ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B4
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 176/2018
(Σχ. με 202/18)
11 Ιανουαρίου 2019
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]
xxx ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 202/2018
(Σχ. με 176/18)
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
xxx ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
Εφεσίβλητου
---------------
M. Ιωάννου, για τον εφεσείοντα στην 176/18, εφεσίβλητο στην 202/18.
Αριστείδης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσείουσα στην 202/18, εφεσίβλητη στην 176/18.
---------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ποινική Έφεση Αρ. 176/2018
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας στην ποινική έφεση 176/2018, καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού μετά από ακρόαση, για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και ειδικότερα για το ότι στις 14.10.2015 στην xxx της Επαρχίας xxx, παράνομα επέφερε τον θάνατο του υιού του, xxx Θεμιστοκλέους, ηλικίας 20 ετών.
Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής, που είχε ως κορμό τη μαρτυρία του άλλου υιού του εφεσείοντα, του xxx xxx (Μ.Κ.23). Η ουσία της μαρτυρίας του Μ.Κ.23 ήταν πως ο εφεσείοντας, στην αυλή της οικίας τους, είχε πυροβολήσει το θύμα με πυροβόλο όπλο ΔΟΚΟ εξ επαφής. Είχε προηγηθεί συζήτηση μεταξύ εφεσείοντος και θύματος σε σχέση με άρνηση του θύματος να δώσει στον εφεσείοντα τα κλειδιά ενός οχήματος του τελευταίου. Η συζήτηση έλαβε χώρα ενώ το θύμα ήταν στο δωμάτιό του που βρίσκεται στην αυλή της οικίας και ο εφεσείοντας ήταν έξω από το δωμάτιο. Αμέσως μετά τη συζήτηση ο εφεσείοντας μπήκε στο δικό του υπνοδωμάτιό, στην κύρια οικία, από πόρτα που είχε πρόσβαση στην αυλή και βγαίνοντας έξω ξανά, μετά από δύο περίπου λεπτά, φώναξε δυνατά «Εννά κάμνετε ότι θέλετε; Εννά σε παίξω» και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του θύματος. Ο Μ.Κ.23 που εκείνη την ώρα καθόταν στο σαλόνι της μικρής τους οικίας και έτρωγε, αντιλαμβανόμενος ότι ο εφεσείοντας είχε πάρει από το υπνοδωμάτιό του το ΔΟΚΟ, έτρεξε πίσω του για να τον προλάβει. Έφτασε στην πόρτα της κουζίνας έχοντας θέα προς την αυλή. Τότε είδε τον εφεσείοντα να πυροβολεί εξ επαφής στην κοιλιά το θύμα το οποίο είχε στο μεταξύ εξέλθει του δωματίου του. Ο Μ.Κ.23 έτρεξε προς το μέρος του εφεσείοντα, ο οποίος του έδωσε την εντύπωση ότι θα πυροβολούσε για δεύτερη φορά το θύμα και ακολούθησε πάλη μεταξύ τους κατά την οποία ο εφεσείοντας πάτησε τη σκανδάλη για δεύτερη φορά πυροβολώντας στον αέρα, ενώ ο Μ.Κ.23 του άρπαξε το όπλο. Στην προαναφερθείσα «πάλη» ο Μ.Κ.23 κτύπησε με δύναμη τον εφεσείοντα με τον υποκόπανο του όπλου στην κεφαλή, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει πολύ σοβαρά. Μετά πέταξε το όπλο με δύναμη στο έδαφος και το όπλο έσπασε.
Από την άλλη, το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Η όλη του στάση ήταν ένα συνονθύλευμα αντιφατικών εκδοχών χωρίς έρεισμα σε μαρτυρία. Στην κατάθεσή του προς την αστυνομία επικαλείτο αφενός πλήρη απώλεια μνήμης λόγω των κτυπημάτων που δέχθηκε, αλλά «θυμόταν» αφετέρου ότι τα κτυπήματα τα δέχθηκε από τον Μ.Κ.23 και αλλού ότι είχε ακόμα δύο πρόσωπα που κρατούσαν τα δικά του κυνηγετικά και ο ένας τον κτυπούσε πάνω στην κεφαλή. Καταθέτοντας ενώπιον του Κακουργιοδικείου ανέφερε ότι άκουσε κάποιο να τον φωνάζει, βγήκε στην αυλή και αμέσως ο Μ.Κ.23 τον κτύπησε στην κεφαλή χωρίς να προηγηθεί οτιδήποτε άλλο, ενώ στη συνέχεια ανέφερε ότι δεν είδε τον Μ.Κ.23 να τον κτυπά, αλλά τον είδε από πάνω του μετά τα κτυπήματα. Αλλού ανέφερε ότι είδε τον Μ.Κ.23 μαζί με δύο άλλα πρόσωπα που κρατούσαν κυνηγετικά και ο Μ.Κ.23 τον κτύπησε στην κεφαλή. Όλες αυτές οι θέσεις δεν υποβλήθηκαν στον Μ.Κ.23 και, αντίθετα, έρχονται σε αντίθεση με την εκδοχή που του υποβλήθηκε ότι δηλαδή είχε προηγηθεί συμπλοκή μεταξύ του θύματος και του Μ.Κ.23 οπόταν ο εφεσείοντας προσπάθησε να τους χωρίσει και τότε, στα πλαίσια ατυχήματος, πυροβολήθηκε το θύμα. Τέτοια υποβολή δεν είχε κανένα έρεισμα στη μαρτυρία, όπως θα σχολιάσουμε κατωτέρω. Η σημασία της έγκειται στο ότι αποτελεί στοιχείο κρίσης της αξιοπιστίας του εφεσείοντα, εφόσον σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις, όπου ο δικηγόρος λειτουργεί στην παρουσία του πελάτη του, υπέχει θέση αντιπροσώπου του κατηγορούμενου. (Βλ. Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκκης v. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 171). Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να διαχωρίσει τη θέση του από εκείνη του δικηγόρου του (βλ. Πολυβίου v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 11) εφόσον η φωνή και ο λόγος του δικηγόρου είναι η φωνή και ο λόγος του κατηγορούμενου πελάτη του. (Βλ. Γαβριηλίδης v. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 405).
Αποδίδεται σφάλμα στο Κακουργιοδικείο, αναφορικά με την κρίση του να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ως αναξιόπιστη τη στιγμή που ιατροί μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, δεν απέκλεισαν τη θέση που τους ετίθετο ότι τα κτυπήματα στην κεφαλή δυνατό να του είχαν προκαλέσει αμνησία. Θα πρέπει κατ΄αρχάς να λεχθεί ότι δεν τέθηκε θέμα ανικανότητας του εφεσείοντα να παρακολουθήσει και να συμμετάσχει στη διαδικασία και ότι επέλεξε να δώσει μαρτυρία χωρίς να τεθεί τέτοιο ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, το Κακουργιοδικείο απλώς απέρριψε ως ψευδή την εκδοχή, ή μάλλον τις εκδοχές, που προέβαλε ο εφεσείοντας. Τέτοια απόρριψη, από μόνη της, δεν στοιχειοθετεί θετικά, ούτε υποστηρίζει την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής (R v. Strudwick and Merry (1994) 99 Cr.App.R. 326). Δεν προχώρησε το Κακουργιοδικείο να χρησιμοποιήσει τα ψεύδη ως ένδειξη επίγνωσης ενοχής και, συνεπακόλουθα, ως περιστατική μαρτυρία προς υποστήριξη (support) ή ενίσχυση (corroboration) άλλης μαρτυρίας, οπότε θα είχε σημασία το ηθελημένο της αναλήθειας ως ψεύδος και το ελατήριο και θα καθίστατο αναγκαία η ανάλογη προειδοποίηση (R. v. Lucas [1981] 2 All E.R. 1008, R. v. Goodway 98 Cr. App. R. 11, Παφίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172). Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα η απόρριψη της μαρτυρίας ενός κατηγορούμενου ως αναξιόπιστης δεν έχει άλλη σημασία παρά να επαναφέρει την υπόθεση στο κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει στο τέλος επαρκώς ισχυρή ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη (Kafalos v. The Queen 19 CLR 121). Όπως δε αναφέραμε, η ουσιώδης μαρτυρία για την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής ήταν εκείνη του Μ.Κ.23.
Η αξιοπιστία του Μ.Κ.23 προσεβλήθη με την έφεση κατά πρώτο και κύριο λόγο σε σχέση με τη μαρτυρία του υπαστυνόμου xxx xxx, Μ.Κ.19, υπεύθυνου της ανακριτικής ομάδας για τη διερεύνηση της υπόθεσης, τον οποίο το Κακουργιοδικείο έκρινε ως αξιόπιστο μάρτυρα. Προβάλλεται μετ' επιτάσεως από την υπεράσπιση ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.23 περί του ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του πυροβολισμού ανατρέπεται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.19, εφόσον ο Μ.Κ.19 είχε δεχθεί στη μαρτυρία του ότι την επόμενη ημέρα που είχε δώσει την κατάθεσή του ο Μ.Κ.23 είχε διευκρινίσει προς τον Μ.Κ.19 ότι κατά το χρόνο του συμβάντος, του πυροβολισμού, καθόταν στο σημείο Χ επί σκιαγραφήματος (τεκμήριο 43) όπου υπήρχε ένα μικρό τραπεζάκι και πάνω σε αυτό ένα πιάτο με φαγητό. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να είναι αυτόπτης μάρτυρας του πυροβολισμού έξω στην αυλή. Ο Μ.Κ.23 αντεξεταζόμενος αρνήθηκε ότι κατά το χρόνο του πρώτου πυροβολισμού δεν βρισκόταν στην πόρτα της κουζίνας αλλά καθόταν μέσα στο σαλόνι και έτρωγε και απέρριψε τη θέση ότι είχε αναφέρει κάτι τέτοιο στον Μ.Κ.19. Έχουμε μελετήσει τη σχετική αντεξέταση του Μ.Κ.19. Η έννοια των όσων ανέφερε ήταν ότι είχε ρωτήσει τον Μ.Κ.23 για κάποιες διευκρινίσεις ως προς ορισμένα σημεία επί του σχεδιαγραφήματος. Δεν είχε την έννοια, ούτε και ο Μ.Κ.19 μπορούσε με τον τρόπο που τέθηκαν οι ερωτήσεις στην αντεξέτασή του να έχει την αντίληψη ότι μετέφερε εκείνη τη στιγμή μια τόσο θεμελιακή αλλαγή στην εκδοχή του Μ.Κ.23. Είναι φανερό ότι απαντούσε σε σχέση με το σχεδιαγράφημα και ειδικότερα αναφορικά με το σημείο όπου έτρωγε, διευκρινίζοντας απλώς την εκδοχή του, όπως του ζητήθηκε και όχι ανατρέποντας την κατάθεσή του.
Μια δεύτερη πτυχή σε σχέση με την οποία επιχειρήθηκε να προσβληθεί η αξιοπιστία του Μ.Κ.23 ήταν οι δηλώσεις του Μ.Κ.23 προς το δημοσιογράφο xxx xxx (Μ.Υ.4), ο οποίος έλαβε τηλεφωνικώς συνέντευξη από το Μ.Κ.23 ένα βράδυ λίγες μέρες μετά το συμβάν. Στη συνέντευξη εκείνη, όπως δημοσιεύτηκε στο ShowTime-Cy, φαίνεται ο Μ.Κ.23 να είχε δηλώσει ότι: «Εγώ ήμουν στην κουζίνα και έτρωγα. Έγινε το κακό και μετά πήγα. Δεν υπήρξε λογομαχία. Μπήκε στο δωμάτιό του, παραμιλούσε και μέχρι να σκεφτώ το κακό άκουσα πυροβολισμό έτρεξα και προσπάθησα να του πάρω το όπλο.» Ενώ η εκδοχή του Μ.Κ.23 τόσο στις καταθέσεις του, όσο και ενώπιον του Κακουργιοδικείου είναι, ως άνω, ότι είχε προηγηθεί η συζήτηση για τα κλειδιά και ότι δεν είχε ακούσει τον πυροβολισμό για να τρέξει αλλά ότι κινήθηκε προς την έξοδο και είδε μπροστά του τον εφεσείοντα να πυροβολεί. Κατ΄αρχάς ο Μ.Υ.4 τον οποίο το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ως αξιόπιστο εξήγησε ότι υπέβαλλε από τηλεφώνου ερωτήσεις και κρατούσε μερικές σημειώσεις για στοιχεία που ο ίδιος θεωρούσε σημαντικά. Περαιτέρω, παραδέχθηκε ότι δεν ήταν απολύτως βέβαιος πως αυτά που είχε καταγράψει στο άρθρο ήταν αυτά που του είχε πει ο Μ.Κ.23. O τελευταίος δε, εξήγησε αντεξεταζόμενος, εμμένοντας στην εκδοχή του, ότι ήταν πολύ συγχυσμένος όταν έδιδε από τηλεφώνου τη συνέντευξη, εξήγηση την οποία το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε.
Αυτά τα δύο ζητήματα, σε σχέση με τον Μ.Κ.19 και τον Μ.Υ.4, τα είχε υπόψιν του το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συνεκτίμησε με τη σταθερή θετική εικόνα του Μ.Κ.23.
Το Κακουργιοδικείο δεν περιορίστηκε απλώς στην άμεση εντύπωσή του από πλευράς υποκειμενικής αντίληψής για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του Μ.Κ.23, αλλά την έθεσε υπό τη βάσανο των αντικειμενικών γεγονότων της υπόθεσης. Ουσιαστικό στοιχείο εν προκειμένω ορθά θεωρήθηκε το γεγονός πως ο πυροβολισμός ερίφθη από κυνηγετικό όπλο το οποίο ανήκε στον εφεσείοντα και βρισκόταν στην κατοχή του μαζί με τα φυσίγγια, όπως και ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του. Ειδικότερα, το όπλο βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο του εφεσείοντα, χώρο στον οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο μόνο ο εφεσείοντας είχε πρόσβαση και στον οποίο ο εφεσείοντας είχε εισέλθει και είχε εξέλθει αμέσως πριν το συμβάν. Ακολούθως η αστυνομία βρήκε πάνω στο κρεβάτι μια θήκη ΔΟΚΟ κενή, ενώ μέσα στο ερμάρι εντοπίστηκαν άλλα δύο ΔΟΚΟ του εφεσείοντα τοποθετημένα στις θήκες τους. Υπό το φως τέτοιας μαρτυρίας το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι ο μόνος που είχε πρόσβαση στο συγκεκριμένο όπλο κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν ο εφεσείοντας, δεν ήταν απλώς εύλογο, αλλά αναπόφευκτο. Άλλωστε, δεν υποβλήθηκε στον Μ.Κ.23 ότι είναι εκείνος που είχε μεταφέρει το όπλο από το δωμάτιο του εφεσείοντα στη σκηνή του συμβάντος, τη στιγμή που αναντίλεκτος παρέμεινε ο ισχυρισμός της γιαγιάς του θύματος και πεθεράς του δράστη xxx xxx (Μ.Κ.24), ότι δεν βρισκόταν καθ΄οιονδήποτε κρίσιμο χρόνο στο σπίτι οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Ανέφερε επίσης η Μ.Κ.24, της οποίας τη μαρτυρία αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με την έφεση, ότι η πόρτα του υπνοδωματίου του εφεσείοντα που επικοινωνούσε με το υπόλοιπο σπίτι ήταν κλειδωμένη. Αντεξεταζόμενη δε πρόσθεσε ότι είναι ο εφεσείοντας που κλείδωνε την πόρτα. Ανέφερε, επίσης, η Μ.Κ.24 ότι μετά τους πυροβολισμούς είναι τον Μ.Κ.23 που άκουσε να φωνάζει «Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια». Ό,τι υποβλήθηκε στο Μ.Κ.23 για την παρουσία του όπλου στη σκηνή ήταν πως δεν ήταν ο εφεσείοντας που μετέφερε έξω από το υπνοδωμάτιό του το όπλο, χωρίς όμως οποιοδήποτε έρεισμα στη μαρτυρία, η οποία, ως άνω, καταδεικνύει το αντίθετο.
Χωρίς έρεισμα επίσης ήταν, ως άνω και η περαιτέρω βασική υποβολή ότι είχε γίνει συμπλοκή μεταξύ των δύο αδελφών, ότι επενέβη ο εφεσείοντας να τους χωρίσει και «έγινε το κακό που έγινε». Με αυτό το γενικόλογο τρόπο τέθηκε η καίρια αυτή υποβολή, χωρίς αναφορά ούτε στο ποιος είχε μεταφέρει, ούτε στο ποιος κρατούσε το όπλο, μήτε στο ποιος είχε πυροβολήσει. Αυτό το «ενδεχόμενο» τέθηκε στη γενικότητά του από τον δρα xxx xxx που κλήθηκε από την υπεράσπιση ως εμπειρογνώμονας ιατροδικαστής, ιστοπαθολόγος και παθολογοανατόμος (Μ.Υ.5). Όπως όμως ορθά διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, η εισήγηση τέθηκε καθ΄υπέρβαση του ρόλου και της αρμοδιότητάς του και του καθήκοντος που είχε ο Μ.Υ.5, στα πλαίσια της ιατρικής του εξειδίκευσης και μόνο, να προμηθεύσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια ώστε το Δικαστήριο, ως ο μόνος κριτής των γεγονότων, να διαμορφώσει ασφαλή δικανική πεποίθηση για το τι είχε συμβεί. Εν πάση περιπτώσει η αναφορά του σε συμπλοκή μεταξύ των δύο αδελφών και στο ενδεχόμενο ατυχήματος ήταν μια αυθαίρετη εικασία που δεν υποστηρίχθηκε ούτε από αυτή τούτη τη μαρτυρία του εφεσείοντος. Το Κακουργιοδικείο παρέπεμψε σχετικά στα λεχθέντα στην υπόθεση Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706:
«Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική. Προς τούτο συνηγορούν οι υποθέσεις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104.»
Έχουμε ήδη αναφερθεί στις διαπιστώσεις μας οι οποίες αφορούν στην ουσία της υπόθεσης. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν παραβλέψαμε ένα μεγάλο αριθμό υποπαραγράφων που περιλήφθηκαν υπό τη μορφή αιτιολογίας των λόγων έφεσης 1 και 2 με τους οποίους προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του Μ.Κ.23.
Σ΄αυτά τα πλαίσια, τέθηκε, μεταξύ άλλων, το ζήτημα των πολύ σοβαρών τραυματισμών του εφεσείοντα, στο οποίο η Υπεράσπιση έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα πρωτοδίκως, ενώ, κατά την εισήγηση, ήταν η θέση του Μ.Κ.23 ότι τον κτύπησε μόνο μια φορά. Όπως υπέδειξε το Κακουργιοδικείο ο Μ.Κ.23 ουδέποτε προσπάθησε να αποκρύψει το γεγονός ότι είχε κτυπήσει τον εφεσείοντα στην κεφαλή με το όπλο και ότι του προκάλεσε σοβαρό τραυματισμό. Συνεπώς, κατέληξε ορθά το Κακουργιοδικείο, δεν είχε κανένα λόγο να πει ψέματα για τον αριθμό των κτυπημάτων που κατάφερε στον εφεσείοντα.
Μεγάλη σημασία δόθηκε σε σχέση με τη μαρτυρία του αρχιτέκτονα xxx xxx (Μ.Υ.2) που κλήθηκε να καταθέσει σε σχέση με την ορατότητα προς την αυλή που μπορούσε να έχει κάποιος ο οποίος καθόταν στο σημείο όπου καθόταν ο Μ.Κ.23. Δεν ήταν όμως η θέση του Μ.Κ.23 ότι είδε το συμβάν καθήμενος στο σημείο εκείνο. Και όμως γι΄αυτό το ζήτημα ο Μ.Υ.2 ετοίμασε και κατέθεσε μακέτα της σκηνής για να καταδειχθεί ότι κάποιος που καθόταν στον καναπέ στο εσωτερικό της οικίας δεν είχε ορατότητα προς τα έξω.
Προσβάλλεται επίσης ως λανθασμένη η αξιολόγηση επειδή τρεις μάρτυρες γείτονες του εφεσείοντα, οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι, ανέφεραν ότι δεν είδαν στη σκηνή όπλο όπως είχε αναφέρει και ο εφεσείοντας. Όμως η μαρτυρία του αστυνομικού λοχία Μ.Κ.3 ότι βρήκε στη σκηνή δίπλα από τη σωρό του θύματος ένα σπασμένο κυνηγετικό όπλο δεν αμφισβητήθηκε. Ούτε ήταν η γραμμή ποτέ της υπεράσπισης ότι δεν υπήρχε όπλο στη σκηνή, ούτε, εν πάση περιπτώσει, ήταν αυτή η μαρτυρία των εν λόγω τριών μαρτύρων κατηγορίας.
Με άλλο λόγο έφεσης εγείρεται ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε σημασία στο πώς προκλήθηκε συγκεκριμένο τραύμα στο δεξί χέρι του Μ.Κ.23 και κατά πόσο ήταν από την επαφή του με την κάννη ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία κατά την πάλη. Τούτο, κατά την Υπεράσπιση, έχει μεγάλη σημασία για την αξιοπιστία του Μ.Κ.23. Το Κακουργιοδικείο αφού σημείωσε πως δόθηκε μεγάλη σημασία σε ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα υπέδειξε ότι είχε προηγηθεί πάλη στα πλαίσια της οποίας ο Μ.Κ.23 απέσπασε τελικά το όπλο και με αυτό κτύπησε τον εφεσείοντα δυνατά στην κεφαλή. Όντως ήταν ήσσονος σημασίας υπό τέτοιες περιστάσεις εάν το τραύμα στο δεξί χέρι του Μ.Κ.23 ήταν έγκαυμα από επαφή με την κάννη ή εκχύμωση.
Με άλλο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία αριθμού μαρτύρων κατηγορίας χωρίς να την αξιολογήσει «με τη δικαιολογία ότι η μαρτυρία τους δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση». Επρόκειτο για τυπική μαρτυρία η οποία όντως δεν αμφισβητήθηκε.
Δεν θα επεκταθούμε άλλο, εφόσον έργο του Εφετείου δεν είναι να επανεκδικάσει την υπόθεση αξιολογώντας εκ νέου και μάλιστα μικροσκοπικά τη μαρτυρία. Ούτε απαιτείται, δεδομένων των ουσιαστικών μας ως άνω διαπιστώσεων, ειδική αναφορά ή αιτιολόγηση για το κάθε τι που τέθηκε. Όπως νομολογήθηκε «δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.» (Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490).
Η αξιολόγηση ήταν έργο του Κακουργιοδικείου. Τα περιθώρια επέμβασης του Εφετείου είναι περιορισμένα. Παραπέμπουμε στα αναφερθέντα στην υπόθεση Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 ΑΑΔ 300:
«Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου v. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8784/19.5.94, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).»
Έχοντας κατά νου κάθε παράγοντα που τέθηκε με την έφεση προς αμφισβήτηση του έργου της αξιολόγησης δεν έχουμε καθόλου πειστεί ότι τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ήταν εσφαλμένα.
Άλλη πτυχή της έφεσης αφορά το γεγονός ότι δύο δοκιμαστικά φυσίγγια τα οποία βρέθηκαν στο κρεβάτι του εφεσείοντα, όπου και η κενή θήκη του ΔΟΚΟ, δεν υποβλήθηκαν σε δακτυλοσκοπική εξέταση. Συνεπώς, κατά την Υπεράσπιση, δεν υπήρξε μαρτυρία για το ποιος αφαίρεσε τα δύο αυτά φυσίγγια προκειμένου να τοποθετήσει εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν στο επεισόδιο. Είναι γεγονός ότι διενεργήθηκαν επιστημονικές εξετάσεις για ταυτοποίηση μέσω γενετικού υλικού, επειδή όμως η εντοπισθείσα ποσότητα/ποιότητα του ανθρώπινου πυρηνικού γενετικού υλικού στα σχετικά τεκμήρια ήταν μηδαμινή προς μηδέν, δεν μπόρεσαν να γίνουν περαιτέρω διερευνήσεις και συγκρίσεις σε μοριακό επίπεδο. Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι δεν είναι η οποιαδήποτε παράλειψη της αστυνομίας που καθιστά τη δίκη άδικη.
Αναγνωρίζεται ότι ο μηχανισμός δίωξης συνολικά (αστυνομία και κατηγορούσα αρχή) έχουν υποχρέωση για προσαγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου όλης της ουσιώδους μαρτυρίας (R. v. Liverpool Crown Court, ex p. Roberts [1986] Crim.L.R. 622, R. v. Birmingham Crown Court, ex p. Ricketts [1991] RTR 105, 108). Η παράλειψη τέτοιας υποχρέωσης είναι δυνατό να οδηγήσει σε άδικη ή δυνητικά άδικη ετυμηγορία και συνεπώς σε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη (Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143). Από μια άλλη σκοπιά, τέτοια παράλειψη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αφήνεται στο τέλος έστω και υποβόσκουσα αμφιβολία (lurking doubt) για την ενοχή του κατηγορούμενου (Fournaris v. Republic (1978) 2 CLR 20).
Δεν αμφισβητείται ασφαλώς η σημασία μιας δακτυλοσκοπικής εξέτασης. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η παράλειψη να διενεργηθεί τέτοια εξέταση δημιουργεί έστω και δυνητικά κίνδυνο άδικης ετυμηγορίας ή αφήνει κενό στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής (Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 180, Rana v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489, Γιαλλούρης ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 282, Τζιάμαλης ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 542). Ο συσχετισμός του εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο με το όπλο και τα φυσίγγια μέσα στο δωμάτιό του ήταν, ως άνω, απόλυτος και αποκλειστικός. Συνεπώς, η μη διενέργεια δακτυλοσκοπικών εξετάσεων στα φυσίγγια που βρέθηκαν υπό τις παραπάνω περιστάσεις μέσα στο δωμάτιό του, πάνω στο κρεβάτι του, δεν δημιουργεί ουσιώδες κενό, ούτε αφήνει λογική αμφιβολία ως προς το πρόσωπο που κατείχε και χειρίστηκε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο το όπλο και τα φυσίγγια.
Παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη επικαλέστηκε ο εφεσείοντας και σε σχέση με την απόρριψη του αιτήματος της Υπεράσπισης από το Κακουργιοδικείο με το οποίο ζητούσε νομική αρωγή για το διορισμό του αρχιτέκτονα Μ.Υ.2. Όμως ο αρχιτέκτονας κλήθηκε ως μάρτυρας και ως εκ τούτου δεν βλέπουμε πως παραβιάστηκε το δίκαιο της δίκης. Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία του, με όσα ανωτέρω αναφέραμε, δεν ήταν ουσιώδης, ούτε καν αναγκαία.
Προβάλλεται περαιτέρω ότι ο εφεσείοντας δεν είχε δίκαιη δίκη διότι το Κακουργιοδικείο απέρριψε αίτημα της Υπεράσπισης για επανακλήτευση μαρτύρων μετά από τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Η τροποποίηση ήταν αποτέλεσμα της διακοπής της κατηγορίας για φόνο εκ προμελέτης και της προσθήκης του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας. Ουδόλως μεταβλήθηκε το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης. Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η αρχή της δίκαιης δίκης παραβιάστηκε επίσης, κατά τον εφεσείοντα, λόγω της καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης. Το έγκλημα διεπράχθη στις 14.10.2015, το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 21.1.2016 και η ημερομηνία καταδίκης είναι η 14.3.2018. Προκύπτει σημαντική συνεισφορά της πλευράς του εφεσείοντα στην πρόκληση καθυστέρησης. Στις 23.3.2016 η πρώτη συνήγορος του εφεσείοντα ζήτησε όπως η υπόθεση οριστεί σε μακρινή ημερομηνία ώστε να της παρασχεθεί χρόνος για να μελετήσει το μαρτυρικό υλικό. Η υπόθεση ορίστηκε στις 27.5.2016, αλλά εκείνη την ημέρα ο εφεσείοντας διόρισε νέο δικηγόρο. Η υπόθεση επαναορίστηκε στις 19.7.2016, αλλά και εκείνη την ημέρα ο εφεσείοντας διόρισε νέο δικηγόρο. Η υπόθεση ξαναορίστηκε στις 24.10.2016, αλλά αναβλήθηκε μετά από κοινό αίτημα ώστε να δοθεί η ευκαιρία στο Μ.Υ.5 να διενεργήσει εκ μέρους του εφεσείοντα αυτοψία στην οικία της οικογένειας. Η ακρόαση ξεκίνησε στις 26.1.2017 και περατώθηκε ένα χρόνο μετά, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υπεράσπιση δεν συγκατατέθηκε στη δήλωση παραδεκτών γεγονότων ούτε και σε σχέση με τυπικούς μάρτυρες που αφορούσαν στη διακίνηση τεκμηρίων με αποτέλεσμα να κληθούν συνολικά 35 μάρτυρες κατηγορίας και 5 μάρτυρες υπεράσπισης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μαρτυρία μεγάλου αριθμού μαρτύρων κατηγορίας δεν αμφισβητήθηκε ουσιωδώς και θα μπορούσε να γίνει κοινώς αποδεκτή ώστε να περισωθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος. Επιπρόσθετα, δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε που να υποστηρίζει βάσιμα ότι από την καθυστέρηση επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη. Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αλλού προσβάλλεται ο χειρισμός του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.9 το οποίο είναι πρόσωπο που διενήργησε δειγματοληψία υπολειμμάτων εκπυρσοκρότησης όπλου από τον εφεσείοντα, ο οποίος όμως αντεξετάσθηκε σε σχέση με τη νομιμότητα της ενέργειας του εφόσον ο εφεσείοντας δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκατάθεση λόγω του ότι ήταν διασωληνωμένος στο νοσοκομείο. Τούτο ήταν ζήτημα νομικό και όχι γεγονότων ώστε να χωρεί αντεξέταση. Το δε Κακουργιοδικείο έκρινε άσκοπο να ενδιατρίψει περαιτέρω θεωρώντας ότι η ύπαρξη υπολειμμάτων εκπυρσοκρότησης όπλου δεν προσέθετε οτιδήποτε στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.
Με άλλους λόγους έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν επελήφθη άλλων γραπτών αιτημάτων του εφεσείοντα. Στην πραγματικότητα όμως η σχετική αίτηση είχε αποσυρθεί από την υπεράσπιση και απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα.
Περαιτέρω αμφισβητείται η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείοντας είχε πρόθεση να προκαλέσει το θάνατο του θύματος. Τέτοια πρόθεση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας. Συνιστά όμως σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα, έτσι ώστε σε περιπτώσεις ηθελημένης ανθρωποκτονίας να δικαιολογείται πολύχρονη ποινή φυλάκισης. Για την πρόθεση σπάνια η μαρτυρία είναι άμεση. Συνήθως αποδεικνύεται με περιστατική μαρτυρία όπως είναι οι προπαρασκευαστικές πράξεις, το ελατήριο, οι δηλώσεις του κατηγορούμενου, το όπλο που χρησιμοποιήθηκε, η επιμονή στην επίθεση, η φύση των πράξεων και ενεργειών του δράστη που συνθέτουν την επίθεση, η φύση των τραυμάτων και το μέρος όπου εντοπίστηκαν κλπ. (Παρούτη v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 446). Η περιστατική μαρτυρία όμως, μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη μόνο όταν η σχέση της με την ενοχή του κατηγορούμενου είναι αφενός άμεση και αφετέρου δεν επιτρέπει άλλη λογική ερμηνεία (Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301). Κατά τα άλλα, όχι μόνο δεν υπολείπεται της άμεσης μαρτυρίας, αλλά τείνει να περιορίσει τις πιθανότητες του ανθρώπινου λάθους (Fournides v. Republic (1986) 2 CLR 73 και Παφίτης v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444). Τονίζουμε βέβαια την αρχή ότι σε ποινικές υποθέσεις στις οποίες η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία, το δικαστήριο θα πρέπει όχι μόνο να κρίνει ότι τα γεγονότα συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά περαιτέρω να βεβαιωθεί ότι δεν συμβιβάζονται με οποιονδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα (Αθηνής v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Η νομολογία πάντως, εκφράζοντας την κοινή ανθρώπινη εμπειρία και λογική, διαπιστώνει πως κάθε πρόσωπο τεκμαίρεται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του (R. v. Georghiades (No. 2) 22 CLR 128). Το τεκμήριο αυτό βέβαια είναι μαχητό και αρκεί η πρόκληση υποβόσκουσας έστω αμφιβολίας για να ανατραπεί.
Κρίνουμε ότι ορθά εν προκειμένω εκτίμησε τις περιστάσεις το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στο ένα και μόνο εύλογο συμπέρασμα που προκύπτει εξ αυτών, ήτοι ότι ο εφεσείοντας είχε πρόθεση, όχι απλώς να διαπράξει την παράνομη πράξη του πυροβολισμού, αλλά και να επιφέρει το θάνατο του θύματος. Δεν μπορούσε να ήταν άλλη η πρόθεση λαμβανομένων υπόψιν του είδους του όπλου, του εξ επαφής πυροβολισμού μετά την εκπεφρασμένη πρόθεσή του να πυροβολήσει το θύμα, του σημείου που έπληξε το θύμα, ακόμα και του γεγονότος ότι μετά τον πρώτο πυροβολισμό συνέχισε να τον σημαδεύει και τον σταμάτησε η παρέμβαση του Μ.Κ.23.
Τέλος, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη πάνω σε κρίσιμα σημεία. Διαφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Η απόφαση ήταν εκτεταμένη και αναλυτική, δίδοντας επαρκώς λόγο για κάθε ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης.
Ένα είναι το ζήτημα στο οποίο τελικά το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρθηκε, αλλά τούτο έγινε προς όφελος και όχι εις βάρος του εφεσείοντα. Αναφερόμαστε στη μαρτυρία του Μ.Κ.23 ότι δύο μήνες μετά το συμβάν μαζί με κάποιο ιερέα επισκέφθηκαν τον εφεσείοντα στο Γενικό Νοσοκομείο xxx Εκεί ο Μ.Κ.23 ρώτησε τον εφεσείοντα τί παράπονο είχε από το θύμα και αυτός απάντησε «τίποτε, τζιαι εγώ εν ηξέρω γιατί το έκαμα. Ανοίξετε μου ένα λούκκο τζιαι βάρτε με μέσα». Δεν τέθηκε ζήτημα ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η εξωδικαστική αυτή ομολογία καθιστούσαν την αποδοχή της ως μαρτυρία άδικη και δεν ηγέρθη ένσταση για αποκλεισμό της, παρά μόνο υποβλήθηκε στον Μ.Κ.23 ότι ο λόγος που επισκέφθηκε τον εφεσείοντα ήταν για να τον παγιδεύσει.
Η δεκτότητα εξωδικαστικής ομολογίας κατηγορουμένου προς κοινωνική λειτουργό η οποία έγινε στα πλαίσια ετοιμασίας έκθεσης για σκοπούς επιβολής ποινής για άλλη υπόθεση, εξετάστηκε στην Αγγλία υπό το φως της αρχής της δίκαιης δίκης όπως αυτή ενσωματώθηκε στο άρθρο 78 του Police and Criminal Evidence Act 1984 (exclusion of unfair evidence). Στο άρθρο 78 αναγνωρίστηκε ρητά η εξουσία για αποκλεισμό μαρτυρίας, εάν από το σύνολο των περιστάσεων, περιλαμβανομένων των περιστάσεων υπό τις οποίες εξασφαλίστηκε η μαρτυρία, η αποδοχή της θα είχε τέτοιο αρνητικό αποτέλεσμα στο δίκαιο της διαδικασίας, ώστε το Δικαστήριο να μην πρέπει να την αποδεχθεί (R. v. Elleray [2003] EWCA Crim. 553).
Εν προκειμένω, δεν τέθηκε θέμα αποκλεισμού και, συνεπώς, δεν εξετάστηκαν οι περιστάσεις. Όμως, εκείνο που έχει σημασία είναι πως το Κακουργιοδικείο στον τελικό απολογισμό της μαρτυρίας δεν αναφέρθηκε στο εν λόγω γεγονός. Προκύπτει έτσι ότι δεν έλαβε υπόψιν του τα λεχθέντα υπό του εφεσείοντα εις βάρος του. Δεν είναι κατάλληλη η περίπτωση να ασκήσουμε την εξουσία του Εφετείου που παρέχεται από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου για αναθεώρηση της προσαχθείσας μαρτυρίας προς συναγωγή δικών του συμπερασμάτων.
Επαναλαμβάνοντας την αρχή της Οδυσσέα (ανωτέρω) θεωρούμε τα ουσιαστικά ζητήματα που τέθηκαν με την έφεση κατά της καταδίκης έχουν απαντηθεί. Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Ακολουθεί η απόφαση μας επί της έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα κατά της ποινής.
Ποινική Έφεση Αρ. 202/2018
Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος μετά από ακρόαση στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα και ειδικότερα για το ότι επέφερε το θάνατο του υιού του xxx Θεμιστοκλέους με παράνομη πράξη, δηλαδή πυροβολώντας τον με πυροβόλο όπλο ΔΟΚΟ. Επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών. Η ποινή αυτή προσβάλλεται ως έκδηλα ανεπαρκής.
Υποδεικνύεται από τον εφεσείοντα ότι ουδεμία πρόκληση υπήρξε εκ μέρους του θύματος, ότι ο εφεσίβλητος είχε πρόθεση να επιφέρει το θάνατο του θύματος, ενός νεαρού παιδιού, του υιού του, για την πλέον ασήμαντη αφορμή και ότι υπ΄αυτές τις περιστάσεις, λαμβανομένης υπόψιν της έλλειψης μεταμέλειας που θα μπορούσε να μετριάσει τα πράγματα, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην ηλικία του εφεσιβλήτου.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν του όλους τους παράγοντες που ήταν σχετικοί στην επιμέτρηση της ποινής, επιβαρυντικούς και μετριαστικούς.
Άρχισε με το αυτονόητο: Την ύψιστη αξία της ανθρώπινης ζωής που προσδιορίζει ως μέγιστο έγκλημα την αφαίρεσή της (Ονησίλλου v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 556).
Με δεδομένη τη σοβαρότητα του εγκλήματος, το Κακουργιοδικείο ορθά διαπίστωσε περαιτέρω ότι υπήρχαν περιστάσεις ιδιαίτερα επιβαρυντικές για τον εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν ότι επρόκειτο περί ηθελημένης ανθρωποκτονίας και ότι σε περιπτώσεις ηθελημένης ανθρωποκτονίας δικαιολογείται μακρόχρονη ποινή φυλάκισης, μη αποκλειομένης της ποινής των ισοβίων δεσμών (Πουτζιουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309, Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Pernell ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 417, Βο ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 293).
Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι δεν είχε προηγηθεί του εγκλήματος οποιαδήποτε πρόκληση εκ μέρους του θύματος ή έστω κάποιο συμβάν που θα μπορούσε να δικαιολογήσει συναισθηματική φόρτιση ή απώλεια αυτοελέγχου από τον εφεσείοντα. Παράλληλα, με ορθή εξισορρόπηση, σημείωσε ότι δεν επρόκειτο για προσχεδιασμένη πράξη, στοιχείο που μειώνει σε κάποιο βαθμό τη σοβαρότητα του εγκλήματος.
Το έγκλημα ήταν, ούτως ή άλλως, ειδεχθές. Ο εφεσίβλητος για ασήμαντη αφορμή αφαίρεσε τη ζωή ενός νέου παιδιού ηλικίας μόνο 19 ετών. Ήταν γιος του εφεσίβλητου έτσι ώστε να προσδίδεται στην υπόθεση και η επιβαρυντική περίσταση της ενδοοικογενειακής βίας. Βίας στην πιο στυγνή, ωμή εκδήλωσή της. Χωρίς καμιά πρόκληση και για ένα ασήμαντο συμβάν, επειδή το θύμα αρνήθηκε να του επιστρέψει τα κλειδιά ενός αυτοκινήτου, ο πατέρας επιβάλλοντας με τον πιο κτηνώδη τρόπο την «εξουσία» του, σκότωσε εν ψυχρώ το παιδί του. Χρησιμοποίησε δε προς τούτο πυροβόλο όπλο και το πυροβόλησε εξ επαφής.
Ποτέ δεν μεταμελήθηκε, στερώντας τον εαυτό του από το ελαφρυντικό της παραδοχής, αλλά και τη συνείδηση του από την ελπίδα της ελάφρυνσης. Αντίθετα προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη στον άλλο του γιο, ενώ στην τελική αγόρευση έγινε για πρώτη φορά και αναφορά στην εν διαστάσει σύζυγό του και μητέρα του θύματος με έμμεσες πλην σαφείς αιχμές ότι και αυτή εμπλεκόταν στην φόνευση του γιού της. Αποκαλύπτεται ο εφεσίβλητος, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, ως ένα άτομο ιδιαίτερα σκληρό και αδίστακτο, ώστε να επιβάλλεται η απομάκρυνση του από την κοινωνία για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Από την άλλη ορθά το Κακουργιοδικείο ανέδειξε ως ελαφρυντικό παράγοντα την ηλικία του εφεσίβλητου (73 ετών) σε συνδυασμό με το λευκό του ποινικό μητρώο. Έλαβε, επίσης, υπόψιν τα σοβαρά προβλήματα υγείας του εφεσίβλητου, περιλαμβανομένης επιληψίας, τα οποία προκλήθηκαν από τα κτυπήματα που δέχθηκε κατά το επίδικο επεισόδιο, ως ένα είδος εξωδικαστικής τιμωρίας.
Σε σχέση με την προχωρημένη ηλικία του εφεσίβλητου, παρέπεμψε στην απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση R. v. Lucas, R. v. Walsh (2000) All E.R. CD 183, και στις υποθέσεις Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189 και Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 73/2012, ημερ. 13 Οκτωβρίου 2015, ECLI:CY:AD:2015:D672.
Στην υπόθεση Lucas αναγνωρίστηκε, προκειμένου για ηλικιωμένα πρόσωπα, ότι οι συνέπειες της φυλάκισης είναι βαρύτερες, ότι το λευκό ποινικό μητρώο έχει μεγαλύτερη αξία και ότι πρέπει να διατηρείται «φως στο τέλος της σήραγγας», υπό την έννοια ότι μια πολύχρονη φυλάκιση δεν πρέπει να καταλήγει, στην πράξη, σε φυλάκιση διά βίου (βλ., επίσης, R. v. Archer [2007] EWCA Crim 536).
Κατά τ΄ άλλα, στη Lucas διευκρινίστηκε ότι κατά την επιβολή ποινής σε ηλικιωμένο πρόσωπο το Δικαστήριο δεν πράττει κάτι το διαφορετικό από του να λαμβάνει υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, όπως πράττει σε κάθε άλλη περίπτωση:
«. in passing sentence on an older offender a court is doing no more than taking into account the individual defendant's personal circumstances, as is done in every case.»
Οι προσωπικές περιστάσεις στα πλαίσια της εξατομίκευσης της ποινής που έχει ως λόγο το συσχετισμό της τιμωρίας με το άτομο του δράστη, δεν αμβλύνουν, στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αναγκαίας αποτροπής (Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 397) και ιδιαίτερα στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων βίας (Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342). 'Οπου το στοιχείο της αποτροπής προβάλλει έντονα, οι προσωπικές περιστάσεις, ακόμη και η ηλικία δεν μπορούν να έχουν ουσιαστική σημασία (Chokami v. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Όπως υποδείχθηκε στην Πισκόπου, είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας των εγκλημάτων στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα και με την εγγενή ανάγκη για αποτροπή τους. Ανάγκη που είναι επιτακτική, εφόσον η ιερότητα της ζωής και η προστασία της αποτελούν την πρώτη σε ιεράρχηση μέριμνα κάθε πολιτισμένης κοινωνίας (Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231) και η δέσμευση στην προστασία της ανθρώπινης ζωής επιβάλλει ανάλογο καθήκον για την περιφρούρησή της, γεγονός που αντανακλάται στην τιμωρία που επιβάλλεται και γι΄αυτό το λόγο προσδίδεται αποτρεπτικός χαρακτήρα στην τιμωρία κάθε φονικής πράξης (Ονησίλλου (ανωτέρω)).
Εν προκειμένω, το στοιχείο της αποτροπής δεν εκτιμήθηκε δεόντως από το Κακουργιοδικείο, αλλά και δεν λήφθηκε υπόψιν ούτε η ακόλουθη διάσταση η οποία προκύπτει επίσης από την υπόθεση Lucas:
Στη Lucas αφού διευκρινίστηκε, ως άνω, η έννοια υπό την οποία είναι ορθό να λαμβάνεται υπόψιν η προχωρημένη ηλικία ως μετριαστικός παράγοντας στο σύνολο των προσωπικών περιστάσεων, υποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατά την επιβολή ποινής, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι πραγματικότητες υπό την έννοια ότι ένα ηλικιωμένο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν αποτελεί πλέον δημόσιο κίνδυνο θα αποφυλακιστεί επ΄αδεία όταν εκτίσει το ήμισυ της ποινής του. Το θέμα τέθηκε ως ακολούθως:
« However, it is necessary to have regard to the realities. If in any case of an older prisoner it is considered he no longer presents a risk to the public, he will be paroled after serving half his sentence.»
Η πραγματιστική θεώρηση ακολουθήθηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση R. V. Archer όπου η μακρόχρονη ποινή φυλάκισης μειώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούσε ο εφεσείοντας να νομιμοποιείται σε αίτηση για αποφυλάκιση επ΄αδεία σε ηλικία 78 ετών, για να του δοθεί η δυνατότητα να δει στο τέλος «φως στην άκρη της σήραγγας».
Το στοιχείο της πραγματιστικής θεώρησης του ζητήματος, αναφορικά με πρόσωπα για τα οποία τίθεται εξ αρχής ζήτημα μειωμένης ποινής λόγω χαρακτηριστικών όπως είναι η προχωρημένη ηλικία, έχει αποκτήσει υπόσταση και στην Κύπρο μετά την αναγνώριση δικαιώματος κρατουμένων για υποβολή αιτήματος για επ' αδεία αποφυλάκιση (άρθρο 14Α του περί Φυλακών Νόμου, Ν. 62(Ι)/1996, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 37(Ι)/2009).
Ιδιαίτερη μάλιστα σημασία πρέπει να δοθεί στην τροποποίηση του άρθρου 14Α που επήλθε με το Ν. 42(Ι)/2018, διά του οποίου προστέθηκε επιφύλαξη (proviso) στο εδάφιο (5) με τέτοιο τρόπο ώστε, ενώ στο ίδιο το εδάφιο (5) ορίζεται ότι για την υποβολή αιτήματος για αποφυλάκιση, το ήμισυ της ποινής που θα πρέπει ο καταδικασθείς να εκτίσει «είναι το ήμισυ της ποινής που του επέβαλε το Δικαστήριο», με την επιφύλαξη ορίστηκε ότι κατά τον υπολογισμό του ημίσεως της ποινής που επέβαλε το Δικαστήριο λαμβάνεται υπόψιν όχι απλώς η μείωση της ποινής που έχει εξασφαλίσει λόγω επίδειξης καλής διαγωγής και εργατικότητας, με αιτιολογημένη απόφαση του διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Νόμου, αλλά κατά τρόπο πρωθύστερο, λαμβάνεται υπόψιν και η μείωση της ποινής που «αναμένεται» [στο μέλλον] να εξασφαλίσει λόγω καλής διαγωγής και εργατικότητας. Η μείωση υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πίνακα που εκτίθεται στο Παράρτημα Α του Νόμου. Για περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μεταξύ 8-12 ετών, για κάθε μήνα φυλάκισης η μείωση ανέρχεται σε 12 ημέρες και εάν η ποινή είναι μεγαλύτερη από 12 χρόνια, η μείωση ανέρχεται σε 14 ημέρες για κάθε μήνα.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ίδια επιφύλαξη που προστέθηκε με το Ν. 42(Ι)/2018, για τον υπολογισμό του ημίσεως της ποινής λαμβάνεται πρωθύστερα και πάλιν υπόψιν η μείωση που «διενεργείται» δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, το οποίο αναγνωρίζει προνόμιο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για μείωση ποινής που επιβλήθηκε από Δικαστήριο μετά από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα.
Δεν είναι του παρόντος και δεν θα επεκταθούμε στο ζήτημα της μείωσης ποινών με απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών με βάση το άρθρο 12 του Νόμου, έννοια η οποία διαφέρει από την αποφυλάκιση επ΄ αδεία υπό όρους με βάση το άρθρο 14Α (conditional release, parole) κατά την οποία συνεχίζεται υπό όρους η έκτιση της ποινής φυλάκισης για το εναπομείναν μέρος αυτής εκτός των φυλακών (βλ. άρθρο 14Α(1)). Παρεμβάλλουμε όμως ότι στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 ΑΑΔ 858 διαπιστώθηκε και στην Pernell ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417 επαναλήφθηκε ότι η διάγνωση της ποινικής ευθύνης και ο καθορισμός της τιμωρίας του παραβάτη, σύμφωνα με την τάξη που καθιδρύει το Σύνταγμα, εκτός όπου γίνεται ειδική πρόβλεψη περί του αντιθέτου από το ίδιο το Σύνταγμα, εμπίπτει αποκλειστικά στη σφαίρα αρμοδιοτήτων της δικαστικής λειτουργίας. Το Σύνταγμα δε, αναγνωρίζει, ως άνω, αποκλειστικό προνόμιο για μείωση, αναστολή ή μετατροπή οποιασδήποτε ποινής, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατόπιν συμφώνου γνώμης του Γενικού Εισαγγελέως (Άρθρο 53.4 του Συντάγματος).
Εν πάση περιπτώσει, η πραγματικότητα που προκύπτει εκ των ανωτέρω, είναι πως ο εφεσίβλητος θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση και εάν κριθεί ότι δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο για την κοινωνία και γενικά ότι πληροί τις προϋποθέσεις θα δικαιούται να αποφυλακιστεί επ΄αδεία σε χρόνο πολύ πιο σύντομο από τα 10 χρόνια στα οποία αναφέρεται η απαγγελία της ποινής. Τέτοια πραγματικότητα δεν υποδείχθηκε στο Κακουργιοδικείο και δεν λήφθηκε υπόψιν.
Εν κατακλείδι, κρίνουμε πως το Κακουργιοδικείο παρέλειψε αφενός να αποδώσει βαρύνουσα σημασία στο στοιχείο της αποτροπής που είναι αναγκαία και επιτακτική λόγω της ιδιαίτερης σοβαρότητας του εγκλήματος, τόσο ως προς την ίδια τη φύση του, όσο και ως προς την βιαιότητα και την αναλγησία που χαρακτηρίζει τη διάπραξή του και αφετέρου να επιμετρήσει την ποινή υπό το πρίσμα της πραγματιστικής θεώρησης όπως εξηγήθηκε ανωτέρω. Το αποτέλεσμα ήταν όντως να δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα στο θέμα της ηλικίας και οι προσωπικές περιστάσεις να αναδειχθούν σε ουσιώδη και καθοριστικό παράγοντα.
Η έφεση εναντίον της ποινής επιτρέπεται και η ποινή αυξάνεται σε ποινή φυλάκισης 15 ετών.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π