ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B331
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 223/2014
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
19 Ιουλίου, 2019
xxxx ΣΠΥΡΟΥ
Εφεσείοντας
και
xxxx Α. ΞΕΝΗ
Εφεσίβλητη
***************************
Αίτηση ημερομηνίας 22/12/2015
*********************
Γιολάντα Ζαχαρίου (κα), Για τον Εφεσείοντα
Κωνσταντίνος Χριστοφόρου για Χριστάκη Κωνσταντίνου, Για την Εφεσίβλητη
*******************************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Στην Ποινική Έφεση Αρ. 223/2014 εκδόθηκε στις 11/11/2015, ECLI:CY:AD:2015:B742 τελική απόφαση από το Εφετείο, υπό διαφορετική σύνθεση, με την οποία η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης. Με την απόφαση αυτή επικυρώθηκε ουσιαστικά η πρωτόδικη απόφαση δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε το κατηγορητήριο στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση Αρ. 22114/2011 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας λόγω του «καταχρηστικού χαρακτήρα», που είχε ως αποτέλεσμα την αθώωση και απαλλαγή της εφεσίβλητης/κατηγορουμένης από την κατηγορία που αντιμετώπιζε. Με την πιο πάνω Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση η εφεσίβλητη διώκετο για το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία, κατά παράβαση του άρθρου 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. Μετά το πέρας της μαρτυρίας από πλευράς Εφεσείοντα/Αιτητή, το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα είχε θέσει θέμα κατάχρησης της διαδικασίας καθώς και έκδοσης της επιταγής προς το σκοπό πληρωμής οφειλής σχετιζόμενης με συναλλαγή ή πράξη αντίθετης με τα χρηστά ήθη (άρθρο 305 Α(6) του ΚΕΦ. 154) εξού και απέρριψε το κατηγορητήριο.
Με την παρούσα αίτηση ο πρώην εφεσείων/αιτητής ζητά τα εξής:
«Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την επαναφορά της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό έφεσης, με σκοπό να τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου.
Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάζεται η ακύρωση της εκδοθείσας, στην υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό έφεση, απόφασης ημ. 11/11/2015.
Γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάζεται να τεθεί η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό έφεση ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας για εκδίκαση.
Δ) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάζεται το επανάνοιγμα της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό έφεσης, με σκοπό να τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας.
Ε) Οποιαδήποτε περαιτέρω και/ή ορθή και/ή καλύτερη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει ορθή και δίκαιη.
ΣΤ) Έξοδα και Φ.Π.Α.»
Η Αίτηση βασίζεται επί του Περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 όπως τροποποιήθηκε, επί του περί Ιδιωτικών Ποινικών Υποθέσεων και Εφέσεων (Δικηγορική Αμοιβή) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2004 (Αρ. 3/2004), επί του περί Ποινικών Εφέσεων (Διαγράμματα Αγορεύσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999 (Αρ. 2/1999) όπως τροποποιήθηκε, επί του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας Άρθρα 28, 30.2, 30.3, 35, επί του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επί των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης και επί της σχετικής νομολογίας και των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση εκτίθενται στην επισυνημμένη στην αίτηση Ένορκη Δήλωση του Αιτητή, ημερ. 22/12/2015 και στην συμπληρωματική του ίδιου, ημερ. 4/5/2018, που καταχωρήθηκε κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου ημερ. 24/4/2018.
Πολύ συνοπτικά στις Ενόρκους Δηλώσεις του ο Αιτητής αναφέρει ότι στις 19/12/2011 καταχώρησε Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης για πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία, η οποία απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Ο κύριος λόγος απόρριψης ήταν η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ενόψει του γεγονότος ότι η επιταγή εκδόθηκε ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή του Αιτητή στην σκόπιμη μεθόδευση παραμερισμού του διατάγματος εκκαθάρισης της εταιρείας «The Scanner Unithome Office Center Ltd» το οποίο είχεν εκδοθεί νομίμως και κανονικώς. Η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση εφεσιβλήθηκε, κατόπιν σχετικής άδειας από το Γενικό Εισαγγελέα, στις 9/10/2014 και το Εφετείο στις 11/11/2015 εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφαση του με την οποία απέρριψε την έφεση επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση. Είναι εισήγηση του Αιτητή ότι η απόφαση του Εφετείου είναι λανθασμένη, παραβιάζει κατάφωρα τις αρχές της δίκαιης δίκης και τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, είναι παντελώς αναιτιολόγητη, δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία και τα ευρήματα και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Με παραπομπές στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και ιδιαίτερα σε αποσπάσματα της μαρτυρίας του ιδίου, ο Αιτητής υποβάλλει ότι τίποτε δεν ανέφερε που να καταδεικνύει την ύπαρξη συμφωνίας να προβεί σε ψευδή δήλωση, όπως του καταλογίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Εκείνο που συνέβη είναι ότι του είχε δημιουργηθεί μια σοβαρή αμφιβολία ως προς την ορθότητα της επίδοσης της αίτησης για εκκαθάριση της εταιρείας, ενώ το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο ίδιος πίστευε ότι η επίδοση ήταν καλή. Προβάλλει περαιτέρω θέμα περί αναιτιολόγητης απόφασης, εφόσον δεν βασίζεται σε μαρτυρία που να καταδεικνύει μεμπτή συμπεριφορά από πλευράς του, ενώ το εύρημα του Δικαστηρίου ότι είχε εμπλακεί σε συμπαιγνία με την πρώην εφεσίβλητη προς το σκοπό ακύρωσης ενός καθόλα νομότυπα εκδοθέντος διατάγματος διάλυσης εταιρείας, ήταν χωρίς πραγματικό υπόβαθρο. Παρουσιάζει δε και άλλα στοιχεία που κατ' ισχυρισμό προβάλλουν μια αναιτιολόγητη απόφαση η οποία δεν στηρίζεται σε μαρτυρία, που σίγουρα παραβιάζει τις αρχές της δίκαιης δίκης.
Με τη συμπληρωματική του Ένορκη Δήλωση ο Αιτητής προβάλλει επίσης θέμα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και ότι υπήρξε κακοδικία εφόσον, όπως πληροφορήθηκε εκ των υστέρων, η εταιρεία J.C. Haggipavlou & Sons Ltd που ήταν οι πελάτες του και οι Αιτητές στην Αίτηση για εκκαθάριση της εταιρείας Scanner, ανέθεσαν υποθέσεις στον υιό του Δικαστή Λ.Π., ενός εκ των μελών του Εφετείου και ο συγγράψας την απόφαση, ο οποίος προέβη σε διάφορες κατ' ισχυρισμό δηλώσεις κατά την ακρόαση, δημιουργώντας έτσι μια ανησυχία στο διάδικο ως προς το χειρισμό της έφεσης.
Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της πρώην εφεσίβλητης/κατηγορούμενης η οποία προβάλλει 14 λόγους, που αναφέρονται κυρίως στο ότι η αίτηση παραβιάζει αρχές του Συντάγματος και του δεδικασμένου, πρόνοιες της νομοθεσίας, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, είναι εκδικητική, κακόπιστη, καθυστερημένη κ.ά. Συνοδεύεται δε από την Ένορκη Δήλωση της ίδιας της Καθ' ης η Αίτηση ημερ. 19/6/2018, στην οποία επαναλαμβάνει ουσιαστικά τους λόγους ένστασης, δίνοντας έμφαση στο απαράδεκτο της αίτησης που στην ουσία συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και στο ότι είναι αχρείαστη και θα προκαλέσει περαιτέρω καθυστέρηση. Σ' ό,τι αφορά δε την κατ' ισχυρισμόν εμπλοκή του Δικαστή Λ.Π. είναι η θέση της ότι κατ' ουδένα λόγο η συμμετοχή του ως μέλος του Εφετείου προκάλεσε οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων του Αιτητή για δίκαιη δίκη, ως η εισήγηση από πλευράς του Αιτητή.
Στην γραπτή αγόρευση της η δικηγόρος του Αιτητή εισηγείται ότι η περίπτωση του Αιτητή, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης του, είναι εξ εκείνων των περιπτώσεων που διαπιστώνεται παραβίαση βασικών συνταγματικών του δικαιωμάτων, όπως αυτό της δίκαιης δίκης.
Υποβάλλει δε, παραπέμποντας σε σημεία των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας και σε νομολογία (βλ. Charilaou Bros Ltd v. Magnior Ltd κ.ά., Ποιν. Έφ. 70/2014, ημερ. 20/5/2015, Ρόναλτ Γουότς κ.ά. ν. Γιάννη Λαούρη κ.ά, Πολ. Έφ. 319/2008 ημερ. 7/7/2014, ECLI:CY:AD:2014:A474 κ.ά.) ότι ενώ τέθηκαν κατά την ακρόαση της Ποινικής Υπόθεσης πρωτόδικα διάφορα θέματα, δεν έτυχαν καμιάς ουσιαστικής εξέτασης, παρά μόνο το Δικαστήριο ασχολήθηκε αυτεπάγγελτα με το θέμα της καταχρηστικής διαδικασίας και προχώρησε σε απόρριψη της υπόθεσης. Σ' ό,τι αφορά την εισήγηση περί παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, πρόβαλε τη θέση ότι ο υιός του Δικαστή Λ.Π., ήταν «ανταγωνιστής», επαγγελματικά φυσικά, με τον Αιτητή και τυχόν αποτυχία του Αιτητή στο χειρισμό της Ποινικής Υπόθεσης θα έδιδε προβάδισμα στον υιό του Δικαστή, στα μάτια των πελατών του.
Από την άλλη, στη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος της Καθ' ης η Αίτηση υποστήριξε πλήρως τόσο την πρωτόδικη όσο και την κατ' έφεση διαδικασία και τις αντίστοιχες αποφάσεις, τονίζοντας ότι η απόφαση του Εφετείου ήταν τελεσίδικη και αμετάκλητη και δεν δικαιολογείται το επανάνοιγμα της έφεσης.
Εκείνο που αναδύεται από τις θεραπείες που ζητούνται με την υπό κρίση αίτηση, οι οποίες δεν είναι συνταγμένες ή διατυπωμένες με τον καλύτερο τρόπο, είναι η ακύρωση της απόφασης του Εφετείου ημερ. 11/11/2015 και η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στον Αιτητή να θέσει την επιχειρηματολογία του επί της ουσίας της έφεσης ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προς το σκοπό ανατροπής της πρωτόδικης απόφασής με την οποίαν απορρίφθηκε η Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση Αρ. 22114/2011. Το αίτημα του για επανάνοιγμα της έφεσης στηρίζεται ουσιαστικά σε δύο άξονες. Ο ένας αναφέρεται στο λανθασμένο της πρωτόδικης απόφασης και εκείνης του Εφετείου για τους λόγους που εισηγείται, και ο άλλος για παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Ως προς την τελεσιδικία των αποφάσεων του Εφετείου σχετική είναι η πρόσφατη υπόθεση xxxx Ποιηταρίδη ν. Anopa Investments Ltd, Πολ. Έφ. 260/2011, ημερ. 21/12/2018, στην οποίαν επιχειρήθηκε με αίτηση η τροποποίηση της απόφασης του Εφετείου, κάτω από το μανδύα διόρθωσης της απόφασης. Το Εφετείο με την απόφαση της Πλειοψηφίας, κατόπιν ανασκόπησης της νομολογίας για το θέμα, αποφάσισε τα εξής:
«Οι αποφάσεις Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 Α.Α.Δ. 2023, αποτελούν ορισμένες από τις αυθεντίες όπου διακηρύσσεται η τελεσιδικία διά των αποφάσεων των Εφετείων. Η τριτοβάθμια δικαιοδοσία παραμένει θεσμός άγνωστος στο Νόμο και βρίσκεται έξω από το πλαίσιο της Κυπριακής έννομης τάξης. Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εφαρμόζεται εκεί και όπου διαφανεί ότι μια απόφαση, έστω σε επίπεδο Εφετείου, είναι άκυρη λόγω παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, όπως, για παράδειγμα, η διεξαγωγή δίκης στην απουσία ειδοποίησης διαδίκου περί της διαδικασίας. Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δυνατό το επανάνοιγμα της υπόθεσης και η αποκατάσταση της δικαιοσύνης, (Βογαζιανός ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2011) 1 Α.Α.Δ. 1577, Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδης (1968) 1 Α.Α.Δ. 295, κ.ά.). Το κατάλοιπο εξουσίας και η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχονται αρωγοί μόνο εκεί όπου η χρήση τους είναι αναγκαία για τη λειτουργία του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου. Και δεν μπορούν να δημιουργήσουν εκ του μηδενός νέες ατραπούς στο δίκαιο και μάλιστα θεμελιακές, (Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122 και Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235).»
Η ίδια αρχή είχεν τονιστεί και στην υπόθεση Παπαχριστοφόρου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. 331/2010, ημερ. 10/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:A394.
Από ανάγνωση της απόφασης του Εφετείου ημερ. 11/11/2015 διαφαίνεται ότι αυτό ασχολήθηκε εν εκτάσει με το θέμα της κατάχρησης της διαδικασίας, που ήταν και ο λόγος για τον οποίον το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση. Με αναφορά σε νομολογία (βλ. Διευθυντή Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, David Scattergood v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2005) 1 Α.Α.Δ. 142, Leonid Ivanov Spirier v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 100/2014 ημερ. 13/5/2014, ECLI:CY:AD:2014:A313 κ.ά.) το Εφετείο έκρινε ότι το θέμα που καλείτο να εξετάσει ήταν κατά πόσο η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενώπιον του ποινική διαδικασία, η οποία εκ πρώτης όψεως παρουσιάζεται ως μια συνήθης διαδικασία δίωξης, είχε «καταχρηστικό χαρακτήρα», διαπίστωση που οδήγησε σε απόρριψη της υπόθεσης. Αναφέρθηκε στη συνέχεια στις συνθήκες κάτω από τις οποίες τέθηκε θέμα κατάχρησης της διαδικασίας, καταγράφοντας μάλιστα στην απόφαση του και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων, όπως εξάγονταν από τη μαρτυρία του Αιτητή (παραπονούμενου) και του ΜΚ3. Κατέληξε δε ότι η πρωτόδικη Δικαστής ήταν ορθή ως προς την κρίση της για κατάχρηση της διαδικασίας.
Στο στάδιο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα όσα τέθησαν ενώπιον μας και καταλήξαμε ότι η πρωτόδικη Δικαστής έκρινε ορθά. Είναι φανερό, από το όλο υλικό που ο ίδιος ο παραπονούμενος/εφεσείων έθεσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αυτός χρησιμοποίησε την ποινική διαδικασία για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται. Ουδέποτε κατήγγειλε την πρόκληση μη εξόφλησης της επίδικης επιταγής στην αστυνομία, που συνιστά αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και γνώριζε στις 27/10/11 που κατέθεσε την επιταγή στην Τράπεζα ότι το οφειλόμενο ποσό ήταν πολύ λιγότερο εφ' όσον ήδη στις 18/10/11 εισέπραξε €4.000 σε μετρητά. Με αυτό τον τρόπο παρέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο μόνο το ποσό των €18.000. Η επίδικη επιταγή των €50.000, ως γνώριζε πολύ καλά, ήταν προϊόν της «αθέμιτης συμπαιγνίας» στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην οποία συμμετείχε. Όπως ο ίδιος κατέθεσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αντεξεταζόμενος, μετά την πληρωμή των €4.000 σε μετρητά, πίεζε την άλλη πλευρά να τηρήσει την υπόσχεσή της που δεν ήταν άλλη από την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού των €18.000 και όχι του ποσού της επιταγής που ήταν €50.000. Αυτό αντικρούει και τη θέση περί παροχής και παραλαβής της επιταγής, ως εγγύησης.
Στην Hui Chi-Ming v. R. (1992) 1 A.C. 34 P.C., η κατάχρηση της διαδικασίας καθορίστηκε ως «something so unfair and wrong that the Court should not allow a prosecutor to proceed with what is in all other respect a regular proceeding."
Είμαστε της γνώμης ότι τα πιο πάνω καλύπτουν πλήρως την παρούσα υπόθεση. Ο παραπονούμενος/εφεσείων, χρησιμοποίησε τις διαδικαστικές διαδικασίες άδικα και εσφαλμένα και κατά τρόπο που καταστρατηγεί την καλή πίστη και καθιστά τη διαδικασία καταπιεστική.»
Ασφαλώς στην παρούσα περίπτωση δεν πρόκειται περί μη επίδοσης διαδικασίας στο διάδικο, όπως στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060, όπου επετράπη το επανάνοιγμα της έφεσης, ούτε και για διόρθωση γραφικού λάθους ή τροποποίηση απόφασης ή διαταγμάτων ώστε να μεταφερθεί ορθά το μήνυμα τους ή να τα αποσαφηνίσει, όπως στην υπόθεση Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτικής Δημόσιας Εταιρείας Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ., 1101, όπου επιτράπηκε επίσης η τροποποίηση απόφασης Εφετείου, στη βάση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου.
Είναι φανερό σε τι αποσκοπεί η υπό κρίση αίτηση, δηλ. στην ακύρωση της απόφασης του Εφετείου και στη συνέχεια τη μεταφορά της έφεσης ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για σκοπούς ακρόασης εκ νέου της ουσίας της έφεσης, πράγμα ανεπίτρεπτο. Τα θέματα που εγείρονται στις ένορκες δηλώσεις του Αιτητή ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ή παρανόησε μαρτυρία ή βασίστηκε σε ανύπαρκτη μαρτυρία τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου κατά τη διαδικασία της έφεσης. Συγκεκριμένα η επιχειρηματολογία του Αιτητή για σκοπούς υποστήριξης της υπό κρίση αίτησης, συνιστούσε την αιτιολογία των λόγων έφεσης.
Η νομική θέση στην Κύπρο είναι ξεκάθαρη, δεν υπάρχει δηλ. τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας. Όμως, στη βάση της νομολογίας που αναφέραμε ανωτέρω, το Εφετείο μπορεί να διακηρύξει μια προηγούμενη απόφαση του ως άκυρη λόγω παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, στα πλαίσια της σύμφυτης εξουσίας του, θέμα που επίσης εγείρεται στην παρούσα περίπτωση, για το οποίο και θα ασχοληθούμε αμέσως πιο κάτω. Σπεύδουμε μόνο να πούμε ότι τυχόν παραμερισμός απόφασης Εφετείου από την Πλήρη Ολομέλεια σε καμιά περίπτωση δεν εξομοιώνει την Πλήρη Ολομέλεια με τρίτου βαθμού δικαιοδοσία. Πρόκειται μόνο για τη διαπίστωση της παραβίασης της φυσικής δικαιοσύνης από το Ανώτατο Δικαστήριο σε Πλήρη Σύνθεση στην οποία μάλιστα μετέχουν και οι Δικαστές των οποίων η απόφαση τίθεται υπό αμφισβήτηση (δέστε και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1506 απόφαση της Πλήρης Ολομέλειας).
Συγκεκριμένα είναι εισήγηση του Αιτητή ότι τίθεται θέμα παραβίασης του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενόψει της συμμετοχής στη σύνθεση του Εφετείου του Δικαστή Λ.Π. γεγονός που, κατά την άποψη του, καθιστά τη διαδικασία στο Εφετείο άκυρη.
Η δικηγόρος του Αιτητή στη γραπτή της αγόρευση παραπέμποντας σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και άλλη Κυπριακή, πρόταξε ότι το θέμα της αμεροληψίας είναι πολύ σημαντικό και συναρτάται άμεσα με τις αρχές της δίκαιης δίκης.
Σημειώνεται ότι εδώ ο Αιτητής συναρτά τη παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης με την συμμετοχή του Δικαστή Λ.Π. στην σύνθεση του Εφετείου που εκδίκασε την έφεση. Συγκεκριμένα η εταιρεία J. C. Haggipavlou & Sons Ltd, πελάτες του Αιτητή στη διαδικασία της αίτησης εκκαθάρισης της εταιρείας Scanner, από την οποίαν προέκυψε και η έκδοση της επίδικης επιταγής, αντικείμενο της Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης, ανέθεσε δικές της υποθέσεις στον υιό του πιο πάνω Δικαστή. Ενόψει αυτής της σχέσης, αποδίδεται στο Δικαστή ότι απορρίπτοντας την έφεση ο υιός του θα έχει προβάδισμα έναντι του ιδίου του Αιτητή, εφόσον η εταιρεία Haggipavlou είναι κοινός πελάτης, με αποτέλεσμα να καθίστανται οι δύο δικηγόροι ανταγωνιστές.
Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 50/2016, ημερ. 19/7/2017, ECLI:CY:AD:2017:B262:
«Θα πρέπει οι δικηγόροι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διατυπώνουν παράπονα αυτού του τύπου, που άπτονται της δίκαιης δίκης και έχουν την καταλυτική τους σημασία σε μια ποινική διαδικασία. Η ατεκμηρίωτη προβολή εισηγήσεων περί παραβίασης των θεσμών της δίκαιης δίκης πλήττουν το σύστημα δικαιοσύνης και ουσιαστικώς, θα πρέπει να αποφεύγονται όταν τελικώς δεν έχουν οποιαδήποτε στέρεη βάση, όπως εν προκειμένω.
Εξετάσαμε την εισήγηση με μεγάλη προσοχή ενόψει του ευαίσθητου θέματος που εγείρεται. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ (Αρ. 3) (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1676, 1684, στην οποία παραπέμπει και η δικηγόρος του Αιτητή με τη γραπτή της αγόρευση, «Ένα είναι το κριτήριο: κατά πόσο, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ως εκ της συμμετοχής συγκεκριμένου Δικαστή στη διαδικασία, δημιουργείται δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης από το δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, εφόσον γνωρίζει τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές». Προσθέτουμε ότι τέτοιου είδους αιτήματα ή επικρίσεις κατά Δικαστή δεν πρέπει να τίθενται με τέτοια ευκολία χάριν εντυπώσεων. Πρέπει να συνοδεύονται από ικανά στοιχεία και μαρτυρία διαφορετικά μόνο επιζήμιες επιπτώσεις δημιουργούνται στο όλο σύστημα δικαιοσύνης. Και αναμένεται από τους δικηγόρους, λειτουργούς κατά τα άλλα της δικαιοσύνης, να προτάσσουν τέτοια ζητήματα με την αναγκαία περίσκεψη και φειδώ.
Στην προκειμένη περίπτωση λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των γεγονότων ενώπιον μας, σε συνάρτηση με τις εισηγήσεις από πλευράς Αιτητή και Καθ' ης η Αίτηση, κρίνουμε ότι το γεγονός και μόνο ότι ο υιός ενός εκ των Δικαστών που εκδίκασαν την έφεση, ανέλαβε το νομικό χειρισμό υποθέσεων της εταιρείας Haggipavlou, που ήταν πελάτες του Αιτητή στη διαδικασία εκκαθάρισης της Scanner, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η επιταγή, αντικείμενο της Ποινικής Υπόθεσης, δεν συνιστά βάσιμο λόγο που θέτει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του Δικαστή, ώστε να καθιστά άκυρη την απόφαση του Εφετείου, με τη συμμετοχή του στη σύνθεση του∙ ο λόγος που προβλήθηκε δεν είναι ικανός στο να δημιουργήσει στο μυαλό του αντικειμενικού παρατηρητή που γνωρίζει τα γεγονότα, σφαιρικά και στο σύνολο τους, την εντύπωση πιθανότητας προκατάληψης από τον Δικαστή Λ.Π. εναντίον του Αιτητή. Η επαγγελματική σχέση του υιού του με την πιο πάνω εταιρεία, όπως την περιέγραψε ο Αιτητής, μόνο υποκειμενικές υποψίες μπορεί να δημιουργήσει και μάλιστα μόνο στον Αιτητή ή και εικασίες, χωρίς να παραβλέπουμε ότι η σχέση αυτή μπορεί να λειτουργήσει και προς την αντίθετη κατεύθυνση, την εύνοια δηλαδή του Δικαστή υπέρ της εταιρείας Haggipavlou. Σημειώνεται ότι η πιο πάνω εταιρεία δεν συμμετείχε καν στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση. Η παρούσα δεν είναι η περίπτωση ύπαρξης άμεσου ή προσωπικού συμφέροντος του Δικαστή από την έκβαση της υπόθεσης, ώστε να δημιουργηθεί τεκμήριο πραγματικής έλλειψης αμεροληψίας και να τίθετο θέμα εξαίρεσης του.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην οποίαν παραπέμπει η δικηγόρος του Αιτητή, όπως η υπόθεση Piersack v. Belgium, Αίτηση Αρ. 8692/79 ημερ. 1/10/1982, αναφέρεται σε διαφορετικά γεγονότα με της παρούσας, εφόσον εκείνη αφορά γενικά στην περίπτωση Δικαστή για την οποία υπήρχε βάσιμος λόγος φόβου και επίδειξης αμεροληψίας, όπου θα έπρεπε να εξαιρεθεί.
Καταλήγοντας βρίσκουμε ότι δε τέθηκε κανένας ισχυρός λόγος ότι οι υποψίες του Αιτητή είναι βάσιμες. Δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο ότι ο υιός του Δικαστή συμμετείχε καθόλου στην εκδίκαση της έφεσης ή σε οποιαδήποτε διαδικασία σε σχέση με την επίδικη διαφορά, ή ότι ο Δικαστής γνώριζε τις συγκεκριμένες επαγγελματικές σχέσεις του υιού του κατά την εκδίκαση της έφεσης. Σ' ό,τι αφορά την αποδιδόμενη αναφορά του Δικαστή Λ.Π. ότι ελπίζει να αποδειχθούν οι ισχυρισμοί του Αιτητή ως προς τους λόγους εξαίρεσης του που προβάλλοντο σε αίτηση εξαίρεσης του, αυτοί οι ισχυρισμοί εκτός του ότι δεν επιβεβαιώνονται από τα πρακτικά φέρεται να προβλήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας αίτησης όταν ακόμη της επιλαμβάνετο το προηγούμενο Εφετείο το οποίο και εξαιρέθηκε τελικά από την εκδίκαση της. Η αναφορά αυτή που του αποδίδεται κατ' ουδένα λόγο μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν ενδεικτική της οποιασδήποτε προκατάληψης από πλευράς του Δικαστή έναντι του Αιτητή κατά την εκδίκαση της έφεσης. Δεν υπήρξε εξάλλου τέτοια εισήγηση.
Συνεπώς ούτε και αυτή η εισήγηση μπορεί να ευσταθήσει ώστε να διαταχθεί η ακύρωση της απόφασης του Εφετείου και επανακρόαση της έφεσης από την Ολομέλεια. Σημειώνεται ότι η απόφαση του Εφετείου ήταν ομόφωνη από τους τρεις Δικαστές που αποτελούσαν τη σύνθεση του.
Ενόψει όλων των πιο πάνω θεωρούμε ότι η αίτηση είναι νομικά αστήριχτη, εφόσον ζητείται ουσιαστικά η εκ νέου εξέταση της σε τρίτο βαθμό, διαδικασία άγνωστη στο Σύνταγμα και στο Νόμο και δεν έχει καταδειχθεί επιπρόσθετα οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης η οποία θα παρείχε, σε περίπτωση βέβαια επιτυχίας της, σύμφυτη εξουσία στο Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση του Εφετείου καθηκόντως και ως χρέος προς τη δικαιοσύνη.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Καθ' ης η Αίτηση και σε βάρος του Αιτητή τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.