ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B245
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 298/2018)
27 Ιουνίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
xxxx ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ
Εφεσείοντας,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________________
Κ. Πιερούδη (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο Κατηγορούμενος - Εφεσείων βρέθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, στις εξής κατηγορίες:
1. Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 3 και 9).
2. Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 20, 297 και 298(1) του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 4 και 10).
3. Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6 και 7 του Νόμου 188(1)/2007 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 5).
4. Κλοπή, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 6).
5. Πλαστογραφία επιταγής, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α) και 336 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 7) και
6. Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α), 336 και 339 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 8).
Οι κατηγορίες 1 και 2 διακόπηκαν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ξεχωριστά στα γεγονότα που αφορούσαν τις κατηγορίες 3, 4 και 5, στα γεγονότα που αφορούσαν τις κατηγορίες 9 και 10 και στα γεγονότα που αφορούσαν τις κατηγορίες 6, 7 και 8.
Αναφορικά με τα γεγονότα των κατηγοριών 3, 4 και 5, το πρωτόδικο Δικαστήριο περιέγραψε πώς ο Εφεσείων, από τις αρχές του 2015 μέχρι το 2018, κατάφερε να ξεγελάσει την παραπονούμενη, με αποτέλεσμα «το συνολικό ποσό που απέσπασε ο Κατηγορούμενος, μαζί με τα άλλα δύο πρόσωπα, από την παραπονούμενη, ανέρχεται στο ποσό των €571,145» (πεντακοσίων εβδομήντα μίας χιλιάδων και εκατόν σαρανταπέντε ευρώ). Η αξία της εργασίας που έγινε στην οικία της παραπονούμενης (από τον εφεσείοντα) ανέρχεται σε €106.884,82, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις σελίδες 2, 3 και 4 της απόφασης του, περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο ο Εφεσείων, μαζί με άλλα δύο πρόσωπα, κατόρθωσαν να αποσπάσουν από την παραπονούμενη και να οικειοποιηθούν το προαναφερόμενο ποσό. Πολύ περιληπτικά, ο Εφεσείων, ο οποίος συστήθηκε στην παραπονούμενη ως εργολάβος οικοδομών, αφού έκαμε κάποιες επιδιορθώσεις στο σπίτι της, της πρότεινε να υποβάλει αίτηση στο Τμήμα Πολεοδομίας για να κηρυχθεί διατηρητέο το σπίτι της και ότι με αυτό τον τρόπο θα έπαιρνε πίσω όλα τα χρήματα που θα δαπανούσε για την επιδιόρθωση. Τα άλλα δύο πρόσωπα εμφανίστηκαν ως εργοδοτούμενοι του Τμήματος Πολεοδομίας, οι οποίοι επισκέπτονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα την οικία της παραπονούμενης και δήθεν επιθεωρούσαν τις εργασίες. Τελικά, η παραπονούμενη πληροφορήθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας ότι, ουδέποτε υποβλήθηκε αίτηση για να κηρυχθεί η οικία της διατηρητέα, αλλά ούτε και τα πρόσωπα που της συστήθηκαν ως υπάλληλοι της Πολεοδομίας είχαν σχέση με το Τμήμα αυτό. Μετά από καταγγελία της παραπονούμενης, ο Εφεσείων συνελήφθη στις 3.5.2018.
Για τις κατηγορίες 9 και 10, τα βασικά γεγονότα συνίστανται στο ότι ο Εφεσείων, κατά τον Σεπτέμβριο του 2017, προσέγγισε κάποιον ιερέα, του συστήθηκε ως πωλητής αυτοκινήτων και απέσπασε από αυτόν το ποσό των €7.000, με σκοπό να του προμηθεύσει έναν γεωργικό ελκυστήρα. Και πάλι χρησιμοποιήθηκε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είχε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον παραπονούμενο, κατά τον Δεκέμβριο του 2017. Παρόλο που δεν παραδόθηκε ποτέ ο ελκυστήρας στον παραπονούμενο, μόνο το ποσό των €2.000 επιστράφηκε σ' αυτόν.
Για τις κατηγορίες 6, 7 και 8, τα γεγονότα συνίστανται στο ότι, κατά τον Σεπτέμβριο του 2018 κλάπηκαν κάποιες επιταγές από το βιβλιάριο επιταγών του παραπονούμενου και τον Οκτώβρη του 2018, δεύτερη παραπονούμενη κατάγγειλε ότι ο Κατηγορούμενος-Εφεσείων την πλήρωσε με μια από τις κλοπιμαίες επιταγές, την οποία πλαστογράφησε και, όταν κατατέθηκε στην τράπεζα, δεν πληρώθηκε. Η επιταγή αφορούσε σε ποσό €4.500.
Ο Εφεσείων ζήτησε όπως, στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ληφθούν υπόψιν και άλλες δύο ποινικές υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του, η υπ' αριθμόν 762/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και η υπ΄ αρ. 4270/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, που αφορούσαν σε κατηγορίες απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, κλοπής επιταγών, πλαστογραφίας επιταγών, κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός από τα προαναφερόμενα γεγονότα, έλαβε δεόντως υπόψιν του το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα, την παραδοχή και την απολογία του και το γεγονός ότι διέπραξε τα προαναφερόμενα αδικήματα κάτω από την πίεση «τοκογλύφων», από τους οποίους δανείστηκε χρήματα μετά από πτώχευσή του. Οι πολλαπλές πιέσεις που δεχόταν, όπως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, επηρέασαν την όλη προσέγγιση του και πιθανόν να του δημιούργησαν ψυχολογικά προβλήματα, όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του.
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο Εφεσείων και ιδιαίτερα εκείνου της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και εκείνου της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστογραφημένης επιταγής, για τα οποία η ανώτατη προβλεπόμενη, από τον Νόμο, ποινή είναι η ποινή φυλάκισης των δεκατεσσάρων χρόνων.
Όπως, ορθά, παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, η ανώτατη προβλεπόμενη, από τον Νόμο, ποινή λαμβάνεται υπόψιν από το Δικαστήριο, εφόσον είναι ενδεικτική της έκτασης της σοβαρότητας ενός αδικήματος, και αυτό είναι στοιχείο που συνυπολογίζεται στην επιμέτρηση της ποινής (Δέστε: Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248). Η σοβαρότητα, όμως, ενός αδικήματος δεν εξαρτάται, αποκλειστικά, από το ανώτατο όριο ποινής αλλά, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται και από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξη του αδικήματος και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης που προκλήθηκε και τις συνέπειες του (Δέστε: Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως το Κακουργιοδικείο, επίσης, ορθά παρατήρησε, οι παράνομες δραστηριότητες του Εφεσείοντα είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική ζημιά σε ανυποψίαστους πολίτες. Ιδιαίτερα στα γεγονότα της τέταρτης κατηγορίας, η παραπονούμενη υπέστη ζημιά ύψους €571.145, για την οποία αυτή δεν θα αποζημιωθεί, εφόσον η αποζημίωση της είναι αδύνατη. Το στοιχείο της απάτης είναι εμφανές και έντονο στη διάπραξη των προαναφερόμενων αδικημάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε τις εξής, συντρέχουσες, ποινές στον Εφεσείοντα:
Στην τέταρτη κατηγορία, ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.
Στην πέμπτη κατηγορία, ποινή φυλάκισης έξι χρόνων.
Στην έβδομη κατηγορία, ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων και
Στη δέκατη κατηγορία, ποινή φυλάκισης δύο χρόνων.
Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επέβαλε οποιανδήποτε ποινή.
Με την παρούσα έφεση, η πρωτόδικη ποινή προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης:
Πρώτον, διότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική και δεν λαμβάνει υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα.
Δεύτερον, διότι η ποινή των έξι ετών, που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα στην πέμπτη κατηγορία, είναι υπερβολική, καθότι το ύψος της δεν συνάδει με την τάση της Νομολογίας για εξατομίκευση της ποινής και
Τρίτον, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε δεόντως τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα και ιδιαίτερα την ψυχολογική του κατάσταση, νοουμένου ότι βρισκόταν υπό την πίεση «τοκογλύφων».
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και θεωρούμε ότι, μόνον ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά στην επιβολή ποινής φυλάκισης έξι χρόνων στην πέμπτη κατηγορία, χρήζει συζητήσεως.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 είναι εντελώς αβάσιμοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψιν του όλα τα ελαφρυντικά που είχε ο εφεσείων και τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Ούτε οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα αλλά ούτε και η πίεση των «τοκογλύφων» που υπέστη και η ψυχολογική πίεση που δυνατό να του προκλήθηκε εξαιτίας αυτού του γεγονότος, δικαιολογούσαν την επιβολή επιεικέστερων ποινών. Το μέγεθος της απάτης, η συνολική ενοχή, ο καλός προσχεδιασμός και οι συνέπειες των εγκληματικών πράξεων του εφεσείοντα καθιστούσαν τις ποινές που του επεβλήθησαν ορθές και δίκαιες.
Η πέμπτη κατηγορία (λόγος έφεσης 2), όπως ήδη αναφέραμε, αφορά στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Σχετικά είναι τα άρθρα 2 - 7 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(1)/2007) (ο Νόμος).
Το αδίκημα της πέμπτης κατηγορίας διαπράχθηκε από τον Εφεσείοντα, επειδή στα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, περιλαμβάνονται και τα γενεσιουργά αδικήματα, και στα γενεσιουργά αδικήματα περιλαμβάνονται όλα τα αδικήματα που καθορίζονται ως ποινικά αδικήματα από Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο άρθρο 4(1)(ΙΙΙ) του Νόμου, προνοείται ότι, κάθε πρόσωπο το οποίο, (α) ενώ γνωρίζει ή (β) ενώ όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες, προβαίνει στην απόκτηση, κατοχή ή χρησιμοποίηση τέτοιας περιουσίας, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δεκατέσσερα χρόνια, στην περίπτωση που γνωρίζει, και σε φυλάκιση μέχρι πέντε χρόνια στην περίπτωση που όφειλε να γνωρίζει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά στο σοβαρό αδίκημα της πέμπτης κατηγορίας, τονίζοντας και την ανώτατη προβλεπόμενη, γι΄ αυτό, ποινή των 14 ετών.
Στην υπόθεση Μαληκκίδη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 40/2015, ημερομηνίας 25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534 έγινε αναφορά σε προηγούμενη νομολογία σε σχέση με ποινές για γενεσιουργά αδικήματα και αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων (Δέστε: Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ, 113) και το Εφετείον παρατήρησε ότι η νομολογία δεν καθιέρωσε οποιανδήποτε νομική αρχή ότι, είναι αντινομικό ή παράλογο, να επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων, από ότι στο γενεσιουργό αδίκημα.
Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγήσαντα των καρπών της παρανομίας του. Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητάς του. Είναι αυτή την απόλαυση που έχει στο επίκεντρό του το υπό αναφορά αυτοτελές αδίκημα (Δέστε: Μαληκκίδης (ανωτέρω), Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 12/2015 ημερ. 4.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B241 και Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 212/2017 ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150), και αυτό για πρόληψη ή πάταξη της παρανομίας με την πρόβλεψη αυστηρών ποινών αναφορικά με την απόλαυση των καρπών της. Το Κακουργιοδικείο, ορθά επεσήμανε, πως τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων έχουν σε έντονο βαθμό το στοιχείο της απάτης και περαιτέρω ότι η διάπραξή τους ήταν προϊόν οργάνωσης και προσχεδιασμού με τη συμμετοχή και άλλων προσώπων - τα οποία ως ιθύνων νους δεν κατονόμασε.
Ενόψει των προαναφερομένων κρίνομε πως η ποινή φυλάκισης των έξι ετών που επιβλήθηκε, στην πέμπτη κατηγορία, δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, υπερβολική.
Κατά συνέπεια, όλες οι ποινές, ξεχωριστά και στο σύνολό τους, είναι ορθές και δίκαιες, παραμένουν ως έχουν και θα συντρέχουν μεταξύ τους, όπως ήταν και η απόφαση του Κακουργιοδικείου, που δεν εφεσιβλήθηκε από τη Δημοκρατία.
Η έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
/ΕΑΠ.