ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B147
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση αρ. 300/2018)
17 Απριλίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxxx ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΟΥ,
Εφεσείοντα
και
PAMPORIDES LLC,
Εφεσίβλητης
-----------------------
Χρ. Χριστοδούλου με Π. Λεάνδρου (κα.), για Μ. Ξ. Ιωάννου και Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ηλιάδης με Φρ. Νικολάου, για Τ. Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
-----------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο κατηγορούμενος-εφεσείων καταδικάστηκε πρωτοδίκως, μετά από ακροαματική διαδικασία, στην κατηγορία της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής, κατά παράβαση των άρθρων 305Α και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκαν.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος ο κατηγορούμενος-εφεσείων εξέδωσε συγκεκριμένη επιταγή της Τράπεζας Κύπρου, ημερ. 1.4.2011 (η επιταγή), προς όφελος της παραπονούμενης-εφεσίβλητης εταιρείας, η οποία αφού εμφάνισε την επιταγή στην Τράπεζα, εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία κατά την οποίαν κατέστη πληρωτέα, δεν εξοφλήθηκε λόγω εντολής του εφεσείοντα για μη πληρωμή της και επιστράφηκε στην εφεσίβλητη με την ένδειξη «η πληρωμή έχει ανακληθεί από τον εκδότη της επιταγής» και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από την εν λόγω παρουσίαση, μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης του κατηγορητηρίου στις 24.6.2011.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία, η οποία δόθηκε από τους Μ.Κ. Χ.Κ., Γ.Π. και Ρ.Π. και τους Μ.Υ., κατηγορούμενο-εφεσείοντα και Α.Π., και αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή και ειδικά στο άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, έκρινε τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα ένοχο στο αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε και ακολούθως του επέβαλε την ποινή της άμεσης φυλάκισης των 10 μηνών.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με έξι λόγους έφεσης, οι τέσσερις από τους οποίους αφορούν στην καταδίκη και οι δύο στην ποινή.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν υπήρχε εύλογη αιτία για μη πληρωμή της επιταγής.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου με την υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης στην έννοια της «εύλογης αιτίας» του άρθρου 305Α (2).
Σύμφωνα με τον τρίτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς το βάρος της απόδειξης παραβιάζοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του εφεσείοντα, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό αναιτιολόγητη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή της δεκάμηνης άμεσης φυλάκισης ως υπερβολική.
Με τον τελευταίο (έκτο) λόγο έφεσης η ποινή προσβάλλεται ως εσφαλμένη ένεκα της παραγνώρισης, από το πρωτόδικο δικαστήριο, του μετριαστικού παράγοντα της παρόδου ευλόγου χρόνου στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Μελετήσαμε με προσοχή την πολυσέλιδη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, αναφορικά με την καταδίκη, και την επίσης πολυσέλιδη απόφαση του αναφορικά με την ποινή. Η απόφαση αναφορικά με την καταδίκη καλύπτει 44 σελίδες και η απόφαση αναφορικά με την ποινή καλύπτει άλλες 12 σελίδες. Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς τον πρωτόδικο Δικαστή θεωρούμε πως η απόφαση, τόσο για την καταδίκη όσο και για την ποινή, είναι υπερβολικά μακροσκελείς και περιλαμβάνουν στοιχεία μη απαραίτητα για την διατύπωση της κρίσης του δικαστηρίου για την προαναφερόμενη κατηγορία. Είναι, κατά την κρίση μας, αρκετό το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάζει την ενώπιον του μαρτυρία, να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με αυτή και στη συνέχεια να εφαρμόζει τις ορθές νομικές αρχές επί των γεγονότων της υπόθεσης. Αναφορά σε αυθεντίες είναι επιθυμητή νοουμένου όμως ότι γίνεται σύντομη αναφορά σε νομικά σημεία συγκεκριμένων αυθεντιών, τα οποία συνδέονται άμεσα με την επίλυση των επίδικων θεμάτων. Αναφορικά με την ποινή είναι αρκετό το δικαστήριο να αναφέρεται στα γεγονότα της υπόθεσης, τους ελαφρυντικούς και επιβαρυντικούς παράγοντες και να καθοδηγείται από τις ορθές νομικές αρχές. Η αναφορά σε πληθώρα αυθεντιών και σε θέματα που δεν είναι επίδικα, συνιστά σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και δεν είναι επιθυμητή.
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω θεωρούμε, τόσο την πρωτόδικη απόφαση για την καταδίκη, όσο και την πρωτόδικη απόφαση για την ποινή, ως ορθές και όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκαμε τα ευρήματα του για την αξιοπιστία των μαρτύρων και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αυτά, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο όχι μόνον αναφέρθηκε στη μαρτυρία αλλά παρέθεσε και τους λόγους για τους οποίους δέχθηκε την μαρτυρία των Μαρτύρων Κατηγορίας και απέρριψε εκείνη του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, στη συνέχεια ορθά ερμήνευσε το συγκεκριμένο άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα και ορθά κατέληξε στην καταδίκη του κατηγορούμενου-εφεσείοντα αλλά και στην ποινή. Η πρωτόδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και σε καμιά περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν μετατόπισε το βάρος της απόδειξης, το οποίο βέβαια ήταν στους ώμους της εφεσίβλητης, εκτός από το βάρος απόδειξης της επιφύλαξης του άρθρου 305Α(2) το οποίον, υπό προϋποθέσεις, ήταν στους ώμους του εφεσείοντα.
Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην έννοια της εύλογης αιτίας, η οποία αναγράφεται στην επιφύλαξη του προαναφερόμενου άρθρου, μέσα στα πλαίσια της ανάλυσης των συστατικών στοιχείων του αδικήματος του άρθρου 305Α(2). Είπε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η έκδοση της επιταγής και η πρόκληση της μη εξόφλησης της, από τον εκδότη της, με οποιαδήποτε πράξη του πριν ή κατά την ημερομηνία που αυτή καθίσταται πληρωτέα. Η ύπαρξη εύλογης αιτίας στην ανάκληση της πληρωμής μιας επιταγής, η οποία θεσμοθετείται ως υπεράσπιση στο αδίκημα αυτό, επεξηγήθηκε στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στην υπόθεση Ttozios Management Ltd v. Κυριάκος Κυριάκου, Ποινική ΄Εφεση αρ. 96/14, ημερ. 15.4.2016, ECLI:CY:AD:2016:B201, στην οποία αναφέρθηκε ειδικά το πρωτόδικο δικαστήριο. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη αυθεντία η εύλογη αιτία συναρτάται άμεσα και αποκλειστικά με το λόγο της ανάκλησης που δήλωσε, γραπτώς, ο κατηγορούμενος-εκδότης της επιταγής, κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανάκλησης της. Σύμφωνα με την Nikiforos Technologies Ltd v. Χρήστου (Αρ. 1) (2014) 2 ΑΑΔ, 287, στην οποία επίσης αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, εύλογη αιτία αποτελεί η παρουσίαση γεγονότων και δεδομένων που δικαιολογούν την ανάκληση της επιταγής και τα οποία παρατίθενται, γραπτώς, στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή.
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι η συγκεκριμένη επιταγή εκδόθηκε από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα στο όνομα της παραπονούμενης-εφεσίβλητης στην οποία και παραδόθηκε. Επρόκειτο για επιταγή ύψους €150.000.- Η συγκεκριμένη επιταγή ανακλήθηκε από τον εκδότη της και ο λόγος της ανάκλησης, όπως τον ανέφερε, προφορικά, στην Τράπεζα Κύπρου ο κατηγορούμενος-εφεσείων στις 28.4.2011, ήταν ότι η επιταγή είχε απωλεσθεί.
Συναφώς παρατηρούμε ότι ο εφεσείων έδωσε διαφορετικές και αντικρουόμενες εξηγήσεις ως προς το λόγο της ανάκλησης της επιταγής, οι οποίες απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο. Με τα ενώπιον του στοιχεία, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε στο συμπέρασμα, ορθά κατά την κρίση μας, ότι η επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας από πλευράς του κατηγορουμένου ο οποίος φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι κατά την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της, ο κατηγορούμενος, ως εκδότης, γραπτώς παρέθεσε στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εξέδωσε την επιταγή, το λόγο ή τους λόγους για τους οποίους δίδεται η εντολή μη πληρωμής της.
Στην προκείμενη περίπτωση ο κατηγορούμενος-εφεσείων δεν απέδειξε ότι παρέθεσε γραπτώς, στην Τράπεζα Κύπρου, το λόγο που ανακάλεσε την πληρωμή της επίδικης επιταγής. Σύμφωνα με τη νομολογία, η εύλογη αιτία συναρτάται άμεσα και αποκλειστικά με το λόγο της ανάκλησης που εξεδήλωσε ο κατηγορούμενος-εκδότης, κατά τον ουσιώδη χρόνο ανάκλησης της πληρωμής της επιταγής. Συνεπώς ο κατηγορούμενος-εφεσείων δεν μπορεί να επικαλείται την υπεράσπιση της επιφύλαξης της εύλογης αιτίας σύμφωνα με το άρθρο 305Α(2) του Κεφ. 154, ισχυριζόμενος λόγο που είναι διαφορετικός από εκείνον που εξεδήλωσε προς την Τράπεζα, έστω και προφορικά την 28.4.2011, δηλαδή ότι η μη πληρωμή της επίδικης επιταγής έγινε επειδή αυτή είχε απωλεσθεί.
Κατ΄ εφαρμογή του δικαστικού λόγου των Ttozios Management Ltd και Nikiforos Technologies Ltd (ανωτέρω), το μόνο ερώτημα που είχε να απαντήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το κατά πόσον η κατ΄ ισχυρισμό από τον εκδότη της επιταγής «απώλεια» της συνιστούσε «εύλογη αιτία» για τη μη πληρωμή της. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική. Εν πάση περιπτώσει από τη στιγμή που ο αποδέκτης της επιταγής την παρουσίασε για πληρωμή, ο λόγος που επικαλέστηκε ο εκδότης για τη μη πληρωμή είχε εκλείψει και συνεπώς δεν συνιστούσε «εύλογη αιτία» για τη μη πληρωμή της.
Αναφορικά με την ποινή, επίσης θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψιν του τη σοβαρότητα του αδικήματος, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, και στάθμισε τους διάφορους ελαφρυντικούς και επιβαρυντικούς παράγοντες, κατέληξε στην επιβολή της ποινής της άμεσης φυλάκισης των 10 μηνών, η οποία ήταν υπό τις περιστάσεις ορθή και δίκαιη και δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως υπερβολική αλλά ούτε και ως προϊόν νομικής πλάνης. Μεταξύ άλλων το πρωτόδικο δικαστήριο συνυπολόγισε τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα, ο οποίος είναι νυμφευμένος και πατέρας τριών παιδιών εξαρτωμένων από τον ίδιο, ότι το ποσό της επιταγής ήταν €150.000.- αλλά ένα ποσό της τάξης των σχεδόν €70.000.- κανονικά θα έπρεπε να είχε επιστραφεί στον εφεσείοντα από την εφεσίβλητη, ότι το ποσό της επιταγής εξακολουθούσε να οφείλεται, το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, τις προσωπικές και οικονομικές του συνθήκες και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της ποινής φυλάκισης στον ίδιο και την οικογένεια του. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παρέλειψε, επίσης, να συνυπολογίσει την μη παραδοχή του κατηγορούμενου-εφεσείοντα από τη μια, αλλά και την καθυστέρηση στη δίωξη του και την εκδίκαση της υπόθεσης από την άλλη. Σχετικά με την καθυστέρηση, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι αυτή δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει δυσμενώς τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα στην προώθηση της όποιας υπεράσπισης ή θέσης του στην υπόθεση και δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή στις συνθήκες του εφεσείοντα, κατά την διάρκεια της καθυστέρησης, κατά τρόπον που να δικαιολογείται διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα της ποινής. Εν πάση περιπτώσει, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, τα πρακτικά της δίκης δεν φανερώνουν ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων ήταν εντελώς αμέτοχος στη δημιουργία της προκύψασας καθυστέρησης. Δεν θεωρούμε πως και στο ζήτημα της ποινής υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα για το οποίο δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
Για τους προαναφερόμενους λόγους όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει του αποτελέσματος επιδικάζονται έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €1.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.