ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B336
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 92/2017)
(σχ. με 93/2017)
19 Ιουλίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
xxx ΒΡΥΩΝΗΣ,
Εφεσίβλητος.
_ _ _ _ _ _
(Ποινική Έφεση Αρ. 93/2017)
(σχ. με 92/2017)
xxx ΒΡΥΩΝΗΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Μ. Κουτσόφτας, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα στην 92/2017
και εφεσίβλητη στην 93/2017.
Η. Στεφάνου με Α. Χρίστου και Κ. Σοφοκλέους (κα), για τoν
Εφεσίβλητο στην 92/2017 και Eφεσείοντα στην 93/2017.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 93/2017 και εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση 92/2017 αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κατηγορητήριο αποτελούμενο από 24 κατηγορίες. Οι έξι αφορούσαν δεκασμό δημόσιου λειτουργού, κατά παράβαση των άρθρων 4 και 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 2, 7, 12, 17, 22 και 27), έξι, δωροληψία από δημόσιο λειτουργό, κατά παράβαση του άρθρου 102 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 3, 8, 13, 18, 23 και 28), έξι, κατάχρηση εξουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 4, 9, 14, 19, 24 και 29) και άλλες έξι που αφορούσαν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iii), 5(α) και 7 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/2007 (κατηγορίες 5, 10, 15, 20, 25 και 30). Κρίθηκε ένοχος σε τρεις από τις έξι κατηγορίες που αφορούσαν δεκασμό, δωροληψία και νομιμοποίηση εσόδων, ενώ αθωώθηκε στις υπόλοιπες.
Συγκεκριμένα, για τις κατηγορίες που κρίθηκε ένοχος αναφέρεται στο κατηγορητήριο ότι, μεταξύ των ημερομηνιών 23.6.2012 και 26.2.2013, ενώ ήταν δημόσιος λειτουργός, ήτοι Αρχιλοχίας της Αστυνομίας, ζήτησε και πήρε από το xxx Παναγιώτου τα χρηματικά ποσά των €10.000, €1.396,99 και €418,98, προς όφελός του, με αντάλλαγμα να τον βοηθήσει να αθωωθεί στην υπόθεση στην οποία ήταν κατηγορούμενος.
Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και έδωσαν μαρτυρία επτά μάρτυρες κατηγορίας, ενώ, μετά που κλήθηκε σε απολογία ο εφεσείων, έδωσε ο ίδιος ένορκη μαρτυρία και κάλεσε δύο μάρτυρες υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία που έδωσε ο κάθε μάρτυρας και αφού την αξιολόγησε, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα ως προς τα γεγονότα:
«Ο Κατηγορούμενος είχε γνωριστεί με τον Παραπονούμενο κατά την διερεύνηση υπόθεσης κατοχής 1.630 γραμμαρίων κοκαΐνης. Λόγω του ότι υπήρχε πληροφορία στην Υ.ΚΑ.Ν. για εισαγωγή μεγαλύτερης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών στην προσπάθειά του, ο Κατηγορούμενος, να συλληφθεί ο έμπορος είχε ζητήσει την βοήθεια του συνηγόρου του Παραπονούμενου, ο οποίος μέχρι τότε δεν έλεγε οτιδήποτε, κ. Γεωργίου για να τον πείσουν να αναφέρει όλα όσα γνώριζε και για να τον χρησιμοποιήσουν έτσι ώστε να συλληφθεί ο έμπορας. Αντίτιμο στην συνεργασία του θα ήταν η προσπάθεια για καταχώρηση αναστολής ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα για τον ίδιο, με εισήγηση και υποστήριξη του κ. Βρυώνη και η χρήση του ως μάρτυρα κατηγορίας. Ενώ ήταν σε εξέλιξη οι διεργασίες για την σύλληψη του xxx Χαραλάμπους, που ήταν ο έμπορας σύμφωνα με τα όσα είχαν διαφανεί, ο Κατηγορούμενος είχε συνάψει, λόγω και της τακτικής επικοινωνίας με τον Παραπονούμενο, φιλικές σχέσεις. Σχέσεις που είχαν ξεπεράσει το επιτρεπόμενο για την δεδομένη στιγμή που όλα ήταν ρευστά και υπήρχε καταχωρημένη, εναντίον του Παραπονούμενου, υπόθεση στο Κακουργιοδικείο στην οποία ο ίδιος ο Κατηγορούμενος θα έδινε μαρτυρία. Γνωρίστηκαν οικογενειακώς, αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα. Όμως η σχέση τους είχε πάει και ένα βήμα πάρα πέρα με τον δανεισμό λεφτών από τον Κατηγορούμενο και την σιωπηρή αποδοχή, από μέρους του, της καταβολής του ποσού των £10.000 στην κόρη του Π. Βρυώνη από τον Παραπονούμενο- Κατηγορούμενο στην ποινική υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας- αλλά και με την εργοδότησή της στην εταιρεία του Παραπονούμενου και την πληρωμή αεροπορικού εισιτηρίου για την άλλη του κόρη, Α. ενώ είχαν πληρωθεί και τα νοσήλια της κόρης του Γ.. Όλα αυτά είχαν γίνει, μεταξύ των μηνών Ιούλιου 2012 με αρχές 2013 λόγω του ότι ο Κατηγορούμενος έκανε τον Παραπονούμενο να νοιώθει φόβο, ανασφάλεια και ανησυχία γιατί γνώριζε ότι η τύχη του ήταν στα χέρια του, που στην κυριολεξία ήταν, αφού αυτός θα προωθούσε εκ μέρους της Υ.ΚΑ.Ν. την εισήγηση για την αναστολή της ποινικής δίωξης του Παραπονούμενου. Τυχόν άρνηση του Κατηγορούμενου να συναινέσει στο αίτημα αναστολής θα ήταν μοιραία για το αίτημα για αναστολή, το οποίο είχε υποβληθεί προφανώς το 2013. Μετά την απόρριψη του αιτήματος για αναστολή της ποινικής δίωξης του ο Παραπονούμενος είχε αρχίσει να νοιώθει τον κίνδυνο και το ίδιο και ο δικηγόρος του, ο οποίος είχε διευθετήσει συνάντηση με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα. Εκεί ο ίδιος ο δικηγόρος του Παραπονούμενου είχε μάθει, εκ στόματος του Γενικού Εισαγγελέα, για το γεγονός ότι ο Παραπονούμενος έδινε λεφτά στον Κατηγορούμενο μέσα στα πλαίσια της ανησυχίας και της σύνδεσής τους. Τότε ο ίδιος ο δικηγόρος του Παραπονούμενου είχε προβεί σε καταγγελία των γεγονότων στον Υπουργό Δικαιοσύνης και είχε ξεκινήσει η διαδικασία διερεύνησης. Ο Παραπονούμενος, προφανώς λόγω των συναισθημάτων του προς τον Κατηγορούμενο, ακόμα και κατά την εξέλιξη της υπό κρίση διαδικασίας δεν ήθελε να κάνει ζημιά στον φίλο του, τον Κατηγορούμενο, παρά το ότι γνώριζε ότι οι ενέργειές του ήταν λανθασμένες.»
Στη συνέχεια, αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή της κάθε ενότητας κατηγοριών, κατέληξε ότι είχαν αποδειχθεί οι κατηγορίες 2, 7 και 27, που αφορούσαν αδικήματα δεκασμού δημόσιου λειτουργού, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ενταγμένος στην Αστυνομία Κύπρου οπόταν δημόσιος υπάλληλος. Εφαρμόζοντας τις νομολογιακά καταγραμμένες αρχές όσο αφορά το ωφέλημα στην παρούσα περίπτωση συνιστούσε χρηματική βοήθεια προς τα τέκνα του Κατηγορούμενου, η μεταφορά των £10.000 στο λογαριασμό της Π. Βρυώνη, η αποπληρωμή των νοσηλίων της Γ. Βρυώνη, η έκδοση εισιτηρίου στο όνομα της Α. Βρυώνη αλλά και τα υπόλοιπα δώρα που ανταλλαγήσαν μεταξύ των δυο οικογενειών ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία εναντίον του Παραπονούμενου ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Δεν έχουν γίνει αποδεκτές οι εξηγήσεις της Π. Βρυώνη για τους λόγους που έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Ούτε και μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση που προέβαλε, ο ίδιος ο Κατηγορούμενος, ότι είχε δανειστεί λεφτά από τον κ. Παναγιώτου για την πληρωμή της επέμβασης της κόρης του την στιγμή που επικαλείται περιουσία και οικονομική άνεση ενώ ήταν μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του. Όσο αφορά τον ισχυρισμό για επιστροφή του ποσού ακόμη και αν γινόταν αποδεκτός, που δεν έχει γίνει, δεν θα μείωνε με οποιοδήποτε τρόπο την αξιόποινη πράξη. Ακόμη και η εργοδότηση της Π. Βρυώνη μπορεί να θεωρηθεί ωφέλημα. Ο ίδιος ο Κατηγορούμενος γνώριζε ότι όλα αυτά, ακόμα και το έμβασμα των £10.000-, γίνονταν γιατί ο Παραπονούμενος δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει έτσι ώστε να εισηγηθεί και ενισχύσει την οποιαδήποτε εισήγηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα για αναστολή της ποινικής του δίωξης.
Με όλο τον σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κατηγορούμενου αποδοχή των θέσεων του θα οδηγούσε στο παράλογο συμπέρασμα να μην συνιστά δωροδοκία η αποδοχή, από δημόσιους λειτουργούς, δώρων από πολίτες με τους οποίους είναι φίλοι, παρά το γεγονός ότι η πορεία μιας υπόθεσης που τους αφορά διέπεται από τον συγκεκριμένο δημόσιο λειτουργό. Η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια.»
Αναφορικά με τις κατηγορίες 12, 17 και 22, που αφορούσαν επίσης αδικήματα δεκασμού δημόσιου λειτουργού, έκρινε ότι δεν προσκομίστηκε ικανοποιητική μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή και αθώωσε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες αυτές.
Για τη δεύτερη ομάδα κατηγοριών, που αφορούσαν το αδίκημα της δωροληψίας, έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο στις κατηγορίες 3, 8 και 28, ενώ αθωώθηκε στις κατηγορίες 13, 18 και 23. Όπως ανέφερε το Δικαστήριο, η λήψη του οποιουδήποτε ποσού από οποιονδήποτε βρισκόταν στη θέση του κατηγορουμένου ή από οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του, είτε συνδεόταν φιλικά είτε όχι, θα καταδείκνυε ένα απώτερο στόχο για εύνοια. Τα γεγονότα εξελίσσονταν ενώ βρισκόταν υπό εκδίκαση η υπόθεση στο Κακουργιοδικείο και ενώ γίνονταν διαβουλεύσεις με το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα για καταχώρηση αναστολής ποινικής δίωξης. Κατέληξε δε ως ακολούθως:
«Θεωρώ ότι ο νομοθέτης ήθελε να απαγορεύσει την οποιουδήποτε είδους συναλλαγή μεταξύ ενός δημόσιου λειτουργού και ενός πολίτη όταν ο συγκεκριμένος πολίτης έχει οποιοδήποτε θέμα για το οποίο θα αποφασίσει ο δημόσιος λειτουργός ή εξαρτάται από αυτόν. Δεν νοείται, ούτε στα πλαίσια της αδελφικής φιλίας, ο οποιοσδήποτε δημόσιος λειτουργός να λαμβάνει οποιοδήποτε ωφέλημα από πολίτη αφήνοντας να νοηθεί ότι θα επιδείξει μέγιστη εύνοια. Ιδιαίτερα ένας αστυνομικός της πείρας και της υπόληψης του Κατηγορούμενου. Ούτε καν δανεικά για μικρό χρονικό διάστημα όπως ήταν ο ισχυρισμός του Κατηγορούμενου.»
Στην τρίτη ομάδα κατηγοριών, που αφορούσε κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο λειτουργό, ο κατηγορούμενος αθωώθηκε σε όλες τις κατηγορίες, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Από την προσαχθείσα μαρτυρία και τις αναφορές όλων των μαρτύρων κατηγορίας επισημαίνω ότι γνώριζαν, οι ανώτεροι του, για την συνεργασία του Κατηγορούμενου με τον Παραπονούμενο με απώτερο στόχο την σύλληψη του έμπορα των ναρκωτικών ουσιών και είναι επίσης γνωστό ότι ενίοτε χρησιμοποιούνται κατηγορούμενοι ως μάρτυρες κατηγορίας. Η υπέρβαση των καθηκόντων του Κατηγορούμενου δεν επεξηγήθηκε αλλά ούτε και διαφάνηκε μέσα από την μαρτυρία. Απλά με τον δικό του τρόπο αλλά και την παρουσία του ο Κατηγορούμενος υπενθύμιζε στον Παραπονούμενο μια πικρή αλήθεια, την ύπαρξη της ποινικής υπόθεσης εναντίον του.»
Στην τελευταία ενότητα κατηγοριών, ήτοι τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες 5, 10 και 30, ενώ αθωώθηκε στις υπόλοιπες αυτής της ενότητας. Το Δικαστήριο, έχοντας κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο στα γενεσιουργά αδικήματα, θεώρησε ότι έχει αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά αποτελούσαν έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος και παρά ταύτα τα αποδέχθηκε.
Με την έφεση 93/2017 ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης του, ενώ με την έφεση 92/2017 η Αστυνομία αμφισβητεί την ορθότητα της επιβληθείσας ποινής.
Έφεση 93/2017 κατά καταδίκης
Ο εφεσείων, με τους τέσσερις από τους λόγους έφεσης, αμφισβητεί την αξιολόγηση που έγινε από το Δικαστήριο για τον παραπονούμενο, ΜΚ5, τον εφεσείοντα και τις δύο μάρτυρες υπεράσπισης Π. Βρυώνη, ΜΥ1, και E. Παναγιώτου, ΜΥ2. Περαιτέρω, προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε σειρά ευρημάτων επί των γεγονότων της υπόθεσης, τα οποία θεώρησε ότι στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα του δεκασμού, της δωροληψίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενώ παράλληλα δεν κατέληξε σε κανένα εύρημα γεγονότων που ήταν αναγκαία για το σχηματισμό της δικανικής του σκέψης που οδήγησε σε εύρημα ενοχής.
Αποτελεί κοινή θέση ότι ο εφεσείων, κατά τον επίδικο χρόνο υπηρετούσε στην ΥΚΑΝ, ενώ ο παραπονούμενος, ΜΚ5, είχε συλληφθεί και κατηγορείτο για κατοχή 1.630 γρ. κοκαΐνης. Λόγω πληροφορίας που υπήρχε για εισαγωγή μεγαλύτερης ποσότητας ναρκωτικών, ο εφεσείων πρότεινε στον ΜΚ5, μέσω του δικηγόρου του, συνεργασία με στόχο τη σύλληψη του εμπόρου των ναρκωτικών, με αντάλλαγμα την προώθηση εκ μέρους του εφσείοντα αιτήματος στο Γενικό Εισαγγελέα για αναστολή της ποινικής δίωξης του ΜΚ5 και όπως αυτός χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Στα πλαίσια αυτά υπήρχαν συχνές συναντήσεις μεταξύ των δύο και αναπτύχθηκε κάποιου είδους φιλική σχέση. Δόθηκαν από τον ΜΚ5 στον εφεσείοντα και στα μέλη της οικογένειάς του διάφορα χρηματικά ποσά, όπως αναφέρονται στο κατηγορητήριο και διάφορα δώρα. Εκεί όπου εντοπίζεται η διαφορά είναι κατά πόσο αυτά δόθηκαν στα πλαίσια των «φιλικών» σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των δύο, ή κατά πόσο αποτελούσαν δεκασμό, δωροληψία και κατάχρηση εξουσίας.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ο εφεσείων αποδέχεται τη λήψη των χρηματικών ποσών που αναφέρονται στις κατηγορίες, εκείνο που ενδιαφέρει είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκαν τα ποσά αυτά, κάτι που κρίνεται στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Η νομολογία επί της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, παρακολούθησε τους μάρτυρες και, συνεπώς, είναι σε καλύτερη θέση να σταθμίσει και να κρίνει με αντικειμενικό τρόπο την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Όπως έχει λεχθεί σε σειρά αποφάσεων (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706 και Baloise Insurance Co. Ltd. v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 ΑΑΔ 1275), στις εύλογες διαπιστώσεις ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου που απορρέουν από την ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης εμπειρίας που, εν πολλοίς, είναι και οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Περαιτέρω, η μαρτυρία αξιολογείται συνολικά στη βάση μίας ενιαίας προσέγγισης και όχι κατά τρόπο μικροσκοπικό ή αποσπασματικό που θα έτεινε να εκτρέψει την αξιολόγηση από την ορθή της διάσταση.
Το Εφετείο δύναται, βέβαια, πάντοτε να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 ΑΑΔ 41, Χ»παύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 ΑΑΔ 705). Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816, 822 και Ανδρέας Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 409), με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη, (Constantinides v. Republic (1978) 2 CLR 337, Σωτήρης Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 AAΔ 220).
Στα πλαίσια των πιο πάνω αρχών θα εξετάσουμε τις προβαλλόμενες εισηγήσεις ως προς την κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, τόσο των πρωταγωνιστών της υπόθεσης, ΜΚ5 και εφεσείοντα, όσο και των δύο ΜΥ.
Κύριο στοιχείο που προβάλλεται από τον εφεσείοντα ως προς τη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ5 είναι η διαφορετική εικόνα που παρουσίασε ο εν λόγω μάρτυρας κατά την κυρίως εξέταση και κατά την αντεξέταση. Ενώ στις δύο καταθέσεις του στην Αστυνομία, Τεκμ. 28 και 29, τις οποίες αποδέχθηκε, κατά την κυρίως εξέτασή του, υπάρχουν αναφορές περί απειλών, εξαναγκασμού και πίεσης που του υπέβαλε ο εφεσείων, κατά την αντεξέταση δόθηκε μία πολύ διαφορετική εικόνα, όπου οι σχέσεις του με τον κατηγορούμενο παρουσιάζονται να είναι φιλικές και οικογενειακές. Προς τούτο, αναφέρεται και η τελευταία ερώτηση που υποβλήθηκε στον παραπονούμενο κατά την αντεξέταση, όπου ο μάρτυρας ανέφερε ότι οι παροχές με δώρα ή λεφτά έγιναν στα πλαίσια της φιλίας. Αυτή η διαφορά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μικροαντιφάσεις», ούτε δικαιολογήθηκαν με κάποια μαρτυρία, εισηγείται ο εφεσείων. Ούτε θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν με τον τρόπο που εξήγησε το Δικαστήριο, ότι δηλαδή ο ΜΚ5 βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Δεν προβληματίστηκε το Δικαστήριο κατά πόσο είναι ο ΜΚ5 που προώθησε αυτή τη φιλική σχέση, ώστε να έχει από κοντά τον εφεσείοντα. Σημειώνεται από τον εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο, κατά το στάδιο που εξέταζε κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα, τον απάλλαξε στην κατηγορία του εκβιασμού, κρίνοντας πως ο ΜΚ5 δεν έκανε αναφορά σε οποιαδήποτε απαίτηση ή εκφοβισμό για την οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη παραχώρηση. Αυτό, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν δικαιολογεί το εύρημα ότι ο ΜΚ5 κατέληξε να κάνει τα θελήματα του εφεσείοντα. Διερωτάται, επίσης, ο εφεσείων πώς, εφόσον το Δικαστήριο αποδέχθηκε τον ΜΚ5 ως αξιόπιστο, δεν εξέδωσε καταδικαστική απόφαση για όλες τις κατηγορίες, ούτε δόθηκε επεξήγηση γιατί κάποια από τα δώρα θεωρήθηκαν επιλήψιμα και κάποια όχι. Κατά τον εφεσείοντα, εάν ειδωθούν αντικειμενικά τα γεγονότα, ο ΜΚ5 αναίρεσε σε μεγάλο βαθμό τα όσα ανέφερε στις καταθέσεις του στην Αστυνομία και δεν θα έπρεπε να κριθεί αξιόπιστος. Λανθασμένη θεωρεί και την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ1 κατέγραφε αυτά που έλεγε ο ΜΚ5, προφανώς, αποτυπώνοντας τη σημασία τους με τη δική του φρασεολογία αφού, όπως διαπιστώθηκε, τα ελληνικά του ήταν πτωχά. Και αυτό ενώ το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του ΜΚ1, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι κατέγραφε ό,τι του ανέφερε ο ΜΚ5.
Τέλος, εισηγείται ότι η ποιότητα της μαρτυρίας του ΜΚ5 και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ήταν τέτοιες που τουλάχιστον θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε αμφιβολίες ως προς τη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, ορθά βεβαίως, ως καθοριστική τη μαρτυρία του ΜΚ5. Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου φαίνεται η αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα:
«Καθοριστική για την παρούσα υπόθεση είναι η μαρτυρία του Παραπονούμενου, Μ.Κ.5. Από την αρχή της μαρτυρίας του είχε διαφανεί ότι βρισκόταν σε δύσκολη θέση σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα αφού και ο ίδιος θεωρούσε τον Κατηγορούμενο φίλο του εξ ου και παραδέχθηκε ότι αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές σίγουρα θα τον θεωρούσε πολύ καλό φίλο και όλα όσα είχε παραχωρήσει θα τα θεωρούσε ένδειξη φιλίας. Οι συνθήκες όμως ήταν τέτοιες που ότι έκανε το έκανε από ανησυχία και φόβο. Όμως δεν είχε επιλογή παρά να πει την αλήθεια μετά από την καταγγελία στην οποία είχε προβεί ο δικηγόρος του εναντίον του Κατηγορούμενου στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ακριβώς λόγο αυτής της φιλίας ήταν ευδιάκριτη μια διστακτικότητα αλλά και μια ειλικρίνεια. Εκεί που ο Κατηγορούμενος δεν θυμόταν δεν δίσταζε να πει δεν θυμόταν και εκεί που αναφερόταν σε γεγονότα παραδεχόταν πάντοτε την φιλία αλλά μιλούσε και για την ανασφάλεια, την ανησυχία και τον φόβο που ένοιωθε αφού ο Κατηγορούμενος ήταν μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση που εκκρεμούσε εναντίον του και γνώριζε επιπρόσθετα ότι ο Κατηγορούμενος θα πρόβαλλε επιχειρήματα προς τον Γενικό Εισαγγελέα για αναστολή της ποινικής δίωξης του. Ήθελε να τον κρατά, τον Κατηγορούμενο, ευχαριστημένο. Όμως δεν είχε λόγο να πει ψέματα αφού είχε αθωωθεί και δεν είχε λόγο να θέλει, σκόπιμα, να κάνει κακό στον Κατηγορούμενο αφού ήταν φίλοι. Από την άλλη δεν ήθελε να αφήσει εκτεθειμένο τον δικηγόρο του ο οποίος όταν είχε μάθει τι είχε συμβεί, από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, είχε θυμώσει πάρα πολύ και είχε νοιώσει υποχρεωμένος να το αναφέρει στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Ως είναι γνωστό, κάθε πρόσωπο που βιώνει ένα επεισόδιο δεν δίδει βαρύτητα ακριβώς στα ίδια σημεία. Επιπλέον είναι ορθό ότι μικροαντιφάσεις και μικροανακρίβειες σε επουσιώδεις λεπτομέρειες, εξεταζόμενες στο σύνολο της μαρτυρίας δυνατόν να ενδυναμώσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων και δυνατόν να προβάλουν με φυσικό τρόπο με τον οποίο διατύπωσαν τα σχετικά γεγονότα που είχαν στην μνήμη τους (βλ. Λ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 104). Η μαρτυρία δεν πρέπει να απομονώνεται και να σχολιάζονται χωριστά αποσπάσματά της. Ακόμη, οι μικροαντιφάσεις, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που τα γεγονότα βιώνονται έντονα από τους μάρτυρες και έχει παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα, όχι απλώς δεν είναι επιλήψιμες αλλά αναμένονται (βλ. Παπακοκκίνου κ.α. ν. Σμυρλή κ.α. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653).
Θεωρώ ότι αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Παραπονούμενου ο οποίος ένοιωθε άβολα για την διαδικασία όχι γιατί έλεγε ψέματα αλλά γιατί είχε μια φιλία με τον Κατηγορούμενο εξ ου και στο τέλος είχε δηλώσει ότι ο ίδιος δεν είχε παράπονο. Λόγω της επιθυμίας του να μην δυσαρεστήσει τον κ. Βρυώνη, ο οποίος θα έδινε μαρτυρία εναντίον του, έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να ευχαριστήσει την οικογένεια Βρυώνη αγοράζοντας δώρα, πληρώνοντας λεφτά. Για αυτό και δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε στον δικηγόρο του. Τον πιστεύω αφού η μαρτυρία του, σε ένα μεγάλο μέρος, είχε υποστηριχθεί και από πραγματική μαρτυρία αλλά και από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο ο οποίος είχε προβάλλει, μέσω της αντεξέτασης, ότι είχε γίνει ήταν λόγω των στενών φιλικών σχέσεων και για κανένα άλλο λόγο.»
Εξετάσαμε τόσο το περιεχόμενο των δύο καταθέσεων που έδωσε ο εφεσείων στην Αστυνομία, όσο και τη μαρτυρία που έδωσε κατά την αντεξέταση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, υπό το φως των εισηγήσεων του ευπαίδευτου συνήγορου και της νομολογίας. Σημειώνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά, αλλά έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητούνται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψε η σχέση του ΜΚ5 με τον εφεσείοντα και κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να εξεταστεί η μαρτυρία. Επρόκειτο για άτομο το οποίο αντιμετώπιζε κατηγορία για κατοχή ναρκωτικών, ο οποίος αποδέχθηκε να βοηθήσει την ΥΚΑΝ για να συλληφθεί ο έμπορας, έτσι ώστε να βοηθηθεί και ο ίδιος στην υπόθεση που αντιμετώπιζε. Συνεπώς, με οποιοδήποτε τρόπο και να εξελίχθηκε αυτή η σχέση, η ουσία είναι ότι κατά πάντα επίδικο για τις υπό έφεση κατηγορίες χρόνο, εκκρεμούσε η ποινική υπόθεση εναντίον του ΜΚ5. Επίσης, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του δικηγόρου του, κ. Γεωργίου, μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση, ο ΜΚ5 ουδέποτε πριν τη συνάντηση με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα, του ανέφερε ότι έδιδε χρήματα στον εφεσείοντα. Η δε καταγγελία του γεγονότος δεν προήλθε από τον ίδιο, αλλά από το δικηγόρο του, ο οποίος κατάγγειλε το θέμα στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ακολούθησε η έρευνα, στα πλαίσια της οποίας έδωσε τις δύο καταθέσεις στην Αστυνομία στην παρουσία του δικηγόρου του. Αυτό εξηγεί και την πιο «αυστηρή» θα λέγαμε στάση του προς τον εφεσείοντα. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά και αναφέρει το Δικαστήριο στην αξιολόγηση του μάρτυρα, όταν έδιδε τη μαρτυρία του ήταν διστακτικός να κατηγορήσει τον εφεσείοντα. Εκείνο, όμως, που είναι εμφανές καθ΄ όλη τη διάρκεια της δια ζώσης μαρτυρίας του, είναι το γεγονός ότι ο ίδιος, κατά τον επίδικο χρόνο, είχε το φόβο και την ανησυχία της υπόθεσης, έστω και εάν δημιουργήθηκε στην πορεία της σχέσης τους φιλία με τον εφεσείοντα. Μιλούσαν, όπως είπε, για την υπόθεση και ο εφεσείων του έλεγε συνέχεια ότι θα τον βοηθήσει.
Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι επανέλαβε αρκετές φορές ότι αναπτύχθηκε φιλία μεταξύ του και του εφεσείοντα, ο πυρήνας της μαρτυρίας του δεν αλλοιώθηκε, έτσι ώστε να θεωρηθεί λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι δεν έλεγε ψέματα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα, η σχέση των δύο ξεκίνησε μετά που ο ΜΚ5 συμφώνησε να συνεργαστεί με την Αστυνομία για τη σύλληψη του εγκέφαλου στην υπόθεση των ναρκωτικών. Η υπόθεση επικρέμμετο συνεχώς από πάνω του. Δεν συμφωνούμε με τον κ. Στεφάνου ότι, στη βάση της μαρτυρίας του, προκύπτει ότι η σχέση τους είχε εξελιχθεί σε φιλική και οικογενειακή και ότι τα όποια χρήματα που έδιδε σ΄ εκείνον και στην οικογένεια του ή άλλα δώρα ήταν ανεξάρτητα από την υπόθεση. Δεν μπορεί να υπάρξει αποσύνδεση της υπόθεσης με τα ποσά που έδιδε. Η μαρτυρία του συνάδει με την υπόλοιπη μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής και με τα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Εν πάση περιπτώσει, όπως ανέφερε και ενώπιον μας ο κ. Στεφάνου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι δόθηκαν τα χρήματα που αναφέρονται στις κατηγορίες.
Αναφορικά με τη μαρτυρία του ΜΚ1 είναι γεγονός ότι αυτός ανέφερε ότι κατέγραφε στην κατάθεση του ΜΚ5, ό,τι του ανέφερε ο ίδιος. Βεβαίως, όπως προέκυψε στη συνέχεια, τα Ελληνικά του ΜΚ5 δεν ήταν καλά και το Δικαστήριο εξέλαβε ότι αυτά που κατέγραψε ήταν αυτά που του ανέφερε ο ΜΚ5 «προφανώς αποτυπώνοντας τη σημασία τους με τη δική του φρασεολογία». Όπως προκύπτει τόσο από το έντυπο των δύο καταθέσεων, η κατάθεση διαβάστηκε στον παραπονούμενο και την υπέγραψε ως ορθή και, επίσης, έγινε αποδοχή του περιεχομένου τους από το ΜΚ5, κατά την κυρίως εξέτασή του.
Το γεγονός ότι ο εφεσείων αθωώθηκε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο για την κατηγορία του εκβιασμού δεν καθιστά λανθασμένη την αξιολόγηση του ΜΚ5. Προφανώς, ακριβώς επειδή στην προφορική του μαρτυρία δεν έκανε αναφορά σε εκβιασμό εκ μέρους του εφεσείοντα, δεν μπορούσε εξ αντικειμένου να προωθηθεί η κατηγορία αυτή.
Η ενοχή ενός κατηγορούμενου πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι αρχές που διέπουν το θέμα παρατίθενται, ορθά κατά την άποψή μας, στο διάγραμμα αγόρευσης του κ. Στεφάνου. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Woolmington v. DPP [1935] AC 462, η οποία υιοθετήθηκε από τα Κυπριακά Δικαστήρια, δεν εναπόκειται στον κατηγορούμενο να αποδείξει την αθωότητά του, αλλά στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την ενοχή του. Όπως υπάρχει μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, μπορεί να υπάρχει και μαρτυρία που δόθηκε από τον κατηγορούμενο και που μπορεί να προκαλέσει αμφιβολία για την ενοχή του. Και στις δύο περιπτώσεις ο κατηγορούμενος δικαιούται το ευεργέτημα της αμφιβολίας.
Ο όρος «λογική αμφιβολία» υποδηλώνει πραγματικά και ουσιαστικά ερωτηματικά που αφήνουν το Δικαστήριο σε αμφιταλάντευση. Όπως τέθηκε στην υπόθεση McGreevy v. D.P.P. [1973] 1 WLR 276 και υιοθετήθηκε στη Vrakas a.o. v. The Republic (1973) 2 CLR 139, η μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύει την αλήθεια του γεγονότος σε βαθμό λογικής και ηθικής (moral) βεβαιότητας. Μιας βεβαιότητας που πείθει και καθοδηγεί την αντίληψη και ικανοποιεί τη δικαιολογημένη κρίση.
Εάν, μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο καταλήξει μόνο σε συμπέρασμα υποψίας ή απλής πιθανολόγησης, το Δικαστήριο οφείλει να αθωώσει τον κατηγορούμενο.
Στην παρούσα περίπτωση, αποτελεί εισήγηση του εφεσείοντα ότι η ποιότητα της μαρτυρίας του ΜΚ5 και των υπόλοιπων μαρτύρων θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο τουλάχιστον σε αμφιβολίες ως προς τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων. Αμφισβητούνται, επίσης, τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των γεγονότων.
Με όλο το σεβασμό, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου. Επαναλαμβάνουμε ότι η σχέση μεταξύ του παραπονούμενου και του κατηγορούμενου ξεκίνησε όταν ο ΜΚ5 ήταν κατηγορούμενος σε υπόθεση ναρκωτικών και ο εφεσείων μέλος της ΥΚΑΝ που εξέταζε την υπόθεση. Δέχθηκε ο ΜΚ5 να συνεργαστούν, με στόχο να συλληφθεί ο έμπορας των ναρκωτικών, με την υπόσχεση ότι ο εφεσείων θα προσπαθούσε να αναστείλει την υπόθεση που αντιμετώπιζε ο ΜΚ5 και να χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Αυτό το γεγονός, το οποίο αποτελεί κοινό έδαφος, καθόριζε τη σχέση τους καθ΄ όλο τον επίδικο χρόνο όταν δίδονταν στον εφεσείοντα και στα μέλη της οικογένειάς του τα διάφορα χρηματικά ποσά και άλλα δώρα. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι υπήρχαν συναντήσεις μεταξύ των δύο καθ΄ όλο αυτό το χρονικό διάστημα όπου συζητούσαν την υπόθεση του ΜΚ5. Είναι, επίσης, σημαντικό να λεχθεί ότι τα γεγονότα διαδραματίστηκαν σε ένα χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουλίου 2012 και αρχές του 2013, ενώ εκκρεμούσε η ποινική υπόθεση εναντίον του παραπονούμενου. Η γνωριμία ξεκίνησε λόγω της υπόθεσης και δεν πέρασε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που να δικαιολογούσε την παροχή τέτοιων χρηματικών ποσών και με τέτοια ευκολία σε κάποιο άτομο που γνωρίζεις, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Η φύση της γνωριμίας και η εκκρεμότητα της υπόθεσης δεν αφήνουν περιθώρια για άλλες εξηγήσεις. Ούτε συμφωνούμε με τη θέση που προώθησε ο κ. Στεφάνου ότι δεν εξέτασε το Δικαστήριο εάν ήταν ο παραπονούμενος που πρόσφερε τα διάφορα ποσά χρημάτων και τα δώρα με στόχο να έχει ευχαριστημένο τον εφεσείοντα. Όπως προκύπτει από την αποδεκτή μαρτυρία, είναι ο εφεσείων που ζητούσε τις διάφορες χρηματικές διευκολύνσεις και, μάλιστα όντας μέλος της Αστυνομικής Δύναμης για τόσα χρόνια, όφειλε να γνωρίζει ότι δεν μπορεί να έχει τέτοιου είδους δοσοληψίες με κατηγορούμενο σε υπόθεση που διερευνούσε ο ίδιος. Συνεπώς, δεν αφήνεται καμία λογική αμφιβολία ότι ο εφεσείων είχε το ανάλογο mens rea.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα έγινε με διαφορετικό μέτρο κρίσης από αυτή που εφαρμόστηκε στην περίπτωση του παραπονούμενου, εισηγείται ο εφεσείων. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα της απόφασης που αφορά στην αξιολόγηση του εφεσείοντα:
« .Από την άλλη ο Κατηγορούμενος ενόρκως έδωσε μια εξήγηση στην οποία υπάρχει ανακολουθία ιδιαίτερα ενόψει και της ιδιότητας του και της κατάθεσής του Τεκμήριο 18. Υποστήριξε ότι τα λεφτά για τα νοσήλια τα είχε δανειστεί και τα είχε επιστρέψει στον Παραπονούμενο. Σημειώνεται ότι η αρχική θέση του, υποβλήθηκε και στον Παραπονούμενο κατά την αντεξέτασή του, ήταν ότι ο Παραπονούμενος ήθελε να χρησιμοποιήσει την κάρτα του την οποία δεν χρησιμοποιούσε και για να τα πιάσει μετρητά. Η εκδοχή του αυτή καταρρίπτεται αφού προκύπτει από τα Τεκμήρια 19 και 20 ότι όχι μόνο χρησιμοποιείτο η πιστωτική του κάρτα αλλά είχε και καθημερινές συναλλαγές ενώ ο λογαριασμός της εταιρείας του είχε πιστωτικό υπόλοιπο της τάξεως των € 8.092,19- κατά την μέρα πληρωμής της πολυκλινικής. Επιπρόσθετα ο ίδιος είχε μιλήσει, ότι είχε επιστρέψει στον Παραπονούμενο, ένα ποσό της τάξεως των €2.320,69- ενώ από την προσκομισθείσα και από κοινού αποδεκτή μαρτυρία διαφάνηκε ότι το ποσό που είχε καταβληθεί στην Πολυκλινική «Υγεία» από τον Παραπονούμενο ανερχόταν στις €1.396,99-.
Ισχυρίστηκε άγνοια για το έμβασμα στο όνομα της κόρης του Π.. Δεν μπορεί ο ίδιος να θεωρεί ότι η εκδοχή του, ότι δεν γνώριζε για το έμβασμα των £10.000- στην κόρη του Π., μπορεί να γίνει πιστευτή. Δεν μπορεί να αναμένει ότι το Δικαστήριο θα αποδεχθεί την θέση ότι ενώ ήταν μάρτυρας κατηγορίας σε σοβαρή υπόθεση ναρκωτικών αποδεχόταν να λαμβάνει δανεικά, να εμβάζει, ο Κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση, στο λογαριασμό της κόρης του λεφτά, να πληρώνει για εισιτήριο για την άλλη του κόρη, να εργοδοτεί μια εκ των κόρων του και γενικά να κάνει δώρα και να έχουν ιδιαίτερες φιλίες ενώ η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Δεν μπορώ να αποδεχθώ την θέση του, η οποία καταρρίπτεται από την πραγματική μαρτυρία αλλά και τις ίδιες τις ημερομηνίες που είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα. Ακόμη και για τα δώρα, τα μεγάφωνα και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ως εκ της θέσης του όφειλε είτε να μην τα αποδεχθεί είτε να επιβάλλει στις κόρες του να τα επιστρέψουν. Όμως δεν το έπραξε και συνέχιζε, ενώ εκκρεμούσε η ποινική υπόθεση εναντίον του xxx Παναγιώτου, να έχει στενή επαφή μαζί του, να συναντάται κοινωνικά μαζί του στο σπίτι του και να συνευρίσκεται σε εστιατόρια μαζί του.»
Δεν κρίνουμε ότι υπάρχει σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ούτε αντιστρατεύεται στη λογική. Δίδεται εξήγηση από το Δικαστήριο για ποιο λόγο δεν έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία του και το συμπέρασμα είναι εύλογο στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Π. Βρυώνη, ενώ έδωσε μαρτυρία ως προς τον τρόπο που πληρώθηκε για την προσφορά των υπηρεσιών της στον ΜΚ5 και υπήρχε αλληλουχία στη μαρτυρία της ως προς τη γραπτή της κατάθεση.
Η εφεσίβλητη, από την άλλη, με παραπομπές στα πρακτικά, δικαιολογεί τους προβληματισμούς του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Όσο αφορά την μαρτυρία της κόρης του Π. Βρυώνη, Μ.Υ.2, έχει νομολογηθεί ότι στις περιπτώσεις όπου οι μάρτυρες έχουν στενή συγγενική, φιλική ή επαγγελματική σχέση μεταξύ τους ή με τον κατηγορούμενο το Δικαστήριο οφείλει να είναι προσεκτικό στην πραγμάτευση της μαρτυρίας τους, έχοντας υπόψη ότι, από μόνη της, μια τέτοια σχέση δεν μπορεί, στη συνήθη ροή των πραγμάτων, να αποτελέσει εύλογη βάση αμφισβήτησης της αξιοπιστίας τους (βλ. Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 385, 395 - 398, Σάββα ν. Κυριακίδη(2008) 1(Α) ΑΑΔ 83, 93-94). Όμως, μπορεί να αποβεί κρίσιμη αναλόγως των συνθηκών της κάθε περίπτωσης (βλ. Χαμπή ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 70 στις σελίδες 77-78 και Γεωργίου ν. Δημητριάδου (2011) 1(Α) ΑΑΔ 273, 278).
Η εκδοχή της Π. Βρυώνη, Μ.Υ.2, καταρρίπτεται από την πραγματική μαρτυρία. Σύμφωνα με την μαρτυρία η Π. Βρυώνη είχε εργοδοτηθεί περί τα τέλη Ιουνίου 2012 και λίγες μέρες μετά, στις 03/07/2012, Τεκμήριο 20, ο Παραπονούμενος, μέσω της εταιρείας του LAMDA, είχε εμβάσει στο λογαριασμό της το ποσό των £10.000 (STG) χωρίς καν να εργαστεί ως προκαταβολική πληρωμή των μισθών της χωρίς να ξέρει αν θα παρέμενε στην εργασία της για όλη την περίοδο και έχοντας η ίδια δηλώσει ότι θα έφευγε τον Μάρτιο. Η εκδοχή αυτή είναι το λιγότερο εξωπραγματική. Το ίδιο ισχύει και για το εισιτήριο που είχε εκδοθεί για την Α. Βρυώνη και είχε πληρωθεί από τον Παραπονούμενο. Σύμφωνα με τα δικά της λεχθέντα γνώριζε πολύ καλά να χειρίζεται ηλεκτρονικούς υπολογιστές οπόταν γιατί είχε ζητήσει από τον Παραπονούμενο να το εκδώσει αφού μπορούσε να το εκδώσει η ίδια και είχε και τους οικονομικούς πόρους να το πράξει αφού ήταν ανεξάρτητη οικονομικά. Ερωτηματικά εγείρονται και σε σχέση με τον μισθό της αφού κατά την κρίση, το 2013, χωρίς οποιοδήποτε ιδιαίτερο προσόν η ίδια ισχυρίστηκε ότι πληρωνόταν ως μηνιαίο μισθό €1.800-.»
Θεωρούμε τους προβληματισμούς του Δικαστηρίου εύλογους και δεν κρίνουμε ότι θα μπορούσε να υπάρξει παρέμβαση του Εφετείου στην κρίση αξιοπιστίας της ΜΥ2. Το ίδιο κρίνουμε και για τη ΜΥ1 η ουσία της μαρτυρίας της οποίας περιοριζόταν στον τρόπο καταβολής του μισθού των υπαλλήλων του ΜΚ5. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία της εφόσον η ίδια δεν ήταν υπεύθυνη του μισθολογίου και επιπρόσθετα η θέση της ότι πολλά μεσημέρια η ΜΥ2 έτρωγε με τον ΜΚ5 καταρρίφθηκε από τη μαρτυρία της ΜΥ2.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Έφεση 92/2017 κατά της ποινής
Η εφεσείουσα προβάλλει ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο στις κατηγορίες 2, 7 και 27 ήταν έκδηλα ανεπαρκής στη βάση της φύσης και της σοβαρότητας των διαπραχθέντων αδικημάτων, της μέγιστης ποινής που προβλέπει ο νομοθέτης για τέτοιου είδους αδικήματα που ανέρχεται σε φυλάκιση μέχρι 7 χρόνια ή πρόστιμο μέχρι €100,000 ή και τις δύο ποινές, και της ανάγκης για πρόληψη και αποτροπή. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθοδηγήθηκε ορθά αναφορικά με τους παράγοντες που έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, δίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα την πλήρη εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής και του σκοπού του νόμου. Προσβάλλεται, συναφώς, ως λανθασμένη και η αναστολή της επιβληθείσας ποινής.
Από την άλλη, ο κ. Στεφάνου, αφού ανέλυσε τις αρχές που διέπουν τις εφέσεις κατά της ποινής, εισηγήθηκε ότι στην παρούσα περίπτωση ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, καθώς είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία τα οποία δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή και δεν προέβη σε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Η αποτρεπτικότητα που εισηγείται η πλευρά της εφεσείουσας δεν επηρεάζεται από την αναστολή της ποινής φυλάκισης, εφόσον η ποινή φυλάκισης με αναστολή παραμένει και αποτελεί ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς. Με αναφορά στις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι, στη βάση του λευκού ποινικού μητρώου του εφεσείοντα, της ηλικίας του (56 ετών), της συνεργασίας του με τις αστυνομικές αρχές, του γεγονότος ότι αντιμετωπίζει πειθαρχική υπόθεση με πιθανότητα απόλυσης του και θα πρέπει να αναζητήσει εργασία για να συνεχίσει να συντηρεί την οικογένεια του, ενώ η σύζυγος του είναι άνεργη και γενικά τις προσωπικές του συνθήκες και περιστάσεις, όπως εξετέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η αναστολή της ποινής φυλάκισης ήταν ορθή και δίκαια. Τονίστηκε, επίσης, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων, η οποία θα πρέπει να προσμετρήσει υπέρ και όχι εναντίον του εφεσίβλητου, αφού τα αίτια της καθυστέρησης δεν βαρύνουν τον ίδιο. Ακόμα και σε περίπτωση κατά την οποία θεωρηθεί ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο δεν ήταν ορθή, ένεκα της αναστολής, το Εφετείο δεν θα πρέπει να διατάξει άμεση εκτέλεση της ποινής φυλάκισης, εισηγήθηκε ο συνήγορος. Τόσο ο εφεσίβλητος, όσο και η οικογένειά του, έχουν υποστεί και συνεχίζουν να υφίστανται τις συνέπειες της καταδίκης του. Η θυγατέρα του, η οποία βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Ιατρικής στη Γερμανία, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές της, καθότι λόγω της καταδίκης δεν μπορούσε να τη στηρίξει οικονομικά. Ο εφεσίβλητος βρίσκεται σε διαθεσιμότητα λόγω της καταδίκης του και λαμβάνει το ήμισυ του μισθού του και, ενώ δικαιούτο σε προαγωγές οι οποίες αφορούσαν έτη πριν τα συμβάντα, δεν τον έχουν καλέσει ούτε καν σε συνέντευξη από το 2015.
Εξετάζοντας τα προαναφερθέντα και τη σχετική επιχειρηματολογία υπέρ και εναντίον της έφεσης για την ποινή, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, έλαβε υπόψη κάθε δυνατό παράγοντα: αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων ως προκύπτει, τόσο από το ύψος της ποινής που προβλέπει ο νομοθέτης, όσο και από τη φύση των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος, καθώς και την αυξητική τάση στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων, όπως διαφαίνεται από τον αριθμό των υποθέσεων που έχουν πρόσφατα τεθεί ενώπιον των Δικαστηρίων, αφετέρου και προς όφελος του εφεσίβλητου έλαβε υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο, τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, την κατάσταση της υγείας του και τις συνέπειες της καταδίκης του σε σχέση με την εργασία του, λόγω πειθαρχικής δίωξης που αντιμετωπίζει. Συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών στην κάθε μία από τις κατηγορίες 2, 7 και 27 και δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες, ενόψει του ότι τα γεγονότα τους εμπεριέχονται ή είναι στενά συνυφασμένα με τα γεγονότα των κατηγοριών 2, 7 και 27. Στη συνέχεια, εξέτασε την εισήγηση της υπεράσπισης για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης και αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής έκτισης των ποινών για περίοδο τριών ετών στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Όσον αφορά τις προσωπικές του περιστάσεις και ιδιαίτερα τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει σε συνάρτηση με τις δυσμενείς επιπτώσεις άμεσης ποινής φυλάκισης, θεωρώ ότι και αυτές, χωρίς να εξετάζονται αποσπασματικά και ανεξάρτητα από τις άλλες περιστάσεις της υπόθεσης, εντασσόμενες και επανεξεταζόμενες στο παρόν στάδιο είναι τέτοιου είδους και/ή αρκετές ώστε να δικαιολογείται ταυτόχρονα και η αναστολή της φυλάκισης. Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις σε σχέση με τον Κατηγορούμενο ήτοι το λευκό του ποινικό μητρώο, η ηλικία του, η κατάσταση της υγείας του, οι δυσμενείς συνέπειες στην οικογένεια και τα παιδιά του, το γεγονός ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης θα έχει ως συνέπεια την απώλεια της εργασίας του και των εισοδημάτων του, η πορεία του στο Αστυνομικό Σώμα αλλά και ο πρότερος έντιμος βίος του συνηγορούν στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που του έχει επιβληθεί. Το Δικαστήριο θα του παραχωρήσει μια δεύτερη ευκαιρία και στο χέρι του είναι να την αξιοποιήσει.»
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής έχουν συνοψιστεί στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Ανδρέας Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017 κ.ά., ημερομηνίας 15.12.2017, ως ακολούθως:
««Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν.Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.»»
Η σοβαρότητα των αδικημάτων, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσίβλητος, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει τόσο από το ύψος της ποινής που προβλέπει ο νομοθέτης, όπου για τα αδικήματα του δεκασμού, που αφορά η παρούσα έφεση, με βάση το άρθρο 100 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι επτά έτη ή πρόστιμο μέχρι €100.000 ή και στις δύο ποινές, όσο και από τη φύση των αδικημάτων.
Η νομολογία σταθερά τονίζει ότι η διάπραξη τέτοιων αδικημάτων πλήττει καίρια την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, με την ανάγκη να προβάλλει κυρίαρχη η αποτροπή για προστασία του κοινωνικού συνόλου (βλ. Γεώργιος Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις 125/2017 κ.ά., ημερομηνίας 26.4.2018, Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/15, ημερομηνίας 25.11.2016), ECLI:CY:AD:2016:B534. Η δε έξαρση που διαπιστώνεται στη διάπραξη τέτοιου είδους αδικημάτων επιβάλλει την επιβολή αυστηρών ποινών, όπως άλλωστε έχει τονίσει και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Από την άλλη, η αναγκαία εξατομίκευση, ώστε να διασυνδέεται η ποινή με τις ιδιάζουσες περιστάσεις του δράστη, δεν ατονεί ακόμα και σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση απ΄ όπου προκύπτει ότι αυτός είναι ηλικίας 56 ετών, προέρχεται από φτωχή και πολυμελή οικογένεια της Πάφου και σε ηλικία 22 ετών, μετά που υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία είχε προσληφθεί στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου. Είναι νυμφευμένος και πατέρας τεσσάρων ενήλικων θυγατέρων, οι οποίες διαμένουν στην πατρική κατοικία και είναι εξαρτώμενες από τον ίδιο. Διαμένει από το γάμο του στην κοινότητα Πυργών, όπου αποτελεί δραστήριο μέλος και προς τούτο δόθηκε σχετικό έγγραφο από τον ιερέα της κοινότητας με αναφορά στη διαχρονική, κοινωνική του προσφορά. Η πορεία του στην Αστυνομική Δύναμη καταγράφεται σε σχετικό έγγραφο που προσυπέγραψε ο Διοικητής της ΥΚΑΝ. Ο εφεσίβλητος πάσχει από υπνο-απνοϊκό σύνδρομο, το οποίο του προκαλεί έλλειψη ύπνου και οδηγεί σε κόπωση. Το 2010 είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου και είχε υποβληθεί σε επέμβαση, όπου του είχαν τοποθετηθεί τρία στεν. Από το 2012 έχει διαγνωστεί ότι πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη. Ο εφεσείων αντιμετωπίζει την Πειθαρχική Υπόθεση 2/2013 στην οποία με βάση τη σχετική νομοθεσία και κανονισμούς δυνατόν να του επιβληθεί ποινή απόλυσης, παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής.
Υπό το φως των ανωτέρω, δε διακρίνουμε η ποινή των δύο ετών φυλάκισης να είναι έκδηλα ανεπαρκής ή να είναι προϊόν λανθασμένης εφαρμογής των δικαιικών αρχών που διέπουν τα της ποινής.
Υπενθυμίζεται ότι το ζητούμενο δεν είναι κατά πόσο ένα άλλο Δικαστήριο ή το ίδιο το Εφετείο αν έπρεπε να επιβάλει ποινή σε περίπτωση ανατροπής αθωωτικής απόφασης θα επέβαλλε μεγαλύτερης διάρκειας ποινή φυλάκισης. Το ερώτημα εξαντλείται στο αν η πρωτόδικη κρίση επί της ποινής ήταν εξ αντικειμένου εκδήλως ανεπαρκής ή σ΄ αυτήν εμφιλοχώρησε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Ούτε, όμως, το ένα, ούτε το άλλο διαπιστώνεται να συντρέχει στην παρούσα υπόθεση.
Πέραν των ανωτέρω, παραπονείται ο εφεσείων ως προς την κρίση του Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης.
Ο περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε αρχικά με το Ν.41(Ι)/1997, ο οποίος περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης, ακολούθως, όμως, τροποποιήθηκε με το Ν.186(Ι)/2003, ώστε να παρέχεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου.
Το θέμα της αναστολής παραμένει πρωτίστως εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στα πλαίσια αυτά, το Δικαστήριο οφείλει να συνυπολογίσει όλους τους παράγοντες, έχοντας υπόψη την εγκληματική συμπεριφορά του αδικοπραγούντος από τη μια και τις προσωπικές του περιστάσεις από την άλλη.
Η ευχέρεια που παρέχει ο Νόμος για αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι ευρεία, με το εκδικάζον Δικαστήριο να έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930), περιλαμβανομένης της επιλογής για αναστολή της εκτέλεσής της. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει, εκτός αν αυτό έχει υποπέσει σε λανθασμένη κρίση στη βάση της λογικής και των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας, (Δημοκρατίας ν. Παναγιώτη Κυριάκου Ποιν. Έφ. 168/2016, ημερομηνίας 19.4.2018, Κ.Π. ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 207/13, ημερομηνίας 25.6.2014), ECLI:CY:AD:2014:B426
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά που αποφάσισε να επιβάλει στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δύο ετών, έλαβε υπόψη κάθε σχετικό παράγοντα σε μία εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων και των προσωπικών του συνθηκών. Στα πλαίσια αυτά έκρινε ότι η ηλικία του εφεσείοντα, το λευκό του ποινικό μητρώο, η κατάσταση της υγείας του, καθώς και οι δυσμενείς επιπτώσεις στην οικογένεια και τα παιδιά του, το γεγονός ότι η επιβολή ποινή φυλάκισης θα έχει ως συνέπεια την απόλυση από την εργασία του και τον πρότερο έντιμο βίο του στην ΥΚΑΝ, δικαιολογείτο να του παραχωρηθεί μία δεύτερη ευκαιρία. Οι επιπτώσεις στην οικογένεια του δράστη δεν είναι άνευ σημασίας. Ο αντίκτυπος της καταδίκης, πέραν της ψυχολογικής αστάθειας που φυσιολογικά επέρχεται στη συνοχή της οικογένειας και των μελών της, εδώ είχε και πρακτικό αποτέλεσμα που επηρέασε ανεπανόρθωτα τη θυγατέρα του, φοιτήτρια ιατρικής και, μάλιστα, σε προχωρημένο έτος, η οποία αναγκάστηκε να διακόψει τις περαιτέρω σπουδές της.
Στο στάδιο αυτό το Εφετείο καλείται να επανεξετάσει την ορθότητα της αναστολής της ποινής όπου όλες οι περιστάσεις της υποθέσεις και οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου επαναξιολογούνται. Σε αυτά τα πλαίσια δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι ο χρόνος που διέρρευσε από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης μέχρι σήμερα, είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των οικογενειακών και προσωπικών συνθηκών του εφεσιβλήτου. Το στοιχείο αυτό έχει τη δική του επίδραση στο στάδιο αυτό, επί του ζητήματος της αναστολής.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, η επιλογή του Δικαστηρίου να προχωρήσει με αναστολή της ποινής δεν ήταν εσφαλμένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε το ευεργέτημα να βιώσει την όλη υπόθεση, από την αρχή μέχρι το τέλος. Είχε δει και κρίνει τον εφεσείοντα καθόλη τη διάρκεια της δίκης. Θεώρησε ότι έπρεπε να δοθεί δεύτερη ευκαιρία, όχι από την άποψη της επιλογής της ποινής, αλλά της έκτισής της. Έκρινε, με άλλα λόγια, ότι η τιμωρία των δύο ετών φυλάκισης, με όλες τις συνέπειες, ήταν επαρκής για το συγκεκριμένο κατηγορούμενο και δεν χρειαζόταν η άμεση έκτισή της. Ήταν μία επιτρεπόμενη οριακά επιλογή στην οποία δεν εμφιλοχώρησε οποιοδήποτε λάθος αρχής.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ