ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B222
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση αρ. 342/2015)
8 Μαΐου 2018
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Κάτια Πιερούδη (κα), για τον εφεσείοντα.
Μαρίνα Μασούρα (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
---------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στην κατηγορία της ληστείας, στην οποία αρχικά ο εφεσείοντας εκατηγορείτο μαζί με άλλο πρόσωπο εναντίον του οποίου η ποινική δίωξη διακόπηκε, επιβλήθηκε, μετά από παραδοχή του, ποινή φυλάκισης 7 ετών.
Η ληστεία έγινε στις 24.12.2014, με ομοίωμα περιστρόφου στο κατάστημα της ΣΠΕ Τερσεφάνου, στο οποίο ο εφεσείοντας εισήλθε με ακάλυπτο πρόσωπο και υπό την απειλή του περιστρόφου ανάγκασε τον ταμία να του δώσει το ποσό των €5.450. Στη συνέχεια αναχώρησε ως συνοδηγός με όχημα το οποίο τον ανέμενε έξω από το κατάστημα. Μία ταμίας τον αναγνώρισε, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και τελικά το ίδιο βράδυ εντοπίστηκε και συνελήφθηκε. Στην κατοχή του βρέθηκε το ποσό των €3.977,70, μέρος του κλοπιμαίου ποσού, αφού τα υπόλοιπα τα διέθεσε σε διάφορα πρόσωπα.
Στην επιβολή της ποινής λήφθηκαν υπόψιν δύο προηγούμενες καταδίκες, ήτοι (α) καταδίκη στις 26.5.2009 σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, υπόθεση στην οποία είχαν ληφθεί υπόψιν ακόμα μια υπόθεση για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και άλλες δύο υποθέσεις διαρρήξεων καταστημάτων και κλοπών και (β) καταδίκη στις 5.6.2012 σε ποινή φυλάκισης 3 μηνών με 3ετή αναστολή σε δύο κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας και κλοπής. Η ανασταλείσα αυτή ποινή ενεργοποιήθηκε, αλλά η έκτισή της διατάχθηκε να είναι συντρέχουσα με την ποινή της φυλάκισης 7 ετών που επιβλήθηκε για τη ληστεία. Επίσης λήφθηκε υπόψιν, μετά από αίτημα του εφεσείοντα, μια μη καταχωρισθείσα υπόθεση που αφορούσε κλοπή, η οποία είχε λάβει χώρα στις 22.10.2014.
Με την παρούσα έφεση προβάλλεται ότι η ποινή είναι αντινομικά και αδικαιολόγητα υπερβολική εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο (Κακουργιοδικείο Λάρνακας), δεν είχε λάβει δεόντως υπόψη του τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και δεν προχώρησε σε εξατομίκευση της ποινής, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψιν τα ψυχιατρικά του προβλήματα με ιστορικό με απόπειρες αυτοκτονίας και το γεγονός ότι ήταν άτομο εξαρτημένο από τη χρήση ναρκωτικών με σοβαρό πρόβλημα ουσιοεξάρτησης. Η ψυχική του υγεία μετά τον εγκλεισμό του στις φυλακές έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό, ισχυρίστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος του.
Ως προς τις περιστάσεις διάπραξης του εγκλήματος, αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο ότι δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο γεγονός πως ο εφεσείοντας κρατούσε ψεύτικο πιστόλι και επομένως δεν μπορούσε να προκαλέσει σωματική βλάβη σε οποιοδήποτε. Προβάλλεται επίσης ότι το Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός πως ο εφεσείοντας διέπραξε τη ληστεία χωρίς να προσπαθήσει καθόλου να καλύψει το πρόσωπό του, παρά το ότι ήταν γνωστός στην τράπεζα και, αντίθετα, εξέλαβε ότι ενήργησε προμελετημένα.
Παρέβλεψε επίσης το Κακουργιοδικείο να λάβει υπόψιν τη συνεργασία του εφεσείοντα με την αστυνομία και την έμπρακτη μεταμέλειά του, καθώς επίσης το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσό των χρημάτων που έκλεψε το επέστρεψε.
Τέλος, υπερβολική χαρακτηρίζεται στην έφεση η ποινή και ως εκ του γεγονότος ότι η ποινική δίωξη της πρώην συγκατηγορουμένης του αναστάληκε με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Αγορεύοντας η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα μας κάλεσε να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στην εισήγηση περί παραβίασης της αρχής της ισότητας ως εκ της χορήγησης αναστολής ποινικής δίωξης στην πρώην συγκατηγορούμενη του (κατηγορούμενη 2), τη στιγμή που τα ίδια ακριβώς προβλήματα, όπως το έθεσε, αντιμετωπίζει και ο εφεσείοντας. Διαπιστώσαμε ότι το ζήτημα αυτό δεν είχε τεθεί από τη συνήγορο, που ήταν η ίδια, πρωτοδίκως. Κατά τη συζήτηση της έφεσης ζητήσαμε διευκρινίσεις επί του θέματος, οπότε διεφάνη ότι η κα Πιερούδη αντιπροσώπευε και την πρώην κατηγορούμενη 2 και ότι είναι με διαβήματα της κας Πιερούδη που επιτεύχθηκε η αναστολή της ποινικής δίωξης με αναφορά στα προβλήματα της. Κατά τον χρόνο που διακόπηκε η ποινική δίωξη η τότε κατηγορούμενη 2, όπως είχε δηλώσει η κα Πιερούδη, νοσηλευόταν στην ψυχιατρική πτέρυγα του Νοσοκομείου Λευκωσίας και ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα έδωσε λόγο για τη διακοπή αναφέροντας ότι η διακοπή έγινε «.με ιδιαίτερη βαρύτητα πάνω στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και φαίνεται να αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη 2». Η αρχή ότι η αναστολή ποινικής δίωξης ενός κατηγορουμένου αποτελεί παράγοντα για μετριασμό της ποινής των συγκατηγορουμένων του (Κάττου κ.α. ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 498), κάμπτεται στο βαθμό που δίδονται λόγοι για την αναστολή τέτοιοι ώστε να δικαιολογείται ευλόγως η διαφοροποίηση ως διαφορετική μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων. Όπως διασαφηνίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σατανά κ.α. (1996) 2 ΑΑΔ 257:
«Η μή τιμωρία τρίτου προσώπου αναμεμειγμένου σε εγκληματική δράση δεν συνιστά αφ' εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής. Μόνον όπου αυτή οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την κατηγορούσα αρχή μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.»
Στην υπόθεση δε Νικήτας ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 156, εξηγήθηκε ότι, η μείωση της ποινής δικαιολογείται εάν δεν δοθούν οι λόγοι της διακοπής της δίωξης συγκατηγορουμένου ώστε να μπορούσε να ελεγχθεί κατά πόσο αυτή εδικαιολογείτο ή όχι. Εάν η διακοπή στοιχειοθετείται ως δικαιολογημένη, τότε δεν εγείρεται θέμα αντίληψης στο μέσο πολίτη για ευνοϊκή μεταχείριση, οπότε η διακοπή δεν επενεργεί ως μετριαστικός παράγοντας (βλ., επίσης, Παπέττας ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 236 και Φλούρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2015, ημερομ. 29.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:B311).
Συνεπώς, όχι μόνο δεν τέθηκε ζήτημα άνισης μεταχείρισης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αλλά η ίδια η υπεράσπιση των δύο κατηγορουμένων επέλεξε και έθεσε ζήτημα μόνο για την κατηγορούμενη 2, η οποία όπως προκύπτει από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, φαίνεται να είναι η συμβία του εφεσείοντα. Δεν δικαιολογείται τώρα να ισχυρίζεται η υπεράσπιση του εφεσείοντα ότι αυτός αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα, ούτε, εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται παραβίαση της αρχής της ισότητας εφόσον ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα έδωσε λόγο για τη διακοπή της ποινικής δίωξης της κατηγορούμενης 2, διαφοροποιώντας, έτσι, την περίπτωση της και δικαιολογώντας τη διαφορετική της μεταχείριση, όπως η συνήγορός τους είχε ζητήσει, διαφοροποιώντας η ίδια τα πράγματα.
Κατά τ' άλλα, οι προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου έχουν καθοριστεί με ευκρίνεια, μεταξύ άλλων, στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, ως ακολούθως:
« Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:
(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και
(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η ομοιομορφία στη μεταχείριση των παραβατών που συνάδει και με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 28, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου. Το πλαίσιο το οποίο διαγράφεται από τη νομολογία ως προς την τιμωρία συγκεκριμένων τύπων εγκλημάτων είναι απαρέγκλιτα ευρύ ανάλογο με την ανομοιογένεια των γεγονότων που μπορεί να συνθέσουν το ίδιο αδίκημα.
Αφετηρία για την κρίση της υπερβολικότητας της ποινής αποτελεί η αρχή ότι ο καθορισμός της αποτελεί πρωταρχικό έργο του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε ιδανική θέση να εκτιμήσει τα περιστατικά και τη σοβαρότητα του εγκλήματος καθώς και τους κινδύνους που ενέχουν οι διάφορες μορφές εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο. Έργο κατ' εξοχήν θεωρητικό, που προϋποθέτει τον προσδιορισμό των αντιδράσεων μας μετά τη νοητή τοποθέτησή μας στη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όπου η ποινή κρίνεται έκδηλα υπερβολική, παραμερίζεται. Σ' εκείνη την περίπτωση η απόφαση του Εφετείου ως προς την ποινή αντανακλά πρωτογενώς την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για την τιμωρία.»
Το Κακουργιοδικείο εξισορρόπησε κάθε σχετικό παράγοντα. Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν μειώνεται εκ του γεγονότος ότι ο εφεσείοντας είχε χρησιμοποιήσει ομοίωμα πιστολιού. Η ανάγκη για γενική αποτροπή είναι πέραν από δεδομένη ως εκ της έξαρσης εγκλημάτων αυτής της φύσεως που προκαλούν δικαιολογημένη ανησυχία στην κοινωνία. Εξίσου αναγκαία προβάλλει η ειδική ανατροπή ως εκ της αποδεδειγμένης τάσης του εφεσείοντα, παρά τις τιμωρίες αλλά και την ευκαιρία που του δόθηκε στο παρελθόν, να παραβιάζει το νόμο σε σχέση με το συγκεκριμένο πλαίσιο εγκληματικής συμπεριφοράς. Οι προσωπικές του περιστάσεις λήφθηκαν υπόψιν από το Κακουργιοδικείο, αλλά δεν θα μπορούσε να τους δοθεί βαρύτητα τέτοια ώστε να εξουδετερωθούν οι ανάγκες που η ποινή καλείται να εξυπηρετήσει και ειδικά η έκδηλη ανάγκη για αποτροπή.
Σε ότι αφορά, ειδικότερα, την ψυχική του κατάσταση και τον ισχυρισμό ότι αυτή επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον εγκλεισμό του στις φυλακές, ιατρική έκθεση από την ψυχίατρο στο Τμήμα Φυλακών είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση που δεικνύει. Αποκαλύπτει ότι ο εφεσείοντας, αφού παρέμεινε επί μακρόν στη πτέρυγα 10 λόγω δυσφορικής διάθεσης, παρορμητικότητας, διαταραχής ύπνου, ανορεξίας και αυτοκαταστροφικού ιδεασμού, κατόπιν βελτίωσης της κατάστασής του μεταφέρθηκε σε άλλη πτέρυγα όπου συνεργάζεται με τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, συνεχίζει την παρακολούθηση από ψυχίατρο και από την ομάδα του προγράμματος απεξάρτησης στο Τμήμα Φυλακών (ψυχολόγο, νοσηλευτή και εργοθεραπεύτρια). Η ιατρική και θεραπευτική αρωγή αναμένεται βεβαίως να συνεχίσει όσο απαιτείται.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π