜΚ1 και η συμπεριφορά της στις συναντήσεις με τον ψυχολόγo, καθώς και η επιστημονική εξήγηση που έδωσε για τη συμπεριφορά αυτή. Ο ΜΚ3 επεξήγησε στο Δικαστήριο επιστημονικά το δισταγμό της να μιλήσει για τα περιστατικά, τη σύγχυσή της, τη δυσκολία να θυμηθεί ακριβείς ημερομηνίες και το δισταγμό της να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία. Η Υπεράσπιση κατά την ακροαματική διαδικασία δεν αμφισβήτησε τις επιστημονικές επεξηγήσεις του ΜΚ3.
Περαιτέρω, αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι ο ΜΚ3, ενώ ανέφερε ότι δεν ήταν παρών κατά τη λήψη της κατάθεσης από την ΜΚ1, η Αστυφύλακας η οποία έλαβε την κατάθεση, ΜΚ5, αναφέρει στη γραπτή κατάθεση της ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης λήφθηκε στην παρουσία ψυχολόγου. Με όλο το σεβασμό, δεν είναι με αυτό τον τρόπο που τέθηκαν τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου. Η ΜΚ5 ανέφερε στην κατάθεσή της στο Δικαστήριο ότι η ΜΚ1 είχε μεταβεί στον Αστυνομικό Σταθμό συνοδευόμενη από τον ΜΚ3 και όχι ότι αυτός βρισκόταν εντός του γραφείου λήψης της κατάθεσης. Συγκεκριμένα, στη σελίδα 102 των πρακτικών αναφέρεται «όχι, ήρθε μαζί της, η άφιξη, η συνοδεία στο γραφείο, ήταν μαζί με τον ψυχολόγο και η μητέρα της, αλλά εγώ μαζί της, ήμασταν προσωπικά οι 2 μας μέσα στο γραφείο. Χωρίς άλλους μπροστά.». Σημειώνεται ότι δεν υπήρξε αντεξέταση της ΜΚ5 από την Υπεράσπιση.
Έχοντας υπόψη εντός ποίων πλαισίων κινήθηκε η μαρτυρία του ΜΚ3, και τους λόγους που αυτή έγινε αποδεκτή και αφού έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της υπόθεσης, δεν κρίνουμε ότι υπήρξε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του.
Με τον τέταρτο, όγδοο και δέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τον έκρινε αναξιόπιστο ενώ εσφαλμένα αντέστρεψε το βάρος απόδειξης στον εφεσείοντα για προσαγωγή μαρτυρίας κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Με τον δέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή της μαρτυρίας της μητέρας της παραπονούμενης ΜΚ6, ο οποίος βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με την επιτυχία των λόγων έφεσης 4 και 8, γι΄ αυτό και αναπτύχθηκαν μαζί από τον εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε την εμφάνιση του εφεσείοντα σε όλη την πορεία της ενώπιόν του μαρτυρίας ως μια συνεχή προσπάθεια εκ μέρους του να συγκαλύψει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης λέγοντας αναλήθειες. Προσπάθεια που, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αποκαλύπτεται και στοιχειοθετείται από αφύσικες προσεγγίσεις και τοποθετήσεις. Πέραν από την εξαιρετικά πτωχή εντύπωση που όπως αναφέρει σχημάτισε για την αξιοπιστία του, θεώρησε την εκδοχή του, όπως προαναφέραμε, ως «ένα άγαρμπο κατασκεύασμα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, σε βαθμό μάλιστα που θα μπορούσε να λεχθεί ότι προκαλεί και τη νοημοσύνη του μέσου ανθρώπου». Προς τούτο επισήμανε τα ακόλουθα:
1. «Με τη μαρτυρία του ο κατηγορούμενος ουσιαστικά επιχείρησε να διαψεύσει τις ΜΚ1 και ΜΚ6, οι οποίες τον παρουσίασαν στην ουσία ως άνεργο. Προς τούτο παρουσίασε τις καταστάσεις αποδοχών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τα έτη 2009, 2010 και 2011 (Τεκμήρια α-γ). Από τις εν λόγω καταστάσεις προκύπτει ότι για τα έτη 2010 και 2011 συνολικά εργάστηκε για 4 μόνο μήνες και από τον Νοέμβριο 2009 που μετακόμισε στο σπίτι της ΜΚ6 μέχρι και την 31.1.2010 που απολύθηκε από την εταιρεία Helector, δεν είχε εργαστεί. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, το μέρος της μαρτυρίας των ΜΚ1 και ΜΚ6 ότι ουσιαστικά για όσο χρόνο ο κατηγορούμενος διέμενε στο σπίτι τους, αυτός ήταν άνεργος, ουδόλως διαψεύδεται από τη μαρτυρία του κατηγορούμενου αλλά αντίθετα επιβεβαιώνεται. Είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι η τετράμηνη συνολικά εργοδότηση του κατηγορούμενου από τον Νοέμβριο 2009 και για τα έτη 2010 και 2011, ουδόλως τον καθιστούν ως πρόσωπο με πλήρη εργασιακή απασχόληση. Διευκρινίζουμε, σε σχέση με αυτό το θέμα, ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι για τα έτη 2010 και 2011 εργαζόταν 3-4 βράδυα την εβδομάδα ως τραγουδιστής σε ταβέρνα στην Δερύνεια, ως και στο Black Swan στον Πρωταρά αντίστοιχα, για περίοδο περίπου 5 μηνών κάθε έτος, με αμοιβή €200-€300 το βράδυ, δεν γίνεται αποδεκτός από το Δικαστήριο. Και τούτο γιατί παρά την εξήγηση που ο ίδιος έδωσε στο Δικαστήριο για την ανυπαρξία Κοινωνικών Ασφαλίσεων γι΄ αυτές τις χρονικές περιόδους, καμιά μαρτυρία προσκομίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από την εν λόγω ταβέρνα στην Δερύνεια ότι και πράγματι αυτός εργοδοτήθηκε από αυτούς ως τραγουδιστής στις πιο πάνω χρονικές περιόδους, ότι αμειβόταν με το πιο πάνω ποσό, ως και τον λόγο για τον οποίο δεν του κατέβαλαν κοινωνικές ασφαλίσεις. Σημειώνουμε επίσης ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι για όση περίοδο εργάστηκε στο Black Swan στον Πρωταρά από τον Μάϊο 2010 και για 5 μήνες, νοίκιαζε διαμέρισμα στον Πρωταρά όπου τον επισκεπτόταν συχνά η ΜΚ6 και διέμενε μαζί του, δεν γίνεται αποδεκτός εφόσον η ΜΚ6 καθόλου δεν αντεξετάστηκε επί τούτου, ώστε να της δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί σχετικά.
2. Επιπρόσθετα, ο πιο πάνω ισχυρισμός του ότι εργαζόταν ως τραγουδιστής και αμειβόταν με το ποσό των €200-€300 ,- το βράδυ για 3-4 βράδυα εβδομαδιαίως, δηλαδή με το συνολικό ποσό των €800-€1.000,- εβδομαδιαίως, δεν συνάδει με τον αριθμό δανείων που όπως ο ίδιος δέχθηκε αντεξεταζόμενος, είχε συνάψει για σκοπούς της πλαστικής επέμβασης που του στοίχισε περίπου €10.000, για να αγοράσει μηχανή αξίας €12.800, ως και για το ταξίδι στη Βηρυτό ποσού €3.000-€5.000. Εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί προέβηκε στα πιο πάνω δάνεια, εφόσον αμειβόταν με «ακριβοπληρωμένο νυκτοκάματο» - όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε - και μάλιστα όχι για κάλυψη αναγκαίων και βασικών εξόδων αλλά για αγορά μηχανής και ταξίδι στη Βηρυτό. Σ΄ ότι αφορά την πλαστική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε, σημειώνουμε ότι ούτε από το Τεκμήριο 11 προκύπτει ότι ήταν άμεσο και επειγόντως αναγκαίο να υποβληθεί σ΄ αυτήν με σοβαρό κίνδυνο για την υγεία ή τη ζωή του, ούτε και παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ιατρική μαρτυρία που να τεκμηριώνει κάτι τέτοιο. Σημειώνουμε επίσης ότι αν και ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίσθηκε ότι δεν γνωρίζει αν ο γιατρός του είχε κάμει λιποαναρρόφηση, στην κατάθεση του στην αστυνομία (Τεκμήριο 8) - το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε ενώπιον του Δικαστηρίου - ανέφερε ότι στην Απάντηση αρ. 16 ότι του είχε γίνει λιποαναρρόφηση από την περιοχή της κοιλιάς. Πέραν τούτου, αδυνατούμε να δεχθούμε και δεν δεχόμαστε ότι αυτός, αν και αμειβόταν με ένα μη ευκαταφρόνητο ποσό από το επάγγελμα του τραγουδιστή, εισέπραξε και από συναδέλφους του το ποσό των €6.500,- οι οποίοι - όπως ισχυρίσθηκε προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν - όμως δεν τους το επέστρεψε ποτέ, αν και όπως ο ίδιος δέχθηκε αντεξεταζόμενος, ο πρώην συνάδελφος του ΚΓ, πριν 1 χρόνο περίπου του είχε ζητήσει τηλεφωνικώς την επιστροφή του ποσού των €5.000, όμως αυτός, επικαλούμενος οικονομικές δυσκολίες, δεν του το επέστρεψε. Όλα τα πιο πάνω, καταδεικνύουν με τον πιο εμφανή τρόπο ότι οι ισχυρισμοί του περί εργοδότησης του ως τραγουδιστής κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αλλά αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις του και κατασκεύασμα της φαντασίας του.
3. Περαιτέρω, εύλογο τίθεται και το ερώτημα, εφόσον αμειβόταν με «ακριβοπληρωμένο νυκτοκάματο» γιατί δεν κατέβαλλε στην ΜΚ6 τις διατροφές για τον ανήλικο γιο του. Η θέση του ότι πλήρωσε δύο φορές στην ΜΚ6 το ποσό των €3.000,- ως διατροφή, δεν γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο εφόσον η ΜΚ6 ουδέποτε αντεξετάστηκε σχετικά, ώστε να δώσει τη δική της θέση επ΄ αυτού του θέματος.
4. Όσα ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε πως επεσυνέβηκαν στις 29.5.2014 στο γραφείο της ΜΚ6 δεν γίνονται επίσης αποδεκτά από το Δικαστήριο, εφόσον η ΜΚ6 επίσης δεν αντεξετάσθηκε σχετικά. Ούτε και τέθηκε στις ΜΚ1 και ΜΚ6 από την Υπεράσπιση κατά την αντεξέτασή τους, ότι η ΜΚ1 στις 5.6.2014 βγαίνοντας έξω απευθύνθηκε προς την ΜΚ6 λέγοντας της «Φύγε ρα, τράβα μέσα, με ούλλους αυτούς τους άχρηστους που πας και μπλέκεις». Επιπρόσθετα, η ΜΚ1 καθόλου δεν αντεξετάσθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο υπεράσπισης για το περιστατικό στο οποίο αναφέρθηκε ο κατηγορούμενος ισχυριζόμενος ότι επεσυνέβηκε τον Απρίλιο 2014 και μάλιστα, αποδίδοντας στην ΜΚ1 ότι του είχε αναφέρει τηλεφωνικώς, όταν μετέφερε τον αδελφό της στο γιατρό, «έχω τρελαθεί, σε παρακαλώ έλα». Η παράλειψη της Υπεράσπισης να αντεξετάσει τις ΜΚ1 και ΜΚ6 επί των πιο πάνω περιστατικών, οδηγεί το Δικαστήριο σε απόρριψη της σχετικής μαρτυρίας του κατηγορουμένου, εφόσον οι ΜΚ1 και ΜΚ6 στερήθηκαν της δυνατότητας να δώσουν την δική τους εξήγηση και απάντηση επ΄ αυτών.
5. Τέλος, η θέση του ότι η επίδικη καταγγελία της ΜΚ1, αποτελεί σκευωρία μεταξύ της ΜΚ1 και ΜΚ6, ώστε να του στερήσουν την επικοινωνία με τον γιό του και να τον χωρίσουν από τη γυναίκα του στερείται κάθε λογικής και δεν γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο. Και τούτο γιατί, η επίδικη καταγγελία από την ΜΚ1 έγινε στις 17.6.2014 και σύμφωνα με τον ίδιο τον κατηγορούμενο, μετά τον χωρισμό του με την ΜΚ6 επισκεπτόταν συχνά το σπίτι της, έβλεπε το γιό του και έπαιζε μαζί του και είχε καλή επαφή μαζί του χωρίς φασαρίες από την ΜΚ6. Αυτό διάρκεσε μέχρι τον Μάϊο 2014 που παντρεύτηκε τη σύζυγο του, ενώ είχε αποκτήσει και μια κόρη στις 26.11.2012 με τη σύζυγο του. Είναι επομένως φανερό ότι από το 2012 οι ΜΚ6 και ΜΚ1 γνώριζαν για την ύπαρξη της συζύγου του, τη γέννηση της κόρης του και όμως τους καταλογίζει το 2014 την σκευωρία εναντίον του με σκοπό να αποστερηθεί το γιό του. Τέτοια θέση στερείται κάθε σοβαρότητας και κοινής λογικής και δεν συνάδει ούτε και με την έκδοση Διατάγματος επικοινωνίας τον Απρίλιο 2014 μετά από αίτηση του κατηγορουμένου του Φεβρουαρίου 2014, στου οποίου την έκδοση, εν πάση περιπτώσει, η ΜΚ6 συγκατατέθηκε. Η εξήγηση που έδωσε ο κατηγορούμενος ότι οι ΜΚ1 και ΜΚ6 δεν προέβηκαν σε καταγγελία από το 2012 που γεννήθηκε η κόρη του, διότι ο διακαής πόθος της ΜΚ6 ήταν να γυρίσει στο σπίτι της λέγοντας του «ξέχνα το μπασταρδάκι και αυτήν και έλα», δεν γίνεται αποδεκτή εφόσον στην ΜΚ6 ουδέποτε υποβλήθηκε ότι είχε κάμει τέτοια αναφορά στον κατηγορούμενο, σημειώνοντας συγχρόνως ότι, εν πάση περιπτώσει, τέτοιος χαρακτηρισμός θα αφορούσε και το δικό της παιδί με τον κατηγορούμενο.»
Προβάλλει ο εφεσείων ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο ανατρέπει το βάρος απόδειξης. Ο εφεσείων, προέβαλε στην κατάθεσή του στην Αστυνομία το γεγονός ότι εργοδοτείτο στο Black Swan χωρίς να ερωτηθεί για τις εισφορές του στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και όταν αυτό το γεγονός αμφισβητήθηκε από τη ΜΚ6 δεν διερευνήθηκε από την Αστυνομία, ενώ το γεγονός αυτό τελικά θεωρήθηκε ουσιαστικό για το Δικαστήριο. Οι λεπτομέρειες στις οποίες αναφέρθηκε το Δικαστήριο προέκυψαν κατόπιν εκτεταμένων ερωτήσεων της Κατηγορούσας Αρχής κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα σε άσχετα με τα επίδικα θέματα. Περαιτέρω, προβάλλει ως λανθασμένους τους λόγους αποκλεισμού της μαρτυρίας του εφεσείοντα στα σημεία 2-5 της απόφασης πιο πάνω, τα οποία προέκυψαν κατόπιν εκτεταμένων ερωτήσεων που του έγιναν από την Κατηγορούσα Αρχή και άσχετα με την αξιοπιστία του επί του αδικήματος του βιασμού. Δεν αποτελούσαν θέσεις που προέβαλε κατά την κυρίως εξέτασή του ώστε να γίνουν προβλεπτές εκδοχές που θα έπρεπε να υποβληθούν στην ΜΚ6.
Αντίθετη επί του προκειμένου είναι η θέση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής η οποία ανέλυσε το κάθε ένα από τα πέντε σημεία που τέθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, υποστηρίζοντας ως ορθή την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Εξετάσαμε με προσοχή τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας. Σε ό,τι αφορά το σημείο (1) της απόφασης τα γεγονότα στα οποία αφορά, όπως ορθά υπεδείχθη από την κα Κωνσταντίνου, εμπίπτουν στη σφαίρα γνώσης του εφεσείοντα και αυτός είναι το πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει μαρτυρία για να αποδείξει τους ισχυρισμούς. Πέραν του ισχυρισμού ότι εργαζόταν στο κέντρο Black Swan, για περιορισμένο μάλιστα χρονικό διάστημα και για κάποιες μέρες την εβδομάδα, δεν επικαλέσθηκε οτιδήποτε για την εργασία του στην ταβέρνα στη Δερύνεια.
Ως προς την εισήγηση του εφεσείοντα περί άσχετων ερωτήσεων της Κατηγορούσας Αρχής επί των προσωπικών και οικονομικών ζητημάτων του, πέραν του γεγονότος ότι δεν προβλήθηκε ένσταση εκ μέρους της Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα, οι ερωτήσεις έγιναν στη βάση μαρτυρίας που είχε προσκομισθεί από την ΜΚ6 και άπτονταν της αξιοπιστίας του κατηγορούμενου. Δεν διακρίνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις εκδοχές του εφεσείοντα όπως αναλύονται στο σημείο 2 της απόφασης. Ούτε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς τα υπόλοιπα σημεία που επεσήμανε, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Ειδικότερα, αναφορικά με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 4, αποτελούν ζητήματα που άπτονται της συμπεριφοράς της ΜΚ1 και θα έπρεπε να είχαν τεθεί σε αυτήν για να μπορούσε να τοποθετηθεί. Η δε σκευωρία που επικαλείται ο εφεσείων, όπως ορθά αναλύει το Δικαστήριο στην παράγραφο 5, δεν αντέχει τη βάσανο της λογικής για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση.
Ο εφεσείων προβάλλει με τον έκτο λόγο έφεσης ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας και των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος και το αντίστοιχο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ενώ επίσης ισχυρίζεται ότι υπήρξε κατάχρηση στη διαδικασία από την Κατηγορούσα Αρχή, ενόψει του σταδίου κατά το οποίο αυτή επιχείρησε την τροποποίηση του κατηγορητηρίου και της κατάθεσης της παραπονουμένης, χωρίς προηγούμενη επαρκή και έγκαιρη προειδοποίηση του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν έτυχε διερεύνησης από τους ανακριτές ο ισχυρισμός του σε σχέση με την εργασία του στο Black Swan ή στην ταβέρνα στη Δερύνεια. Όπως έχουμε πει και πιο πάνω, ο εφεσείων ανέφερε στην ανακριτική του κατάθεση μόνο για την εργασία του στο Black Swan και, συνεπώς, δεν θα μπορούσε να διερευνηθεί οτιδήποτε σε σχέση με την εργασία του στην ταβέρνα στη Δερύνεια. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός του περί απασχόλησης στο Black Swan επεκτείνετο σε ένα τετράμηνο τρεις φορές την εβδομάδα και με δεδομένο ότι, όπως ο ίδιος παραδέχεται, βρισκόταν στο σπίτι με την ΜΚ1, ενόσω η ΜΚ6 εργαζόταν από τις 09.00-13.00 και 15.00-18.00. Δεν κρίνουμε ότι υπήρξε οποιαδήποτε λανθασμένη εξέταση εκ μέρους των ανακριτικών αρχών των όσων, ως ανωτέρω αναφέραμε, καταλόγισε ο εφεσείων, ώστε να οδηγήσει σε παραβίαση των σχετικών άρθρων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ (Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 186, Δημοκρατία ν. Ford κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 104).
Αναφορικά με την τροποποίηση του κατηγορητηρίου και της κατάθεσης της παραπονούμενης στο στάδιο που έγινε, σημειώνουμε ότι πριν την ακρόαση του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας ζητήθηκε άδεια για τροποποίηση των λεπτομερειών της πρώτης και ένατης κατηγορίας, για τις οποίες δεν υπήρξε ένσταση από την Υπεράσπιση. Επιπλέον, μετά το τέλος της κύριας εξέτασης της ΜΚ1, η οποία προέβη σε τροποποιήσεις όσον αφορά τους χρόνους που έλαβαν χώραν τα διάφορα περιστατικά, ζητήθηκε χρόνος από την Υπεράσπιση για να προετοιμασθεί για την αντεξέταση και, παρά το ότι η ΜΚ1 είχε έρθει από το εξωτερικό, το αίτημα έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο και δόθηκε ο χρόνος που ζητήθηκε από την Υπεράσπιση για την προετοιμασία της.
Θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε περαιτέρω ότι, στην κατάθεση του εφεσείοντα, στις ερωτήσεις 1-27 που αφορούν την επίδικη περίοδο από το 2008 μέχρι και το 2012 όταν ο εφεσείων διέμενε στο σπίτι της ΜΚ6, έδωσε τις δικές του εξηγήσεις επί των γεγονότων. Οι μόνες ερωτήσεις που αφορούσαν την περίοδο 2008-2009 στη βάση της κατάθεσης της ΜΚ1 ήταν οι ερωτήσεις 28-32, όπου η ΜΚ1 τοποθετεί τη γνωριμία με τη μητέρα της ενωρίτερα. Στην τελευταία δε ερώτηση (ερώτηση 33) ερωτήθηκε ο εφεσείων κατά πόσο επιθυμεί να αναφέρει οτιδήποτε άλλο σε σχέση με την υπόθεση για την οποία είχε ανακριθεί και αυτός προέβη σε καταγραφή της εκδοχής του σε σχέση με την ΜΚ6, τη συγκατοίκηση, το τι ακολούθησε και προβάλλει στην υπεράσπισή του ότι όλα αυτά είναι σκευωρίες λόγω του χωρισμού για να σπιλώσουν το όνομά του και να καταστρέψουν τη νέα του οικογένεια. Σε κανένα στάδιο δεν επικαλέσθηκε ότι το 2008 απλά δεν διέμενε μαζί με την ΜΚ6. Από το σύνολο της κατάθεσής του προκύπτει ότι τα περιστατικά της κακοποίησης κάλυπταν την περίοδο της συγκατοίκησης με την ΜΚ1 και ΜΚ6.
Υπό το φως των πιο πάνω, δεν κρίνουμε ότι υπήρξε οποιαδήποτε κατάχρηση της διαδικασίας από την Κατηγορούσα Αρχή ή ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης και, συνακόλουθα, απορρίπτουμε τους σχετικούς λόγους έφεσης.
Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης, προβάλλει ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση του εφεσείοντα. Σύμφωνα με την αιτιολογία που δίδεται, μετά την επιβολή της ποινής του εφεσείοντα, το έτος 2018, λόγω της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, έγινε απονομή χάριτος είτε μείωση ποινής σε όλους τους κατάδικους κατά ¼ στη βάση του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, με εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, πλην του εφεσείοντα, κατ΄ επίκληση της φύσης του αδικήματος που καταδικάσθηκε. Αυτό, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, συνιστά δυσμενή διάκριση και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και συνιστά λόγο παρέμβασης του Εφετείου. Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι αν και δόθηκε αναστολή ποινής σε άτομα που καταδικάστηκαν για διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων εναντίον ανηλίκων, εν τούτοις, κατά παράβαση του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος, δεν δόθηκε στον ίδιο. Προς τούτο παραπέμπει στην υπόθεση Καύκαρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 51.
Η εισήγηση είναι έκθετη σε απόρριψη χωρίς περαιτέρω εξέταση, εφόσον εδράζεται σε εντελώς ασαφές και αόριστο πραγματικό υπόβαθρο.
Με τους λόγους έφεσης 5 και 12 ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής, καθότι δεν έλαβε υπόψη επαρκώς τον χρόνο που διέρρευσε από την ημερομηνία διάπραξης έως την επιβολή ποινής σε συνδυασμό με την αλλαγή των προσωπικών περιστάσεών του, αντίθετα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί της επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής επαναλήφθηκαν στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 53/2017 κ.ά., ημερομηνίας 15.12.2017:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779.»
Εξετάσαμε τους λόγους έφεσης και τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ως προς το ύψος της ποινής.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του κατά την επιμέτρηση της ποινής τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων καθώς και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Έκρινε ότι οι πράξεις του εφεσείοντα έχουν προκαλέσει «αποστροφή και βδελυγμία στον υπέρτατο βαθμό». Συνυπολόγισε επίσης το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν επέδειξε καμία μεταμέλεια για τις πράξεις του, αρνούμενος μέχρι τέλους τη διάπραξη των αδικημάτων, με αποτέλεσμα το θύμα να βιώσει εκ νέου κατά την ακροαματική διαδικασία τα επώδυνα περιστατικά που συνιστούν τη συνολική του εγκληματική συμπεριφορά.
Από την άλλη, έλαβε υπόψη του προς όφελος του εφεσείοντα, μεταξύ άλλων, το λευκό του ποινικό μητρώο, την καθυστέρηση εκ μέρους της παραπονουμένης στην καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία καθώς και την αλλαγή των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα, ο οποίος στο μεταξύ παντρεύτηκε και απέκτησε δεύτερο ανήλικο παιδί. Συνεκτιμώντας όλους τους παράγοντες, επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δέκα ετών στην κατηγορία του βιασμού, δύο ετών στην κατηγορία της διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13-17 ετών και έξι ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού.
Θεωρούμε ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό παράγοντα και εξισορρόπησε τόσο τα επιβαρυντικά στοιχεία όσο και τους μετριαστικούς παράγοντες. Προέβη σε ειδική μνεία ως προς την καθυστέρηση που επήλθε εκ μέρους της παραπονουμένης στην καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία και την αλλαγή, στο μεταξύ, των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα δίδοντάς τους ανάλογη βαρύτητα. Δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη σφάλματος αρχής ούτε κρίνουμε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Ενόψει όλων των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης και της ποινής απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολό της.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ