ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B550
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 177/2017
20 Δεκεμβρίου, 2018
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx
Εφεσείοντα
- ν -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
........
Σ. Μάτσας με κα Κ. Γεωργίου, για εφεσείοντα
Ερ. Παπαλοΐζου (κα), για εφεσίβλητη
.......
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία της ανήλικης.]
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος (κατά πλειοψηφία) από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε 20 ζεύγη κατηγοριών, τα οποία αφορούσαν τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού - της Xχρονης (τότε) εγγονής του xxx (στο εξής η ανήλικη) - και της άσεμνης επίθεσης.
Τα αδικήματα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διαπράχθηκαν μεταξύ Ιουνίου του 2014 και Αυγούστου του 2015 στο σπίτι του εφεσείοντα, όπου σε 20 περιπτώσεις χάιδεψε τα γεννητικά όργανα, τα οπίσθια, το στήθος και έτριψε το πέος του στα οπίσθια της ανήλικης.
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την καταδίκη του, την οποία προσβάλλει με 6 Λόγους Έφεσης[1], τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία:
1. Το αδιαμφισβήτητο πλαίσιο της υπόθεσης, παρεμβάλλοντας στα κατάλληλα σημεία τι φέρεται να είπε η ανήλικη σε ΜΚ για τις επιλήψιμες πράξεις που καταλόγισε στον παππού της,
2. Το περιεχόμενο της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης, τι προέκυψε ως αποτέλεσμα της αντεξέτασής και τι αντέτειναν οι εφεσείοντας, η σύζυγος και η θυγατέρα του (ΜΥ 2 και 3 αντιστοίχως) και,
3. Τη μαρτυρία που σχετίζεται με την προσωπικότητα της ανήλικης και το πόρισμα της κλινικής ψυχολόγου (ΜΚ9), η οποία προέβη σε ψυχολογική αξιολόγησή της.
Η ανήλικη (ΜΚ2) γεννήθηκε στις 2.x.20xx και έχει ένα αδελφό, τον xxx, οποίος είναι κατά 4 χρόνια μεγαλύτερός της.
Οι γονείς των δύο παιδιών χώρισαν το 2011 και έκτοτε, μέχρι το τέλος του 2015, τα παιδιά διέμεναν με τη μητέρα τους, ενώ ο πατέρας μετακόμισε στο σπίτι των γονιών του το οποίο βρίσκεται σε χωριό της Επαρχίας xxx. Στο ίδιο σπίτι, εκτός από τους γονείς του πατέρα, διέμεναν και η αδελφή του (ΜΥ3) με τον αρραβωνιαστικό της και ακολούθως και το κοριτσάκι που αυτοί απέκτησαν τον Σεπτέμβρη του 2012. Είναι σ΄ αυτό το σπίτι που διαπράχθηκαν από τον εφεσείοντα τα κατ΄ ισχυρισμό αδικήματα, εφόσον κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και γύρω στις δέκα ημέρες το καλοκαίρι τα δύο παιδιά επισκέπτονταν τον πατέρα τους και διέμεναν μαζί του. Όπως δε είναι παραδεκτό, το σπίτι έχει τέσσερα υπνοδωμάτια. Το πρώτο ήταν του παππού και της γιαγιάς, το δεύτερο το χρησιμοποιούσε ο πατέρας της ανήλικης και αρχικά η ανήλικη και ο αδελφός της κοιμούνταν σ΄ αυτό, το τρίτο το χρησιμοποιούσε η θεία της (ΜΥ3) με τον αρραβωνιαστικό της και όταν αυτή μετακόμισε στο τέταρτο υπνοδωμάτιο της κόρης της, στο τρίτο υπνοδωμάτιο κοιμόταν μόνο ο αδελφός της xxx.
Οι κατ΄ ισχυρισμό επιλήψιμες πράξεις του εφεσείοντα αποκαλύφθηκαν από την ανήλικη, στις 18.11.15, στη δασκάλα της (ΜΚ3, στο εξής η δασκάλα) με αφορμή δύο παράπονα της ανήλικης: Ότι ψηλώνει το χέρι και δεν την βάζει να πει το μάθημα και ότι την προηγούμενη ημέρα ενώ έκλαιγε στην τάξη δεν τη ρώτησε τι είχε. Επακολούθησε συζήτηση, στο πλαίσιο της οποίας η ανήλικη ανάφερε πως οι γονείς της χώρισαν και της λείπει ο πατέρας της, τον οποίο βλέπει κάθε δεκαπέντε ημέρες στο σπίτι του παππού της. Όμως φοβάται τον πατέρα της γιατί φωνάζει και θυμώνει πάρα πολύ, όπως φοβάται και τον παππού της ο οποίος την παίρνει από το χέρι και την οδηγεί στο δωμάτιο του όπου τη χαϊδεύει στο στήθος και, περαιτέρω, της πιάνει το πουττί και το βάζει στο πουλλί του ενώ η ίδια παγώνει και δεν μπορεί να αντιδράσει. Επί του προκειμένου χρησιμοποίησε τη φράση «Ξέρεις, σεξουαλική παρενόχληση» και, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις της δασκάλας, ανάφερε πως αυτά που της κάμνει ο παππούς τα είπε στη μητέρα της που ενημέρωσε σχετικά τον πατέρα της, ο οποίος της είπε:- «Το ξέρεις ότι αν πούμε κάτι τέτοιο ο παππούς θα πάει φυλακή;». Περαιτέρω ανάφερε ότι τα μεσημέρια ξαπλώνει στο κρεβάτι μαζί με τον παππού και τη γιαγιά της και όταν η γιαγιά κοιμηθεί, ο παππούς τη χαϊδεύει στο στήθος και αυτά τα πράγματα άρχισε να της τα κάμνει από την αρχή της Γ΄ τάξης[2] και έκτοτε την ενόχλησε σε είκοσι περίπου περιπτώσεις. Σε ερώτηση δε της δασκάλας εάν μετά που ενημέρωσε την μητέρα της γι΄ αυτά που της κάμνει ο παππούς έγιναν και άλλες ενοχλήσεις, απάντησε πως έγιναν ακόμη δέκα φορές περίπου.
Την επομένη η δασκάλα συνάντησε εκ νέου την ανήλικη και αφού της εξήγησε ότι η ίδια την πιστεύει, επαίνεσε το θάρρος της να αποκαλύψει τα όσα ο παππούς της έκαμνε και την παρότρυνε να καταγγείλουν την υπόθεση στην αστυνομία. Η ανήλικη συμφώνησε και στη συνέχεια είχαν συνάντηση με το Διευθυντή του σχολείου (ΜΚ4), στον οποίο η ανήλικη επανέλαβε τα όσα την προηγούμενη ημέρα είχε αποκαλύψει στη δασκάλα. Σε σχετική δε ερώτηση του Διευθυντή, όταν η ανήλικη χρησιμοποίησε εκ νέου τη φράση «σεξουαλική παρενόχληση», η ανήλικη απάντησε πως τη φράση αυτή την άκουσε να τη λέει ο πατέρας της στην αδελφή του (ΜΥ3). Ανάφερε επίσης ότι ο αδελφός και η γιαγιά της (ΜΥ2) δεν πιστεύουν στα λεγόμενα της και ο διευθυντής, θεωρώντας την υπόθεση σοβαρή, κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία και στο Γραφείο Ευημερίας, λειτουργός του οποίου (η ΜΚ5) μετέβη στο σχολείο και τηλεφώνησε στη μητέρα της ανήλικης, η οποία επίσης μετέβη στο σχολείο. Μάλιστα όταν ο διευθυντής ρώτησε τη μητέρα κατά πόσο γνώριζε κάτι για όσα έλεγε η ανήλικη, η απάντηση της ήταν «ναι, κάτι ξέρω αλλά πέστε μου από ποιον».
Η καταγγελία ενεργοποίησε τον ανακριτικό μηχανισμό της αστυνομίας και για τη διερεύνηση της ασχολήθηκαν 4 αστυνομικοί (ΜΚ1, 6, 8 και 11), ενώ από την πλευρά του Γραφείου Ευημερίας εμπλοκή στην υπόθεση είχε η λειτουργός του Γραφείου ΜΚ5 η οποία είναι Οικογενειακός Σύμβουλος για θέματα βίας και σεξουαλικής κακοποίησης στην οικογένεια. Στο πλαίσιο δε της υπόθεσης, η ΜΚ5, συζήτησε τα λεγόμενα της ανήλικης με τους γονείς και τον αδελφό της, αλλά ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η πληροφόρηση που έτυχε απ΄ αυτούς. Συγκεκριμένα (α) η μητέρα της είπε ότι το προηγούμενο καλοκαίρι (του 2015), της παραπονέθηκε η κόρη της πως ο παππούς τρίβεται πάνω της και τη χαϊδεύει στην κοιλιά και μια φορά είδε και την «πουλού» του όταν έβγαινε από το μπάνιο, πλην όμως, παρόλο που ενημέρωσε σχετικά τον πρώην σύζυγο της, δεν θεώρησε σοβαρό το παράπονό της, το οποίο εξέλαβε ως εκδήλωση αγάπης του παππού προς την εγγονή του, (β) ο πατέρας παραδέχτηκε ότι όταν ενημερώθηκε από την πρώην σύζυγο του για το τι της είπε η κόρη τους, είχε έντονη συζήτηση με τον πατέρα του και στη συνέχεια όντως είπε στην κόρη του «Το ξέρεις ότι αν πούμε κάτι τέτοιο ο παππούς θα πάει φυλακή;» και (γ) ο xxx - αδελφός της ανήλικης - παραδέχτηκε πως 5-6 φορές ενόσω φορούσαν ρούχα άγγιζαν τα γεννητικά τους όργανα, εκτός από την περασμένη Δευτέρα που «το έκαναν» χωρίς ρούχα.
Η αστυνομία, ως πρώτο βήμα, μετέφερε την ανήλικη στο Μακάριο Νοσοκομείο όπου υποβλήθηκε σε ιατροδικαστική εξέταση από τον ιατροδικαστή ΜΚ10, στην παρουσία της μητέρας της, της ανακρίτριας, της αστυνομικού ΜΚ6 και της ΜΚ5.
Κατά την ιατροδικαστική εξέταση διαπιστώθηκε παλαιά ρήξη του παρθενικού της υμένος και αρχικά, η ανήλικη, ισχυρίστηκε πως ο παππούς τη χάιδευε και πίεζε τα γεννητικά της όργανα και σε μια περίπτωση είχε βάλει το μισό του δάκτυλο στο πουττί της. Στη συνέχεια όμως επιβεβαιώθηκε πως η διακόρευση της είχε γίνει από τον ανήλικο αδελφό της. Έκτοτε τα δύο αδέλφια, αφού ενημερώθηκαν οι γονείς τους, διευθετήθηκε όπως μη διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη. Επιπροσθέτως τούτου, όπως ανέφερε η ΜΚ6 - η οποία μαζί με την ΜΚ11 ήταν οι ανακρίτριες της υπόθεσης - η ανήλικη τους ανέφερε πως σε μια περίπτωση όταν είδε τον παππού γυμνό στο δωμάτιο του, της είπε «Έλα να δεις» και αφού φόρεσε εσώρουχο και κοντό παντελόνι, την πλησίασε, έβαλε το χέρι του μέσα στο εσώρουχο της και την άγγιξε στα γεννητικά της όργανα και ακολούθως πήρε πετσέτα και σκούπισε την περιοχή των γεννητικών του οργάνων. Τους ανέφερε επίσης ότι όταν ξάπλωνε δίπλα από τη γιαγιά της στο κρεβάτι και όταν αυτή κοιμόταν, ο παππούς έβρισκε την ευκαιρία να της χαϊδεύει το στήθος.
Όπως ήταν αναμενόμενο, για διερεύνηση της υπόθεσης λήφθηκαν καταθέσεις από το οικογενειακό περιβάλλον της ανήλικης - τους γονείς της, από τους οποίους λήφθηκαν και ανακριτικές καταθέσεις καθότι (τότε) θεωρήθηκαν ύποπτοι για το αδίκημα της παράλειψης να καταγγείλουν την υπόθεση, τον αδελφό της, τη γιαγιά της (ΜΥ2) και τη θεία της (ΜΥ3) - ενώ η ίδια έδωσε οπτικογραφημένη κατάθεση και έτυχε ψυχολογικής αξιολόγησης από την κλινικό ψυχολόγο ΜΚ9. Σ΄ ό,τι δε αφορά τον εφεσείοντα, αυτός συνελήφθη με δικαστικό ένταλμα και αφού εξετάστηκε από ψυχίατρο (τον ΜΚ7), ο οποίος γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός να παρακολουθήσει δικαστική διαδικασία, του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση με την οποία αρνήθηκε ό,τι του καταλόγισε η εγγονή του.
Η ανήλικη έδωσε οπτικογραφημένη κατάθεση στην ανακρίτρια ΜΚ11, στις 20.11.15, σε συσκευή που χειρίστηκε η αστυνομικός ΜΚ1, στην παρουσία και της ΜΚ5.
Το Κακουργιοδικείο, αφού ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9(3) του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου του 2001 (Ν.95(1)/2001), έκανε αποδεκτή την οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης την οποία θεώρησε ως την κυρίως εξέταση της. Συναφώς, η εκδοχή της είχε σε συντομία ως ακολούθως:-
Στη δασκάλα ανάφερε πως είχε δύο προβλήματα:- Το πρώτο ότι κλαίει κάθε βράδυ γιατί χώρισαν οι γονείς της και, το δεύτερο, όταν πηγαίνει στον πατέρα της, ο παππούς και η γιαγιά τη βάζουν τα μεσημέρια να ξαπλώνει μαζί τους στο κρεβάτι και ο παππούς βάζει τα χέρια του μέσα στο στήθος και, περαιτέρω, της χαϊδεύει το πουττί και το κολί της. Όταν δε έφευγε η γιαγιά από το δωμάτιο, αυτή πήγαινε πίσω της αλλά ο παππούς την έπιανε και ακουμπούσε τα χέρια του πάνω στο πουττί της και έβαζε το κολί της πάνω στην πουλλού του, ενώ φορούσε τα ρούχα του.
Η πιο πάνω κατάσταση, συνέχισε, ξεκίνησε το καλοκαίρι που φοιτούσε στην Γ΄ τάξη (το 2014) και το επόμενο καλοκαίρι το είπε στη μητέρα της, η οποία συζήτησε το θέμα τηλεφωνικώς με τον πατέρα της.
Γνωρίζει πως ο πατέρας της μίλησε στη γιαγιά της και εκείνη ρώτησε τον παππού κατά πόσο κάνει αυτά τα πράγματα σε βάρος της, αλλά ο παππούς τα αρνήθηκε. Μάλιστα όταν πήγε σπίτι του, τη ρώτησε «εγώ έκαμα σου έτσι;» και όταν του είπε «ναι» αυτός επανέλαβε την ίδια ερώτηση και είπε «Κύριε ελέησον» και έφυγε. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο παππούς την άγγιζε με τα χέρια στο στήθος, στο πουττί και στο κολί (όχι στις τρύπες) μέσα από τα ρούχα της και όταν του έλεγε να σταματήσει αυτός της έλεγε «σσσσσς, μεν φωνάζεις». Ολ΄ αυτά έγιναν 20-25 φορές και μια φορά ο παππούς κατέβασε το παντελόνι του και της έδειξε την πουλλού του, χωρίς να της πει οτιδήποτε. Και συνέχισε:- Στη μητέρα της ανέφερε πως ο παππούς την έπιανε και έβαζε το πουττί της πάνω στην πουλλού του και η ίδια δεν μπορούσε να φύγει επειδή έπαθε σοκ και μετά από λίγο καιρό της έδειξε την πουλλού του, λέγοντας της «έτην».
Συζήτηση για το θέμα είχε και με τον πατέρα της - τον οποίο φοβόταν γιατί ήταν «ορμητικός» - και όταν τον ρώτησε κατά πόσο ο παππούς θα πήγαινε φυλακή και κατά πόσο ήξερε τι της έκανε ο παππούς, αυτός απάντησε θετικά. Το ίδιο δε βράδυ που μίλησε με τον πατέρα της, πήγαν στο σπίτι (άλλης) θείας της και εκεί αντελήφθη ότι ο πατέρας της είπε τη φράση «σεξουαλική παρενόχληση» και όταν έφυγαν, ο πατέρας της τής είπε πως θα πήγαινε στην αστυνομία, αλλά δεν πήγε. Όπως δε η ίδια το αντιλήφθηκε δεν πήγε στην αστυνομία, γιατί αγαπούσε τον πατέρα του. Παρά ταύτα, η ίδια συνέχισε να πηγαίνει στο σπίτι του παππού.
Αναφορά η ανήλικη έκανε και στις ερωτικές πράξεις που είχε με τον αδελφό της, τονίζοντας πως αυτές άρχισαν μετά τις παρενοχλήσεις του παππού και ότι μόνο μια φορά, την περασμένη Τρίτη, έκαναν σεξ, ενώ τις προηγούμενες έτριβαν ντυμένοι αμοιβαίως τα γεννητικά τους όργανα.
Είναι παραδεκτό ότι σε κάποιο σημείο η οπτικογράφηση διεκόπη για διάλειμμα. Όπως δε ανέφερε η ανακρίτρια στην αντεξέτασή της, κατά το διάλειμμα η ανήλικη τους είπε πως σε μια περίπτωση ο παππούς τής επιτέθηκε άσεμνα στο δωμάτιο του και αμέσως αυτή έτρεξε στην κουζίνα και τον κατήγγειλε στη γιαγιά, τη θεία και τον αδελφό της. Για το ίδιο θέμα ρωτήθηκε και η Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας (ΜΚ5), η οποία ανέφερε πως δεν θυμόταν να είπε κάτι τέτοιο η ανήλικη.
Η αντεξέταση της ανήλικης διήρκησε, όπως σημειώνει το Κακουργιοδικείο, δέκα ώρες και για ολοκλήρωση της χρειάστηκαν τρεις δικάσιμες ημέρες. Επεκτάθηκε δε σε όλες τις πτυχές της υπόθεσης, με την υπερασπιστική γραμμή να κινείται κυρίως σε τέσσερα επίπεδα. Το πρώτο, να αναδείξει την ανακολουθία μεταξύ των όσων η ανήλικη ανάφερε στους ΜΚ 3, 4, 5, 6 και 11 και των όσων ισχυρίστηκε στην οπτικογραφημένη κατάθεση της, το δεύτερο ότι η εκδοχή της πως ο παππούς την παρενοχλούσε στο δωμάτιο του είναι ψευδής εφόσον η γιαγιά δεν επέτρεπε ούτε στην ίδια ούτε στην εξαδέλφη της - την μικρή xxx, κόρη της θείας της - να μπαίνουν στο εν λόγω δωμάτιο, το τρίτο ότι τα όσα καταλόγισε στον παππού απέβλεπαν στο να καταστήσει τον εαυτό της κέντρο προσοχής του οικογενειακού της περιβάλλοντος και, το τέταρτο, ότι τα όσα ψευδή καταλόγισε στον παππού ήταν προϊόν των ενοχών που ένοιωθε λόγω της αιμομικτικής σχέσης που είχε με τον αδελφό της.
Δεν χρειάζεται να μεταφέρουμε για τους σκοπούς της παρούσας τα όσα η ανήλικη αντέτεινε προς αντίκρουση των θέσεων της Υπεράσπισης. Ό,τι απαιτείται να σημειώσουμε είναι ότι επέμενε στη βασική της εκδοχή, απορρίπτοντας ότι είχε αλλότρια και εγωιστικά κίνητρα για καταγγελία του παππού της. Σ, ό,τι δε αφορά τη θέση της Υπεράσπισης ότι δεν επιτρεπόταν η είσοδος των δύο κοριτσιών στο δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς, η ανήλικη επέμενε ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Μάλιστα πρόσθεσε - και αυτό για πρώτη φορά - ότι συνήθιζε να χορεύει στο δωμάτιο αυτό και σε ερώτηση κατά πόσο μόνο τότε ο παππούς την παρενοχλούσε, απάντησε θετικά. Στη συνέχεια όμως επανέλαβε ότι την ενοχλούσε και όταν ξάπλωνε μαζί του τα μεσημέρια, τονίζοντας ότι όταν η γιαγιά έφευγε από το δωμάτιο την ακολουθούσε, αλλά ο παππούς την έπιανε από την κοιλιά και την έσπρωχνε πίσω στο δωμάτιο όπου αφού έκλεινε την πόρτα προέβαινε στα όσα είχε ισχυριστεί. Περαιτέρω επιβεβαίωσε ότι κατά το διάλειμμα της οπτικογράφησης, είπε αυτό που ανάφερε η ΜΚ11 και το οποίο, κατ΄ ισχυρισμό της, πράγματι είχε συμβεί. Δηλαδή ότι σε κάποια περίπτωση που την πείραξε ο παππούς στο δωμάτιο του, έτρεξε στην κουζίνα όπου ήταν η γιαγιά, ο πατέρας, η θεία και ο αδελφός της και τους είπε «τωρά έπιασε με τζιαι που δαμέ (δείχνει με τα δύο της χέρια τη μέση και την κοιλιά της) τζιαι εκούντησε με τζιαι έβαλε την πουλλού του πάνω στο κολί μου τζιαι είπα τους το αλλά δεν με πίστεψαν τζιαι ρώτησε με η γιαγιά «μα ο παππούς σου έκαμε έτσι πράγμα;» τζιαι είπα της ναι». Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι αφενός ο εν λόγω ισχυρισμός της ανήλικης δεν περιέχεται στην οπτικογραφημένη κατάθεσή της και αφετέρου πρώτη φορά είχε εγείρει τέτοιο ισχυρισμό.
Ο εφεσείων και η σύζυγος του απέρριψαν ως αναληθείς τους ισχυρισμούς της ανήλικης. Ισχυρίστηκαν συναφώς ότι ναι μεν κάποια Σαββατοκύριακα, όταν δεν πήγαιναν δουλειά, ξάπλωναν το μεσημέρι για ξεκούραση, αλλά η ανήλικη δεν ξάπλωνε μαζί τους. Μάλιστα μια φορά που το επεδίωξε την έδιωξαν. Σ΄ ό,τι δε αφορά το περιστατικό που η ανήλικη είδε γυμνό τον εφεσείοντα, ισχυρίστηκαν ότι πράγματι μια φορά η ανήλικη μπήκε χωρίς να κτυπήσει την πόρτα του υπνοδωματίου τους και είδε τον παππού της γυμνό ενώ αυτός ντυνόταν μετά που βγήκε από το μπάνιο. Ο παππούς, όμως, έβαλε τις φωνές, με αποτέλεσμα να επέμβει η γιαγιά της η οποία την έδιωξε.
Ο πατέρας της ανήλικης, ισχυρίστηκε ο εφεσείων, ουδέποτε συζήτησε μαζί του για τα όσα η ανήλικη ανάφερε στη μητέρα της και για πρώτη φορά πληροφορήθηκε τα λεγόμενα της όταν τον Σεπτέμβριο (του 2015), του ανάφερε η σύζυγος του πως η εγγονή τους είχε πει στη μητέρα της πως τη χαϊδεύει πονηρά και την ενοχλεί σεξουαλικά, ισχυρισμούς που απέρριψε. Διαφορετική επί του σημείου αυτού ήταν η μαρτυρία της συζύγου του. Τον Αύγουστο (του 2015) ανέφερε, πληροφορήθηκε από τον εγγονό της (το xxx) ότι η αδελφή του είχε παραπονεθεί στη μητέρα της πως ο παππούς την πειράζει και την ενοχλεί. Όταν το άκουσε αυτό, συνέχισε, ρώτησε την εγγονή της τι εννοούσε, αλλά αυτή γέλασε και δεν απάντησε. Τότε, τηλεφώνησε στο γιο της - τον πατέρα της ανήλικης - ο οποίος της επιβεβαίωσε πως πράγματι η πρώην σύζυγος του του είχε αναφέρει και αυτού εκείνη την ημέρα ότι η ανήλικη της είπε την ίδια κουβέντα. Ακούοντας αυτά ξύπνησε τον σύζυγο της και τον ρώτησε «εάν κάνει οτιδήποτε του μωρού», αλλά αυτός ταράχτηκε πάρα πολύ και το αρνήθηκε. Όταν δε ο γιος τους ήλθε στο σπίτι, είχε έντονη συζήτηση με τον πατέρα του για το θέμα αυτό και έκτοτε ο σύζυγος της, όταν έρχονταν τα παιδιά στο σπίτι, περιοριζόταν στο δωμάτιο του και δεν έβγαινε από εκεί. Το ότι ο πατέρας της ανήλικης είχε έντονη συζήτηση για το υπό αναφορά ζήτημα, και ότι έκτοτε, όταν τα παιδιά έρχονταν στο σπίτι ο εφεσείων παρέμενε κλεισμένος στο υπνοδωμάτιο του, το επιβεβαίωσε με τη μαρτυρία της και η θυγατέρα του εφεσείοντα (ΜΥ3).
Τέλος, αμφότεροι απέρριψαν και τον ισχυρισμό της ανήλικης ότι ο παππούς την ενοχλούσε σεξουαλικά όταν χόρευε στο υπνοδωμάτιο τους. Με τον εφεσείοντα να ισχυρίζεται ότι η εγγονή του δεν χόρευε στο υπνοδωμάτιο του και όταν το επεδίωξε μια φορά, την έδιωξε η σύζυγος του και με τη σύζυγο του να ισχυρίζεται ότι άρεσε στην ανήλικη να χορεύει και χόρευε σε όλους τους χώρους του σπιτιού. Τόνισε όμως εμφαντικά ότι ουδέποτε ο παππούς έμεινε μόνος του με την ανήλικη και όσες φορές τα παιδιά έρχονταν στο σπίτι τους, πάντοτε τόσο η ίδια όσο και οι άλλοι - ο πατέρας, ο αδελφός και η θεία της - ήταν εκεί και ποτέ ο σύζυγος της έκανε στην εγγονή τους όσα αυτή ισχυρίζεται.
Η θυγατέρα του εφεσείοντα (ΜΥ3) απέρριψε με τη σειρά της τα όσα η ανήλικη καταλόγισε στον πατέρα της. Γνωρίζει, ανέφερε, ότι ο πατέρας της δεν έχει κάνει αυτά που ισχυρίζεται η ανήλικη αφενός λόγω του τρόπου που μεγάλωσε την ίδια και αφετέρου δεν μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα γιατί πάντοτε βρίσκονταν όλοι στο σπίτι. Με την ανήλικη, τόνισε, είχε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση και γνωρίζει από τις συζητήσεις που είχε μαζί της, την έντονη συναισθηματική φόρτιση της λόγω του χωρισμού των γονιών της γι΄ αυτό και είχε συμβουλεύσει τον αδελφό της να απευθυνθεί σε παιδοψυχολόγο. Περαιτέρω ανάφερε πως αρχικά η ανήλικη ζήλευε όταν γέννησε την κόρη της (την xxx) γιατί έπαυσε να της δείχνει την προσοχή που της έδειχνε προηγουμένως και τόνισε ότι η σχέση της ανήλικης με τον παππού και τη γιαγιά της ήταν καθόλα υγιής και φυσιολογική και κάποιες φορές, τα Σαββατοκύριακα, όταν οι γονείς της δεν πήγαιναν στην εργασία τους, την πήγαιναν βόλτες. Σ΄ ότι δε αφορά τον ισχυρισμό της ανήλικης ότι ξάπλωνε με τον παππού και τη γιαγιά, ανέφερε πως ποτέ δεν είδε να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά την προσωπικότητα της ανήλικης, σχετική είναι η μαρτυρία της δασκάλας, της γιαγιάς και της θείας της ανήλικης και βεβαίως της κλινικής ψυχολόγου.
Η δασκάλα χαρακτήρισε την ανήλικη συνεπές και αρκετά κοινωνικοποιημένο παιδί, με φυσιολογική για την ηλικία της συμπεριφορά και άτομο που δεν έδειχνε να έχει προβλήματα ή που να επιζητούσε την προσοχή. Η γιαγιά ισχυρίστηκε πως η ανήλικη έλεγε ψέματα, κάτι που είχε παρατηρήσει και ο αδελφός της, ενώ η θεία ισχυρίστηκε πως αρχικά η ανήλικη έδειχνε εχθρική έναντι της χχχ - του κοριτσιού που γέννησε - και με κάθε τρόπο επιζητούσε να έχει την προσοχή της, αποδίδοντας τα όσα καταλόγισε στον παππού της στο χωρισμό των γονιών της και στο γεγονός ότι ο πατέρας της σκόπευε να παντρευτεί άλλη γυναίκα και ότι αντέδρασε με τον τρόπο αυτό για να μην τον χάσει.
Η σημαντική όμως μαρτυρία για την προσωπικότητα της ανήλικης προήλθε βεβαίως από την Κλινική Ψυχολόγο, η οποία ετοίμασε σχετική έκθεση αφού συνέλεξε πληροφορίες από τους γονείς της ανήλικης, τους εκπαιδευτικούς του σχολείου, την κοινωνική λειτουργό και αφού είχε έξι συναντήσεις - μεταξύ 8.12.15 και 21.1.16 - με την ανήλικη. Όπως συμπεραίνει στην έκθεση της:-
«Πρόκειται για παιδί που κατά την αξιολόγηση (xxx ετών), παρουσιάζει νοημοσύνη στα πλαίσια του μέσου όρου των παιδιών της ηλικίας της, χωρίς γνωστικές ελλείψεις ή δυσκολίες.
Παρουσιάζει υπέρμετρη εστίαση στην λεπτομέρεια και στην τάξη που διαγράφουν πρώιμα καταναγκαστικά στοιχεία προσωπικότητας, τα οποία σχετίζονται με ασυνείδητη προσπάθεια ελέγχου των αγχογόνων καταστάσεων. Διαγνώστηκαν σημαντικά συναισθηματικά αδιέξοδα σε σχέση με τη ρήξη της οικογενειακής συνοχής λόγω του διαζυγίου των γονέων, γεγονός που δημιούργησε ευαλωτότητα στην xxx και σχετική αποστασιοποίηση στην σχέση της με τους γονείς.
Οι περιγραφές της για την σεξουαλική κακοποίηση από τον παππού είναι λεπτομερείς, συστηματικές και δεν διαφοροποιήθηκαν στην ουσία τους στις διαφορετικές συνεντεύξεις. Είναι σε θέση να διαχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα και δεν διστάζει να μιλήσει για όλα τα συμβάντα της ζωής της χωρίς ντροπή. Παρουσιάζει μια ομαλοποίηση στην πρόωρη σεξουαλική διέγερση και πράξη διαμέσου των αιμομικτικών παιχνιδιών με τον αδελφό της, τα οποία συνδέει με την σεξουαλική κακοποίηση που αναφέρει από τον παππού, χωρίς να κατανοεί τον λόγο».
Η Κλινική Ψυχολόγος, όπως και όλοι οι ΜΚ, υποβλήθηκε σε πολύωρη αντεξέταση. Όμως, ό,τι απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσης, είναι η επισήμανση τριών σημείων που προέκυψαν από την αντεξέτασή της, τα οποία έγιναν δεκτά από την Υπεράσπιση και αποτέλεσαν και αντίστοιχα ευρήματα του Κακουργιοδικείου. Το πρώτο, ότι η ανήλικη είναι «ένα παιδί που προσέλκυε τα βλέμματα των άλλων και μια προσωπικότητα που ήθελε να γίνεται το δικό της», το δεύτερο ότι «επεδίωκε να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής και το τρίτο, ότι «τα πρώιμα καταναγκαστικά στοιχεία (που ανέπτυξε) συνδέονται με την ανάγκη ελέγχου, δηλαδή όταν τα πράγματα είναι στη θέση τους αισθάνεται ότι τα ελέγχει και νοιώθει ασφάλεια ενώ όταν δεν είναι στη θέση τους αναστατώνεται, αγχώνεται και έχει μια καταναγκαστική επιθυμία να τα βάλει πίσω στη θέση τους».
Το Κακουργιοδικείο, εξετάζοντας την ενώπιον του μαρτυρία, δεν κατέληξε σε ομόφωνα συμπεράσματα ως προς το αξιόπιστο της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και κυρίως της ανήλικης. Όμως ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η κρίση της πλειοψηφίας η οποία αποδέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των ΜΚ και της ανήλικης εφόσον, βάσει του άρθρου 77(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, η κρίση της πλειοψηφίας ήταν αρκετή για να κριθεί ο εφεσείων ένοχος στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε (βλ. Κoufou v. Republic (1984) 2 CLR 165 και Μ.Κ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 14/13 ημερ. 20.3.14). Επομένως δεν θα ασχοληθούμε με τους λόγους για τους οποίους η μειοψηφία έκρινε πως δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία των ΜΚ για καταδίκη. Και αυτό για δύο περαιτέρω λόγους. Ο πρώτος, υπό έφεση είναι η καταδικαστική απόφαση της πλειοψηφίας και, ο δεύτερος, οι λόγοι για τους οποίους η μειοψηφία δεν έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία της ανήλικης ενσωματώθηκαν στην επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα για ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης.
H αποδοχή από το Κακουργιοδικείο ως αξιόπιστης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής σε όλες της τις πτυχές, κυρίως της μαρτυρίας της ανήλικης η οποία έγινε αποδεκτή χωρίς ενίσχυση, ήταν προϊόν σχολαστικής αξιολόγησης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά χωρίς να συσχετιστεί και αντιπαραβληθεί η μαρτυρία της ανήλικης με τη μαρτυρία (τουλάχιστον) της γιαγιάς και της θείας της (ΜΥ2 και 3). Η ίδια όμως σχολαστικότατα δεν επιδείχθηκε και για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, της συζύγου και της θυγατέρας του. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος και προς τούτο χρησιμοποιήθηκαν και σημεία από τη μαρτυρία της συζύγου και της θυγατέρας του που ήταν αντίθετα με αντίστοιχα σημεία της δικής του μαρτυρίας, ενώ για τη σύζυγο και τη θυγατέρα του περιορίστηκε να καταγράψει τα ακόλουθα:-
«Σε γενικές γραμμές, θεωρούμε πως η μαρτυρία της Μ.Υ.3 δεν ήταν τόσο υπερβολικά κατασκευασμένη, όσο του κατηγορουμένου και της μητέρας της (Μ.Υ.2) και περιείχε αναφορές που ανταποκρίνονται στην αλήθεια πλην όμως ήταν ταυτόχρονα ολοφάνερη η προσπάθεια της να προστατεύσει τον πατέρα της και να διαψεύσει τη Μ.Κ.2. Όπως έχει ήδη επισημανθεί πιο πάνω, οι αντιφάσεις που έχουν εντοπιστεί στη δική της μαρτυρία, σε σχέση με αυτές των γονιών της, υπερθεματίζουν τη θέση ότι, ο Κατηγορούμενος και η Μ.Υ.2 δεν έχουν αναφέρει την αλήθεια στο Δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, καταλήγουμε χωρίς ενδοιασμό ότι η μαρτυρία του κατηγορουμένου είναι αναξιόπιστη και έτσι απορρίπτεται ως τέτοια και πως και οι Μ.Υ.2 και 3 γενικά κατέθεσαν με γνώμονα την προστασία του κατηγορούμενου από όσα του καταλογίζονται στην παρούσα υπόθεση. Παρόλο που η μαρτυρία του κατηγορουμένου απορρίπτεται στο σύνολό της, θεωρούμε πως κάποιες μόνο αναφορές τόσο της Μ.Υ.2 όσο και της Μ.Υ.3, σε μεγαλύτερο βαθμό, όπως επεξηγείται ανωτέρω, γίνοτναι δεκτές εφόσον είναι κοινώς αποδεκτές και από τις δύο πλευρές.»
Κατ΄ ακολουθία δε των πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο πιο κάτω (τελικό) εύρημα, το οποίο αποτέλεσε και την πραγματική βάση για καταδίκη του εφεσείοντα:-
Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση και δεχόμενες χωρίς επιφύλαξη τη μαρτυρία της Μ.Κ.2 ως πλήρως αξιόπιστη και χωρίς την αναγκαιότητα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, καθίστανται ευρήματα μας πως κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου του 2014 και Αυγούστου του 2015, όταν η Μ.Κ.2 επισκέπτετο την οικία του Κατηγορουμένου για να δει τον πατέρα της κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και το καλοκαίρι, είτε ενώ η Μ.Κ.2 χόρευε στο δωμάτιο του είτε ενώ η γιαγιά της έβγαινε από το δωμάτιο προς την κουζίνα και η Μ.Κ.2 ξεκινούσε να πάει πίσω της αλλά δεν προλάβαινε να βγει από αυτό, ο Κατηγορούμενος την έσπρωχνε στο δωμάτιο, έκλεινε την πόρτα και έτριβε το πέος του στα οπίσθια της πάνω από τα ρούχα. Η Μ.Κ.2 έλεγε στον Κατηγορούμενο να σταματήσει αλλά αυτός της έλεγε «σσσσσς μην φωνάζεις». Επίσης τα μεσημέρια, ενώ ο Κατηγορούμενος, η Μ.Υ.2 και η Μ.Κ.2 ξάπλωναν στο κρεβάτι τους, και ενώ η Μ.Υ.2 κοιμόταν, ο Κατηγορούμενος έβαζε το δάκτυλο του μέσα από τα ρούχα της Μ.Κ.2 και της χάιδευε το στήθος, τα γεννητικά όργανα και τα οπίσθια της. Όλα αυτά έγιναν συνολικά γύρω στις 20 φορές».
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την καταδίκη του, καταλογίζοντας στο Κακουργιοδικείο ότι (α) κατέληξε σε ευρήματα εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα και/ή μεταξύ τους αντικρουόμενα ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των ΜΚ 3, 4, 5, 6 και 11 και ειδικότερα της μαρτυρίας της ανήλικης και της ΜΚ9 (Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3), (β) αξιολόγησε εντελώς εσφαλμένα τη μαρτυρία τόσο του εφεσείοντα όσο και της συζύγου και θυγατέρας του (Λόγος Έφεσης 6) και (γ) εσφαλμένα αντίκρυσε τη μαρτυρία των γονιών της ανήλικης και/ή δεν την αποδέχτηκε, θεωρώντας εσφαλμένα ότι η μη κλήτευσή τους ως μαρτύρων δεν επηρέασε το αξιόπιστο της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής (Λόγοι Έφεσης 4 και 5).
Έχουμε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας και των όσων αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων προέβαλαν και κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.
Να υπενθυμίσουμε κατ΄ αρχάς ότι κατά πάγια νομολογία η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η επέμβαση του Εφετείου είναι επιτρεπτή μόνο όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία (βλ. ενδεικτικά Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 91/2017 ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214 και Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 13-17/2017 ημερ. 4.7.2017 που παραπέμπουν και σε προηγούμενη επί του θέματος νομολογία). Είναι επίσης νομολογημένο ότι είναι αχρείαστη η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της μαρτυρίας, καθώς επίσης και η απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται και το οποίο βάσιμα δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό (βλ. Ανδρόνικου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).
Στην υπό κρίση περίπτωση το Κακουργιοδικείο, αποδεχόμενο στο σύνολο της τη μαρτυρία των ΜΚ 3, 4, 5, 6 και 11, διατύπωσε σειρά ευρημάτων τα οποία δεν ήταν ουσιαστικά για διαμόρφωση τελικής κρίσης ως προς την γνησιότητα ή μη των όσων η ανήλικη καταλόγισε στον παππού της. Με αποτέλεσμα την υπέρμετρη και αχρείαστη ανάλυση της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων, στοιχείο που αποτέλεσε το υπόβαθρο για διατύπωση από τον εφεσείοντα σειράς παραπόνων για ανυπόστατα, παράλογα και/ή αντικρουόμενα μεταξύ τους ευρήματα του Κακουργιοδικείου. Όπως το εύρημα ότι (α) η ανήλικη δεν ήταν παιδί που αναζητούσε την προσοχή (μαρτυρία δασκάλας) και ταυτόχρονα να γίνεται δεκτό πως ήθελε να γίνεται το δικό της και να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής (μαρτυρία Κλινικής Ψυχολόγου), (β) η ανήλικη παραπονέθηκε στη δασκάλα ότι έκλαιγε στην τάξη και την ίδια στιγμή να γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία του Διευθυντή πως η ανήλικη παραπονέθηκε πως έκλαιγε στην αυλή, (γ) δικαιολογημένα ο Διευθυντής δυσκολεύτηκε να διαβάσει την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία και ενόψει τούτου μπορούσε να προσθέσει περαιτέρω αναφορές, (δ) ήταν κατανοητή η αδυναμία της κοινωνικής λειτουργού να μην θυμάται αυτά που η ανήλικη είπε κατά το 30λεπτο διάλειμμα της οπτικογράφησης, (ε) η αστυνομία επέδειξε αρχικά απροθυμία να εξετάσει την καταγγελία, την οποία αναγκάστηκε να εξετάσει λόγω της δυναμικής παρέμβασης της Κοινωνικής Λειτουργού, και άλλα παρόμοια τα οποία δεν χρειάζονται να αναφέρουμε κατ' εφαρμογή του δικαστικού λόγου της Ανδρόνικου (ανωτέρω). Και αυτό γιατί τα υπό αναφορά ευρήματα, ως και τα αντίστοιχα παράπονα του εφεσείοντα, δεν είχαν θέση στην πρωτόδικη απόφαση εφόσον το σχετικό και ουσιώδες από τη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων ήταν να μεταφέρουν στο Δικαστήριο το τι τους είπε η ανήλικη για την κατ' ισχυρισμό σεξουαλική της παρενόχληση και τίποτα περισσότερο. Επ' αυτού δε, όχι μόνο δεν υπήρξε ουσιαστική διαφωνία της Υπεράσπισης αλλά αντίθετα οι σχετικές αναφορές της ανήλικης αποτέλεσαν και τη βάση προς διατύπωση της θέσης ότι η εκδοχή της ανήλικης δεν θα έπρεπε να κριθεί αξιόπιστη λόγω της ανακολουθίας των όσων αυτή ανέφερε στους μάρτυρες αυτούς και των όσων εντέλει ισχυρίστηκε στην οπτικογραφημένη κατάθεση της.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, οι αιτιάσεις του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων δεν έπρεπε να κριθεί αξιόπιστη και ως εκ τούτου τα συνακόλουθα ευρήματα του Κακουργιοδικείου είναι αυθαίρετα και/ή συγκρουόμενα μεταξύ τους, είναι χωρίς σημασία για την τύχη της έφεσης και ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Παρόμοιες παρατηρήσεις γίνονται και σε σχέση με τη μαρτυρία της Κλινικής Ψυχολόγου (ΜΚ9), εφόσον το πόρισμα της σ' ότι αφορά την προσωπικότητα της ανήλικης - το οποίο καταγράφεται πιο πάνω - όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, αλλά αποτέλεσε και τη βάση για προώθηση της θέσης ότι τα όσα καταλόγισε η ανήλικη στον παππού της ήταν προϊόν της επιθυμίας της να καταστήσει τον εαυτό της κέντρο προσοχής του οικογενειακού της περιβάλλοντος και, περαιτέρω, συνιστούσε αντίδραση στο χωρισμό των γονιών της και στον επικείμενο γάμο του πατέρα της με άλλη γυναίκα. Θέση που στήριξε περαιτέρω και στα τρία ευρήματα του Κακουργιοδικείου, τα οποία καταγράφονται ανωτέρω στη σελίδα 20. Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω, δεν απαιτείται η επανάληψη των νομολογιακών αρχών ως προς τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας ενός πραγματογνώμονα και δη μιας κλινικής ψυχολόγου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, θέμα το οποίο πραγματεύεται η Ομήρου (ανωτέρω) εφόσον το πόρισμα της ΜΚ9 ως προς την προσωπικότητα της ανήλικης δεν αμφισβητείται.
Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε πως τα όποια παράπονα του εφεσείοντα συνδέονται με τη μαρτυρία της Κλινικής Ψυχολόγου και τα συνακόλουθα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται.
Παρέμειναν - σ' ό,τι αφορά τους Λόγους Έφεσης 1,2,3 και 6 - τα παράπονα που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ανήλικης, του εφεσείοντα, της συζύγου και της θυγατέρας του. Παράπονα άμεσα συνυφασμένα και με το παράπονο του εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω του ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν συμπεριέλαβε στον κατάλογο των ΜΚ τους γονείς και τον αδελφό της ανήλικης οι οποίοι, σύμφωνα με τη θέση του, ήταν ουσιώδεις για την υπόθεση μάρτυρες.
Όπως σημειώνεται πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της ανήλικης «ως πλήρως αξιόπιστη και χωρίς την αναγκαιότητα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας».
Σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο ίσχυε μέχρι τις 6.3.2009, ουδείς θα μπορούσε να καταδικαστεί βάσει ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού - όπως είναι η παρούσα περίπτωση - χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Ο κανόνας όμως αυτός καταργήθηκε από το Ν.14(1)/2009[3] και έκτοτε τέτοια ενίσχυση ή αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου, δεν είναι απαραίτητη. Ωστόσο η κατάργηση του υπό αναφορά κανόνα δεν εμποδίζει το Δικαστήριο στη βάση των ιδιαζόντων περιστατικών της κάθε υπόθεσης, να μην προχωρήσει σε καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ή χωρίς να προβεί σε αυτοπροειδοποίηση κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του παιδιού (βλ. Δίκαιο της Απόδειξης των Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη, σελ. 98 που παραπέμπει στις R. v. Makanjuola (1995) 3 All E. R. 730, R. v. IA (2013) EWCA Crim 1308, R. v. Barker (2010) EWCA Crim 4 και R. v. L. (1999) Crim LA 489). Εν πάση περιπτώσει, σε υποθέσεις όπως η παρούσα, το Δικαστήριο πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό ώστε να εξαλείφεται (κατά το δυνατό) ο κίνδυνος καταδίκης προσώπων στη βάση ποιοτικά αδύνατης μαρτυρίας που προέρχεται μόνο από παιδί.
Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, παρόλο που το Κακουργιοδικείο εντόπισε ανακολουθίες στα όσα διαδοχικά η ανήλικη καταλόγισε στον παππού της και παρόλο που αυτή κατά την αντεξέταση αναγνώρισε ότι είπε κάποια ψέματα, εντούτοις θεώρησε πως τα ψεγάδια αυτά δεν έπληξαν την αξιοπιστία της. Επί τούτου δικαιολόγησε (α) τις ανακολουθίες στην εκδοχή της ότι ήταν «απολύτως φυσιολογικό αλλά και αναμενόμενο στις τόσες φορές και υπό τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε περίπτωση, και αναλόγως και του άγχους που κυριαρχούσε τη Μ.Κ.2 κάθε φορά, οι αναφορές της στα όσα κατ' ισχυρισμό της έκανε ο παππούς στο δωμάτιο να μη είναι ταυτόσημες και με τις ίδιες λέξεις. Έχουμε ήδη δεχθεί και καταγράψει αναλυτικά όλες τις αναφορές της Μ.Κ.2 για το τι της έκανε ο παππούς ενώ ήταν και οι δύο όρθιοι στο δωμάτιο. Μέσα από τις διάφορες αυτές αναφορές προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως η βασική εκδοχή της Μ.Κ.2 αναφορικά με τις πράξεις του Κατηγορουμένου παρέμειναν αναλλοίωτες και συνεπείς» και (β) τα ψέματα που είπε, στη βάση ότι τα διόρθωσε και ζήτησε (από το Δικαστήριο) συγνώμη και ως εκ τούτου «η όλη της συμπεριφορά επί τούτου σαφώς δεν έδειχνε ένα παιδί με γενική τάση και ροπή προς το ψέμα αλλά αντιθέτως ένα παιδί με συνείδηση και επίγνωση του πότε έλεγε ψέματα και που προέβαινε σε άμεση προσπάθεια αποκατάστασης της αλήθειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στάσης της ήταν η αναφορά της στην οπτικογραφημένη της κατάθεση για το πώς άκουσε τη φράση «σεξουαλική παρενόχληση», για το οποίο γίνεται αναφορά ανωτέρω. Όταν της τέθηκε στην αντεξέταση της αυτή η αναφορά με την υποβολή ότι είπε ψέματα, η ίδια πολύ ορθώς παραδέχθηκε ότι είπε ψέματα λέγοντας ταυτόχρονα ότι ζήτησε συγνώμη και το διόρθωσε. Επίσης κατά την αντεξέταση της υπενθυμίζουμε ότι μετά που είπε ότι ο Κατηγορούμενος της έκλεινε το στόμα, αμέσως μετά ανέφερε ότι δεν γινόταν κάτι τέτοιο και σε υποβολή ότι είπε ψέματα για τούτο, η Μ.Κ.2 εύστοχα απάντησε και πάλι πως το είχε διορθώσει. Επίσης σε ερωτήσεις αναφορικά με το κατά πόσο όταν πήγαινε να χορέψει στο δωμάτιο του Κατηγορουμένου αυτός ήταν ήδη εκεί ή πήγαινε εκεί, αυτή τελικώς είπε «Τις παραπάνω φορές, να το διορθώσω, τις παραπάνω φορές δεν ήταν μέσα τζιαι επήαινα τζιαι εχόρευκα τζιαι έρκετουν». Αυτή η συμπεριφορά είναι αποκαλυπτική και αντιπροσωπευτική ενός παιδιού που δεν χαρακτηρίζεται από τάση να λέει ψέματα αλλά ενός αθώου παιδιού που δεν θέλει ούτε αισθάνεται καλά να λέει ψέματα και έτσι όχι μόνο επαναφέρει την αλήθεια αλλά νιώθει και τις ενοχές και τύψεις του και απολογείται για τούτο». Με κατάληξη, εντέλει, της αποδοχής της μαρτυρίας της ως πλήρως αξιόπιστης στη βάση της υποκειμενικής και μόνο εντύπωσης που αποκόμισε κατά την ενώπιον του διαδικασία.
Έχουμε εξετάσει πολύ προσεκτικά τη μαρτυρία της ανήλικης υπό το πρίσμα του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και λάβαμε σοβαρά υπόψη ότι κατά τη δίκη η ανήλικη ήταν ηλικίας xxx χρονών και τα όσα καταλόγισε στον παππού της είχαν διαπραχθεί 2 χρόνια προηγουμένως. Επιπρόσθετα λάβαμε υπόψη την πολύ ευνοϊκή εντύπωση που είχε κάνει η ανήλικη στο Κακουργιοδικείο, σε βαθμό που οι ανακολουθίες στην εκδοχή της και τα ψέματα που η ίδια αναγνώρισε ότι είπε να μην δημιουργήσουν ούτε καν υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ασφάλεια της καταδικαστικής ετυμηγορίας.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της ανήλικης για δύο λόγους.
Ο πρώτος, γιατί περιορίστηκε μόνο στην υποκειμενική εντύπωση που αποκόμισε για την αξιοπιστία της χωρίς ταυτόχρονα να συσχετίσει, αντιπαραβάλει και διερευνήσει αντικειμενικά τις εκατέρωθεν εκδοχές και χωρίς να θέσει την εκατέρωθεν μαρτυρία στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και ποιότητας ώστε η εντέλει αποδοχή της μαρτυρίας της ανήλικης να μη συναρτάται μόνο από την εξωτερική εντύπωση που προκάλεσε (Rana κ.α. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489, Γεώργιος & Σπύρος Τσιαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, Σκορδέλλη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.16, ECLI:CY:AD:2016:B267 και Κασάπης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 317/14 ημερ. 26.1.17, ECLI:CY:AD:2017:B24). Συγκεκριμένα: Με βάση το σύνολο της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, θα αναμενόταν να προβληματιστεί κατά πόσο (α) τα συναισθηματικά αδιέξοδα που διάγνωσε η Κλινική Ψυχολόγος στην προσωπικότητα της ανήλικης, σε σχέση με τη ρήξη της οικογενειακής συνοχής λόγω του διαζυγίου των γονιών της, ήταν δυνατό να είχαν αντίκτυπο στην εκδοχή της, (β) η εκδοχή της ανήλικης είχε επηρεαστεί ή η ίδια είχε εγκλωβιστεί ως αποτέλεσμα της σπουδής της δασκάλας να τη διαβεβαιώσει εξαρχής - ενώ θα έπρεπε να τηρήσει ουδέτερη στάση για ευνόητους λόγους - ότι την πιστεύει και να την επαινέσει για το θάρρος της να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία, (γ) ήταν δυνατό ο παππούς να παρενοχλούσε την ανήλικη συστηματικά για ένα και πλέον χρόνο και οι υπόλοιποι που πάντα βρίσκονταν στο σπίτι - ο πατέρας, η γιαγιά, η θεία και ο αδελφός της - να μην αντιληφθούν το παραμικρό, (δ) ήταν δυνατό σε μια περίπτωση η ανήλικη να κατάγγειλε τον παππού της στον πατέρα, γιαγιά, θεία και αδελφό της ότι αμέσως προηγουμένως την έπιασε από τη μέση και την κοιλιά και έβαλε «την πουλλού του πάνω στο κολί της» και απλώς αυτοί να μην την πιστέψουν, χωρίς να πράξουν οτιδήποτε άλλο και (ε) η απόρριψη των ισχυρισμών της ανήλικης από όλα τα πρόσωπα του οικογενειακού της περιβάλλοντος - κυρίως από τον πατέρα, γιαγιά, θεία και αδελφό που είχαν άμεσες παραστάσεις για τη συμπεριφορά του παππού έναντι της ανήλικης - είχε έρεισμα και
Ο δεύτερος αφορά την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τη μη κλήτευση των γονιών και του αδελφού της ανήλικης ως μαρτύρων κατηγορίας. Επί του προκειμένου το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στις Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 και Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 17, ναι μεν αναγνώρισε πως η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης πλην εκείνων τους οποίους θεωρεί αναξιόπιστους, αλλά θεώρησε πως η μη συμπερίληψη των γονιών και του αδελφού της ανήλικης στον κατάλογο μαρτύρων και η μη κλήτευσή τους δεν επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία των υπολοίπων ΜΚ και γενικότερα την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής. Και αυτό στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:-
«Στην παρούσα υπόθεση η μη συμπερίληψη των εν λόγω προσώπων στον Κατάλογο Μαρτύρων αφ' εαυτής υποδηλώνει την αντίληψη της Κατηγορούσας Αρχής πως δεν θεωρεί πως αυτά θα πρόσφεραν ουσιώδη ή αξιόπιστη μαρτυρία, χωρίς να είναι αναγκαία η οποιαδήποτε ρητή δήλωση εκ μέρους της περί τούτου. Άλλωστε, όπως έχει διαφανεί μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, οι γονείς έδωσαν δύο καταθέσεις, η πρώτη στις 20.11.15 και η δεύτερη στις 24.11.15. Μάλιστα η πρώτη ήταν ανοικτή κατάθεση η οποία οδήγησε στην ανάγκη λήψης της δεύτερης ανακριτικής καθότι τότε θεωρήθηκαν ύποπτοι για το αδίκημα της παράλειψης καταγγελίας για σεξουαλική κακοποίηση της κόρης τους, ενώ δεν έχει προκύψει πως τελικώς καταχωρίστηκε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση εναντίον τους. Σύμφωνα δε με την υπόλοιπη μαρτυρία που προσάχθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, προκύπτει σαφώς πως η Μ.Κ.2 δεν τους είχε αποκαλύψει ακριβώς τι κατ' ισχυρισμόν της έκανε ο Κατηγορούμενος σε βαθμό που αυτοί δεν κατάλαβαν πως η Μ.Κ.2 έκανε αναφορά σε ισχυριζόμενη σεξουαλική κακοποίηση της από τον Κατηγορούμενο, ούτως ώστε αυτή η μαρτυρία να μην κρίνεται πειστική, ουσιώδης ή βοηθητική για την Κατηγορούσα Αρχή. Όσον δε αφορά τον αδελφό, αυτός είναι και πάλι ανήλικος, εμπλεκόμενος σε αιμομικτική σχέση με τη Μ.Κ.2, επομένως η άποψη της Κατηγορούσας Αρχής να τον θεωρήσει ως αναξιόπιστο είναι βάσιμη και λογική. Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της Υπεράσπισης πως η σχέση αυτών των προσώπων με τη Μ.Κ.2, και ειδικότερα των γονέων της, από μόνη της αυτόματα οδηγεί στο συμπέρασμα πως αυτοί νοιάζονταν για τη Μ.Κ.2, θα την προστάτευαν και θα έλεγαν μόνο την αλήθεια στο Δικαστήριο.
Εξάλλου δεν παραγνωρίζουμε πως οι καταθέσεις όλων αυτών των προσώπων ήταν μέρος του μαρτυρικού υλικού που είχε δοθεί στην Υπεράσπιση, εξ ου και αυτές ζητήθηκαν να κατατεθούν (για περιορισμένο έστω σκοπό) από την Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση μαρτύρων κατηγορίας, και υπήρχε κάθε δυνατότητα να κληθούν από την Υπεράσπιση εάν αυτή τους θεωρούσε χρήσιμους μάρτυρες για την Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου. Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22.»
Η πιο πάνω νομολογιακή αρχή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20 και έκτοτε παγιώθηκε από τις Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, Ισίδωρου ν. GM Christofi Enterprises Ltd (1998) 2 Α.Α.Δ. 204, Κλεοβούλου (ανωτέρω), Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657, Τυμπιώτης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, Rana κ.α. (ανωτέρω), Κυριάκου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 15/2013 ημερ. 20.3.14, ECLI:CY:AD:2014:B209, και Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 9/17 ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:D213, με την επισήμανση ότι η κυπριακή νομολογία επί του θέματος υιοθέτησε αντίστοιχη αγγλική. Κυρίως τις R v. Oliva [1965] Vol. 49 Cr. App. R. 298, R v. Liverpool Crown Court, ex p. Roberts [1986] 622 Crim. L. R., R. v. Russel Jones [1995] Cr. App. R. 538 και Brown v. R. [1997] 1 Cr. App. R. 112.
Έχουμε υπόψη την εξέλιξη της νομολογίας (ως ανωτέρω) επί του θέματος, πλην όμως θα περιοριστούμε στο πώς εφάρμοσε το Κακουργιοδικείο την υπό αναφορά νομολογιακή αρχή. Επί του προκειμένου είναι αρκετό να σημειώσουμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις που η Κατηγορούσα Αρχή δεν συμπεριελάμβανε στον κατάλογο μαρτύρων ουσιώδεις μάρτυρες ούτε καλούσε τέτοιους μάρτυρες στο εδώλιο του μάρτυρα, πάντα έδινε εξήγηση. Στην παρούσα περίπτωση τέτοια εξήγηση δεν έδωσε, με αποτέλεσμα το Κακουργιοδικείο να αισθανθεί την ανάγκη να δώσει το ίδιο εξήγηση και μάλιστα αυθαίρετη. Έκρινε συναφώς πως κατά την αντίληψη της Κατηγορούσας Αρχής οι γονείς και ο αδελφός της ανήλικης «δεν θα προσέφεραν ουσιώδη ή αξιόπιστη μαρτυρία», η ανήλικη «δεν τους είχε αποκαλύψει ακριβώς τι κατ΄ ισχυρισμό της έκανε ο Κατηγορούμενος», δεν συμμερίστηκε τη θέση της Υπεράσπισης ότι οι γονείς της ανήλικης, λόγω της ιδιότητας αυτής, «νοιάζονταν για τη ΜΚ2, θα την προστάτευαν και θα έλεγαν μόνο την αλήθεια στο Δικαστήριο» και εν πάση περιπτώσει η Υπεράσπιση είχε τη δυνατότητα να τους καλέσει ως μάρτυρες «εάν αυτή τους θεωρούσε χρήσιμους μάρτυρες». Διαφωνούμε ριζικά με αυτή την προσέγγιση. Το ότι τα πρόσωπα αυτά, ως έχοντα άμεσες παραστάσεις για τη συμπεριφορά του παππού έναντι της ανήλικης, ήταν ουσιώδεις μάρτυρες είναι πρόδηλο. Τοσούτω μάλλον όταν, κατ΄ ισχυρισμό της ανήλικης, σε μια περίπτωση που την ενόχλησε σεξουαλικά ο παππούς της, τον κατάγγειλε αμέσως και στον πατέρα και αδελφό της, ισχυρισμός, που στην περίπτωση που επιβεβαιωνόταν με τη μαρτυρία τους, θα συνιστούσε στοιχείο ενισχυτικής μαρτυρίας ως άμεσο παράπονο. Το ότι η ανήλικη δεν τους είχε αποκαλύψει επακριβώς τι κατ΄ ισχυρισμό της έκανε ο παππούς, δεν ΄ήταν το ουσιώδες εφόσον ούτε στη δασκάλα και στο διευθυντή προέβη σε τέτοια αποκάλυψη και όμως αμφότεροι κλήθηκαν ως μάρτυρες. Το πιο σημαντικό όμως είναι το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι το γεγονός ότι οι γονείς της ανήλικης, λόγω μόνο της ιδιότητας τους αυτής, δεν ήταν αφ΄ εαυτού στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτοί νοιάζονταν για την ανήλικη και ότι θα έλεγαν στο Δικαστήριο την αλήθεια, το οποίο κατά την άποψή μας συνιστά νομικό ολίσθημα εφόσον (ουσιαστικά) τους έκρινε χωρίς να τους ακούσει. Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά την επίκληση από το Κακουργιοδικείο της Θεοχάρους (ανωτέρω), είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι και σε εκείνη την υπόθεση - όπως και στις Rana και Ιωάννου (ανωτέρω) - δόθηκαν ικανοποιητικές εξηγήσεις από την Κατηγορούσα Αρχή για τη μη κλήτευση συγκεκριμένου μάρτυρα και είναι στη βάση των εξηγήσεων αυτών που κρίθηκε πως η Υπεράσπιση θα μπορούσε να τους καλέσει.
Στη βάση των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η μη κλήση των γονιών και του αδελφού της ανήλικης ως μαρτύρων από την Κατηγορούσα Αρχή, όπως τη δικαιολόγησε το Κακουργιοδικείο από μόνο του και στη συνέχεια περιέπλεξε το ζήτημα αυτό με το έργο της αξιολόγησης, έπληξε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη που αποτελεί από μόνο του στοιχείο για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, επιπρόσθετα από την ποιοτικά αδύνατη μαρτυρία της ανήλικης.
Για όλα τα πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
[1] Οι υπ΄ αρ. 7, 8 και 9 Λόγοι Έφεσης αποσύρθηκαν κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, όπως αποσύρθηκαν και οι 4 Λόγοι Έφεσης εναντίον της ποινής των 7 χρόνων που του επιβλήθηκε.
[2] Τον Νοέμβριο του 2015 η ανήλικη φοιτούσε στην Δ΄ τάξη Δημοτικού.
[3] 9. Για την απόδειξη οποιουδήποτε αδικήματος δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία του παιδιού.