ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B214
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση αρ. 91/2017)
2 Μαΐου 2018
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
ΣΑΒΒΑΣ ΟΜΗΡΟΥ
Εφεσείοντας
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Σ. Μάτσας με Μ. Παχίτη (κα), για τον εφεσείοντα.
Σ. Συμεού, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
--------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας βρέθηκε, μετά από ακρόαση, ένοχος για βιασμό της AS από την Ολλανδία που έλαβε χώρα, κατά το κατηγορητήριο, στις 4.10.2015 στην Πάφο, ως επίσης για απαγωγή του ιδίου προσώπου και για επίθεση εναντίον της με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά τον ίδιο χρόνο και τόπο. Αντιμετώπιζε και κατηγορία ληστείας από την οποία αθωώθηκε και αντ΄αυτής καταδικάστηκε για κλοπή. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 ½ ετών για βιασμό, 2 ½ ετών για την απαγωγή, 1 έτους για την επίθεση και διαδοχική ποινή φυλάκισης 6 μηνών για την κλοπή.
Αποτέλεσε τελικά κοινό τόπο ότι ο εφεσείοντας περί την 05.15 της 4.10.2015 ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη (Μ.Κ.4) σε ανοιχτό χώρο, στην Πάφο. Ενώ όμως ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η επαφή έγινε συναινούσης της Μ.Κ.4, η τελευταία ισχυρίστηκε ότι τέτοια συναίνεση δεν έδωσε. Αυτό ήταν το κατ΄ουσία επίδικο ερώτημα.
Οι δύο αντίθετες εκδοχές όπως δόθηκαν από το εδώλιο του μάρτυρα από την παραπονούμενη και τον εφεσείοντα παρατέθηκαν από το Κακουργιοδικείο ως ακολούθως:
Η εκδοχή της παραπονούμενης:
«Στις 4.10.2015 και περί ώρα 05:15 περπατούσε μόνη της στη Λεωφόρο Ποσειδώνος, επιστρέφοντας στο σπίτι της, μετά από νυχτερινή διασκέδαση με φίλους σε διάφορα μπαρ του Κόλπου των Κοραλίων και της Κάτω Πάφου, στα οποία είχε καταναλώσει διάφορα αλκοολούχα ποτά. Στο μέσο περίπου της διαδρομής, λίγο πριν από στάση λεωφορείου, που βρίσκεται σχεδόν απέναντι από το ξενοδοχείο "Alexander The Great", την προσέγγισε ο κατηγορούμενος, ο οποίος επέβαινε σε ένα μικρό μοτοποδήλατο σκούρου, πιθανότατα πράσινου χρώματος και τη ρώτησε που πήγαινε. Του απάντησε ότι πήγαινε σπίτι της. Αυτός της συστήθηκε με το όνομα «Ανδρέας», προσφέρθηκε να την πάρει στο σπίτι της και αυτή το αποδέχθηκε. Στη διαδρομή, όταν πέρασαν μπροστά (κοντά) από το σπίτι της, ειδικότερα από το στρίψιμο που οδηγεί σε αυτό, του είπε να σταματήσει, αλλά αυτός συνέχισε να οδηγεί πιο γρήγορα. Του ζήτησε πολλές φορές να σταματήσει, χωρίς αποτέλεσμα, και η ίδια φοβήθηκε να κατέβει από το μοτοποδήλατο. Ο κατηγορούμενος σε κάποιο στάδιο εισήλθε με το μοτοποδήλατο σε ποδηλατόδρομο επί του οποίου εξακολουθούσε να το οδηγεί, με την ίδια να επιβαίνει σε αυτό. Προσπάθησε στο μεταξύ, δυο φορές, να της αρπάξει το χέρι της, για να το τοποθετήσει πάνω στο πέος του, με την ίδια να αρνείται τραβώντας το πίσω. Σε κάποιο στάδιο και ενώ το μοτοποδήλατο εξακολουθούσε να είναι σε κίνηση, την έσπρωξε κάτω από αυτό. Έπεσε στον ποδηλατόδρομο, με αποτέλεσμα να κτυπήσει στα δύο γόνατα και στην κοιλιά της. Ο κατηγορούμενος σταμάτησε το μοτοποδήλατό του, λίγο πιο πέρα, ενώ η ίδια, σοκαρισμένη, εξακολουθούσε να είναι ξαπλωμένη στον ποδηλατόδρομο και να μην μπορεί να κινηθεί. Ο κατηγορούμενος περπάτησε προς το μέρος της, βγάζοντας την μπλούζα του, και στάθηκε ακριβώς από πάνω της. Η ίδια άρχισε να ουρλιάζει, ζητώντας βοήθεια, πλην όμως δεν ήταν κανείς εκεί για να την ακούσει. Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να αρπάξει το χέρι της και την κοίταξε στα μάτια, απειλώντας την, ότι αν δεν σταματούσε να ουρλιάζει θα την σκότωνε. Τη σήκωσε, περπάτησαν λίγο πιο πέρα εισερχόμενοι σε παρακείμενο χωράφι όπου ο κατηγορούμενος την έσπρωξε να καθίσει κάτω, προσπαθώντας να την αναγκάσει να του κάνει πεοθηλασμό, πράγμα που η ίδια αρνήθηκε. Την ξάπλωσε κάτω, ξεκούμπωσε το πουκάμισό της, (τεκμήριο 2) που ήταν ήδη μισάνοιχτο και κατέβασε το κολάν της, (τεκμήριο 4) μέχρι τα γόνατα. Στη συνέχεια κατέβασε το παντελόνι του και ήρθε πάνω της, μπήκε μέσα της (στο κόλπο της) με το πέος του και συνέχισε να μπαινοβγαίνει με το πέος του στον κόλπο της για περίπου 3 λεπτά. Όταν δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο, σηκώθηκε, τράβηξε το παντελόνι του πάνω, άρπαξε την φανέλα του και την τσάντα της με το περιεχόμενό της, της είπε «bye bye» και έτρεξε μακριά, χωρίς η ίδια να δει σε ποια κατεύθυνση. Η παραπονούμενη παρέμεινε στο χώρο για περίπου δέκα (10) λεπτά, επιστρέφοντας στη συνέχεια στο διαμέρισμα της. Ανάφερε τι είχε συμβεί σε μια συγκάτοικο της η οποία ειδοποίησε επί τούτου και τον προϊστάμενο της παραπονούμενης. Στη συνέχεια, αφού έκανε ντους, μετέβη στην αστυνομία και προέβη στην καταγγελία της υπόθεσης στο ΤΑΕ Πάφου.»
Η εκδοχή του κατηγορούμενου:
«Καταθέτοντας ο κατηγορούμενος από το εδώλιο του μάρτυρα απέρριψε την εκδοχή της παραπονούμενης για την εξέλιξη των γεγονότων, παραδεχόμενος μόνο την κλοπή της τσάντας της. Αποτέλεσε θέση του κατηγορούμενου ότι στις 04.10.2015, (πρωινές ώρες) αφού διασκέδασε σε δισκοθήκη στην Κάτω Πάφο, πήρε το μοτοποδήλατο ενός φίλου του, για να πάει μια βόλτα μέχρι την «παραλία του Ρίκκου». Καθ' οδόν και ενώ βρισκόταν στη Λεωφόρο Ποσειδώνος, πλησίον του Ξενοδοχείου «Alexander the Great», άκουσε ένα δυνατό σφύριγμα. Από περιέργεια έκανε επαναστροφή και επέστρεψε σε στάση λεωφορείου στην οποία στεκόταν η παραπονούμενη. Η τελευταία του χαμογέλασε και χωρίς να του πει οτιδήποτε, έκατσε πάνω στο μοτοποδήλατο, πίσω από τον ίδιο και έφυγαν μαζί. Έστριψε αριστερά (στην οδό Μελίνας Μερκούρη) και όταν έφθασε στη διασταύρωση της υπ' αναφορά οδού με τη λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού, η οποία ελέγχεται από φώτα τροχαίας, έστριψε επίσης αριστερά. Κινούμενος επί της λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού, σταμάτησε σε φώτα ελέγχου τροχαίας τα οποία συνάντησε στην πορεία του, για να προχωρήσει στη συνέχεια την ευθεία πορεία του. Σε ένα σημείο της εν λόγου λεωφόρου, όπου υπάρχει διάβαση πεζών, στην προσπάθεια του να κινηθεί με το μοτοποδήλατο αριστερά ως η πορεία του και να ανέβει στη διάβαση, έχασε την ισορροπία του και το μοτοποδήλατο έγειρε στο έδαφος, με αποτέλεσμα, τόσο ο ίδιος όσο και η παραπονούμενη να πέσουν επίσης στο έδαφος. Βοήθησε την παραπονούμενη να σηκωθεί και περπάτησαν μερικά μέτρα πιο κάτω. Αφού άφησε το μοτοποδήλατο στο πεζοδρόμιο, πήγαν κάτω από ένα φίκο όπου και έκαναν συναινετικό σεξ. Στη συνέχεια, έκλεψε την τσάντα της παραπονούμενης και λέγοντας της «bye bye», έφυγε.»
Πέραν των εκατέρωθεν εκδοχών παραθέτουμε εξ αρχής ένα αντικειμενικό δεδομένο:
Κατόπιν εξέτασης γενετικού υλικού που παραλήφθηκε από διάφορα τεκμήρια εντοπίστηκε γενετικό υλικό το οποίο προέρχεται από σπερματικά και μη κύτταρα του εφεσείοντα στο κολάν που φορούσε η παραπονούμενη και σε κολπικό επίχρισμα που λήφθηκε από αυτή. Αυτή η διαπίστωση, που περιλαμβάνεται σε Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του Καθηγητή Μάριου Α. Καριόλου, PhD, Διευθυντή του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής, με ημερομηνία 2.2.2015, έχει σημασία, στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω, σε σχέση με τη στάση του εφεσείοντα να αποδεχθεί αργότερα, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, τη σεξουαλική επαφή, την οποία προηγουμένως αρνείτο, ισχυριζόμενος, μάλιστα, ότι δεν γνώριζε καν την παραπονούμενη.
Η παραπονούμενη μετέβη στο ΤΑΕ το ίδιο πρωί στις 08.30 της 4.10.2015 όπου κλαίγοντας κατάγγειλε την υπόθεση στον Α/Αστ. 3070 Ανδρέα Τσεκούρα (Μ.Κ.5) ο οποίος ανέλαβε ως εξεταστής της υπόθεσης.
Όταν ο Μ.Κ.5 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον εφεσείοντα στις 9.11.2015 αυτός αρνήθηκε κάθε ανάμειξη ή εμπλοκή στην υπόθεση. Δεν είχε, ισχυρίστηκε, σεξουαλική επαφή με οποιαδήποτε γυναίκα από τις 30.9.2014 όταν υπέστη κάταγμα λεκάνης σε τροχαίο ατύχημα. Στις 12.11.2015, διατήρησε την ίδια θέση και ανέφερε στον Μ.Κ.5 ότι δεν είχε να προσθέσει οτιδήποτε πέραν των όσων είχε αναφέρει στην κατάθεσή του και διερωτήθηκε για το πώς βρέθηκε το σπέρμα του στα ενδύματα της παραπονουμένης αφού δεν την γνωρίζει.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (4.10.2015) η παραπονούμενη εξετάστηκε στο Γ.Ν. Πάφου από τη δρα Ιφιγένεια Χαραλάμπους (Μ.Κ.6). Διαπιστώθηκε να φέρει «εκδορές τριβής σε αρ. υποχόνδριο και κοιλιακή χώρα, εγκαύματα τριβής στις πρόσθιες επιφάνειες γονάτων άμφω χωρίς άλλες εξωτερικές κακώσεις». Δεν διαπιστώθηκαν «κλασσικά ευρήματα βιασμού».
Ο ιατροδικαστής δρ Σοφοκλής Σοφοκλέους (Μ.Κ.12) ανέφερε ότι τέτοιοι τραυματισμοί θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί από πτώση της παραπονούμενης από το εν κινήσει μοτοποδήλατο. Ως προς τη μη ανεύρεση «κλασικών ευρημάτων βιασμού» υπεστήριξε ότι τούτο δεν υποδηλώνει πως δεν υπήρξε βιασμός αλλά είναι πιθανό να οφείλεται στο γεγονός ότι το θύμα φοβήθηκε και δεν αντέδρασε. Ως προς το ζήτημα αυτό, ήταν η μαρτυρία της παραπονούμενης ότι αρχικά φώναζε, ούρλιαζε, αλλά ο εφεσείοντας την απείλησε ότι αν δεν σταματούσε θα τη σκότωνε, οπότε και σταμάτησε να αντιδρά. Στο ίδιο ψυχολογικό φαινόμενο αναφέρθηκε και η κλινική ψυχολόγος δρ Ruth Greenlhalgh (Μ.Κ.7). Το ενδεχόμενο μη αντίδρασης ενός θύματος βιασμού δέχθηκε και ο Μ.Υ.5, ιατροδικαστής και παθολογοανατόμος δρ Μάριος Ματσάκης, ώστε να αποτελεί κοινό τόπο.
Από πλευράς υπεράσπισης, πέραν του εφεσείοντα, ουσιώδεις μάρτυρες ήταν ο Ανδρέας Πεχλιβανίδης (Μ.Υ.3) και ο Μ.Υ.5. Ο Μ.Υ.3, φίλος του εφεσείοντα, ισχυρίστηκε ότι έτυχε να δει από το διαμέρισμα της φίλης του τον εφεσείοντα να συνευρίσκεται ερωτικά με μια εύσωμη, όπως ήταν η παραπονούμενη, κοπέλα κάτω από ένα δένδρο και ειδικότερα στο σημείο που είχε υποδείξει, ως μάρτυρας, ο εφεσείοντας.
Η μαρτυρία του Μ.Υ.5 προσέφερε το έρεισμα στην υπεράσπιση για υποστήριξη της θέσης της ότι η παραπονούμενη βρισκόταν σε κατάσταση μέθης και αναζητούσε ευκαιριακό σεξ. Βασιζόμενος στη μαρτυρία της ίδιας ότι είχε ενωρίτερα καταναλώσει διάφορα αλκοολούχα ποτά, προώθησε τη θέση ότι πρέπει να ήταν μεθυσμένη και αναφέρθηκε στις συνέπειες της μέθης επί των λειτουργιών του κεντρικού νευρικού συστήματος και της μνήμης.
Περαιτέρω, ο Μ.Υ.5, αν και δεν αμφισβήτησε τα ευρήματα του ιατροδικαστή Σοφοκλέους, άφησε αιχμές σε σχέση με την πληρότητα της ιατροδικαστικής εξέτασης και αναφέρθηκε σε ευρήματα που συνήθως εντοπίζονται σε θύματα βιασμού (κακώσεις ή τραυματισμοί), όταν το θύμα αντιδράσει. Αποστασιοποιήθηκε δε από τις θέσεις Σοφοκλέους αναφορικά με τους πιθανούς τρόπους πρόκλησης των τραυματισμών της παραπονούμενης και έδωσε τη δική του θέση για τον πιθανό τρόπο πτώσης της παραπονούμενης από το μοτοποδήλατο.
Αναφορά σε περαιτέρω μαρτυρία από τους ήδη αναφερθέντες και από άλλους μάρτυρες θα γίνει στην πορεία, ανάλογα με τις ανάγκες της εξέτασης της έφεσης.
Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε, με αναλυτικό τρόπο, τη μαρτυρία και μέσα από τέτοια αναλυτική διεργασία αποδέχθηκε την εκδοχή της παραπονούμενης, απορρίπτοντας ως ψευδή τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του Μ.Υ.3 και ειδικότερα απέρριψε ως εκ των υστέρων επινόηση, ενόψει της ανεύρεσης γενετικού υλικού, την εκδοχή της συναινετικής συνεύρεσης που, για πρώτη φορά, ο εφεσείοντας προέβαλε από το εδώλιο του μάρτυρα.
Με την έφεση προσβάλλεται κατ΄αρχάς η αξιολόγηση και η διατύπωση ευρημάτων (Πρώτος Λόγος Έφεσης). Με αυτοτελή δε λόγο έφεσης προβάλλεται ειδικότερα ότι, εσφαλμένα, το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.12 απορρίπτοντας την εκδοχή του Μ.Υ.5 (Τέταρτος Λόγος Έφεσης).
Σε ότι αφορά την κρίση του Κακουργιοδικείου για τους εμπειρογνώμονες Μ.Κ.12 και Μ.Υ.5 σημειώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο, ως ο κατ΄εξοχήν κριτής των γεγονότων, είχε ενώπιον του τους μάρτυρες και τη μαρτυρία τους, την οποία ανέλυσε με προσοχή, για να καταλήξει σε σαφείς διαπιστώσεις:
Ο Μ.Κ.12, παρά τις όποιες ελλείψεις στη διεκπεραίωση της εργασίας του, όπως τις εντόπισε ο Μ.Υ.5, τυπικής μορφής στην πλειοψηφία τους, έδωσε την εικόνα εμπειρογνώμονα με συναίσθηση της σοβαρότητας του έργου του, παραμένοντας αποστασιοποιημένος και ουδέτερος. Είναι ενδεικτικό τέτοιας στάσης το γεγονός πως δεν απέκλεισε την πιθανότητα η συνεύρεση να έγινε με τη θέληση της παραπονούμενης με αναφορά στο ότι δεν εντοπίστηκαν «ευρήματα βιασμού». Το ζήτημα αυτό περιλαμβάνεται στην αιτιολογία του Τέταρτου Λόγου Έφεσης που αφορά την εισήγηση περί εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ.12 ως αξιόπιστης. Όμως είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση που καταδεικνύει. Ο Μ.Κ.12 δεν δίστασε να τοποθετηθεί, ως είχε υποχρέωση ως εμπειρογνώμονας, με τρόπο που θα μπορούσε στο τέλος να αποδυναμώσει την υπόθεση της πλευράς που τον κάλεσε. Η αποδοχή, από μάρτυρα κατηγορίας, μιας θεωρητικής δυνατότητας, ότι θα μπορούσε μία κατάσταση πραγμάτων, εν προκειμένω η έλλειψη «ευρημάτων βιασμού», να είναι συμβατή και με αθωωτική εξήγηση, είναι θέμα συνολικής, πάντοτε, εκτίμησης στο τέλος (Gian [2009] EWCA Crim 2553).
Αντίθετα, ο Μ.Υ.5, παρά τη διατύπωση των θέσεων του με ένα προσεκτικό τρόπο θέλοντας να πείσει για την αντικειμενικότητα των θέσεων του έδωσε, στον κατ΄εξοχή κριτή της αξιοπιστίας, το Κακουργιοδικείο, την εντύπωση ότι λειτουργούσε περισσότερο ως συνήγορος υπεράσπισης παρά ως ειδικός εμπειρογνώμονας. Σημειώνουμε ότι η ίδια κριτική ασκήθηκε και στην υπόθεση R v. H [2014] EWCA Crim 1555, σε σχέση με συνταξιούχο ψυχίατρο, του οποίου η μαρτυρία κρίθηκε ως μη αποδεχτή (inadmissible) και γι΄αυτό το λόγο. Όντως, τέτοια εικόνα προκύπτει ανάγλυφα μέσα από τα πρακτικά τα οποία επιβεβαιώνουν την αντίληψη του Κακουργιοδικείου ότι ο Μ.Υ.5 υπερέβαινε το ρόλο του και, πέραν των επιστημονικών θέσεων, προέβαινε σε εικασίες και συλλογισμούς που συνειδητά και με μεθοδευμένο τρόπο, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, στόχευαν στην ενίσχυση της υπόθεσης του εφεσείοντα.
Ειδικότερα ως προς το ζήτημα της μέθης, το Κακουργιοδικείο σημείωσε την, ατυχή, προσπάθεια του Μ.Υ.5 να διασυνδέσει το επιτρεπόμενο όριο ποσοστού αλκοόλης για σκοπούς οδήγησης με την πραγματική κατάσταση μέθης. Πέραν τούτου το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε αρνητικά την ευκολία με την οποία ο Μ.Υ.5 τοποθετήθηκε, γενικόλογα, σε διάφορους δείκτες, ενώ ο ίδιος παραδέχθηκε ότι για να περιέλθει ένα άτομο σε κατάσταση μέθης διαδραματίζουν διάφοροι παράγοντες ρόλο, όπως ο σωματότυπος, ο μεταβολισμός, η αντοχή στο αλκοόλ, ο χρόνος που διέρρευσε κλπ. Αυτά ο Μ.Υ.5 τα αντιμετώπισε με τη γενικόλογη εισήγηση ότι η ποσότητα αλκοόλ που κατανάλωσε η παραπονούμενη ήταν τόσο μεγάλη ώστε να μην έχει ιδιαίτερη σημασία το βάρος της, ενόψει ιδιαίτερα του γεγονότος ότι το αλκοόλ επιδρά περισσότερο στις γυναίκες. Η ουσία της κρίσης του Κακουργιοδικείου, για τη θέση του Μ.Υ.5 ότι η παραπονούμενη ήταν μεθυσμένη σε βαθμό που να επηρεάζεται η αξιοπιστία της, ήταν ότι επρόκειτο για γενικόλογη μαρτυρία, χωρίς συνάρτηση με τα συγκεκριμένα δεδομένα και εκτός των πλαισίων μιας αντικειμενικής εμπειρογνωμοσύνης.
Έχοντας μελετήσει όλα όσα έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα σε σχέση με το Λόγο Έφεσης 4, δεν βρίσκουμε να παρέχεται περιθώριο παρέμβασης στο έργο του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιολόγηση των Μ.Κ.12 και Μ.Υ.5.
Αλλ΄ούτε και στο όλο έργο αξιολόγησης μπορούμε να παρέμβουμε με βάση τα αναφερόμενα στον Πρώτο Λόγο Έφεσης. Προβλήθηκε στα πλαίσια του Λόγου αυτού ότι ενώ ο Μ.Κ.2, αστυνομικός που ήταν παρών και έλαβε φωτογραφίες κατά την υπόδειξη σκηνών από την παραπονούμενη στις 4.10.2015 και ώρα 12.00, ανέφερε ότι αυτή φαινόταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ήταν συνέχεια σκυφτή και σχεδόν έτρεμε, στις φωτογραφίες που έλαβε δεν φαίνεται σε τόσο άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Επίσης δεν φαίνονται δάκρυα σε όλες τις φωτογραφίες που λήφθηκαν κατά την ιατροδικαστική εξέταση, αλλά μόνο σε μία, παρά το ότι η Μ.Κ.3, αστυνομικός που ήταν παρούσα, ισχυρίστηκε ότι η παραπονούμενη ήταν αναστατωμένη και έκλαιγε.
Τέτοια συλλογιστική συνιστά προσέγγιση που τείνει να μετατρέψει τη διεργασία αξιολόγησης σε εγχείρημα μικροσκοπικής εξέτασης, απομονωμένο και ξένο από τις πραγματικές ανάγκες της δίκης. Χωρίς καθόλου ν΄αμφισβητείται η σημασία, στην κατάλληλη περίπτωση και της πιο μικρής λεπτομέρειας, τα πράγματα εν τέλει κρίνονται ως σύνολο υπό το πρίσμα της κοινής λογικής. Εν προκειμένω δεν είχε σημασία εάν φαίνονταν δάκρυα της παραπονούμενης σε μια ή περισσότερες φωτογραφίες. Ό,τι είχε σημασία, ως ένα στοιχείο της απαιτούμενης εν τέλει σφαιρικής θεώρησης, ήταν η σταθερή μαρτυρία, εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής, ότι η παραπονούμενη ήταν αναστατωμένη, έκλαιγε και βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ήταν ιδιαίτερα σοκαρισμένη, είπε η Μ.Κ.6 δρ Ιφιγένεια Χαραλάμπους ώστε να της χορηγήσει ήπιο ηρεμιστικό φάρμακο (Ativan, 1mg), το οποίο, όπως ανέφερε ο Μ.Υ.2 Χρίστος Σταύρου, κλινικός ψυχολόγος, χορηγείται όταν διαπιστωθεί ότι κάποιος είναι σε υπερβολική ένταση και σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
Ως ζήτημα λανθασμένης αξιολόγησης προβλήθηκε, στα πλαίσια του Πρώτου Λόγου Έφεσης και ο ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του ότι ο Μ.Κ.5, εξεταστής της υπόθεσης, επέδειξε μεροληπτικότητα όπως καταδεικνύεται από τη διατύπωση της πεποίθησης του ότι πίστεψε κατά πάντα την παραπονούμενη για το ότι δεν επρόκειτο για συναινετική σεξουαλική συνεύρεση, αλλά για βιασμό. Δεν ήταν, ασφαλώς, ο ρόλος του Μ.Κ.5 να προβεί σε τέτοιες διαπιστώσεις, τις οποίες όφειλε το Κακουργιοδικείο να ανακόψει, ανεξάρτητα από την έγερση ένστασης. Η συνολική όμως θεώρηση της μαρτυρίας δεν αποκαλύπτει μεροληπτικότητα του Μ.Κ.5 στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
Επικαλέστηκε ειδικότερα, η υπεράσπιση, ως πλημμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του το γεγονός ότι είχε τοποθετήσει σε μια αεροφωτογραφία/χάρτη, λανθασμένα το σημείο που η παραπονούμενη υποδεικνύει σε φωτογραφίες της σκηνής ότι υπέστη το βιασμό. Όμως, όπως διαπίστωσε ευλόγως το Κακουργιοδικείο, τέτοιο λάθος δεν μπορούσε να αποδοθεί σε αλλότρια κίνητρα. Ούτε είχε σημασία για την ουσία της υπόθεσης, εφόσον η σεξουαλική συνεύρεση ήταν παραδεκτή.
Με το Δεύτερο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η αποδοχή της παραπονούμενης ως αξιόπιστης μάρτυρος. Αναφέρεται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα βασίστηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία της, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, μολονότι υπήρχε πρόσωπο στο οποίο η παραπονούμενη έκανε παράπονο αμέσως μετά τον κατ΄ισχυρισμό βιασμό, το οποίο δεν κλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή (Έβδομος Λόγος Έφεσης). Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Το Κακουργιοδικείο εντόπισε και βασίστηκε σε ενισχυτική μαρτυρία, που απαιτείται ως ζήτημα πρακτικής, αναφέροντας όμως ότι θα μπορούσε, με την κατάλληλη αυτοπροειδοποίηση, να αποδεχθεί τη μαρτυρία της παραπονούμενης και χωρίς ενίσχυση.
Ως τέτοια (ενισχυτική) μαρτυρία προσδιόρισε α) το, εξ αντικειμένου, αρχικό ψεύδος του κατηγορουμένου να δηλώνει ότι δεν γνώριζε καν την παραπονούμενη και β) την ψυχολογική κατάσταση της τελευταίας, μετά τον κατ΄ισχυρισμό βιασμό. Η σχετική διεργασία του Κακουργιοδικείου δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση. Σημειώνουμε πάντως ότι για τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, το ψεύδος κατηγορουμένου να είναι επιτρεπτό να λειτουργήσει ως ενισχυτική μαρτυρία, κατά τη θεμελιακή απόφαση R v. Lucas [1981] 2 All E.R. 1008, θα πρέπει, όπως έκρινε εν προκειμένω το Κακουργιοδικείο, να πρόκειται για ηθελημένο ψέμα, επί ουσιώδους ζητήματος, με κίνητρο την επίγνωση ενοχής και το φόβο της αλήθειας και να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία όπως ήταν εδώ η παραδοχή (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260). Συγκεκριμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η αρχική προσπάθεια του εφεσείοντα για πλήρη αποστασιοποίηση του από το συμβάν είχε ως κίνητρο το φόβο για τις συνέπειες της κλοπής της τσάντας της παραπονούμενης, κρίνοντας ότι σκοπός του ήταν η απόκρυψη των κρίσιμων γεγονότων του βιασμού. Μέχρι που αναγκάστηκε, όπως αδιάσειστα προκύπτει, να αλλάξει εκδοχή, ενόψει της επιστημονικής μαρτυρίας για το ανευρεθέν γενετικό υλικό.
Ουσιώδη σημασία απέδωσε η υπεράσπιση, στην προσπάθεια της να πλήξει την αξιοπιστία της παραπονούμενης, στο ζήτημα της μέθης. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην αρνητική αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου για τη μαρτυρία του Μ.Υ.5 που σκοπό είχε να υποστηρίξει την εκδοχή του εφεσείοντα περί μέθης και συναινετικής συνεύρεσης. Δεν παραβλέπεται ότι η παραπονούμενη είχε καταναλώσει διάφορα οινοπνευματώδη ποτά σε διάφορα κέντρα διασκέδασης. Η προηγούμενη κατανάλωση αλκοόλ από την παραπονούμενη εξετάστηκε στην υπόθεση R v. Romeo [2003] EWCA Crim 2844, σε συνάρτηση με την αναγκαία, υπό τις περιστάσεις, προειδοποίηση προς τους ενόρκους σε σχέση με τον κίνδυνο η έκδηλη ψυχολογική αναστάτωση (distress) της παραπονούμενης να είχε σχέση με το αλκοόλ ή γενικότερα να μην ήταν το αποτέλεσμα των όσων κατ΄ισχυρισμό υπέστη, αλλά άλλων παραγόντων.
Εν προκειμένω, ως άνω, δεν έχει προσβληθεί αυτή τούτη η χρησιμοποίηση της μαρτυρίας περί της ψυχολογικής κατάστασης της παραπονούμενης ως ενισχυτική μαρτυρία, ούτε η βαρύτητα που αποδόθηκε στον παράγοντα αυτό, ο οποίος και συνεκτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 259).
Η απρόσβλητη αυτή ενέργεια του Κακουργιοδικείου προϋποθέτει, ότι έκρινε πως η εικόνα της ψυχολογικής κατάστασης που παρουσίαζε η παραπονούμενη ήταν γνήσια και δεν ήταν το αποτέλεσμα μέθης ή εκδήλωση θεατρινισμού και περαιτέρω ότι συσχετιζόταν με το βιασμό και δεν οφειλόταν σε άλλο λόγο, ως λ.χ. στο ότι μετάνιωσε για τη συναίνεση που έδωσε (βλ. Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice 2018, 20-13).
Τούτου δοθέντος, θα ήταν αντινομικό και αντιφατικό να καταλήξουμε, όπως υποβάλλεται, ότι η παραπονούμενη βρισκόταν σε κατάσταση μέθης κατά τρόπο που να είχε επηρεαστεί η ικανότητά της να περιγράφει ορθά τα γεγονότα.
Εν πάση περιπτώσει, το Κακουργιοδικείο εξέτασε το γεγονός της προηγούμενης κατανάλωσης αλκοόλ εντάσσοντας το στη γενική διεργασία αξιολόγησης. Όπως έλαβε υπόψιν και το ενδεχόμενο η καταγγελία σε βάρος του εφεσείοντα να είχε ιδιοτελή κίνητρα (διεκδίκηση αποζημιώσεων). Όπως και το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκαν κακώσεις στα εξωτερικά γεννητικά όργανα της παραπονούμενης. Είναι μέσα από επισκόπηση του συνόλου της μαρτυρίας και αξιολογώντας ότι η εξιστόρηση των γεγονότων από την παραπονούμενη ήταν ξεκάθαρη και είχε λογική συνέπεια, που κατέληξε να αποδεχθεί την εκδοχή της ως αξιόπιστη.
Υποδεικνύεται, βέβαια, σειρά στοιχείων από τη μαρτυρία της παραπονούμενης που κατ΄ισχυρισμόν συνιστούν ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ, αφενός της κατάθεσης που είχε δώσει στην αστυνομία στις 4.10.2015 μεταξύ των ωρών 09.25-11.00 (Έγγραφο Δ) και, αφετέρου, γραπτής δήλωσης που ετοίμασε η ίδια την επομένη και παρέδωσε στην αστυνομία (Έγγραφο Δ.1) και της μαρτυρίας της. Είχε, όμως, εξηγήσει η παραπονούμενη ότι το «Έγγραφο Δ.1» το ετοίμασε επειδή όταν έδιδε την πρώτη της κατάθεση («Έγγραφο Δ») ήταν αγχωμένη και ήταν πολύ δύσκολο να αναφερθεί σε όλες τις λεπτομέρειες. Οι υποδεικνυόμενες δε ως ουσιώδεις αντιφάσεις δεν έχουν τέτοια σημασία. Το Κακουργιοδικείο είχε ενώπιον του τα δεδομένα και αυτή τούτη την παραπονούμενη ως ζωντανή εικόνα. Όπως έχουμε πρόσφατα επαναλάβει, η έφεση δεν αποτελεί ευκαιρία για αναθεώρηση της μαρτυρίας στα χαρτιά. Η μαρτυρία κρίνεται, πρωταρχικά, από το εκδικάζον Δικαστήριο μέσα από την άμεση εικόνα του κάθε μάρτυρα, του λόγου, των αντιδράσεων και της όλης συμπεριφοράς του. Η ευχέρεια του Εφετείου να παρέμβει στο κατ΄εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι το έργο της αξιολόγησης, κρινόμενο εξ αντικειμένου, κατέληξε σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και δεν θα μπορούσαν να είναι ευλόγως επιτρεπτά (Αβραάμ Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση αρ. 2/2016, ημερ. 28.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B134). Δεν είναι τέτοια η περίπτωση εν προκειμένω.
Προβάλλεται περαιτέρω με την έφεση ότι το Κακουργιοδικείο κακώς αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Κ.7 και λανθασμένα την αξιολόγησε. Η Μ.Κ.7 είναι κλινική ψυχολόγος στην οποία κατέφυγε η παραπονούμενη μετά το συμβάν. Περιέγραψε το ρόλο της ως θεραπευτικό και υποστηρικτικό. Δεν φαίνεται να είχε προσδιοριστεί εξ αρχής ο σκοπός για τον οποίο κλήθηκε, ούτε τέθηκε στην πορεία της μαρτυρίας ζήτημα. Ακολούθησε, όπως θα εξηγήσουμε, εκτροπή.
Στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390, επαναβεβαιώθηκε ως απαραβίαστη η αρχή ότι «η διακρίβωση των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική ετυμηγορία περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου ανήκει στο Δικαστήριο και δεν γίνεται ανεκτή καμιά εξωγενής επέμβαση σ΄αυτό το έργο».
Κατά το κοινό δίκαιο, η αποδεκτότητα (admissibility) της γνώμης εμπειρογνώμονα ως μαρτυρία σε ποινική δίκη συναρτάται, κατά πρώτο λόγο με τη σχετικότητα της προς το επίδικο θέμα (R. v. Turner [1975] QB 834, 841). Σχετική δε είναι η μαρτυρία η οποία κρίνεται ως ευλόγως αποδεικτική ή ανταποδεικτική ενός ζητήματος το οποίο χρήζει απόδειξης («logically probative or disprobative of some matter that requires proof», DPP v. Kilbourne [1973] AC 723, 756). Υπ΄αυτή την έννοια, η μαρτυρία εμπειρογνώμονα για την προσωπικότητα και την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση ενός ανθρώπου, είναι βεβαίως σχετική, εφόσον ενδέχεται να καταδείξει τον αναμενόμενο τρόπο αντίδρασης ή συμπεριφοράς του. Τούτο όμως δεν την καθιστά, άνευ ετέρου και αποδεκτή (admissible). Όπως το έθεσε ο Lawton L.J. στην προαναφερθείσα κλασσική επί του θέματος, Turner, σελ. 841:
«Opinions from knowledgeable persons about a man's personality and mental make-up play a part in many human judgments. In our judgment the psychiatrist's opinion was relevant. Relevance, however, does not result in evidence being admissible: it is condition precedent to admissibility.»
Απαιτείται, πέραν της σχετικότητας (που είναι εκ των ων ουκ άνευ), η μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα να παρέχει εξειδικευμένη επιστημονική γνώση και πληροφορίες που βρίσκονται έξω από το πεδίο κοινής γνώσης και εμπειρίας του δικαστή: («An expert's opinion is admissible to furnish the Court with scientific information which is likely to be outside the experience and knowledge of a judge or jury», Turner, σελ. 841).
Συνεπώς, μαρτυρία προερχόμενη από πραγματογνώμονα η οποία δεν μεταδίδει τέτοια εξειδικευμένη επιστημονική γνώση και εμπειρία, αλλά συνίσταται σε σχολιασμό επί των γεγονότων με βάση την κοινή λογική, δεν είναι αποδεκτή (βλ. προαναφερθείσα υπόθεση R. v. H. [2014] EWCA Crim 1555, [26], [42] και [44]).
Δεν είναι επίσης αποδεκτή μαρτυρία εμπειρογνώμονα που σκοπό έχει να υποστηρίξει την αξιοπιστία per se μάρτυρα της ίδιας πλευράς («oath helping» evidence). Όπως τέθηκε από τον Lawton L.J., στην Turner, σελ. 842:
«in general evidence can be called to impugn the credibility of witnesses but not led in chief to bolster it up.»
Όταν όμως η μαρτυρία ψυχιάτρου ή ψυχολόγου προσφέρεται με σκοπό να εξηγηθούν επιστημονικά, πέραν της κοινής γνώσης και εμπειρίας, τα χαρακτηριστικά και ο τρόπος αντίδρασης και συμπεριφοράς μιας κατηγορίας ανθρώπων, ιδιαίτερα μικρών παιδιών, τότε μπορεί να γίνει αποδεκτή, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι επιτρέπεται να εκτραπεί σε σχολιασμό ή τοποθέτηση επί της αξιοπιστίας του συγκεκριμένου μάρτυρα, ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
H αντιδιαστολή των δύο περιπτώσεων φαίνεται μέσα από τη σύγκριση των δύο αποφάσεων του αγγλικού Εφετείου στις οποίες αναφερόμαστε αμέσως κατωτέρω:
Στην υπόθεση R. v. Robinson (Raymond) [1994] 3 All E.R. 346, δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία εκπαιδευτικού ψυχολόγου που σκοπό είχε να καταδείξει ότι η παραπονούμενη για βιασμό, ένα κορίτσι 15 ετών με μαθησιακά προβλήματα, δεν μπορούσε να δεχθεί ιδέες από κάποιο άλλο, δεν ήταν ευκολοεπηρέαστη και άρα η αφήγησή της δεν ήταν προϊόν επηρεασμού από τρίτους. Το Εφετείο έκρινε ότι:
«the Crown cannot call a witness of fact and then, without more, call a psychologist or psychiatrist to give reasons why the jury should regard that witness as reliable.»
Αντίθετη ήταν η προσέγγιση στην υπόθεση R v. S (VJ) [2006] EWCA Crim 2389, που αφορούσε σε σεξουαλικά αδικήματα εναντίον κοριτσιού 13 ετών το οποίο παρουσίαζε αυτισμό. Ένας παιδίατρος που παρακολούθησε τη βιντεοσκοπημένη κατάθεση του παιδιού έδωσε μαρτυρία λέγοντας ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν ασυνήθης για κάποιο άτομο με αυτισμό και ότι κάποιο πρόσωπο, στο επίπεδο λειτουργίας της, θα ήταν δύσκολο να επινοήσει μια ιστορία ή να τη διατηρήσει στη μνήμη της, για σημαντική περίοδο χρόνου. Το Εφετείο διαφοροποίησε την περίπτωση αυτή από την υπόθεση Robinson θεωρώντας ότι η μαρτυρία στην Robinson συσχετιζόταν ευθέως με τη συγκεκριμένη μάρτυρα και την αξιοπιστία της αυτή καθ΄αυτή, ενώ στη δεύτερη υπόθεση ήταν γενικότερης φύσεως εφόσον αφορούσε, γενικά, τη νευρολογική κατάσταση του αυτισμού και τα συνήθη χαρακτηριστικά των προσώπων που παρουσιάζουν τέτοια κατάσταση.
Χαρακτηριστικό στα ίδια πλαίσια είναι επίσης το απόσπασμα που παραθέτουμε κατωτέρω από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά στην υπόθεση R v. Marquard [1993] 4 SCR 223, όπου κρίθηκε ως αποδεκτή η μαρτυρία εμπειρογνώμονα που είχε υποβοηθήσει το Δικαστήριο να κατανοήσει τη συμπεριφορά ενός μικρού παιδιού, ως μάρτυρα, θέτοντας το αναγκαίο επιστημονικό υπόβαθρο γι΄αυτό το σκοπό. Επρόκειτο για θύμα βίαιης επίθεσης ηλικίας 3 ½ ετών κατά το συμβάν, που έδωσε μαρτυρία 17 μήνες μετά. Μιλώντας αρχικά για το συμβάν στο νοσοκομείο, δεν ενέπλεξε την γιαγιά του την οποία αργότερα και ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγόρησε. Στην απόφαση εκείνη διευκρινίστηκαν τα ακόλουθα:
«While expert evidence on the ultimate credibility of a witness is not admissible, expert evidence on human conduct and the psychological and physical factors which may lead to certain behaviour relevant to credibility, is admissible, provided the testimony goes beyond the ordinary experience of the trier of fact. This is particularly the case with evidence of children. Had the expert here restricted her comments to explaining why children may lie to hospital staff about the cause of their injuries, there could have been no objection to her evidence.»
Ίδια ήταν η προσέγγιση και στην προαναφερθείσα υπόθεση Νικολάου όπου, αφού τέθηκε, ως άνω, ο βασικός κανόνας, αναγνωρίστηκε η αποδεκτότητα μαρτυρίας παιδοψυχιάτρου με σκοπό να εξηγηθεί στο Δικαστήριο η καθυστέρηση παιδιού να αναφέρει στη θεία της εκείνα για τα οποία αργότερα κατηγόρησε τον εφεσείοντα.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παιδιών σε υποθέσεις, κατ΄ισχυρισμόν, σεξουαλικών επιθέσεων έχουν αναγνωριστεί από τη νομολογία μας, σε σχέση με τη δυσχέρεια υποβολής αμέσου παραπόνου και με τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα εθεωρείτο αναμενόμενος (Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766). Παρά τη γενική αυτή αναγνώριση δεν μπορούμε ν' αποκλείσουμε την ανάγκη επιστημονικής εξήγησης, στην κατάλληλη περίπτωση. Όπως εύστοχα ελέχθη στη Νικολάου (ανωτ.), «η κάθε περίπτωση αποφασίζεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης».
Εν προκειμένω, όμως, η παραπονούμενη δεν ενέπιπτε σε οποιαδήποτε ειδική κατηγορία ατόμων σε σχέση με τα οποία μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία ψυχολόγου ή ψυχιάτρου που να εξηγεί την ιδιαίτερη τους συμπεριφορά.
Επιστημονική μαρτυρία, παρά ταύτα, θα μπορούσε να δοθεί για το ζήτημα του επηρεασμού από το αλκοόλ επί άλλης βάσης, δοθέντος ότι είχε προσβληθεί η αξιοπιστία της, με αιχμή του δόρατος τέτοιο ισχυρισμό και στη συνέχεια προσφέρθηκε η μαρτυρία του Μ.Υ.5 έχοντας τέτοιο σκοπό.
Όμως δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, επιτρεπτές οι ευθείες αναφορές της Μ.Κ.7 για αυτό τούτο το ζήτημα της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, με κριτήριο τη σταθερότητα των διηγήσεων της τελευταίας κατά τις μεταξύ τους συναντήσεις.
Προβληματισμός θα μπορούσε να υπάρξει αναφορικά και με την προσπάθεια της Μ.Κ.7 να εξηγήσει τη μη αντίδραση της παραπονούμενης, ως προς το κατά πόσον τέτοια μαρτυρία καλύπτεται από τον κανόνα ότι δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία ψυχιάτρου ή ψυχολόγου που σκοπό έχει να επεξηγήσει τον τρόπο που ένα φυσιολογικό άτομο, το οποίο δεν υποφέρει από ψυχική νόσο, είναι πιθανό να αντιδράσει υπό συνθήκες ψυχικής έντασης και άγχους («Jurors do not need psychiatrists to tell them how ordinary folk who are not suffering from any mental illness are likely to react to the stresses and strains of life», R v H (ανωτ.), R. v. Weightman, 92 Cr. App. R. 291, AC). Όμως, εφόσον το ζήτημα αποτέλεσε κοινό τόπο, δεν εγείρεται ως επίδικο. Η αναφορά μας σκοπό έχει να καταδείξει το συγκεκριμένο και προσεχτικό τρόπο με τον οποίο πρέπει να προσφέρεται και να γίνεται αποδεκτή (admissible) τέτοια επιστημονική μαρτυρία.
Στο τέλος της δίκης το Κακουργιοδικείο, με την απόφασή του, αναφέρθηκε πλέον στην ορθή νομική αρχή και σημείωσε ότι οι μη αποδεκτές αναφορές της Μ.Κ.7 δεν θα λαμβάνονταν υπόψιν και τις απέκλεισε, όπως το έθεσε, από το μαρτυρικό υλικό. Όμως, τούτο έγινε μόνο φραστικά, όπως ορθά υποβάλλεται (Τρίτος Λόγος Έφεσης) εφόσον στη συνέχεια αφού αναφέρθηκε σε στοιχεία από τη μαρτυρία της Μ.Κ.7 που είχαν την έννοια μαρτυρίας, ευθέως, υποστηρικτικής της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, κατέληξε ως εξής:
«Εξηγώντας του λόγους για τους οποίους η επιστημονική της κατάρτιση της επέτρεψε να υποστηρίξει ότι η παραπονούμενη, κατά τον χρόνο που η ίδια κατ΄επανάληψη την συνάντησε ήταν ειλικρινής στις αναφορές της και δεν την παραπλάνησε, επέτρεψε στο δικαστήριο με την παράθεση των σχετικών επιστημονικών κριτηρίων και εξειδικευμένων γνώσεων της να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα.»
Ασφαλώς τα τελικά συμπεράσματα ήταν του Κακουργιοδικείου και δεν μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Όμως είναι σαφές ότι, παρά την φραστική του τοποθέτηση περί αποκλεισμού τους, το Κακουργιοδικείο ενέπλεξε εν τέλει, ως εξωγενές στοιχείο στο έργο του, τις μη αποδεκτές αναφορές της Μ.Κ.7. Οι εξηγήσεις της Μ.Κ.7 δεν έπαυαν να αποτελούν αναφορές που άπτονταν του τελικού ζητήματος, ήτοι της ετυμηγορίας ως προς την αξιοπιστία.
Τέτοιο σφάλμα οδήγησε, στην R. v. Marquard (ανωτ.), σε διαταγή για επανεκδίκαση επειδή ο γιατρός μάρτυρας δεν περιορίστηκε στην εξήγηση ότι τα μικρά παιδιά, συχνά, ψευδώς δεν αποκαλύπτουν την αλήθεια σε υποθέσεις κακοποίησης, από φόβο ως προς το τι μπορεί να συμβεί εάν πουν την αλήθεια, αλλά επεκτάθηκε να εκφράσει και την πεποίθηση του ότι το συγκεκριμένο παιδί έλεγε την αλήθεια λέγοντας ότι κακοποιήθηκε.
Εν προκειμένω όμως, δεν θεωρούμε ότι το ζήτημα τελειώνει εδώ.
Η μαρτυρία δεν περιοριζόταν μόνο στο λόγο της παραπονούμενης, αλλά υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία, χωρίς, επαναλαμβάνουμε, να έχει εφεσιβληθεί ο χειρισμός του Κακουργιοδικείου να χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη μαρτυρία ως ενισχυτική και να την χρησιμοποιήσει ως τέτοια. Το αποτέλεσμα, όπως ήδη έχουμε εξηγήσει, είναι ότι η αποδοχή, ως ενισχυτικής μαρτυρίας, της εικόνας ψυχολογικής αναστάτωσης που παρουσίαζε η παραπονούμενη εμπεριέχει τη διαπίστωση της γνήσιας αναστάτωσης για το συμβάν που διηγήθηκε. Επίσης, η αποδοχή, ως ενισχυτικής μαρτυρίας, του ουσιώδους ψεύδους του εφεσείοντα, συνδέεται και εμπεριέχει την κρίση του Κακουργιοδικείου, όπως αυτή επίσης δεν προσβλήθηκε, ότι το ψεύδος δεν λέχθηκε για αθώο λόγο, αλλά με σκοπό την απόκρυψη των κρισίμων γεγονότων του βιασμού.
Ανεξάρτητα δε από την χρήση του ψεύδους ως ενισχυτικής μαρτυρίας, εν πάση περιπτώσει η ανθρώπινη πείρα και λογική υποδεικνύουν ότι η προσφυγή στο ψεύδος δυνατόν να οδηγεί, λογικά, σε συμπέρασμα ενοχής, ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας. Το ψεύδος, έστω και αν δεν στοιχειοθετεί θετικά τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος, αποτελεί μαρτυρία που επεξηγεί και ρίπτει φως στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και προσδίδει εγκληματικό χαρακτήρα σε πράξεις για τις οποίες χωρεί αθώα εξήγηση (Al-Hamad v. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 117), όπως εν προκειμένω θα ήταν η συναινετική συνεύρεση.
Ως εκ των άνω, παρά το σφάλμα, επί του συνόλου της μαρτυρίας, με τη σωστή καθοδήγηση το εκδικάζον δικαστήριο και κάθε άλλο δικαστήριο θα κατέληγαν αναπόφευκτα σε καταδικαστική απόφαση. Συνεπώς, δεν προκαλείται ουσιαστική αδικία και βρίσκει εφαρμογή η επιφύλαξη (proviso) του άρθρου 145(ι)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
Πριν εγκαταλείψουμε το ζήτημα, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι, το καθήκον κάθε εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες, για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση. (Βλ. Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd. κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814 και Cybarco Ltd. v. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013).
Δεν είναι ο ρόλος του πραγματογνώμονα να καταθέτει ή να σχολιάζει επί της αξιοπιστίας ενός συγκεκριμένου μάρτυρα. Το βαρύ και δύσκολο καθήκον της κρίσης της αξιοπιστίας και της τελικής ετυμηγορίας, περιλαμβανομένης της διατύπωσης ευρημάτων, βαραίνει τους δικαστές και όχι οποιοδήποτε άλλο.
Εν κατακλείδι, σε σχέση ειδικότερα με μαρτυρία ψυχιάτρων και ψυχολόγων, υποδεικνύουμε με επίταση ότι, εκτός από τις περιπτώσεις όπου τέτοια μαρτυρία έχει άμεση σχέση και είναι το ουσιαστικό στοιχείο στην επίδικη διαφορά (βλ. Νικολάου, σελ. 404) όπως είναι λ.χ. η περίπτωση όπου προβάλλεται η υπεράσπιση της παραφροσύνης (insanity), η μαρτυρία ψυχιάτρων και ψυχολόγων δεν πρέπει να προσφέρεται ούτε να επιτρέπεται ως ζήτημα ρουτίνας. Αποτελεί την εξαίρεση και πρέπει να περιορίζεται εξ αρχής, με ευθύνη του Δικαστηρίου, στα ορθά πλαίσια όπως καθορίστηκαν, περιοριστικά και με μεγάλη προσοχή, από τη νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί. Διαφορετικά δημιουργείται κίνδυνος για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, προκαλείται σύγχυση ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, αφενός και το ρόλο των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων, αφετέρου και δαπανάται πολύτιμος δικαστικός χρόνος λόγω του αποπροσανατολισμού της ακροαματικής διαδικασίας.
Διευκρινίζεται ότι οι παρατηρήσεις μας δεν έχουν την έννοια της αποθάρρυνσης προσαγωγής τέτοιας φύσεως επιστημονικής μαρτυρίας, της οποίας η σημασία δεν αμφισβητείται, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται μέσα στα ορθά πλαίσια.
Τέλος, προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψιν του ουσιώδεις παραλείψεις των ανακριτικών αρχών και της Κατηγορούσας Αρχής. Εγείρονται ως ουσιώδη το ότι δεν έγινε έλεγχος αλκοόλης στην παραπονούμενη, το ότι δεν έγινε αναπαράσταση του τρόπου που ισχυρίστηκε ότι την έριξε ο εφεσείοντας από το μοτοποδήλατο, το ότι δεν παρουσιάστηκε το μοτοποδήλατο. Δεν βρίσκουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, στοιχειοθετείται ουσιώδης παράλειψη. Περαιτέρω, δεν έχουμε εντοπίσει την κατ΄ισχυρισμό μη διερευνηθείσα αναφορά στην έκθεση της Μ.Κ.7 ότι της είχε πει η παραπονούμενη ότι μετά το περιστατικό ένας άνδρας ανέλαβε να τη μεταφέρει στο σπίτι της. Γενικότερα, ό,τι από το σχετικό Πέμπτο Λόγο έφεσης θεωρούμε αναγκαίο όπως σχολιάσουμε περαιτέρω είναι ο ισχυρισμός περί επηρεασμού του δικαιώματος του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη λόγω του ότι δεν κλητεύθηκε ως μάρτυρας η συγκάτοικος της παραπονούμενης που κατά τον ισχυρισμό της δέχθηκε πρώτο παράπονο (όπως και δύο άλλα πρόσωπα που το πληροφορήθηκαν μετά).
Πριν την κατάργηση της προανάκρισης (άρθρα 92-106 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155) τα πρόσωπα των οποίων οι καταθέσεις καταχωρούνταν στο Δικαστήριο για σκοπούς προανάκρισης καθίσταντο μάρτυρες κατηγορίας και θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στον κατάλογο μαρτύρων επί του κατηγορητηρίου ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Με περαιτέρω υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει όλους τους μάρτυρες τα ονόματα των οποίων φαίνονται στο κατηγορητήριο, είτε για να καταθέσουν είτε για να τους προσφέρει για αντεξέταση ή και να μη τους καλέσει καθόλου. Αυτά εξηγούνται, μεταξύ άλλων, στην Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 657, με αναφορά στη σχετική διακριτική ευχέρεια της κατηγορούσας αρχής.
Η κατάργηση της προανάκρισης και η απ΄ ευθείας παραπομπή στο Κακουργιοδικείο δεν μεταβάλλει τις υποχρεώσεις, σ΄αυτά τα πλαίσια, της κατηγορούσας αρχής. Σύμφωνα με το άρθρο 94 πρόσωπο που παραπέμπεται σε δίκη απ΄ευθείας στο Κακουργιοδικείο δυνάμει του άρθρου 92 δικαιούται να λάβει χωρίς καθυστέρηση αντίγραφο του κατηγορητηρίου και αντίγραφα των καταθέσεων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το αδίκημα για το οποίο παραπέμπεται. Τα πρόσωπα που έδωσαν τέτοιες καταθέσεις θεωρούνται μάρτυρες κατηγορίας και θα πρέπει το όνομά τους να περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, με υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να τους παρουσιάσει στο Δικαστήριο, υπό την έννοια που εξηγείται ανωτέρω.
Εν προκειμένω, αν και λήφθηκε κατάθεση από τη συγκάτοικο της παραπονούμενης, το όνομα της δεν περιλήφθηκε στον κατάλογο μαρτύρων επί του κατηγορητηρίου. Όμως το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε στο Κακουργιοδικείο, ούτε η υπεράσπιση ζήτησε την παρουσία της (ή άλλου προσώπου) και δεν θεωρούμε ότι μπορεί να τεθεί στο παρόν στάδιο ως θέμα μη δίκαιης δίκης. Εν πάση περιπτώσει όταν τέθηκε ενώπιον μας, εξηγήθηκε από τον εκπρόσωπο της Δημοκρατίας ότι το εν λόγω πρόσωπο είχε στο μεταξύ αναχωρήσει από την Κύπρο και δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός της, οπότε και θα γινόταν η αναγκαία προσθήκη στο κατηγορητήριο, δοθέντος ότι η κατάθεσή της είχε δοθεί εξαρχής στην υπεράσπιση. Δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος έφεσης.
Σε ότι αφορά την ποινή, αυτή προσβάλλεται ως υπερβολική, χωρίς συνυπολογισμό των προσωπικών, οικογενειακών και οικονομικών συνθηκών του εφεσείοντα, χωρίς συνάρτηση με το πλαίσιο ποινών που επιβλήθηκαν σε παρόμοιες υποθέσεις και ως βασιζόμενη σε εξωγενή γεγονότα που δεν αποδείχθηκαν.
Για το έγκλημα του βιασμού ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει ως ανώτατη ποινή, την ποινή της φυλάκισης δια βίου και τούτο είναι ενδεικτικό της σοβαρότητάς του. Ο βιασμός στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας και προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια και προσωπικότητα του θύματος. Τέτοιας φύσεως δε εγκλήματα παρουσιάζονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα, ώστε ο παράγοντας της αποτροπής να προβάλλει ως ιδιαίτερα σημαντικός. Πέραν τούτου, ο εφεσείοντας είχε κάθε δικαίωμα να επιμένει στην αθωότητά του και η στάση του αυτή δεν μπορεί να προσμετρήσει επιβαρυντικά. Όμως η έμπρακτη μεταμέλεια θα μπορούσε να ελαφρύνει τη θέση του, εφόσον μάλιστα θα είχε ως αποτέλεσμα να μην υποβληθεί το θύμα σε μια δεύτερη δοκιμασία. Οι προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν καθοδήγηση ως δεσμευτικά προηγούμενα, αλλά αποτελούν ένδειξη για το είδος και το ύψος των ποινών που επιβάλλονται.
Γενικά το Κακουργιοδικείο έλαβε εξαντλητικά υπόψιν κάθε σχετικό παράγοντα, τόσο σε σχέση με τον εφεσείοντα, όσο και σε σχέση με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και προέβη σε εύλογη εξισορρόπηση τους στα ορθά πλαίσια.
Ειδικότερα, ως προς τη διαταγή για διαδοχική έκτιση της ποινής των 6 μηνών που επιβλήθηκε για την κλοπή, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν ότι η κλοπή εκδηλώθηκε μετά το βιασμό και δεν σχετιζόταν με την προγενέστερη συμπεριφορά του εφεσείοντα ώστε να μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας, όπως είναι τώρα η εισήγηση εκ μέρους του εφεσείοντα. Η αντίληψη όμως του Κακουργιοδικείου ήταν ορθή και βρίσκει έρεισμα στην απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση R v. Sam Buckland [2013] EWCA Crim 91, στην οποία ο εφεσείοντας, μετά που διέπραξε το αδίκημα της σεξουαλικής επίθεσης, διέπραξε και ληστεία εναντίον του θύματος εφόσον, φεύγοντας, άρπαξε την τσάντα της. Το Εφετείο έκρινε ότι δεν υπήρχε συσχετισμός μεταξύ των δύο αδικημάτων. Επί του απλού σκεπτικού ότι ο δράστης «He did not have to take her possessions at that point. He could have run away. He did not.», κατέληξε στη διαπίστωση πως ο πρωτόδικος δικαστής «was entitled to treat it in the circumstances of the trial over which he had presided as a separate offence which merited a consecutive sentence.». Δεν θεωρούμε ότι με την επιλογή που ακολούθησε το Κακουργιοδικείο παραβιάστηκε ο κανόνας της συνολικότητας της ποινής, η οποία αντίθετα οπωσδήποτε δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο υπερβολική.
Η έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής απορρίπτεται.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π