ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B66
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 253/2017
28 Φεβρουαρίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxxx P.
Εφεσείοντας
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητη
*******************************
Κ. Αποκίδης, για τον Εφεσείοντα
Ξ. Ξενοφώντος (κα) για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη
Εφεσείων παρών
*******************************
(Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία του ανήλικου).
*******************************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσείων/κατηγορούμενος καταδικάστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία από το Κακουργιοδικείο xxxx σε δώδεκα κατηγορίες. Τέσσερις από αυτές (κατηγορίες 1, 4, 7 και 10) αφορούσαν σε σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(4)(α) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014), τέσσερις σε σεξουαλική κακοποίηση παιδιού (κατηγορίες 2, 5, 8 και 11) κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(3) του ιδίου Νόμου και τέσσερις σε άσεμνη επίθεση κατά γυναίκας (κατηγορίες 3, 6, 9 και 12) κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(2)(α) και 23 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου (Ν.119(1)/2000) και του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα.
Για τα αδικήματα των κατηγοριών 1, 4, 7 και 10 του επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης 5 ετών στην κάθε μια ενώ στις κατηγορίες 3, 6, 9 και 12 φυλάκιση 2 ετών στην κάθε μια. Στις κατηγορίες 2, 5, 8 και 11 δεν επιβλήθηκε καμιά ποινή. Διατάχθηκε όπως οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.
Τα αδικήματα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διαπράχθηκαν μεταξύ Μαΐου του 2015 και Αυγούστου του 2015 στο σπίτι του εφεσείοντα στην xxxxx, όπου σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις άγγιξε και χάιδεψε την κοιλιά και τα γεννητικά όργανα της ανήλικης, ηλικίας τότε 11 ετών, ενώ σε μια περίπτωση έγλειψε επιπρόσθετα τα γεννητικά της όργανα.
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την καταδίκη του την οποίαν προσβάλλει με 19 λόγους έφεσης όπως και την ποινή που του επιβλήθηκε, ως έκδηλα υπερβολική, με 5 λόγους.
Κατέθεσαν πρωτόδικα συνολικά 21 μάρτυρες κατηγορίας και για την υπεράσπιση ο Κατηγορούμενος ο οποίος, αφού κλήθηκε σε απολογία στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία καλώντας άλλους 6 μάρτυρες υπεράσπισης. Κατατέθηκαν επίσης σαράντα έγγραφα και εκατόν δεκαέξι τεκμήρια.
Το Κακουργιοδικείο εκδίδοντας την απόφαση του ασχολήθηκε κατ' αρχάς με μια συνοπτική καταγραφή της μαρτυρίας από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής ώστε να καταστεί αντιληπτό το ευρύτερο πλέγμα της υπόθεσης από την οπτική γωνιά της Κατηγορούσας Αρχής και στη συνέχεια εκείνη της Υπεράσπισης.
Δεκατρείς συνολικά μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής ήταν μέλη της Αστυνομίας οι οποίοι στη μαρτυρία τους αναφέρθησαν στις διάφορες ενέργειες που προέβησαν ο καθένας στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης. Ο xxxx (ΜΚ1) ως ειδικός φωτογράφος της Αστυνομίας κατέθεσε δέσμη δέκα φωτογραφιών (Τεκμήριο 1) του κινητού τηλεφώνου και των μηνυμάτων σ' αυτό της μητέρας της ανήλικης (ΜΚ20) στην παρουσία της, ο xxxx (ΜΚ2) υπεύθυνος της αποθήκης τεκμηρίων παρουσίασε κατάλογο διακίνησης διαφόρων τεκμηρίων (Έγγραφα Β2 και Β4), ο xxxx (ΜΚ3), της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου, αντέγραψε την οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης σε ψηφιακούς δίσκους και ετοίμασε σχετικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης (Έγγραφα Δ και Δ.1), η xxxx (ΜΚ4) έλαβε οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης στις 27/1/2016 με τη βοήθεια διερμηνέα και στην παρουσία λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας και κατέθεσε περαιτέρω ως Τεκμήριο 36 κείμενο απομαγνητοφωνημένης ηχητικής ζώνης της οπτικογραφημένης κατάθεσης και ο xxxx (ΜΚ7) του Τμήματος Τεχνολογικής Ανάπτυξης του Αρχηγείου μετέφερε τα δεδομένα των ακουστικών κασετών (Τεκμήρια 24 και 25) που ήταν καταγραμμένη η οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης σε δύο ψηφιακούς δίσκους για σκοπούς παροχής αντιγράφου στο συνήγορο υπεράσπισης.
Ο xxxx (ΜΚ8) υπεύθυνος του δικανικού εργαστηρίου εξέτασης ηλεκτρονικών τεκμηρίων εξέτασε το κινητό τηλέφωνο (Τεκμήριο 17) και ταμπλέτα (Τεκμήριο 16) του εφεσείοντα προς το σκοπό πρόσβασης και αντιγραφής δεδομένων, στη βάση δικαστικού διατάγματος (Τεκμήριο 50) χωρίς όμως να γίνει κατορθωτή η περαιτέρω εξέταση τους λόγω ύπαρξης κωδικού ασφαλείας, καθώς και του κινητού τηλεφώνου της μητέρας της ανήλικης (Τεκμήριο 13) και ετοίμασε έκθεση (Έγγραφο θ) ενώ τα σχετικά στοιχεία αντιγράφησαν σε ψηφιακό δίσκο (Τεκμήριο 14).
Ο xxxx (ΜΚ9) του Δικανικού Εργαστηρίου Ηλεκτρονικών Δεδομένων προσπάθησε να αντιγράψει τα ηλεκτρονικά μηνύματα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του εφεσείοντα (Τεκμήριο 18), χωρίς όμως επιτυχία λόγω του ότι ήταν κρυπτογραφημένος, ενώ από τη δικανική εξέταση του ηλεκτρονικού υπολογιστή της μητέρας της ανήλικης (Τεκμήριο 20) κατέγραψε τα αποτελέσματα σε έκθεση (Έγγραφο 11), ιδιαίτερα τα μηνύματα από 5/8/2015 μέχρι 9/2/2016 καθώς και μηνύματα τύπου i-message που αφορούσαν σε επικοινωνία μεταξύ του τηλεφώνου του κατηγορούμενου και του Τεκμηρίου 20 και τα αποθήκευσε σε ψηφιακό δίσκο (Τεκμήριο 15).
Ενόψει ελλειπούς καταγραφής των μηνυμάτων στο Τεκμήριο 15 ετοίμασε νέο ψηφιακό δίσκο (Τεκμήριο 16).
Ο xxxx (ΜΚ12) χειρίστηκε τα σχετικά μηχανήματα κατά την οπτικογράφηση της κατάθεσης της ανήλικης και εξήγησε στο Δικαστήριο τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για λήψη της κατάθεσης και των ακουστικών κασετών.
Η xxxx (ΜΚ13) και ο xxxx (ΜΚ14) ασχολήθηκαν με την διακίνηση τεκμηρίων. Ο xxxx (ΜΚ15), Ανώτερος Υπαστυνόμος, επέβλεψε τη διερεύνηση της υπόθεσης την οποίαν ανέθεσε στο ΜΚ21. Κατέθεσε δε το ημερολόγιο ενεργείας ως Τεκμήριο 66.
Ο xxxx (ΜΚ19) συνέλαβε δυνάμει δικαστικού εντάλματος τον κατηγορούμενο.
Ο xxxx (ΜΚ21) ως ο εξεταστής της υπόθεσης εξήγησε με λεπτομέρεια τις δικές του ενέργειες κατά την εξέλιξη του ανακριτικού έργου.
Η xxxx (ΜΚ5), εργοδοτούμενη του εφεσείοντα, ήταν το πρόσωπο στην οποία ο εφεσείων στην παρουσία και του ΜΚ10, κοινού φίλου, εκμυστηρεύθηκε ότι κακοποίησε σεξουαλικά την ανήλικη σε τέσσερις περιπτώσεις.
Η xxxx (ΜΚ6), λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας συνόδευσε την ανήλικη κατά τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης και ο ρόλος της ήταν καθαρά υποστηριχτικός για την ανήλικη.
Ο xxxx (ΜΚ10), φίλος του εφεσείοντα, επιβεβαίωσε τη ΜΚ5 στο ότι ο εφεσείων τους εκμυστηρεύθηκε ότι κακοποίησε σεξουαλικά την ανήλικη σε τέσσερις περιπτώσεις. Ήταν παρών δε στο περιστατικό της 5/8/2015 όπου η μητέρα της ανήλικης καταλόγισε στον εφεσείοντα ότι τοποθέτησε τα χέρια του στα εσώρουχα της ανήλικης, την οποία ο ίδιος ο μάρτυρας είδε κουλουριασμένη στο πάτωμα να κλαίει.
Η xxxx (ΜΚ11), ψυχολόγος, εξέτασε την ανήλικη με σκοπό να τη βοηθήσει να αφηγηθεί όσα της συνέβησαν με τον εφεσείοντα, συζήτηση που μεταφέρθηκε στο Δικαστήριο, παραπέμποντας σε σημειώσεις που τηρούσε κατά τις τρεις συναντήσεις της με την ανήλικη.
Η ΜΚ16, ανήλικη, επιβεβαίωσε ότι το τεκμήριο 21 ήταν η οπτικογραφημένη της κατάθεση όπως και το περιεχόμενο της. Λεπτομέρειες ως προς το περιεχόμενο και την προφορική της κατάθεση στο Δικαστήριο θα δοθούν κατωτέρω στο κατάλληλο σημείο.
Ο xxxx (ΜΚ17), ιατροδικαστής, εξέτασε την ανήλικη και ετοίμασε έκθεση (Έγγραφο ΙΗ).
Η xxxx (ΜΚ18), εκτέλεσε χρέη διερμηνέα κατά τη λήψη της κατάθεσης της μητέρας της ανήλικης (Τεκμήριο 70) και της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης.
Η xxxx (ΜΚ20), μητέρα της ανήλικης, ήταν το πρώτο πρόσωπο που η ανήλικη ανέφερε το περιστατικό της 5/8/2015 και άλλα δύο που προηγήθηκαν, στην οποίαν επίσης ο εφεσείων εξομολογήθηκε άλλα τρία προηγούμενα περιστατικά που παρενόχλησε σεξουαλικά την ανήλικη.
Όπως αναφέραμε ανωτέρω, μετά που κλήθηκε σε απολογία σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ο εφεσείων έδωσε ένορκη μαρτυρία. Πυρήνας της υπερασπιστικής του γραμμής ήταν η κατ' ισχυρισμό σκευωρία σε βάρος του από τη μητέρα της ανήλικης αποσκοπούσα σε οικονομικά οφέλη.
Οι xxxx (ΜΥ1) και xxxx (MY2), σύμβουλος - ψυχοθεραπευτής ο πρώτος και κλινικός ψυχολόγος ο δεύτερος, αναφέρθηκαν ο μεν ΜΥ1 στις προσπάθειες του να διορθώσει τη σχέση του εφεσείοντα με τη μητέρα της ανήλικης στα πλαίσια των οποίων είχε μια συνάντηση με την ΜΚ20 και άλλες δεκαεπτά με τον εφεσείοντα, μεταξύ 19/10/2015 και 17/12/2015, ο δε ΜΥ2 στον εντοπισμό των δυνατών και αδύνατων σημείων της συνέντευξης της ανήλικης κατά τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης.
Η xxxx (ΜΥ3), δικηγόρος, κατέθεσε ως τεκμήρια επιστολές που αντάλλαξαν οι δικηγόροι του εφεσείοντα με την Κατηγορούσα Αρχή σε σχέση με την υπόθεση (Τεκμήριο 103) και εξέδωσε περαιτέρω μαρτυρική κλήση σε κάποιαν Κ. Θ, που αρνήθηκε όμως να προσέλθει στο Δικαστήριο.
Ο xxxx (ΜΥ4) Πρωτοκολλητής στο Επαρχιακό Δικαστήριο xxxxx, κατέθεσε ως τεκμήρια διάφορα δικαστικά έγγραφα που αφορούν σε Αγωγή και Ποινικές Υποθέσεις, μεταξύ του εφεσείοντα και της ΜΚ20 μαζί με άλλα πρόσωπα.
Οι xxxx (ΜΥ5) και xxxx (ΜΥ6), μέλη της Αστυνομίας, επιβεβαίωσαν τις ενέργειες άλλων μελών της Αστυνομίας στο στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης.
Οι λόγοι έφεσης 2, 3, 4, 6, 8, 9, 11, 12, 13, 14 και 19 αφορούν κυρίως σε ζητήματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας που, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, οδήγησαν σε λανθασμένα ευρήματα. Συναφείς σε ορισμένα σημεία με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, είναι και οι υπόλοιποι. Συγκεκριμένα ο λόγος έφεσης 1 αναφέρεται στη λανθασμένη αποδοχή της οπτικογραφημένης (Τεκμήριο 21) και της απομαγνητοφωνημένης (Τεκμήριο 36) κατάθεσης της ανήλικης. Ο λόγος έφεσης 5 προσβάλλει την παράλειψη του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη τον άδικο και αντινομικό τρόπο χειρισμού της ακρόασης από μέρους της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής. Ο λόγος έφεσης 7 αναφέρεται στην παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα να τύχει δίκαιης δίκης. Ο λόγος έφεσης 10 προσβάλλει ως λανθασμένη την αποδοχή μαρτυρίας προερχομένης από τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες του εφεσείοντα και της ΜΚ20.
Ο λόγος έφεσης 15 αναφέρεται στην ελαττωματική και πλημμελή φύλαξη και διακίνηση των τεκμηρίων. Οι λόγοι έφεσης 16 και 18 αναφέρονται σε λάθη και παραλείψεις της Κατηγορούσας Αρχής κατά την ακροαματική διαδικασία και τέλος ο λόγος έφεσης 17 προσβάλλει ως λανθασμένη την αποδοχή από πλευράς Κακουργιοδικείου των προφορικών και ηλεκτρονικών παραδοχών του εφεσείοντα.
Οι λόγοι έφεσης που αφορούν στην λανθασμένη αξιολόγηση από πλευράς Κακουργιοδικείου της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας που το οδήγησε σε λανθασμένα ευρήματα, έχουν ως κεντρικό άξονα την αποδοχή της μαρτυρίας της ανήλικης (ΜΚ16), του αστυνομικού εξεταστή (ΜΚ21), της ΜΚ20, της ΜΚ5, του ΜΚ10 και των μελών της Αστυνομίας ιδιαίτερα των ΜΚ15, ΜΚ4 και ΜΚ5, κατά προτίμηση εκείνης του κατηγορούμενου και των μαρτύρων υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία ως προς τις αρχές που πρέπει να διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας περιλαμβανομένης και εκείνης των εμπειρογνωμόνων (Sayed v. Πλοίου Μ/V Mary John κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, Rama κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489,500, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 254, 260, Φωτίου ν. Ηροδότου (2010) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1172, 1175, Ιωσηφίδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 243/2012, ημερ. 2/5/2014, ECLI:CY:AD:2014:B289, Μαρκίτσης ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 23/2015, ημερ. 21/4/2016, ECLI:CY:AD:2016:D212 κ.ά.) ασχολήθηκε κατ' αρχάς με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.1, 2, 4, 7, 12, 13, 14 και 19, όλοι μέλη της Αστυνομίας.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε τους πιο πάνω μάρτυρες ως καθόλα αξιόπιστους και ότι εξήγησαν με σαφή τρόπο τη δική τους εμπλοκή στην υπόθεση χωρίς διάθεση να παραστήσουν γεγονότα που δεν ανταποκρίνοντο στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να κάμει αποδεκτή τη μαρτυρία τους στο σύνολο της. Την ίδια θετική αντίληψη αποκόμισε και για το ΜΚ15, υπεύθυνο του ΤΑΕ xxxx του οποίου επίσης αποδέχθηκε τη μαρτυρία του. Ενόψει της θέσης του εφεσείοντα περί ανεπαρκούς και προκατειλημμένης διερεύνησης της υπόθεσης και καταπιεστικού περαιτέρω τρόπου χειρισμού του εφεσείοντα από την Αστυνομία, ώστε να παραβιάζεται το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ21, αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης, ασχολήθηκε λεπτομερώς με όλες τις πτυχές των τοποθετήσεων του, δίνοντας έμφαση στις κατ΄ ισχυρισμό παραλείψεις ή αδυναμίες που παρουσίαζε η μαρτυρία του. Σημειώνεται ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 4. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι τα στοιχεία που παρουσίασε ο κατηγορούμενος τα οποία κατ' ισχυρισμό παρείχαν ένδειξη προκατάληψης του ΜΚ21 στη διερεύνηση της υπόθεσης, όπως ότι το ένταλμα σύλληψης ζητήθηκε βράδυ και ότι η ανάκριση του εφεσείοντα έγινε αμέσως μετά τη μεταφορά του από το Αεροδρόμιο Λάρνακας, ή ορισμένες αναφορές του κατά το στάδιο της μακράς και έντονης αντεξέτασης που κατ' ισχυρισμό καταφέρετο εναντίον του εφεσείονται ή του δικηγόρου του, από μόνα τους δεν καταδείκνυαν την αποδιδόμενη στάση και συμπεριφορά. Ορισμένες δε παραλείψεις του μάρτυρα αυτού, που φέρεται να ήσαν σκόπιμες και στοχευμένες, όπως να λάβει κατάθεση από την Κ.Θ. ή από τα παιδιά που βρίσκοντο στο χώρο του περιστατικού της 5/8/2015, που ήταν τα τρία παιδιά του κατηγορούμενου και ο αδελφός της ανήλικης, δεν οφείλοντο σε οποιαδήποτε σκοπιμότητα και ούτε επηρέασαν δυσμενώς την υπεράσπιση θέτοντας την σε μειονεκτική θέση έναντι της Κατηγορούσας Αρχής, κατά τρόπο που θα επέβαλλε τη δραστικότατη παρέμβαση του Δικαστηρίου (βλ. Σκορδέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 101/2013, ημερ. 6/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:B267 και Κάπελλος ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 241). Καθόλα θετική επίσης και αποδεκτή έκρινε και τη μαρτυρία της ΜΚ6, λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, και της ΜΚ18, μεταφράστριας, όπως και της ΜΚ5 και του ΜΚ10, φίλων του Κατηγορούμενου, απορρίπτοντας την εισήγηση ότι η κατάθεση των τελευταίων ουσιαστικά απέβλεπε σε οικονομικά ή άλλα οφέλη από μια καταδίκη του κατηγορούμενου. Μάλιστα για τους ΜΚ5 και ΜΚ10 το Κακουργιοδικείο σημειώνει στην απόφαση του ότι παρά τη μακρά και εξαντλητική αντεξέταση η οποία διεισδυτικά κινήθηκε σε διάφορα ζητήματα και επίπεδα, παρέμειναν σταθεροί στις τοποθετήσεις τους χωρίς αντιφάσεις, αμφισημίες ή αυτοαναιρέσεις.
Σ' όσον αφορά τη μαρτυρία της μητέρας της ανήλικης (ΜΚ20) προσεγγίστηκε από το Κακουργιοδικείο με ιδιαίτερη προσοχή και διερευνητική διάθεση, ενόψει της στενής της συγγενικής σχέσης με την ανήλικη και της κύριας θέσης της υπεράσπισης περί κατασκευασμένης υπόθεσης, αποσκοπώντας στην αποκόμιση προσωπικού οικονομικού οφέλους. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την κάθε εισήγηση από πλευράς υπεράσπισης που κατ' ισχυρισμό φανέρωνε τα οικονομικά οφέλη της μητέρας της ανήλικης από την καταγγελία του κατηγορούμενου στην Αστυνομία, δίνοντας επαρκείς λόγους για την απόρριψη των εισηγήσεων. Δέχθηκε ως λογικές τις εξηγήσεις που έδωσε για την καθυστέρηση από πλευράς της να προβεί σε σχετική καταγγελία στις αστυνομικές αρχές της Δημοκρατίας, ότι δηλ. ανησυχούσε για τις συνέπειες τέτοιας καταγγελίας που ενέχουν για την κόρη της, στη χειραγώγηση της ιδίας εκ μέρους του κατηγορουμένου θέτοντας την ενώπιον διλημμάτων, στον καταιγισμό μηνυμάτων του τελευταίου (Τεκμήρια 14 και 16 που είναι ψηφιακοί δίσκοι που περιλαμβάνουν μηνύματα μεταξύ των δύο), που συνηγορούν υπέρ της εκδοχής της, το γεγονός ότι βρισκόταν σε ξένη χώρα, στη σύγχυση που τη διακατείχε, στη στάση του κατηγορουμένου προς το άτομο της και στα αισθήματα τέλος που εξακολουθούσε να τρέφει για τον κατηγορούμενο. Οι πιο πάνω συνθήκες, καταλήγει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του σ΄ όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ20, εξηγούν τη συμπεριφορά της να συνευρίσκεται ερωτικά με τον κατηγορούμενο και μετά την αποκάλυψη της κακοποίησης της ανήλικης, χωρίς όμως να τη δικαιολογούν. Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας της ανήλικης (ΜΚ20), συνιστά το αντικείμενο του λόγου έφεσης 6.
Σ' όσον αφορά την ανήλικη (ΜΚ16), κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ως καθόλα αξιόπιστη και ότι τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο ήταν η αλήθεια, χωρίς να εντοπιστεί οποιοδήποτε αλλότριο κίνητρο που να πλήττει την αξιοπιστία της. Σημαντικό θεώρησε το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της το γεγονός ότι στα σημεία που αναφέρετο στα τέσσερα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης της, από τον κατηγορούμενο, ο λόγος της δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης (βλ. Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547). Προσθέτει στην απόφαση ότι όσες φορές η ανήλικη ρωτήθηκε για τα γεγονότα, που σημειωτέον συνέβησαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα μεταξύ του Μαΐου του 2015 και Αυγούστου του ιδίου χρόνου, είτε κατά τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης είτε στα πλαίσια των συναντήσεων της με τη ψυχολόγο xxxx, ουσιαστικά τα επανέλαβε στο Δικαστήριο χωρίς αντιφάσεις ή αυτοαναιρέσεις που να δημιουργούσαν προβληματισμό για την εκδοχή της. Ειδικά για τις συνθήκες λήψης της οπτικογραφημένης κατάθεσης της που προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 1 θα ασχοληθούμε κατωτέρω σε άλλο σημείο της απόφασης.
Ενόψει της σημασίας που ενέχει η μαρτυρία της ανήλικης την οποία αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο στην ολότητα της ως προς τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, που είναι το αντικείμενο του λόγου έφεσης 2, παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που αναφέρεται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ανήλικης, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τόσο την οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης όσο και τη μαρτυρία της από το εδώλιο του μάρτυρα. Να ακούσουμε το λόγο της, να παρατηρήσουμε τη συμπεριφορά της, να δούμε τις αντιδράσεις της. Ταυτόχρονα, έχουμε τη δυνατότητα να αντιπαραβάλουμε τη μαρτυρία της με την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε υπόψη μας στα πλαίσια της παρούσας, τα τεκμήρια που έχουν τεθεί ενώπιον μας αλλά και τις θέσεις της υπεράσπισης.
Προσεγγίζοντας τη μαρτυρία της ανήλικης με πολλή προσοχή, διερευνητική διάθεση και βεβαίως την απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις επιφυλακτικότητα, είμαστε σε θέση με απόλυτη βεβαιότητα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η ανήλικη μετέφερε στο δικαστήριο όσα η ίδια βίωσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, πείθοντας για την αλήθεια των λεγομένων της. Καταθέτοντας στο δικαστήριο, πολλές φορές με την απλότητα που χαρακτηρίζει την ηλικία της, δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι υπήρξε ειλικρινής και αξιόπιστος μάρτυρας που με λόγο πειστικό, αυθεντικό και ανεπιτήδευτο, μετέφερε στο δικαστήριο τα γεγονότα όπως τα βίωσε. Δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε αλλότριο κίνητρο, ξένο προς την υποχρέωση και το καθήκον της ως μάρτυρα να πει την αλήθεια, που αποδιδόμενο στη συγκεκριμένη μάρτυρα θα μπορούσε να πλήξει την αξιοπιστία της. Σημειώνουμε το γεγονός πως καθ' ον χρόνο αναφέρθηκε στις λεπτομέρειες των τεσσάρων περιστατικών, όπως αυτά περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο και στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου σε βάρος της κατά την εξέλιξή τους, στα συμβάντα δηλαδή στα οποία βασίζεται το παράπονο και η καταγγελία της, ο λόγος της, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της υπεράσπισης. (βλ. Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547).
Στα πλαίσια του πολυεπίπεδου προβληματισμού του δικαστηρίου κατά την προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας της ανήλικης, απασχόλησε σοβαρά το ενδεχόμενο οι αναφορές της τελευταίας για την εξέλιξη των γεγονότων, να ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού ή καθοδήγησης της από τρίτα πρόσωπα, όπως ήταν και η εισήγηση της υπεράσπισης, ή ακόμα αποκυήματα της φαντασίας της. Απασχόλησε ακόμα και ο παράγοντας του χρόνου που έχει διαρρεύσει μέχρι την παρουσία της μάρτυρος στο δικαστήριο. Δεν έχει τεθεί οποιοδήποτε στοιχείο ή μαρτυρία υπόψη μας, ικανό να καταδείξει ότι οποιοσδήποτε από τους ως άνω παράγοντες επέδρασε στη μαρτυρίας της. Αντίθετα η συνολική της εικόνα ως μάρτυρα, σε συνδυασμό θεωρούμενη με το σύνολο της τεθείσας υπόψη μας μαρτυρίας, σφραγίζει την αντίληψη του δικαστηρίου για την αυθεντικότητα του λόγου της. Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε προσπάθεια καθοδήγησης της από τον στενό οικογενειακό ή φιλικό της κύκλο επί του θέματος, ούτε κατά το στάδιο που έδιδε οπτικογραφημένη κατάθεση στις 27.01.2016, ούτε κατά το στάδιο που προσήλθε στο δικαστήριο για να προσφέρει τη μαρτυρία της. Όπως υπέδειξε κατά το στάδιο της αντεξέτασης της, καθ' ον χρόνο ως γίνεται κατανοητό η υπεράσπιση διερευνούσε το ενδεχόμενο καθοδήγησης της, η μητέρα της και ο νυν συμβίος της τελευταίας, οι οποίοι την μετέφεραν στο Δικαστήριο, την καθησύχασαν απλώς για το γεγονός ότι θα κατέθετε ως μάρτυρας στη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου. Η ανήλικη μάρτυς, όσες φορές κλήθηκε και αναφέρθηκε τελικά στα γεγονότα που αφορούν τα τέσσερα περιστατικά που σύμφωνα με την ίδια έλαβαν χώρα σε βάρος της σε διάφορα χρονικά διαστήματα μεταξύ του Μαΐου του 2015 και Αυγούστου του ίδιου έτους, (είτε στη μητέρα της κατά τις 5.8.2015, είτε κατά το στάδιο που προέβαινε στην οπτικογραφημένη της κατάθεση στις 27.01.2016, είτε στο πλαίσιο των συναντήσεών της με την ψυχολόγο Χ.Π, το 2017) ουσιαστικά επανέλαβε τούτα χωρίς αντιφάσεις ή αυτοαναιρέσεις που θα επέτρεπαν τη δημιουργία οποιουδήποτε προβληματισμού για την εκδοχή της.
Το γεγονός ότι αμέσως μετά το περιστατικό της 05.08.2015 και την αποχώρηση της ανήλικης με την μητέρα της και τον αδελφό της αλλά και τα παιδιά του κατηγορούμενου από την οικία στην οδό xxxxx στην xxxx, η ανήλικη επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο μέσω μηνύματος στο κινητό τηλέφωνο του τελευταίου, δεν φαίνεται να διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων. Ως έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, και γίνεται αποδεκτό, εντάσσεται και αυτό σε μια αναμενόμενη αντίδραση από ένα παιδί που αντιλαμβάνεται ότι για λόγους που αφορούν και την ίδια, έχει προκληθεί πρόβλημα γενικότερα στην οικογένειά της και στην καθημερινότητά της, αλλά και ειδικότερα στον κατηγορούμενο, πρόσωπο που για χρόνια συμβίωναν με την οικογένειά της, που αγαπά και ουσιαστικά αντιλαμβανόταν ως πατρική φιγούρα, ο οποίος εξαιτίας της κατάστασης που δημιουργήθηκε, αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από το σπίτι.»
Το Κακουργιοδικείο προχώρησε στη συνέχεια στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων παραπέμποντας σε νομολογία ως προς τη σημασία της μαρτυρίας τους για σκοπούς ευρημάτων, στις περιπτώσεις που χρειάζεται ιδιαίτερη επιστημονική πληροφόρηση που δεν εμπίπτει στη σφαίρα εμπειριών και γνώσεων του Δικαστηρίου (βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390, Νεάρχου ν. Στεφανίδη κ.ά. (2003)1 (Α) ΑΑΔ 351 και G. ν. D.P.P. (1997) 2 All ER 755 κ.ά.). Έκρινε τον ΜΥ1, σύμβουλο - ψυχοθεραπευτή, ως ειδικό εμπειρογνώμονα για τα ζητήματα για τα οποία κλήθηκε να μαρτυρήσει. Ειδικούς εμπειρογνώμονες θεώρησε επίσης και την xxxx (ΜΚ11) ψυχολόγο, τον xxxx (ΜΚ17), ιατροδικαστή, τον xxxx (MY2) ψυχολόγο, τους ΜΚ3, ΜΚ8 και ΜΚ9, και οι τρεις Μέλη του Τμήματος Δέλτα του Αρχηγείου Αστυνομίας ειδικότερα του Δικανικού Εργαστηρίου Ηλεκτρονικών Δεδομένων. Σ΄ όσον αφορά τους ΜΚ3, ΜΚ8 και ΜΚ9, υιοθέτησε τη μαρτυρία τους σε σχέση με τα αποτελέσματα των διαφόρων εξετάσεων και ερευνών στις οποίες προέβησαν, όπως και του xxxx (ΜΚ17).
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη μαρτυρία της xxxx (ΜΚ11), ψυχολόγου, θεωρώντας ότι δικαιολόγησε και εξήγησε την επιστημονική της κατάληξη σ΄ όσον αφορά την αλήθεια των αναφορών της ανήλικης, διεργασία και κατάληξη που ως εξηγήθηκε και από τον κλινικό ψυχολόγο, xxxx (MY2), είναι καθόλα αποδεκτή αλλά και αναγκαία όταν γίνεται για θεραπευτικούς σκοπούς. Θεώρησε ότι η Μ.Κ.11 εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τη βάση επί της οποίας στήριξε τη διαπίστωση της ότι στο πλαίσιο των θεραπευτικών συναντήσεων της με την ανήλικη, οι αναφορές της τελευταίας ανταποκρίνοντο στην αλήθεια.
Όπως αναφέρει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, η ΜΚ11 με την παράθεση των σχετικών επιστημονικών κριτηρίων και εξειδικευμένων γνώσεων της επέτρεψε στο Δικαστήριο να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα, ότι δηλαδή «η ανήλικη ήταν ειλικρινής καθ΄ ον χρόνο, στα πλαίσια των θεραπευτικών συναντήσεων της με τον ψυχολόγο ΜΚ11, μετέφερε σε αυτήν τα γεγονότα που βίωσε κατά τον ουσιώδη χρόνο».
Σ' όσον αφορά τον εφεσείοντα/κατηγορούμενο, το Κακουργιοδικείο έκρινε την ποιότητα της μαρτυρίας του πολύ πτωχή και μη πειστική, εξού και την απέρριψε. Ήταν διαπίστωση του ότι παρουσίαζε θέσεις χωρίς να έχουν λογική συνέπεια και συνέχεια όταν τεθούν στη βάσανο της αξιολογικής διύλισης, δυνάμενες συνακόλουθα να γίνουν δεκτές από το Δικαστήριο. Θεώρησε περαιτέρω προβληματική την επιμονή του ότι ο ίδιος δεν ενήργησε ποτέ σε βάρος της ανήλικης, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι στις τρεις τουλάχιστον από τις τέσσερις περιπτώσεις, που φέρεται να κακοποίησε σεξουαλικά την ανήλικη, λόγω μέθης δεν ήταν σε θέση να θυμάται οτιδήποτε σε σχέση με την εξέλιξη των περιστατικών ή τι είχε συμβεί.
Του καταλογίζεται επίσης από το Κακουργιοδικείο ότι προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τα μηνύματα που περιλαμβάνονται στα Τεκμήρια 14 και 16 που έστειλε ο ίδιος στη μητέρα της ανήλικης προβάλλοντας ανυπόστατους ισχυρισμούς, όπως ότι στάληκαν από τρίτο πρόσωπο που είχε πρόσβαση στον ηλεκτρονικό υπολογιστή παραπέμποντας στα παιδιά του, στη μητέρα της ανήλικης και στα παιδιά της τελευταίας. Σημειώνεται ότι με τα μηνύματα ο κατηγορούμενος άλλοτε την καλόπιανε και άλλοτε την απειλούσε ή της διαμήνυε ότι θα αυτοκτονούσε. Σ' όσον αφορά το τελευταίο περιστατικό της 5/8/15 έδωσε τη δική του εκδοχή ότι δηλαδή είχε ήδη καταναλώσει 2-3 αλκοολούχα κοκτέιλ και ακόμη ένα όταν κατέφθασαν στο σπίτι και όντας μεθυσμένος δεν θυμόταν τίποτε. Η θέση αυτή, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, ήταν αντίθετη με τη μαρτυρία της ΜΚ20 ότι δεν ήταν μεθυσμένος, αλλά φαινόταν να συνεννοείται και να ανταποκρίνεται όταν του ζήτησε το λόγο για τις ενέργειες του σε βάρος της ανήλικης. Δεν συνήδε επίσης με τη μαρτυρία του xxxx (ΜΚ10) που ισχυρίστηκε απλά ότι ο κατηγορούμενος ήταν «χαλαρωμένος, σε καλή διάθεση» αλλά και τις ίδιας της ανήλικης που, σύμφωνα με τις εξηγήσεις της σ' όσον αφορά τη στάση και συμπεριφορά του κατά το επεισόδιο και τον τρόπο που χειρίστηκε την κόρη του που τον καλούσε, δεν συνήδαν με μεθυσμένο άτομο. Το Κακουργιοδικείο απέδωσε την προώθηση της θέσης περί μέθης στις προσπάθειες του κατηγορούμενου να μην τεθεί στη βάσανο της αντεξέτασης για ουσιώδη ζητήματα σε σχέση με όσα του καταλόγιζε η ανήλικη. Απέρριψε επίσης και τη θέση του περί χειραγώγησης του από τη μητέρα της ανήλικης, θέση που έκρινε ότι έρχεται σε αντίθεση με τα μηνύματα του Τεκμηρίου 16 που απέστειλε στη συμβία του (ΜΚ20).
Του αποδίδεται επίσης από το Κακουργιοδικείο ότι προσπάθησε ανεπιτυχώς, να δικαιολογήσει τις παραδοχές του στους ΜΚ5 και 10 περί σεξουαλικής κακοποίησης της ανήλικης, ότι δεν αντελήφθησαν σωστά τα όσα τους εκμυστηρεύτηκε, όπου απλά τους μετέφερε τους ισχυρισμούς της μητέρας της ανήλικης.
Οι ΜΥ3 και 4 (δικηγόρος και Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου xxxxx αντίστοιχα) θεωρήθηκαν τυπικοί μάρτυρες και το Κακουργιοδικείο έκαμε αποδεκτή τη μαρτυρία τους. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε και τη μαρτυρία των ΜΥ5 και 6, την οποίαν επίσης αποδέχθηκε.
Ως προς το ΜΥ1, σύμβουλο - ψυχοθεραπευτή, το Κακουργιοδικείο αν και τον έκρινε ως εμπειρογνώμονα απέρριψε τη μαρτυρία του ως παντελώς αναξιόπιστη. Σημειώνεται στην απόφαση ότι πέραν από την παντελή έλλειψη πειστικότητας και του αισθήματος ανησυχίας που ευδιάκριτα τον διακατείχε, ήταν φανερή η διάθεση του να βοηθήσει την εκδοχή του κατηγορουμένου. Στην προσπάθεια του αυτή απώλεσε πρωτίστως την αμεροληψία και την ουδετερότητα του, αδιαφορώντας προφανώς για το σημαντικό ρόλο που μπορούσε να διαδραματίσει βοηθώντας το Δικαστήριο να μορφώσει κρίση στα υπό συζήτηση θέματα. Θα πρέπει να λεχθεί ότι κύρια θέση του στη μαρτυρία του ήταν ότι ως αποτέλεσμα των συναντήσεων του με τη μητέρα της ανήλικης, τους γονείς της και τον ίδιο τον εφεσείοντα/κατηγορούμενο, κατέληξε ότι ο τελευταίος, λόγω της κατάστασης του, κατέστη ευάλωτος, αρχίζοντας να πιστεύει αυτά που οι άλλοι του πρόβαλλαν.
Σ' όσον αφορά τον ΜΥ2, κλινικό ψυχολόγο, το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη θέση του ότι δηλ. στο σύνολο της η οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης ως αποδεικτικό στοιχείο, προσφέρει πολύ περιορισμένη αποδεικτική αξία, κρίνοντας την απλά ως θεωρητική προσέγγιση. Η μαρτυρία του σχετίζεται σαφώς με τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης που προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 1. Ο ΜΥ2 εντοπίζει στη μαρτυρία του τα αδύνατα και δυνατά σημεία της κατάθεσης καταγράφοντας τα ένα προς ένα για να καταλήξει ότι υπήρχε καθοδήγηση της ανήλικης μέσω επιρροών που άσκησαν σ' αυτήν και ότι η πάροδος χρόνου από την ημέρα που επεσυνέβη το περιστατικό μέχρι τη λήψη της κατάθεσης είχε επιπτώσεις στη μνήμη της, θέσεις που απέρριψε το Κακουργιοδικείο. Σημειώνει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του ότι «παρά το γεγονός ότι στην άνω έκθεση του, (Έγγραφο ΚΔ) καταγράφεται ότι η δικανική της αξία ως αποδεικτικού στοιχείου ήταν περιορισμένη υποστηρίζοντας ότι η τελευταία δεν προγραμματίστηκε επαρκώς και ότι διεξήχθη με κακό τρόπο, έχοντας δομηθεί στους ισχυρισμούς της μητέρας της ανήλικης, με το σκοπό της να περιορίζεται στην εκμαίευση της επανάληψης των γεγονότων των τεσσάρων περιστατικών χωρίς να έχουν αξιολογηθεί ή διερευνηθεί, παράγοντες που μπορεί να επηρέασαν ή παραμόρφωσαν τη μαρτυρία του παιδιού, κατά το στάδιο της αντεξέτασης, αναγνωρίζοντας πλείστα όσα στοιχεία που την περιβάλλουν και την αφορούν ως «δυνατά» στοιχεία για μια συνέντευξη του είδους, αποδεχόμενος ότι σε κάποια σημεία αυτή ήταν πράγματι καλή, συμφώνησε ότι αυτή έγινε με τρόπο ώστε το παιδί να μπορέσει ελεύθερα να εκφράσει αυτά που ήθελε.»
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ουσιαστικός πυλώνας στήριξης της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής σ' όσον αφορά την εξέλιξη των γεγονότων, αποτελεί η μαρτυρία της ανήλικης τονίζοντας το καθήκον του Δικαστηρίου να προσεγγίζει τη μαρτυρία της κατά τρόπο που η προσοχή και εγρήγορση του Δικαστηρίου να βρίσκεται στην πλήρη της δύναμη.
Διαπίστωσε στη συνέχεια ότι η μαρτυρία της ανήλικης από μόνη της ήταν ικανή να στηρίξει την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής. Παρά τις πρόνοιες του άρθρου 21(1) του Νόμου 91(1)/2014 ότι δεν είναι πλέον απαραίτητη η ενίσχυση της, το Κακουργιοδικείο αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία προς το σκοπό θωράκισης της δίκαιης δίκης. Με αναφορά σε νομολογία (Saab κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 106, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224, Λιασίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 434, Sammy John Lee Trussler v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 38 κ.ά.) έκρινε τις αναφορές της ανήλικης προς τη μητέρα της στις 5/8/2015, ότι αποτελούν άμεσο παράπονο εν της εννοία του άρθρου 10 του ΚΕΦ. 9, ενώ οι παραδοχές του εφεσείοντα σε διάφορες περιπτώσεις με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικά πρόσωπα και περαιτέρω τα ηλεκτρονικά μηνύματα (Τεκμήρια 14 και 16) προς τη μητέρα της ανήλικης, ότι συνιστούν ενισχυτική μαρτυρία. Συνεχίζει στην απόφαση ότι επιπρόσθετα συνιστά ενισχυτική μαρτυρία «η αναστατωμένη εμφάνιση και αγχώδης κατάσταση» της ανήλικης στις 5/8/2015, εξερχόμενη του υπνοδωματίου αμέσως μετά τη λήξη του τέταρτου περιστατικού. Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του, το Κακουργιοδικείο προβαίνει στην καταγραφή περαιτέρω ευρημάτων που καταλαμβάνουν δώδεκα σελίδες από την απόφαση. Θα περιοριστούμε στην καταγραφή μόνο εκείνων που αναφέρονται στα βασικά γεγονότα που σχετίζονται με τις κατηγορίες, ιδιαίτερα των τεσσάρων περιστατικών για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων:
«Στις 05.08.2015,................................................................ ο κατηγορούμενος και η ως άνω συμβία του, μετέβησαν στο καφεστιατόριο «xxxx», πλησίον της οικίας όπου διέμεναν, χώρο όπου ο κατηγορούμενος εκτός από φαγητό κατανάλωσε και δύο αλκοολούχα κοκτέιλ. Στη συνέχεια μετέβησαν στην οικία τους, όπου ήταν προγραμματισμένο να περάσουν τη μέρα τους μαζί με τα δύο μικρότερα ανήλικα παιδιά της συμβίας του και τα τρία βιολογικά παιδιά του κατηγορούμενου, που κατά τον εν λόγω χρόνο φιλοξενούσαν για τις θερινές τους διακοπές.
Παρεμβάλλεται, ότι περί τις 10:00 της 05.08.2015, είχε προσέλθει στην οικία τους ο xxxx, (M.K.5) φίλος της οικογένειας και συνεργάτης του κατηγορούμενου επί σειρά ετών. ....................................................................................................
............................................ Περί τις 16:00, ο xxxxx, ολοκληρώνοντας την εργασία του κατέβηκε επίσης στο χώρο της πισίνας, όπου συνάντησε τον κατηγορούμενο και την μητέρα της ανήλικης. Συνομιλούσαν οι τρείς τους παίρνοντας και ο ίδιος ένα ποτό μαζί τους. Ο κατηγορούμενος και η συμβία του, μαζί με τα δίδυμα αγόρια του κατηγορούμενου και τον ανήλικο γιο της συμβίας του κατηγορούμενου, βρισκόταν εντός της πισίνας ενώ η ανήλικη ήταν εκτός της πισίνας όπως και η θυγατέρα του κατηγορούμενου. Η ανήλικη, η οποία ετοίμαζε τα ποτά, ετοίμασε και στον κατηγορούμενο αλκοολούχα κοκτέιλ, ο οποίος κατανάλωσε τρία-τέσσερα. Ο κατηγορούμενος, σε κάποιο στάδιο είπε στην ανήλικη ότι θα της δώσει δέκα ευρώ επειδή τους ετοίμαζε τα ποτά, υποδεικνύοντας της ότι το πορτοφόλι του ήταν στον πάνω όροφο και ζητώντας της να τον ακολουθήσει για να το πάρουν, πράγμα που η ανήλικη έκανε. Ανεβαίνοντας στο υπνοδωμάτιο, ο κατηγορούμενος δίδοντας της ανήλικης τα χρήματα, της ζήτησε αγκαλιά και η ανήλικη ανταποκρίθηκε θετικά. Τότε ήταν που ο κατηγορούμενος έβαλε το χέρι του μέσα από το παντελόνι της, ψιθυρίζοντας στο αυτί της και ρωτώντας την αν μπορεί να μείνει πέντε λεπτά πάνω. Στη συνέχεια την έσπρωξε στο κρεβάτι, έκλεισε την πόρτα και ξαπλώνοντας δίπλα της έβαλε το χέρι του μέσα στο παντελόνι της αγγίζοντας το αιδοίο της. Η ανήλικη άρχισε να κλαίει. Στο μεταξύ, η μητέρα της ανήλικης, η οποία παρέμεινε στο χώρο της πισίνας συνομιλώντας με τον xxx, αντιλαμβανόμενη ότι ο κατηγορούμενος είχε φύγει από τον χώρο της πισίνας μπαίνοντας στο σπίτι, μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ζήτησε από την ανήλικη θυγατέρα του κατηγορούμενου να πάει να δει που ήταν ο πατέρας της. Όταν η θυγατέρα του κατηγορούμενου ανέβηκε πάνω ψάχνοντας τον πατέρα της, κτύπησε την πόρτα του υπνοδωματίου στο οποίο βρισκόταν η ανήλικη με τον κατηγορούμενο ρωτώντας τι κάνουν. Ο τελευταίος υπέδειξε στην ανήλικη παραπονούμενη να κάνει ησυχία, αναφέροντας στη θυγατέρα του ότι ήταν στην τουαλέτα. Η ανήλικη σηκώθηκε πάνω από το κρεβάτι αφού δεν ήθελε να αφήσει τον κατηγορούμενο να κάνει κάτι άλλο και ο κατηγορούμενος της είπε ότι ήταν εντάξει να κατεβούν κάτω, προτείνοντας της χαιρετισμό με το χέρι, (high five) η ίδια όμως αρνήθηκε. Στο μεταξύ, η θυγατέρα του κατηγορούμενου επέστρεψε πίσω στην πισίνα, αναφέροντας στη μητέρα της ανήλικης ότι ο κατηγορούμενος ήταν στην τουαλέτα. Τότε, η μητέρα της ανήλικης βγήκε από την πισίνα κινούμενη προς στο εσωτερικό της οικίας για να βρει τον κατηγορούμενο. Όταν ο κατηγορούμενος άκουσε τη συμβία του και μητέρα της ανήλικης να κινείται προς τα υπνοδωμάτια, σηκώθηκε όρθιος, με την ανήλικη να τον ακολουθεί, κινούμενοι στη σκάλα προς τα κάτω. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούν στα υπνοδωμάτια, η μητέρα της ανήλικης είδε τον κατηγορούμενο να κατεβαίνει και την ανήλικη να βρίσκεται ακριβώς πίσω του, δείχνοντας εμφανώς φοβισμένη και ότι δεν ήταν καλά, έτοιμη να κλάψει. Ο κατηγορούμενος προσπέρασε την συμβία του κατεβαίνοντας κάτω, ενώ η τελευταία οδήγησε την ανήλικη στο υπνοδωμάτιο ρωτώντας την «συνέβηκε κάτι, σου έκανε κάτι ο xxx;» Η ανήλικη τότε άρχισε να κλαίει λέγοντας της ότι μόλις την είχε αγγίξει στα γεννητικά της όργανα, δείχνοντας της το σημείο που την είχε αγγίξει. Σε ερώτηση της εάν ο κατηγορούμενος το είχε ξανακάνει, η ανήλικη, κλαίγοντας, της είπε ότι το είχε ξανακάνει δύο φορές, αναφέροντας σχετικές λεπτομέρειες. Την πρώτη φορά, όταν η ίδια βρισκόταν στο χχχχ, πηγαίνοντας να επισκεφθεί την αδελφή της που είχε γεννήσει, ενώ τη δεύτερη ένα βράδυ, τον Ιούνιο του 2015, όταν επέστρεψαν από έξοδο στην οποία είχαν πάει οικογενειακώς στο πλοίο xxxxx. Η μητέρα της ανήλικης ζήτησε από την τελευταία να παραμείνει στο υπνοδωμάτιο και σαστισμένη και αναστατωμένη κατέβηκε κάτω. Βρήκε τον κατηγορούμενο με τον οποίο τσακώθηκε φωνάζοντας του και κτυπώντας τον, ζητώντας του το λόγο, ενώ ο τελευταίος κλαίγοντας κάθισε σε μια γωνιά και κρατούσε το κεφάλι του λέγοντας «είναι περίπλοκο, είναι περίπλοκο». Η μητέρα της ανήλικης στο μεταξύ ζήτησε βοήθεια από τον παριστάμενο φίλο τους, xxxx, ο οποίος παρακολουθούσε σαστισμένος και συγχυσμένος την εξέλιξη των γεγονότων. Ο xxxx, βρίσκοντας και ρωτώντας τον κατηγορούμενο τι συμβαίνει, ο τελευταίος του απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Η μητέρα της ανήλικης με τη βοήθεια του xxxx, αφού ζήτησαν από τα παιδιά να ετοιμαστούν, (τόσο τα δικά της όσο και του κατηγορούμενου) έφυγαν από το σπίτι και μετέβησαν στην οικία του xxxx όπου τους φιλοξένησε το βράδυ.....................................Την επομένη, ήτοι στις 06.08.2015, μετά από τηλεφωνικό μήνυμα του κατηγορούμενου με το οποίο ρωτούσε την μητέρα της ανήλικης αν μπορούσαν να μιλήσουν, η τελευταία μετέβη στην οικία τους, όπου και τον συνάντησε. Στη συνάντηση τους, ο κατηγορούμενος της παραδέχθηκε τις τρεις περιπτώσεις που η ανήλικη θυγατέρα της την πληροφόρησε ότι ενήργησε σε βάρος της, ενημερώνοντας την ότι υπήρξε και τέταρτη φορά, λίγες μέρες πριν από τις 05.08.2015, όταν ευρισκόμενοι στην πισίνα έβαλε το χέρι του μέσα από το μαγιό της ανήλικης, μπροστά, αγγίζοντας τα γεννητικά της όργανα, περιστατικό που επιβεβαίωσε και η ανήλικη στην μητέρα της όταν δύο μέρες αργότερα την ρώτησε σχετικά.................................................................................................................................................................................................
Αποτελεί επίσης εύρημα μας, ότι περί τα μέσα Μαίου του 2015, η μητέρα της ανήλικης είχε μεταβεί στο xxxxx για να επισκεφθεί την αδελφή της που γέννησε στις 16.05.2015. Παρέμεινε στην Κύπρο για να φροντίζει τα δύο μικρότερα ανήλικα παιδιά της ο κατηγορούμενος. Σε αυτή την περίοδο, επιστρέφοντας ο κατηγορούμενος μαζί με τα δύο ανήλικα παιδιά από νυκτερινή έξοδο που είχαν, για φαγητό, κάθισαν στον καναπέ και παρακολουθούσαν τηλεόραση, αφού η ανήλικη ήθελε να παρακολουθήσει συγκεκριμένο πρόγραμμα, με τον κατηγορούμενο να τους δίδει να πιουν μπύρα. Η ανήλικη αποκοιμήθηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να δει το τηλεοπτικό πρόγραμμα που επιθυμούσε, οπόταν ο κατηγορούμενος της πρότεινε να το παρακολουθήσει στο δωμάτιο του. Της υπέδειξε επίσης ότι μπορεί να αλλάξει την ολόσωμη φόρμα που φορούσε και να βάλει κάτι άλλο για να μπορεί να χαϊδέψει την κοιλιά της. Η ανήλικη έπραξε τούτο και επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο του κατηγορούμενου με τον τελευταίο να αρχίζει να χαϊδεύει την κοιλιά της, προχωρώντας πιο κάτω και φτάνοντας στον κόλπο της. Συνέχισε να κάνει αυτό το πράγμα για περίπου 10 με 15 λεπτά ενώ η ανήλικη συγχυσμένη δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Σε κάποιο στάδιο ο κατηγορούμενος σταμάτησε, λέγοντας ότι δεν έπρεπε να το κάνει αυτό με την ανήλικη να μεταβαίνει στο δωμάτιο της για να κοιμηθεί. Τότε ήταν που ο κατηγορούμενος φωνάζοντας την πίσω, της ζήτησε συγνώμη, λέγοντας της ότι δεν έπρεπε να κάνει αυτό που έπραξε και ότι δεν θα το ξανακάνει.
Αποτελεί επίσης εύρημα μας ότι κατά ή περί τον Ιούνιο του 2015, έχοντας προηγηθεί οικογενειακή έξοδος του κατηγορούμενου, της xxxx και των ανήλικων παιδιών της τελευταίας, στο πλοίο xxxxx, επιστρέφοντας στο σπίτι και ενώ ο κατηγορούμενος και η μητέρα της ανήλικης είχαν καταναλώσει αρκετά αλκοολούχα ποτά, η ανήλικη και η μητέρα της αποκοιμήθηκαν στον καναπέ. Ο κατηγορούμενος την μετέφερε στο κρεβάτι της με την ίδια να προσποιείται ότι κοιμόταν. Την ξέντυσε και αφήνοντας την γυμνή άρχισε να τη χαϊδεύει στο αιδοίο της ενώ στη συνέχεια να της γλύφει αυτό. Η ίδια σηκώθηκε πάνω, κοιτάζοντας τον, φοβήθηκε όμως να τον ρωτήσει τι κάνει. Ο κατηγορούμενος της είπε συγνώμη, συνέχισε όμως να ενεργεί κατά τον πιο πάνω τρόπο. Η ανήλικη άρχισε να κλαίει με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να σταματήσει. Αμέσως μετά άρχισε να της ζητά συγνώμη, λέγοντας της ότι δεν θα το ξανακάνει και στη συνέχεια κατέβηκε κάτω, λέγοντας της ότι θα πήγαινε να δει αν τα σκυλιά ήταν εντάξει. Επανήλθε αργότερα στο υπνοδωμάτιο, καληνυχτίζοντας την.
Αποτελεί επίσης εύρημα μας, ότι λίγες μέρες πριν τις 05.08.2015, ο κατηγορούμενος, η συμβία του, η ανήλικη, ο αδελφός της και τα τρία παιδιά του κατηγορούμενου βρίσκονταν στην πισίνα της οικίας τους, κάνοντας νυχτερινό μπάνιο. Ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν σε άλλη πλευρά της πισίνας, ο κατηγορούμενος, έβαλε την ανήλικη να κάτσει στο γόνατο του, βάζοντας το χέρι του κάτω από το μαγιό της μπροστά, αγγίζοντας την στο αιδοίο. Σε μεταγενέστερο στάδιο και αφού απομακρύνθηκε από το σημείο που βρισκόταν η ανήλικη, κάλεσε την τελευταία να πάει κοντά του, υποσχόμενος σε αυτήν πως παρά το γεγονός ότι το είχε κάνει ήδη δύο φορές, αφού ήταν λάθος, δεν θα το ξανακάνει.
Η μητέρα της ανήλικης, στις 06.08.2015 ενημέρωσε τους γονείς της και την μεγαλύτερη θυγατέρα της για το περιστατικό. .......................................................................Οι γονείς της επέμεναν να προχωρήσει σε καταγγελία του όλου ζητήματος στις αρμόδιες αρχές πλην όμως η ίδια τελώντας σε σύγχυση απέφευγε να πράξει τούτο. Τελικά, περί τις 10.08.2015, ενημερώθηκε από τον πατέρα της η Υπάτη Αρμοστεία xxx xxxxxx στη Κύπρο για το περιστατικό, μέλη της οποίας σθεναρά παρότρυναν έκτοτε την μητέρα της ανήλικης να προβεί σε σχετική καταγγελία στις αρμόδιες αρχές. Η τελευταία, φοβούμενη τις συνέπειες που θα είχε μια τέτοια εξέλιξη για την ανήλικη θυγατέρα της, απέφευγε να καταγγείλει την περίπτωση στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας. Στο μεταξύ ο κατηγορούμενος την πολιορκούσε με διάφορους τρόπους, «βομβαρδίζοντας» την με μηνύματα, δημιουργώντας σκηνές στην εργασία της, πότε καλοπιάνοντας, πότε απειλώντας την, πότε εκβιάζοντας, πότε απειλώντας ότι θα αυτοκτονήσει, πότε επισύροντας σε αυτή το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής και τον αντίκτυπο που θα είχε τυχόν δική του καταδίκη όχι μόνο στον ίδιο, αλλά σε αυτήν και στα παιδιά της και τις επιπτώσεις που ευρύτερα θα είχε μια καταγγελία και καταδίκη του στα βιολογικά του παιδιά, ακόμα και στις επιχειρήσεις του. Καταφέρνοντας να την χειραγωγήσει, η μητέρα της ανήλικης άρχισε να έχει μαζί του ακόμη και σεξουαλικές επαφές, παρά το γεγονός ότι έκτοτε σταμάτησαν να συζούν. Μετά από απαίτηση του κατηγορούμενου επέτρεψε σε αυτόν να συναντήσει στην παρουσία της την ανήλικη και τον υιό της. Παρεμβάλλεται ότι, ήδη από τις 23.08.2015, η μητέρα της ανήλικης επικοινώνησε με γνωστό της σύμβουλο-ψυχοθεραπευτή, το xxxx, (Μ.Υ.1) στον οποίο αφού ανέφερε τις ως άνω ενέργειες του κατηγορούμενου σε βάρος της ανήλικης θυγατέρας της, διευθέτησε συναντήσεις του τελευταίου με τον κατηγορούμενο και την ίδια σε μια προσπάθεια να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την όλη κατάσταση. Ήταν στα πλαίσια αυτών των συναντήσεων που εξηγήθηκε τόσο στην ίδια όσο και στον κατηγορούμενο από τον ως άνω σύμβουλο-ψυχοθεραπευτή η διάκριση μεταξύ παιδόφιλου και παιδεραστή.
Στο μεταξύ η xxxx, εργοδοτούμενη του κατηγορούμενου στο ραδιοσταθμό που ο τελευταίος διατηρεί, έχοντας ενημερωθεί για τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου απέναντι στην ανήλικη και αφού επιβεβαίωσε τούτο από τον γνωστό της και στενό συνεργάτη του κατηγορούμενου xxxx, την επόμενη μέρα, ήτοι στις 13.12.2015 με επιστολή της παραιτήθηκε από την εργασία της στον ραδιοφωνικό σταθμό. Μετά από επιμονή του κατηγορούμενου, μαζί με τον xxxx, στις 14.12.2015 συνάντησαν τον κατηγορούμενο στην οικία του xxxx, όπου ο τελευταίος εμφανώς καταβεβλημένος, μεταμελημένος και κλαίοντας, παραδέχθηκε ότι κακοποίησε σεξουαλικά την ανήλικη σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις, χωρίς όμως να υπάρχει διείσδυση, αναγνωρίζοντας το λάθος του. .......................................... Τους υπέδειξε επίσης ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα έκανε κάτι κακό στην ανήλικη και ότι θα παραδεχόταν τα πάντα προκειμένου η τελευταία να μην περάσει μέσα από τη δοκιμασία της δικαστικής διαδικασίας. Τους εξήγησε επίσης τη διαφορά μεταξύ παιδόφιλου και παιδεραστή όπως τους την εξήγησε ο σύμβουλος τον οποίο έβλεπαν μαζί με τη μητέρα της ανήλικης, υποδεικνύοντας ότι ο ίδιος δεν ήταν παιδόφιλος και ούτε ελκυόταν σεξουαλικά από τα παιδιά παρά μόνο από την ανήλικη.
Στις 23.12.2015, επικοινώνησαν μαζί με τη μητέρα της ανήλικης από την Υπάτη Αρμοστεία xxx xxxxx στην Κύπρο, υποδεικνύοντας της, πλέον, την πρόθεση τους να προβούν οι ίδιοι σε σχετική γνωστοποίηση του θέματος στις αρμόδιες αρχές, πράγμα που έπραξαν με επιστολή τους, ημερ. 23.12.2015 (τεκμήριο 44). Την ίδια μέρα, η μητέρα της ανήλικης επικοινώνησε με το Γραφείο Ευημερίας επαρχίας xxxxx, αναφέροντας τους το ζήτημα, όπου της υπεδείχθη ότι το όλο θέμα θα παραπεμφθεί στο Τμήμα που ασχολείται με ζητήματα βίας στην οικογένεια. Μεσολαβούντων των εορτών των Χριστουγέννων δεν επικοινώνησε οποιοσδήποτε μαζί της από το εν λόγω τμήμα, παρά μόνο στις 25.01.2016, επικοινώνησε μαζί της η xxxx, ενημερώνοντας την ότι έχοντας μάθει για το όλο ζήτημα, ως επίσης για τη νομική υποχρέωση που είχε και η ίδια να καταγγείλει το περιστατικό, έχοντας ακούσει μαζί με τον xxxx τον κατηγορούμενο να παραδέχεται τη διάπραξη των αδικημάτων, θα μετέβαινε η ίδια στην αστυνομία για να αναφέρει το ζήτημα. Παρεμβάλλεται ότι η xxxx μαζί με τον xxxx αναζητώντας τη μητέρα της ανήλικης κατάφεραν ενωριτερα να επικοινωνήσουν με τους γονείς της, οι οποίοι τους ενημέρωσαν ότι το όλο ζήτημα είχε ήδη αναφερθεί στην Υπάτη Αρμοστεία xxx xxxxx και στο Γραφείο Ευημερίας. Η xxxx, στις 25.01.2016 μετέβη στην αστυνομία όπου συνάντησε τον υπαστυνόμο xxxx (Μ.Υ.5) ενημερώνοντας τον για το περιστατικό. Το Γραφείο Ευημερίας xxxxx, ειδοποιήθηκε σχετικά από την αστυνομία και στις 26.01.2016, η μητέρα της ανήλικης κλήθηκε τελικά στα γραφεία του Γραφείου Ευημερίας xxxxx, όπου, αφού ανέφερε το περιστατικό σε αρμόδια Λειτουργό Ευημερίας, τη xxxx, (Μ.Κ.6) στη συνέχεια συνοδευόμενη από την τελευταία μετέβη στην αστυνομία προβαίνοντας σε σχετική κατάθεση.»
Στη βάση, των πιο πάνω ευρημάτων το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι τα γεγονότα του Μαΐου του 2015 στο υπνοδωμάτιο της μητέρας της ανήλικης, όταν αυτή απουσίαζε στην xxxx, υποθεμελιώνουν τις κατηγορίες 2 και 3 καθώς και την κατηγορία 1, ενόψει της σχέσης επιρροής και εμπιστοσύνης του εφεσείοντα με την ανήλικη.
Τα γεγονότα δε του περιστατικού του Ιουνίου 2015, στο υπνοδωμάτιο της ανήλικης μετά την έξοδο στο πλοίο xxxxx έκρινε ότι υποθεμελιώνουν τις κατηγορίες 5 και 6 όπως και της 4.
Επίσης ότι τα γεγονότα του περιστατικού που επεσυνέβη μερικές μέρες πριν τις 5/8/2015 ενώ η ανήλικη βρισκόταν εντός της πισίνας, υποθεμελιώνουν τις κατηγορίες 8 και 9 όπως και την 7.
Τα γεγονότα τέλος του περιστατικού της 5/8/2015 που εξελίχθηκαν στο υπνοδωμάτιο του εφεσείοντα ήταν διαπίστωση του ότι υποθεμελιώνουν τις κατηγορίες 11 και 12 καθώς και τη 10.
Το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους μέσα στο Δικαστήριο από το εδώλιο του μάρτυρα. Αν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν αυθαίρετη ή ολότελα λανθασμένη, ενόψει αδιαμφισβήτητων στοιχείων της μαρτυρίας που δυνατόν να οδηγήσουν τρίτο συνετό πρόσωπο σε αντίθετη κρίση ή τα ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με την προσκομισθείσα μαρτυρία. Σε τέτοιες περιπτώσεις το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει παραμερίζοντας τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταλήγοντας το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα. (βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 655 και Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/16 ημ. 25/9/2018), ECLI:CY:AD:2018:B414.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, δηλαδή την πολυσέλιδη πρωτόδικη απόφαση που απαρτίζεται από 116 σελίδες, τους λόγους έφεσης ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και αιτιολογία τους, καθώς και τα τεκμήρια και έγγραφα που κατατέθηκαν πρωτόδικα, σε συνάρτηση με τις εισηγήσεις των δύο πλευρών στα διαγράμματα αγόρευσης τους. Σημειώνεται η αναφορά του Κακουργιοδικείου στην απόφαση του ότι αξιολογώντας τη μαρτυρία δεν περιορίστηκε μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα (Rama κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489, 500, Σάββα κ.ά. ν. Γεωργίου (2006) 1 Α.Α.Δ. 658 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 538), αλλά την αντιπαρέβαλε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας είτε από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής είτε Υπεράσπισης. Στην παρούσα περίπτωση οι πλείστες εκ των εισηγήσεων της υπεράσπισης, είχαν προωθηθεί και πρωτόδικα και αφού έτυχαν λεπτομερούς εξέτασης από το Κακουργιοδικείο απορρίφθηκαν για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση περί λανθασμένης αξιολόγησης και συνακόλουθα λανθασμένων ευρημάτων. Βρίσκουμε την πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων να είναι δεόντως εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη. Το Κακουργιοδικείο προέβη σε εκτενή ανάλυση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού χωρίς να παραγνωρίσει οτιδήποτε το σημαντικό και κατέληξε στα ορθά ευρήματα ως προς τα γεγονότα. Εξετάσαμε όλες τις εισηγήσεις από πλευράς εφεσείοντα που κατατείνουν, κατά την άποψη του, σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας έστω και αν δεν γίνεται ειδική αναφορά στην κάθε μία ή αιτιολόγηση για ό,τι τέθηκε πρωτόδικα. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 176/2018, ημερομηνίας 11/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:B4 «Όπως νομολογήθηκε «δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επίδικων θεμάτων» (Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.)» Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ευρήματα του Κακουργιοδικείου που να χρειάζεται η παρέμβαση μας. Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 2, 3, 4, 6, 8, 9, 11-14 και 19 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Με το λόγο έφεσης 5 προσβάλλεται η παράλειψη του Κακουργιοδικείου να λάβει υπόψη του τον άδικο και αντινομικό τρόπο που η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής χειρίστηκε την ακροαματική διαδικασία ενώ με το λόγο έφεσης 16 η παράλειψη του Κακουργιοδικείου να λάβει υπόψη λάθη και παραλείψεις της Κατηγορούσας Αρχής στο στάδιο της διαδικασίας παραπομπής της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, της παρουσίασης της ανήλικης στο Δικαστήριο και της επιθεώρησης συγκεκριμένων χώρων, όπως του χώρου λήψης της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης.
Εξετάσαμε την εισήγηση σ' όσον αφορά την επιλήψιμη συμπεριφορά της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής ανατρέχοντας στα πρακτικά. Δεν εντοπίσαμε κανένα σημείο που να καταδεικνύει τη συμπεριφορά ή την τάση που της αποδίδεται. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίασε την υπόθεση της με τον δέοντα τρόπο και έδωσε κάθε διευκόλυνση στην υπεράσπιση να παρουσιάσει τη δική της υπόθεση. Δεν εντοπίζουμε επίσης λάθη ή παραλείψεις κατά την παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο. Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 5 και 16 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Με το λόγο έφεσης 18 ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το Κακουργιοδικείο επέτρεψε στην εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής να υποβάλει στην ανήλικη ερωτήσεις παρόμοιες με εκείνες που της υποβλήθηκαν κατά τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης, κατά παράβαση του άρθρου 13 του Νόμου 119(1)/2000. Από το διάγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα η εισήγηση φαίνεται να περιορίζεται σε ερώτηση κατά την κυρίως εξέταση της ανήλικης να προσδιορίσει το σημείο του σώματος της που άγγιξε ο εφεσείων κατά τη διάπραξη του κάθε περιστατικού.
Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο 13:
"Κύρια εξέταση με άδεια δικαστηρίου
13. Στις περιπτώσεις όπου λαμβάνεται οπτικογραφημένη κατάθεση δυνάμει του άρθρου 10 του παρόντος Νόμου το πρόσωπο του οποίου η κατάθεση οπτικογραφήθηκε καλείται ως μάρτυρας από την πλευρά που ζήτησε την παρουσίαση της οπτικογραφημένης κατάθεσης και τίθεται ο μάρτυρας αυτός στη διάθεση της άλλης πλευράς για σκοπούς αντεξέτασης τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου. Στα σημεία που καλύπτονται από την οπτικογραφημένη κατάθεση δε γίνεται κύρια εξέταση εκτός μόνο κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου:
Νοείται ότι στην περίπτωση όπου ο μάρτυρας καλείται να καταθέσει για σκοπούς αντεξέτασης θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 55 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου."
Σημειώνεται ότι από τα πρακτικά στα οποία έχουμε ανατρέξει διαφαίνεται ότι ζητήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, όταν στο εδώλιο του μάρτυρα κλήθηκε η ανήλικη, να προβληθεί η κασέτα της οπτικογραφημένης της κατάθεσης (Τεκμήριο 21), αίτημα στο οποίο η υπεράσπιση έφερε ένσταση. Το Κακουργιοδικείο με ενδιάμεση απόφαση του επέτρεψε την προβολή όχι όμως για να εξεταστεί η μάρτυρας επί του περιεχομένου της κατάθεσης της αλλά για να αναγνωρίσει ουσιαστικά την οπτικογραφημένη της κατάθεση. Πραγματικά η ανήλικη ρωτήθηκε μόνο να διευκρινιστεί το σημείο που την άγγιξε ο εφεσείων στην κάθε περίπτωση και το Κακουργιοδικείο επέτρεψε τις ερωτήσεις.
Ενόψει των πιο πάνω δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς μια διευκρινιστική ερώτηση κατά την κυρίως εξέταση της ανήλικης από μόνη της μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 13 του Νόμου 119(1)/2000, ως η εισήγηση από πλευράς εφεσείοντα ή ότι τον επηρέασε δυσμενώς στην υπεράσπιση του με δεδομένο ότι δεν επιχειρήθηκε καν η αντεξέταση της ανήλικης επί του σημείου. Δεν τέθηκε κανένα ικανοποιητικό στοιχείο που να κατατείνει σε τέτοιο συμπέρασμα. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 18 δεν ευσταθεί.
Με το λόγο έφεσης 7 ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης παραθέτοντας διάφορους λόγους που, κατά την άποψη του, στοιχειοθετούν την παραβίαση του δικαιώματος του αυτού, όπως η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε για την καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία από τη μητέρα της ανήλικης, καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, στέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντα να γνωρίζει έγκαιρα όλο το μαρτυρικό υλικό, το βεβαρυμένο πρόγραμμα του Κακουργιοδικείου, η παράλειψη κλήσης ουσιωδών μαρτύρων κ.ά. Ορισμένες από τις εισηγήσεις του εφεσείοντα έχουν ήδη εξεταστεί στα πλαίσια άλλων λόγων έφεσης, όπως η καθυστέρηση στην καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη ή όχι, θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγηση της δίκης στο σύνολο της. Ισχυρισμοί για μη δίκαιη δίκη δεν κρίνονται αποσπασματικά, ούτε κατά τρόπο αφηρημένο.
Είναι γεγονός ότι δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες ο παππούς και η γιαγιά της ανήλικης ή τέλος η ψυχολόγος Χ. ή η Κ.Θ., που εξέτασε την ανήλικη προτού καταγγελθεί η υπόθεση, παράλειψη για την οποίαν παραπονείται ο εφεσείων.
Κρίνουμε σκόπιμο στο στάδιο αυτό να παραθέσουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση όπου εμφαίνεται ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η παράλειψη κλήσης των πιο πάνω μαρτύρων από το Κακουργιοδικείο:
«Παρά την εκφρασθείσα βούληση εκ μέρους της εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής να καλέσει και να παρουσιάσει ως μάρτυρες τους xxx και η xxx όπως και τη Χ., τελικά τούτο δεν έγινε από την πλευρά της τελευταίας. Σημειώνουμε ωστόσο ότι σχετικές καταθέσεις οι οποίες λήφθηκαν από τα εν λόγω πρόσωπα τέθηκαν υπόψη της υπεράσπισης. Την κατάθεση δε της Χ., η πλευρά της υπεράσπισης φαίνεται να αξιοποίησε, παραπέμποντας την για σκοπούς αξιοποίησης στον κλινικό ψυχολόγο xxxx, (M.Y.2). Όχι μόνο δεν κρατήθηκε μυστική η όποια επαφή ή σχέση της με την ανήλικη από την υπεράσπιση αλλά ως καταδεικνύεται από την επιστολή ημερ. 20.09.2016, (μέρος του τεκμηρίου 104) που απέστειλε η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής προς το συνήγορο του κατηγορούμενου, οτιδήποτε υπήρχε στον ιατρικό φάκελο της ανήλικης που διατηρείται στην υπηρεσία Ψυχικής Υγείας, Τμήμα Παιδιών και Εφήβων xxxx είχε δοθεί στην υπεράσπιση, γεγονός που επιβεβαιώνει ο δικηγορικός οίκος που εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο με την επιστολή του ημερ. 14.09.2016, (μέρος του τεκμηρίου 103). Η θέση ότι η πλευρά του κατηγορούμενου τροχιοδρόμησε την γραμμή υπεράσπισης που θα ακολουθείτο, στηριζόμενη στις διαβεβαιώσεις της κατηγορούσας αρχής ότι θα παρουσιαζόταν η Χ., με αποτέλεσμα να πληγεί το δικαίωμα της πλευράς του κατηγορούμενου να αντεξετάσει τους υπόλοιπους μάρτυρες κατά τρόπο που απαιτεί μία δίκαιη δίκη, παρέμεινε γενική και αόριστη αναφορά, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, ικανή να πείσει προς τούτο. Το γεγονός εξάλλου ότι δεν κλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή η Κ.Θ., πρόσωπο από το οποίο δεν λήφθηκε καν κατάθεση κατά την πρόοδο του ανακριτικού έργου, δεν θα μπορούσε από μόνο του να θεωρηθεί ότι πλήττει, κατά τρόπο μάλιστα ανεπανόρθωτο, το δικαίωμα του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη όπως προκρίνεται από την πλευρά της υπεράσπισης. Το όνομα και η ταυτότητα του συγκεκριμένου προσώπου ευθύς εξαρχής αποκαλύφθηκαν μέσω του μαρτυρικού υλικού στην υπεράσπιση. Η υπεράσπιση, αν πραγματικά την απασχολούσε το ζήτημα της παρουσίας της στο εδώλιο του μάρτυρα, είχε κάθε δικαίωμα και δυνατότητα να επιμένει προς τούτο, καθ΄ ον χρόνο προέβη σε κλήτευσή της, αντί να εγκαταλείψει τούτο, πληροφορούμενη απλώς, μέσω τηλεφωνικής ενημέρωσης που μέλος του δικηγορικού οίκου που εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο, (Μ.Υ.3) είχε με πρόσωπο που της παρουσιάστηκε ως Κ.Θ., στο δικαστήριο. Ούτε η μη συμπερίληψη του μάρτυρα xxxx (Μ.Υ.1) στο κατηγορητήριο της υπόθεσης και συνακόλουθα η μη κλήτευση από την πλευρά της κατηγορούσας αρχής, καταδεικνύει από μόνη της την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων εκ μέρους της πλευράς της κατηγορούσας αρχής. Δεν υπάρχει κανόνας ότι η κατηγορούσα αρχή έχει υποχρέωση να παρουσιάσει στο δικαστήριο όλα τα πρόσωπα από τα οποία λήφθηκαν καταθέσεις, πληροφόρηση ή παρείχαν ενημέρωση στις ανακριτικές αρχές κατά την πρόοδο του ανακριτικού έργου. Σημειώνουμε εξάλλου ότι δεδομένη ήταν η δυνατότητα της υπεράσπισης στην οποία τέθηκε υπόψη της η κατάθεση του ως άνω προσώπου (Μ.Υ.1) να παρουσιάσει αυτόν στο δικαστήριο, πράγμα το οποίο και έπραξε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση και υπό το σύνολο πάντα των περιστάσεων που την περιβάλλουν, δεν έχει καταδειχτεί ότι οι πιο πάνω, αποτελούν ουσιώδεις μάρτυρες, κατά τρόπο που η μη παρουσία τους στο δικαστήριο, από μόνη της να ήταν ικανή να πλήξει το δικαίωμα του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη, στην ευρύτερη διάστασή του. Η μη παρουσία τους στο δικαστήριο δεν φαίνεται να αφήνει κενό σε κρίσιμα γεγονότα της υπόθεσης. Ως έχει τεθεί υπόψη μας, η επαφή της ανήλικης με την Κ. Θ. ήταν στο πλαίσιο μιας συνάντησης γνωριμίας, χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα, ενώ η επαφή της ανήλικης με τη Ν. Χ., δεν είχε οποιαδήποτε συνέχεια ή αποτέλεσμα, ενόψει έλλειψης επικοινωνίας, η οποία εν μέρει οφειλόταν και στην αδυναμία συνεννόησης, λόγω μη καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας εκ μέρους της Ν.Χ.. Ούτε οι μητρικοί παππούδες της ανήλικης, υπό το σύνολο των περιστάσεων της υπό εξέταση υπόθεσης μπορούν να χαρακτηριστούν ουσιώδεις μάρτυρες κατά τρόπο που τελικά η επιλογή της κατηγορούσας αρχής να μην τους παρουσιάσει, να πλήττει το δικαίωμα του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη κατά τον τρόπο που εισηγείται η υπεράσπιση.
Σε κάθε περίπτωση, αν η πλευρά της υπεράσπισης πραγματικά θεωρούσε ότι η μαρτυρία των ως άνω προσώπων, αλλά και άλλων, που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο μαρτύρων επί του κατηγορητηρίου ήταν ουσιαστική κατά τον τρόπο που εισηγείται για την παρούσα διαδικασία, την εμπλοκή των οποίων στην εξέλιξη των γεγονότων εν πάση περιπτώσει γνώριζε, είχε κάθε δικαίωμα ως υπεδείχθη στην υπόθεση Παρασκευάς ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ 649, να ζητήσει όπως παρουσιαστούν προς αντεξέταση, στη βάση ότι θα μπορούσαν να ήταν μάρτυρες επί του κατηγορητηρίου. Δεν το έπραξε. Προχώρησε στην κλήτευση κάποιων από αυτούς ενώ για κάποιους άλλους παρέμεινε αδρανής, για να επικαλεστεί στη συνέχεια, ανεπιτυχώς για τους λόγους που πιο πάνω έχουν εξηγηθεί ότι η μη παρουσία τους παραβιάζει στην ουσία το δικαίωμα του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη.
Στη βάση των ενώπιον μας στοιχείων και μαρτυρικού υλικού στο οποίο έχουμε ανατρέξει, συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου. Τα πιο πάνω πρόσωπα ενόψει της εμπλοκής τους στην υπόθεση δεν θεωρήθηκαν αλλ' ούτε και εμείς τους θεωρούμε ως ουσιώδεις μάρτυρες, ώστε η μη παρουσία τους στο Δικαστήριο να θεωρείται ότι πλήττει το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη.
Άλλη εισήγηση που προβλήθηκε προς υποστήριξη της θέσης περί παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης είναι η άρνηση της μητέρας της ανήλικης να επιτρέψει τη ψυχολογική εξέταση της ανήλικης από πλευράς Υπεράσπισης. Παρά το ότι η συγκεκριμένη εισήγηση δεν περιλαμβάνεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 7, που αφορά στην παραβίαση της αρχής για δίκαιη δίκη, εξετάσαμε την εισήγηση η οποία όμως δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε και με αυτή την πτυχή της Υπεράσπισης. Παραπέμποντας σε νομολογία (Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 390) επιβεβαίωσε τη νομολογιακή αρχή «πως ούτε το Δικαστήριο ούτε η Κατηγορούσα Αρχή έχουν το δικαίωμα, το πρώτο να διατάξει και η δεύτερη να συναινέσει, ώστε μάρτυρας σε δίκη να υποβληθεί σε σωματική ή ψυχολογική εξέταση, αφού κάτι τέτοιο θα παραβίαζε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής». Η διαπίστωση του ότι ενόψει του ότι είχε τεθεί υπόψη της υπεράσπισης η οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης, η έκθεση της ψυχολόγου xxxx (ΜΚ11), η έκθεση της ψυχολόγου Χ. και όλο το υλικό του ιατρικού φακέλου της ανήλικης που διατηρείται στην Υπηρεσία Ψυχικής Υγείας, Τμήμα Παιδιών και Εφήβων xxxx, και έτυχαν αξιοποίησης εφόσον στάληκαν στον ΜΥ2 ο οποίος δήλωσε ότι δεν θεωρούσε ότι μια εξέταση της ανήλικης από τον ίδιο θα πρόσφερε οτιδήποτε, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι ο εφεσείων, δεν είχε επηρεαστεί δυσμενώς στην υπεράσπιση του. Δεν κρίνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς την προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου.
Σ' όσον αφορά το παράπονο για τη μη αποκάλυψη έγκαιρα του μαρτυρικού υλικού, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι από την προσκομισθείσα μαρτυρία διαφάνηκε ότι η συντριπτική πλειοψηφία του μαρτυρικού υλικού παραδόθηκε στην υπεράσπιση πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ενώ εκείνο που δόθηκε αργότερα ήταν αποτέλεσμα της προόδου της μαρτυρίας, όπως το ημερολόγιο παραπόνων και συμβάντων του ΤΑΕ xxxx. Ορισμένα δε άλλα στοιχεία που κατ' ισχυρισμόν δεν δόθηκαν, έκρινε ότι δεν είχαν άμεση σχέση με το ανακριτικό έργο. Κατέληξε δε ότι δεν είχε ικανοποιηθεί ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη με την κατ' ισχυρισμό μη αποκάλυψη στοιχείων στην Υπεράσπιση.
Η πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Σ' όσον αφορά επίσης την καθυστέρηση στην καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία, το Κακουργιοδικείο έκαμε δεκτές τις εξηγήσεις που έδωσε η ΜΚ20 και αναφέραμε πιο πάνω, που δεν κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε. Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο ότι η καθυστέρηση των 6 μηνών περίπου από το χρόνο που έλαβε χώρα το τελευταίο περιστατικό με την ανήλικη ή με διαφορά μερικών μηνών ή και ημερών τα προηγούμενα περιστατικά, επηρέασε δυσμενώς τον εφεσείοντα στην υπεράσπιση του ή τη μνήμη της ανήλικης η οποία, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, ήταν σταθερή στις τοποθετήσεις της και χωρίς αντιφάσεις με την οπτικογραφημένη της κατάθεση. Ούτε επίσης και ο χρόνος των 20 μηνών περίπου που μεσολάβησε από την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο δηλ. στις 23/3/2016 μέχρι την έκδοση της απόφασης και επιβολή ποινής θεωρείται ως μη εύλογος για σκοπούς εκδίκασης ενόψει των πολλών δικασίμων, των ενδιάμεσων διαδικαστικών και τον όγκο του μαρτυρικού υλικού.
Σύμφωνα με όλα τα πιο πάνω δεν κρίνουμε ότι η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς την κατ' ισχυρισμό παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη ενέχει οτιδήποτε το επιλήψιμο. Συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Ερχόμαστε στη συνέχεια να ασχοληθούμε με το λόγο έφεσης 1 που αναφέρεται στον λανθασμένο μη αποκλεισμό της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης ως μέρος του μαρτυρικού υλικού. Είναι εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσης του ότι δεν τηρήθηκαν οι κανόνες λήψης της οπτικογραφημένης κατάθεσης, που αναφέρονται στο άρθρο 10 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου 95(1)/2001 ώστε να μην επιτρέπεται η αποδοχή της από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 9(3)(γ) του ιδίου Νόμου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εισήγηση, με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν μπορούσε να διαπιστωθεί η πραγματική ώρα που έλαβε χώρα η οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης, εφόσον η ώρα έναρξης και λήξης που αναγράφεται στο άνω αριστερό μέρος της οθόνης κατά την προβολή της οπτικογραφημένης κατάθεσης, είναι διαφορετική απ' εκείνη που αναφέρει η ΜΚ4 στην κατάθεση της ανήλικης.
Το Κακουργιοδικείο στην καθόλα εμπεριστατωμένη απόφαση του εξηγεί ότι η ακριβής ώρα έναρξης και λήξης προσδιορίζεται από το πρόσωπο που έλαβε την κατάθεση. Εκτός αυτού είχε τεθεί ενώπιον του ικανοποιητική μαρτυρία, στην ουσία αναντίλεκτη και συνεπώς αποδεκτή, που επεξηγεί τους λόγους στους οποίους οφείλεται η διαφορά αυτή, όχι μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά και σε άλλες ότι δηλαδή αφορά σε ελαττωματική λήψη σχετικού σήματος από δορυφόρο από τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για τη λήψη της κατάθεσης, το οποίο αυτόματα καθορίζει την ώρα. Προσθέτει στην απόφαση, ότι η ΜΚ4 έδωσε πειστική εξήγηση γιατί εκ παραδρομής και δικής της αβλεψίας στο Τεκμήριο 31, που είναι η γραπτή συγκατάθεση της συνοδού της ανήλικης που συμπληρώθηκε πριν τη λήψη της κατάθεσης, και στο Τεκμήριο 33 που είναι η γραπτή συγκατάθεση της μητέρας της ανήλικης, που συμπληρώθηκαν κατά τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης δεν έχουν συμπληρωθεί οι ώρες έναρξης και λήξης της κατάθεσης. Τα ίδια επιβεβαιώνει και ο ΜΚ12. Άλλος λόγος που προβάλλεται προς υποστήριξη του συγκεκριμένου λόγου έφεσης είναι ότι δεν τηρήθηκε η προϋπόθεση του άρθρου 10(στ) του Νόμου 95(1)/2001, το οποίο επιβάλλει την υποχρέωση όπως αντίγραφο της απομαγνητοφωνημένης και δακτυλογραφημένης ηχητικής ζώνης της οπτικοταινίας στην οποία καταγράφεται η κατάθεση να δίνεται στο πρόσωπο που καταθέτει ή αν είναι ανήλικη στο πρόσωπο που έδωσε τη συγκατάθεση του για σκοπούς του εδαφίου (δ) του άρθρου 10. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε τη μη απόδοση αντιγράφου της απομαγνητοφωνημένης και δακτυλογραφημένης ηχητικής ζώνης της οπτικοταινίας στο πρόσωπο που έδωσε τη συγκατάθεση του για τη λήψη της, ως μη σημαντική και ότι δεν λειτούργησε επιβαρυντικά για τον εφεσείοντα, επηρεάζοντας το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση για να διαφανεί το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου:
«Γεγονός παραμένει ότι σύμφωνα με το εδάφιο (στ) του άρθρου 10 του νόμου 95(Ι)/2001, αντίγραφο της απομαγνητοφωνημένης και δακτυλογραφημένης ηχητικής ζώνης της οπτικοταινίας στην οποία καταγράφηκε η κατάθεση θα πρέπει να δίδεται στο πρόσωπο που καταθέτει ή αν αυτό είναι ανήλικο, στο πρόσωπο που έχει δώσει τη συγκατάθεση του για αυτό. Δεν έχει τεθεί υπόψη μας οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση έχει ικανοποιηθεί. Όπως άλλωστε υπέδειξε η υπεράσπιση, η μητέρα της ανήλικης ερωτούμενη σχετικά, δήλωσε ότι η ίδια δεν γνωρίζει τι έχει πει η ανήλικη θυγατέρα της στην οπτικογραφημένη κατάθεση της και ότι η ίδια δεν έχει δει ούτε έχει αναγνώσει το απομαγνητοφωνημένο κείμενο αυτής της κατάθεσης (τεκμήριο 36). Σημειώνουμε το γεγονός ότι τέτοια προϋπόθεση, δεν απαιτείται από το άρθρο 11 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, (Ν.119(Ι)/2000) ως έχει τροποποιηθεί, όπου καταγράφονται οι κανόνες λήψης οπτικογραφημένης κατάθεσης στις περιπτώσεις που καλύπτει το σχετικό νομοθέτημα, για παραβίαση διατάξεων και του οποίου κατηγορείται ο κατηγορούμενος. Και αν ακόμη ήμασταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουμε την προσέγγιση επί του ζητήματος που εισηγήθηκε η πλευρά της υπεράσπισης, ότι δηλαδή με δεδομένο ότι ο νόμος 91(Ι)/2014 που σε σχέση με το ζήτημα παραπέμπει στις πρόνοιες του νόμου 95(Ι)/2001, αποτελεί μεταγενέστερο νομοθέτημα του νόμου 119(Ι)/2000, θα έπρεπε να υπερισχύσει το νεότερο, η αντίληψη μας ως προς την δυνατότητα λήψης υπόψη ως μαρτυρικού υλικού της ως άνω οπτικογραφημένης κατάθεσης, υπό το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Εξηγούμε.
Είναι δεδομένη η υποχρέωση του δικαστηρίου να μην αποδέχεται μαρτυρία εάν αυτή εξασφαλίστηκε κατά παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουρέα (2004) 2 Α.Α.Δ. 378). Είναι επίσης καλά αναγνωρισμένη η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, να μην αποδέχεται μαρτυρία που εξασφαλίστηκε παράνομα (illegally) ή κατά τρόπο που κρίνεται αθέμιτος (improper). Έχει κατ' επανάληψη διακηρυχτεί από τη νομολογία των δικαστηρίων μας, ότι μαρτυρία η οποία λήφθηκε κατά τρόπο παράνομο, δεν οδηγεί κατ' ανάγκη σε αποκλεισμό της, εκτός βέβαια αν έχει ληφθεί κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. Σε τέτοια περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, αφού μαρτυρία που έχει ληφθεί κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, αυτόματα αποκλείεται (βλέπε Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, Δημοκρατία ν. Αβραμίδου κ.α. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51 και Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.α. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37).
Σύμφωνα δε με την κρατούσα για το ζήτημα αρχή, το γεγονός ότι μια μαρτυρία έχει μεγάλη αποδεικτική αξία, τυχόν παρατυπία στην εξασφάλισή της, δεν την καθιστά αυτόματα απαράδεκτη. Αντίθετα, όσο πιο μεγάλη είναι η αποδεικτική αξία της τόσο πιο δύσκολος καθίσταται ο αποκλεισμός της. Εξάλλου, μια μαρτυρία δεν επηρεάζει δυσμενώς τον κατηγορούμενο επειδή είναι ενοχοποιητική. Τέτοιος επηρεασμός υπάρχει, αν η αποδοχή της θα καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη. Ο δυσμενής επηρεασμός έχει σχέση με το «δίκαιο» της δίκης. Δυσμενής επηρεασμός υπάρχει όταν δημιουργούνται συνθήκες μη δίκαιης δίκης. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Sang (1979) 2 All Ε.R. 122 και υιοθετήθηκε στην υπόθεση Parris, (πιο πάνω) αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο υπάρχει οτιδήποτε είτε στο περιεχόμενο της μαρτυρίας είτε στον τρόπο εξασφάλισης της είτε στον τρόπο χρησιμοποίησης της από την κατηγορούσα αρχή, το οποίο οδηγεί σε δυσμενή συμπεράσματα σε σχέση με την ενοχή του κατηγορούμενου, δυσανάλογα με την αποδεικτική αξία που θα είχε η μαρτυρία αν δεν συνέτρεχαν οι εν λόγω τρεις προϋποθέσεις.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση το γεγονός και μόνο ότι δεν τέθηκε αντίγραφο της απομαγνητοφωνημένης και δακτυλογραφημένης ηχητικής ζώνης της οπτικοταινίας στην οποία καταγράφηκε η κατάθεση στα πρόσωπα που έδωσαν την συγκατάθεση τους για τη λήψη της και για τυχόν παρουσίαση της στο δικαστήριο, δεν θα μπορούσε ασφαλώς να οδηγήσει σε αποκλεισμό της μαρτυρίας της ανήλικης, μαρτυρίας που εκ των πραγμάτων η αποδεικτική της αξία δύναται να είναι σημαντική. Σε κάθε περίπτωση δε, η μη τήρηση αυτής της προϋπόθεσης - προφανής στόχος της οποίας ήταν πρωτίστως η προστασία του ανήλικου καταθέτοντα και του προσώπου που έδωσε την συγκατάθεσή του προς τούτο αφού σε αυτούς θα πρέπει να δοθεί - δεν βλέπουμε πως λειτούργησε επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο βλάπτοντας και επηρεάζοντας το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη. Άλλωστε, η ως άνω εξέλιξη, εντασσόμενη στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπό συζήτηση υπόθεσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δύναται να διασκεδάσει σε κάποιο βαθμό, τις κατ' επανάληψη εκφρασθείσες ανησυχίες της πλευράς της υπεράσπισης για καθοδήγηση της ανήλικης, «προπόνησης» και «προετοιμασίας» της σε διάφορα στάδια από την μητέρα της, στην οποία αποδίδονται από την υπεράσπιση αλλότρια κίνητρα και κομβικός ρόλος στην προώθηση της υπόθεσης σε βάρος του κατηγορούμενου.»
Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτόν στην πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Η μη ικανοποίηση της προϋπόθεσης του άρθρου 10(στ) δεν επηρέασε ούτε θα μπορούσε φυσικά να επηρεάσει δυσμενώς τον εφεσείοντα και το δικαίωμα του να τύχει δίκαιης δίκης. Επαναλαμβάνουμε ότι η κατάθεση ως τεκμηρίου 21 της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης έγινε χωρίς ένσταση από πλευράς υπεράσπισης.
Το Κακουργιοδικείο καταλήγει σ' όσον αφορά την οπτικογραφημένη κατάθεση ότι «στη βάση του συνόλου των περιστατικών που την περιβάλλουν, των ειδικότερων συνθηκών και του τρόπου με τον οποίον λήφθηκε η οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης, ότι η τελευταία δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα, ικανό να αποτρέψει το δικαστήριο από το να την εντάξει στο ευρύτερο μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης, με ισχυρή δικαστική και αποδεικτική αξία.»
Ενόψει των πιο πάνω ο λόγος έφεσης 1 είναι έκθετος σε απόρριψη.
Σ' όσον αφορά το λόγο έφεσης 15 που αναφέρεται σε ελαττωματική και πλημμελή φύλαξη και διακίνηση τεκμηρίων κατά τρόπο που δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μόλυνσης οποιασδήποτε μαρτυρίας, από ενδελεχή μελέτη των πρακτικών δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε στοιχείο που να μολύνει τη φύλαξη ή διακίνηση των τεκμηρίων. Όλοι οι αστυνομικοί μάρτυρες επεξήγησαν με κάθε λεπτομέρεια τις ενέργειες τους σε σχέση με τα τεκμήρια. Ειδικά για το Τεκμήριο 21 που είναι η βιντεοκασέττα Αρ. 2 που κατ' ισχυρισμό φυλάττετο για αρκετό χρονικό διάστημα από τον ίδιο το ΜΚ21, σύμφωνα με το Τεκμήριο 84, που είναι το ημερολόγιο ενεργείας, καταχώρηση ημερομηνίας 18/3/2016, αυτή αποσφραγίστηκε και προβλήθηκε για σκοπούς Υπεράσπισης, όπως το είχε ζητήσει η τελευταία από τον ΜΚ21, εξού και απλά η βιντεοκασέτα τοποθετήθηκε στη συνέχεια σε φάκελο. Παραδόθηκε στη συνέχεια στον υπεύθυνο της αποθήκης (ΜΚ2) στις 23/6/2016. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε και αυτή την εισήγηση πρωτόδικα και κατέληξε ότι τέθηκε υπόψη του «ικανή μαρτυρία που με κάθε λεπτομέρεια αποκάλυψε τη διακίνηση και τον χειρισμό με ασφάλεια των τεκμηρίων της παρούσας υπόθεσης. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε κενό στην αλυσίδα διακίνησης των τεκμηρίων που αφορούν την παρούσα υπόθεση».
Η πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς τη φύλαξη ή διακίνηση των τεκμηρίων μας βρίσκει σύμφωνους.
Ο λόγος έφεσης 17 αναφέρεται στη λανθασμένη αποδοχή των προφορικών και ηλεκτρονικών παραδοχών του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στο σύγγραμμα Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, των Ηλιάδη και Σάντη σελ. 888, και σε νομολογία (Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166 και Θεόδωρος Κώστα Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 215/2012 ημερ. 6/4/2015) διαπίστωσε ότι οι παραδοχές του εφεσείοντα σε διάφορες περιπτώσεις, με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικά πρόσωπα ως προς τον τρόπο που ενήργησε σε βάρος της ανήλικης, ήταν πράγματι το αποτέλεσμα της ελεύθερης και ανεπηρέαστης βούλησης του που είναι το βασικό στοιχείο για να γίνει αποδεκτή μια ομολογία και να ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας. Έκρινε την κατάσταση στην οποίαν βρισκόταν ο εφεσείων όπου ήταν αγχωμένος και τον απασχολούσε η εξέλιξη των πραγμάτων ως καθόλα αναμενόμενη για κάποιον που αποκαλύπτεται ότι ενήργησε με τον τρόπο που ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι ενήργησε σε βάρος της ανήλικης θυγατέρας της συμβίας του.
Στην υπόθεση Θεόδωρος Κώστα Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής ως προς τη σπουδαιότητα της ομολογίας:
«Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να τονισθεί ότι η ομολογία ή η παραδοχή στη διάπραξη ή συμμετοχή σε έγκλημα, αποτελεί την κλασσική περίπτωση εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Αυτό διότι η παραδοχή ή η ομολογία γίνεται εναντίον του ιδίου συμφέροντος του ομολογούντος, (Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175 και Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2012). Η ομολογία εν πάση περιπτώσει είτε δίδεται προς αστυνομικό όργανο, είτε σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και γενόμενη σε συνθήκες που δεν είχαν δυσμενώς επηρεάσει το ελεύθερο της παραδοχής ή της βούλησης. Παραμένει δε πάντοτε στην κατηγορούσα αρχή, η υποχρέωση της απόδειξης ότι η ομολογία έγινε ελευθέρως, (Ahmad v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 256), ενώ αν η ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει την περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, (R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13, Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168 και Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364).
Στο σύγγραμμα Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 268 κ.ε., εξηγείται η αξία της ομολογίας κατά το Κοινοδίκαιο ως την πιο σημαντική και συχνή εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας στις ποινικές υποθέσεις. Και, περαιτέρω, ότι δεν έχει σημασία πλέον κατά πόσο η ομολογία γίνεται σε πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε σχέση με τον παραδεχόμενο ή όχι. Η ομολογία, όπως και κάθε άλλη παραδοχή, μπορεί να γίνει προφορικά, εγγράφως, διά συμπεριφοράς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τον οποίο μπορεί να εξαχθεί αρνητικό συμπέρασμα εναντίον του συμφέροντος του ατόμου που προβαίνει στην ομολογία. Όπως εξηγείται στη σελ. 272 του συγγράμματος, η παραδοχή μπορεί να γίνει όχι μόνο σε ανακριτές ποινικής υπόθεσης, συνήθως αστυνομικά όργανα, αλλά ακόμη και στο ίδιο το θύμα του αδικήματος, σε ένα φίλο, σε ένα συγγενή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Και έχει λεχθεί στην R. v. Mallinson (1977) Crim. L.Rev. 161, ότι η ομολογία, όταν αποδεικνύεται, αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία. Η αξία της όμως θα πρέπει να εξετάζεται με μεγάλη προσοχή ώστε το Δικαστήριο να πείθεται πραγματικά ότι η ομολογία είναι και εθελούσια και αληθής.
Η ομολογία έχει και άλλη προέκταση, όταν λόγω αυτής, η αστυνομία ανακαλύπτει έγγραφο ή άλλο υλικό που συνδέεται με το έγκλημα. Σ΄ αυτή την περίπτωση, η ομολογία, ακόμη και αν δεν γίνει αποδεκτή ως εθελούσια, εξακολουθεί να έχει αποδεικτική αξία διότι μέσω της φανερώνεται ότι ήταν ο δράστης που παρείχε την πληροφόρηση ανεύρεσης σχετικών γεγονότων ή που δείχνουν την ευρύτερη γνώση του. Στο σύγγραμμα των Cross & Tapper on Evidence 10η έκδ. σελ. 532-534, εξηγούνται τα ανωτέρω με παραπομπή στο s. 76(4) του Police and Criminal Evidence Act 1984, το οποίο διατήρησε σε ισχύ τη νομολογία που ανέκυπτε από την παλιά υπόθεση R. v. Warickshall (1783) 1 Leach 263, που επιβεβαιώθηκε στην R. v. Berriman (1854) 6 Cox CC 388. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ανεξάρτητα από την μη δεκτότητα της ομολογίας, τα δεδομένα που προέκυψαν ως εξ αυτής, (η ανεύρεση κλοπιμαίων στα διαμερίσματα της κατηγορούμενης, όπως ή ίδια αποκάλυψε), ήταν υπαρκτά. Πρέπει μόνο να εξηγούνται από μόνα τους πλήρως και ικανοποιητικά χωρίς αναφορά στο μέρος της σχετικής ομολογίας. Η ομολογία επίσης μπορεί να δείχνει τον τρόπο που ο ομολογών ομιλεί, γράφει ή συμπεριφέρεται ώστε να αναγνωρίζεται ο ίδιος ως ο δράστης (R. v. Voisin (1918) 1 K.B. 531).
Στην R. v. Mallinson (1977) Crim. L. Rev 161 η οποία παρατίθεται στην ανάλυση της Θεοφάνους (ανωτέρω) διακηρύχθηκε ότι η καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική μαρτυρία δεν είναι κατ' ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Δεν υπάρχει αρχή δικαίου, καθολικής ή γενικής εφαρμογής, ότι η καταδίκη η οποία εξ ολοκλήρου ή κυρίως βασίζεται σε μαρτυρία προφορικής ομολογίας, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ασφαλής ή ικανοποιητική. Πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση να αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται στο πλαίσιο των ιδιαιτέρων περιστατικών της κάθε υπόθεσης.»
Σ' όσον αφορά τη σπουδαιότητα της ομολογίας σχετική επίσης είναι η πρόσφατη υπόθεση Μιχαλάκης Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 191/2016, ημερ. 6/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B477.
Σημειώνεται ότι το Κακουργιοδικείο αν και έκρινε τις ομολογίες του εφεσείοντα εθελούσιες δεν βασίστηκε επ' αυτών για να στηρίξει την καταδίκη του εφεσείοντα. Απλά τις ενέταξε στην ενισχυτική μαρτυρία εκείνης της ανήλικης, τονίζοντας ότι η αναζήτηση τέτοιας μαρτυρίας δεν αποτελεί πλέον νομοθετική ή νομολογιακή υποχρέωση και αναγκαιότητα.
Η πιο πάνω προσέγγιση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο λόγος έφεσης 10 που αναφέρεται στη λανθασμένη αποδοχή από πλευράς Κακουργιοδικείου μαρτυρίας προερχομένης από τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες του εφεσείοντα και της ΜΚ20, δηλ. τα Τεκμήρια 7 εώς 12 και 19 που αποτελούν μηνύματα αλλά και τα Τεκμήρια 14, 15 και 16, μηνύματα που αντλήθηκαν από το κινητό τηλέφωνο της μητέρας της ανήλικης (Τεκμήριο 13) και τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή (Τεκμήριο 20). Η κατάθεση μέρους των μηνυμάτων υπήρξε αντικείμενο εξέτασης σε δίκη εντός δίκης. Το Κακουργιοδικείο σημειώνει στην απόφαση του το δικαίωμα του στην τελική του απόφαση να αναψηλαφήσει όλη τη μαρτυρία προβαίνοντας σε τελικά ευρήματα και υπαγάγοντας τα σε νομικές αρχές που ισχύουν για τις εκάστοτε υπό συζήτηση κατηγορίες. Με αναφορά σε νομολογία (Σιάμισιης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308) έκρινε ότι σ' όσον αφορά τη μητέρα της ανήλικης είχε δώσει τη συγκατάθεση της και παρέδωσε η ίδια στην Αστυνομία το κινητό της τηλέφωνο και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Αλλά και ο εφεσείων έδωσε τη συγκατάθεση του με τα Τεκμήρια 85 και 86. Συνεπώς δεν ετίθετο θέμα παράνομης μαρτυρίας αλλά ήταν θέμα βαρύτητας κατά την αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού. Δεν έχουμε πειστεί ότι η προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου είναι λανθασμένη. Συνεπώς ούτε ο λόγος έφεσης 10 ευσταθεί.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που αφορούν στην ποινή ως έκδηλα υπερβολικής.
Ο εφεσείων πρωτόδικα για σκοπούς μετριασμού της ποινής έδωσε έμφαση, μέσω της αγόρευσης του δικηγόρου του, στις προσωπικές και οικονομικές επιπτώσεις που είχε για τον ίδιο η εξέλιξη των γεγονότων, όπως διαγράφοντο και από την Έκθεση του Τμήματος Κοινωνικών Υπηρεσιών που ο ίδιος ζήτησε να ετοιμαστεί και στο άγχος και στην αγωνία για την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας. Εισηγήθηκε ως ελαφρυντικά το λευκό ποινικό του μητρώο, τα ψυχολογικά του προβλήματα και την τάση αυτοχειρίας που τον διακατείχε, υποδεικνύοντας τη μη άσκηση βίας σε βάρος της ανήλικης ή απειλής ή παραπλάνησης της κατά τη διάπραξη των αδικημάτων. Κάλεσε τέλος το Δικαστήριο να θεωρήσει ως μετριαστικό παράγοντα την κατανάλωση αλκοόλ, όχι όμως υπό την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα κατά τρόπο που να απαλλάσσετο από οποιαδήποτε ποινική ευθύνη, καθώς και ότι η αντεξέταση της ανήλικης έγινε με προσεκτικό τρόπο.
Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε κάθε τι που τέθηκε ενώπιον του, συμπεριλαμβανομένης και της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας. Έδωσε έμφαση στη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων όπου για την περίπτωση της ανήλικης λόγω της ηλικίας της, τότε 11 ετών, με το Νόμο 91(1)/2014 τα αδικήματα πλην εκείνα της άσεμνης επίθεσης τιμωρούνται με την διά βίου φυλάκιση και κατέληξε στα εξής:
«Προσμετρούμε για σκοπούς μετριασμού της ποινής και ανάλογα συνεκτιμούμε προς όφελος του κατηγορούμενου, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις όπως εξειδικεύθηκαν και αναλύθηκαν πιο πάνω, στο βαθμό και την έκταση που τούτο είναι επιτρεπτό στην υπό συζήτηση περίπτωση, με δεδομένο - ως αναδύεται από τη νομολογία - ότι στης περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων (όπως είναι τα σεξουαλικά αδικήματα σε βάρος παιδιών) αυτές έρχονται σε δεύτερη μοίρα, αφού προέχει η στιβαρή αντιμετώπιση τους μέσω αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια καταστολής τους (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 382, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540 και Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433). Κατά τον ίδιο τρόπο συνεκτιμούμε τις δυσχέρειες και τις ευρύτερες επιπτώσεις που προέκυψαν και θα προκύψουν από την καταδίκη του κατηγορούμενου και τον τυχόν εγκλεισμό του στις κεντρικές φυλακές, τόσο στον ίδιο όσο και στην οικογένειά του αλλά και στις επαγγελματικές και επιχειρηματικές δραστηριότητές του.
Το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, αποτελεί επίσης παράγοντα που λαμβάνουμε υπόψη προς όφελός του τελευταίου, όπως δεν αφήνει αδιάφορο το δικαστήριο το γεγονός ότι οι απαράδεκτες και καταδικαστέες ενέργειές του, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων - εκτός από την περίπτωση που αφορούν οι κατηγορίες 4, 5 και 6, όπου προχώρησε και σε αιδοιολειξία σε βάρος της ανήλικης - περιορίστηκαν, ευτυχώς, σε αγγίγματα και θωπείες, ενώ όσον αφορά το στοιχείο της βιαιότητας, οι όποιες ενέργειές του δεν συνοδεύτηκαν με πράξεις ιδιαίτερης ένστασης και βαναυσότητας σε βάρος της ανήλικης.
Προβλήθηκε από την πλευρά της υπεράσπισης, ότι το άγχος και η αγωνία που διακατείχαν τον κατηγορούμενο για την εξέλιξη της υπόθεση του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η διάρκεια αυτής της κατάστασης στην οποία περιήλθε, επεκτάθηκε, ενόψει της καθυστέρησης στην καταγγελία της υπόθεσης, ως επίσης, ο διασυρμός και η δυσφήμιση του ουσιαστικά μέσω της δημοσιοποίησης που δόθηκε στην υπόθεση και την πορεία της από μέσα μαζικής ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, αποτελούν παράγοντες που θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο προς όφελος του κατηγορούμενου. Παραπέμποντας και επαναλαμβάνοντας το λόγο της Σουτζής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424, δεν μπορούμε παρά να υποδείξουμε ότι τα όποια δημοσιεύματα σε σχέση με την πορεία της υπό συζήτηση υπόθεσης, αποτελούν ουσιαστικά εξωγενή παράγοντα ο οποίος δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως εξωδικαστική τιμωρία, δυνάμενη να οδηγήσει στη μείωση της ποινής. Το ανθρωπίνως κατανοητό εξάλλου συναίσθημα του άγχους και της αγωνίας που προφανώς διακατέχει ένα κατηγορούμενο για την πορεία και την εξέλιξη μιας ποινικής διαδικασίας που τον αφορά, δεν θεωρούμε ότι θα μπορούσε στην υπό συζήτηση περίπτωση, από μόνο του, να αποτελέσει αιτία για περαιτέρω μείωση της ποινής. Με δεδομένη την άρνηση του στις κατηγορίες που του αποδίδονται, ακολουθήθηκε η εκ του νόμου ενδεδειγμένη πορεία για την απονομή της δικαιοσύνης. Η παρουσίαση της υπόθεσης στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας. Στη βάση άλλωστε των ευρημάτων του Δικαστηρίου, είναι φανερό ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο κατηγορούμενος, με τη στάση και συμπεριφορά του, χειραγωγώντας ουσιαστικά τη μητέρα της ανήλικης, συνέβαλε αποφασιστικά στη μη άμεση αναφορά του ζητήματος στις αρμόδιες διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας.
...................................................................................................Υπό το σύνολο ωστόσο των περιστατικών που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, ως έγιναν αποδεκτά, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, η κατανάλωση εκ μέρους του αλκοολούχων ποτών πριν την διάπραξη των ως άνω αδικημάτων, να επηρέασε σε κάποιο βαθμό τους μηχανισμούς αυτοελέγχου του κατηγορούμενου, κατά τρόπο που επιτρέπει, στο βαθμό που τούτο είναι επιτρεπτό, να ληφθεί υπόψη και η συγκεκριμένη παράμετρος, ως ελαφρυντικός παράγοντας. Άλλωστε δεν τέθηκε υπόψη μας οποιαδήποτε μαρτυρία που θα επέτρεπε την κατάληξη στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση εκ μέρους του αλκοολούχων ποτών, στις συγκεκριμένες πάντα περιπτώσεις, έγινε για να αποφασίσει ή να μπορέσει να διαπράξει τα εγκλήματα τα οποία κρίθηκε ότι διέπραξε σε βάρος της ανήλικης. Τα πιο πα΄νω, έχοντας πάντα κατά νου ότι η ως άνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου σε βάρος της ανήλικης, εν πάση περιπτώσει, εκδηλώθηκε και σε χρόνους που ο κατηγορούμενος δεν είχε καταναλώσει αλκοολούχα ποτά.».
Στην επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψη ως επιβαρυντικό παράμετρο τις επιπτώσεις στη ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη της ανήλικης, όπου της προσφέρθηκε βοήθεια, χωρίς να αποκλειστεί η εκδήλωση στο μέλλον ψυχολογικών δυσλειτουργιών καθώς και την ειδικότερη σχέση του εφεσείοντα με την ανήλικη.
Κατέληξε όμως ότι το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που θα πρέπει να έχουν οι ποινές στην προκειμένη περίπτωση. Όπως αναφέρει στην απόφαση:
«Οι προσωπικές συνθήκες και επιπτώσεις στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του κατηγορούμενου, όπως κατ' επανάληψη έχει διακηρυχτεί από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας, έρχονται σε δεύτερη μοίρα, στις περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων, όπως είναι τα σεξουαλικά αδικήματα που στρέφονται κατά ανηλίκων. Αδικήματα της φύσης που ο κατηγορούμενος διέπραξε, με δεδομένο ότι στρέφονται εναντίον παιδιού, επιβάλλεται, ως έχει ήδη σημειωθεί ανωτέρω, όπως τιμωρούνται με αποτρεπτικές ποινές σε μια προσπάθεια καταστολής τους (Κέρκης ανωτέρω). Η ποινή της φυλάκισης, όπως όπως επανάληψη έχει υποδειχθεί, αποτελεί καθόλα θεμιτό μέτρο και στην περίπτωση παραβατών με λευκό ποινικό μητρώο, αν ένα τέτοιο μέτρο κρίνεται επιβεβλημένο και αναπόφευκτο μετά από συνεκτίμηση της σοβαρότητας του αδικήματος, των γεγονότων της υπόθεσης και των συνθηκών του παραβάτη (βλέπε Τηλεμάχου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 701). Παράλληλα, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής, ο οποίος λειτουργεί ως τέτοιος, τόσο σε σχέση με τον ίδιο τον κατηγορούμενο και την τιμωρία του όσο και προς παραδειγματισμό άλλων, επίδοξων παραβατών, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση και την προσωπικότητα του κατηγορούμενου, χωρίς ταυτόχρονα η ποινή να είναι εξοντωτική, στερώντας από τον τελευταίο τη δυνατότητα να ζήσει μια όσο το δυνατό φυσιολογική ζωή μετά την αποφυλάκιση του.».
Ο εφεσείων προς υποστήριξη της εισήγησης του περί υπερβολικής ποινής προώθησε τη θέση, με τους έξι λόγους έφεσης που στρέφονται κατά της ποινής, ότι αυτή είναι εξοντωντική για τον εφεσείοντα ενόψει των προσωπικών και οικονομικών του συνθηκών, ότι ο τρόπος διάπραξης των αδικημάτων δεν είναι της χειρότερης μορφής, ότι η ανήλικη δεν είχε υποστεί κανένα ψυχολογικό ή σωματικό τραύμα, ότι δεν αξιολογήθηκε σωστά ο παράγοντας της μέθης και ότι ο εφεσείων οικειοθελώς επέστρεψε από το εξωτερικό για να δικαστεί.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε, όπως αναφέραμε ανωτέρω, κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του ως μετριαστικός παράγοντας και του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα με παραπομπή σε νομολογία.
Είναι κατάληξη μας ότι το Κακουργιοδικείο ορθά επικεντρώθηκε στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, λόγω της φύσης των αδικημάτων που στρέφονται κατά ανήλικης, και της όλο και αυξανόμενης συχνότητας διάπραξης αδικημάτων σεξουαλικής φύσης, ως τα υπό συζήτηση (βλ. Blacstone's Criminal Practice 2016 (Supplement 1, Part 8 Sentencing Guidelines, παραγ. 56 -83 έως 56-93, την υπόθεση Γ.Χ. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. 140/2010 ημερ. 14/9/2015, Λευκαρίτης ν. Δημοκρατίας και Νικολάου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. Αρ. 135/2014 και 138/2014, ημερ. 22/11/2016).
Στην περίπτωση του εφεσείοντα θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν ξέφυγε από τα ορθά όρια που επιτάσσει η νομολογία. Αντίθετα αντιμετώπισε τον εφεσείοντα με τον δέοντα τρόπο και προσμέτρησε κάθε στοιχείο στα θεμιτά πλαίσια.
Δεν κρίνουμε την ποινή φυλάκισης ως έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται επίσης.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.