ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σ. Αργυρού, για τον Εφεσείοντα. Α. Ματθαίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-05-31 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 141/2017, 31/5/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B202

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 141/2017)

 

31 Μαΐου 2019

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

xxx ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,

Εφεσείων

-         ν.  -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

--------------------------------------------

 

Σ. Αργυρού, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ματθαίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

----------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αντιμετώπισε υπόθεση εισαγωγής ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β΄ και  κατοχής με σκοπό την προμήθεια και κατηγορίες για συνωμοσία στην Ελλάδα και Κύπρο προς διάπραξη των προαναφερθέντων αδικημάτων.  Η συνολική ποσότητα κάνναβης αφορούσε 12 κιλά και 944 γραμμάρια και τα αδικήματα της συνομωσίας φέρονταν να είχαν διαπραχθεί μεταξύ Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 2015, της εισαγωγής στις 15.12.2015 και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια στις 16.12.2015. 

 

        Τα γεγονότα της υπόθεσης συνοπτικά παρέπεμπαν στην εισαγωγή στη Δημοκρατία από την Ελλάδα μέσω της εταιρείας ταχυμεταφορών DHL της πιο πάνω ποσότητας σε κιβώτια που παραδόθηκαν σε συγκεκριμένη διεύθυνση στην Αγλαντζιά από την οποία διεύθυνση στη βάση οδηγιών του εφεσείοντος παρουσιάστηκε ο Ε. Μ., Μ.Κ.10, ο οποίος παρέλαβε τα κιβώτια, ενώ στο μέρος μετέβη και ο Ν. Χ., Μ.Κ.6, (πρώην συγκατηγορούμενος 3), ο οποίος στη βάση οδηγιών του εφεσείοντος τα μετέφερε στο χώρο στάθμευσης της υπεραγοράς Αθηαινίτη στην Παλλουριώτισσα για να τα παραλάβει ο τελευταίος.  Κατά τη διαδρομή ο Μ.Κ.6 ανακόπηκε και συνελήφθη από την αστυνομία, ενώ συνελήφθη και ο Μ.Κ.10.  Συνελήφθησαν επίσης ο εφεσείων, ο Μ. Π., αδελφός του, και ο Ζ. Ν., (πρώην συγκατηγορούμενος 2). Κατά το στάδιο της προσωποκράτησης για δεύτερη φορά όλα τα προαναφερόμενα πρόσωπα αφέθηκαν ελεύθερα με αποτέλεσμα να διαφύγουν στο εξωτερικό.  Ο εφεσείων συνελήφθη και παραδόθηκε στις Κυπριακές Αρχές δυνάμει Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκτελέστηκε στη Βουλγαρία, ο Z. Ν. συνελήφθη στην Ελλάδα, ενώ ο Ν. Χ. παραδόθηκε στις Κυπριακές Αρχές και εναντίον και των τριών αυτών προσώπων καταχωρήθηκε η υπό κρίση υπόθεση.  Ο N. Χ. πριν αρχίσει η ακροαματική διαδικασία παραδέχθηκε ενοχή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ ετών, ενώ για τον Ε. Μ. αποφασίστηκε η αναστολή ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα. Ο αδελφός του εφεσείοντος και κατηγορούμενος 1 ενώπιον του Κακουργιοδικείου, παρέμεινε καταζητούμενο πρόσωπο.  Ο Z. Ν. παραδέχθηκε διάφορες κατηγορίες και του επιβλήθηκε ποινή, αλλά δεν κλήθηκε τελικώς ως μάρτυρας κατηγορίας.

 

        Η όλη  υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίχθηκε ουσιαστικά στη μαρτυρία των δύο θεωρουμένων από το Κακουργιοδικείο συνεργών του εφεσείοντος, ήτοι, του Ν. Χ. που μετετράπη σε μάρτυρα κατηγορίας, αλλά και του Ε. Μ..  Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων είχε πρωτεύοντα ρόλο σε συμφωνία και με τη συμμετοχή άλλων προσώπων ώστε να εισαγόταν στη Δημοκρατία η επίδικη ποσότητα ναρκωτικών, η οποία θα παραλαμβανόταν από άλλα πρόσωπα, αλλά θα είχε ως τελικό αποδέκτη τον ίδιο.  Για την κατηγορούσα αρχή κατέθεσαν συνολικά 14 μάρτυρες και δηλώθηκαν ορισμένα παραδεκτά γεγονότα.  Εκ των μαρτύρων αυτών, οκτώ ήσαν αστυνομικά όργανα  που συμμετείχαν σε παρακολουθήσεις και στη διερεύνηση της  υπόθεσης, δύο ήσαν λειτουργοί της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ένας της MTN αναφορικά με την εκτέλεση διαταγμάτων αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, ένας ήταν ο υπάλληλος της DHL που παρέδωσε τα κιβώτια που περιείχαν ναρκωτικά, ενώ οι δύο τελευταίοι μάρτυρες ήσαν ο πρώην κατηγορούμενος 3, Ν. Χ. και ο Ε. Μ..  Όταν το Κακουργιοδικείο ικανοποιήθηκε ότι είχε αποδειχθεί εναντίον του εφεσείοντος εκ πρώτης όψεως  υπόθεση και τον κάλεσε να  υποβάλει υπεράσπιση, αυτός προέβηκε σε ανώμοτη δήλωση με την οποία αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη σε σχέση με τα γεγονότα, κατατέθηκαν δε και ορισμένα πρόσθετα παραδεκτά γεγονότα αναφορικά με τη διαδικασία έκδοσης του από τη Βουλγαρία.  Η γραμμή της  υπεράσπισης γενικώς όπως την κατέγραψε το Κακουργιοδικείο, ήταν ότι ο εφεσείων όχι μόνο δεν είχε σχέση με την υπόθεση, αλλά οι μάρτυρες κατηγορίες τον ενέπλεξαν μετά από υποδείξεις της ΥΚΑΝ, μέλη της οποίας έτρεφαν αρνητικά συναισθήματα γι΄ αυτόν από προηγούμενες υποθέσεις.  

 

        Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε την ενοχή του εφεσείοντος σε όλες τις κατηγορίες με μια απόφαση έκτασης 134 σελίδων, δεχόμενο τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής στην ολότητα της και απορρίπτοντας κατά την αναδίπλωση του σκεπτικού του, όλες τις νομικές αιτιάσεις που πρόβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντος.  Αποδέχθηκε ότι οι Μ.Κ.6 και Μ.Κ.10 ήταν όντως συνεργοί στη διάπραξη των εγκλημάτων, αλλά η μαρτυρία τους ήταν σαφής και ουσιαστική χωρίς να είχε κλονιστεί από την αντεξέταση, ήταν δε ουσιωδώς υποστηριζόμενη από την υπόλοιπη μαρτυρία.  Δεν χρειάστηκε να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία αφού το Κακουργιοδικείο δεν διατήρησε καμία απολύτως αμφιβολία ότι οι δύο συνεργοί και ο κάθε ένας χωριστά, εξιστόρησαν την πλήρη αλήθεια αναφορικά με τα γεγονότα χωρίς να είχαν παρασυρθεί από αλλότρια κίνητρα.  Ταυτόχρονα, απέρριψε τα όσα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης από την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος, αλλά και τα όσα είχαν λεχθεί στην ανακριτική του κατάθεση.  Η ανώμοτη του δήλωση αποτελούσε μια απλή τοποθέτηση προβάλλοντας την αθωότητα του χωρίς εντοπισμό στοιχείων ή γεγονότων που θα μπορούσαν να τύχουν αντιπαραβολής με την ένορκη ή άλλη μαρτυρία.  Απέρριψε επίσης και το περιεχόμενο της ανακριτικής κατάθεσης του δεδομένου ότι η θέση του ότι δεν γνώριζε τους Μ.Κ.6 και Μ.Κ.10, αλλά και τον Z. Ν., πρώην κατηγορούμενο 2, καταρριπτόταν από την προς το αντίθετο αξιόπιστη θέση των αστυνομικών οργάνων, αλλά και από τη θέση του ιδίου του συνηγόρου υπεράσπισης, ο οποίος στο τέλος της αγόρευσης του δήλωσε ότι ο εφεσείων δεν αρνείτο τη γνωριμία μέσω του αδελφού του με τον Μ.Κ.6, επιμένοντας όμως στον ισχυρισμό ότι δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση.

 

        Το Κακουργιοδικείο μετά από σχετική απόφαση και αφού τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων, επέβαλε στον εφεσείοντα διάφορες ποινές με ανώτερη αυτή των 14 ετών που αφορούσε την κατηγορία της εισαγωγής ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι, κάνναβης συνολικού βάρους 12 κιλών και 944 γραμμαρίων.  Την ίδια ποινή επέβαλε και στην κατηγορία 5, αναφορικά με την κατοχή με σκοπό την προμήθεια. 

        Ο εφεσείων προσβάλλοντας τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή εισηγήθηκε ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του και η νομοθεσία όσον αφορά το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και το διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων.  Παραπονείται επίσης ότι δεν αποκαλύφθηκε όλο το μαρτυρικό υλικό προς την  υπεράσπιση κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του εφεσείοντος να λάβει όλα τα έγγραφα, ενώ προστίθεντο και διάφοροι μάρτυρες κατά την πορεία της υπόθεσης σε σημείο που δικαιολογείτο το Κακουργιοδικείο να σταματούσε την περαιτέρω διαδικασία λόγω κατάχρησης.  Αποτελεί περαιτέρω εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο ήταν προκατειλημμένο για διάφορους λόγους που εξηγούνται, λόγω επεμβάσεων του στη διαδικασία κατά τρόπο που ήταν φανερό ότι το Δικαστήριο δημιούργησε στον εαυτό του μια αρνητική εικόνα για τον εφεσείοντα, η οποία παρέμεινε τέτοια μέχρι το τέλος με αποτέλεσμα ο εφεσείων να μην είχε δίκαιη δίκη.  Πρόσθετα, το Κακουργιοδικείο έσφαλε στη μη αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας κρίνοντας τη μαρτυρία των συναυτουργών ατομικά, ενώ η μαρτυρία ήταν γεμάτη από κενά, αντιφάσεις και ήταν ύποπτη έχοντας σαφές προσωπικό και ουσιαστικό όφελος για τον κάθε ένα από αυτούς με τη μαρτυρία που έδωσαν.  Τέλος, εν πάση περιπτώσει τα υπό εκδίκαση αδικήματα δεν αποδείχθηκαν τόσο για πραγματικούς, όσο και για νομικούς λόγους.  Αναφορικά με την ποινή αυτή ήταν υπό τις περιστάσεις αφενός υπερβολική και αφετέρου άνιση, αναφορικά με την ποινική μεταχείριση των άλλων δύο συγκατηγορουμένων στους οποίους επιβλήθηκαν πολύ μικρότερες ποινές της τάξης των 2 ετών για τον πρώην κατηγορούμενο 2 και 8 ετών κατ΄ ανώτατο όριο στον πρώην κατηγορούμενο 3. 

 

        Η αντίθετη θέση της Δημοκρατίας είναι υποστηρικτική της απόφασης του Κακουργιοδικείου σε κάθε σημείο και θεωρεί ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν εύλογη και ακριβοδίκαιη έχοντας υπόψη την εκ μέρους του Δικαστηρίου στάθμιση και αξιολόγηση κατά τον ορθό τρόπο όλων των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του.  Στο πλαίσιο αυτό κρίθηκε ότι η εμπλοκή του εφεσείοντος στην υπόθεση ήταν η ουσιαστική παράμετρος της διακίνησης των συγκεκριμένων ναρκωτικών, με τον εφεσείοντα να είχε τον πρωταρχικό ρόλο στην υπόθεση. 

 

         Κατά τα υπόλοιπα, η Δημοκρατία θεωρεί ότι η διατύπωση του λόγου έφεσης όσον αφορά την κάλυψη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων είναι ασαφής και αόριστος και εν πάση περιπτώσει η μη κατάθεση της έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας ουδόλως επηρέαζε την αποδεκτότητα των δεδομένων τηλεπικοινωνίας ως τεκμήριο και ορθά το Δικαστήριο προχώρησε στην αποδοχή και ανάλυση των σχετικών δεδομένων.  Οι σχετικοί μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής είχαν με λεπτομέρεια επεξηγήσει όλα τα στοιχεία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, το δε Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε ότι δεν είχε εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα της έκδοσης των διαταγμάτων.  Η ερμηνεία των σχετικών αποφάσεων  του   Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου στις υποθέσεις C-203/15  και C-698/15, δεν επηρέαζε τη λήψη της μαρτυρίας και τη δυνατότητα αποκάλυψης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ιδιαιτέρως εφόσον η λήψη αυτή έλαβε χώραν δυνάμει εκδοθέντος διατάγματος Δικαστηρίου.  Η έγκριση από την αρμοδία αρχή δικαιολογούσε την πρόσβαση στα δεδομένα με στόχευση την πάταξη του εγκλήματος. 

 

         Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των συνεργών ήταν ορθή και το Κακουργιοδικείο με λεπτομέρεια κατέγραψε ότι ο εφεσείων είχε πρωτεύοντα ρόλο στην υπόθεση που μαζί με τη μαρτυρία της παρακολούθησης των συνεργών, η οποία παρέμεινε στο σύνολο της αναντίλεκτη, ενέπλεκε τον εφεσείοντα χωρίς αμφιβολία και αυτό ήταν και το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στις πρωτόδικες διαπιστώσεις αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και στην προκείμενη υπόθεση δεν υφίσταται ουσιαστικός λόγος για την ανατροπή αυτής της αξιολόγησης.  Ως προς τη διαδικασία του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και την παραβίαση του Κανόνα Ειδικότητας, η θέση του Κακουργιοδικείου ότι το Ευρωπαϊκό εκδοθέν ένταλμα αναφερόταν σε αδικήματα που συνδέονταν άμεσα με τη λήψη της σχετικής πληροφορίας και τη σύλληψη των πέντε προσώπων ήταν ορθή και ο Κανόνας της Ειδικότητας δεν έχει στην περίπτωση παραβιαστεί εφόσον για όλα τα αδικήματα ήταν επιτρεπτή ακόμη και η μεταβολή του κατηγορητηρίου και εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων δεν διώχθηκε, ούτε καταδικάστηκε, ούτε στερήθηκε της ελευθερίας του για πράξη αξιόποινη που τελέστηκε πριν την παράδοση του, είτε για πράξη διαφορετική από εκείνη που περιγραφόταν στο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. 

 

        Ως προς το σύνολο του μαρτυρικού υλικού, η Κατηγορούσα Αρχή έδινε χωρίς καθυστέρηση όλο το μαρτυρικό υλικό το οποίο ήταν στα χέρια της δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον εφεσείοντα να αντεξετάζει επί του περιεχομένου του υπό αναφορά υλικού τους μάρτυρες κατηγορίας που σχετίζονταν με αυτό.  Περαιτέρω, ο εφεσείων είχε από την αρχή το ίδιο το εκδοθέν διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και η αίτηση για αποκάλυψη είχε δοθεί εκ των υστέρων και δεν υπήρχε εν πάση περιπτώσει οτιδήποτε που επηρέαζε τα δικαιώματα του εφεσείοντος.  Επίσης είχε δοθεί το ημερολόγιο ενεργείας της αστυνομίας και παραδόθηκε στην υπεράσπιση για σκοπούς αντεξέτασης, ενώ και το ίδιο το ημερολόγιο κατατέθηκε ως Τεκμήριο μεταγενέστερα από το πρόσωπο που το είχε συμπληρώσει.  Όσον αφορά την προσθήκη τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας, σε κάθε περίπτωση είχε ζητηθεί η άδεια από το Δικαστήριο το οποίο και ενέκρινε την προσθήκη, ενώ οι μάρτυρες αυτοί προστέθηκαν χωρίς ένσταση από μέρους του εφεσείοντος.  Τέλος, ουδεμία μομφή περί προκατάληψης εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ευσταθεί και δεν υπήρξαν παρεμβάσεις τέτοιες που να δικαιολογούν ή να δίνουν έρεισμα ως προς το αμερόληπτο και το αντικειμενικό της διαδικασίας και της σχετικής κρίσης του. 

 

        Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης, θεωρείται ορθό όπως αποφασιστεί το θέμα της αξιολόγησης επί της αξιοπιστίας των δύο βασικών μαρτύρων που ήταν συνεργοί.  Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι η ευθύνη για την αξιολόγηση βαρύνει πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει το πλεονέκτημα να παρακολουθήσει επισταμένα τους μάρτυρες και να αξιολογήσει τις θέσεις και απαντήσεις τους μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης.  Η πρωταρχική αυτή αξιολόγηση που γίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καταλυτική σημασία διότι εφόσον αντικειμενικά ιδωμένη η αξιολόγηση σε συνάρτηση με τη λογική των πραγμάτων, την ανθρώπινη εμπειρία και τα δεδομένα της κάθε  υπόθεσης, η αξιολόγηση αυτή αναδύεται ως εύλογη, το Εφετείο δεν έχει λόγο να επέμβει, όπως είναι και η πάγια καθιερωμένη νομολογία.  Η επέμβαση είναι δυνατή μόνο εκεί όπου τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία ή η αξιολόγηση εμφανίζεται πλημμελής και με ανακόλουθη ή αντιφατική εκτίμηση των δεδομένων.  Η μαρτυρία πάντοτε, είτε άμεση, είτε περιστατική, περιλαμβανομένης και αυτής ενός συνεργού, αξιολογείται συνολικά με ενιαία προσέγγιση και όχι κατά τρόπο μικροσκοπικό ή αποσπασματικό δίνοντας υπερβολική σημασία σε ήσσονα δεδομένα.  Οι αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της από το Δικαστήριο ήταν εξ αντικειμένου λανθασμένη.  Η αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας γίνεται στη βάση ιδιαίτερα πειστικών λόγων.  Για όλα τα ανωτέρω, ενδεικτικές είναι οι αποφάσεις Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 241, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236, Σωτήρης Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409.

 

         Το Κακουργιοδικείο ανάλωσε πολλές σελίδες προς λεπτομερή καταγραφή της μαρτυρίας των Μ.Κ.6 και Μ.Κ.10.  Συγκεκριμένα, η μαρτυρία καταγράφηκε και αξιολογήθηκε από τις σελίδες 17 μέχρι και 62.  Για μεν τη μαρτυρία του Μ.Κ.6, το Δικαστήριο την εξέτασε και την αξιολόγησε επισταμένα από τις σελίδες 20 μέχρι 35.  Για δε τη μαρτυρία του Μ.Κ.10, η αξιολόγηση επεκτάθηκε από τη σελίδα 36 μέχρι και τη σελίδα 59.  Στο τέλος της αξιολόγησης αυτής, το Κακουργιοδικείο από τις σελίδες 59 έως 62, αντιπαράβαλε τις δύο μαρτυρίες και εξέτασε τις διαφοροποιημένες μεταξύ τους εκδοχές σε τρία σημεία με κατάληξη, μη αναιρετική της εν γένει αξιοπιστίας τους. 

 

        Δεν είναι βεβαίως η έκταση της καταγραφής της αξιολόγησης από το Κακουργιοδικείο που έχει πρωταρχική σημασία, παρόλο που η ενασχόληση του με τις πλήρεις λεπτομέρειες της μαρτυρίας αποτελεί ένδειξη της επιμέλειας με την οποία το Κακουργιοδικείο επιλήφθηκε των θεμάτων αυτών.  Σημασία έχει η επί της ουσίας αξιολόγηση αυτή καθ΄ αυτή και τα λεχθέντα υπό του Κακουργιοδικείου.  Αναγιγνώσκοντας τη μαρτυρία των Μ.Κ.6 και Μ.Κ.10 από τα πρακτικά, όπως αυτή η μαρτυρία αποτυπώθηκε και από το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην καθ΄ όλα εύλογη αξιολόγηση της μαρτυρίας των συνεργών.  Είναι πάρα πολλές οι λεπτομέρειες της μαρτυρίας ενός εκάστου και δεν χρειάζεται η επανακαταγραφή τους από το Εφετείο για σκοπούς της παρούσας απόφασης, διαφορετικά το Εφετείο θα ενεργούσε και θα κατέγραφε τη μαρτυρία ως να ήταν το Κακουργιοδικείο σε πρωτόδικη κρίση.  Εξ ου και η ιδιάζουσα σημασία μιας πρωτόδικης κρίσης.  Εκείνο το οποίο απορρέει από το σύνολο της μαρτυρίας των δύο συνεργών, είναι ότι ο εφεσείων λειτουργούσε με ένα σύστημα στο οποίο ενέπλεκε διάφορα άγνωστα μεταξύ τους άτομα με τη χρήση διαφόρων κινητών τηλεφώνων τα οποία παρέδιδε στους συνεργούς για να έχουν επικοινωνία μαζί του, με κινητά τηλέφωνα και/ή κάρτες τηλεφώνου που αγοράζονταν από την Αθήνα ειδικά γι΄ αυτό το σκοπό και χωρίς ο ένας συνεργός να γνωρίζει κατ΄ ανάγκην τον άλλο.  Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείτο από τον εφεσείοντα, τη συνδρομή άλλου ή άλλων ατόμων από την Ελλάδα, ήταν η χρησιμοποίηση ατόμων αγνώστων προς την αστυνομία, τα οποία θα μετέβαιναν στην Κύπρο για να παραλάβουν σε κιβώτιο ή κιβώτια ναρκωτικές ουσίες αναμένοντας την παράδοση τους από ταχυμεταφορέα αφού τα κιβώτια αυτά αποστέλλονταν από την Αθήνα στην Κύπρο.  Τα εμπλεκόμενα άτομα που έρχονταν στη Δημοκρατία πληρώνονταν από Ελλαδίτες συνεργούς του εφεσείοντα για να εμπλακούν σε αυτή τη «δουλειά», να παραλάβουν και να παραδώσουν τα ναρκωτικά σε άλλο πρόσωπο, με τελικό αποδέκτη τον εφεσείοντα, με τις κινήσεις τους να παρακολουθούνταν από τρίτα πρόσωπα τα οποία τους εντόπιζαν σε διάφορα σημεία της Λευκωσίας ή και αλλού και τους μετέφεραν σε ξενοδοχεία ή σπίτια μέχρι να τελειώσει η μεταφορά και παραλαβή των ναρκωτικών ουσιών και ακολούθως επέστρεφαν στην Αθήνα.

 

  Όταν τα άτομα αυτά έκαναν τη «δουλειά» αρκετές φορές, και ήσαν πλέον αναγνωρίσιμα, ο σύνδεσμος του εφεσείοντα στην Αθήνα έβρισκε νέα πρόσωπα.  Αυτό το νέο πρόσωπο στην περίπτωση της υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν ο Μ.Κ.10, ο οποίος εξήγησε σε λεπτομέρεια την εμπλοκή του στην υπόθεση, πώς στρατολογήθηκε από άλλο πρόσωπο στην Αθήνα και γιατί αποδέχθηκε, με ουσιαστικό λόγο την οικονομική ανάγκη.  Ο Μ.Κ.6 ήταν ο Κύπριος που ενεπλάκη στην υπόθεση και ο οποίος γνώριζε τον εφεσείοντα εφόσον ήταν φίλος με τον αδελφό του, ο οποίος αναζητείτο για την υπόθεση.  Τόσο η μαρτυρία του Μ.Κ.6, όσο και η μαρτυρία του Μ.Κ.10 ήταν λεπτομερέστατη ως προς την εμπλοκή του καθενός εξ αυτών σε βαθμό που εύλογα το Κακουργιοδικείο αποκόμισε την εντύπωση ότι η μαρτυρία τους ήταν απόρροια των όσων είχαν βιώσει και δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας τους ή καθ΄ υπόδειξη της αστυνομίας, όπως ήταν και η βασική  υπερασπιστική γραμμή.  Και οι δύο μάρτυρες αναφέρθηκαν σε τέτοιες λεπτομέρειες αρχίζοντας από την Ελλάδα όσον αφορά τον Μ.Κ.10 και τις κινήσεις τους στην Κύπρο όσον αφορά και τους δύο μάρτυρες, που δεν θα ήταν λογικό να υποτεθεί από οποιονδήποτε ότι όλη αυτή η μαρτυρία υποδείχθηκε στους μάρτυρες από την αστυνομία.  Η ανάγνωση της μαρτυρίας είναι αρκετή για να δώσει το στίγμα της συμμετοχής εκάστου και τον, σε κάποιο βαθμό, πολύπλοκο τρόπο με τον οποίο κινούνταν καθ΄ υπόδειξη του εφεσείοντα και άλλων βασικών συνεργών αυτού.  Με τον τρόπο που στηνόταν η επιχείρηση, ο εφεσείων στην ουσία παρέμενε αθέατος, εμφανιζόμενος όταν και εκεί που έπρεπε για να εξασφαλίσει την παραλαβή των ναρκωτικών.

 

Όπως και το Κακουργιοδικείο κατέγραψε, η μαρτυρία των δύο αυτών  ατόμων  συνήδε με το σύνολο της κατάθεσης των αστυνομικών μαρτύρων οι οποίοι στη βάση πληροφοριών περί μεταφοράς και παραλαβής ναρκωτικών, έθεσε υπό διακριτική παρακολούθηση τον εφεσείοντα και αποτύπωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου με λεπτομέρεια τις κινήσεις τόσο του ιδίου, όσο και του αδελφού του και άλλων εμπλεκομένων ατόμων, όπως τους Μ.Κ.10 και Z. Ν..  Καταγράφηκαν τα δεδομένα των δραστηριοτήτων των ατόμων αυτών, με τη χρήση συγκεκριμένου οχήματος, επισκέψεις σε ξενοδοχεία της Λευκωσίας, μετάβαση στα κατεχόμενα, κλπ.  Όλη αυτή η μαρτυρία που δεν χρειάζεται να επανακαταγραφεί μεταξύ άλλων και διότι δεν πλήττεται ευθέως με τους λόγους έφεσης παρά μόνο εμμέσως, έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο τόσο διότι η ίδια  η υπεράσπιση δεν την αμφισβήτησε, αλλά αντίθετα αποδέχθηκε μέρος της που αφορούσε τον εφεσείοντα, όσο και διότι είχαν τηρηθεί όλα τα εχέγγυα μιας μαρτυρίας που έστω και αν ήταν σε κάποιο βαθμό εξ ακοής, συνήδε με τις προϋποθέσεις του άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και δεν μιαίνετο από αλλότρια κίνητρα.

 

Το Κακουργιοδικείο αναγνωρίζοντας ευθύς εξ αρχής ότι οι Μ.Κ.6 και Μ.Κ.10 ήταν συνεργοί στη διάπραξη των αδικημάτων με τον εφεσείοντα, ορθά κατέγραψε την αναγκαιότητα επίδειξης μεγίστης προσοχής στην αντιμετώπιση τέτοιου είδους μαρτυρίας και της ενδεχόμενης ανάγκης αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας.  Η μαρτυρία ενός συνεργού εμπεριέχει βεβαίως εν δυνάμει κινδύνους λόγω της συμμετοχής του ή της σύμπραξης του στο έγκλημα.  Οι κλασσικές κατευθυντήριες γραμμές ως προς την αντιμετώπιση και αξιολόγηση τέτοιας μαρτυρίας έχουν καταγραφεί στη Zacharia v. The Republic (1962) 2 C.L.R. 52 και Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546.  Η αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού δεν μπορεί να διενεργείται απομονωμένα, αλλά υπό το φως της σύγχρονης εξέτασης και της υπόλοιπης μαρτυρίας διαπιστώνοντας ταυτόχρονα κατά πόσο υπάρχει ή όχι ενίσχυση από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία η οποία εμπλέκει τον κατηγορούμενο, εάν βεβαίως τέτοια ενισχυτική μαρτυρία κρίνεται υπό τις περιστάσεις μιας υπόθεσης  αναγκαία. 

 

Συνεργός ή συναυτουργός θεωρείται εκ προοιμίου ως σπιλωμένος μάρτυρας, ο οποίος ενδεχομένως να έχει κάθε συμφέρον να διαφοροποιήσει τη μαρτυρία του προς όφελος του εμπλέκοντας τον κατηγορούμενο στην υπόθεση ακόμη και σε θέματα που η δράση του τελευταίου να ήταν ανύπαρκτη ή ελάχιστη.  Και στη βάση του ότι δύο συναυτουργοί οι οποίοι καταθέτουν εναντίον ενός κατηγορουμένου δεν μπορούν να ενισχύσουν ο ένας τη μαρτυρία του άλλου, η αξιολόγηση ενός εκάστου πρέπει να γίνεται χωριστά και ανεξάρτητα ούτως ώστε να μην συναξιολογείται η μαρτυρία αυτή κατά τρόπο που η μαρτυρία του ενός να καλύπτει κενά στη μαρτυρία του άλλου εναντίον του κατηγορούμενου.  Στην απόφαση Tekinder Pal κ. ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - αναλύθηκε η όλη νομολογία για τον τρόπο αξιολόγησης συναυτουργού και μάλιστα όταν ο συναυτουργός σε κάποιο στάδιο μετατρέπεται σε μάρτυρα κατηγορίας. Διατυπώθηκε εκεί η άποψη ότι είναι δυνατή η μαρτυρία ενός συνεργού εναντίον ενός πρώην συγκατηγορουμένου του αφού τερματιστεί προηγουμένως η δίωξη εναντίον του.  Αυτή η δυνατότητα προσφέρεται για να παρακαμφθεί η αρχή ότι ένας κατηγορούμενος δεν είναι ικανός μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή εναντίον συγκατηγορουμένου του, (R. v. Payne (1950) 1 All E.R. 102).  Το πρόβλημα με αυτή τη μεθοδολογία είναι ότι δυσχεραίνεται η αξιολόγηση μιας τέτοιας μαρτυρίας από το Δικαστήριο διότι οι οποιεσδήποτε συναλλαγές ή εν δυνάμει συναλλαγές της κατηγορούσας αρχής με κατηγορούμενο πρόσωπο ή η με καθ΄ ομολογία συμμετοχική σχέση του στη διάπραξη του εγκλήματος, πρέπει αναμφίβολα να εξετάζονται με ιδιαίτερη περίσκεψη και επιφύλαξη τόσο ως προς τα γεγονότα που παρουσιάζονται από τους συναυτουργούς, όσο και ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας αυτής καθαυτής εφόσον προέρχεται από εγκληματικό στοιχείο.  Τέτοια είναι η προσοχή με την οποία ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τέτοιου είδους μαρτυρία που στο σύγγραμμα τους οι Roberts and Zuckerman: "Criminal Evidence" (2004) σελ. 225, προειδοποιούν ότι ο εναγκαλισμός συνεργών από την αστυνομία και την κατηγορούσα αρχή πρέπει να επιτηρείται επισταμένα και η ποινική διαδικασία να εφοδιάζεται με ένα μεγάλο και ανθεκτικό κουτάλι εάν είναι να συντρώγει με τον διάβολο. 

 

Πέραν της μετατροπής κατηγορουμένου σε μάρτυρα κατηγορίας εναντίον άλλου κατηγορουμένου αφού προηγουμένως παραδεχθεί και επιβληθεί ποινή, όπως έγινε εδώ με τον Μ.Κ.6, υπήρξε στην περίπτωση της πρωτόδικης δίκης και το φαινόμενο, ο έτερος των συνεργών, ο Μ.Κ.10, να μην είχε κατηγορηθεί καθόλου, αλλά αντίθετα να είχε χρησιμοποιηθεί από την κατηγορούσα αρχή ως μάρτυρας κατηγορίας έχοντας λάβει ουσιαστικά αμνηστία για τις πράξεις του.  Αναμφίβολα η παράνομη ενέργεια πρέπει να αντιμετωπίζεται ισότιμα και χωρίς διακρίσεις από την κατηγορούσα αρχή, διαφορετικά το αίσθημα της αδικίας ενδεχομένως να δικαιολογείται.  Η θεωρητική όμως προσέγγιση του δικαίου δεν βρίσκει πάντοτε ανάλογη πρακτική εφαρμογή, διότι με αυτό τον τρόπο και ελλείψει πολλές φορές ανεξάρτητης μαρτυρίας, το έργο της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης δυσχεραίνεται, σε βαθμό, ενίοτε, πλήρους αναχαίτισης.  Άλλωστε δεν μπορεί να απαγορευθεί σε εμπλεκόμενο ή κατηγορούμενο άτομο να παραδεχθεί ενοχή επιθυμώντας έτσι να αποδεχθεί ευθύνη για την παράνομη του δραστηριότητα και να ευελπιστεί σε κάποια ευνοϊκότερη μεταχείριση.  Αφορά πλέον το Δικαστήριο η επίδειξη της μέγιστης προσοχής στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων.

 

Το Κακουργιοδικείο, όπως ήδη έχει λεχθεί, ανέλυσε με μεγάλη προσοχή τη μαρτυρία των δύο συναυτουργών και δεν παραμένει αμφιβολία ότι επιτέλεσε με επάρκεια το δικαστικό του έργο καθοδηγούμενο ορθά από τη νομολογία.   Η διαπίστωση του ότι μπορούσε να βασιστεί εξ ολοκλήρου και χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας πάνω στη μαρτυρία των Μ.Κ.6 και Μ.Κ.10, δεν μπορεί να θεωρηθεί λανθασμένη.  Το Κακουργιοδικείο ενδιέτριψε πλήρως στην όλη μαρτυρία και από πλευράς λεπτομερειών επί των γεγονότων και από πλευράς της ποιότητας της.  Κατέληξε, και αυτή η κατάληξη αβάσιμα πλήττεται από τον εφεσείοντα, ότι και οι δύο συναυτουργοί ήταν αξιόπιστοι και εύλογα έγινε δεκτή η μαρτυρία τους χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.  Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η μαρτυρία ενός εκάστου ήταν αληθής και όχι κατασκευασμένη και είχε ελατήριο την ανάγκη να πουν την αλήθεια, ο κάθε ένας για δικούς του λόγους.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης πρέπει να εξεταστούν κατά λογική χρονολογική σειρά των γεγονότων.  Προηγείται έτσι η εξέταση των αφορώντων στην έκδοση τόσο του εθνικού, όσο και του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.  Εν ολίγοις η θέση του εφεσείοντος είναι ότι επί του πρώτου εντάλματος, ο αστυνομικός όρκος δεν δικαιολογούσε την έκδοση του, τόσο από πλευράς περιεχομένου, όσο και από την άποψη της χρονικής διάπραξης των αδικημάτων.  Δεν υπήρχε κατά την εισήγηση επαρκής μαρτυρία που θα οδηγούσε το Δικαστήριο να εκδώσει το ένταλμα σύλληψης, το οποίο συνεπώς δεν ήταν αιτιολογημένο, εκδοθέν χωρίς δικαιοδοσία.

 

Ο συνήγορος ορθώς αποκάλυψε ότι επί του εκδοθέντος αυτού εθνικού εντάλματος σύλληψης καταχωρήθηκε αίτηση προς λήψη άδειας για να εκδοθεί στην πορεία ένταλμα Certiorari, το οποίο όμως απορρίφθηκε με την απόφαση στην Περικλής Πολυδώρου, Πολ. Αίτηση αρ. 2/2017, ημερ. 26.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:D22.  Παρεμπιπτόντως να αναφερθεί ότι αυτή η αίτηση έγινε διαρκούσης της δίκης στο Κακουργιοδικείο και αφορούσε και το εθνικό ένταλμα, αλλά και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης.  Επί της απόρριψης ασκήθηκε έφεση, η οποία, όμως, όπως εξηγεί στο περίγραμμα του ο συνήγορος, απεσύρθη μετά από εισήγηση της Ολομέλειας διότι είχε οριστεί για εκδίκαση μετά την ολοκλήρωση της πρωτόδικης απόφασης στο Κακουργιοδικείο.  Επιφυλάχθηκε το δικαίωμα να εγερθούν τα επίδικα θέματα της αίτησης Certiorari κατά την παρούσα διαδικασία.

 

Είναι όμως νομολογιακά γνωστό ότι τα εντάλματα σύλληψης και έρευνας ελέγχονται ως προς τη νομιμότητα τους με προνομιακό ένταλμα, (Ροδοθέου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1043, Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207 και Έλληνας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17).  Εκφράστηκε στην Αρτέμης Κκολός, Πολ. Αίτηση αρ. 1/2017, ημερ. 31.1.2017, η θέση ότι ο έλεγχος της όλης διαδικασίας της έκδοσης τέτοιων ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας ως προς την ορθότητα τους στη βάση των στοιχείων και δεδομένων μπορούσε να επιτευχθεί και κατά τη δικάσιμο της κυρίως  υπόθεσης.  Προσφερομένου επομένως άλλου ένδικου μέσου η αναγκαιότητα ελέγχου του νομιμοποιητικού στοιχείου θα εξέλιπε, ενώ θα γινόταν σφαιρική εξέταση στο πλαίσιο της καθ΄ αυτής δίκης.  Η άποψη αυτή στηρίχθηκε εν μέρει και στα λεχθέντα στην Έλληνας - ανωτέρω - και στη Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1996) 1 Α.Α.Δ. 171. Ένα προνομιακό ένταλμα στις περιπτώσεις αυτές, δυνατόν και από πρακτικής πλευράς να απασχολήσει σχεδόν το σύνολο του Ανωτάτου Δικαστηρίου εφόσον εάν απορριφθεί το αίτημα πρωτοδίκως, αλλά εγκριθεί η χορήγηση της άδειας, από την Ολομέλεια κατ΄ έφεση, επιστρέφει στον πρωτόδικο Δικαστή, η απόφαση του οποίου και πάλι υπόκειται σε έφεση, αυτή τη φορά από οποιαδήποτε πλευρά.  Αυτό επιφέρει και ανάλογη καθυστέρηση, που δεν είναι ο αντικειμενικός στόχος ενός προνομιακού εντάλματος.

 

Η  θέση  που   εκφράστηκε   στην   πιο  πάνω   υπόθεση δεν έγινε  δεκτή  από  την   Ολομέλεια στη Αρτέμης Κκολός, Πολ. Έφ. αρ. 26/2017, ημερ. 26.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A202, η οποία έκρινε ότι δεν παρεχόταν άλλο ένδικο μέσο και δη αυτό της έφεσης εντασσομένης στο αποτέλεσμα της κρίσης Δικαστηρίου επί της ουσίας.  Επομένως, δεν μπορεί τώρα να συζητηθεί το ζήτημα της νομιμότητας του εντάλματος σύλληψης.  Αν ο εφεσείων ήθελε να ελέγξει τη νομιμότητα του δεν θα έπρεπε να αποσύρει την έφεση επί της απορριπτικής απόφασης στη διαδικασία του Certiorari.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, το αίτημα για Certiorari περιλάμβανε και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης.  Στη βάση των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, ούτε αυτό μπορεί να ελεγχθεί εκ των υστέρων, τουλάχιστον ως προς τη νομιμότητα του.  Δεν νοείται παρεμπίπτων έλεγχος.  Αν κάτι όμως θα μπορούσε να λεχθεί ως προς αυτό, σε σχέση με τον Κανόνα Ειδικότητας στον οποίο ο συνήγορος εστίασε ουσιαστικά την επιχειρηματολογία του είναι ότι δεν παρατηρείται καμιά παραβίαση του Κανόνα αυτού, ο οποίος αναφέρεται στην αναγκαιότητα  ο δικαζόμενος να μην διώκεται εν τέλει για πράξεις διαφορετικές από αυτές που αποτέλεσαν το  υπόβαθρο της έκδοσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος.

 

 Το Κακουργιοδικείο διατυπώνοντας την κρίση του επ΄ αυτού δεν δικαίωσε τις θέσεις του εφεσείοντα.  Και ορθά.  Ο εφεσείων βρισκόταν στο εξωτερικό όταν εκδόθηκε το Ευρωπαϊκό Ένταλμα και συγκεκριμένα στη Ρουμανία, επιχειρώντας όμως να επιστρέψει στην Κύπρο, το έπραξε μέσω Βουλγαρίας όπου συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση σε διαδικασία έκδοσης από Δικαστήριο.  Βρισκόταν σε λεωφορείο με Τουρκικούς αριθμούς εγγραφής και είχε μεταβεί στη Ρουμανία μέσω των κατεχομένων και της Τουρκίας.  Με τον ίδιο τρόπο θα επέστρεφε, δηλαδή, μέσω κατεχομένων και το Κακουργιοδικείο δεν ικανοποιήθηκε ότι ο εφεσείων είχε σκοπό να επιστρέψει στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας αυτοβούλως, γνωρίζοντας ήδη ότι είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης.

 

 Στο τέλος της ημέρας ο εφεσείων συγκατατέθηκε στην έκδοση του χωρίς να αποποιηθεί του Κανόνα Ειδικότητας, στη βάση του άρθρου 36(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου αρ. 133(Ι)/2004.  Όμως η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ήταν ότι τα αδικήματα που αιτιολόγησαν το Ευρωπαϊκό Ένταλμα και αυτά του κατηγορητηρίου ήταν τα ίδια, αφορώντα σε παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών, παράνομη κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος και παράνομη κατοχή ναρκωτικών.  Το κατηγορητήριο περιείχε, αναφορικά με τον εφεσείοντα, πέντε κατηγορίες, αλλά αυτά αφορούσαν τα ίδια ακριβώς αδικήματα με την προσθήκη δύο κατηγοριών περί συνωμοσίας, το δε Ευρωπαϊκό Ένταλμα συνδεόταν χρονικά με αδικήματα που είχαν διαπραχθεί πριν και/ή κατά την ημερομηνία λήψης των πληροφοριών περί διάπραξης τους στις 13.12.2015 και τη σύλληψη που ακολούθησε στις 16.12.2015.

 

Ο Κανόνας Ειδικότητας προστατεύει από την αυθαίρετη μεταχείριση του εκζητουμένου ώστε αυτός να μην βρίσκεται αντιμέτωπος με αδικήματα άλλα από αυτά για τα οποία εκδόθηκε το Ευρωπαϊκό Ένταλμα.  Μεταβολές στο κατηγορητήριο που αφορούν το χρόνο και τον τόπο διάπραξης είναι επιτρεπτές εφόσον δεν παραπέμπουν σε άλλα αδικήματα, αλλά απορρέουν από τα συλλεγέντα στοιχεία κατά τη διαδικασία έκδοσης του εντάλματος στη χώρα η οποία το εξέδωσε, (Leymann and Pustavarov C-388/08 PPU).  Τα αδικήματα για τα οποία εκδικάστηκε ο εφεσείων είναι τα  ίδια με αυτά του Ευρωπαϊκού Εντάλματος και είναι τα αυτά με την απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλγαρίας προς έκδοση του εφεσείοντος, όπως αυτή κατατέθηκε εκ συμφώνου.  Για μια πρόσφατη απόφαση επί της όλης εμβέλειας, σημασίας και ερμηνείας της Απόφασης-Πλαίσιο και της ημεδαπής νομοθεσίας, σχετική είναι και η Reinwald v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση αρ. 42/2019, ημερ. 23.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A159.

 

 Η υπόθεση R. v. Hartley του Εφετείου της Νέας Ζηλανδίας που μνημονεύεται στο σύγγραμμα του Andrew L-T Choo: Abuse of Process and Stays of Criminal Proceedings, 2η Έκδ., σε. 107-129, στο οποίο αναφέρθηκε η  υπεράσπιση, ακριβώς δείχνει ότι εδώ δεν πρόκειται για «disguised extradition», αλλά για μια καθόλα νόμιμη διαδικασία σύλληψης, έκδοσης, εκδίκασης και, τελικώς, καταδίκης.  Στη Hartley, ο κατηγορηθείς στη Νέα Ζηλανδία είχε συλληφθεί στην Αυστραλία και χωρίς η Αστυνομία της Νέας Ζηλανδίας να είχε αιτηθεί και να είχε εκδώσει ένταλμα σύλληψης, τηλεφώνησε στις αρχές της Αυστραλίας, η οποία τοποθέτησε τον καταζητούμενο στο επόμενο αεροπλάνο και τον έστειλε στη Νέα Ζηλανδία.  Το Εφετείο αποφάσισε ότι έστω και σ΄ αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο στη  Νέα Ζηλανδία είχε δικαιοδοσία εκδίκασης του ατόμου αυτού, δεδομένου ότι αν και εστάλη στη Νέα Ζηλανδία παράνομα, συνελήφθη στη συνέχεια νομίμως και τηρώντας τις ορθές διαδικασίες, παρουσιάστηκε ενώπιον Δικαστηρίου.  Το Εφετείο όμως ανέφερε ότι αν γινόταν η κατάλληλη αίτηση ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, πιθανόν το Δικαστήριο να δικαιολογείτο να απελευθέρωνε τον εφεσείοντα επειδή η ορθή τήρηση του Νόμου και των διαδικασιών είναι προαπαιτούμενη για την εμπέδωση του κράτους δικαίου, σ΄ ότι βεβαίως αφορούσε την παράδοση του από την Αυστραλία στη Νέα Ζηλανδία.

 

Όσον αφορά την Αίτηση του xxx Λώλου, Πολ. Έφεση  αρ. 320/2017, ημερ. 4.7.2018, εκεί μετά από ανάλυση του Κανόνα Ειδικότητας και της ερμηνείας της φράσης «αξιόποινης πράξης» που απαντάται στο άρθρο 27 εδάφιο 2 της Απόφασης-Πλαίσιο, κρίθηκε ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξακριβώνεται ότι τα στοιχεία που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη σύμφωνα με τη νομική περιγραφή εντός του κράτους-μέλους έκδοσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος είναι εκείνα για τα οποία παραδόθηκε ο καταζητούμενος και κατά πόσο υπάρχει επαρκής αντιστοιχία μεταξύ των όσων περιλαμβάνονται στο ένταλμα σύλληψης και της μετέπειτα κατηγορίας. Στην υπόθεση, ενώ υπήρχε στο κατηγορητήριο περιγραφή αδικήματος ως επισυμβαίνοντος στην Κύπρο και στην Ελλάδα, στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα είχε καταγραφεί ότι το αδίκημα είχε λάβει χώραν στην Κύπρο.  Σύμφωνα, όμως, με πρόνοια του Ελληνικού Νόμου, η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορούσε να αρνηθεί την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος όταν αυτό αφορούσε αδικήματα που κατά το δίκαιο της θεωρούνται ότι διαπράχθηκαν εν όλω ή εν μέρει στη δική της επικράτεια.  Πέραν τούτου στην υπόθεση υπήρξε παραδοχή από την κατηγορούσα αρχή ότι είχε πράγματι  παραβιαστεί η Αρχή της Ειδικότητας.  Επομένως, η υπόθεση αυτή δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα υπό κρίση γεγονότα.

 

Ως προς τους λόγους που αφορούν την αποδοχή των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, ο εφεσείων παραπονείται με διάφορες αιτιάσεις ως προς την ορθότητα της κατάληξης του Κακουργιοδικείου να αποδεχθεί τη σχετική μαρτυρία επί των δεδομένων αυτών που ενέπλεκαν τον εφεσείοντα.  Παραπονείται κατ΄ αρχάς ο εφεσείων ότι δεν φαίνεται να είχε ληφθεί η προηγούμενη έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για την εξασφάλιση διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, έγκριση που κατά το άρθρο 4(2) του Νόμου αρ. 183(Ι)/2007, είναι απαραίτητη.  Το σχετικό άρθρο πράγματι προνοεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται κατόπιν αιτήματος αστυνομικού ανακριτή να εγκρίνει αίτηση έκδοσης διατάγματος το οποίο δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 4, πρέπει να σχετίζεται με την εξασφάλιση δεδομένων που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος.  Η αίτηση, δυνάμει του εδαφίου (3), για έκδοση τέτοιου διατάγματος γίνεται εγγράφως απευθυνόμενη στο Δικαστήριο, εγκρίνεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, και περιέχει πληροφορίες και στοιχεία σύμφωνα με τα όσα διεξοδικά αναφέρονται στις υποπαραγράφους (α) μέχρι (ε). 

 

 Το Κακουργιοδικείο επί του θέματος έκρινε ότι το ζήτημα της προηγούμενης έγκρισης του αιτήματος για αποκάλυψη δεδομένων από τον Γενικό Εισαγγελέα δεν είχε τεθεί ενώπιον του, ούτε και απασχόλησε οποιαδήποτε πλευρά.  Η έγκριση αυτή εν πάση περιπτώσει αφορούσε σε τυπικό ζήτημα υπό την έννοια ότι δεν αποτελούσε τη μαρτυρία επί της οποίας το Δικαστήριο θα ενεργούσε αποδεχόμενο ή απορρίπτοντας την αίτηση, η δε ύπαρξη της έγκρισης στην κανονική πορεία των πραγμάτων ελέγχεται καθηκόντως από τον αρμόδιο Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή ενώπιον του οποίου τίθεται η αίτηση για αποκάλυψη.  Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι υπό τις περιστάσεις, και, κατ΄ αναλογίαν προς τα όσα ισχύουν αναφορικά με εντάλματα έρευνας και σύλληψης, δεν είχε τη δυνατότητα ή εξουσία  ελέγχου της νομιμότητας της έκδοσης του οποιουδήποτε διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. 

 

Η πιο πάνω θέση είναι ορθή.  Έχει ήδη καταγραφεί το  νομικό πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας ενός εντάλματος έρευνας ή σύλληψης και το ίδιο ισχύει και για ένα διάταγμα αποκάλυψης δεδομένων.  Δεν νοείται να γίνεται εκ των υστέρων έλεγχος της νομιμότητας ενός τέτοιου διατάγματος το οποίο δεν προσεβλήθη με προνομιακό ένταλμα και για το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν ηγέρθηκε οποιαδήποτε ένσταση, τουλάχιστον όσον αφορά την ύπαρξη προηγούμενης έγκρισης από τον Γενικό Εισαγγελέα. Δεν πρόκειται για περίπτωση εξασφάλισης παρανόμως των όποιων τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ώστε να είχε νόημα το παράπονο του εφεσείοντος.  Η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα θεωρείται εφόσον δεν αμφισβητήθηκε να  υπήρχε και εκείνο το οποίο ενδιαφέρει εδώ είναι το αξιόπιστο της σχετικής μαρτυρίας που αφορούσε σε αυτού του είδους τα δεδομένα. 

 

 Ο εφεσείων παραπονείται σχετικά επίσης ότι δεν ήταν σαφές το πλαίσιο κατάθεσης των αποκαλυφθέντων τηλεπικοινωνιακών δεδομένων εφόσον υπήρξαν δύο διατάγματα αποκάλυψης από το Δικαστήριο μετά από τον εντοπισμό λαθών στο πρώτο διάταγμα το οποίο εκδόθηκε. Συγκεκριμένα, στη βάση σχετικής ένορκης δήλωσης εκδόθηκε το Διάταγμα αρ. 257/15 μετά από αίτηση και ένορκη δήλωση ημερ. 17.12.2015 και στη συνέχεια με μεταγενέστερη ένορκη δήλωση στις 22.12.2015, εκδόθηκε νέο Διάταγμα το υπ΄ αρ. 264/15.  Όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε οτιδήποτε το επιλήψιμο στη διαδικασία αυτή δεδομένου ότι με ειλικρίνεια κατατέθηκε από τους μάρτυρες και ιδιαίτερα από τον Α/αστ. xxx Γ. Τ., Μ.Κ.3, ότι μετά την έκδοση του πρώτου διατάγματος εντοπίστηκαν κάποια λάθη στους αριθμούς που είχε καταγράψει στην ένορκη του δήλωση και, επομένως, ζητήθηκε και εκδόθηκε νέο διάταγμα. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε εισήγηση ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν λανθασμένη και αντί δεύτερης χωριστής αίτησης θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αρχικής, όπως επίσης απέρριψε και τη  θέση ότι με την έκδοση του δεύτερου διατάγματος ακυρώθηκε το πρώτο.

 

 Ορθή είναι η θέση του Κακουργιοδικείου ότι το άρθρο 4(3) του Νόμου αρ. 183(Ι)/07, δεν προνοεί για την καταχώρηση συμπληρωματικής δήλωσης στην περίπτωση εντοπισμού λαθών στην αναγραφή αριθμών στην αίτηση διότι είναι στο Δικαστήριο που επιφυλάσσεται το δικαίωμα να ζητήσει προς υποστήριξη της αίτησης περαιτέρω λεπτομέρειες, στοιχεία ή μαρτυρία με τη μορφή, εν ανάγκη, συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.  Η καταχωρησθείσα δεύτερη χωριστή αίτηση ήταν, επομένως, απολύτως νόμιμη και όπως και το Κακουργιοδικείο επισήμανε, με το πρώτο διάταγμα αποκαλύφθηκαν τα δεδομένα που αφορούσαν τους ορθούς αριθμούς πλην εκείνων που ήταν λανθασμένοι, πέντε στον αριθμό, και για τους οποίους εν τέλει δεν δόθηκαν στοιχεία, ενώ με το δεύτερο διάταγμα αποκαλύφθηκαν ακριβώς τα ίδια δεδομένα για τους αρχικούς αριθμούς με την προσθήκη και των διορθωμένων αριθμών, οι οποίοι εν τέλει περιορίστηκαν σε δύο.  Ορθά επίσης σημειώθηκε ότι στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας τα στοιχεία που κατατέθηκαν αφορούσαν στο δεύτερο διάταγμα ασχέτως του ότι περιελάμβαναν και στοιχεία που αφορούσαν το πρώτο.   Η ουσία ήταν ότι τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου καλύπτονταν νομίμως από τα διατάγματα που εκδόθηκαν και, επομένως, δεν  ευσταθεί η θέση ότι λήφθηκαν παράνομα ή άλλως πως.  Ούτε και έχει σημασία ο τυχόν επηρεασμός δικαιωμάτων τρίτων προσώπων που εμφανίζονταν ενδεχομένως στα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν εφόσον ήταν αυτά τα πρόσωπα που έπρεπε να εγείρουν οποιοδήποτε πρόβλημα παραβίασης δικαιωμάτων και όχι ο εφεσείων. 

 

Επί της ουσίας το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη σχετική μαρτυρία του προαναφερθέντος Μ.Κ.3, ο οποίος ζήτησε και έλαβε τα δύο διατάγματα, εξηγώντας, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε και από τους υπόλοιπους μάρτυρες επί των δεδομένων αυτών, ότι σε περίπτωση που ζητούνται πληροφορίες σε σχέση με λανθασμένους αριθμούς είτε συσκευών, είτε καρτών  μνήμης, τότε δεν παρέχονται οποιαδήποτε αποτελέσματα.  Οι υπόλοιποι σχετικοί επί του θέματος μάρτυρες Τ. Μ., Μ.Κ.8, της CYTA, Ν. Ν., Μ.Κ.12, επίσης της CYTA και Γ. Κ., Μ.Κ.9, του Νομικού Τμήματος της MTN, έγιναν πλήρως αποδεκτοί.  Η μαρτυρία τους κάλυπτε όλα τα δεδομένα σε σχέση με τον τομέα ενός εκάστου και η λεπτομερής καταγραφή τους εδώ καθίσταται αχρείαστη λόγω και της τεχνικής φύσης της, όσο και της πολυπλοκότητας της.  Καταγράφηκε με λεπτομέρεια από το Κακουργιοδικείο και υιοθετείται πλήρως η καταγραφή της, αλλά και η αξιολόγηση της.  Τα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου είναι επαρκώς καταγραμμένα στις σελίδες 96-101.  Απορρέει από αυτά, εν συντομία, ότι η κάθε συσκευή τηλεφώνου έχει ένα μοναδικό διεθνή 15ψήφιο αριθμό αναγνώρισης ΙΜΕΙ, ενώ κάθε κάρτα κινητής τηλεφωνίας  sim έχει ένα μοναδικό 20ψήφιο αριθμό αναγνώρισης ICCD.  Τόσο η CYTA, όσο και η MTN, διατηρούν κεραίες στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας οι οποίες εκπέμπουν σήμα 2G. 3G και 4G.  Κάθε κεραία διαθέτει κυψέλες οι οποίες καλύπτουν τις διάφορες γεωγραφικές κατευθύνσεις.  Κάθε κυψέλη έχει δικό της αριθμό και δείχνει την κατεύθυνση του υπό αναφορά αριθμού.  Κάθε κινητό τηλέφωνο λαμβάνει σήμα από τις κυψέλες αυτές, συνήθως την πλησιέστερη, ενώ είναι δυνατόν να υπάρχει και αλληλοκάλυψη περιοχών.

 

Το Κακουργιοδικείο παρέθεσε Πίνακες σε σχέση με τους μοναδικούς αριθμούς IMEI και sim/ICCID για κάθε συσκευή τηλεφώνου και κάρτας μνήμης που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα και των Μ.Κ.6 και Μ.Κ.10.  Στη συνέχεια καταγράφηκαν τα δεδομένα των ενεργοποιήσεων κάθε συσκευής με ιδιαίτερη λεπτομέρεια.  Ο Μ.Κ.6 δέχθηκε ότι κατείχε και χρησιμοποίησε τρεις συσκευές, ο Μ.Κ.10 άλλες τρεις, ο δε εφεσείων διασυνδέθηκε με τη χρήση των συσκευών και ειδικά με συγκεκριμένο αριθμό, ο κάτοχος του οποίου φαινόταν από την όλη εξέταση των δεδομένων των κυψελών να είχε σημαντικό ρόλο και εμπλοκή στην επίδικη επιχείρηση της διακίνησης και παραλαβής των ναρκωτικών.  Η εμπλοκή του εφεσείοντος καταγράφηκε διεξοδικά από το Κακουργιοδικείο απορρίπτοντας τις θέσεις που αυτός πρόβαλε ότι η συσκευή ή η κάρτα μνήμης χρησιμοποιείτο ή αλλάχθηκε από άλλους ως σενάριο θεωρητικό που δεν μπορούσε να εξεταστεί ή να αποκτήσει αληθοφάνεια από το μαρτυρικό υλικό το οποίο υπήρχε και τέθηκε ενώπιον του (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706).  Αντίθετα, η εμπλοκή του εφεσείοντος παρουσιαζόταν ευλόγως από τα ίδια τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και τις διακινήσεις του.  Η χρήση του συγκεκριμένου αριθμού με λήψη από διεύθυνση κυψέλης ταυτιζόταν με χώρους στους οποίους θεάθηκε ο εφεσείων είτε μόνος, είτε με τον αδελφό του.  Ο αριθμός αυτός χρησιμοποιείτο σταθερά από τις 15.12.2015 μέχρι τις 16.12.2015 από διεύθυνση κυψέλης από την οποία λάμβανε σήμα όποιος χρησιμοποιούσε τον αριθμό ενόσω βρισκόταν στην οικία του εφεσείοντος.  Αυτά και άλλα που επιμελώς καταγράφηκαν από το Κακουργιοδικείο έδειχναν ότι δεν μπορούσε να ήταν απλές και τυχαίες συμπτώσεις, αλλά απέληγαν στο μόνο εύλογο συμπέρασμα περί συνεχούς κατοχής και χρήσης του αριθμού από τον εφεσείοντα.

 

Μαρτυρία προς το αντίθετο στην ουσία δεν υπήρξε εφόσον ο εφεσείων επέλεξε να προβεί σε μια απλή και σύντομη ανώμοτη δήλωση στην οποία το Κακουργιοδικείο εύλογα δεν απέδωσε οποιαδήποτε αξία ή βαρύτητα εφόσον τίποτε το ουσιαστικό δεν αναφερόταν σ΄ αυτή, παρά μόνο ότι είχε δερματοστίξεις στο χέρι, στο μπράτσο και στην πλάτη και όχι στο λαιμό, διακηρύσσοντας ότι «... σχετικά με την  υπόθεση δεν έχω καμία σχέση και είμαι αθώος.».  Η ανακριτική του κατάθεση επίσης δεν προσέφερε οτιδήποτε το ουσιαστικό αφού εκτός από ένα αριθμό τηλεφώνου που δέχθηκε ότι ήταν δικός του, αρνήθηκε ότι είχε σχέση με τις άλλες συσκευές που εντοπίστηκαν στην κατοχή του χωρίς όμως και να εξηγήσει πώς και γιατί τις κατείχε.  Οι αρχικές αρνήσεις του ότι δεν γνώριζε τον Μ.Κ.6 διαψεύθηκαν εφόσον εντοπίστηκαν μαζί, αλλά και διακινήθηκαν αναλόγως.  Μάλιστα το Κακουργιοδικείο μετά από ορθή νομολογιακή αναφορά στο ζήτημα ψεύδους από κατηγορούμενο πρόσωπο, θεώρησε εύλογα ότι το ψεύδος ήταν ηθελημένο (έγινε δε και παραδοχή από τον συνήγορο του στο πλαίσιο της τελικής του αγόρευσης περί της γνωριμίας των δύο), και συνιστούσε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του που ενίσχυε τη μαρτυρία των δύο συνεργών.

 

Η νομική πτυχή επί της αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δεν αποτελεί πρόβλημα στην υπόθεση.  Αναφέρθηκαν οι υποθέσεις C-203/15 και C-698/15 από το συνήγορο του εφεσείοντος χωρίς όμως σαφή εισήγηση ότι υπήρξε οποιαδήποτε παρανομία συνδεόμενη με την αποκάλυψη των δεδομένων πέραν των όσων ήδη τέθηκαν ότι δηλαδή ήταν λανθασμένη η αναζήτηση και έκδοση δύο διαταγμάτων με το δεύτερο να ακυρώνει το πρώτο, δεν  υπήρξε έγκριση του αιτήματος από το Γενικό Εισαγγελέα και ότι τα διατάγματα ήταν αντισυνταγματικώς ληφθέντα.  Απαντήθηκαν ήδη τα θέματα αυτά και σίγουρα δεν ήταν παρανόμως ληφθέντα.  Αντίθετα, όλα τα εχέγγυα τηρήθηκαν και  τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με την κριθείσα αξιόπιστη μαρτυρία των συνεργών, αποκάλυπταν την εμφανή εμπλοκή του εφεσείοντα.

 

Το ενωσιακό δίκαιο επιτρέπει τη διατήρηση και πρόσβαση στα δεδομένα για την καταστολή εγκληματικών ενεργειών.  Το Κακουργιοδικείο έκαμε εκτενή αναφορά ως προς την ερμηνεία της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ της 12.7.2002 και ιδιαιτέρως του Άρθρου 15.1 αυτής, στην υπόθεση Αρτέμη Κκολού - ανωτέρω - η οποία ανέλυσε τα όλα ισχύοντα και απορρέοντα από τις υποθέσεις Tele 2 Sverige AB v. Post-och telestyrelsen και Secretary of State v. Watson C-203/15 και C-698/15, ημερ. 21.12.2016, την προηγηθείσα Digital Rights Ireland C-293/12 και C-594/12, ημερ. 8.4.2014 και την Κυπριακή νομολογία αναφορικά με τη μεταφορά της Οδηγίας σε συνδυασμό με το Άρθρο 17 του Συντάγματος και της Έκτης Τροποποίησης αυτού με το Νόμο αρ. 5(Ι)/2010 και τις  υποθέσεις Χρίστου Μάτσια (2011) 1 Α.Α.Δ. 152 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέα Ησαΐα (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476.  Παρόλο που όπως αναφέρθηκε και πριν η απόφαση στην Κκολός ανατράπηκε από το Εφετείο ως προς τη χορήγηση άδειας για προνομιακό ένταλμα Certiorari, εν τούτοις η εν λόγω ανάλυση δεν αμφισβητήθηκε ούτε και τέθηκε εν αμφιβόλω, όπως άλλωστε το δέχθηκε και η συνήγορος της εφεσίβλητης στο δικό της διάγραμμα.

 

Η ουσία της Tele 2 Sverige - ανωτέρω - είναι ότι η εθνική ρύθμιση για τη διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δεν πρέπει να είναι τόσο αδιάκριτη ώστε να εξισούται στην ουσία με μια γενική παρακολούθηση όλων των πολιτών του κράτους.  Διατηρείται όμως η δυνατότητα πρόσβασης για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος τηρώντας πάντοτε και τις αρχές της αναλογικότητας.  Το ΔΕΕ είχε αποφασίσει ότι η Οδηγία δεν διαφοροποιούσε την ανάγκη για ισορροπία μεταξύ του ατομικού δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και της δυνατότητας τα κράτη-μέλη να θεσπίζουν μέτρα αναγκαία για τη δημόσια ασφάλεια κλπ., που περιλαμβάνουν και τις αναγκαίες διεισδύσεις στα ατομικά τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.  Το Άρθρο 15.1 της Οδηγίας δεν αντίκειτο στο Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επιτρεπόμενης συνεπώς της παρακολούθησης με σκοπό την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος εφόσον η διατήρηση των δεδομένων περιοριζόταν στις περιπτώσεις αυτές και η πρόσβαση υπόκειτο στον προηγούμενο έλεγχο Δικαστηρίου ή ανεξάρτητης διοικητικής αρχής.  Εκείνο που δεν επιτρεπόταν ήταν εθνική νομοθεσία η οποία, με σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος, προνοεί για μια γενικευμένη και χωρίς διάκριση διατήρηση όλων των τροχαίων και δεδομένων θέσης όλων των χρηστών αναφορικά με  όλα τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας.  Και επίσης ότι εθνική νομοθεσία που δεν στόχευε στη διατήρηση των δεδομένων για σκοπούς καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος δεν επιτρεπόταν.  Ποιά είναι όμως η έννοια του σοβαρού εγκλήματος («serious crime»), και εάν  αυτή αποτελεί έννοια συγκεκριμένη και ενοποιημένη στον Ευρωπαϊκό χώρο, δεν διευκρινίστηκε.  Όπως δεν είχε διευκρινιστεί και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να υπάρχει προληπτική διατήρηση δεδομένων επί της πραγματικής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων από άτομα που δεν απασχόλησαν προηγουμένως τις αρχές.

 

Μεταγενέστερα, με την υπόθεση Ministerio Fiscal C-207/16, ημερ. 2.10.2018, το ΔΕΕ, σε Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης, επεξήγησε περαιτέρω ότι το Άρθρο 15.1 της Οδηγίας, ερμηνευόμενο πάντοτε υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «έχει την έννοια ότι η πρόσβαση δημοσίων αρχών στα δεδομένα ταυτοποίησης των κατόχων των καρτών SIM που ενεργοποιήθηκαν με κλαπέν κινητό τηλέφωνο, όπως το επώνυμο, το όνομα και, ενδεχομένως, η διεύθυνση των κατόχων αυτών, συνεπάγεται επέμβαση στα κατοχυρωμένα στα ως άνω άρθρα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων θεμελιωδών δικαιωμάτων των εν λόγω κατόχων η οποία δεν έχει τόσο σοβαρό χαρακτήρα ώστε η πρόσβαση να πρέπει να περιορίζεται, όσον αφορά την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων στην καταπολέμηση της βαριάς εγκληματικότητας.».

 

Επομένως, το ΔΕΕ θεώρησε ότι η διατήρηση και διείσδυση στα προσωπικά δεδομένα με στόχο, για παράδειγμα, την αποκάλυψη της ταυτότητας του χρήστη δεν θεωρούνται σοβαρές παραβιάσεις ώστε να αποκλείονται.  Το ΔΕΕ επισήμανε ότι η διατήρηση δεδομένων είναι δυνατή για την καταπολέμηση ποινικών αδικημάτων γενικώς, και ότι η «σοβαρότητα» τους αναδυόταν ως έννοια από τη νομολογία του, και σε περιστάσεις όταν η επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής θεωρείτο σοβαρή.  Σε αντίθεση, όταν η επέμβαση δεν είναι σοβαρή, αυτή αιτιολογείται από τον αντικειμενικό στόχο που καθορίζεται στο Άρθρο 15 ως προς την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη «ποινικών αδικημάτων» γενικώς (σκέψη 57).

 

Συνάγεται από οποιαδήποτε άποψη και αν μελετηθεί το ζήτημα, ότι η έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων στην υπό κρίση περίπτωση ήταν νόμιμη, ως αποτέλεσμα Δικαστικής απόφασης, η οποία δεν έτυχε αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο και είχε στόχο την καταπολέμηση σοβαρών εγκληματικών συμπεριφορών, αλλά  τηρούσαν και το μέτρο της αναλογικότητας.

 

Εκτεταμένοι είναι και οι λόγοι που αφορούν τη μη αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού, την προσθήκη μαρτύρων, την προκατάληψη και επεμβάσεις του Δικαστηρίου με αποτέλεσμα να μην έχει τηρηθεί το εχέγγυο της δίκαιης δίκης.  Το παράπονο του εφεσείοντος σχετικά είναι ότι η κατηγορούσα αρχή κατά παράβαση του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δεν αποκάλυψε έγκαιρα όλο το μαρτυρικό  υλικό ενώ τέθηκε το ζήτημα επί τάπητος τουλάχιστον σε επτά περιπτώσεις εγγράφως και ενώπιον του εκδικάζοντος Κακουργιοδικείου πέραν των δέκα περιπτώσεων. Γίνεται αναφορά σε αποσπάσματα από τα πρακτικά όπου, κατά την εισήγηση, φαινόταν η μη αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού ώστε η υπεράσπιση να βρίσκεται συνεχώς προ εκπλήξεων έχοντας δυσμενώς επηρεαστεί τα δικαιώματα της.  Δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για αντεξέταση ενώ προστίθεντο μάρτυρες συνεχώς με αποτέλεσμα να μην έχει διασφαλιστεί με επάρκεια το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.  Γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα πρακτικά που αφορούσαν για παράδειγμα ημερολόγιο ενεργείας που δεν είχε κατατεθεί, όπως δεν είχε δοθεί και η τελική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του κλάδου Τηλεπικοινωνιών Τμήμα Δ της αστυνομίας.  Δεν είχε επίσης παραδοθεί το ένταλμα σύλληψης και ο όρκος που συνόδευε αυτό μέχρι που κατατέθηκε κατά την αντεξέταση και μόνο από τον Γ. Χ. Μ.Κ.7. 

 

 Όλα αυτά απαντήθηκαν από το Κακουργιοδικείο στις σελ. 129-134, με αναφορά σε προηγούμενα σημεία του σκεπτικού του όπου είχαν ήδη απαντηθεί τα διάφορα θέματα που έθεσε ο εφεσείων.  Η αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού έγινε από την κατηγορούσα αρχή με δίκαιο τρόπο εφόσον είχε δηλωθεί από αυτή πριν ακόμη την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ότι όποιο μαρτυρικό υλικό κατείχε ή ερχόταν στην κατοχή της στη συνέχεια θα παραδίδετο στην υπεράσπιση, ενώ βεβαία είχε ήδη παραδοθεί το υλικό το οποίο υπήρχε.  Όλα τα έγγραφα για τα οποία παραπονείτο ο εφεσείων όπως ο όρκος του αστυνομικού οργάνου και το εκδοθέν διάταγμα, το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, οι χάρτες της MTN, το ημερολόγιο ενεργείας και άλλα κατατέθηκαν ως τεκμήρια και η υπεράσπιση είχε την ευχέρεια να εξετάσει τα συγκεκριμένα έγγραφα, σε κάποιες περιπτώσεις να αντεξετάσει αμέσως τους μάρτυρες και σε όσες ζητήθηκε χρόνος αυτός παρασχέθηκε από το Δικαστήριο.  Σε καμία περίπτωση, ως ανέφερε το Κακουργιοδικείο, δεν υποβλήθηκε αίτημα επανάκλησης μάρτυρος στη βάση μεταγενέστερης παρουσίασης μαρτυρικού υλικού.  Περαιτέρω υπήρχε επαρκής χρόνος αντεξέτασης για παράδειγμα του Μ.Κ.10 που είχε ταξιδέψει στη Δημοκρατία από την Ελλάδα γι΄ αυτό ακριβώς το σκοπό και δεν τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα επάρκειας χρόνου ούτε και ζητήθηκε προς τούτο οποιαδήποτε αναβολή.  Γενικά το Δικαστήριο έκρινε ότι η θέση της υπεράσπισης ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη παρέμεινε γενική και αόριστη.

 Ως προς την προσθήκη μαρτύρων, οι τέσσερεις μάρτυρες που προστέθηκαν στον αρχικό κατάλογο μαρτύρων προστέθηκαν με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 111 του Κεφ. 155 ακολουθώντας τη νενομισμένη διαδικασία με την κατηγορούσα αρχή να είχε δώσει σχετική ειδοποίηση προς την υπεράσπιση η οποία και δεν έφερε οποιαδήποτε ένσταση.  Ζήτημα που αφορούσε την καθ΄ αυτή προσθήκη των μαρτύρων σε συσχέτιση με επηρεασμό δίκαιης δίκης δεν ήταν βάσιμο με το Κακουργιοδικείο να σημειώνει ότι τα τέσσερα αυτά πρόσωπα αντεξετάσθηκαν και αφορούσαν τον Μ.Κ.6 που ήταν πρώην συγκατηγορούμενος ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή και του είχε επιβληθεί ποινή, ο Μ.Κ.10 ο οποίος ήταν συνεργός και ο οποίος εν τέλει δεν διώχθηκε αλλά κατέθεσε υπέρ της κατηγορούσας αρχής και οι Μ.Κ.11 και Μ.Κ. 12 η μαρτυρία των οποίων δεν ήταν τέτοια που να μπορούσε να θεωρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο ότι επηρέαζε τα δικαιώματα του κατηγορουμένου-εφεσείοντος. 

 

 Η εφεσίβλητη Δημοκρατία στο δικό της διάγραμμα αναφερόμενη στα πιο πάνω ζητήματα υποδεικνύει ότι οποτεδήποτε ερχόταν στην επιφάνεια μαρτυρικό υλικό αυτό διδόταν στην υπεράσπιση από προηγουμένως, ενώ όσα ο συνήγορος ζήτησε να κατατεθούν αυτά κατατέθηκαν χωρίς πρόβλημα.  Περαιτέρω, ενώ δεν είχε από την αρχή δοθεί η αίτηση για αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων στη συνέχεια δόθηκε ενώ ήταν εξ αρχής στη διάθεση της υπεράσπισης το ίδιο το εκδοθέν διάταγμα.  Άλλωστε ο εφεσείων είχε εκδοθεί στη Δημοκρατία μετά από διαδικασία έκδοσης του στη Βουλγαρία και γνώριζε πολύ καλά τη φύση των κατηγοριών και των σχετικών εγγράφων.  Ως προς το παράπονο ότι υπήρχε κατάθεση του Μ.Κ.10 που δεν είχε δοθεί ή είχε απωλεσθεί, η πραγματικότητα είναι ότι δεν πρόκειτο περί κατάθεσης αλλά περί ημερολογίου ενεργείας που όταν έγινε περί τούτου αναφορά κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.10, εντοπίστηκε το συγκεκριμένο έγγραφο και δόθηκε αμέσως στην  υπεράσπιση, η οποία έχοντας στην κατοχή της το έγγραφο ούτε  υπέβαλε αίτημα αναβολής αλλά ούτε και αντεξέτασε επί του περιεχομένου του.  Το ημερολόγιο ενεργείας κατατέθηκε ως Τεκμήριο μετά από τον Μ.Κ.11 ο οποίος είχε καταγράψει όσα προφορικώς του είχαν αναφερθεί από τον Μ.Κ.10 και ο οποίος αρνήθηκε να το  υπογράψει. 

 

 Δεν εντοπίζεται ο,τιδήποτε το συγκεκριμένο από τους λόγους έφεσης που αφορούν στα πιο πάνω ζητήματα που να δικαιολογούν με οποιοδήποτε τρόπο επέμβαση του Εφετείου.  Είναι καλά καθιερωμένη η αρχή ότι το ζήτημα της δίκαιης δίκης και του επηρεασμού δικαιωμάτων δεν αποφασίζεται in abstracto, αλλά κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο.  Πρέπει με άλλα λόγια η υπεράσπιση να αποδείξει με ποιο τρόπο επηρεάστηκε δυσμενώς και μάλιστα κατά τρόπο που να της έχει αποστερηθεί η δίκαιη δίκη.  Η προσθήκη μαρτύρων από μόνη της δεν επηρεάζει το ζήτημα αυτό, ούτε και από πλευράς καθυστέρησης που εν πάση περιπτώσει δεν έχει τεθεί και η προσθήκη αυτή δικαιολογείται ανάλογα με τις εγγενείς ανάγκες της υπόθεσης, (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104 και Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ, 22).  Εφόσον εδώ ο Μ.Κ.6 μετατράπηκε σε μάρτυρα κατηγορίας, αυτός έπρεπε να προστεθεί στο κατηγορητήριο.  Το ίδιο και για τον Μ.Κ.10, όταν αποφασίστηκε πλέον ότι δεν θα διώκετο. Δεν είναι βάσιμη η θέση ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε αντιστρέφοντας το βάρος απόδειξης ώστε να εναπόκειτο στην  υπεράσπιση να αποδείξει πώς επηρεάστηκαν τα δικαιώματα για δίκαιη δίκη.  Εκείνο το οποίο πρέπει να τονιστεί είναι ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη δεν είναι αφηρημένο, αλλά εξετάζεται από τη σκοπιά που εισηγείται η υπεράσπιση ότι παραβιάστηκε και πρέπει να αναδύεται ως αντικειμενικό δεδομένο.  Δεν είναι, με άλλα λόγια, υποκειμενικό το ζήτημα και η  υπεράσπιση έχει την  υποχρέωση να εντοπίσει τα συγκεκριμένα εκείνα σημεία που κατά την άποψη της επηρεάζουν τη δίκαιη δίκη ώστε να τα θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο πρέπει να αποφασίσει αναλόγως.  Δεν μεταφέρεται οποιοδήποτε βάρος στον κατηγορούμενο.  Η  υπεράσπιση όμως πρέπει να εντοπίσει τις αδυναμίες εκείνες στην παρουσίαση του μαρτυρικού  υλικού, στη συνοχή των γεγονότων και στον τρόπο διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας για να τα θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να αποκτήσουν υπόσταση. 

 

 Αποτελεί επίσης παράπονο του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο ήταν προκατειλημμένο, τον αντιμετώπισε με πλήρη καχυποψία και δυσπιστία στο να δεχθεί τους ισχυρισμούς του και τον έκρινε «a priori» ένοχο κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας.  Δεν είναι βάσιμη η εισήγηση αυτή και οι υποθέσεις και αυθεντίες που αναφέρονται στο διάγραμμα του εφεσείοντος θέτουν γενικά τη θεωρία, αλλά δεν έχουν σχέση με τα υπό κρίση δεδομένα.  Τόσο τα πρακτικά που τηρήθηκαν, όσο και η ίδια εκτεταμένη και λεπτομερής απόφαση δεν δικαιολογούν περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα.  Καμία προκατάληψη δεν έχει επιδειχθεί και τίποτε το συγκεκριμένο δεν έχει σημειωθεί από τον εφεσείοντα που να χρήζει περαιτέρω εξέτασης.

 

 Ως προς τους λόγους έφεσης που αφορούν τη μη απόδειξη των αδικημάτων, η προηγηθείσα αναφορά στα θέματα που απασχόλησαν ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας επιλύει στην ουσία και αυτό το ζήτημα.  Το Κακουργιοδικείο ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων στις σελ. 116 με 124, με εξειδικευμένη αναφορά στο αδίκημα της συνωμοσίας που προβλέπεται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, το οποίο συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα άτομα συμφωνούν στη διάπραξη αδικήματος ή ακόμη στην προσπάθεια να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα.  Η συμπλήρωση του αδικήματος δεν είναι αναγκαία και κατά πόσο οι συνωμότες απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν μέχρι τέλους τη συνωμοτική πράξη είναι αδιάφορο.  Η πρόθεση της συνωμοσίας δεν είναι κατά κανόνα δεκτική άμεσης απόδειξης και ως εκ τούτου δυνατόν να διαφανεί ως εξυπακουόμενο στοιχείο μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα, (Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 646).  Από τα αποδεκτά από το Κακουργιοδικείο δεδομένα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορθά καταδικάστηκε ο εφεσείων στο αδίκημα της συνωμοσίας. 

 

 Ως προς την έννοια της κατοχής των ναρκωτικών ουσιών το Κακουργιοδικείο ορθά αναφέρθηκε στη νομολογία ότι η κατοχή συντελείται είτε με φυσική κατοχή είτε με έλεγχο των ναρκωτικών ουσιών ανεξάρτητα αν αυτά βρίσκονται στη φυσική κατοχή τρίτου προσώπου, (Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633).  Η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή κατηγορουμένου προσώπου (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).  Και πάλι τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια αποδείχθηκαν στον αναγκαίο βαθμό μέσα από την αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο μαρτυρία.  Ο εφεσείων είχε πλήρη γνώση της διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών που εισήχθηκαν από την Ελλάδα ώστε και η εισαγωγή των ναρκωτικών κατά παράβαση του άρθρου 4(1)(α) του Νόμου αρ. 29/77, να είχε στοιχειοθετηθεί.  Το Κακουργιοδικείο κατέγραψε στην απόφαση του ότι δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με συγκεκριμένο ή συστηματικό τρόπο δράσης («modus operandi»), σε σχέση με τον εφεσείοντα εφόσον η μαρτυρία που προήλθε από τον Μ.Κ.10 για το επίδικο περιστατικό ήταν αφ΄ εαυτής ικανή να στοιχειοθετήσει τα συγκεκριμένα αδικήματα.  Στη βάση της μαρτυρίας δε του Μ.Κ.6, ο εφεσείων γνώριζε εκ των προτέρων τον αναγραφόμενο παραλήπτη στην Κύπρο των ναρκωτικών ουσιών και τον δηλωθέντα αριθμό τηλεφώνου του, είχε δε κατευθύνει στην ουσία τις ενέργειες παραλαβής των ουσιών από την DHL αρχικώς στις 15.12.2015, καθώς και την επομένη, 16.12.2015.  Ως το Κακουργιοδικείο ορθά εντόπισε από τη στιγμή της παράδοσης των ναρκωτικών ουσιών από τον Μ.Κ.5 προς τον Μ.Κ.6, ο εφεσείων είχε αποκτήσει έλεγχο και δεν χρειαζόταν η φυσική του παρουσία, όπως εισηγείται ο συνήγορος του, εφόσον ο εφεσείων φρόντιζε να έχει ελάχιστη ή ακόμη και μηδενική παρουσία στην όλη διαχείριση της επιχείρησης εισαγωγής και παραλαβής των ναρκωτικών.  Εξ ου και λογικό ήταν να μην είχε ανευρεθεί οποιοδήποτε DNA του ιδίου του εφεσείοντος. Ούτε όμως και η μη οικονομική επιφάνεια του εφεσείοντος μπορούσε να οδηγήσει, ενόψει της ολότητας της μαρτυρίας, σε συμπέρασμα ότι αυτός δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την όλη υπόθεση. 

 

 Απομένει το θέμα της ποινής που επιβλήθηκε που ήταν κατά ανώτατο όριο αυτή της ποινής φυλάκισης των 14 ετών με μικρότερες ποινές σε άλλες κατηγορίες που συνέτρεχαν με τη μεγαλύτερη ποινή.  Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα τα οποία αποτέλεσαν εύρημα του, καθώς και το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν βαρύνετο με προηγούμενες καταδίκες.  Με αναφορά στο μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται για τα αδικήματα του είδους που είναι η φυλάκιση διά βίου για την κατηγορία της εισαγωγής, αλλά και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, αναφέρθηκε στη νομολογία που αναγνωρίζει την ανάγκη για την επιβολή αυστηρότατων ποινών ώστε και ο ρόλος του Δικαστηρίου στην καταπολέμηση και πάταξη της μάστιγας των ναρκωτικών να είναι ουσιαστικός.  Στο πλαίσιο αυτό η νομολογία επίσης καθορίζει ότι λόγω της έξαρσης των ναρκωτικών ουσιών, αλλά και της σοβαρότητας των αδικημάτων του είδους, οι προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός παραβάτη θεωρούνται ως ήσσονος σημασίας.  Καταγράφηκαν από το Κακουργιοδικείο αρκετές αποφάσεις με εξειδικευμένη αναφορά στην ποσότητα των ναρκωτικών και τις επιβληθείσες ποινές.  Η επανάληψη τους θα ήταν αχρείαστη γιατί είναι καλώς γνωστές. 

 

 Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναφερθεί στα δεδομένα του εφεσείοντος ο οποίος προέρχεται από πολυμελή διαλυμένη οικογένεια, χαμηλής κοινωνικό-οικονομικής κατάστασης.  Οι γονείς του χώρισαν όταν αυτός ήταν μόνο δύο ετών με τον πατέρα να μην διατήρησε έκτοτε οποιαδήποτε επικοινωνία.  Η μητέρα είναι ανίκανη για εργασία λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας λαμβάνουσα δημόσιο βοήθημα.  Ο εφεσείων διέκοψε τη φοίτηση του στο Γυμνάσιο λόγω οικονομικών προβλημάτων και πήρε απαλλαγή από την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας.  Συνήψε σχέση με Βουλγάρα με την οποία απέκτησε ένα παιδί.  Έγινε χρήστης ναρκωτικών ουσιών από τα 17 του έτη και λόγω της κατάχρησης ουσιών είχε ψυχικά επακόλουθα όπως κατάθλιψη και άγχος, φοβίες και κρίσεις πανικού.  Κατατέθηκαν προς μετριασμό πιστοποιητικά και εκθέσεις ως προς τη θεραπεία που τυγχάνει και την προσπάθεια απεξάρτησης.  Όλα αυτά λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο και ότι πέραν της απεξάρτησης συνεργάζεται και με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας των Κεντρικών Φυλακών ώστε να αντιμετωπίσει τα ψυχικά του προβλήματα, αλλά και να ομαλοποιήσει, κατά το δυνατόν, τη σχέση του με τη συμβία του και την ανήλικη θυγατέρα τους. 

 

 Το Κακουργιοδικείο έλαβε συναφώς  υπόψη τον παράγοντα της ίσης μεταχείρισης στην οποία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση ο συνήγορος και το αίσθημα αδικίας που δημιουργείται όταν άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στην ίδια παράνομη δραστηριότητα είτε δεν διώκονται, είτε τυγχάνουν ευμενούς μεταχείρισης.  Εν τούτοις το Κακουργιοδικείο τόνισε το σαφή πρωταγωνιστικό ρόλο του έναντι των πρώην συνεργών του έτσι ώστε να έχρηζε αυστηρότερης αντιμετώπισης.  Δεν παρέλειψε να τονίσει ότι ο εμπλεκόμενος συνεργός στην  υπόθεση Μ.Κ.10, δεν είχε τελικώς διωχθεί στη βάση του ότι είχε αποφασιστεί από τη Νομική Υπηρεσία η μη δίωξη του με αποτέλεσμα να είχε κληθεί μόνο ως μάρτυρας κατηγορίας χωρίς μάλιστα να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση από την Κατηγορούσα Αρχή για την απόφαση αυτή του Γενικού Εισαγγελέα.  Θεώρησε όμως ότι εν πάση περιπτώσει ο ρόλος αυτού του συνεργού ήταν σαφώς περιορισμένος σε σχέση με αυτόν του εφεσείοντος εφόσον στην ουσία είχε μεταβεί από την Ελλάδα στην Κύπρο με αποκλειστικό σκοπό την παραλαβή των ναρκωτικών ουσιών από τον ταχυμεταφορέα με τη χρήση ψεύτικων στοιχείων, ενεργώντας στη βάση οδηγιών.  Το Κακουργιοδικείο αν και θεώρησε «βάσιμη και κατανοητή» την στάση των διωκτικών αρχών να μην προσαγάγουν ενώπιον της δικαιοσύνης τον Μ.Κ.10, εν τούτοις κατέγραψε ότι αυτό το δεδομένο δικαιολογημένα προκαλούσε αίσθημα αδικίας στον εφεσείοντα και θα λαμβανόταν υπόψη στην επιβολή της ποινής.

 

 Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα και θεωρώντας ότι οι  υπάρχουσες στο Ηνωμένο Βασίλειο κατευθυντήριες γραμμές στη βάση του Drug Offences Definitive Guideline του Sentencing Council είναι μεν βοηθητικές, αλλά η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αρκετά διαφωτιστική ως προς το είδος και το ύψος της ποινής σε αυτού του είδους τις  υποθέσεις, επέβαλε τις προαναφερθείσες ποινές.

 

 Το βασικό παράπονο του εφεσείοντος σε σχέση με την ποινή είναι ότι υπάρχει δυσανάλογη διάκριση («disparity») μεταξύ του ποινικού μέτρου που του επιβλήθηκε και σε αυτό των πρώην συγκατηγορουμένων του ούτως ώστε δικαιολογημένα ο εφεσείων να αισθάνεται αδικία και ως ανίσως μεταχειρισθείς.  Ο συνήγορος του εφεσείοντος τόνισε ότι ο Γιάννης από την Ελλάδα, ο οποίος φερόταν να ήταν ο σύνδεσμος στρατολόγησης ατόμων για μεταφορά ναρκωτικών, δεν διώχθηκε και δεν εκκρεμεί εναντίον του οποιοδήποτε ένταλμα σύλληψης, ενώ άλλα άτομα έτυχαν επίσης παρόμοιας μεταχείρισης, του δε Μ.Κ.10 αναστάληκε η δίωξη αφού κατέθεσε ως μάρτυρας.  Οι δύο πρώην συγκατηγορούμενοι του κατηγορήθηκαν μόνο για δευτερεύοντα ρόλο και στον μεν Ζ. Ν., πρώην κατηγούμενο 2, επιβλήθηκε ποινή δύο ετών σε μια μόνο κατηγορία, ενώ στον Ν. Χ., πρώην κατηγορούμενο 3, επιβλήθηκε ποινή 8 ετών, αλλά δεν βρίσκεται στις φυλακές, ενώ, τέλος, ο αδελφός του εφεσείοντος δεν διώχθηκε αλλά καταζητείται.

 

 Ο συνήγορος αναφέρθηκε και σε νομολογία όπως στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 866, ECLI:CY:AD:2014:B939, όπου μετά από παραδοχή σε κατηγορίες που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και εισαγωγή 27 κιλών κάνναβης είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 15 ετών, ενώ λόγω λανθασμένης αντίληψης εν τέλει από το Κακουργιοδικείο για τη συνολική ποσότητα της κάνναβης η ποινή μειώθηκε από το Εφετείο στα 12 χρόνια και στη Δημήτρης Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 110/2014, ημερ. 15.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:B428, όπου για εισαγωγή 25 περίπου κιλών κάνναβης η ποινή φυλάκισης των 13 ετών που επιβλήθηκε πρωτοδίκως μετά από παραδοχή μειώθηκε στα 10 χρόνια από το Εφετείο αφού η ίδια ποινή είχε επιβληθεί και σε συγκατηγορούμενο που δεν είχε παραδεχθεί τη διάπραξη των αδικημάτων.

Δεν συντρέχουν όμως λόγοι επέμβασης.  Υπενθυμίζεται ότι το ποινικό μέτρο καθορίζεται πρωτίστως από το εκδικάζον την υπόθεση Δικαστήριο.  Και αυτό για καλό λόγο.  Όπως και για την εκτίμηση της μαρτυρίας και της αξιολόγησης της, το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε καλύτερη θέση να αποφασίσει το αρμόζον ποινικό μέτρο έχοντας σφαιρική άποψη για την όλη παρανομία και το βαθμό συμμετοχής ή εμπλοκής κατηγορουμένου.  Σ΄ αυτό εναπόκειται η ευθύνη καθορισμού της ποινής, με το Εφετείο να επεμβαίνει μόνο όταν η ποινή αντικειμενικά ιδωμένη παρουσιάζεται να είναι είτε έκδηλα υπερβολική, είτε έκδηλα ανεπαρκής.  Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει προς αντικατάσταση της να αναδύεται σφάλμα αρχής, (Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, Bezanides v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Αστυνομία ν. xxx Glazkov, Ποιν. Έφ. αρ. 262/18, ημερ. 16.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:B186.

 

Το Κακουργιοδικείο στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες και έκρινε το αρμόζον ποινικό μέτρο έχοντας λάβει  υπόψη όλα τα σχετικά κριτήρια.  Επέβαλε την ποινή των 14 ετών φυλάκισης υπό το φως της προνοούμενης εκ του Νόμου διά βίου φυλάκισης.  Σαφώς και ο ρόλος του ήταν καταλυτικός.  Ήταν στην ουσία εκείνος που προφανώς συνέλαβε την ιδέα και ενεργοποιήθηκε προς τούτο.  Ο μηχανισμός που χρησιμοποίησε ήταν τέτοιος που ήταν δύσκολος ο εντοπισμός των παρανόμων.  Ο αδελφός του ακόμη αναζητείται και πρόθεση της αστυνομίας είναι να τον εντοπίσει και να τον φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης.

 

Το ίδιο ισχύει και για άλλους που αναφέρθηκαν και δεν παρουσιάστηκαν.  Ο πρώην κατηγορούμενος 2 αντιμετώπισε το Δικαστήριο και του επιβλήθηκε η ποινή, ανάλογη με το ρόλο του και τις κατηγορίες που παραδέχθηκε.  Το ίδιο και ο πρώην κατηγορούμενος 3, ο ρόλος του οποίου ήταν πιο σοβαρός, αλλά λιγότερος από αυτού του εφεσείοντος.  Όσον αφορά τον Μ.Κ.10, η μη δίωξη του λήφθηκε  υπόψη από το Κακουργιοδικείο και το προσμέτρησε στην επιβολή της ποινής.

 

Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε την ποινική μεταχείριση του εφεσείοντος.  Το μέτρο δεν είναι οι άλλες ποινές επί παρομοίων υποθέσεων, διότι εκάστη διαφέρει ως προς τα επακριβή γεγονότα και δεν είναι μόνο η ποσότητα και το είδος των ναρκωτικών που λαμβάνονται  υπόψη, παρόλο τον πρωτεύοντα ρόλο τους.  Το ζητούμενο είναι η διαπίστωση σφάλματος αρχής.  Και η ποινή έχει εύλογα επιβληθεί υπό το φως του συνόλου των καθορισθέντων νομολογιακών παραμέτρων τις οποίες το Κακουργιοδικείο συνυπολόγισε.

 

Η έφεση επί της καταδίκης και της ποινής απορρίπτεται.

 

                                        Δ.

 

                                        Δ.

 

                                        Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο