ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B524
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 43/2017)
5 Δεκεμβρίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
E.C. FRESH MEAT LTD,
Εφεσείουσα
- ν. -
xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητης
------------------------------------------
Μ. Αρμεύτης με Ν. Μουκταρούδη για
Ν. Μουκταρούδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Μ. Γιατρού (κα), για την Εφεσίβλητη.
-------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επί της αθωωτικής από το εκ πρώτης όψεως στάδιο απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ασκήθηκε έφεση με σκοπό την ανατροπή της κρίσης αυτής και τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του ένα κατηγορητήριο το οποίο αρχικά αφορούσε σε δύο κατηγορουμένους, σχετιζόμενο με την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα. Τα γεγονότα είχαν προκύψει από την παράδοση προϊόντων εκ μέρους της παραπονούμενης εφεσείουσας εταιρείας προς το κατάστημα που διατηρούσαν οι κατηγορούμενοι με την επωνυμία «Γεωργίου Γυρονοστιμιές» και την έκδοση αντίστοιχων επιταγών. Το όνομα αυτό αποτελεί εμπορική επωνυμία του xxx Γεωργίου, πρώην κατηγορούμενου 1, εναντίον του οποίου το ιδιωτικό αυτό κατηγορητήριο εν τέλει απεσύρθη και απερρίφθη λόγω αδυναμίας εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφόσον προέκυψε από τη μαρτυρία ότι απουσίαζε στο εξωτερικό και επομένως ουδέποτε είχε εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να απαντήσει στις κατηγορίες. Η υπόθεση προχώρησε όμως εναντίον της κατηγορουμένης 2, μητέρας του πρώην κατηγορουμένου 1, και η οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ήταν η υπεύθυνη του λογιστηρίου και των αγορών του καταστήματος, αλλά και εγγυήτρια προς την παραπονούμενη εταιρεία των υποχρεώσεων της επιχείρησης.
Κατά την προωθηθείσα θέση της εφεσείουσας, η κατηγορούμενη 2-εφεσίβλητη, στη βάση του κατηγορητηρίου, παρείχε συνδρομή και ή παρακίνησε τον πρώην κατηγορούμενο 1 στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, ήτοι, στις 8.9.2014, 10.10.2014, 17.10.2014 και 3.10.2014, υπό την ιδιότητα της ως προσώπου που είχε την ευθύνη και/ή το δικαίωμα λειτουργίας και/ή τη διαχείριση του τραπεζικού λογαριασμού του πρώην κατηγορουμένου 1, εξέδωσε τέσσερεις επιταγές για €796.42, €484.12, €609.26 και €483, αντίστοιχα. Οι επιταγές αυτές παρουσιάστηκαν από την εφεσείουσα στην τράπεζα εντός ευλόγου χρόνου, αλλά δεν εξοφλήθησαν λόγω του ότι η εφεσίβλητη παρείχε συνδρομή και ή παρακίνησε τον πρώην κατηγορούμενο 1 να προκαλέσει, άνευ ευλόγου αιτίας, τη μη εξόφληση τους.
Ο διευθυντής της εφεσείουσας κατέθεσε ως προς τα γεγονότα. Κατά τη θέση του ήταν η εφεσίβλητη που είχε μαζί του δοσοληψίες και υπέγραψε τις επιταγές έναντι του υπολοίπου που η επιχείρηση του πρώην κατηγορουμένου 1 διατηρούσε στον τρεχούμενο λογαριασμό της εφεσείουσας. Κατά τη μαρτυρία του, η εφεσίβλητη τοποθετούσε τις παραγγελίες, διαχειριζόταν την επιχείρηση και είχε υπογράψει τις επιταγές. Ως εγγυήτρια των υποχρεώσεων της επιχείρησης της εμπορικής επωνυμίας, τη θεωρούσε υπεύθυνη για τη μη εξόφληση των επιταγών και την οφειλή που είχε έναντι της εταιρείας του. Διαφάνηκε περαιτέρω από τη μαρτυρία του xxx Καζαμία, τραπεζικού υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας επί της οποίας εκδόθηκαν οι επιταγές, ότι η εφεσίβλητη ήταν δυνάμει σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου, που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9, εξουσιοδοτημένη να διαχειρίζεται τον επίδικο λογαριασμού του xxx Γεωργίου που εκείνος διατηρούσε ως εμπορική επωνυμία και ως δικαιούχος με την τράπεζα. Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι η ανάκληση των επιταγών έγινε ενώπιον άλλου υπαλλήλου της τράπεζας, αλλά είχε ελεγχθεί από τον ίδιο, οι δε υπογραφές επί των επιταγών και της ανάκλησης, προσομοίαζαν.
Το Δικαστήριο αποδεχόμενο την εισήγηση ότι δεν απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση, απάλλαξε και αθώωσε την εφεσίβλητη στη βάση των νομολογιακών αρχών ότι είναι δυνατή η απαλλαγή και αθώωση από αυτό το στάδιο εφόσον δεν απεδείχθη ή ελλείπει συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ή, η μαρτυρία που παρουσιάστηκε είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας ή είναι εμφανώς αναξιόπιστη σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί για να καταδικάσει τον κατηγορούμενο. Κατά την κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, εξέλιπε το στοιχείο της έκδοσης των επιταγών, αλλά και της ανάκλησης της πληρωμής από την εφεσίβλητη έτσι ώστε ακόμη και στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, η εφεσίβλητη να έπρεπε να απαλλαγεί και να αθωωθεί.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, το Τεκμήριο 9, που ήταν η εξουσιοδότηση με βάση την οποία η εφεσίβλητη νομιμοποιείτο να εκδίδει επιταγές, είχε ημερομηνία 15.12.2014. Οι επιταγές έφεραν όμως όλες προγενέστερη ημερομηνία και, επομένως, η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να λογισθεί ως η νόμιμη εκδότρια των επιταγών, ιδιαιτέρως εφόσον ο τραπεζικός υπάλληλος συνέδεσε την υπογραφή των επιταγών με την ύπαρξη του Τεκμηρίου 9. Αυτό δημιουργούσε κενό και αποτελούσε αντιφατική μαρτυρία μεταξύ των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής ούτως ώστε η μαρτυρία της παραπονούμενης εταιρείας να στερείτο, αντικειμενικά, της αναγκαίας πειστικότητας χωρίς να υπήρχε ανάγκη οποιασδήποτε αξιολόγησης. Περαιτέρω, το ίδιο κενό και πρόβλημα διαπιστώθηκε αναφορικά και με το καθεστώς ανάκλησης της πληρωμής των επιδίκων επιταγών. Παρά το ότι ο τραπεζικός υπάλληλος ως μάρτυρας ανέφερε ότι είχε στην κατοχή του πιστά αντίγραφα των εντολών ανάκλησης για τουλάχιστο τις τρεις από τις τέσσερεις επιταγές, το σχετικό ή σχετικά έγγραφα δεν κατατέθηκαν ώστε παρουσιαζόταν και περαιτέρω έλλειμα στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής. Κενό διαπίστωσε το Δικαστήριο και για το συστατικό στοιχείο της έκδοσης από την άποψη της υπογραφής των επιταγών, δεδομένου ότι ο τραπεζικός υπάλληλος ανέφερε ότι οι επιταγές έφεραν την υπογραφή της εφεσίβλητης με βάση το δείγμα υπογραφής που είχε στην κατοχή του, το οποίο όμως ουδέποτε κατατέθηκε στο Δικαστήριο. Η εφεσίβλητη, μέσω της αντεξέτασης, είχε αμφισβητήσει την εκ μέρους της υπογραφή των επιταγών έχοντας τη θέση ότι οι επιταγές είχαν προϋπογραφεί και δοθεί στην εφεσείουσα εταιρεία, με το Δικαστήριο να σημειώνει επίσης ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας δικαίωμα υπογραφής είχε και ο πρώην κατηγορούμενος 1.
Εν τέλει το Δικαστήριο επισημαίνοντας σε διάφορα σημεία της απόφασης του ότι δεν αξιολογούσε τη μαρτυρία δεδομένου ότι η υπόθεση βρισκόταν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, έκρινε ότι υπήρχε κενό και αντιφατική μαρτυρία τόσο σε σχέση με το πληρεξούσιο που παρουσιάστηκε, όσο και με την έλλειψη του δείγματος υπογραφής, αλλά και των εντύπων ανάκλησης ώστε να μην έπρεπε η εφεσίβλητη να κληθεί σε απολογία για να δοθεί η δυνατότητα στην κατηγορούσα αρχή να διορθώσει ατέλειες και να καλύψει κενά στη μαρτυρία.
Η εφεσείουσα παραπονείται με τρεις λόγους έφεσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά τρόπο που συνιστούσε αντικανονικότητα στη διαδικασία, προχώρησε στην ουσία να αξιολογήσει τη μαρτυρία κατά παράβαση των αρχών που διέπουν το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Ενώ υπήρχε μαρτυρία ότι το πρόσωπο που διαχειριζόταν το λογαριασμό ήταν η εφεσίβλητη, η οποία και εξέδωσε τις επιταγές και έδωσε εντολές για τη μη πληρωμή τους, εν τούτοις το Δικαστήριο προέβηκε σε τελική αξιολόγηση της μαρτυρίας απορρίπτοντας στην ουσία και από το πρώιμο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, όλα τα δεδομένα που συνηγορούσαν στη συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων των καταλογιζομένων εναντίον της εφεσίβλητης αδικημάτων. Λανθασμένα επίσης και προβαίνοντας κατ΄ ουσία σε αξιολόγηση η οποία μόνο στο τελικό στάδιο μπορούσε να γίνει, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε αντίφαση μεταξύ των δύο μαρτύρων κατηγορίας ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορούσε το Τεκμήριο 9 και την επίπτωση του, εφόσον η γραπτή εξουσιοδότηση ήταν αδιάφορη ως προς την ημερομηνία της αφού τέτοια εξουσιοδότηση δύναται να είναι και προφορική και προς τούτο υπήρχε μαρτυρία ότι η τράπεζα δεχόταν τις εντολές της εφεσίβλητης χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία από τον δικαιούχο του λογαριασμού, πρώην κατηγορούμενο 1.
Αντίθετη, βεβαίως, είναι η θέση της εφεσίβλητης εξηγώντας στο διάγραμμα της για ποιο λόγο η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ως απόλυτα ορθή στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας που περιελάμβανε και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και τα οποία όντως άφηναν κενά σε βαθμό που να μην ήταν δυνατό να κληθεί η εφεσίβλητη σε οποιαδήποτε απολογία.
Το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι δεν πρέπει προς στιγμή να διαφεύγει της προσοχής ότι επί αθωωτικής αποφάσεως είτε από Κακουργιοδικείο, είτε από Επαρχιακό Δικαστήριο, η έφεση δεν μπορεί να ασκηθεί εκτός και εάν ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ασκήσει ο ίδιος την έφεση ή την εγκρίνει όπως έγινε εδώ. Σε κάθε όμως περίπτωση θα πρέπει να υπερπηδηθεί ο σκόπελος που το άρθρο 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ορθώνει. Είναι επάναγκες για κάθε εφεσείοντα που επιδιώκει την ανατροπή πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης ως αποτέλεσμα ποινικής δίκης, να οριοθετεί εξ αρχής και με σαφήνεια σε ποια υποκατηγορία του εδαφίου (1) του άρθρου 137, εντάσσει την έφεση του. Η παρούσα εφεσείουσα αναφέρεται στο εφετήριο της στην αντικανονικότητα της διαδικασίας (πρώτος λόγος), καθώς και στον πλημμελή αποκλεισμό μαρτυρίας (δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης). Στο κατατεθέν όμως διάγραμμα ουδέν σχετικό με το άρθρο 137 αναφέρεται, ούτε και αναλύεται η πρωτόδικη κρίση σε σχέση με τις πρόνοιες του. Σε ερώτηση του Εφετείου κατά τη συζήτηση, λέχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι η έφεση βασίζεται στο τελευταίο σκέλος του άρθρου 137, ότι υπήρξε αντικανονικότητα της διαδικασίας στη βάση του ότι έγινε, κατά την εισήγηση, τελική αξιολόγηση της υπόθεσης.
Η όλη νομολογία σε σχέση με τη σημασία του άρθρου 137 έχει αναλυθεί στην απορριπτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού, Ποιν. Εφ. αρ. 145/2013 κ.ά., ημερ. 19.12.2014. Σ΄ αυτήν μνημονεύθηκαν και αναλύθηκαν όλες οι προηγούμενες θεμελιακές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος και επανατονίστηκε η ανάγκη οι πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) να ερμηνεύονται αυστηρά με δεδομένο ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλλει αθωωτικές αποφάσεις έχει δοθεί κατά παρέκκλιση του κοινοδικαίου που καθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο τον μοναδικό κριτή επί της αθωότητας ή ενοχής κατηγορουμένου, πηγάζει δε αποκλειστικά από τις νομοθετικές διατάξεις του Κεφ. 155. Η αρχή, κατά το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, είναι ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης πέραν της μιας φοράς.
Στο πιο πάνω νομικό πλαίσιο απαγορεύεται στην ουσία κατά την εξέταση έφεσης επί αθωωτικής αποφάσεως, η επανακρόαση της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Αυτό ισχύει ακόμη και για το εκ πρώτης όψεως στάδιο όπου κατά τις αρχές που έχουν τεθεί από τη Δικαστική Πρακτική του 1962 (Practice Note of the Divisional Court of the Queen's Bench Division of the High Court of England, 1 All E.R. 448) και τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί στη Δημοκρατία επί του θέματος (δέστε, μεταξύ άλλων, Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82), η αθώωση είναι δυνατή όταν ελλείπει η στοιχειοθέτηση αναγκαίου συστατικού στοιχείου του αδικήματος, ή, η μαρτυρία είναι αντινομική και εμφανώς αναξιόπιστη ώστε να μην είναι νομικά λογικό να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία.
Το εκ πρώτης όψεως στάδιο σε ποινική υπόθεση παραμένει ένα θεμελιακό στάδιο της ποινικής δίκης που προστατεύει στην ουσία τον κατηγορούμενο από τον εξαναγκασμό του να δώσει μαρτυρία για λόγους που δεν άπτονται στην έννοια της καλώς νοούμενης απονομής της δικαιοσύνης. Με δεδομένο ότι η κατηγορούσα αρχή έχει ήδη αποκαλύψει και παρουσιάσει όλη τη μαρτυρία που είχε στη διάθεση της, το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει την υπόθεση εάν η μαρτυρία είναι θνησιγενώς ελαττωματική κατά νόμο οπότε και ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό. Η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να τίθεται σε καλύτερη μοίρα από απόψεως στοιχειοθέτησης της υπόθεσης ή αποτίμησης της μαρτυρίας εάν ο κατηγορούμενος καταθέσει προς υπεράσπιση του. Δεν πρέπει συναφώς να διαφεύγει της προσοχής ότι είναι η κατηγορούσα αρχή που οφείλει να αποδείξει την κατηγορία και κάθε συστατικό στοιχείο αυτής, με, εκ πρώτης όψεως, βάρος κατά το κλείσιμο της υπόθεσης της, που μετατρέπεται σε αποδεικτικό βάρος απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στο τελικό στάδιο.
Υπό το φως των πιο πάνω γενικών αρχών ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση από το εκ πρώτης όψεως στάδιο για τους λόγους που εκτενώς κατέγραψε και που συναρτώνται με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος στη βάση του άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Υπενθυμίζεται εν προκειμένω ότι οι κατηγορίες που απευθύνθηκαν εναντίον της εφεσίβλητης αφορούσαν την παροχή συνδρομής ή παρακίνησης του πρώην κατηγορουμένου 1 στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της έκδοσης επιταγής που δεν εξοφλήθηκε κατά την παρουσίαση της. Στις λεπτομέρειες των αδικημάτων που καταλογίζονται στην εφεσίβλητη ρητά αναφέρεται ότι αυτή ενεργούσε υπό την ιδιότητα της ως προσώπου έχοντας την ευθύνη και ή το δικαίωμα λειτουργίας και ή της διαχειρίσεως του τραπεζικού λογαριασμού του πρώην κατηγορούμενου 1 και ή της έκδοσης επιταγών από τον εν λόγω λογαριασμό. Ταυτόχρονα, και αντιφατικά, αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη παρείχε συνδρομή και/ή παρακίνησε τον πρώην κατηγορούμενο 1 στην έκδοση της επιταγής. Πρόσθετα, αναφέρεται ότι παρείχε συνδρομή και/ή παρακίνησε τον πρώην κατηγορούμενο 1, χωρίς εύλογη αιτία να προκαλέσει τη μη εξόφληση των επιταγών.
Από τα πιο πάνω παρατηρείται μια σύγχυση ως προς το πιο ακριβώς αδίκημα καλείτο η εφεσίβλητη να απαντήσει. Ενώ η κατηγορία αναφέρεται στον πρώην κατηγορούμενο 1, οι λεπτομέρειες εστιάζουν στη δική της συμβολή στην παροχή συνδρομής και/ή παρακίνησης του πρώην κατηγορουμένου 1 στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της έκδοσης επιταγής που δεν είχε εξοφληθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 305Α(2), και όπως ορθά κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα συστατικά στοιχεία αφορούν την έκδοση επιταγής και την πρόκληση μη εξόφλησης της από οποιαδήποτε πράξη του εκδότη της. Δεν υπήρξε καμία μαρτυρία ότι οι επιταγές είχαν εκδοθεί από τον πρώην κατηγορούμενο 1 όπως καταλογίζεται στην έκθεση των κατηγοριών, αλλά και των λεπτομερειών τους. Και ως εκ μόνου του γεγονότος αυτού, οι κατηγορίες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Η εφεσίβλητη δεν θα μπορούσε να κληθεί σε απολογία για παροχή συνδρομής ή παρακίνησης του πρώην κατηγορουμένου 1, εφόσον δεν ήταν εκείνος που εξέδωσε τις επιταγές.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η μαρτυρία έδειξε ότι ήταν ο πρώην κατηγορούμενος 1 δικαιούχος του λογαριασμού και η εφεσίβλητη απέκτησε δικαίωμα υπογραφής επιταγών μόνο στη βάση του συγκεκριμένου πληρεξουσίου, Τεκμήριο 9, που η ίδια η κατηγορούσα αρχή κατέθεσε. Οι επιταγές εκδόθηκαν προγενέστερα της κατάθεσης στην τράπεζα του πληρεξουσίου αυτού εγγράφου και, επομένως, υπήρχε εγγενής αδυναμία από πλευράς της κατηγορούσας αρχής να δείξει έστω και στο εκ πρώτης όψεως στάδιο ότι η εφεσίβλητη ήταν εκδότης των επιταγών εν τη εννοία του Νόμου. Δεν είναι δυνατόν για την εφεσείουσα να εισηγείται ότι υπήρχε και άλλη μαρτυρία ότι επειδή η τράπεζα γνώριζε την εφεσίβλητη ως το πρόσωπο που διαχειριζόταν τον επίδικο λογαριασμό και έδινε εντολές, έπρεπε το Δικαστήριο να αφήσει την υπόθεση να προχωρήσει διότι παρά την προσκόμιση του Τεκμηρίου 9, δεν μπορούσε να αποκλειστεί ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών η εφεσίβλητη δεν ήταν προς τούτο εξουσιοδοτημένη. Και ότι το Δικαστήριο κακώς απέκλεισε τη μαρτυρία χωρίς αξιολόγηση. Ακριβώς στο εκ πρώτης όψεως στάδιο με δεδομένο, υπενθυμίζεται, ότι η κατηγορούσα αρχή έχει καταθέσει ολόκληρο το μαρτυρικό υλικό της που περιλαμβάνει και όλα τα σχετικά τεκμήρια, δεν μπορεί να παραμένει προς αξιολόγηση μαρτυρία η οποία εκ της φύσεως της και στη βάση των κατατεθέντων τεκμηρίων, προβάλλει αντιφατική. Όταν ο ίδιος ο Μ.Κ.2 συνέδεσε την υπογραφή των επιταγών με το Τεκμήριο 9, αυτό αποτελεί αντιφατική μαρτυρία σε σχέση με την ημερομηνία έκδοσης των ιδίων των επιταγών. Αυτή είναι η έννοια της έλλειψης αναγκαίου συστατικού στοιχείου αδικήματος ή μαρτυρίας που είναι αντινομικής, δηλαδή, αντιφατικής και εμφανώς αναξιόπιστης. Η ίδια η κατηγορούσα αρχή προώθησε μαρτυρία η οποία αντικειμενικά έδειχνε ότι η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να λογισθεί ως νομίμως εκδώσασα, από την άποψη του δικαιώματος υπογραφής, τις επίδικες επιταγές. Διερωτάται κανείς τι έννοια είχε η θέση ότι ήταν η εφεσίβλητη η οποία διαχειριζόταν το λογαριασμό, όταν υπήρξε ανάγκη για την υπογραφή συγκεκριμένου πληρεξουσίου εγγράφου που χορηγούσε στην εφεσίβλητη την εξουσία υπογραφής και δέσμευσης του λογαριασμού, του οποίου, κατά τα άλλα, δεν ήταν δικαιούχος, ούτε και διευθυντής της εμπορικής επωνυμίας. Το Τεκμήριο 4, αίτηση εγγραφής πελάτη στην εφεσείουσα εταιρεία, ρητά κατέγραφε τον xxx Γεωργίου ως Διευθυντή, με την εφεσίβλητη να ήταν υπεύθυνη αγορών. Αυτό, δεν της έδιδε βεβαίως δικαίωμα υπογραφής επιταγών, εκτός και αν υπήρχε προς τούτο ρητή εξουσιοδότηση.
Περαιτέρω, η μαρτυρία μεταξύ των δύο μαρτύρων κατηγορίας ήταν αντιφατική και σίγουρα στο Ποινικό Δίκαιο δεν επιτρέπονται υποθέσεις και ούτε χρειαζόταν να κληθεί η εφεσίβλητη σε απολογία για να γίνει τελική αξιολόγηση αυτής της αντιφατικής μαρτυρίας. Αντιφατική υπό την έννοια ότι είτε έπρεπε να γίνει πιστευτή η θέση του Μ.Κ.1 ότι υπέγραψε ενώπιον του η εφεσίβλητη με τη θέση ουσιαστικά ότι δικαιούτο να το πράξει, είτε θα γινόταν πιστευτή η θέση του Μ.Κ.2 ότι η υπογραφή των επιταγών κατ΄ εξουσιοδότηση συνδεόταν με το πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο όμως ίσχυε πολύ μεταγενέστερα της ημερομηνίας των επιταγών.
Ακόμη και για την ανάκληση των επιταγών που είναι και το ουσιαστικό μέρος του άρθρου 305Α(2), δεν υπήρξε σαφής μαρτυρία αφού ουδέποτε κατατέθησαν ως τεκμήριο οι εντολές ανάκλησης. Ο μάρτυρας της τράπεζας, Μ.Κ.2, ρητώς ανέφερε ότι οι εντολές υπεγράφησαν ενώπιον άλλου τραπεζικού υπαλλήλου και ο ίδιος θεώρησε ότι οι υπογραφές επί της ανάκλησης προσομοίαζαν των υπογραφών επί των επιταγών. Σημειώνεται το ζήτημα, παρόλο που στα δεδομένα της υπόθεσης αποτελεί δευτερεύον στην ουσία θέμα αφού, όπως ήδη λέχθηκε, ως εκδότης δεν μπορούσε να λογισθεί ο πρώην κατηγορούμενος 1, όπως καταλογίζεται στα ίδια τα αδικήματα, η δε εφεσίβλητη δεν μπορούσε να λογισθεί νόμιμη εκδότρια των επιταγών.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, επικαλέσθηκε την απόφαση στην VBH (Cyprus) Ltd v. Windoors Upva Systems Ltd κ.ά., Ποινική Έφεση υπ΄ αρ. 204/14, ημερ. 28.11.2017, ως αυθεντία για την πρόταση ότι όπου υπάρχει μαρτυρία αυτή αξιολογείται στο τέλος της ημέρας και δεν αποκλείεται από το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Αυτό είναι ορθό. Υπό τη σαφή όμως προϋπόθεση ότι η μαρτυρία τείνει να στοιχειοθετήσει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και δεν είναι εγγενώς αντιφατική ή αναξιόπιστη. Κατά τα άλλα, η απόφαση αυτή δεν σχετίζεται με τα επίδικα γεγονότα. Εκεί επιταγή είχε εκδοθεί από την εταιρεία και το μοναδικό διευθυντή της που ήταν και ο μόνος εξουσιοδοτημένος στη βάση επιστολής προς την τράπεζα να υπογράφει. Υπήρχε μαρτυρία αναγνωριστική της υπογραφής σε συνδυασμό με το δείγμα υπογραφής που τηρούσε η τράπεζα, ενώ υπήρχε και η αντιφατική γραμμή της υπεράσπισης κατά την αντεξέταση ότι η μια εκ των επιταγών είχε εξοφληθεί, τη στιγμή που το ουσιώδες υπό αμφισβήτηση ζήτημα εκεί ήταν η πατρότητα των επιταγών. Έκδηλα, λοιπόν, ουδεμία σχέση έχουν τα γεγονότα της με την επίδικη, όπου τα δεδομένα ήσαν διαφορετικά και το ζητούμενο ήταν το νόμιμο της έκδοσης των επιταγών, ενώ απουσίαζε από την όλη εικόνα ο ίδιος ο δικαιούχος του λογαριασμού.
Να λεχθεί εν κατακλείδι ότι η υποπαράγραφος (iv) του άρθρου 137(1) της Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155, στο οποίο περιόρισε η εφεσείουσα τη θέση της περί της δυνατότητας της να ασκήσει έφεση, δεν έχει εφαρμογή στα δεδομένα της υπόθεσης. Δεν λογίζεται ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας με την εισήγηση ότι το Δικαστήριο κακώς προχώρησε να προβεί σε τελική αξιολόγηση της μαρτυρίας, κάτι το οποίο δεν ευσταθεί εν πάση περιπτώσει. Πέραν του ότι το Δικαστήριο προσεκτικά διατύπωσε τη θέση ότι δεν προέβαινε σε τελική αξιολόγηση, παρά μόνο διαπίστωνε την αντίφαση στη μαρτυρία και την έλλειψη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων, η «αντικανονικότητα διαδικασίας», παραπέμπει ακριβώς σε αυτό που αναφέρουν οι λέξεις. Διαδικασία που κατά την αναδίπλωση της ποινικής δίκης υπήρξε αντικανονική είτε λόγω παρεμβάσεων του Δικαστηρίου, είτε λόγω του τρόπου που έγινε δεκτή η σειρά με την οποία κατέθεσαν μάρτυρες ή ενδεχομένως να επανακλητεύθηκαν, είτε για άλλο λόγο που αφορά όμως σε διαδικαστικό πρόβλημα και που δεν σχετίζεται βεβαίως με οποιαδήποτε από τις τρεις προηγούμενες υποπαραγράφους του εδαφίου (1) του άρθρου 137. Σαφώς δεν ήταν τέτοια η εδώ περίπτωση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογισθούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ