ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ε. Πουργουρίδης, για τον εφεσείοντα Ν. Κέκκος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-02-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Σ. Α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 202/2015, 21/2/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B55

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 202/2015

 

 

21 Φεβρουαρίου, 2019

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Σ.  Α.

                                      

                                                          Εφεσείοντα

- v -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

         

                                                                                 Εφεσίβλητης

 

.......

 

 

Ε. Πουργουρίδης, για τον εφεσείοντα   

Ν. Κέκκος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα,

    για εφεσίβλητη

Εφεσείων, παρών.

 

 

  .......

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων (κατηγορούμενος 4 πρωτοδίκως), ενώ εξέτιε πολύχρονη ποινή φυλάκισης στις Κεντρικές Φυλακές, κρίθηκε ένοχος από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο xxx σε τέσσερις (4) κατηγορίες που αφορούσαν την οργάνωση και εισαγωγή στην Κυπριακή Δημοκρατία 2 κιλών και 594 γραμμαρίων  κοκαΐνης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 ετών.  Για την ίδια υπόθεση  κρίθηκε ένοχος και ο ανεψιός (αδελφότεκνος) του Α. Α. (κατηγορούμενος 3 πρωτοδίκως) στον οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 12 ετών, ενώ στους συγκατηγορούμενούς τους Ρ. Ζ. και Χρ. Κ. (κατηγορούμενοι 1 και 2 πρωτοδίκως) - οι οποίοι είχαν παραδεχθεί τις εναντίον τους κατηγορίες - επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 11 και 9 χρόνια αντιστοίχως.

 

      Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την καταδίκη του την οποία και προσέβαλε με 11[1] Λόγους Έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία:

 

1.   Το αδιαμφισβήτητο πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης,

2.   Τη μαρτυρία του Ρ. Ζ., ο οποίος ευθύς εξ αρχής εντάχθηκε στο σχέδιο προστασίας μαρτύρων δυνάμει των προνοιών του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου του 2001 (Ν.95(1)/2001) και ο οποίος ήταν ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ2) στην υπόθεση,

 

3.   Τη μαρτυρία του Υποδιοικητή της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) Σ. (ΜΚ4), η προσαγωγή της οποίας επετράπη με ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου και,

 

4.   Τι ισχυρίστηκε ο εφεσείων με την ένορκη του κατάθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου και τι ο ανεψιός του Α. Α. με την ανώμοτη του δήλωση.

 

      Αποτελεί κοινό τόπο ότι στις 19.4.2014 αφίχθηκε στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λάρνακας, από Κάϊρο, ο Χ. Κ., οι αποσκευές του οποίου ερευνήθηκαν από άνδρες της Υ.ΚΑ.Ν. βάσει πληροφοριών ότι θα μετέφερε ναρκωτικά.

 

      Οι πληροφορίες αποδείχθηκαν ακριβείς αφού στις αποσκευές του Κ. εντοπίστηκε συσκευασία που περιείχε 2 κιλά και 594 γραμμάρια κοκαΐνη και όπως ήταν αναμενόμενο η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη του για αυτόφωρο αδίκημα.  Ακολούθησε προφορική ανάκριση του Κ., στο πλαίσιο της οποίας ανάφερε ότι η εισαγωγή των ναρκωτικών έγινε κατ΄ εντολή και με οδηγίες του Ρ. Ζ. και στη συνέχεια, συμφώνησε να συνεργαστεί σε διαδικασία ελεγχόμενης παράδοσης των ναρκωτικών στον Ζ..

 

      Με εξασφαλισμένη τη συνεργασία του Κ., οι ναρκωτικές ουσίες αντικαταστάθηκαν με ομοιώματα και μετά από τηλεφωνικές συνομιλίες που αυτός είχε με τον Ζ., ο Κ. μετέβη με το αυτοκίνητο του στην οδό xxx στη xxx για να του παραδώσει τη συσκευασία με τα ομοιώματα των ναρκωτικών.  Όταν όμως ο Ζ. παρέλαβε τη συσκευασία, συνελήφθη από τους καιροφυλακτούντες αστυνομικούς της Υ.ΚΑ.Ν. και εν τέλει ενέπλεξε στην υπόθεση τους Α. Α., ως μεσάζοντα και εκτελεστή και τον θείο του εφεσείοντα ως εμπνευστή και οργανωτή του εγχειρήματος εισαγωγής των ναρκωτικών.

 

      Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, καταχωρίστηκε εναντίον των πιο πάνω τεσσάρων προσώπων η υπ΄ αρ. 7138/14 ποινική υπόθεση ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου xxx, με βασικό ΜΚ τον Ζ., η μαρτυρία του οποίου συνοψίζεται ως ακολούθως:

      Υπήρξε χρήστης κοκαΐνης που προμηθευόταν από τον εφεσείοντα, τον οποίο επισκεπτόταν στο σπίτι του με τον κοινό τους φίλο Μ. Τ. μέχρις ότου ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση[2].

 

      Τον Ιανουάριο του 2012 καταδικάστηκε και ο ίδιος σε ολιγόμηνη φυλάκιση για υπόθεση ναρκωτικών και με τον εγκλεισμό του στις Κεντρικές Φυλακές επανασυνδέθηκε με τον εφεσείοντα, ενώ εκεί γνώρισε και τον Κ. με τον οποίο συνδέθηκε φιλικώς.

 

      Τον Απρίλη του 2012 αποφυλακίστηκε και λίγους μήνες μετά, τον Αύγουστο, τον επισκέφθηκε ο φίλος του Μ. Σ.[3] και του ζήτησε €2.500 για να δώσει το ποσό αυτό στον εφεσείοντα.  Μάλιστα, ο Σ., για να τον πείσει πως το ποσό αυτό προοριζόταν για τον εφεσείοντα, τηλεφώνησε στον εφεσείοντα ο οποίος μίλησε μαζί του και του ζήτησε να δώσει τις €2.500 στον Σ. και μέσα σε ένα μήνα θα του τα επέστρεφε.  Επειδή όμως δεν εμπιστευόταν τον Σ., ο τελευταίος του έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου (1xxxx8) του Α. για να μιλήσουν σχετικώς.  Όπως και έγινε, με αποτέλεσμα να συναντηθούν και οι τρεις και να δώσει το  πιο πάνω ποσό στον Σ..

 

      Μέχρι το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου μίλησε με τον Α. ακόμη μια φορά για να τον ρωτήσει πότε θα του επέστρεφαν τις €2.500 και για το ίδιο θέμα, περί τα μέσα Δεκεμβρίου, επισκέφθηκε μαζί με τον Σ. τον Α. στο κέντρο του τελευταίου «xxx», στη xxx.

 

      Παράλληλα με τα πιο πάνω, επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον εφεσείοντα στον τούρκικο αριθμό τηλεφώνου 0090xxxxxxxxx2.  Παρεμβάλλουμε στο σημείο αυτό ότι στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης έγινε και έρευνα στο κελί του εφεσείοντα όπου, στις 3.5.14, εντοπίστηκε να έχει στην κατοχή του μισοσχισμένο χαρτί (Τεκ.17) με καταγεγραμμένο σ΄ αυτό τον πιο πάνω αριθμό.  Περαιτέρω, σε προγενέστερο της υπόθεσης χρόνο, στις 16.3.13, εντοπίστηκε στο κελί του και κινητό τηλέφωνο μάρκας Nokia ως και κάρτα τούρκικης μάρκας «tel sim».  Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ήταν δυνατή η χρήση κινητού τηλεφώνου εφόσον στις Κεντρικές Φυλακές «. δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σύστημα απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων».  Σχετική επί τούτου ήταν η μαρτυρία του δεσμοφύλακα ΜΚ7, αλλά και επιστολή του Τμήματος Φυλακών ημερ. 26.3.2015 (Τεκμ.66) που κατέθεσε ο εφεσείων κατά την κυρίως εξέτασή του.

 

      Στο πλαίσιο των μεταξύ τους τηλεφωνικών συνομιλιών, συνέχισε ο Ζ., ο εφεσείων του ζήτησε, αρχές Μαρτίου του 2014,  να βρει κάποιο πρόσωπο για να μεταβεί στο εξωτερικό προκειμένου να εισάξει για λογαριασμό του στην Κύπρο κοκαΐνη.  Και αυτό επ΄ αμοιβή €5.000 πλέον τα έξοδα ταξιδίου, ενώ το δικό του όφελος θα ήταν ένα μικρό μέρος από τα ναρκωτικά που θα εισάγονταν.

     

      Δέχθηκε την πρόταση και για το σκοπό αυτό επιστράτευσε τον Κ., ο οποίος στο μεταξύ είχε αποφυλακιστεί. Με την επιστράτευση δε του Κ., ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον εφεσείοντα ο οποίος τον παρέπεμψε για τα περαιτέρω στον Α..  Όπως και έπραξε, με αποτέλεσα ο Α. να διευθετήσει την έκδοση των αεροπορικών εισιτηρίων του Κ. και να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του με το ποσό των €2.000.

 

      Με ρυθμισμένες όλες τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, ο Κ. ταξίδεψε μέσω Λονδίνου στο Σάο Πάολο (Βραζιλίας) απ΄ όπου προμηθεύτηκε την κοκαΐνη και στη συνέχεια επέστρεψε στην Κύπρο μέσω Καϊρου στις 19.4.2014, αφού στο μεταξύ ο Α. του απέστειλε στο Κάϊρο μέσω της Western Union το επιπλέον ποσό των €180,91.  Όταν δε ο Κ. έφτασε στην Κύπρο και του τηλεφώνησε ότι όλα πήγαν καλά, συναντήθηκε με τον Α. στην Χοιροκοιτία και εκεί ο Α. του έδωσε €1.000 για τον Κ., ενώ το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής δήλωσε πως θα το κατέβαλλε την επομένη όταν θα παραλάμβανε τα ναρκωτικά από πρόσωπο που θα έστελνε για το σκοπό αυτό στη xxx.

 

      Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του Ζ., πλην του ότι στις xxx εναντίον των Κ. και Ζ. εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο xxx διάταγμα οκταήμερης κράτησής και ενώ βρίσκονταν υπό κράτηση, στις xxx και περί ώρα 02:45, άγνωστοι έριξαν χειροβομβίδα στην οικία του Ζ. όπου βρίσκονταν η σύζυγος και η θυγατέρα του, η οποία και εξερράγη με αποτέλεσμα το θρυμματισμό γυαλιών της οικίας.

 

      Αναφορικά τώρα με τη μαρτυρία του Υποδιοικητή της Υ.ΚΑ.Ν. Π. Σ. (ΜΚ4), σημειώνεται καταρχάς πως το όνομά του δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο μαρτύρων.  Προστέθηκε στις 11.3.2015 μετά από αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής δυνάμει του άρθρου 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου το οποίο δεν προσέκρουσε σε ένσταση, με την Υπεράσπιση απλώς να εκφράζει ανησυχίες για το τι θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας του.  Στη βάση αυτή το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το αίτημα για προσθήκη του μάρτυρα στον κατάλογο μαρτύρων.

 

      Ο Σ., σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ήταν επικεφαλής της ομάδας επιχείρησης και όλες οι αστυνομικές ενέργειες που έγιναν για την υπόθεση, έγιναν κατόπιν δικών του οδηγιών.  Η προσθήκη του, ανάφερε, στον κατάλογο ΜΚ, αποφασίστηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής  ο οποίος θεώρησε πως θα έπρεπε να δώσει μαρτυρία κατά πόσο ο Ζ. του δήλωσε οτιδήποτε πριν δώσει κατάθεση.  Πράγματι, όπως ανέφερε, μόλις ο Ζ. συνελήφθη ζήτησε να του μιλήσει και όταν συναντήθηκαν του δήλωσε πως «πίσω από την υπόθεση αυτή είναι ο Α. ο γέρος που είναι στις φυλακές και ο αδελφότεκνος του Α.» και στη συνέχεια του αποκάλυψε και λεπτομέρειες για το πώς οργάνωσε ο εφεσείων την εισαγωγή των ναρκωτικών με μεσάζοντα τον ανεψιό του.  Δεν έδωσε όμως κατάθεση για το τι του είπε ο Ζ., ούτε σημείωσε οτιδήποτε για το θέμα αυτό στο ημερολόγιο ενεργείας καθότι από την πρώτη στιγμή η πρόθεση του Ζ. ήταν να δώσει κατάθεση, κάτι που έγινε στη συνέχεια αφού μίλησε με το δικηγόρο του.

 

      Ο εφεσείων, απορρίπτοντας την εμπλοκή του στην υπόθεση, κατέθεσε πως ουδέποτε ο Ζ. επισκέφθηκε την οικία του και ουδέποτε τον εφοδίασε με κοκαΐνη.   Τον Ζ., ισχυρίστηκε, τον γνώρισε στις Κεντρικές Φυλακές και η σχέση τους περιορίστηκε σε απλή γνωριμία εφόσον δεν εμπιστευόταν κανένα στις φυλακές και ειδικά τον Ζ..  Σ΄ ό,τι δε αφορά τον τούρκικο αριθμό τηλεφώνου (0090xxxxxxxxx2) που βρέθηκε καταγεγραμμένος σε μισοσχισμένο χαρτί στο κελί του, τον αριθμό αυτό του τον είχε δώσει ο Ζ. ο οποίος του είχε πει πως ανήκε σε τουρκοκύπριο φίλο του που εμπορευόταν ποτά και τσιγάρα από τα κατεχόμενα και πως αν το επιθυμούσε θα μπορούσε να προμηθεύσει και το κέντρο του - το οποίο διαχειριζόταν ο αδελφότεκνος του Α. - με τα είδη αυτά.  Πέραν τούτου καμιά άλλη επαφή δεν είχε με τον Ζ. και όσα ο τελευταίος ισχυρίστηκε για τις τηλεφωνικές τους επικοινωνίες, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

 

      Με τη σειρά του  ο Α. απέρριψε την εμπλοκή του εφεσείοντα στην υπόθεση με μακροσκελέστατη ανώμοτη δήλωση.  Πρόβαλε βασικά πως ο Ζ. «έπλασε αυτή την ιστορία εις βάρος του θείου μου κι  εμένα διότι εκατάλαβε πως ήμουν εγώ εκείνος ο οποίος είχα δώσει την πληροφορία για την άφιξη του Κ. και των ναρκωτικών στην Κύπρο».  Ισχυρίστηκε συναφώς ότι είχε αναλάβει τη διαχείριση του κέντρου του θείου του «xxx» και για το σκοπό αυτό ο εφεσείων του έδωσε και τον αριθμό τηλεφώνου 0090xxxxxxxx2, λέγοντας του πως ο κάτοχος του αριθμού αυτού θα μπορούσε να προμηθεύει με φτηνά ποτά και τσιγάρα το μαγαζί του.  Επικοινώνησε με τον κάτοχο του αριθμού αυτού, ο οποίος του είπε πως ονομάζεται H. και το ίδιο βράδυ - τέλος Ιουνίου του 2013 - το πρόσωπο αυτό μαζί με τον Ζ. επισκέφθηκαν το μαγαζί του και τότε ο Ζ. του συστήθηκε πως ήταν φίλος του θείου του από τις φυλακές.  Κατά τη συνάντηση δε αυτή έβαλε την πρώτη παραγγελία στον H. και έκτοτε και άλλες, ενώ στο μεταξύ οι Ζ. και H. συνήθιζαν να έρχονταν στο κέντρο του, με το Ζ. να παρουσιάζεται ως βαρόνος της νύχτας.

 

      Λόγω της φύσεως της δουλειάς του, συνέχισε, επισκέπτονταν το κέντρο του και άνδρες του ΟΠΕ μεταξύ των οποίων και ο ειδικός αστυφύλακας Γ..  Συνδέθηκε φιλικώς με το Γ., προς τον οποίο έδωσε διάφορες πληροφορίες και στο πλαίσιο της γνωριμίας τους, ο Γ., του είπε πως η αστυνομία θα μπορούσε να ενεργήσει για μείωση της ποινής του θείου του νοουμένου ότι ο θείος του θα βοηθούσε την αστυνομία με κάποια σημαντική πληροφορία.  Κατ΄ ακολουθία τούτου επισκέφθηκε τον θείο του στις φυλακές και κατά τη συνάντηση αυτή, ο θείος του, του ανέφερε πως ο Ζ. ασχολείτο με κοκαΐνη και δεν θα είχε ένσταση να δώσει σχετικές πληροφορίες στην αστυνομία.

 

      Έχοντας λοιπόν μιλήσει με τον θείο του τα πιο πάνω, τηλεφώνησε στο Ζ. και τον ρώτησε κατά πόσο μπορούσε να του κανονίσει «καμιά διακοσιά» γραμμάρια κοκαΐνης για δήθεν πελάτες του μαγαζιού.  Ο Ζ., παρά το γεγονός ότι φάνηκε διστακτικός, συμφώνησε και ζήτησε λίγες ημέρες για να τον ικανοποιήσει.  Επειδή όμως αργούσε, του ξανατηλεφώνησε στις 16.4.2014 για το ζήτημα και αυτός του είπε πως ο άνθρωπος που θα έφερνε το «πράγμα» είχε χάσει την πτήση του και τον παρακάλεσε να βοηθήσει ώστε να εκδοθούν εισιτήρια για επιστροφή του στην Κύπρο.  Πράγματι επικοινώνησε με φίλο του που είχε ταξιδιωτικό γραφείο και αφού διευθετήθηκε το θέμα των εισιτηρίων επισκέφθηκε το φίλο και κουμπάρο του Λ.Λ. και του ζήτησε να ενημερώσει σχετικά την Υ.ΚΑ.Ν.   Και αυτό για να βοηθήσει στη μείωση της ποινής του θείου του, όπως είχε μιλήσει με τον ειδικό αστυφύλακα Γ..  Όταν δε το βράδυ της 19.4.2014 τηλεφώνησε στο Ζ. και αυτός του είπε ότι «όλα πήγαν καλά» υποψιάστηκε πως ο κουμπάρος του δεν είχε δώσει την πληροφορία στην αστυνομία και έτσι ξεκίνησε να έχει τηλεφωνικές επαφές με τον Ζ. σε μια προσπάθεια να καταλάβει  τι ακριβώς είχε συμβεί.  Με πρόσχημα πάντα ότι ενδιαφερόταν για την δήθεν παραγγελία του, ενώ ο σκοπός του ήταν να βοηθήσει στη μείωση της ποινής του θείου του λόγω της πληροφορίας που είχε δώσει στην αστυνομία μέσω του κουμπάρου του.  Αυτή ήταν η ανάμιξη του στην υπόθεση και τα όσα άλλα ισχυρίστηκε ο Ζ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.  Μάλιστα όταν συνελήφθη, συμφώνησε σε παρότρυνση του δικηγόρου του να αποκαλύψει στην αστυνομία ότι αυτός έδωσε την πληροφορία για την άφιξη του Κ. με τα ναρκωτικά στην Κύπρο.  Σ΄ ό,τι δε αφορά τους ισχυρισμούς του Ζ. για τη χρηματοδότηση από τον ίδιο του ταξιδιού και της αμοιβής του Κ., ισχυρίστηκε πως τα μόνα χρήματα που κατέβαλε ο ίδιος στον Ζ. ήταν €500 για τα 200 γρ. κοκαΐνης και περαιτέρω κατέβαλε στο φίλο του που είχε το ταξιδιωτικό γραφείο $250 για να σταλούν στον Κ. στην Αίγυπτο, ποσό που του έδωσε για το σκοπό αυτό ο H. στις 18.4.14 και τότε πληροφορήθηκε τη πτήση του Κ. από Κάϊρο στην Κύπρο.

 

      Το Κακουργιοδικείο εξέτασε με σχολαστικότητα την ενώπιον του μαρτυρία - όπως αυτή σκιαγραφήθηκε πιο πάνω - κρίνοντας όλους τους ΜΚ αξιόπιστους και απορρίπτοντας ως πλήρως αναξιόπιστη την (ένορκη) μαρτυρία του εφεσείοντα[4] και  ως καθόλου πειστική την ανώμοτη δήλωση του Α..  Ειδικά, σ΄ ό,τι αφορά τη μαρτυρία του Ζ., η οποία αποτέλεσε και τη βάση για καταδίκη του εφεσείοντα, αυτή προσεγγίστηκε με τη μέγιστη προσοχή και επιφύλαξη εφόσον προερχόταν από συνεργό που κατά τεκμήριο - όπως υπενθύμισε το Κακουργιοδικείο - τέτοιοι μάρτυρες θεωρούνται σπιλωμένοι.  Μεταφέρουμε επί τούτου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση.

 

    «Θεωρούμε κατάλληλο το στάδιο να υπομνήσουμε τα περί της μεγίστης αναγκαιότητας για προσεκτική εκτίμηση της μαρτυρίας του συνεργού Ρ. Ζ. (ΜΚ2). Αυτουπενθυμιστήκαμε και αυτοκαθοδηγηθήκαμε πως η διεργασία απόφανσης περί της αξιοπιστίας των συνεργών-μαρτύρων πρέπει να γίνεται με την αναγκαία και ύψιστη επιφύλαξη, περίσκεψη και προσοχή και πως μάρτυρες όπως ο Ρ.Ζ. (ΜΚ2), θεωρούνται κατά τεκμήριο ως σπιλωμένοι (βλ. V Gattie και Μ Krishnamachariar, Wills' Principles of Circumstantial Evidence, Butterworth & Co, 7η Έκδ., 1937, σελ. 29), με τη μαρτυρία τους να υπόκειται σε επηρεασμό από τη σχέση τους με το έγκλημα, με επακόλουθο να είναι επίφοβο για το Δικαστήριο να βασίζεται επί αυτής και να καταδικάζει δίχως ενισχυτική μαρτυρία (βλ. κατ' αναλογίαν, Petrosyan ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 90, 96-97, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και Άλλων ν Δημοκρατίας (Αρ 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 653-660, Ευαγγέλου ν Αστυνομίας (Αρ 1) (1999) 2 ΑΑΔ 24, 33-41, Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκης (1993) 2 ΑΑΔ 231, 247-249 και Zacharia ν The Republic (1962) CLR 52, 60-64).

     Αναζητήσαμε ενισχυτική μαρτυρία εκείνης του συνεργού Ρ. Ζ. -(ΜΚ2), έχοντας πάντοτε κατά νουν τα όσα προγενεστέρως αναφέραμε και αναπτύξαμε ως προς τον τρόπο αντίκρισης τέτοιας μαρτυρίας.

 

     Εν προκειμένω και αφού ξεψαχνίσαμε την ενώπιον μας αξιόπιστη μαρτυρία, καταλήξαμε πως καμιά εκδήλωση της δεν πληροί τις αυστηρές νομολογιακές προϋποθέσεις για κατάταξη της ως ενισχυτικής.

 

     Τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που κατατέθηκαν στη δίκη (βλ. Τεκμήρια 20-23) - εκτός όπου αποτέλεσαν κοινό έδαφος και επεξηγήθηκαν κατά τη μαρτυρία - δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν εδώ σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα, ενόψει απουσίας ικανής και εξειδικευμένης μαρτυρίας που να τα εξηγεί και αποσαφηνίζει.

 

 

     Το προκύπτον ερώτημα είναι εάν, δεδομένης της απουσίας ενισχυτικής μαρτυρίας, είμαστε διατεθειμένοι να βασιστούμε στη μαρτυρία του Ρ. Ζ. (ΜΚ2), ώστε να καταλήξουμε στα ευρήματα μας (βλ. Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και Άλλων ν Δημοκρατίας (Αρ 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 657-658, Ιωάννου ν Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 14, 19-20).

 

 

     Αφού εξετάσαμε το περιεχόμενο της μαρτυρίας του Ρ. Ζ. (ΜΚ2) - χωρίς υποβιβασμό της σημασίας των υπολοίπων αξιόπιστων μαρτύρων - και έχοντας αδιαλείπτως στη σκέψη τις συζητούμενες αρχές και αυτοπροειδοποιήσεις, αξιολογώντας ατομικώς και συνολικώς τη μαρτυρία του σε αντιπαραβολή εκείνης των άλλων αξιόπιστων μαρτύρων και του υπόλοιπου μαρτυρικού υλικού και σημειώνοντας την πολύ καλή εντύπωση που μας δημιούργησε κατά τη μαρτυρία του (και προπαντός τη δύναμη και εμβέλεια της), καταλήξαμε πως μπορούμε να βασιστούμε σε αυτή χωρίς ενίσχυση, με απόλυτη ασφάλεια.

 

 

     Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία και εκδοχή του Ρ. Ζ. (ΜΚ2), ως αξιόπιστη.»

 

      

 

       Aποδεχόμενο τη μαρτυρία του Ζ., το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε ανάλογα ευρήματα τα οποία αποτέλεσαν και την πραγματική βάση για καταδίκη του εφεσείοντα.

 

      Ο εφεσείων, όπως σημειώνεται στην αρχή της παρούσας, προσβάλλει την καταδίκη του για 11 Λόγους Έφεσης.  Απ΄ αυτούς οι έξι (Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3, 8, 11 και 12) έχουν στο στόχαστρο τους την αποδοχή της μαρτυρίας του Ζ. ως αξιόπιστης, οι δύο (Λόγοι Έφεσης 4 και 5) «ενδιάμεση απόφαση» του Κακουργιοδικείου που επέτρεψε την προσαγωγή της μαρτυρίας του ΜΚ4 ως και το εύρημά του για την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα, άλλοι δύο (Λόγοι Έφεσης 6 και 7) το ανακριτικό έργο και ένας (Λόγος Έφεσης 10) την απόρριψη ως μη πειστικής της ανώμοτης δήλωσης του Α. και ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.

 

      Αναφορικά με τους Λόγους Έφεσης 1, 2, 3, 8, 11 και 12 που έχουν στο στόχαστρο τους την αποδοχή της μαρτυρίας του Ζ., διατυπώνονται από τον εφεσείοντα (βασικά) τρία παράπονα.

 

      Το πρώτο ότι η καταδίκη του ήταν προϊόν αθέμιτης συναλλαγής και παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, κάτι που αποδεικνύεται αφενός από το γεγονός ότι ενώ ο Ζ. καταδικάστηκε στις 8.8.2014 σε 11 χρόνια φυλάκιση, εντούτοις αποφυλακίστηκε με προεδρική χάρη (Άρθρο 53 του Συντάγματος ) 20 περίπου μήνες μετά (στις 31.3.2016) και αφετέρου από το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν αποκάλυψε στην Υπεράσπιση όλα τα ανταλλάγματα που εξασφάλισε ο Ζ. μέσω του δικηγόρου του για να καταθέσει εναντίον του.  Το μόνο αντάλλαγμα, προβάλλεται, που αποκάλυψε στην Υπεράσπιση η Κατηγορούσα Αρχή ήταν η ικανοποίηση - πριν ο Ζ. καταθέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου - αιτήματος του για μετάβαση του στο εξωτερικό όπου μετέβη μετά την κατάθεση του.  Είχε επομένως κίνητρο ο Ζ. να καταθέσει εναντίον του, το οποίο συνίστατο στην προσδοκία για σύντομη αποφυλάκιση και η μαρτυρία του, σωρευτικά και αντικειμενικά κρινόμενη ήταν μολυσμένη και ως τέτοια δημιουργούσε κάτι πολύ περισσότερο από απλή αμφιβολία ως προς το αξιόπιστό της.

 

      Το δεύτερο, ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας του λόγω της προκατάληψης που δημιουργήθηκε στο μυαλό του Κακουργιοδικείου με την αποδοχή του μέρους της μαρτυρίας του Ζ. ότι ο εφεσείων, πριν φυλακιστεί το 2006, τον προμήθευε με κοκαΐνη.  Για τέτοιο όμως αδίκημα ποτέ δεν κατηγορήθηκε και η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι  διέγραψε από το μυαλό του την σχετική αναφορά του Ζ. είναι ασύμβατη με το σχετικό εύρημα του.  Συνεπώς δικαιολογείται ακύρωση της καταδίκης και εκ του λόγου αυτού,  ο οποίος παραβιάζει τη συνταγματική επιταγή του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

 

      Το τρίτο, η καταδίκη του ήταν προϊόν ατελούς και/ή εσφαλμένης και/ή πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του Ζ..   Τούτο γιατί η μαρτυρία του αποκαλύπτει παρανοϊκά στοιχεία.  Όπως οι ισχυρισμοί που προέβαλε κατά την αντεξέταση του ότι δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα και άδικα καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής σε 11 χρόνια φυλάκιση, ότι είχε τρόπο να διαγράψει τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που διατηρούσε η ΑΤΗΚ και ότι για την επίδικη υπόθεση είχε αναλάβει μόνο να βρει κάποιο πρόσωπο να μεταβεί το εξωτερικό και όταν το βρήκε αποσύρθηκε εντελώς από το εγκληματικό σχέδιο, μαρτυρία που ήταν αντίθετη με τα παραδεκτά γεγονότα.  Επεσήμανε επίσης ότι όταν συνελήφθη ο Κ., η αστυνομία του αγόρασε νέα κάρτα τηλεφώνου και χρησιμοποιώντας τη νέα αυτή κάρτα τηλεφώνησε στον τούρκικο αριθμό και ο κάτοχος του αριθμού αυτού είπε στον Κ. πως θα τον καλούσε πίσω.  Παρεμβάλλουμε στο σημείο αυτό ότι η αστυνομία είχε εντοπίσει στην κατοχή του Κ. σημείωμα με τον υπό αναφορά τούρκικο αριθμό (Τεκμ.24), το οποίο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ζ. του το είχε δώσει αυτός πριν το ταξίδι για να τον χρησιμοποιήσει στην περίπτωση που ήταν απαραίτητο σε σχέση με την εισαγωγή των ναρκωτικών.  Επανερχόμενοι στην επιχειρηματολογία του κ. Πουργουρίδη, σημειώνεται πως τόνισε ότι σε λίγο ο Ζ. κάλεσε πίσω τον Κ. στον οποίο είπε ότι εκείνο το βράδυ θα του έδινε μόνο €1.000, κάτι που παραδέχτηκε και ο Ζ. με τη μαρτυρία του.  Κατά συνέπεια κάτοχος του τούρκικου αριθμού δεν  ήταν ο εφεσείων  και οι επί του θέματος ισχυρισμοί του Ζ. δεν επιβεβαιώνονται από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.

 

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές,  απέρριψε τις θέσεις του εφεσείοντα.  Προς τούτο τόνισε ότι ο Ζ. ήταν προστατευόμενος μάρτυρας, κάτι που εξαρχής γνώριζε η Υπεράσπιση και ορθώς το Κακουργιοδικείο απεφάνθη ότι δεν διαπίστωσε την παροχή οποιουδήποτε αθέμιτου ανταλλάγματος ή υπόσχεσης προς τον Ζ. προκειμένου να μην πει την αλήθεια.  Οι λόγοι δε για τους οποίους ο Ζ. αποφυλακίστηκε με προεδρική χάρη, δεν μπορούν να ελεγχθούν από το Δικαστήριο (Ιωάννου ν. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 ΑΑΔ 267) και σ΄ ό,τι αφορά τα περαιτέρω παράπονα του εφεσείοντα παρέπεμψε στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία ορθώς τα απέρριψε.

 

      Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας.  Καταλήξαμε ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντα δεν ευσταθούν και οι υπό εξέταση λόγοι έφεσης είναι καταδικασμένοι σε απόρριψη.  Προς τούτου είναι αρκετό να επισημάνουμε τα ακόλουθα:

 

      Οι λόγοι για τους οποίους ο Ζ. ευεργετήθηκε με προεδρική χάρη κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα (Άρθρο 53.4 του Συντάγματος), δεν ελέγχονται δικαστικά (Ιωάννου, ανωτέρω).  Το ουσιώδες όμως δεν είναι ότι επειδή έτυχε του ευεργετήματος αυτού, η μαρτυρία του Ζ. αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι όντως ήταν  μολυσμένη.  Το ουσιώδες είναι ότι ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό, το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του ως μαρτυρία συνεργού η οποία κατά τεκμήριο ήταν μολυσμένη και καθοδηγούμενο από την ισχύουσα επί του θέματος νομολογία κατέληξε ότι θα μπορούσε να βασισθεί σ΄ αυτή για καταδίκη χωρίς ενίσχυση.  Πρόκειται για δεδομένη δυνατότητα που είχε το Κακουργιοδικείο, αφού βεβαίως αυτοπροειδοποιήθηκε ως όφειλε για τους ελλοχεύοντες κινδύνους για καταδίκη χωρίς ενίσχυση (βλ. και πρόσφατη απόφαση Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 175/2016 ημερ. 23.11.2018).  Eνόψει αυτού, μόνο στην περίπτωση που η μαρτυρία του Ζ. ήταν προϊόν αθέμιτης συναλλαγής θα υπήρχε, ενδεχομένως, δυνατότητα επέμβασης από το Εφετείο.  Όμως το Κακουργιοδικείο, παρόλο που ξεψάχνισε την ενώπιον του μαρτυρία, δεν εντόπισε οτιδήποτε «ικανό να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενθάρρυνσης από μέρους της Αστυνομίας προς τον μάρτυρα να πει οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια που ο ίδιος γνώριζε. Τούτο είναι το κριτήριο και όχι το γεγονός ότι ο Ρ. Ζ. (ΜΚ2), κατέθεσε ως προστατευόμενος μάρτυς δυνάμει των διατάξεων του Περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου 95(l)/01. O, τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο - όπως υπέδειξε το Εφετείο στην κατ' αναλογίαν σχετική, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και Άλλων ν Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) 2 AAA 628, 652 (μια και τούτη αποφασίστηκε πριν από τη θέσπιση του Περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου 95(Ι)/01) - είναι η παρότρυνση με υποσχέσεις και ανταλλάγματα προς μάρτυρες (όπως ο Ρ. Ζ.[ΜΚ2]), να πουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια, ή να παραποιήσουν τη μαρτυρία τους προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπιμοτήτων. Δεν διαπιστώσαμε την παροχή οιουδήποτε  αθέμιτου ανταλλάγματος  ή  υπόσχεσης προς τον μάρτυρα προκειμένου να μην πει την αλήθεια, πέραν του γεγονότος ασφαλώς ότι αυτός εντάχθηκε (προφανώς μετά από απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας), στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και συνεργατών της δικαιοσύνης,   ως  ορίζει  το  περί  ου  ο  λόγος  νομοθέτημα».

 

      Συμφωνούμε απολύτως με τον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του Ζ., ως ανωτέρω.  Όντως το κριτήριο στη βάση του οποίου θα έπρεπε να προσεγγιστεί η μαρτυρία του Ζ. είναι ως το έθεσε το Κακουργιοδικείο, καθοδηγούμενο προς τούτο από τη νομολογία που παρέθεσε.  Από τη στιγμή δε που η ενώπιον του μαρτυρία δεν αποκάλυψε ότι η μαρτυρία του (συνεργού) Ζ. ήταν προϊόν αθέμιτου ανταλλάγματος, επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση στην οποία προέβη δεν είναι επιτρεπτή εφόσον δεν εντοπίσαμε ότι επί τούτου το Κακουργιοδικείο κατάληξε σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν έβρισκαν έρεισμα στη μαρτυρία που είχε ενώπιον του (βλ. πρόσφατη απόφαση στην Χ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 177/2017 ημερ. 20.12.18, ECLI:CY:AD:2018:B550).  Συμπεράσματα, τα οποία δεν μπορούν να κλονιστούν από τα (επουσιώδη) «ψεγάδια» που εντόπισε ο ευπαίδευτος συνήγορος στη μαρτυρία του, εφόσον αυτά δεν μπορούν να κριθούν ότι έπλητταν καίρια την ουσία της μαρτυρίας βάσει της οποίας είχε εμπλέξει στην υπόθεση τον εφεσείοντα ως τον εγκέφαλο εισαγωγής των ναρκωτικών στη Δημοκρατία.  Σ΄ ό,τι δε αφορά το παράπονο του εφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας  του, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι το σχετικό εύρημα του Κακουργιοδικείου δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη εφόσον, το Κακουργιοδικείο, διέγραψε για σκοπούς καταδίκης από το μυαλό του την πολύχρονη καταδίκη του σε σοβαρή υπόθεση ναρκωτικών, την οποία ο ίδιος είχε παραδεχθεί.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, οι Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3, 8, 11 και 12 απορρίπτονται.

 

      Ακολουθεί η εξέταση των Λόγων Έφεσης 4 και 5, με τους οποίους αφενός προσβάλλεται η «ενδιάμεση απόφαση»  του Κακουργιοδικείου να επιτρέψει την προσαγωγή μαρτυρίας του Υποδιοικητή της Υ.ΚΑ.Ν. και αφετέρου να κρίνει τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.

 

      Να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι επί του προκειμένου δεν υπήρξε «ενδιάμεση απόφαση» του Κακουργιοδικείου.  Το Κακουργιοδικείο απλώς αποδέχθηκε το σχετικό αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής δυνάμει του άρθρου 111 της Ποινικής Δικονομίας, το οποίο δεν προσέκρουσε σε ένσταση της Υπεράσπισης η οποία απλώς εξέφρασε ανησυχίες για το τι θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας του (βλ. ανωτέρω σελ. 9).  Κατά συνέπεια ο σχετικός Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται ως στερούμενος ερείσματος.

 

      Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του κ. Πουργουρίδη, σ΄ ό,τι αφορά το εύρημα του Κακουργιοδικείου περί της αξιοπιστίας του Υποδιοικητή της Υ.ΚΑ.Ν., βρίσκονται δύο εισηγήσεις.  Η πρώτη ότι η μαρτυρία του είχε κριθεί στο παρελθόν από άλλο Κακουργιοδικείο αναξιόπιστη και, η δεύτερη, ουδείς από τους ΜΚ ανάφερε πως ήταν καν παρών σε οποιοδήποτε στάδιο της επιχείρησης ή ότι ήταν υπεύθυνος της επιχείρησης.  Αντίθετα στη βάση των παραδεκτών γεγονότων επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο Υπαστυνόμος Π. και επομένως, σύμφωνα με τον κ. Πουργουρίδη, η μαρτυρία του υπό αναφορά μάρτυρα έγινε πλημμελώς αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο.

 

      Επί των πιο πάνω δύο εισηγήσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης δεν άρθρωσε αντίλογο αλλά περιορίστηκε απλώς στο να υποστηρίξει την ορθότητα του Κακουργιοδικείου να επιτρέψει την προσαγωγή της πιο πάνω μαρτυρίας.

 

      Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση επί του ζητήματος υπό το πρίσμα  αφενός των παραδεκτών γεγονότων που νομότυπα δηλώθηκαν και εγκρίθηκαν από το Κακουργιοδικείο και αφετέρου της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας.   Να επισημάνουμε καταρχάς ότι το πρώτο σκέλος του παραπόνου του εφεσείοντα παραπέμπει στην υπόθεση 770/2012 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας όπου, μετά από διαδικασία δίκης εντός δίκης στην οποία κατέθεσε ο Υποδιοικητής της Υ.ΚΑ.Ν., το Κακουργιοδικείο παρατήρησε πως «η μαρτυρία του όχι μόνο δεν μας έκανε και την καλύτερη εντύπωση, αλλά μας προβλημάτισε».  Και αυτό, με αιτία φράσεις που χρησιμοποίησε ο μάρτυρας ότι: «όταν οι αστυνομικοί της Υ.ΚΑ.Ν. άκουγαν για επιχείρηση ναρκωτικών μαλλώνουν να λάβουν μέρος» και «ότι κατά τη διάρκεια του action τους καταλαμβάνει μανία» (σελ. 161 και 162 των πρακτικών).

 

      Είναι νομίζουμε σαφές από τα πιο πάνω ότι το (τότε) Κακουργιοδικείο  δεν έκρινε το μάρτυρα αναξιόπιστο, αλλά απλώς έψεξε τις υπό αναφορά ατυχείς φράσεις οι οποίες έκδηλα δεν αναμένονταν να προέρχονταν από το μάρτυρα.  Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι ένα Δικαστήριο κρίνει αναξιόπιστη μια μαρτυρία που προέρχεται από συγκεκριμένο μάρτυρα δεν σημαίνει ότι τον στιγματίζει μόνιμα ως αναξιόπιστο και ως εκ τούτου η οποιαδήποτε μεταγενέστερη μαρτυρία του είναι a priori αναξιόπιστη.  Έπεται ότι το σχετικό παράπονο απορρίπτεται.

 

      Διαφορετικά όμως είναι τα πράγματα σε σχέση με το δεύτερο σκέλος του παραπόνου.  Τούτο γιατί ο Υποδιοικητής της Υ.ΚΑ.Ν. δεν είχε δώσει κατάθεση για την υπόθεση και ούτε σημείωσε οτιδήποτε για την ανάμειξη του στην επιχείρηση στο ημερολόγιο ενεργείας[5] και, περαιτέρω, ουδείς από τους ΜΚ - συμπεριλαμβανομένου και του Ζ. - έκανε οποιαδήποτε αναφορά στο άτομό του ή τον  τοποθέτησε στο σκηνικό της όλης επιχείρησης.  Αντίθετα, βάσει των παραδεκτών γεγονότων και συγκεκριμένα βάσει των καταθέσεων των αστυνομικών της Υ.ΚΑ.Ν. Ζ., Θ. και Ι., υπεύθυνος της επιχείρησης ήταν ο Υπαστυνόμος Π. και όχι αυτός (Τεκμ. 34, 35 και 36 αντίστοιχα).  Επομένως το σχετικό εύρημα του Κακουργιοδικείου όχι μόνο δεν υποστηριζόταν από την ενώπιον του μαρτυρία, αλλά αντιστρατευόταν και τα δηλωθέντα ως παραδεκτά γεγονότα.  Έπεται πως στη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα δεν έπρεπε να δοθεί οποιαδήποτε σημασία και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η μαρτυρία του, η οποία έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη, έχει επιπτώσεις στην καταδίκη του εφεσείοντα.  Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι αρνητική.  Η καταδίκη του εφεσείοντα βασίστηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία του Ζ., την οποία το Κακουργιοδικείο - και ορθώς - χαρακτήρισε ως «το δεσμείν και λύειν της υπόθεσης» (σελ. 13 της πρωτόδικης απόφασης) και επ΄ αυτού συμφωνεί και ο κ. Πουργουργίδης.  Όπως δε προκύπτει από την απόφασή του Κακουργιοδικείου, η μαρτυρία του Υποδιοικητή της Υ.ΚΑ.Ν. δεν πρόσθεσε ή αφαίρεσε οτιδήποτε το ουσιαστικό και επομένως ναι μεν ο Λόγος Έφεσης 5 ευσταθεί αλλά τούτο ουδεμία επίπτωση έχει στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.

 

      Παρέμειναν οι Λόγοι Έφεσης 6, 7 και 10, οι οποίοι προωθήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα με λιτή και σύντομη επιχειρηματολογία.  Συγκεκριμένα πρόβαλε πως:-

 

1.   Επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη καθότι δεν ευρέθη κινητό τηλέφωνο ή τούρκικη κάρτα από την έρευνα που έγινε στο κελί του μετά τη σύλληψη του Ζ. και, περαιτέρω, ήταν τεχνολογικά αδύνατο γι΄ αυτόν να διενεργήσει κλήσεις μέσω κινητού εφόσον ακριβώς πάνω από το κελί του υπήρχε σύστημα απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων.  Επομένως, εισηγήθηκε, η μαρτυρία του Ζ. για την εμπλοκή του εφεσείοντα στην υπόθεση ήταν ψευδής και κατασκευασμένη.

 

2.   Τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του Κ. δεν αποκάλυψαν κλήση προς τον τούρκικο αριθμό τηλεφώνου και για τη σχετική κλήση του Κ. - με την νέα κάρτα που του αγόρασε η αστυνομία - οι ανακριτές δεν προέβηκαν σε ενέργειες προς εντοπισμό του προσώπου προς τον οποίο τηλεφώνησε ο Κ., λαμβανομένου υπόψη ότι η σχετική κλήση είχε διαγραφεί από τη μνήμη του κινητού του και

 

 

3.   Η απόρριψη της ανώμοτης δήλωσης του Α. και της ένορκης μαρτυρίας του εφεσείοντα ήταν προϊόν πλημμελούς αξιολόγησης των λεχθέντων τους.  Τούτο γιατί τα λεχθέντα από αμφότερους επιβεβαιώνονται πλήρως από την πραγματική μαρτυρία, την οποία το Κακουργιοδικείο αγνόησε στο στάδιο της αξιολόγησης.  Δηλαδή, ενώ ο Ζ. ισχυρίστηκε πως το αεροπορικό εισιτήριο (Τεκμ.24) με το οποίο ταξίδεψε ο Κ. αγοράστηκε στη Λεμεσό, στο ίδιο το εισιτήριο υπήρχε καταγραφή ότι αγοράστηκε στη Λευκωσία.  Το ίδιο ισχύει και σ΄ ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του Ζ. ότι το βράδυ της 19.4.2014 του τηλεφώνησε πρώτος ο Α., ενώ τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα αποδείκνυαν ότι αυτός ήταν που τηλεφώνησε πρώτος.

 

      Οι αιτιάσεις του εφεσείοντα, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, δεν ευσταθούν.  Επί τούτου (α) παρέπεμψε στη σελ. 23 της πρωτόδικης απόφασης όπου το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΚ7 σύμφωνα με την οποία στις Κεντρικές Φυλακές δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σύστημα απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων και συνεπώς ο εφεσείων είχε τη δυνατότητα παράνομης χρήσης κινητού τηλεφώνου, (β) πρόβαλε πως ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι υπήρξε επέμβαση στη μνήμη του κινητού του Κ. δεν στηρίζεται στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου όπου το μόνο  που υπέβαλε ο εφεσείων στον ΜΚ5 ήταν ότι κάποιος επενέβη στο κινητό του Κ., με τον ΜΚ8 να απαντά ότι αυτό δεν μπορεί να το ξέρει ο ίδιος και (γ) οι ισχυρισμοί ότι η μαρτυρία του Ζ. αντιστρατεύεται την πραγματική μαρτυρία στα υποδειχθέντα δύο σημεία, δεν είναι ικανοί να ανατρέψουν την αξιοπιστία του ως ισχυρίζεται ο εφεσείων.

 

      Εξετάσαμε και τα υπό αναφορά παράπονα του εφεσείοντα.  Καταλήξαμε ότι:-

1.   Το παράπονο του ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη δεν ευσταθεί καθότι όπως ορθώς έκρινε το Κακουργιοδικείο «. το γεγονός ότι στις Κεντρικές Φυλακές υπάρχει εγκατεστημένο σύστημα απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων, δεν ακυρώνει εκ προοιμίου και εξ ορισμού την πιθανότητα χρήσης (και κατά λογική συνέπεια κατοχής) κινητών τηλεφώνων στο εν λόγω ίδρυμα και σαφής επί του σημείου ήταν η μαρτυρία του Μ. Π. (ΜΚ7), για να μην αναφερθούμε και στο περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 26.3.15, από το Τμήμα Φυλακών-Τεκμήριο 66 (την οποία μάλιστα κατέθεσε ο κατηγορούμενος 4, κατά την κυρίως εξέταση του), όπου δηλώνεται πως (στις Κεντρικές Φυλακές) «... δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σύστημα απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων και συνεπώς είναι δυνατή η παράνομη χρήση κινητού τηλεφώνου». Υπενθυμίζεται, για ό,τι αξίζει (επί του ζητήματος της κατοχής κινητών τηλεφώνων στις Κεντρικές Φυλακές), πως (κατά παραδεκτό γεγονός), στις 16.3.13, σε έρευνα που είχε διενεργηθεί στο κελί του κατηγορούμενου 4, ανευρέθηκε στην κατοχή του τελευταίου ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας NOKIA και μια κάρτα κινητού τηλεφώνου «... τουρκικής μάρκας tel sim ...», με αποτέλεσμα τούτος να κατηγορηθεί ενώπιον του Διευθυντή του Τμήματος Φυλακών/Πειθαρχικού Συμβουλίου (ως το Κατηγορητήριο-Τεκμήριο 48). Εν πάση περιπτώσει, η θέση του Ρ. Ζ. (ΜΚ2), ότι επικοινωνούσε πράγματι με τον κατηγορούμενο 4 στον υπό αναφορά τούρκικο αριθμό κινητού τηλεφώνου, υπήρξε σταθερά σε όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του, με αυτά που υπέδειξε ο κ. Πουργουρίδης στην αγόρευση του, να μην μπορούν να οδηγήσουν αντικειμενικώς σε άλλη απόληξη. Συνυφασμένο με το ζήτημα του τουρκικού αριθμού κινητού τηλεφώνου είναι και το γεγονός πως η θέση της Υπεράσπισης ότι ο αριθμός αυτός ανήκε σε κάποιον «H (που μπορούσε να προμηθεύει τον κατηγορούμενο 4 με φθηνά ποτά και καπνικά προϊόντα από τα κατεχόμενα) και ότι, ο υπό αναφορά «H, είχε μαζί με τον Ρ. Ζ. (ΜΚ2) επαφές με τον κατηγορούμενο 3 στο υποστατικό του τελευταίου στη xxx, δεν τέθηκε στον Ρ. Ζ. (ΜΚ2) κατά την αντεξέταση έτσι ώστε να μπορεί να τοποθετηθεί συναφώς. Δεν μπορεί πάντως παρά να σημειωθεί το γεγονός ότι ο Ρ. Ζ. (ΜΚ2), μηδέποτε παραδέχθηκε κατά τη μαρτυρία του πως είχε οποιονδήποτε συνεργάτη κατά τη διάπραξη των επίδικων εγκλημάτων, πέραν του Χ. Κ. και των κατηγορουμένων».

 

2.   Το παράπονο του ότι οι ανακριτές δεν προέβησαν σε ενέργειες προς εντοπισμό του προσώπου προς το οποίο τηλεφώνησε ο Κ., επίσης δεν ευσταθεί εφόσον αφενός για τον κάτοχο του τούρκικου αριθμού η αστυνομία είχε τη μαρτυρία του Ζ. -  η οποία κρίθηκε αξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο - και αφετέρου ερεύνησε και το κελί του εφεσείοντα στο οποίο εντόπισε, στις 3.5.14, το μισοσχισμένο χαρτί (τεκμ. 17) με καταγεγραμμένο σ΄ αυτό τον τούρκικο αριθμό και οι ισχυρισμοί τόσο του εφεσείοντα όσο και του Κ. ότι ο αριθμός αυτός ανήκε σε κάποιο «H.» απορρίφθηκαν από το Κακουργιοδικείο ότι δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.  Και αυτό στη βάση ισχυρής και άτρωτης αιτιολόγησης και

 

 

3.   Τα δύο «ψεγάδια» που εντοπίστηκαν στη μαρτυρία του Ζ., έκδηλα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση του Εφετείου στο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι η μαρτυρία του Ζ. ήταν καθόλα αξιόπιστη σ΄ ό,τι αφορά τόσο το ρόλο του Α. όσο και του εφεσείοντα στην παράνομη εισαγωγή των ναρκωτικών στην Κύπρο. 

 

 

      Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                             Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                             Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                             Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ  , Δ.

 

 

 

 

/κβπ 



[1]  Οι υπ΄ αρ. 9 και 13 Λόγοι Έφεσης απορρίφθηκαν ως αποσυρθέντες κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.

[2]  Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης, ο εφεσείων καταδικάστηκε στις 1.2.2007 σε 20 χρόνια φυλάκιση στην ποινική υπόθεση 10154/2006.

 

[3] Ο Σ. απεβίωσε στις 4.6.2013 λόγω λήψης ναρκωτικών.

[4] Το Κακουργιοδικείο διέγραψε από το μυαλό του την παραδοχή του περί ύπαρξης προηγούμενης καταδίκης του για ναρκωτικά, κατ΄ αναλογία των όσων επισημάνθηκαν στις R v P (1991) 3 All ER 337, R v Bond (1904-7) All ER Rep 24, R v X (2012) EWCA Crim 2276, R v McLeod (1994) 3 All ER 254, Liatsos v The Police (1968) 2 CLR 15, 21-23.

[5] Η απουσία καταγραφής, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, δεν μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει σε συμπέρασμα αναξιοπιστίας του μάρτυρα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο