ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B510
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 45/2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
23 Νοεμβρίου, 2018
xxx ΠΑΝΑΓΗ
Εφεσείοντας
και
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
*******************************
Μιχάλης Νεοκλέους, για τον Εφεσείοντα
Αντρέας Αριστείδης, για την Εφεσίβλητη, Δημοκρατία
Εφεσείων παρών
*******************************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε δύο κατηγορίες για ανθρωποκτονία εδραζομένης στο άρθρο 205(1) του Ποιν. Κώδικα Κεφ. 154, (κατηγορίες 8 και 9) σε μία κατηγορία για κατοχή πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β (κατηγορία 3), για μεταφορά του ίδιου όπλου (κατηγορία 4), για κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς την άδεια του επιθεωρητή εκρηκτικών υλών (κατηγορία 5), για μεταφορά των ίδιων εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια και για χρήση των εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια (κατηγορία 6).
Αρχικά αντιμετώπιζε και δύο κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτης κατά παράβαση του άρθρου 203 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 1 και 2) η διαδικασία των οποίων διακόπηκε μετά την προσθήκη των κατηγοριών 8 και 9 για ανθρωποκτονία και την παραδοχή του εφεσείοντα στις νέες κατηγορίες. Του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο η ποινή της 17ετούς φυλάκισης στις κατηγορίες 8 και 9, οι οποίες να συντρέχουν, ενώ δεν επιβλήθηκε καμιά ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες τις οποίες είχεν επίσης παραδεχθεί. Το ύψος της ποινής φυλάκισης αμφισβητεί ο εφεσείων με την παρούσα έφεση ως έκδηλα υπερβολική και ότι δεν συνάδει με το επιβαρυμένο μακρύ και χρόνιο ιατρικό μητρώο του εφεσείοντα, ο οποίος από την ηλικία των 15 ετών είχε διαγνωσθεί με σχιζοφρένεια.
Παραθέτουμε κατωτέρω τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως είχαν τεθεί ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής και τα οποία καταγράφονται στην αρχή της πρωτόδικης απόφασης:
«Ο κατηγορούμενος διέμενε με τους γονείς του στη Λεμεσό. Το θύμα ΧΧΧ Γεωργίου, ήταν θείος του κατηγορουμένου, αδελφός της μητέρας του. Ο ΧΧΧ Γεωργίου ήταν νυμφευμένος με το δεύτερο θύμα, την ΧΧΧ Γεωργίου. Αμφότερα τα θύματα κατοικούσαν στο χωριό ΧΧΧ ΧΧΧ ΧΧΧ.
Σε δωμάτιο της κατοικίας όπου διέμενε ο κατηγορούμενος, υπήρχε μεταλλικός φωριαμός, στον οποίο ο αδελφός του κατηγορουμένου, ΧΧΧ Παναγή, που εργαζόταν ως θηροφύλακας, φύλαττε το υπηρεσιακό του πιστόλι. Το εν λόγω πιστόλι ήταν τοποθετημένο σε δερμάτινη θήκη και έφερε έμφορτο γεμιστήρα με φυσίγγια. Στον προαναφερθέντα φωριαμό βρισκόταν και ο εφεδρικός γεμιστήρας του πιστολιού που ήταν επίσης έμφορτος. Οι δύο γεμιστήρες περιείχαν συνολικά 25 φυσίγγια. Ο εν λόγω φωριαμός ήταν κλειδωμένος με φορητή μεταλλική κλειδαριά, το κλειδί της οποίας βρισκόταν στην κατοχή του ΧΧΧ Παναγή.
Την 6.5.15 ο κατηγορούμενος εγκατέλειψε την κατοικία του περί τις 0600 μεταφέροντας μαζί του και το πιο πάνω αναφερόμενο έμφορτο πιστόλι. Το πιστόλι περιήλθε στην κατοχή του, αφού προηγουμένως ξεκλείδωσε τον μεταλλικό φωριαμό χρησιμοποιώντας κλειδιά, τα οποία είχε στο μεταξύ εξασφαλίσει, κάτω από άγνωστες προς την κατηγορούσα αρχή συνθήκες. Οδηγώντας το όχημά του και διανύοντας απόσταση περί τα 33 χιλιόμετρα, μετέβη στον ΧΧΧ ΧΧΧ ΧΧΧ, όπου βρισκόταν το χωράφι των θυμάτων. Περί τις 07:00 στάθμευσε το αυτοκίνητό του σε δρόμο πλησίον του χωραφιού των θυμάτων και ακολούθως μετέβη πεζός σε αυτό και περίμενε τα θύματα.
Τα θύματα αφίχθησαν με το αυτοκίνητό τους στο εν λόγω χωράφι δέκα περίπου ώρες αργότερα περί τις 17.00. Ο κατηγορούμενος πυροβόλησε εναντίον τους με το πιστόλι που είχε στην κατοχή του. Οι σφαίρες έπληξαν το ΧΧΧ Γεωργίου τρεις φορές, εκ των οποίων η μία στο κεφάλι, και την ΧΧΧ Γεωργίου έξι φορές σε όλο της το σώμα. Στη συνέχεια εγκατέλειψε τη σκηνή με το αυτοκίνητό του και επέστρεψε στην κατοικία του. Αφού καθάρισε το πιστόλι και αντικατέστησε τα φυσίγγια στο γεμιστήρα, τοποθέτησε αυτό στο μεταλλικό φωριαμό, τον οποίο κλείδωσε.
Τα θύματα εντοπίστηκαν νεκρά από φιλικό τους πρόσωπο, μέσα σε παράγκα που βρισκόταν στο προαναφερθέν χωράφι τους, την 7.5.15 και περί ώρα 21:30. Διενεργήθηκε η νενομισμένη νεκροτομή επί των σορών των θυμάτων. Από τη νεκροτομή προέκυψε ότι ο θάνατος του ΧΧΧ Γεωργίου, προήλθε από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συνεπεία πυροβολισμού και της ΧΧΧ Γεωργίου από πολυτραυματισμό, συνεπεία πυροβολισμών.
Την 8.5.15 μέλη του ΤΑΕ Λεμεσού ερεύνησαν την κατοικία όπου διέμενε ο κατηγορούμενος με τη συγκατάθεση του πατέρα του, ΧΧΧ Παναγή. Ο κατηγορούμενος κατά την άφιξη της αστυνομίας, κλείστηκε στο υπνοδωμάτιο του ασφαλίζοντας την πόρτα και τοποθετώντας έπιπλο πίσω από αυτήν. Τελικά η είσοδος επετεύχθη κατόπιν παραβίασης της συγκεκριμένης πόρτας.
Εναντίον του κατηγορουμένου εκδόθηκε την 9.5.15 ένταλμα σύλληψης που παρέμεινε σε εκκρεμότητα, αφού αυτός είχε ήδη μεταφερθεί στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας, δυνάμει δικαστικού εντάλματος για υποχρεωτική νοσηλεία. Την 12.5.15 οι θεράποντες ιατροί του κατηγορουμένου, ανέφεραν στους ανακριτές ότι η κατάσταση της ψυχικής του υγείας παρουσίασε βελτίωση και ότι ήταν σε θέση να αντιληφθεί τους λόγους σύλληψής του. Ως εκ τούτου ο κατηγορούμενος συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος την 13.5.15. Έκτοτε παραμένει υπό κράτηση.
Σύμφωνα με το ψυχίατρο Η.Ν, που παρακολουθούσε τον κατηγορούμενο τα τελευταία δεκαπέντε έτη, ο τελευταίος είναι ιδιαίτερα επιθετικός και επικίνδυνος καθώς πάσχει από παρανοειδή σχιζοφρένεια με σοβαρές διαταραχές της σκέψης και εχθρικά παραληρήματα. Ο κατηγορούμενος, λόγω της ψυχικής ασθένειας που αντιμετωπίζει, είχε στο παρελθόν νοσηλευτεί:
(α) Στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας, κατόπιν δικαστικού διατάγματος, τον Ιούνιο του 2000 λόγω παρατεταμένης επιθετικής και βίαιης συμπεριφοράς. Διαπιστώθηκε διαταραχή της προσωπικότητάς του.
(β) Τον Αύγουστο του 2000, λόγω νέου επεισοδίου επίθεσης εναντίον συγγενικού του προσώπου. Ο κατηγορούμενος εξετάσθηκε από ψυχιάτρους στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού και διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για άτομο με ψύχωση επί οργανικού εδάφους. Κρίθηκε άκρως επικίνδυνος.
(γ) Τον Ιανουάριο του 2001 εισήχθη στη Ψυχιατρική Κλινική του Νοσοκομείου Λεμεσού λόγω επικίνδυνης και επιθετικής συμπεριφοράς.
(δ) Τον Αύγουστο του 2011 εισήχθη στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας καθώς διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σχιζοφρένεια με ιδέες δίωξης και παρακολούθησης, αποδιοργανωμένη σκέψη και παραληρητικές ιδέες. Κρίθηκε επικίνδυνος για άλλα άτομα.
(ε) Το Νοέμβριο του 2012 εισήχθη στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας καθώς κρίθηκε επικίνδυνος λόγω ακουστικών ψευδαισθήσεων.
Ο ψυχίατρος Λ.Σ, αφού προηγουμένως εξέτασε τον κατηγορούμενο και μελέτησε το ιατρικό ιστορικό του, συνέταξε έκθεση αναφορικά με τη ψυχική/νοητική κατάσταση αυτού κατά τον ουσιώδη χρόνο. Κατέληξε στα πιο κάτω:
i. Ο κατηγορούμενος γνώριζε τη φύση και την ποιότητα των πράξεων του, δηλαδή γνώριζε ότι οι πράξεις του θα επέφεραν το θάνατο των θυμάτων.
ii. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η πλήξη των θυμάτων με πυροβόλο όπλο ήταν άνομη πράξη που είχε συνέπειες.
iii. Ο κατηγορούμενος γνώριζε εκ των προτέρων ότι η πράξη ήταν άνομη και συνεπώς ότι όφειλε να απέχει από τη διενέργειά της.
iv. Ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να προσχεδιάσει και να εκτελέσει σύμφωνα με τον προσχεδιασμό τις εγκληματικές πράξεις.
Ο κατηγορούμενος λόγω της παρόρμησης που του δημιουργούσε η ψυχική νόσος από την οποία υπέφερε, είχε μειωμένες αντιστάσεις στην άσκηση αυτοελέγχου. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο λόγος που πυροβόλησε τα δύο θύματα ήταν γιατί, λόγω των παραληρητικών του ιδεών, πίστευε ότι τα θύματα είχαν «σατανιστικές ιδιότητες».
Ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Ενώπιον του Δικαστηρίου κατατέθηκε και η έκθεση του γιατρού Γ.Κ. Στην έκθεση αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η κρίση του κατηγορουμένου ήταν μειωμένη, εντούτοις γνώριζε ότι η πλήξη των θυμάτων με πυροβόλο όπλο αποτελούσε άνομη πράξη που θα είχε συνέπειες.»
Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα όπως και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του ιδίου του εφεσείοντα. Αναγνωρίζει ότι η έντονη συναισθηματική φόρτιση ή ψυχοπάθεια κάποιου ατόμου συνιστούν ελαφρυντικούς παράγοντες, παραθέτοντας νομολογία ως προς τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή ποινής στις περιπτώσεις των ατόμων αυτών (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 613), που είναι ο βαθμός ευθύνης του αδικοπραγούντος, το πόσο επικίνδυνος μπορεί να είναι στην κοινωνία και για πόση χρονική περίοδο.
Το Κακουργιοδικείο τονίζει στην απόφαση του ότι οι επί μέρους ενέργειες του εφεσείοντα δηλαδή ότι απέσπασε τα κλειδιά του φωριαμού του αδελφού του, άνοιξε το φωριαμό και πήρε το όπλο και τις σφαίρες, οδήγησε το όχημα στο μέρος που ανέμενε ότι θα πήγαιναν τα θύματα διανύοντας 33 χιλιόμετρα και ότι τα ανέμενε για 10 ώρες καταδεικνύουν προσχεδιασμό και οργάνωση.
Δεν παρέμεινε μόνο στο σχολιασμό των ενεργειών του εφεσείοντα πριν το έγκλημα αλλά τονίζει στην απόφαση και εκείνες που ακολούθησαν προς το σκοπό συγκάλυψης του εγκλήματος, δηλαδή ότι επέστρεψε στην οικία του, καθάρισε το όπλο και αφού αντικατάστησε τα φυσίγγια στο γεμιστήρα το τοποθέτησε πάλι στο φωριαμό και τον κλείδωσε.
Μεγάλο μέρος της απόφασης του Κακουργιοδικείου αναλώνεται στην παράθεση του ιστορικού των ψυχικών προβλημάτων του εφεσείοντα δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι η σχιζοφρένεια εμφανίστηκε από την ηλικία των 15 ετών, εξού και εγκατέλειψε το σχολείο. Τονίζεται περαιτέρω ότι λόγω της πάθησης του αυτής νοσηλεύθηκε κατά διάφορα χρονικά διαστήματα στο ψυχιατρείο και ότι έχρηζε και χρήζει συνεχούς ψυχιατρικής θεραπείας ενώ τα τελευταία 15 χρόνια είναι επιθετικός και επικίνδυνος για άλλα άτομα.
Έκρινε ότι ο χειρισμός του εφεσείοντα από τις ψυχιατρικές υπηρεσίες αποτελούσε μετριαστικό παράγοντα, ενόψει της μικρής κάθε φορά διάρκειας νοσηλείας του σε ψυχιατρικά κέντρα και ότι με την κατάλληλη θεραπεία ενδεχομένως να ήταν σε θέση να ασκήσει καλύτερο έλεγχο των πράξεων του και να απείχε από τη διάπραξη αποτρόπαιων εγκλημάτων.
Ειδική αναφορά το Κακουργιοδικείο κάμνει στην απόφαση του σε υποθέσεις στις οποίες οι κατηγορούμενοι ήταν άτομα με διαταραγμένο ψυχισμό ή και με σοβαρότερες ψυχωτικές διαταραχές απ΄εκείνες του εφεσείοντα και επιβλήθηκαν πολυετείς ποινές φυλάκισης για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας που αντιμετώπιζαν (Λεμή ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 340, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 445, Πεπέκκου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 86 και Νικολάου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 309),
Ήταν διαπίστωση του, με παραπομπή στην υπόθεση Αρέστη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 613, ότι υπάρχει μεγάλη άνοδος του ύψους της ποινής σε σχέση με τα αδικήματα ανθρωποκτονίας όπου οι δράστες ήταν ψυχικά ασθενή άτομα.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο στάθμισε όλα τα στοιχεία ενώπιον του, δίνοντας έμφαση στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους δύο αθώοι άνθρωποι, στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, στην άμεση παραδοχή του και τέλος στο λευκό ποινικό μητρώο. Καταλογίζει στον εφεσείοντα ότι η περίπτωση του δεν είναι εκείνη του στυγερού δολοφόνου αλλά θεώρησε ως δεσπόζον στοιχείο το γεγονός ότι είναι άτομο επικίνδυνο, όπου καθήκον του Δικαστηρίου είναι η προστασία της κοινωνίας.
Η ορθότητα του ύψους της ποινής φυλάκισης προσβάλλεται με την παρούσα έφεση με πέντε λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1, 4 και 5 αναφέρονται στη λανθασμένη παράλειψη του Κακουργιοδικείου να προβεί σε εξατομίκευση της ποινής, στη λανθασμένη πρόσδωση υπέρμετρης βαρύτητας στην επικινδυνότητα του εφεσείοντα και στη λανθασμένη επίκληση της υπόθεσης Αρέστη ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) αντίστοιχα. Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 προσβάλλουν ως λανθασμένη την εκτίμηση του Κακουργιοδικείου ως προς τον τρόπο δράσης του εφεσείοντα και την αξιολόγηση γεγονότων αντίστοιχα.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα προβαλλόμενα από τον εφεσείοντα στοιχεία προς υποστήριξη της εισήγησης του περί υπερβολικής ποινής.
Είναι νομολογιακά γνωστό ότι το πρωταρχικό καθήκον επιβολής της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταδεικνύεται ότι υπήρξε σφάλμα αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Νίκος Ιορδάνους ν.
Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 152/2014. Ημερ. 19/4/2018), ECLI:CY:AD:2018:B175. Στην τελευταία απόφαση που αφορούσε επίσης σε ανθρωποκτονία, τονίστηκε η σοβαρότητα του συγκεκριμένου εγκλήματος, εφόσον συνεπεία της διάπραξης του αφαιρείται το ύψιστο αγαθό που είναι η ανθρώπινη ζωή. Η σοβαρότητα του αντικατοπτρίζεται και από την ανώτατη προβλεπόμενη από το νομοθέτη ποινή που είναι η διά βίου φυλάκιση (βλ. επίσης Στέλιος Μαυρολουκά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 212/2013, ημερ. 5/2/2015), ECLI:CY:AD:2015:B73.
Στην υπόθεση Vasile Bistriceanu v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 76/2017, ημερ. 26/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:B199 αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την εξουσία του Εφετείου επέμβασης στις ποινές των πρωτόδικων Δικαστηρίων:
Στην πολύ πρόσφατη απόφασή μας Θωμάς Πισσάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 229/2016, ημερ. 14 Μαρτίου 2018, ECLI:CY:AD:2018:B114, υπενθυμίσαμε τις αρχές που διέπουν το ζήτημα ενεργοποίησης της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, με αναφορά στα λεχθέντα στην Ρίκκος Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 54/17 κ.α., ημερ. 15.12.2017:
«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015).»
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Στέλιος Μαυρολούκα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 212/2013, ημερ. 5.2.2015, λέχθηκαν τα ακόλουθα προς καθοδήγηση των πρωτόδικων Δικαστηρίων κατά την πορεία επιβολής της ποινής:
«Προτού ολοκληρώσουμε, κρίνουμε σκόπιμο, για σκοπούς μελλοντικής καθοδήγησης, να σημειώσουμε τα ακόλουθα: Το Κακουργιοδικείο παρέπεμψε στην απόφαση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ, 123, 130-131, προκειμένου να καταλήξει ότι προηγούμενη νομολογία ως προς το ύψος της ποινής δεν παρέχει πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση, λόγω έλλειψης ταυτοσημίας. Προχώρησε δε στην επιβολή ποινής φυλάκισης 15 ετών στον εφεσείοντα χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε προηγούμενες, παρόμοιας έστω μορφής, υποθέσεις. Δεν διαφωνούμε ως προς το ότι είναι, κατά κανόνα, αδύνατο να εντοπισθεί προηγούμενη νομολογία η οποία να ταυτίζεται απόλυτα με τις ουσιαστικές πτυχές και τις προσωπικές περιστάσεις κατηγορούμενου, σε κατοπινή υπόθεση. Επίκληση, όμως, προηγηθείσας νομολογιακής προσέγγισης είναι χρήσιμη προς την κατεύθυνση εντοπισμού ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και καθορισμού του γενικότερου πλαισίου της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Καταληκτικά, δεν είναι χωρίς σημασία να τονίσουμε ότι η παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας και ακόμη περισσότερο όπου η φυλάκιση είναι μακροχρόνια, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιαδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα.»
Υπάρχει πλούσια Κυπριακή νομολογία σε σχέση με ποινές που επιβλήθηκαν για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας που δεν κρίνουμε σκόπιμο να σχολιάσουμε την κάθε μια ξεχωριστά. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ιορδάνους (ανωτέρω):
«΄Οπως επανειλημμένα έχει αναφερθεί, η αναφορά σε προηγούμενες αυθεντίες σε συνάρτηση με το θέμα της ποινής δεν έχει το στοιχείο της δεσμευτικότητας της νομολογίας, όπως έχει εξηγηθεί και πρόσφατα στη Valdez ν. Δημοκρατίας, Ποιν.εφ.144/16 κ.ά., 21.2.2017 και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντίνου, Ποιν.έφ.147/17, 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B112. Συνήθως η νομολογία που το Δικαστήριο παραθέτει είναι απλώς ενδεικτική των τάσεων που αφορούν ποινές ανθρωποκτονίας, ένα αδίκημα που εν τοις πράγμασι μπορεί να διαπραχθεί με άπειρους τρόπους. Δεν είναι έργο του Εφετείου να απαριθμήσει άλλες αυθεντίες και να τις συγκρίνει με την παρούσα, ως προς τα γεγονότα. Είναι αρκετό ότι από την ποινή και την αιτιολογία της προκύπτει η ορθότητα της.»
Ήταν εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσης του ότι το Κακουργιοδικείο δεν εξατομίκευσε καθόλου και/ή επαρκώς την ποινή που επέβαλε, διαφορετικά ενόψει των προσωπικών του συνθηκών όπου υποφέρει από ιατρικά διαγνωσμένη, χρόνιας μορφής, σοβαρής ψυχικής διαταραχής με πολύ μειωμένο καταλογισμό και αυτοέλεγχο, η ποινή φυλάκισης θα ήταν μικρότερη των 17 χρόνων (λόγος έφεσης 1). Παραπονείται επίσης ότι το Κακουργιοδικείο προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην επικινδυνότητα του εφεσείοντα κατά τρόπο που επέδρασε αρνητικά στο ύψος της ποινής φυλάκισης ενώ αναγνώρισε ότι δεν επρόκειτο για στυγερό δολοφόνο (λόγος έφεσης 4). Τονίζει δε τις διαφορές στα γεγονότα της υπόθεσης Αρέστη ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) στην οποίαν, σύμφωνα με την εισήγηση του, λανθασμένα βασίστηκε το Κακουργιοδικείο κατά τον υπολογισμό του ύψους της ποινής φυλάκισης (λόγος έφεσης 5).
Το Κακουργιοδικείο πράγματι έδωσε έμφαση στην απόφαση του στο στοιχείο του προσχεδιασμού και της οργάνωσης του εγκλήματος από πλευράς εφεσείοντα και ότι αυτά καταδεικνύοντο από τις διάφορες ενέργειες του πριν και μετά το έγκλημα με τις προσπάθειες του για συγκάλυψη του εγκλήματος. Έκρινε ότι οι ενέργειες του που ακολούθησαν σε συνάρτηση με τον προσχεδιασμό, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ικανοποιούν τα συστατικά στοιχεία του φόνου εκ προμελέτης. Δεν μας διαφεύγει το σχόλιο του ότι άτομα με σοβαρές ψυχικές διαταραχές, όπως ο εφεσείων, θα πρέπει να τυγχάνουν θεραπείας και συνεχούς παρακολούθησης, διαφορετικά η ασφάλεια της κοινωνίας τίθεται σε κίνδυνο. Τονίζει όμως από την άλλη στην απόφαση του ότι ανεξάρτητα της ψυχικής του διαταραχής αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο εφεσείων κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος γνώριζε ότι η πράξη του ήταν άνομη, όπως και τις συνέπειες της και ότι η κριτική του ικανότητα ήταν επηρεασμένη σε βαθμό που να μην ελέγχει πλήρως τον εαυτό του.
Ειδική αναφορά έκαμε το Κακουργιοδικείο στην υπόθεση Αρέστη ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) που πάλι αφορούσε σε δράστη με ψυχωτικές διαταραχές, παραληρητικού τύπου, ο οποίος χωρίς λόγο πυροβόλησε τα θύματα και ότι δεν εξέφρασε μετάνοια, στον οποίον επιβλήθηκε η ποινή φυλάκισης των 28 ετών.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την πιο πάνω υπόθεση σε συνάρτηση με άλλες παρόμοιες υποθέσεις όπου επιβλήθηκαν στο δράστη μικρότερης έκτασης ποινές φυλάκισης για να καταλήξει ότι αρμόζουσα ποινή είναι η φυλάκιση 17 ετών και όχι 28, όπως στην υπόθεση Αρέστη. Συνεπώς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε προς τι το παράπονο του εφεσείοντα.
Σε σχέση με την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς τον τρόπο δράσης του εφεσείοντα (λόγοι έφεσης 2 και 3) παραπέμπουμε στην υπόθεση Vasile Bistriceanu (ανωτέρω) στην οποία αναφέρθηκε «όπου τα γεγονότα οδηγούν στην κατάταξη ανθρωποκτονίας κινούμενης στο μεταίχμιο του φόνου εκ προμελέτης, δικαιολογείται ποινή πολυετούς φυλάκισης 15 ή περισσότερων ετών (Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603). Και αυτό τον παράγοντα έλαβε υπόψη το Κακουργιοδικείο ενόψει των προσχεδιασμένων ενεργειών του πριν και μετά το έγκλημα, τις οποίες επεξήγησε με την απαραίτητη λεπτομέρεια στην απόφαση του.
Είναι η διαπίστωση μας ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε ακριβοδίκαια όλα τα ενώπιον του δεδομένα προς τον σκοπό καθορισμού της ποινής. Συνεκτίμησε κάθε παράγοντα, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, τόσο ελαφρυντικό όσο και επιβαρυντικό. Ορθά συνεκτίμησε επίσης και τη ψυχική του νόσο εξού και απέκλεισε ότι αποτελούσε περίπτωση στυγερού δολοφόνου αλλά ατόμου με ψυχικές διαταραχές όπου με την κατάλληλη θεραπεία ενδεχομένως να ήταν σε θέση να ασκήσει καλύτερο έλεγχο των πράξεων του και να απέσχε από τη διάπραξη των επίδικων εγκλημάτων.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν χωρεί πεδίο επέμβασης μας καθότι η ποινή φυλάκισης δεν είναι έκδηλα υπερβολική αλλά βρίσκεται εντός του ορθού νομικού πλαισίου.
Υπό τις περιστάσεις η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.