ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B240
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 223/2017
26 Ιουνίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσείουσα
v.
xxxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσίβλητου
***************************
Ε. Γιακουμεττή (κα), για Γενικό Εισαγγελέα - Εφεσείοντα
Μ. Πελεκάνος, για Εφεσίβλητο
*******************************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 8101/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κατηγορίες για απόσπαση περιουσίας διά ψευδών παραστάσεων (κατηγορία 1), για δεκασμό δημόσιου λειτουργού (κατηγορία 2), για κατάχρηση εξουσίας από Δημόσιο Λειτουργό (κατηγορία 3), για συναλλαγές με αντιπροσώπους οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά (κατηγορία 4), για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (κατηγορία 5) και για παραβίαση υπηρεσιακού απόρρητου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου (κατηγορία 6). Όλα τα αδικήματα φέρεται να διαπράχθηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 1/1/2017 και 31/12/2007.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας 1 ο εφεσίβλητος/κατηγορούμενος διά ψευδών παραστάσεων και επί σκοπώ καταδολιεύσεως απέσπασε από τον Π.Χ. το ποσό των Λ.Κ. 10.000 δηλαδή του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε στην αγορά τριών Τουρκοκυπριακών ακινήτων αλλά στην πραγματικότητα οικειοποιήθηκε το ποσό αυτό. Η κατηγορία 2 αναφέρετο σε απαίτηση και λήψη του ποσού των Λ.Κ.10.000 από τον ίδιο Παραπονούμενο για να τον βοηθήσει στην αγορά τριών Τουρκοκυπριακών ακινήτων. Η κατηγορία 3 αφορούσε σε αυθαίρετη πράξη παραβλάπτοντας τα δικαιώματα άλλων δηλαδή φωτοτύπησε ενδοτμηματικό έγγραφο εσωτερικής χρήσης από Φάκελο του Υπουργείου Εσωτερικών και το έδωσε στον Παραπονούμενο.
Στην κατηγορία 4 του καταλογίζετο ότι έλαβε το ποσό των Λ.Κ.10.000 κατά τρόπο που υποδηλοί διαφθορά σαν αμοιβή για την υπόσχεση του να βοηθήσει τον Παραπονούμενο στην αγορά των Τουρκοκυπριακών ακινήτων.
Η κατηγορία 5 αφορούσε σε κατοχή του ποσού των Λ.Κ.10.000 ενώ γνώριζε ότι ήταν έσοδο από τη διάπραξη του αδικήματος του δεκασμού δημοσίου λειτουργού.
Σε σχέση με την κατηγορία 6 κατηγορείτο ότι αποκάλυψε κρατικό απόρρητο δηλαδή φωτοτύπησε ενδοτμηματικό έγγραφο εσωτερικής χρήσης από Φάκελο του Υπουργείου Εσωτερικών και το έδωσε στον Παραπονούμενο.
Όλα τα αδικήματα των πιο πάνω κατηγοριών προέκυπταν από την ιδιότητα του εφεσίβλητου/κατηγορούμενου ως συμβούλου του τότε Υπουργού Εσωτερικών xxxx, ο οποίος είχε την ιδιότητα του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών περιουσιών.
Αρχικά το κατηγορητήριο περιλάμβανε ακόμα δύο κατηγορίες τις 7 και 8, που αφορούσαν τον κατηγορούμενο 2. Με ενδιάμεση όμως απόφαση του, το Δικαστήριο προέβη σε διαχωρισμό της δίκης μεταξύ των δύο Κατηγορουμένων.
Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ενοχή και στις έξι κατηγορίες και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση σ' όσον αφορά τον ίδιο.
Η υπερασπιστική γραμμή του εφεσίβλητου, όπως την εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η ύπαρξη αλλότριων κινήτρων στην ποινική δίωξη του, πολιτικής υφής, και αυτό ήταν εμφανές από το γεγονός ότι η καταγγελία έγινε στο Αρχηγείο της Αστυνομίας στη Λευκωσία και όχι στην Αστυνομία της Λάρνακας που κατ' ισχυρισμόν διαπράχθηκαν τα αδικήματα.
Για την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής έδωσαν μαρτυρία έξι μάρτυρες δηλ. η αστυφύλακας xxx Δ.Σ του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου (Μ.Κ.1), ο Παραπονούμενος (Μ.Κ.2), η Μ.Λ., υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών (Μ.Κ.3), η Γ.Χ., υπάλληλος της Λαϊκής Τράπεζας και τώρα της Τράπεζας Κύπρου (Μ.Κ.4), ο Σ.Χ, πρώην Υπουργός Εσωτερικών (Μ.Κ.5) και ο Κ.Σ., γιος του Παραπονούμενου (Μ.Κ.6).
Από πλευράς υπεράσπισης δεν κλήθηκαν μάρτυρες ενώ ο εφεσίβλητος μετά που κλήθηκε σε απολογία προέβη σε ανώμοτη δήλωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη κατ΄ αρχάς στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Έκρινε τη Μ.Κ.1, αστυφύλακα, ως καθόλα αξιόπιστη και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της στο σύνολο της. Η μαρτυρία της χαρακτηρίστηκε τυπική εφόσον απλά δέχθηκε τη σχετική καταγγελία από τον Παραπονούμενο και έλαβε κατάθεση από τον εφεσίβλητο τον οποίον και κατηγόρησε γραπτώς.
Καθόλα αξιόπιστη έκρινε το Δικαστήριο και τη Μ.Κ.3, η οποία ουσιαστικά δεν αντεξετάστηκε για σκοπούς κλονισμού της αξιοπιστίας της, αλλά της ζητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης η παροχή ορισμένων διευκρινίσεων ως προς τη διαδικασία αγοραπωλησίας Τουρκοκυπριακών περιουσιών. Διευκρίνισε ότι το Τεκμήριο 6 φέρει την υπογραφή της και είναι εσωτερικό σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών που δεν μπορούσε να δοθεί σε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και μη λειτουργό του Υπουργείου, όπως ούτε και στον Παραπονούμενο.
Σ' όσον αφορά τη ΜΚ4 την έκρινε ως ανεξάρτητο μάρτυρα και χωρίς οποιοδήποτε συμφέρον στην υπόθεση εξού και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της. Έδωσε έμφαση από τη μαρτυρία της στο σημείο ότι στις 19/4/2007 έγινε ανάληψη από το λογαριασμό του S.J. από τον αδελφό του Κ.Σ, στη βάση πληρεξούσιου εγγράφου, του ποσού των Στερλινών ₤17.560,29 (το αντίστοιχο σε Λίρες Κύπρου 15.000,00).
Καθόλα αξιόπιστος κρίθηκε και ο Μ.Κ.5 πρώην Υπουργός Εσωτερικών, του οποίου, όπως έκρινε το Δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία, αν και το μόνο που θυμόταν για την υπόθεση ήταν ότι τον επισκέφθηκε ο Παραπονούμενος το 2013, συνοδευόμενος από τον βουλευτή Αμμοχώστου κ. Γ., παρουσιάζοντας του κάποια έγγραφα και του κατήγγειλε ότι έδωσε χρήματα σε κάποιον να τον βοηθήσει και ο ίδιος ο Μ.Κ.5 του είπε να αποταθεί και στην Αστυνομία.
Σ' όσον αφορά τον Παραπονούμενο (Μ.Κ.2) ήταν η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι αντιφάσεις και τα κενά στη μαρτυρία του δεν του επέτρεπαν να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα επί των βασικών γεγονότων. Συνεχίζει δε στην απόφαση του ότι το χάσμα διευρύνθηκε μετά που έδωσε μαρτυρία ο γιος του, Μ.Κ.6, με την οποίαν η μαρτυρία του Παραπονούμενου παρουσιάζει αντιφάσεις σε ουσιώδεις πτυχές της εκδοχής του που δεν δικαιολογούνται από το χρόνο που μεσολάβησε δηλαδή 9 - 10 χρόνια. Η θέση του Μ.Κ.2, όπως την εντόπισε το Δικαστήριο, ήταν ότι το 2007 γνώρισε κάποιον Σ. Σ. ο οποίος τον προέτρεψε να δώσει Λ.Κ.10.000,00 στο κόμμα ΑΚΕΛ για να προωθήσει την αίτηση του για αγορά Τουρκοκυπριακής γης, όπως και έκαμε στις 21/4/2007 παραδίδοντας σχετική επιταγή στα κεντρικά γραφεία του ΑΚΕΛ. Μετά δύο εβδομάδες ο Σ.Σ. του γνώρισε τον κατηγορούμενο και του εισηγήθηκε να δώσει και αυτού κάποια χρήματα ώστε, ενόψει της θέσης του ως συμβούλου του Υπουργού Εσωτερικών, να βοηθήσει. Αυτό έπραξε ένα βράδυ έξω από μια ταβέρνα, παραδίδοντας στον εφεσίβλητο μια βαλίτσα που περιείχε Λ.Κ.10.000,00 σε μετρητά και ο εφεσίβλητος του έδωσε ένα έγγραφο, που ο Μ.Κ.2 αναγνώρισε ως το Τεκμήριο 6. Το Δικαστήριο έκρινε ότι σ' όσον αφορά το χρόνο που κατ' ισχυρισμόν γνώρισε τον εφεσίβλητο υπήρχαν σοβαρές αντιφάσεις στη μαρτυρία του εφόσον κατά την κυρίως εξέταση του τοποθετεί τη γνωριμία του με τον εφεσίβλητο το βράδυ που του έδωσε τις Λ.Κ.10.000,00 ενώ στην κατάθεση του, παραπέμπει σε δύο εβδομάδες αφότου έδωσε τα χρήματα στο ΑΚΕΛ, όταν συναντήθηκαν ξανά.
Αντίφαση επισήμανε το Δικαστήριο στη μαρτυρία του Παραπονούμενου και σ' όσον αφορά στο χρόνο που κατ' ισχυρισμόν παρέδωσε τα χρήματα στον εφεσίβλητο∙ στη κατάθεση του τοποθετεί το χρόνο αυτό εντός του Μαΐου του 2007, που όμως δεν συνάδει με την ημερομηνία ανάληψης του ποσού των Λ.Κ. 10.000,00 από την Τράπεζα που σύμφωνα με το Τεκμήριο 15 είναι η 19/4/2007. Δεν συνήδε επίσης με τη μαρτυρία του γιου του, Μ.Κ.6 ο οποίος ισχυρίστηκε στην κατάθεση του (Τεκμήριο 26) ότι την ημέρα ανάληψης των χρημάτων, δηλ. 19/4/2007, μετέβη στην ταβέρνα το ίδιο βράδυ και ο πατέρας του παρέδωσε τα χρήματα στον εφεσίβλητο. Την τελευταία αντίφαση το Δικαστήριο έκρινε ως καίριας σημασίας και ικανή να αποδομήσει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.
Το Δικαστήριο σημειώνει και άλλες αντιφάσεις που είχεν εντοπίσει στη μαρτυρία του Παραπονούμενου, όπως ως προς το πού βρίσκονταν τα χρήματα κατά το χρόνο της παράδοσης τους στον εφεσίβλητο, όπου έδωσε διάφορες εκδοχές. Στην μεν κατάθεση του αναφέρει ότι βρίσκονταν σε βαλίτσα, στη δε κυρίως εξέταση του σε τσάντα ώμου χρώματος γκρίζου ενώ κατά την αντεξέταση του αναφέρθηκε σε φάκελο που ήταν μέσα σε τσαντάκι του ώμου. Αντίφαση για το θέμα αυτό εντόπισε το Δικαστήριο και με τη μαρτυρία του γιου του (Μ.Κ.6) ο οποίος αναφέρει στην κατάθεση του ότι ήταν σε μια μικρή άσπρη σακούλα του φαρμακείου και όχι σε βαλίτσα ή τσαντάκι του ώμου ή εντός φακέλου. Το Δικαστήριο εντοπίζει επίσης και άλλες αντιφάσεις στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής όπως σε σχέση με το ύψος του ποσού που ο Σ.Σ. εισηγήθηκε στον Μ.Κ.2 να δώσει στον εφεσίβλητο και στο χρόνο που παραδόθηκε στον εφεσίβλητο το Τεκμήριο 6. Για το τελευταίο έκρινε τη σχετική μαρτυρία ανεπαρκή, εφόσον πρόσβαση στους φακέλους του Υπουργείου Εσωτερικών είχαν και άλλα πρόσωπα. Καταλήγοντας, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του πατέρα (Μ.Κ.2) και του γιου του (Μ.Κ.6) ήταν τέτοιες που δεν οδηγούσαν στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Ενόψει της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των πιο πάνω διαπιστώσεων του, το Δικαστήριο προέβη στη συνέχεια σε απόρριψη της υπόθεσης και αθώωση του εφεσίβλητου σ' όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Η εφεσείουσα προσέβαλε την αθωωτική απόφαση ως λανθασμένη με τρεις λόγους έφεσης που είναι συναφείς και αναφέρονται σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου και της νομολογίας επί των πραγματικών γεγονότων.
Ήταν εισήγηση της, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της εκπροσώπου της, ότι το Δικαστήριο λανθασμένα προέβη σε αξιολόγηση των Τεκμηρίων 18 και 30, που ήταν οι καταθέσεις του Σ.Σ. και του Χ.Θ., που είχαν αποβιώσει και οι οποίες κατατέθηκαν μεν ως τεκμήρια όχι όμως για την αλήθεια του περιεχομένου τους.
Εισηγείται επίσης ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.6, πατέρα και γιου, είναι επίσης λανθασμένη ενόψει του ότι κρίθηκε από το Δικαστήριο μικροσκοπικά.
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση των λόγων έφεσης, ενόψει του ότι η έφεση προσβάλλει αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, κρίνουμε σκόπιμο να αποφασιστεί κατά προτεραιότητα κατά πόσο οι λόγοι έφεσης εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 137 (1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155.
Το άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου πραγματεύεται περί της δυνατότητας και των ορίων άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας»
Στην υπόθεση Ε.C. Fresh Meat Ltd v. Μαρίας Γεωργίου, Ποιν. Έφ. 43/2017, ημερ. 5/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B524, έγινε εκτενής ανάλυση όλης της προηγούμενης νομολογίας ως προς τα κριτήρια άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η όλη νομολογία σε σχέση με τη σημασία του άρθρου 137 έχει αναλυθεί στην απορριπτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού, Ποιν. Εφ. αρ. 145/2013 κ.ά., ημερ. 19.12.2014. Σ΄ αυτήν μνημονεύθηκαν και αναλύθηκαν όλες οι προηγούμενες θεμελιακές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος και επανατονίστηκε η ανάγκη οι πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) να ερμηνεύονται αυστηρά με δεδομένο ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλλει αθωωτικές αποφάσεις έχει δοθεί κατά παρέκκλιση του κοινοδικαίου που καθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο τον μοναδικό κριτή επί της αθωότητας ή ενοχής κατηγορουμένου, πηγάζει δε αποκλειστικά από τις νομοθετικές διατάξεις του Κεφ. 155. Η αρχή, κατά το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, είναι ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης πέραν της μιας φοράς.
Στο πιο πάνω νομικό πλαίσιο απαγορεύεται στην ουσία κατά την εξέταση έφεσης επί αθωωτικής αποφάσεως, η επανακρόαση της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Αυτό ισχύει ακόμη και για το εκ πρώτης όψεως στάδιο όπου κατά τις αρχές που έχουν τεθεί από τη Δικαστική Πρακτική του 1962 (Practice Note of the Divisional Court of the Queen's Bench Division of the High Court of England, 1 All E.R. 448) και τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί στη Δημοκρατία επί του θέματος (δέστε, μεταξύ άλλων, Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82), η αθώωση είναι δυνατή όταν ελλείπει η στοιχειοθέτηση αναγκαίου συστατικού στοιχείου του αδικήματος, ή, η μαρτυρία είναι αντινομική και εμφανώς αναξιόπιστη ώστε να μην είναι νομικά λογικό να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία.»
Από τους λόγους έφεσης διαφαίνεται ότι η εφεσείουσα εντάσσει την έφεση της στην υποκατηγορία iii του άρθρου 137(1)(α), του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 που αναφέρεται σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.
Υπενθυμίζουμε ότι έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α) επεκτείνεται σε νομικά θέματα μόνο. Άσκηση έφεσης εναντίον της αξιολόγησης μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς με αυτήν αποκλείεται, όπως αποκλείεται και η προσβολή ευρημάτων επί των γεγονότων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012), 2 Α.Α.Δ. 851, M. and A. Christaki Christodoulou Ltd v. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Ποιν. Εφ. 291/2015, ημερ. 3/7/2017 και Αlba Corporate Enterprises Limited ν. Στέφανου Σκορδή, Ποιν. Έφ. 54/2017 ημερ. 10/12/2018).
Είναι φανερό με τον τρόπο που είναι συνταγμένη η έφεση, ότι αν και οι τρεις λόγοι έφεσης αναφέρονται σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου και/ή της νομολογίας επί των γεγονότων, εν τούτοις η αιτιολογία τους παραπέμπει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας. Επιπρόσθετα στο διάγραμμα αγόρευσης της η δικηγόρος που εκπροσώπησε την εφεσείουσα δεν κάμνει καμιά αναφορά σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου ή άλλη σχετική αναφορά παρά μόνο εντοπίζει σημεία από την αξιολόγηση της μαρτυρίας που θεωρεί λανθασμένα. Το γεγονός ότι με την έφεση προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας παραδέχθηκε και η ίδια η δικηγόρος κατά την ακρόαση, κατόπιν σχετικής ερώτησης του Δικαστηρίου.
Σημειώνεται ότι το δικαίωμα της έφεσης είναι περιορισμένο και αν δεν εμπίπτει σε καμιά από τις κατηγορίες του άρθρου 137(1)(α) η έφεση δεν κρίνεται αποδεκτή. Άσκηση έφεσης εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς με αυτή αποκλείεται.
Στη βάση των λόγων έφεσης και της αιτιολογίας τους, είναι φανερό ότι επιχειρείται ανεπίτρεπτη προσπάθεια ανατροπής της αντικειμενικής θεώρησης και ανάλυσης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο κάτω από τον μανδύα της πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων. Η έφεση σαφώς δεν εμπίπτει στην υποκατηγορία iii του άρθρου 137(1)(α) του ΚΕΦ. 155, όπως κατέταξε την έφεση της η εφεσείουσα. Συνεπώς η έφεση δεν γίνεται αποδεκτή λόγω του ότι βρίσκεται εκτός εμβέλειας του άρθρου 137(1)(α) του ΚΕΦ. 155.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο