ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B186
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 262/2018)
(σχ. με 268/2018)
16 Μαΐου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη,
ΚΑΙ
xx GLAZKOV,
Εφεσίβλητος.
_ _ _ _ _ _
(Ποινική Έφεση Αρ. 268/2018)
(σχ. με 262/2018)
xxx GLAZKOV,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσείουσα στην 262/2018 και εφεσίβλητη στην 268/2018.
Ν. Φακοντής, για Ι. Παπαζαχαρία ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο στην 262/2018 και εφεσείοντα στην 268/2018.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η (E X - T E M P O R E)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 268/2018 υπήρξε κατηγορούμενος στην Ποινική Υπόθεση 4632/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Παραδέχθηκε ενοχή σε δύο κατηγορίες, πρώτον, ως προς το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και δεύτερο για παράβαση σήματος τροχαίας. Τα αδικήματα επεσυνέβησαν στις 20.7.2016, περί ώρα 9.00 το βράδυ, όταν ο εφεσείων, έχοντας συνοδηγό στο όχημά του, σε κάποιο σημείο της λεωφόρου Χρυσονέρας, στην Κισσόνεργα, με κατεύθυνση την Κάτω Πάφο, και όπου ο δρόμος διαχωρίζεται με συνεχόμενη άσπρη γραμμή, κατά παράβαση του εν λόγω σήματος τροχαίας, άρχισε να προσπερνά από τα δεξιά τα προπορευόμενά του οχήματα, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία και να συγκρουστεί με μοτοποδήλατο που οδηγείτο από την αντίθετη κατεύθυνση από νεαρό άτομο 17 ετών, το οποίο, δυστυχώς, απεβίωσε λόγω του συμβάντος. Το θύμα είχε εκτιναχθεί και κτυπήσει στο μπροστινό αριστερό μέρος και τον μπροστινό ανεμοθώρακα του οχήματος του εφεσείοντος, καταλήγοντας στο αριστερό κράσπεδο, το δε όχημα του εφεσείοντος μετά τη σύγκρουση δεν σταμάτησε, εισερχόμενο και πάλι στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία του και, αφού χρησιμοποίησε τα φρένα, ακινητοποιήθηκε εν τέλει μετά από απόσταση 58 μέτρων.
Όπως προαναφέρθηκε, ο εφεσείων παραδέχθηκε τις κατηγορίες και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τα γεγονότα από την Κατηγορούσα Αρχή και την αγόρευση προς μετριασμό της ποινής από τον ευπαίδευτο συνήγορό του, κατέληξε να επιβάλει ποινή φυλάκισης 18 μηνών στην πρώτη κατηγορία της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης οδήγησης, καμία ποινή στη δεύτερη κατηγορία, πλέον οκτώ βαθμούς ποινής, ενώ του αποστέρησε και την άδεια οδήγησης για σύνολο 24 μηνών.
Το Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφασή του, που εκτείνεται σε 29 σελίδες, πλήρως όλα τα γεγονότα, ανέλυσε την έννοια της πρώτης κατηγορίας, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, αναφέρθηκε σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν υπόψη του και επέβαλε τις προαναφερθείσες ποινές, ενασκώντας ανάλογη δικαστική κρίση. Δεν ανέστειλε την ποινή που επιβλήθηκε, παρά την εισήγηση του εφεσείοντος.
Οι ποινές που επιβλήθησαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι ενώπιον του Εφετείου σήμερα και από τις δύο πλευρές. Η μεν Δημοκρατία, με την Ποινική Έφεση αρ. 262/2018, παραπονείται ότι η ποινή που επιβλήθηκε ήταν εκδήλως ανεπαρκής, ιδιαιτέρως εφόσον το Δικαστήριο αναγνώρισε το πρόβλημα των θανατηφόρων τροχαίων δυστυχημάτων και θα έπρεπε να επέβαλλε, προς επίρρωση της ασφάλειας του κοινού, πιο αυστηρή ποινή, ο δε εφεσείων, όπως προαναφέρθηκε, με την Ποινική Έφεση αρ. 268/2018 παραπονείται ότι ήταν υπερβολική η ποινή υπό τις περιστάσεις, δεδομένου των προσωπικών του περιστάσεων, ενός νεαρού ατόμου, ο οποίος, λίγες μέρες πριν την επιβολή της ποινής, τέλεσε γάμο και ο οποίος, ως συνέπεια του τραγικού αυτού συμβάντος, έχασε και την εργασία του, ενώ έχει αποστερηθεί και της άδειας οδήγησης για περίοδο 24 μηνών, το οποίο σημαίνει ότι θα εξακολουθήσει και μετά την έκτιση της ποινής των 18 μηνών να παραμένει άνευ αδείας οδηγού, το οποίο θα δυσκολέψει τα πράγματα ακόμη περισσότερο.
Το Δικαστήριο είχε καταλήξει, μετά την παράθεση όλων των δεδομένων, ότι ο εφεσείων οδήγησε αλόγιστα, επικίνδυνα και απερίσκεπτα, όπως άλλωστε ήταν και η παραδοχή στην οποία προέβη στην πρώτη κατηγορία. Χαρακτήρισε τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος ως ιδιαίτερα σοβαρές, καθορίζοντας έτσι και το μέγεθος της αμέλειας του εφεσείοντος, ο οποίος έπρεπε να είχε αντιληφθεί την παρουσία του εξ αντιθέτου ελαύνοντος μοτοποδηλάτου και όφειλε να μην επιχειρούσε να εισέλθει εντός της εξ αντιθέτου λωρίδας κυκλοφορίας, λόγω της ύπαρξης της άσπρης συνεχόμενης γραμμής, σε σημείο που απαγορεύεται βεβαίως η προσπέραση. Η ενέργεια, όπως αναφέρθηκε από το Δικαστήριο, του εφεσείοντος να παρεκκλίνει από την πορεία του και να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση, ούτως ώστε το θύμα να είχε αυτή την τραγική κατάληξη, παρόλο που η πορεία του ήταν ευδιάκριτη.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543 και Βίκτωρας Τιμοθέου ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 671, καθώς και σε άλλες, για να λάβει καθοδήγηση ως προς το ποινικό μέτρο το οποίο καλείτο να επιλέξει. Αφού αναφέρθηκε στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος και που περιλάμβαναν, όπως έχει ήδη αναφερθεί και την αμέσως προ της επιβολής της ποινής σύναψη γάμου, ότι το συνολικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι και την ημέρα επιβολής της ποινής ανερχόταν στα δύο χρόνια, θεώρησε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος ήταν τέτοια που επιβαλλόταν η άμεση ποινή φυλάκισης. Δε θεώρησε ως μετριαστικό παράγοντα την «ταλαιπωρία», όπως το έθεσε το Δικαστήριο που αντιμετώπισε ο εφεσείων ένεκα των όρων που είχαν τεθεί προς εξασφάλιση της εκάστοτε παρουσίας του στο Δικαστήριο. Έλαβε υπόψη τη θέση ότι, τυχόν στέρηση της άδειας οδήγησης, θα του δημιουργούσε ιδιαίτερο πρόβλημα στην εργασία του, εφόσον χρειαζόταν 20 λεπτά οδήγησης για να μεταβεί σε αυτή και ότι, κατά τα άλλα, η άδεια οδήγησης ήταν απαραίτητη για να μεταφέρει τη σύζυγό του στη δική της εργασία, αλλά και για να διεκπεραιώνονται όλες οι καθημερινές υποχρεώσεις μιας οικογένειας.
Οι μετριαστικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του λευκού ποινικού μητρώου, του νεαρού της ηλικίας του εφεσείοντος και όλα τα άλλα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, καθόρισαν το ποινικό μέτρο στους 18 μήνες, τους οκτώ βαθμούς ποινής και τη στέρηση άδειας για 24 μήνες. Εξέτασε το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης, όπως είχε εισηγηθεί ο συνήγορος του εφεσείοντος, και αποφάσισε με βάση τη σχετική νομολογία στην οποία έκαμε παραπομπή ότι δεν δικαιολογείτο και δεν συνέτρεχαν λόγοι αναστολής.
Η Δημοκρατία στη δική της έφεση εισηγείται ότι τα περιστατικά ήταν ιδιαίτερα σοβαρά και η ποινή, η οποία επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, δεν αντανακλούσε τη ανάγκη της αποτρεπτικότητας, ούτε τη σοβαρότητα του αδικήματος, και δεν εξυπηρετείτο ο σκοπός της τιμωρίας του εφεσίβλητου. Κατά τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου για την εφεσείουσα Δημοκρατία, υπήρξε σφάλμα αρχής και, επομένως, καταδεικνυομένης της έκδηλα ανεπαρκούς ποινής, εφόσον δεν ικανοποιείται ούτε ο σκοπός του Νόμου, ούτε προστατεύεται επαρκώς το κοινό, το Εφετείο πρέπει να επέμβει, ώστε να αποκαταστήσει το αίσθημα δικαίου.
Η συνήγορος αναφέρθηκε στα περιστατικά της υπόθεσης, τονίζοντας τα όσα ήσαν επιβαρυντικά της συμπεριφοράς του εφεσείοντος, ο οποίος αγνόησε απαγορευτικό σήμα τροχαίας και, μάλιστα, κατά τρόπο που ήταν συνεχής, ούτως ώστε στο τέλος της ημέρας να απωλέσει τη ζωή του ένα νεαρό άτομο των 17 ετών. Εν συντομία, η συνήγορος αναφέρθηκε στο θέμα ότι τα περιστατικά της υπόθεσης και η απώλεια ζωής ενός νεαρού ατόμου ήταν στοιχεία ιδιαίτερα επιβαρυντικά, ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να έπρεπε να επιβάλει πιο αυστηρή ποινή, εφόσον τα θανατηφόρα δυστυχήματα βρίσκονται σε έξαρση και αποτελούν μάστιγα για την κοινωνία. Έδωσε, προς τούτο, δυσανάλογη βαρύτητα, κατά τη θέση της, στις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη, αναγνωρίζοντας, μόνο φραστικά, ότι τα αδικήματα της μορφής αυτής θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αυστηρά και με ανάλογη αποτρεπτική ποινή.
Από την άλλη, ο ίδιος ο εφεσείων θεωρεί στη δική του έφεση ότι το Δικαστήριο απέτυχε να εξατομικεύσει την ποινή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να του επιβάλει την αρμόζουσα εκείνη ποινή που οι περιστάσεις της υπόθεσης υποδείκνυαν, ενώ δεν έπρεπε να του αποστερήσει την άδεια οδήγησης για 24 μήνες. Ιδιαιτέρως, όφειλε να ανέστελλε την ποινή φυλάκισης, ούτως ώστε ο εφεσείων για την απερίσκεπτη, στιγμιαία του πράξη να μην τιμωρηθεί ιδιαίτερα.
Και οι δύο πλευρές έχουν αναφερθεί σε νομολογία επί των θανατηφόρων δυστυχημάτων, έχει όμως τονισθεί πλειστάκις και, κατά συστηματικό τρόπο, ότι το ποινικό μέτρο καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει και την προς τούτο ανάλογη ευθύνη. Το Εφετείο επεμβαίνει όπου η ποινή είναι εκδήλως ανεπαρκής ή υπερβολική ή άλλως πως αναδεικνύει σφάλμα αρχής. Σχετικές αποφάσεις είναι οι Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 42, Αbunazha ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, Bezanidis ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 785 και Ελ Χαπιρ Ναζίπ ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 808, ECLI:CY:AD:2014:B880.
Στη νομολογία είναι γεγονός ότι βρίσκονται υποθέσεις και προς αυστηρότερη κατεύθυνση σε σχέση με θανατηφόρα δυστυχήματα και προς επιεικέστερη αναφορικά με το είδος αυτών των δυστυχημάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα δυστυχήματα αυτού του είδους θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αυστηρότατα, με δεδομένο ότι ένα άτομο χάνει τη ζωή του, λόγω της απερίσκεπτης και πολλές φορές εγωιστικής συμπεριφοράς και ενέργειας ενός άλλου ατόμου. Το ποινικό μέτρο, όμως, καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο, ενδεχομένως, να επέβαλλε μια διαφορετική ποινή στον παρόντα εφεσείοντα υπό τις συνθήκες που έχουν καταγραφεί προηγουμένως και έχουν αναλυθεί διεξοδικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δε διαπιστώνεται, όμως, σφάλμα αρχής, είτε προς την μια κατεύθυνση, είτε προς την άλλη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ιδιαίτερα επιμελές στο να καταγράψει όλες τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων τα οποία παραδέχθηκε ο εφεσείων, να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά του ως ιδιαίτερα σοβαρή, να τονίσει την ανάγκη για την επιβολή αυστηρών ποινών, μέσα στο πλαίσιο της νομολογίας, και, από την άλλη, να θέσει υπόψη του και όλες τις μετριαστικές εκείνες συνθήκες οι οποίες συνυπολογίστηκαν προς όφελός του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας όλους τους παράγοντες, θεώρησε ορθό να επιβάλει την ποινή των 18 μηνών άμεσης φυλάκισης, χωρίς να δώσει αναστολή, να επιβάλει βαθμούς ποινής και να αποστερήσει τον εφεσείοντα από την άδεια οδήγησης για 24 μήνες.
Όπως έχει αναφερθεί, η νομολογία αποκλίνει ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες, τα δεδομένα και τα γεγονότα κάθε υπόθεσης. Από την ώρα, όμως, που δε διαπιστώνεται ότι η πρωτόδικη κρίση εμπεριέχει σφάλμα αρχής, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, το Εφετείο δεν είναι ορθό να επέμβει, με αποτέλεσμα να υποκαταστήσει τη δική του κρίση, ενεργώντας στην ουσία ως πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν είναι αυτός ο ρόλος του Εφετείου. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώνει σφάλμα αρχής στη βάση της νομολογίας. Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και, επομένως, ούτε η μια έφεση, ούτε η άλλη έφεση μπορούν να επιτύχουν.
Ως αποτέλεσμα, αμφότερες απορρίπτονται.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ