ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά. Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-06-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 208/2015, 12/6/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B229

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση αρ. 208/2015)

 

12 Ιουνίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

xxxx  ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

Εφεσείοντα

και

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

-----------------------

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη.

         -----------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

           -----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Ο εφεσείων την 31.8.2015 καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις κατηγορίες 1, 2, 3, 8, 9, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 18, 20, 21 και 22 και απαλλάχθηκε και αθωώθηκε από τις κατηγορίες 4, 5, 6, 7, 17, 19, 34 και 35.

 

Οι κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε αφορούσαν τα εξής ποινικά αδικήματα:

 

1η κατηγορία - Απόπειρα φόνου κατά παράβαση του άρθρου 214(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος ο κατηγορούμενος-εφεσείων την 24.4.2014, στη Λεμεσό, αποπειράθηκε παράνομα να επιφέρει το θάνατο στον Ειδικό Αστυφύλακα xxxx, Α.Θ..

 

2η κατηγορία - Κατοχή πυροβόλου όπλου κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου (Ν 113(Ι)/2004), όπως τροποποιήθηκε.   Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες κατά την ίδια ημερομηνία της 1ης κατηγορίας ο κατηγορούμενος-εφεσείων κατείχε πυροβόλο όπλο κατηγορίας Α΄, δηλαδή στρατιωτικό τυφέκιο G-3, Α4.

 

3η κατηγορία - Μεταφορά πυροβόλου όπλου και συγκεκριμένα του αναφερόμενου στην 2η κατηγορία.

 

8η κατηγορία - Εκκένωση πυροβόλου όπλου κατά παράβαση του άρθρου 374(η) του Κεφ. 154 - Αφορά και πάλι το ίδιο πυροβόλο όπλο και την ίδια ημερομηνία.

 

9η κατηγορία - Κλοπή κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα - Αφορά ένα δερμάτινο τσαντάκι το οποίο περιείχε κάποια χρηματικά ποσά και αντικείμενα.

 

11η  κατηγορία - Απόπειρα φόνου κατά παράβαση του άρθρου 214Α του Ποινικού Κώδικα -  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος στις 29.4.2014, στη Λάγια της επαρχίας Λάρνακας, ο εφεσείων αποπειράθηκε παράνομα να επιφέρει το θάνατο στον Υπαστυνόμο Δ.Μ..

 

12η κατηγορία - Επίσης απόπειρα φόνου - Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος στις 29.4.2014, στη Λάγια, ο εφεσείων αποπειράθηκε παράνομα να επιφέρει το θάνατο στον Αστυφύλακα xxxx, Π. Ξ..        

 

13η  κατηγορία - Απόπειρα φόνου στον ίδιο τόπο και κατά τον ίδιο χρόνο με τις κατηγορίες 11 και 12 - Αφορά στον Αστυφύλακα xxxx, Π.Τ..

 

14η κατηγορία - Κατοχή πυροβόλου όπλου κατηγορίας Α΄ - Αφορά στο προαναφερόμενο στρατιωτικό τυφέκιο G-3, το οποίο ο εφεσείων κατείχε στις 29.4.2014, στη Λάγια.

 

15η κατηγορία - Μεταφορά του προαναφερόμενου πυροβόλου όπλου, στις 29.4.2014, στη Λάγια.

 

16η κατηγορία - Κατοχή πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β΄ - Αφορά σε πιστόλι, το οποίο ο εφεσείων κατείχε παράνομα στις 29.4.2014, στη Λάγια.

 

18η κατηγορία - Κατοχή πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ΄ - Αφορά σε δόκο το οποίο ο κατηγορούμενος κατείχε παράνομα στις 29.4.2014, στη Λάγια.

 

20η κατηγορία - Κατοχή εκρηκτικών υλών άνευ αδείας - Αφορά σε εκρηκτικές ύλες, δηλαδή αριθμό στρατιωτικών και κυνηγετικών φυσιγγίων τα οποία κατείχε ο εφεσείων στις 29.4.2014, στη Λάγια.

 

21η κατηγορία - Μεταφορά εκρηκτικών υλών άνευ αδείας - Αφορά τις ίδιες εκρηκτικές ύλες της κατηγορίας 20, στον ίδιο τόπο και χρόνο.

 

22η κατηγορία - Χρήση εκρηκτικών υλών άνευ αδείας - Αφορά επίσης στις ίδιες εκρηκτικές ύλες της κατηγορίας 20, στον ίδιο τόπο και χρόνο.

 

Είναι προφανές ότι όλες οι κατηγορίες πηγάζουν από δύο επεισόδια, το πρώτο στη Λεμεσό, στις 24.4.2014 και το δεύτερο, στη Λάγια της επαρχίας Λάρνακας, στις 29.4.2014.

 

Οι ποινές που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα ήταν στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 ετών, στις κατηγορίες 11, 12 και 13 ποινές φυλάκισης 10 ετών στην κάθε μια, συντρέχουσες και στις υπόλοιπες κατηγορίες μικρότερες ποινές ή καθόλου ποινές, συντρέχουσες είτε με την ποινή φυλάκισης 10 ετών που επιβλήθηκε στην 1η κατηγορία, εφόσον συνδέονται με το επεισόδιο της Λεμεσού, είτε συντρέχουσες με την ποινή φυλάκισης 10 ετών που επιβλήθηκε στις κατηγορίες 11, 12 και 13 εφόσον συνδέονται με το επεισόδιο στη Λάγια.  Δηλαδή, συνολικά, ο εφεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 20 ετών, εφόσον η ποινή φυλάκισης για την 1η κατηγορία και οι ποινές φυλάκισης για τις κατηγορίες 11, 12 και 13 ήταν διαδοχικές, ενώ όλες οι υπόλοιπες, συντρέχουσες.

 

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του με 37 λόγους έφεσης και την προαναφερόμενη ποινή των 20 ετών, με τον 38ο λόγο έφεσης, ως έκδηλα υπερβολική.

Θα ασχοληθούμε, κατά πρώτον, με τους 37 λόγους έφεσης κατά της καταδίκης.

 

Αρκετοί λόγοι έφεσης αφορούν στη διεξαγωγή μη δίκαιης δίκης με κύριο ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διασφάλισε την ισότητα των όπλων μεταξύ των δύο πλευρών και ότι, ένεκα παραλείψεων την Κατηγορούσας Αρχής, θα έπρεπε να είχε καταλήξει, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δεν αποδείχθηκαν πέραν πάσης αμφιβολίας οι προαναφερόμενες κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντα.   ’λλοι λόγοι έφεσης αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας αλλά και της υπεράσπισης και σύμφωνα με αυτούς τους λόγους το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε απορρίψει τη μαρτυρία κάποιων μαρτύρων ούτε και να είχε δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία κάποιων άλλων.   Τρίτη ομάδα λόγων έφεσης αφορά στην εφαρμογή των ορθών νομικών αρχών επί των γεγονότων όπως τα συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο και σύμφωνα με αυτούς τους λόγους το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση για τον εφεσείοντα, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης.

 

Οι λόγοι έφεσης που ουσιαστικά αφορούν στη δίκαιη δίκη είναι ο πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος, όγδοος, ένατος, δέκατος, εντέκατος, δωδέκατος, δέκατος τρίτος, δέκατος τέταρτος, δέκατος έβδομος, δέκατος όγδοος, δέκατος ένατος, εικοστός, εικοστός πρώτος, εικοστός τρίτος και τριακοστός πέμπτος.

 

Οι λόγοι έφεσης που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων είναι ο δέκατος πέμπτος, εικοστός δεύτερος, εικοστός τέταρτος, εικοστός πέμπτος, εικοστός έκτος, εικοστός έβδομος, εικοστός όγδοος, εικοστός ένατος, τριακοστός και τριακοστός πρώτος.

 

Ο δέκατος έκτος λόγος έφεσης αφορά σε μη αυτοπροειδοποίηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ή μη αναζήτηση, εκ μέρους του, ενισχυτικής μαρτυρίας ενόψει του γεγονότος ότι οι κύριοι παραπονούμενοι και οι κύριοι μάρτυρες κατηγορίας ήταν όλοι τους αστυνομικοί.

 

Ο τριακοστός δεύτερος λόγος αφορά στην αποδοχή της κατάθεσης του εφεσείοντα - τεκμηρίου 186 - ως θεληματικής, ενώ στην πραγματικότητα ήταν προϊόν απειλών και εκβιασμού εκ μέρους της Αστυνομίας.

 

Ο τριακοστός τρίτος λόγος αφορά στη μη απόδειξη των κατηγοριών για απόπειρα φόνου, που αφορούν στις κατηγορίες 1, 11, 12 και 13.

 

Ο τριακοστός τέταρτος λόγος αφορά στην εσφαλμένη αξιολόγηση ψευδούς εκδοχής του εφεσείοντα αναφορικά με την ταυτότητα του κουκουλοφόρου άνδρα που ήταν ο πρωταγωνιστής των γεγονότων της Λεμεσού, στις 24.4.2014.  

 

Ο τριακοστός έκτος λόγος αφορά σε κατάθεση κοινωνικής λειτουργού αναφορικά με το τι είπε για το επεισόδιο της Λεμεσού ο τετράχρονος τότε γιός του εφεσείοντα.

 

Ο τριακοστός έβδομος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το βάρος της απόδειξης και σε εσφαλμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, μη βασιζόμενα σε μαρτυρία.

 

Προτιθέμεθα να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που αφορούν στη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ως μια ομάδα, εκείνους που αφορούν σε αξιολόγηση μαρτυρίας, ως δεύτερη ομάδα και τους υπόλοιπους που αφορούν σε νομικά σημεία, ως τρίτη ομάδα.

 

Οι λόγοι που αφορούν στη δίκαιη δίκη περιλαμβάνουν (α)  την καταχώριση κατηγορητηρίου πριν συμπληρωθούν οι εξετάσεις της Αστυνομίας, (β) την αναφορά προηγούμενων καταδικών του εφεσείοντα στο στάδιο της αίτησης για την προσωποκράτηση του, εκκρεμούσης της διερεύνησης των αδικημάτων, (γ) την παρουσία του Δικαστή xxxx στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στο οποίο συστεγαζόταν και το Κακουργιοδικείο στο οποίο δικάστηκε ο εφεσείων, δεδομένου ότι ο εφεσείων είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για απόπειρα φόνου του Δικαστή xxxx και της κόρης του, (δ) δημοσιεύματα στον Τύπο τα οποία παρουσίαζαν τον εφεσείοντα ως ένα επικίνδυνο εγκληματία πριν καταδικαστεί για τα υπό εξέταση ποινικά αδικήματα, (ε) τη μη διερεύνηση επιστολών του εφεσείοντα προς το Γενικό Εισαγγελέα και τον Αρχηγό Αστυνομίας, (στ) τη μη έγκριση αιτήματος για αυτοψία στη σκηνή του εγκλήματος στη Λεμεσό, από το Κακουργιοδικείο, (ζ) την απόρριψη αιτήματος του εφεσείοντα για δοκιμή του πυροβόλου όπλου G-3 μέσα στην αίθουσα του Κακουργιοδικείου, (η) την απόρριψη αιτήματος επανεξέτασης του πυροβόλου G-3 μετά από την κατάθεση στο δικαστήριο του Μ.Κ.56, κ. Κ,, (θ) τη μη παρουσίαση των ενόρκων δηλώσεων προς υποστήριξη των ενταλμάτων συλλήψεως του εφεσείοντα, τεκμηρίων 152 και 153, (ι) τη μη εξέταση του τεκμηρίου 44 (σφαιροθήκης και σφαιρών) για γενετικό υλικό των Μ.Κ. Μ., Τ. και Ξ., (ια) τη μη εξέταση του πυροβόλου G-3 στη δεξιά του πλευρά για διαπίστωση γενετικού υλικού άγνωστου άνδρα, (ιβ) τη μη υπόδειξη στον εφεσείοντα σημαντικών τεκμηρίων στη σκηνή του εγκλήματος στη Λάγια, (ιγ) τη μη εξέταση των ρούχων του Μ.Κ. 14 για πιθανή ανεύρεση πυρίτιδας σ΄ αυτά, στοιχείο που είχε σχέση με την αξιοπιστία του μάρτυρα αναφορικά με το επεισόδιο στη Λεμεσό, ούτε και την εξέταση των ρούχων του εφεσείοντα για ανεύρεση πυρίτιδος σ΄ αυτά που είχε σχέση με το επεισόδιο της Λάγιας. 

 

Οι λόγοι έφεσης που αφορούν στη δίκαιη δίκη περιλαμβάνουν επίσης (ιδ) τη λήψη παρειακού επιχρίσματος του εφεσείοντος κατά παράβαση του περί Αστυνομίας Νόμου, (ιε) τη μη κλήση από την Κατηγορούσα Αρχή ως μαρτύρων κατηγορίας της κυρίας Δ. (αδελφής του εφεσείοντα) και της κυρίας Ρ. (συντρόφου του εφεσείοντα) και (ιστ) τη μη διεξαγωγή ορθής διαδικασίας κατά τη διερεύνηση του γενετικού υλικού στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής.            

 

Στους λόγους έφεσης που αφορούν στην εσφαλμένη αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων περιλαμβάνονται (α) η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του Μ.Κ. 49, κ. Ξ., (β) η μη εξέταση του ισχυρισμού του κατηγορούμενου-εφεσείοντα ως προς το ακριβές σημείο σύλληψης του στη Λάγια, (γ) η εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 18, κ. Π., του οποίου η μαρτυρία συγκρούεται με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 14, κ. Θ., (δ) η εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 9, κ. Λ., (ε) η λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 15, κ. Τ., και του Μ.Κ. 13, κ. Γ., (στ) η μη επαρκής εξέταση από το πρωτόδικο δικαστήριο της δέσμης φωτογραφιών - τεκμηρίου 4, (ζ) η μη ορθή αξιολόγηση στης μαρτυρίας του Μ.Κ. 5, κ. Α., (η) η μη ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 14, κ. Θ., του οποίου η μαρτυρία συγκρούετο με εκείνη των Μ.Κ. 18, Π., Μ.Κ. 26, Κ. και Μ.Κ. 24, Σ..   Επίσης (θ) αμφισβητείται η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ. 33, Ε., και της ιδιότητας του ως πραγματογνώμονα στα πυροβόλα όπλα και τα πυρομαχικά, ιδιαίτερα όταν συγκριθεί η μαρτυρία του με εκείνη των Μ.Κ. 7 και 9 και με το τεκμήριο 160. (ι)  η μαρτυρία των Μ.Κ. 41, 49 και 54, Μ., Ξ. και Τ., δεν παρατέθηκε από το Κακουργιοδικείο, δεν έγινε αναφορά σ΄ αυτήν, ούτε και σύγκριση των μαρτυρίων των τριών προαναφερόμενων μαρτύρων, και (ια)   η αξιολόγηση της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα -γενετιστή, Μ.Κ. 56, κ. Κ., επίσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη και το συμπέρασμα του ως προς το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου-εφεσείοντα και του Μ.Κ. 14, Θ., στο πυροβόλο όπλο G-3, ως εσφαλμένο.  

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή την πρωτόδικη απόφαση, υπό το φως των ισχυρισμών, των θέσεων και των εισηγήσεων του εφεσείοντα και προβαίνουμε στις εξής παρατηρήσεις:  

 

Η καταχώριση του κατηγορητηρίου, πριν την πλήρη συμπλήρωση των επιστημονικών και άλλων εξετάσεων στις οποίες προέβαινε η Κατηγορούσα Αρχή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρέασε τη δίκαιη δίκη του εφεσείοντα ή προδίκασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων.  Δεν υπάρχει οποιαδήποτε απαγόρευση στην καταχώρηση Κατηγορητηρίου, πριν τη συμπλήρωση των εξετάσεων της Κατηγορούσας Αρχής, ούτε και καταδείχθηκε ότι το γεγονός αυτό επηρέασε αρνητικά το οποιοδήποτε δικαίωμα του Εφεσείοντα.

 

Η αναφορά σε προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, τις οποίες μάλιστα ο εφεσείων παραδέχθηκε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την δίκαιη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Το ζήτημα των προηγούμενων καταδικών είναι σχετικό, κατά το στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση αλλά όχι κατά την κύρια δίκη.  Δεν φαίνεται να επηρέασαν, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, οι προηγούμενες καταδίκες, που λέχθηκαν στο στάδιο προσωποκράτησης, τη δίκαιη δίκη του εφεσείοντα.  Εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων ουδέποτε υπέβαλε αίτημα για διεξαγωγή της δίκης του ενώπιον άλλου δικαστηρίου απ΄ εκείνο που είχε ακούσει τις προηγούμενες καταδίκες του, στο στάδιο της αίτησης προσωποκράτησης.  

 

Η παρουσία του Δικαστή κ. Μ., που ήταν ο παραπονούμενος και το θύμα στην Υπόθεση 14145/97, της Λεμεσού, στην οποία καταδικάστηκε, στο παρελθόν, ο εφεσείων, δεν μπορεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να θεωρηθεί ότι επηρέασε τη δίκαιη δίκη του κατηγορούμενου-εφεσείοντα ενώπιον του Εφετείου.   Ο κ. Μ. καμία εμπλοκή δεν είχε στη δίκη του Εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ούτε και έγινε οποιοσδήποτε ισχυρισμός για επηρεασμό του Κακουργιοδικείου από την παρουσία του κ. Μ. στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

 

Τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες, τα οποία σύμφωνα με τον εφεσείοντα προδιάθεσαν το δικαστήριο εναντίον του, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι επηρέασαν τη δίκαιη δίκη του. Προς τούτο παρατηρούμε ότι ο ίδιος ο εφεσείων, ως κατηγορούμενος 1, ανάφερε στο Κακουργιοδικείο ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο δικαστήριο και ότι αναφέρθηκε στα δημοσιεύματα όχι για να ισχυριστεί επηρεασμό του δικαστηρίου αλλά για να ισχυριστεί προσπάθειες που έκαμαν οι Κυβερνητικές Υπηρεσίες εναντίον του.    

 

Στην υπόθεση Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ, 1, το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενασχόληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με την υπόθεση εκείνη οδήγησε στον προπηλακισμό του εφεσείοντα με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το συνταγματικό του δικαίωμα για διεξαγωγή δίκαιης δίκης, σύμφωνα με το ’ρθρο 30.2 του Συντάγματος.  Το κριτήριο για το κατά πόσον δημοσιεύματα στα Μ.Μ.Ε. μπορεί να επηρεάσουν το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, είναι αντικειμενικό.  Στην προκείμενη περίπτωση, μετά τη δήλωση του εφεσείοντα ότι έχει εμπιστοσύνη στο δικαστήριο, κατά τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε δημοσιεύματα στα Μ.Μ.Ε. που θα μπορούσε να οδηγήσει το Κακουργιοδικείο στο αντικειμενικό συμπέρασμα ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη.  Συναφώς παρατηρούμε ότι οι ισχυρισμοί για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζονται αόριστα (in abstracto) αλλά συγκεκριμένα (in concreto).  Σε κάθε περίπτωση, ο Κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπισή του (Δέστε: Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104).  Εδώ δεν παρουσιάστηκε οποιονδήποτε στοιχείο ότι οι μάρτυρες επηρεάστηκαν καθόλου ένεκα της αρνητικής δημοσιότητας εις βάρος του Εφεσείοντα. Συνεπώς, δεν μπορεί ο Εφεσείων να παραπονείται για το θέμα αυτό (Δέστε: Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 505).

 

Η μη διερεύνηση των ισχυρισμών που προέβαλε ο εφεσείων στο Γενικό Εισαγγελέα και τον Αρχηγό της Αστυνομίας δεν τεκμηριώνεται.  Στην πραγματικότητα ο Γενικός Εισαγγελέας, με επιστολή του ημερ. 7.8.2014, προς τον εφεσείοντα, σε απάντηση της επιστολής του εφεσείοντα ημερ. 21.7.2014, απάντησε ότι είχε δώσει οδηγίες στο δικηγόρο που χειριζόταν την υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή να διερευνήσει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και να τον ενημερώσει (τον Γενικό Εισαγγελέα) ανάλογα, έτσι ώστε αν παραστεί ανάγκη να προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες.

 

Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα, όπως φαίνονται στην επιστολή του προς το Γενικό Εισαγγελέα,  ημερ. 21.7.2014, (τεκμ. 150), αφορούσαν κυρίως σε πλημμελή εκτέλεση του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας, και σε προσπάθεια της Αστυνομίας να μη διερευνηθούν και να συγκαλυφθούν στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν θετικά αποτελέσματα για τον εφεσείοντα, όπως η γενετική εξέταση τεκμηρίων και κυρίως του όπλου G3, που συνιστά και ξεχωριστό λόγο έφεσης.

  

Δεν δόθηκε συνέχεια σ΄ αυτό το θέμα και δεν μπορεί να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις, ότι δεν διερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ή ότι η οποιαδήποτε μη διερεύνηση τους, εις βάθος, επηρέασε το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη.

 

Το αίτημα για αυτοψία εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση ζητήθηκε από το Κακουργιοδικείο να επισκεφθεί τη σκηνή της διάπραξης του αδικήματος στη Λεμεσό έτσι ώστε, ουσιαστικά, να καταστεί το δικαστήριο μάρτυρας ως προς τις διαστάσεις και άλλες λεπτομέρειες της σκάλας (στο σπίτι του εφεσείοντα) στην οποίαν έλαβαν χώραν τα γεγονότα.  Το Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημα.  Ο σκοπός της αυτοψίας είναι  η απόκτηση προσλαμβανουσών παραστάσεων για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, από το δικαστήριο. Η αυτοψία έχει ως μοναδικό σκοπό να καταστήσει το Δικαστήριο ικανό να έχει πληρέστερη αντίληψη της προσφερόμενης μαρτυρίας και όχι να καταστεί το ίδιο μάρτυρας της υπόθεσης (Βλ. Χειμώνας ν. Γεωργίου κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ, 109).   Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου αναφορικά με αίτημα για αυτοψία, γίνεται στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης (Δέστε:  Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ, 832).   Όταν η αυτοψία επιδιώκεται για να αποκτήσει το δικαστήριο γνώμη αναφορικά με τεχνικά θέματα, όπως π.χ. για τις διαστάσεις των μαρμάρων και της σκάλας κάποιας οικοδομής, το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί τη διεξαγωγή αυτοψίας (Δέστε:  Παπακόκκινου κ.α. ν. Κουρέα κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ, 1833).  Στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ότι η διακριτική ευχέρεια του Κακουργιοδικείου ασκήθηκε εσφαλμένα, υπό τις περιστάσεις, καθότι ο σκοπός για τον οποίο ζητήθηκε η αυτοψία, ήταν για να καταστεί, το Κακουργιοδικείο, ουσιαστικά μάρτυρας επί των γεγονότων, πράγμα ανεπίτρεπτο.  

 

Η απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντα για δοκιμή του τεκμηρίου 43, πυροβόλου όπλου G-3, εντός του δικαστηρίου για να διαπιστωθεί ο τρόπος αποβολής των καλύκων, επίσης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.   Η αναπαράσταση ενός συμβάντος, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου (στην παρουσία του Δικαστή), δεν περιλαμβάνεται στις θεσμοθετημένες και απαραίτητες διαδικασίες και το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν επιτρέπει τέτοια αναπαράσταση, δεν εξασθενίζει, κατ΄ ανάγκη, με οποιοδήποτε τρόπο, τα συμπεράσματά του (Δέστε:  Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ, 185). Δεν θεωρούμε ότι η μη αναπαράσταση εντός του δικαστηρίου του τρόπου αποβολής των καλύκων του τεκμηρίου 43 αποδυνάμωσε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 33, κ. Ε..   Αν επιθυμούσε ο εφεσείων θα μπορούσε να ζητήσει να εξεταστεί το τεκμήριο 43 από δικό του πραγματογνώμονα, ο οποίος στη συνέχεια θα έδινε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου.   Δεν είναι ορθό να καλείται το δικαστήριο να καταστεί το ίδιο μάρτυρας στην υπόθεση, είτε εξαιτίας επιτόπιας εξέτασης ενός χώρου ή ενός αντικειμένου, είτε εξαιτίας αναπαράστασης ενός γεγονότος ή διεξαγωγής ελέγχου ενώπιον του δικαστηρίου.   Δεν είναι κατ΄ αυτό τον τρόπο που διεξάγονται οι ποινικές διαδικασίες, αλλά με την παρουσίαση της μαρτυρίας των δύο πλευρών ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίον κρίνει την εκατέρωθεν προσφερθείσα μαρτυρία και αποφασίζει επί του προκειμένου (Δέστε:  Μαυρίδης ν. Dharaghji κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ. 1013 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πότση (2000) 2 ΑΑΔ, 252).

 

Μετά τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα-γενετιστή Μ.Κ.56, κ. Κ., ο εφεσείων ζήτησε όπως διαταχθεί η επανεξέταση του τεκμηρίου 43, πυροβόλου όπλου G-3, από τη δεύτερη (δεξιά) πλευρά του.  Το Κακουργιοδικείο έδωσε την ενδιάμεση απόφαση του στις 13.3.2015, με την οποίαν απέρριψε το αίτημα.   Ο λόγος της απόρριψης ήταν ότι η επανεξέταση του όπλου ζητήθηκε για να φανεί το κατά πόσον ο Μ.Κ. 54, Τ., πήρε στα χέρια του το όπλο, τεκμήριο 43.  Ο Μ.Κ. 54, όμως, φερόταν ως το κατ΄ ισχυρισμό θύμα της απόπειρας φόνου που αφορούσε στη 13η  κατηγορία.   Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι δεν ήταν ορθό να διατάξει ένα μάρτυρα της Κατηγορούσας Αρχής, του οποίου η αντεξέταση, σ΄ εκείνο το στάδιο, συνεχιζόταν από τον ίδιο τον εφεσείοντα, να προβεί εκ νέου σε επιστημονική εξέταση ενός τεκμηρίου.  Σε τέτοια περίπτωση, όπως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων θα είχε το δικαίωμα να αμφισβητήσει και αυτό το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ. 56, κ. Κ., αν και εφόσον προέκυπτε οτιδήποτε, εναντίον του, από τη νέα επιστημονική εξέταση.    Όπως ήδη αναφέραμε ο εφεσείων είχε το δικαίωμα να ζητήσει το τεκμήριο 43 να εξεταστεί από δικό του μάρτυρα-πραγματογνώμονα και να δώσει μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου.   Ένας μάρτυρας-πραγματογνώμονας, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να κληθεί να δώσει μαρτυρία και για τον αντίδικο, στην ίδια διαδικασία, στην οποία έδωσε μαρτυρία για τον άλλο διάδικο (Δέστε:  R. v. King (1983) 1 All E.R., 929). 

 

Αναφορικά με τους λόγους που αφορούν στη μη εξέταση του γενετικού υλικού των μαρτύρων κατηγορίας Μ., Τ. και Ξ., σε σχέση με το τεκμήριο 44 (σφαιροθήκη και σφαίρες), το ζήτημα αυτό συνδέεται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των συγκεκριμένων μαρτύρων κατηγορίας.   Η παράλειψη εξέτασης για ανεύρεση γενετικού υλικού, εκεί όπου αυτό είναι ουσιώδες ή απαραίτητο για να κριθεί η αξιοπιστία κάποιων μαρτύρων, μπορεί να οδηγήσει ένα δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε επαρκώς την υπόθεση της ή ότι ο κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (Δέστε:  Αχιλλέως κ.α. ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 632 και Κίτα (Αλ Καπόνε) ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ, 209).        Στην Κάππελος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ, 241, η μη εξέταση της πλαστικής σακούλας μέσα στην οποία ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά, για γενετικό υλικό, οδήγησε το Εφετείο σε παραμερισμό της καταδίκης. Θεωρήθηκε ότι η παράλειψη εκείνη, μαζί με άλλες παραλείψεις, δημιουργούσε ερωτηματικά ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου.   Η τελική αξιολόγηση των όποιων παραλείψεων των ανακριτικών αρχών επαφίεται στο δικαστήριο, το οποίο εξετάζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων.   

Συναφώς παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο, αφού προέβη σε ενδελεχή εξέταση της μαρτυρίας, κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο κουκουλοφόρος, στα γεγονότα της Λεμεσού, ήταν ο εφεσείων και όχι κάποιο πρόσωπο το οποίο ο εφεσείων ανέφερε ως Α. Α., που σύμφωνα με τη μαρτυρία, ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο.  Επίσης συμπέρανε ότι το πυροβόλο όπλο G-3, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στα γεγονότα της Λεμεσού εναντίον του Ειδικού Αστυφύλακα Α.Θ., ήταν το ίδιο πυροβόλο όπλο που βρέθηκε λίγες μέρες μετά, στις 29.4.2014, στην κατοχή του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, στη Λάγια.  Επί του όπλου αυτού, τεκμηρίου 43, ανευρέθηκε γενετικό υλικό, τόσο του εφεσείοντα όσο και του Ειδικού Αστυφύλακα Α. Θ., σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 56, κ. Κ..    Το Κακουργιοδικείο συμπέρανε ότι το πυροβόλο όπλο, τεκμήριο 43, που κατείχε ο εφεσείων στη Λάγια, ευθυνόταν για τον πυροβολισμό που δέχθηκε ο Α.Θ. στα σκαλιά της κατοικίας του εφεσείοντα, στη Λεμεσό.   Σχετική ήταν και η μαρτυρία του Μ.Κ. 33, Ε..   Η προαναφερόμενη μαρτυρία, κατά την εκτίμηση μας, ήταν επαρκής για να οδηγηθεί το Κακουργιοδικείο στα προαναφερόμενα συμπεράσματα.  Η μη εξέταση για ανεύρεση γενετικού υλικού των προαναφερομένων μαρτύρων, αναφορικά με τα τεκμήρια 43 και 44, δεν δημιουργεί οποιοδήποτε κενό η αμφιβολία στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, ούτε και θεμελιώνει οποιαδήποτε παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη.  Όπως αναφέραμε, ο εφεσείων είχε δικαίωμα να ζητήσει από το Κακουργιοδικείο να εξεταστούν τα τεκμήρια 43 και 44 από δικό του μάρτυρα, ο οποίος στη συνέχεια θα έδινε μαρτυρία στο δικαστήριο.    Η τυχόν ανεύρεση γενετικού υλικού των τριών προαναφερόμενων μαρτύρων, οι οποίοι είχαν άμεση εμπλοκή στο επεισόδιο στη Λάγια, δεν θα είχε οποιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, όπως δεν είχε και η ανεύρεση γενετικού υλικού του Ειδικού Αστυφύλακα Θ. στο τεκμήριο 43, δεδομένου ότι ο κ. Θ. ήταν αυτός που πάλεψε, ουσιαστικά, με τον εφεσείοντα πάνω στα σκαλιά της πολυκατοικίας όπου διέμενε ο εφεσείων, στην οδό ’., στη Λεμεσό.              

 

Η μη εξέταση του τεκμηρίου 44 για πιθανή ανεύρεση  γενετικού υλικού των Μ.Κ. Μ., Τ. και Ξ., υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και ιδιαίτερα των γεγονότων που έλαβαν χώραν στη Λάγια και της εμπλοκής τους στη σύλληψη του εφεσείοντα ο οποίος είχε στην κατοχή του το τεκμήριο 44, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία και το ίδιο ισχύει και για τη μη επανεξέταση του πυροβόλου όπλου, τεκμηρίου 43, στη δεξιά του πλευρά, μετά τη μαρτυρία του Μ.Κ. 56, κ. Κ..  Όπως αναφέραμε ο εφεσείων είχε δικαίωμα να ζητήσει τα τεκμήρια 43 και 44 για να εξεταστούν από δικό του πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες.

 

Η μη παρουσίαση, από την Κατηγορούσα Αρχή-Εφεσίβλητη, των ενόρκων δηλώσεων που κατατέθηκαν προς υποστήριξη των αιτήσεων έκδοσης των ενταλμάτων συλλήψεως εναντίον του εφεσείοντα, τεκμηρίων 152 και 153, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρέασε το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη ή ότι του στέρησε οποιοδήποτε στοιχείο στην υπεράσπιση του, το οποίο εδικαιούτο.   Εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων δεν υπέδειξε οιανδήποτε σημασία τους και το θέμα παρέμεινε αίωλο, χωρίς αξία.  Περαιτέρω παρατηρούμε ότι είχε τη δυνατότητα κλήτευσης του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για παρουσίαση τους, εάν έκρινε ότι αυτές προσέδιδαν οτιδήποτε στην υπεράσπισή του, πράγμα που δεν έπραξε.

 

Η μη υπόδειξη στον εφεσείοντα σημαντικών τεκμηρίων, που βρέθηκαν στη σκηνή του εγκλήματος στη Λάγια, επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποστέρησε από τον εφεσείοντα οτιδήποτε που αφορούσε στο δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη.  Ο εφεσείων, όπως είχε κάθε δικαίωμα, σχολίασε το γεγονός αυτό και πρόβαλε τους δικούς  του ισχυρισμούς, οι οποίοι αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο και απορρίφθηκαν.  

 

Η μη εξέταση των ρούχων του Μ.Κ. 14 για πιθανή ανεύρεση πυρίτιδας σ΄ αυτά, ως στοιχείο που είχε σχέση με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του μάρτυρα εκείνου αναφορικά με το επεισόδιο στη Λεμεσό, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθ΄  οιονδήποτε τρόπο ότι επηρέαζε αρνητικά την αξιοπιστία του Μ.Κ. 14.   Ο Μ.Κ. 14 θεωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο ως υποδειγματικός μάρτυρας, της αλήθειας, για τους λόγους που το Κακουργιοδικείο σημείωσε στις σελ. 88-94 της απόφασης του.  Συναφώς το Κακουργιοδικείο, στη σελ. 93 της απόφασης του, αναφέρει ότι η παρουσία τέτοιου αστυνομικού στο Αστυνομικό Σώμα περιποιεί τιμή στην Αστυνομική Δύναμη και στην Κυπριακή Δημοκρατία γενικότερα.   Το Κακουργιοδικείο παρατήρησε συναφώς, στην ίδια σελίδα, ότι η εκδοχή του Μ.Κ. 14 αναφορικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώραν στα σκαλιά της πολυκατοικίας όπου διέμενε ο εφεσείων, στην οδό ’., στη Λεμεσό,   επιβεβαιώνεται πλήρως από την κατάθεση του εφεσείοντα, ημερ. 3.5.2014, τεκμήριο 186.   Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η μη εξέταση των ρούχων του Μ.Κ. 14 για πιθανή ανεύρεση πυρίτιδας σ΄ αυτά, επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο είτε την αξιοπιστία του μάρτυρα αυτού, είτε το δικαίωμα, σε δίκαιη δίκη, του εφεσείοντα.    Όσον αφορά τη μη εξέταση των ρούχων του εφεσείοντα για ανεύρεση πυρίτιδος σ΄ αυτά, αναφορικά με το επεισόδιο της Λάγιας, και πάλι θεωρούμε το στοιχείο αυτό ως μη ουσιαστικό, δεδομένης της αδιαμφισβήτητης εμπλοκής του εφεσείοντα στο επεισόδιο της Λάγιας, καθώς και της απόρριψης της αξιοπιστίας του ως μάρτυρα, από το Κακουργιοδικείο, όπως επεξηγείται λεπτομερώς στις σελ. 125-136 της απόφασης του.

 

Η λήψη παρειακού επιχρίσματος του εφεσείοντα, κατά παράβαση του περί Αστυνομίας Νόμου, διότι η διαταγή δεν δόθηκε από τον βαθμοφόρο που καθορίζει ο Νόμος, είναι τυπικό ζήτημα που δεν επηρεάζει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του εφεσείοντα.  Επαφίετο στη διακριτική ευχέρεια του Κακουργιοδικείου να δεχθεί το επίχρισμα, παρά την παρατυπία και αυτό έπραξε.   Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε εσφαλμένα ούτε και ότι προκάλεσε οποιανδήποτε αδικία στον εφεσείοντα.

 

Οι δύο κυρίες, Δ. και R., δεν ήταν γραμμένες ως μάρτυρες κατηγορίας στο Κατηγορητήριο και δεν ήταν υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής-Εφεσίβλητης να τις καλέσει ή να τις προσφέρει για αντεξέταση.  Ο εφεσείων είχε δικαίωμα να τις κλητεύσει ο ίδιος, ως Μάρτυρες Υπεράσπισης, αν επιθυμούσε, πράγμα που δεν έπραξε.  Εν πάση περιπτώσει δεν αναφέρθηκε στο τι αφορούσε η τυχόν μαρτυρία τους - εάν βεβαίως κατέθεσαν στην Αστυνομία - ώστε το Δικαστήριο να εκτιμήσει το τυχόν βάρος που θα είχε, στην έκβαση της υπόθεσης.

 

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε στο Ινστιτούτο Γενετικής, για την ανεύρεση γενετικού υλικού επεξηγήθηκε πλήρως από τον Μ.Κ. 56, κ. Κ. και δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στη διαδικασία αυτή.   Ο Μ.Κ. 56 είναι πραγματογνώμονας-γενετιστής, έδωσε στο δικαστήριο όλα τα δεδομένα για να εξαγάγει το δικαστήριο τα συμπεράσματά του και θεωρήθηκε ως απόλυτα αξιόπιστος μάρτυρας.  Η μη παρουσία δύο βοηθών γενετιστών, κατά την εξέταση του γενετικού υλικού, δεν επηρέασε καθόλου τη διαδικασία ανεύρεσης γενετικού υλικού, ή τα δικαιώματα του εφεσείοντα, ούτε και προκάλεσε οποιανδήποτε αδικία σ΄ αυτόν.

      

Όσον αφορά την αμφισβήτηση της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων από το Κακουργιοδικείο, αυτή αφορά στους Μ.Κ. 49, 18, 14, 9, 15, 13, 5, 24, 26, 33, 41, 54 και 56 καθώς και την εξέταση του τεκμηρίου 4 (δέσμη φωτογραφιών), αλλά και την εκδοχή του κατηγορούμενου-εφεσείοντα ως προς το ακριβές σημείο σύλληψης του, στη Λάγια.   

 

Το Κακουργιοδικείο αφιέρωσε πολλές σελίδες στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά και της Υπεράσπισης.  Η ανάλυση την οποία έκαμε όλης της ενώπιον του μαρτυρίας ήταν ενδελεχής και προσεκτική.   Στους βασικούς μάρτυρες, όπως τον Μ.Κ. 14, τον Μ.Κ. 33, τον Μ.Κ. 41, τον Μ.Κ. 47, τον Μ.Κ. 56, τον Μ.Κ. 5, τον Μ.Κ. 26, τον Μ.Κ. 49 και τον Μ.Κ. 54, έδωσε ιδιαίτερη σημασία.  Τη μαρτυρία των Μ.Κ. 33 και Μ.Κ. 56 έκρινε με τα κριτήρια που κρίνονται οι μάρτυρες πραγματογνώμονες, ενώ για τους Μ.Κ. 41, 49 και 54 έκαμε και συλλογική αναφορά στη μαρτυρία τους.   Συγκεκριμένα, αναφορά στη μαρτυρία των τριών αυτών μαρτύρων, οι οποίοι ήταν, μαζί με τον εφεσείοντα, οι πρωταγωνιστές του επεισοδίου στη Λάγια, γίνεται στις σελ. 120-124 της πρωτόδικης απόφασης, με την κατάληξη ότι η μαρτυρία και των τριών μαρτύρων στα ουσιώδη γεγονότα δεν παρουσιάζει διαφορές ή τέτοιες διαφορές που να τους καθιστά αναξιόπιστους ή που να συνηγορούν υπέρ της απόρριψης της μαρτυρίας τους.  Αναφορά στη μαρτυρία του Μ.Κ. 41 εν εκτάσει, αλλά και των Μ.Κ. 49 και 54, κατ΄ επέκταση, γίνεται και στις σελ. 40-45 της πρωτόδικης απόφασης.   Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο, στις εκτιμήσεις και τα ευρήματα του και δεν βρίσκομε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ανατροπής τους.  

 

Για τον ίδιο τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη μαρτυρία του και τη σχολίασε απ΄ όλες τις απόψεις, σε συνάρτηση με την πραγματική μαρτυρία, την κατάθεση του και όλα τα άλλα σχετικά στοιχεία.     

 

Τις φωτογραφίες, τεκμήριο 4, επίσης τις έλαβε υπόψιν του και αναφέρθηκε σ΄ αυτές στην απόφασή του.  

 

Κατά την εκτίμηση μας και σύμφωνα με τη θεμελιωμένη αρχή ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, που παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα του δικαστηρίου, είναι σε πολύ καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία τους, απ΄ ότι είναι το Εφετείο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο για το οποίο θα ήταν ορθό και δίκαιο το Εφετείο να επέμβει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης (16ος, 32ος, 33ος, 34ος, 36ος , 37ος και 38ος) θα εξεταστούν στη συνέχεια, ξεχωριστά.

 

Ο 16ος λόγος αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη του Κακουργιοδικείου να προβεί σε αυτοπροειδοποίηση του ή να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία, ενόψει του γεγονότος ότι οι κύριοι παραπονούμενοι και οι κύριοι μάρτυρες κατηγορίας και στα δύο επεισόδια, ήταν όλοι τους αστυνομικοί.   Η αυτοπροειδοποίηση γίνεται συνήθως για μάρτυρες συνεργούς ή για ιδιοτελείς μάρτυρες, οι οποίοι έχουν δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν ή αλλότρια κίνητρα (Δέστε:  Papachrysostomou v. The Police (1988) 2 CLR, 55).   Στην Benedetto v. The Queen (2003) 1 W.L.R., 1545 το Ανακτοσυμβούλιο εξέτασε το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας μαρτύρων με αλλότρια κίνητρα.   Αυτοί είναι οι μάρτυρες που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης αλλά ενδιαφέρονται για την ελάφρυνση της δικής τους θέσης, στις περισσότερες περιπτώσεις εις βάρος των κατηγορουμένων.   Η έκταση και ο βαθμός της αυτοπροειδοποίησης του δικαστηρίου, σε τέτοιες περιπτώσεις, εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δέστε:  R. v. Beck (1982) 1 All E.R., 807).   Στην προκείμενη περίπτωση, εκτός από το γεγονός ότι οι κύριοι μάρτυρες κατηγορίας και παραπονούμενοι και στα δύο επεισόδια ήταν αστυνομικοί, κανένα άλλο στοιχείο δεν υπήρχε ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο να δείχνει ότι οι συγκεκριμένοι μάρτυρες (Μ.Κ. 14, 41, 49 και 54) δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου με σκοπό την απονομή της δικαιοσύνης αλλά για αλλότρια κίνητρα με προσωπικό συμφέρον.  Για τον Μ.Κ. 14, συγκεκριμένα, ο οποίος ήταν Ειδικός Αστυφύλακας, ο κατηγορούμενος-εφεσείων εισηγήθηκε ότι ο σκοπός του ήταν η μονιμοποίηση του στη θέση του Αστυφύλακα.  Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εισήγηση αυτή και συμφωνούμε με τη θέση του Κακουργιοδικείου.  Η εισήγηση του εφεσείοντα ευρίσκετο στο επίπεδο της υπόθεσης (assumption) χωρίς στέρεο έδαφος και χωρίς αξία.    Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης κρίνομε ότι δεν παρίστατο οποιαδήποτε ανάγκη για αυτοπροειδοποίηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ή για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Για τον 32ο λόγο έφεσης, που αφορά στη θεληματικότητα της κατάθεσης του εφεσείοντα, τεκμηρίου 186, παρατηρούμε ότι, ενώ ο εφεσείων είχε θέσει στο Κακουργιοδικείο ζήτημα εκβιασμού του αναφορικά με το ανήλικο παιδί του, το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, το είχε «απαγάγει» ουσιαστικά η Αστυνομία και το κρατούσε σε τόπο που ο ίδιος δεν γνώριζε, με σκοπό να αποσπάσει κατάθεση από αυτόν, τελικά ο εφεσείων απέσυρε το αίτημα του για διεξαγωγή δίκης εντός δίκης επιφυλάσσοντας, όπως είπε, τα δικαιώματα του να αντεξετάσει τους σχετικούς μάρτυρες κατηγορίας, πράγμα που έπραξε (Δέστε σελ. 1090-1096 των πρακτικών).    Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως αξιόπιστους τους σχετικούς μάρτυρες κατηγορίας οι οποίοι κατέθεσαν ότι κανένας εκβιασμός και καμιά απειλή δεν έγινε στον εφεσείοντα, ούτε και καμιά συναλλαγή με αυτόν με σκοπό την απόσπαση της κατάθεσης, τεκμηρίου 186.   Υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να γίνει δεκτός ούτε ο 32ος λόγος έφεσης, ο οποίος και απορρίπτεται.

 

Ο 33ος λόγος έφεσης αφορά στη μη απόδειξη των κατηγοριών για απόπειρα φόνου, δηλαδή των κατηγοριών 1, 11, 12 και 13.   Το Κακουργιοδικείο ασχολείται με το ζήτημα αυτό στις σελ. 150-162 της απόφασης του.   Όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο με αναφορά στην Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ, 416, συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος της απόπειρας φόνου (άρθρο 214(α) του Ποινικού Κώδικα) είναι η ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης θανάτωσης του θύματος με την παράνομη ενέργεια που επιχειρείται.   Στην έννοια της απόπειρας ενυπάρχει το στοιχείο της πρόθεσης για την ολοκλήρωση του εγκλήματος του φόνου.   Τα ίδια περίπου λέχθηκαν και στην Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ, 407 καθώς και στην Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ, 560.    Στην προκείμενη περίπτωση αναφορικά με την πρώτη κατηγορία, που αφορά στο επεισόδιο της Λεμεσού, γίνεται πλήρης παράθεση των γεγονότων στις σελ. 155-162 της πρωτόδικης απόφασης.   Το Κακουργιοδικείο βρίσκει, στη βάση της περιστατικής μαρτυρίας την οποίαν παραθέτει, ότι ο κουκουλοφόρος, στις 24.4.2014, είχε πρόθεση θανάτωσης του Ειδικού Αστυφύλακα Α.Θ..   Στη συνέχεια παραθέτει σωρεία λόγων για τους οποίους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κουκουλοφόρος στην περίπτωση εκείνη ήταν ο κατηγορούμενος-εφεσείων.   Αναφέρεται συγκεκριμένα στη θεληματική κατάθεση του εφεσείοντα, τεκμήριο 186, στο ότι το πρόσωπο που κατονόμασε ο εφεσείων ως τον κουκουλοφόρο, δηλαδή κάποιος Α.Α., ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στο επεισόδιο της Λεμεσού (τεκμήριο 43) βρέθηκε λίγες μέρες αργότερα, στις 29.4.2014, στην κατοχή του κατηγορούμενου-εφεσείοντα στη Λάγια και πάνω σ΄ αυτό βρέθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα και του Ειδικού Αστυφύλακα Α. Θ..    Το ίδιο πυροβόλο όπλο που κατείχε ο εφεσείων στη Λάγια ήταν αυτό που χρησιμοποιήθηκε για τον πυροβολισμό που δέχθηκε ο Α.Θ. στα σκαλιά της πολυκατοικίας της οδού ’..   Για το επεισόδιο στη Λάγια γίνεται ειδική αναφορά στις σελ. 40-45 της πρωτόδικης απόφασης.   Από τη «χαράδρα» ο εφεσείων, κρατώντας το ίδιο πυροβόλο όπλο G-3 (τεκμήριο 43), από θέση μάχης, έριξε ριπές στους Μ.Κ. 41, 49 και 54.   Το όπλο που χρησιμοποίησε ο εφεσείων και στα δύο επεισόδια, ο τρόπος που πυροβόλησε τα θύματα, η εγγύτητα του και στις δύο περιπτώσεις, με τους Μ.Κ. 14 στο πρώτο επεισόδιο και Μ.Κ. 41, 49 και 54 στο δεύτερο επεισόδιο, αλλά και τα λόγια που τους έλεγε που έδειχναν πρόθεση να επιφέρει το θάνατο τους, αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσείων πυροβόλησε τους προαναφερόμενους Μάρτυρες Κατηγορίας με πρόθεση να επιφέρει το θάνατο τους, όπως, λεπτομερώς, εξήγησε το Κακουργιοδικείο, και επομένως διέπραξε το ποινικό αδίκημα της απόπειρας φόνου εναντίον τους και στις δύο περιπτώσεις.

 

Τόσο τα ευρήματα, όσο και τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου γι΄ αυτό το ζήτημα, βασίζονται σε αξιόπιστη μαρτυρία και ορθή εφαρμογή των σχετικών νομικών αρχών και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης σ΄ αυτά.

 

Ο 34ος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη αξιολόγηση του ψέματος που είπε ο εφεσείων για το προαναφερόμενο ανύπαρκτο πρόσωπο Α.Α..   Το ψέμα ενός κατηγορούμενου, είτε εντός, είτε εκτός του δικαστηρίου, μπορεί να αξιολογηθεί από το δικαστήριο και να ληφθεί υπόψιν εις βάρος του αν ο σκοπός του ψέματος είναι να καλύψει την ενοχή του.   Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα και δέχθηκε την εκδοχή των μαρτύρων κατηγορίας και ειδικά του Μ.Κ. 14, για το επεισόδιο της Λεμεσού, έκρινε ότι η αναφορά του εφεσείοντα στο ανύπαρκτο πρόσωπο Α.Α. έγινε με σκοπό την απαλλαγή του εφεσείοντα από την ποινική ευθύνη για το επεισόδιο εκείνο.   Δεν βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην αναφορά του στο ψέμα που είπε ο κατηγορούμενος-εφεσείων.  

 

Ο 36ος λόγος έφεσης αφορά στην κατάθεση της κοινωνικής λειτουργού, κας Μ.Χ., τεκμήριο 187.   Η Λειτουργός Ευημερίας αναφέρεται στην επαφή της με τον ανήλικο γιό του εφεσείοντα, Χ.Ο., 4 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο οποίος, μεταξύ άλλων, της ανέφερε ότι ο πατέρας του έπαιζε πόλεμο με τους κακούς, οι οποίοι είχαν όπλα και έριχναν πυροβολισμούς.   Ανέφερε επίσης ότι και ο πατέρας του είχε όπλο.  Δεν θεωρούμε ότι έγινε οποιοδήποτε σφάλμα από το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με την αξιολόγηση της κατάθεσης, τεκμηρίου 187.

  

Ο 37ος λόγος έφεσης αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό σφάλμα του Κακουργιοδικείου ως προς το βάρος της απόδειξης και σε εσφαλμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, μη βασισμένα σε μαρτυρία.  Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτό το λόγο έφεσης.  Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται πάνω στα ευρήματα του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα γεγονότα και η νομική ανάλυση του πρωτόδικου δικαστηρίου πουθενά δεν φανερώνει ότι αυτό ανέτρεψε το βάρος της απόδειξης το οποίο βεβαίως βρισκόταν στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής-Εφεσίβλητης.

 

Αναφορικά με τον 38ο λόγο έφεσης, που αφορά στην ποινή, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπήρξε μεν αυστηρό με τον εφεσείοντα, η ποινή όμως των συνολικά 20 ετών που επέβαλε στον εφεσείοντα για τις δύο απόπειρες φόνου και τα άλλα ποινικά αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων, δεν είναι έκδηλα υπερβολική, υπό τις περιστάσεις.   Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε νομολογία αναφορικά με την επιβολή ποινών και ειδικά στην απόφαση Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ, 433, όπου εξετάστηκε το ζήτημα της επιβολής διαδοχικών ποινών, οι οποίες δεν πρέπει να επιβάλλονται για κατηγορίες που ουσιαστικά αποτελούν μέρος μιας ενιαίας συμπεριφοράς.  Επίσης η συνολική ποινή που επιβάλλεται, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν πρέπει να είναι υπερβολική υπό τις περιστάσεις (Δέστε:  Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ, 443.                          

 

Στην προκείμενη περίπτωση τα επεισόδια ήταν δύο διαφορετικά το ένα από το άλλο και δικαιολογούσαν την επιβολή διαδοχικών ποινών για καθένα από αυτά.   Επιπρόσθετα, ο εφεσείων βαρύνετο με προηγούμενες καταδίκες, μεταξύ των οποίων δύο απόπειρες φόνου, για τις οποίες καταδικάστηκε στις 7.8.1998 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού, και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 ετών.   Αποφυλακίστηκε στις 11.3.2008, ενώ στα πλαίσια άδειας που πήρε από τις φυλακές, διέπραξε άλλο αδίκημα παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών, για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών στις 19.7.2005.  Βεβαίως ουδείς καταδικάζεται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα.  Όμως το βεβαρυμένο ποινικό μητρώο του εφεσείοντα του στέρησε την επιείκεια που θα μπορούσε να έχει αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου και αν είχε παραδεχθεί τα ποινικά αδικήματα που διέπραξε.

 

Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε πως η προαναφερόμενη συνολική ποινή των 20 ετών που του επιβλήθηκε δεν ήταν έκδηλα υπερβολική ή εσφαλμένη από νομικής απόψεως.

 

Κατά συνέπεια τόσο η έφεση κατά της καταδίκης, όσο και η έφεση κατά της ποινής, απορρίπτονται.

 

 

                                                Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                 Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο