ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Λουκής Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-12-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ALBA CORPORATE ENTERPRISES LIMITED ν. Σκορδής, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 54/2017, 10/12/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B531

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 54/2017

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

10 Δεκεμβρίου, 2018.

 

ALBA CORPORATE ENTERPRISES LIMITED

                          Εφεσείουσα

και

 χχχ Σκορδής

                          Εφεσίβλητος

***************************

 

Λουκής Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα

χχχ Σκορδής,  αυτοπροσώπως

 

*******************************

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα  δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

****************

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:  Οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει την Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση υπ.' Αρ. 18844/2013 στο Επαρχιακό Δικαστήριο χχχ εναντίον του δικηγόρου χχχ Σκορδή  για τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη του πλημμελήματος της ανυπακοής σε νόμιμη διαταγή κατά παράβαση του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154 (κατηγορία 1) και   της ανυπακοής σε νόμιμη διαταγή κατά παράβαση των άρθρων 137, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 2).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας ο εφεσίβλητος συνωμότησε με άλλα τρία πρόσωπα και ενώ όλοι τους γνώριζαν τους όρους του απόλυτου δικαστικού διατάγματος, ημερ. 10/6/2013 στην Αγωγή 2808/2013, με το οποίο απαγορεύετο στους εναγόμενους από του να πωλήσουν, δωρίσουν, μεταβιβάσουν και/ή αποξενώσουν την κινητή περιουσία των εφεσειόντων εντός του υποστατικού στην οδό Χ.., 21Δ στη χχχ,  ενήργησαν κατά τρόπο που συνιστούσε ανυπακοή. 

 

Στη βάση δε των λεπτομερειών της δεύτερης κατηγορίας καταλογίζεται στον εφεσίβλητο ότι ενήργησε, σε συνεννόηση με άλλα δύο πρόσωπα, κατά τρόπο που απαγορευόταν από το δικαστικό διάταγμα της πρώτης κατηγορίας δηλ. αποξένωσε περιουσία των εφεσειόντων στο πιο πάνω υποστατικό και κατακράτησε παράνομα το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής KχC4χ6, περιουσία των εφεσειόντων.

 

Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ενοχή και στις δύο κατηγορίες και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.  Για την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής έδωσε μαρτυρία η Κ.Θ. η οποία αναφέρθηκε στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων.  Σύμφωνα με την εκδοχή της, εκδόθηκε στις 10/6/2013 απόλυτο δικαστικό διάταγμα στα πλαίσια της Αγωγής 2808/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου χχχ εναντίον των I.D. και C.L., εναγομένων, στην απουσία τους, που τους απαγόρευε την αποξένωση της κινητής περιουσίας που βρισκόταν στο υποστατικό στη διεύθυνση Χ.. 21Δ στη χχχ.  Αποδίδει στον εφεσίβλητο ότι συμφώνησε με τα πιο πάνω πρόσωπα να αποξενώσουν περιουσία της εταιρείας Alba Corporate Enterprises Ltd, Κατηγορούσας Αρχής/εφεσειόντων, και η παρακοή συνίστατο στην αλλαγή των κλειδαριών του υποστατικού στην πιο πάνω διεύθυνση σε τρεις περιπτώσεις   από τον W.D., αδελφό της C.L.  Όπως εξήγησε και σημειώνει το Δικαστήριο, η ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε κατόπιν συμβουλής του δικηγόρου της ΜΚ1 εναντίον του εφεσίβλητου ως δικηγόρου των Καθ' ων η Αίτηση που  αφορούσε το διάταγμα, εφόσον οι ίδιοι δεν ανευρίσκοντο ώστε να προχωρήσει εναντίον τους με την καταχώρηση αίτησης παρακοής. 

 

Εκτός από τη μαρτυρία της ΜΚ1 δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι στις 4/7/2013 καταχωρήθηκε από τους Εναγόμενους στην Αγωγή 2808/2013 αίτηση για παραμερισμό του απόλυτου δικαστικού διατάγματος η οποία απερρίφθη με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 15/10/2013, η οποία εφεσιβλήθηκε. 

 

Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας από πλευράς εφεσειόντων ο εφεσίβλητος, που χειρίζετο προσωπικά την υπόθεση του, υπέβαλε στο Δικαστήριο ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του ώστε να κληθεί σε απολογία, εισήγηση που έγινε δεκτή με αποτέλεσμα την απαλλαγή και αθώωση του από τις κατηγορίες στο στάδιο αυτό της διαδικασίας.  

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και αφού εξασφάλισε την προβλεπόμενη από το άρθρο 137(1)(α) συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα καταχώρησε την υπό κρίση έφεση προβάλλοντας πέντε λόγους έφεσης που είναι συναφείς και έχουν ως κύριο άξονα την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την μη στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.    

 

Συγκεκριμένα με τον λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος είχε γνώση του διατάγματος και των όρων του.  Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 αμφισβητείται η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι απουσίαζε το στοιχείο της ηθελημένης παρακοής, διαπίστωση  που οδήγησε στην απόρριψη της δεύτερης κατηγορίας.  Με το λόγο έφεσης 4 προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη από πλευράς Δικαστηρίου της κατηγορίας της συνομωσίας ενώ με το λόγο έφεσης 5 καταλογίζεται στο Δικαστήριο ότι κακώς επικρίνει στο τέλος της απόφασης του τη ΜΚ1.

 

Ενόψει του ότι η έφεση προσβάλλει  αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, κρίνουμε σκόπιμο να αποφασιστεί κατά προτεραιότητα κατά πόσο οι λόγοι έφεσης εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.  Σημειώνεται ότι το  απαράδεκτο της έφεσης είναι αντικείμενο της δεύτερης προδικαστικής ένστασης του εφεσίβλητου στο διάγραμμα αγόρευσης του.

 

Το άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου πραγματεύεται περί της δυνατότητας και των ορίων άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου. 

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:

 

«Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής

(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε

(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων

(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας»

 

Η εμβέλεια του άρθρου αυτού υπήρξε αντικείμενο εξέτασης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, Ανδρέας Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 145/2013, ημερ. 19/12/2014 και στην πρόσφατη Μ and A Christaki Christodoulou Ltd v. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Ποιν. Εφ. 291/2015, ημερ. 3/7/2017, ECLI:CY:AD:2017:B238Όπως τονίστηκε στην τελευταία υπόθεση:

 

«Προκύπτει ως κυρίαρχο στοιχείο της όλης νομολογίας μας η αναγκαιότητα για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων, προκειμένου να επιδιωχθεί ανατροπή αθωωτικής απόφασης.  Συνεπώς θα πρέπει να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας στοιχείο που τίθεται εκτός των ορίων του άρθρου 137(1)(α).

 

          ................................................................................

Το προαναφερθέν άρθρο είναι δικαιοδοτικό.  Όπως ήδη λέχθηκε, οι πρόνοιες του θέτουν, κατά τρόπο αυστηρό, περιορισμό στο δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης.  Οι υπό αναφορά διατάξεις συνιστούν νομοθετική παρεμβολή πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μίας φορές.  Αρχή η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Άρθρο 12.2, και συνιστά ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας του ατόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152).»

 

Σημειώνουμε ότι η αθώωση του εφεσίβλητου επήλθε στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως. 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 851 αποφασίστηκε ότι το δικαίωμα έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης στη βάση του άρθρου 137(1) δεν περιορίζεται σε τελική απόφαση κατόπιν πλήρους δίκης, αλλά περιλαμβάνει και αθώωση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι είναι αναγκαίο για τον εφεσείοντα που επιδιώκει την ανατροπή πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης σε ποινική δίκη να οριοθετεί εξ αρχής και με σαφήνεια σε ποια υποκατηγορία του εδαφίου (1)(α) του άρθρου 137 εντάσσει την έφεση του.  Η υποχρέωση αυτή  ακριβώς έχει τονιστεί στην πρόσφατη υπόθεση  E.C. Fresh Meat Ltd v. Μαρίας Γεωργίου, Ποιν. Εφ. 43/2017 , ημερ. 6/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B524.

 

Στην πιο πάνω υπόθεση έγινε εκτενής ανάλυση όλης της προηγούμενης νομολογίας  ως προς τα κριτήρια  άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και των προϋποθέσεων απαλλαγής ενός κατηγορούμενου στο στάδιο αυτό της διαδικασίας.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Η όλη νομολογία σε σχέση με τη σημασία του άρθρου 137 έχει αναλυθεί στην απορριπτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού, Ποιν. Εφ. αρ. 145/2013 κ.ά., ημερ. 19.12.2014. Σ΄ αυτήν μνημονεύθηκαν και αναλύθηκαν όλες οι προηγούμενες θεμελιακές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος  και  επανατονίστηκε  η   ανάγκη οι  πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) να ερμηνεύονται αυστηρά με δεδομένο ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλλει αθωωτικές αποφάσεις έχει δοθεί κατά παρέκκλιση του κοινοδικαίου που καθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο τον μοναδικό κριτή επί της αθωότητας ή ενοχής κατηγορουμένου, πηγάζει δε αποκλειστικά από τις νομοθετικές διατάξεις του Κεφ. 155.  Η αρχή, κατά το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, είναι ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης πέραν της μιας φοράς. 

 

   Στο πιο πάνω νομικό πλαίσιο απαγορεύεται στην ουσία κατά την εξέταση έφεσης επί αθωωτικής αποφάσεως, η επανακρόαση της αξιολόγησης της μαρτυρίας.  Αυτό ισχύει ακόμη και για το εκ πρώτης όψεως στάδιο όπου κατά τις αρχές που έχουν τεθεί από τη Δικαστική Πρακτική του 1962 (Practice Note of the Divisional Court of the Queen's Bench Division of the High Court of England, 1 All E.R. 448) και τη νομολογία αναπτυχθεί στη Δημοκρατία επί του θέματος (δέστε, μεταξύ άλλων, Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82), η αθώωση είναι δυνατή όταν ελλείπει η στοιχειοθέτηση αναγκαίου συστατικού στοιχείου του αδικήματος, ή, η μαρτυρία είναι αντινομική και εμφανώς αναξιόπιστη ώστε να μην είναι νομικά λογικό να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία. 

 

   Το εκ πρώτης όψεως στάδιο σε ποινική υπόθεση παραμένει ένα θεμελιακό στάδιο της ποινικής δίκης που προστατεύει στην ουσία τον κατηγορούμενο από τον εξαναγκασμό του να δώσει μαρτυρία για λόγους που δεν άπτονται στην έννοια της καλώς νοούμενης απονομής της δικαιοσύνης.  Με δεδομένο ότι η κατηγορούσα αρχή έχει ήδη αποκαλύψει και παρουσιάσει όλη τη μαρτυρία που είχε στη διάθεση της, το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει την υπόθεση εάν η μαρτυρία είναι θνησιγενώς ελαττωματική κατά νόμο οπότε και ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό.  Η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να τίθεται σε καλύτερη μοίρα από απόψεως στοιχειοθέτησης της υπόθεσης ή αποτίμησης της μαρτυρίας εάν ο κατηγορούμενος καταθέσει προς υπεράσπιση του.  Δεν πρέπει συναφώς να διαφεύγει της προσοχής ότι είναι η κατηγορούσα αρχή που οφείλει να αποδείξει την κατηγορία και κάθε συστατικό στοιχείο αυτής, με, εκ πρώτης όψεως, βάρος κατά το κλείσιμο της υπόθεσης της, που μετατρέπεται σε αποδεικτικό βάρος απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στο τελικό στάδιο.» 

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομικών αρχών θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την εισήγηση από πλευράς εφεσίβλητου  ότι η έφεση είναι απαράδεκτη ενόψει του ότι όλοι οι λόγοι έφεσης στην ουσία πραγματεύονται το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και άλλων συναφών προς αυτήν θεμάτων, που είναι εκτός της εμβέλειας του άρθρου 137(1)(α).

 

  Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι με τον τρόπο που είναι συνταγμένη η έφεση δεν διευκρινίζεται επακριβώς η υποκατηγορία του άρθρου 137(1) (α) στην οποίαν εντάσσεται η έφεση. Ούτε επίσης στην έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα που είναι τεκμήριο, αναφέρεται η υποκατηγορία για την οποία δόθηκε η έγκριση του, για σκοπούς διασαφήνισης του σημείου.

 

Ενόψει της ασάφειας αυτής,  στο στάδιο των διευκρινίσεων το Εφετείο κάλεσε επισταμένα το δικηγόρο των εφεσειόντων να το πληροφορήσει σε ποια υποκατηγορία του άρθρου 137(1)(α)  εντάσσει την έφεση, εφόσον δεν αναμένεται να προβεί από μόνο του σε τέτοια ενέργεια στη βάση μόνο εικασιών. Στην προσπάθεια του να προσαρμόσει τους λόγους έφεσης σε μία από τις υποκατηγορίες του άρθρου 137(1)(α), ο δικηγόρος διευκρίνισε ότι οι λόγοι έφεσης εντάσσονται στην υποκατηγορία που αφορά στην αντικανονικότητα της διαδικασίας, εφόσον προσβάλλονται διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την απουσία μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Με την τοποθέτηση αυτή εισηγήθηκε ότι η έφεση μπορεί να ακουστεί.    

 

Το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης είναι περιορισμένο και αν δεν εμπίπτει σε καμιά από τις κατηγορίες του άρθρου 137(1)(α) η έφεση δεν κρίνεται αποδεκτή. Με την ένταξη των λόγων έφεσης στην αντικανονικότητα της διαδικασίας, που είναι η υποκατηγορία (iv) του άρθρου 137(1)(α), θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το παραδεκτό της έφεσης στη βάση της υποκατηγορίας αυτής.

 

Υπενθυμίζουμε  ότι έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α) επεκτείνεται σε νομικά θέματα μόνο.  Άσκηση έφεσης εναντίον της αξιολόγησης μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς με αυτήν αποκλείεται, όπως αποκλείεται και η προσβολή ευρημάτων επί των γεγονότων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (ανωτέρω),  Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιωάννου (2013) 2 Α.Α.Δ. 601).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού αποφασίσει επί της εισήγησης στη βάση του άρθρου 74(1)(γ) του ΚΕΦ. 155  καθοδηγήθηκε σε σχέση με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της θεμελίωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με αναφορά στις υποθέσεις Azinas and another v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133Στη συνέχεια προχώρησε στον καθορισμό των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος. 

 

Εξέτασε κατά προτεραιότητα το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας, της ανυπακοής σε διάταγμα στη βάση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα,  καθορίζοντας ως συστατικά   στοιχεία του αδικήματος τη διάπραξη της παρακοής όρων του διατάγματος, τη γνώση του διατάγματος και των όρων του από τον κατηγορούμενο και τέλος την πρόθεση παρακοής του (Police ν. Kyriakides (1988) 2 C.L.R. 172, Ελένη Κωνσταντίνου ν. Κώστας Ξιούρου, Ποιν. Εφ. 3/2012, ημερ. 9/5/2014, Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 και Mouzouris & Another v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287).

 

Σ'  όσον αφορά το συστατικό στοιχείο της γνώσης των όρων του διατάγματος διαπίστωσε ότι δεν προσκομίστηκε καμιά μαρτυρία ότι το επίδικο διάταγμα είχε επιδοθεί στον εφεσίβλητο ή έστω να επιδόθηκε στα άτομα που αυτό αφορούσε, μέσω των οποίων να λάμβανε γνώση ο εφεσίβλητος.  Η επίδοση των διαταγμάτων στα άτομα προς τα οποία απευθύνονται έκρινε, με παραπομπή στις υποθέσεις  Police v. Kyriakides (ανωτέρω) και Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1085, ότι είναι αναγκαία προϋπόθεση για να κριθεί κάποιος ένοχος παρακοής τους. Τονίζει στην απόφαση ότι το συνονθύλευμα των διαταγμάτων διαφορετικής ημερομηνίας κατέστησαν απόλυτα στην απουσία των προσώπων που αυτά αφορούσαν.  Ως εκ τούτου  θα ήταν παρακινδυνευμένο να καλέσει τον εφεσίβλητο σε απολογία στη βάση εικασιών ότι επιδόθηκε το διάταγμα στους εναγόμενους που τους αφορούσε και αυτοί ενημέρωσαν τον εφεσίβλητο, δικηγόρο τους, ώστε ο τελευταίος να είχε ακριβή και πλήρη γνώση των όρων του διατάγματος που κατ' ισχυρισμό παρήκουσε, νοουμένου ότι η υπόθεση ήταν ποινική με αυξημένο το βάρος απόδειξης (βλ. Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363). Στη συνέχεια έκρινε ότι αφής στιγμής δεν υπήρχε τέτοια μαρτυρία ενώπιον του, ήταν αδύνατο να αποδοθεί στον εφεσίβλητο ότι είχε γνώση του διατάγματος από τις 10/6/2013, ημερομηνία που αυτό κατέστη απόλυτο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη του προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο στοιχειοθετούντο τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της παρακοής ξεκινώντας από το αν είχε αποδειχθεί η πράξη της παρακοής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, που περιορίζεται, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, σε αποξένωση περιουσίας της εταιρείας εξαιτίας αλλαγής της κλειδαριάς.  Από την εξετασθείσα μαρτυρία της ΜΚ1 έκρινε, με παραπομπή στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας,                            Γ. Μπαμπινιώτη, Β' Έκδοση σ' όσον αφορά τη λέξη «αποξένωση» ότι σημαίνει  «απομάκρυνση από κάτι οικείο» και το ρήμα «αποξενώνω» ως «απομακρύνω, καθιστώ (κάποιον) ξένο προς κάτι άλλοτε οικείο»,  ότι η πράξη που αποδίδεται στον εφεσίβλητο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος και τη μαρτυρία της ΜΚ1, δηλ. η αλλαγή κλειδαριάς, δεν συνιστούσε «αποξένωση» εν τη εννοία του όρου. 

 

Συνεχίζει δε στην απόφαση ότι ακόμη και να συνιστούσε αποξένωση δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία ότι την αλλαγή κλειδαριάς έκαμε ο εφεσίβλητος. Σημειώνει ότι η ΜΚ1 ήταν παρούσα μόνο στις δύο  περιπτώσεις από τις τρεις που έγινε αλλαγή της κλειδαριάς. Στη μια ο εφεσίβλητος ήταν απών και  την αλλαγή έκαμε   ο W.D.  Την άλλη που ήταν παρούσα, ο εφεσίβλητος ήταν παρών στο χώρο του υποστατικού  υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρου και η αλλαγή έγινε στην παρουσία της ίδιας και της δικηγόρου της με τη γνώση και έγκριση της και το κλειδί του υποστατικού πήρε η δικηγόρος της, κατόπιν προσωρινής διευθέτησης. Σ'  όσον αφορά την περίπτωση που απουσίαζε, δεν μπορούσε να γνωρίζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αλλάχθηκε η κλειδαριά. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η μόνη σύνδεση  του εφεσίβλητου με το υποστατικό  ήταν η παρουσία του την τρίτη φορά όταν η δικηγόρος της ΜΚ1 πήρε το κλειδί του υποστατικού.  Σ'  όσον αφορά το αυτοκίνητο, που σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος ο εφεσίβλητος κατακράτησε παράνομα σε άγνωστο τόπο, η θέση της ΜΚ1 ήταν ότι έγινε καταγγελία στην Αστυνομία για κλοπή του και ότι θεάθηκε να το οδηγεί ο D. στην Πάφο.

  

Το Δικαστήριο δεν εντόπισε κανένα στοιχείο από τη μαρτυρία της ΜΚ1 ή από το παραδεκτό γεγονός  που να συσχετίζει άμεσα ή έστω έμμεσα  τον εφεσίβλητο με τα αδικήματα που αντιμετωπίζει.  Το διάταγμα που κατ' ισχυρισμό παρήκουσε, δεν απευθύνετο καν στον εφεσίβλητο αλλά στους πελάτες του - Καθ' ων η Αίτηση.  Η δε απλή παρουσία του στην περίπτωση που παρούσα ήταν και η ΜΚ1 ήταν κάτω από την ιδιότητα του δικηγόρου των Καθ' ων η Αίτηση.  Κατέληξε δε το Δικαστήριο  ότι η πράξη  της παρακοής δηλαδή η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος ("actus reus") δεν  είχε αποδειχθεί, που ήταν το κυρίαρχο συστατικό στοιχείο του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας. 

 

Εξέτασε τέλος και κατά πόσο η κατ' ισχυρισμόν  πράξη της παρακοής ήταν «ηθελημένη», επίσης συστατικό στοιχείο του αδικήματος της παρακοής σε νόμιμη διαταγή.   Με αναφορά στις υποθέσεις Ελένη Κωνσταντίνου ν. Κώστας Ξιούρου, Έφεση Αρ. 3/12, ημερ. 9/5/2014, Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993), 1 Α.Α.Δ. 309, Mouzoukis & Another v. Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287 και Θεοφάνους ν. CCC Laundries (Paphos) Ltd κ.ά. (2009) 2 Α.Α.Δ. 634 έκρινε ότι για να θεμελιωθεί η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) του αδικήματος της μη συμμόρφωσης προς δικαστικό διάταγμα απαιτείται η απόδειξη ηθελημένης παράλειψης προς συμμόρφωση ή διαφορετικά απόδειξη πρόθεσης ανυπακοής.  Ήταν κατάληξη του ότι δεν είχε αποδειχθεί ούτε η πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος.

 

 Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του ως προς την μη ικανοποίηση των   συστατικών στοιχείων του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αναπόφευκτα αυτές οδηγούσαν  σε απόρριψη και της πρώτης κατηγορίας. Συγκεκριμένα δεν υπήρχε μαρτυρία για καταρτισμό συμφωνίας μεταξύ του εφεσίβλητου και των άλλων προσώπων που αναφέροντο στις λεπτομέρειες του αδικήματος της συνομωσίας  προς το σκοπό ανυπακοής στο διάταγμα, εφόσον η μαρτυρία που προσφέρθηκε περιορίστηκε στο θέμα της ανυπακοής.    Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται στην απόφαση ότι δεν τίθετο θέμα συνομωσίας εφόσον, δεν είχε αποδειχθεί η διάπραξη παρακοής του διατάγματος. 

 

Σ'  όσον αφορά την κατηγορία της συνομωσίας σημειώνει στην απόφαση του, με παραπομπή στην υπόθεση Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221,   ότι η συνύπαρξη κατηγορίας για συνομωσία μαζί με το ουσιαστικό αδίκημα δεν είναι επιθυμητή.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση Χρυσάνθου:

 

«Αποτελεί γεγονός ότι η συνύπαρξη της κατηγορίας της συνωμοσίας μαζί με το ουσιαστικό αδίκημα δεν είναι επιθυμητή διότι πιθανόν να προκαλέσει επιπλοκές. Στο σύγγραμμα του Archbold: "Criminal Pleading Evidence & Practice" 2007, αναφέρεται στις σελ. 2906-2907, στις παρ. 34-54 μέχρι 34-56, ότι δεν μπορούν να τεθούν ανελαστικοί κανόνες σε σχέση με το επιθυμητό ή την ορθότητα συμπερίληψης σε κατηγορητήριο κατηγορίας συνωμοσίας. Κάθε υπόθεση θα πρέπει να εξετάζεται στη βάση των δικών της δεδομένων (R. v. Jones (J.) 59 Cr. App. R. 120). Η γενική αρχή του ανεπιθύμητου της συμπερίληψης στη βάση των αποφάσεων Verrier v. DPP [1967]  2 A.C. 195, R. v. Griffiths [1966] 1 Q.B. 589 και R. v. Greenfield 57 Cr. App. R.

849, υπόκειται στις εξής εξαιρέσεις: (i) Η συμπερίληψη είναι επιθυμητή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης σε περίπλοκες υποθέσεις, όπου είναι αναγκαία η παρουσίαση ολοκληρωμένης εικόνας, που δεν μπορεί να επιτευχθεί με μόνη την ένθεση σχετικών ουσιαστικών κατηγοριών (R. v. Hammersley 42 Cr. App. R. 207). (ii) Υποθέσεις όπου η συνωμοσία μπορεί να εξαχθεί γενικώς από τα περιφερειακά γεγονότα, ενώ οι συγκεκριμένες ενέργειες που συνιστούν, για παράδειγμα, το καθαυτό αδίκημα της κλοπής υποστηρίζονται από νεφελώδη, κατά τα άλλα, μαρτυρία.  Όπου λοιπόν υπάρχει καθαρή μαρτυρία για συνωμοσία, αλλά ελάχιστη μαρτυρία όσον αφορά τη διάπραξη από τους συνωμότες των ουσιαστικών αδικημάτων, η συμπερίληψη της κατηγορίας της συνωμοσίας είναι και δικαιολογημένη και αναγκαία. (R. v. Cooper and Compton 32 Cr. App. R. 102). (iii) Όπου η συμφωνία για τη διάπραξη του αδικήματος είναι από μόνη της πλέον ειδεχθής, παρά το ίδιο το αδίκημα. Ως παράδειγμα αναφέρεται η συνωμοσία προς βεβήλωση κοιμητηρίου που επιφέρει μεγαλύτερη ποινή από την ποινή που επιφέρει το ουσιαστικό αδίκημα της καταστροφής  περιουσίας εντός του χώρου του κοιμητηρίου.»

 

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποστήριξε, με το περίγραμμα αγόρευσης του, ότι είναι λανθασμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να στοιχειοθετούσε τα τρία συστατικά στοιχεία του αδικήματος της παρακοής σε νόμιμη διαταγή.  Αντίθετα ήταν εισήγηση του ότι η σχέση του εφεσίβλητου με τους εναγόμενους, πελάτες του, καταδείκνυε την άμεση συνέργεια του στη διάπραξη των αδικημάτων και μπορούσε να καταδικαστεί στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.  Εξυπακουόμενα επίσης, κατά την εισήγηση του,  προκύπτει ότι θα πρέπει να συνωμότησε μαζί τους.

 

Στη βάση των λόγων έφεσης και αιτιολογίας τους, είναι φανερό ότι επιχειρείται ανεπίτρεπτη προσπάθεια ανατροπής της αντικειμενικής θεώρησης και ανάλυσης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, για σκοπούς κλήσης του εφεσίβλητου σε απολογία στη βάση των προνοιών του άρθρου 74(1)(γ) του ΚΕΦ. 155, κάτω από τον μανδύα της αντικανονικότητας της διαδικασίας. Σημειώνουμε ότι σε έφεση κατά αθωωτικής απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο  εξετάζεται η εφαρμογή των νομικών αρχών που διέπουν την κρίση της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης στα γεγονότα που αφορά η όλη μαρτυρία και μάλιστα εμπεριέχουν απαγόρευση αξιολόγησης. 

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα στο τέλος της πρωτόδικης απόφασης, όπου εμφαίνεται ακριβώς ο τρόπος χειρισμού της μαρτυρίας από το Δικαστήριο, που δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτόν. 

 

«Από όσα έχω ενώπιον μου, αντικειμενικά θεωρούμενα, κρίνω ότι η πλευρά της Παραπονουμένης απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου και δεν κρίνω σκόπιμο να καλέσω τον Κατηγορούμενο σε απολογία σε υπόθεση, στην οποία εκλείπουν συστατικά στοιχεία της κατηγορίας, αλλά και η ποιότητα της μαρτυρίας που έχει προσφερθεί, όπως αυτή καταγράφεται πιο πάνω, δεν είναι τέτοια που να μπορεί να ξεπεράσει το στάδιο αυτό.»

Επαναλαμβάνουμε ότι όλοι οι λόγοι έφεσης αφορούν σε αμφισβήτηση της αποτίμησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και σε κατ' ισχυρισμό ευρήματα και όχι σε αντικανονικότητα της διαδικασίας, στην οποία εντάχθηκε η έφεση.  Mε το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου τους δεν προβλήθηκε οτιδήποτε από πλευράς εφεσειόντων που να εγείρει έστω συζητήσιμο θέμα αντικανονικότητας της διαδικασίας. 

 

 

Σ'  όσον αφορά το λόγο έφεσης 5 που προσβάλλει σχόλιο του Δικαστηρίου στο τέλος της απόφασης του ότι δηλ. δεν πρέπει οι ιδιωτικές υποθέσεις να χρησιμοποιούνται ως μοχλός πίεσης για διευθέτηση αστικών διαφορών, σαφώς και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης σε αθωωτική απόφαση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, στη βάση του άρθρου 137(1)(α) του ΚΕΦ.155 και νομολογίας, εφόσον δεν εμπίπτει στην κατηγορία της αντικανονικότητας της διαδικασίας, όπως περιορίστηκε η έφεση, ή σε οποιαδήποτε άλλη υποκατηγορία.    Εξάλλου το σχόλιο αυτό δεν ήταν άνευ πραγματικού υπόβαθρου εφόσον είχε ως βάση τη μαρτυρία της ΜΚ1 ότι απώτερος σκοπός της μέσω της διαδικασίας της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης είναι η είσπραξη χρηματικών αποζημιώσεων.

 

Ενόψει των πιο πάνω  είναι φανερό ότι η έφεση δεν εμπίπτει στην υποκατηγορία (iv) του άρθρου 137(1)(α) του ΚΕΦ. 155, όπως κατέταξε την έφεση ο δικηγόρος των εφεσειόντων.  Οι λόγοι έφεσης πραγματεύονται το ζήτημα της «αξιολόγησης» της μαρτυρίας και «ευρημάτων» όπου όχι μόνο δεν τίθεται τέτοιο θέμα στο εκ πρώτης όψεως στάδιο αλλά πόρρω απέχουν από το θέμα της αντικανονικότητας της διαδικασίας. Συνεπώς η έφεση κρίνεται ότι βρίσκεται  εκτός εμβέλειας του άρθρου 137(1)(α) του ΚΕΦ. 155  και δεν είναι αποδεκτή.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο. 

 

                                                                   ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                   Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

/Α.Λ.Ο.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο