ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B147
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.84/2016)
3 Απριλίου, 2018
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ., Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
ΣΩΤΗΡΗ ΠΕΤΕΙΝΟΥ
Εφεσείοντος,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
- - - - - - - - -
Xαρ.Μιχαηλίδου, (κα), για Χ.Κυριακίδη, για τον εφεσείοντα
Αγγελ.Χατζημιχαήλ, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι λεπτομέρειες αδικήματος στο κατηγορητήριο με βάση το οποίο ο εφεσείων ευρέθη ένοχος, έχουν ως εξής:
«Ο κατηγορούμενος στις 25.8.2015 στην Αγία Νάπα της επαρχίας Αμμοχώστου ως ιδιοκτήτης/υπεύθυνος του φαρμακείου με την επωνυμία «Πετεινός Σωτήρης» το λειτουργούσε με μη εγγεγραμμένο φαρμακοποιό».
Προκύπτει από το ως άνω περιεχόμενο των λεπτομερειών αδικήματος ότι η κατηγορούσα αρχή όφειλε να αποδείξει ότι το φαρμακείο λειτουργούσε με μη εγγεγραμμένο φαρμακοποιό και βεβαίως ότι αυτό το συγκεκριμένο αδίκημα υφίσταται στο νόμο, το οποίο έπρεπε να περιλαμβάνεται στην έκθεση αδικήματος της κατηγορίας.
Με βάση τη μαρτυρία που το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου αποδέχτηκε, διατυπώθηκαν τα ακόλουθα ευρήματα:
«Στις 25/8/15 η ΜΚ2 μαζί με ακόμα ένα συνάδελφο της που εργάζονται στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας επισκέφθηκε το φαρμακείο «Πετεινός Σωτήρης» στην οδό 1ης Οκτωβρίου 5 στην Αγία Νάπα. Ο κατηγορούμενος που είναι εγγεγραμμένος φαρμακοποιός απουσίαζε. Η ΜΚ2 ανέφερε στην υπάλληλο του κατηγορούμενου, με το όνομα Χρυσαυγή Κυπαρισσένη, που δεν είναι εγγεγραμμένη φαρμακοποιός, ότι πάσχει από γρίπη. Η Κυπαρισσένη της σύστησε φάρμακα. Στο φαρμακείο μπήκε και άλλος πελάτης τον οποίο προμήθευσαν με φάρμακα ανάμεσα στα οποία περιλαμβανόταν και το Solpadeine. Το εν λόγω φάρμακο μπορεί να χορηγηθεί και χωρίς συνταγή πλην όμως δίδεται δια χειρός φαρμακοποιού».
H νομική βάση που παρουσίαζε το κατηγορητήριο ήταν ιδιαίτερα ευρεία, ωστόσο το επίδικο άρθρο που απασχόλησε και πρωτοδίκως υπήρξε ο Κανονισμός 3(2) των περί Προδιαγραφών Ιδρύσεως και Λειτουργίας Φαρμακείων Κανονισμών ΚΔΠ 281/2000. Μέρος της νομικής βάσης ήταν και τα άρθρα 2, 4, 4Α, 9, 9Β, 31 και 43 του περί Φαρμακευτικού και Δηλητηρίων Νόμου, Κεφ.254.
Ο Κανονισμός 3(2) των περί Προδιαγραφών Ιδρύσεως και Λειτουργίας Φαρμακείων Κανονισμών έχει ως εξής:
"3-(2) To φαρμακείο διευθύνεται αυτοπροσώπως από φαρμακοποιό, το όνομα του οποίου αναφέρεται στην αίτηση για εγγραφή του φαρμακείου ή σε περίπτωση απουσίας του και ύστερα από άδεια του συμβουλίου προσωρινά από άλλο φαρμακοποιό, ο οποίος δεν πρέπει να έχει άλλη απασχόληση και έχει όλες τις ευθύνες για την κανονική λειτουργία του φαρμακείου.»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε ότι το 3(2) ανωτέρω (σε συνδυασμό με το άρθ.43 του Κεφ.254) μπορούσε να οδηγήσει σε καταδίκη του εφεσείοντα με την εξής συλλογιστική:
«Είναι γεγονός ότι στις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει αναφέρεται ότι ως ιδιοκτήτης / υπεύθυνος του φαρμακείου το λειτουργούσε με μη εγγεγραμμένο φαρμακοποιό. Ο Κανονισμός 3(2) ως ανωτέρω παρατέθηκε αναφέρει ότι το φαρμακείο διευθύνεται αυτοπροσώπως από φαρμακοποιό. Το ότι ο κατηγορούμενος είναι εγγεγραμμένος φαρμακοποιός αναφέρθηκε και από την ΜΚ2. Η φράση ότι το φαρμακείο διευθύνεται αυτοπροσώπως από φαρμακοποιό υποδηλώνει την φυσική παρουσία του φαρμακοποιού στο φαρμακείο το οποίο διευθύνει. Το ρήμα διευθύνω ερμηνεύεται στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη ως «οργανώνω συστηματικά και επιβλέπω την εκτέλεση έργου». Ως εκ τούτου για την λειτουργία του φαρμακείου απαιτείται η φυσική παρουσία του εγγεγραμμένου φαρμακοποιού καθόλη τη διάρκεια που το φαρμακείο εξυπηρετεί πελάτες. Αυτό προκύπτει και από τον Κανονισμό 3(1) που προβλέπει ότι το φάρμακο χορηγείται δια χειρός φαρμακοποιού αλλά και από τα άρθρα 4 και 4Α του Νόμου όπου αναφέρεται ότι κανένα πρόσωπο εκτός από φαρμακοποιό δεν δύναται να εκτελεί συνταγές και να πωλεί ή να προμηθεύει φάρμακα. Στην υπό κρίση περίπτωση κατά τον χρόνο που η ΜΚ2 επισκέφθηκε το φαρμακείο του κατηγορούμενου ο ίδιος απουσίαζε και στον χώρο βρίσκονταν άλλα πρόσωπα. Η ΜΚ2 εξυπηρετήθηκε από την Χρυσαυγή Κυπαρισσένη πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένος φαρμακοποιός και στην απουσία ως έχει προαναφερθεί του κατηγορούμενου φαρμακοποιού. Έχει τεθεί ενώπιον μου και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι όταν η ΜΚ2 ανέφερε στην Κυπαρισσένη ότι έχει γρίπη η τελευταία της σύστησε φάρμακα. Περαιτέρω εξυπηρετήθηκε και τρίτο πρόσωπο με φάρμακο το οποίο αν και μη συνταγογραφούμενο θα πρέπει να πωλείται μόνο σε φαρμακεία.»
Η πρωτόδικη κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εφεσιβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης:
1ος λόγος έφεσης: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή/και αναιτιολόγητα ή/και πεπλανημένα κατέληξε στο ότι ο Περί Προδιαγραφών, Ιδρύσεως και Λειτουργίας Φαρμακείων Κανονισμοί του 2000 (ΚΔΠ 281/2000) ή/και ο Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμος, Κεφ.254 προνοούν ή/και δημιουργούν αδίκημα για τη «λειτουργία φαρμακείου». Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου για λανθασμένη καταδίκη και της ευρείας αιτιολογίας του, ο εφεσείων θέτει και ζήτημα πολλαπλότητας του κατηγορητηρίου, πολλαπλότητα που οδήγησε σε αμφιβολία για το ποιο αδίκημα κατηγορείται ο εφεσείων.
2ος λόγος έφεσης: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή/και πεπλανημένα κατέληξε στο εύρημα ότι η αυτοπρόσωπη διεύθυνση του φαρμακείου σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(2) των περί Προδιαγραφών ιδρύσεως και Λειτουργίας Φαρμακείων Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ281/2000) απαιτεί τη φυσική παρουσία του εγγεγραμμένου φαρμακοποιού.
3ος λόγος έφεσης: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή/και αναιτιολόγητα ή/και πεπλανημένα κατέληξε ότι η μαρτυρία που προσφέρθηκε ή/και παρουσιάστηκε ή/και δόθηκε εκ μέρους των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής ήταν επαρκής για να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις του αδικήματος ή/και τα συστατικά του στοιχεία του ή/και να οδηγήσει στην απόδειξη της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ή/και προέβη σε εσφαλμένες διαπιστώσεις παρερμηνεύοντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και η οποία ουδόλως δικαιολογούσε τα ευρήματα του.
Αναφορικά με την εξέταση του 1ου λόγου έφεσης, το πρωταρχικό που πρέπει να εξετασθεί είναι το θέμα που αφορά την ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου, το οποίο είχε τεθεί και πρωτοδίκως.
Είναι γεγονός πως προκύπτει εν γένει ασάφεια από το κατηγορητήριο για το ποιο αδίκημα κατηγορείται ο εφεσείων.
Εκτός του Κ3(2) ανωτέρω που δημιουργεί αδίκημα σε συνάρτηση με το άθρ.43 του Κεφ.254 αναφορικά με τη διεύθυνση φαρμακείου από φαρμακοποιό, (και όχι ως προς τη λειτουργία φαρμακείου ως οι λεπτομέρειες αδικήματος), το κατηγορητήριο περιλάμβανε και τα αθρ.4 και 4Α του Κεφ.254 και με αυτό τον τρόπο περιέχει 6 άλλα αδικήματα, ως εξής:
1. Διεξαγωγή επιχείρησης φαρμακοποιού ακόμη από μη εγγεγραμμένο φαρμακοποιό.
2. Ετοιμασία, ανάμειξη, σύνθεση και παρασκευή φαρμάκου ή προμήθεια δηλητηρίου χωρίς την επίβλεψη φαρμακοποιού
3. ΄Εκθεση ατόμου ως εγγεγραμμένου φαρμακοποιού χωρίς την κατοχή αντίστοιχου τίτλου».
(Δυνάμει του άρθρου 4 ως άνω)
4. Εκτέλεση συνταγής από μη φαρμακοποιό σε εγγεγραμμένο φαρμακείο.
5. Πώληση φαρμάκου από μη φαρμακοποιό σε εγγεγραμμένο φαρμακείο.
6. Προμήθεια φαρμάκου από μη φαρμακοποιό σε εγγεγραμμένο φαρμακείο».
(Δυνάμει του άρθρου 4Α ως άνω)
Προκύπτει σαφώς πως η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να κατηγορήσει τον εφεσείοντα θέτοντας στη νομική βάση του κατηγορητηρίου αυτό το ευρύ φάσμα άρθρων που θα οδηγούσε σε 6 και πλέον διαφορετικά αδικήματα, ενώ οι λεπτομέρειες αδικήματος δεν συνήδαν με οποιοδήποτε από τα πιο πάνω.
Θεωρούμε ότι εγείρεται σοβαρό θέμα ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου ως προς την ίδια την περιγραφή αδικήματος, αλλά και πολλαπλότητας αυτού, αφού οι πολλαπλοί λόγοι τέλεσης αδικήματος a priori δημιουργούσαν πρόσθετο πρόβλημα στο κατηγορητήριο. Σημειώνεται ότι η κατηγορούσα αρχή ουδέποτε προσπάθησε να διορθώσει το κατηγορητήριο με αποτέλεσμα η βλάβη στην υπεράσπιση να είναι έκδηλη.
Ο τρόπος σύνταξης του κατηγορητηρίου εν γένει, αλλά και ο διαχωρισμός των κατηγοριών με τρόπο που να μην αποδίδεται κατηγορία η οποία να εμπεριέχει περισσότερα του ενός αδικήματος (διπλότητα ή πολλαπλότητα των κατηγοριών) είναι άκρως σημαντικό θέμα αφού ακριβώς αφορά την αρχή ότι η υπεράσπιση πρέπει να γνωρίζει την υπόθεση την οποία θα αντιμετωπίσει κατά τη δίκη. Αυτό δεν είναι θέμα τύπου αλλά ουσίας που αφορά και το δίκαιο της δίκης.
Σύμφωνα με το Σύγγραμμα Γ.Μ.Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure In Cyprus, σελ.103 αναφέρονται τα εξής:
«Ο κανόνας κατά της διπλότητας ή πολλαπλότητας κατηγοριών έχει χαρακτηριστεί ως στοιχειώδης μη συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του οποίου καθιστά την κατηγορία ελαττωματική, δυνάμενη να οδηγήσει σε ακύρωση καταδίκης, όπου η Υπεράσπιση επηρεάστηκε δυσμενώς εκ του γεγονότος.»
Για το θέμα εν γένει της σύνταξης και ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου, χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρει το Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2004, σελ.1292 κ.επ.
Ο εφεσείων στην κρινόμενη υπόθεση εκτός του ευρέως φάσματος της νομικής βάσης που δημιουργούσε τα πιο πάνω προβλήματα, περαιτέρω είχε να αντιμετωπίσει και την ασάφεια που υφίστατο εκ του περιεχομένου των λεπτομερειών του αδικήματος, εφόσον χρησιμοποιείτο η λέξη «λειτουργία φαρμακείου» ενώ το αδίκημα του ως άνω Κανονισμού ομιλεί για «διεύθυνση φαρμακείου» λέξεις που δεν μπορούν να ταυτιστούν. Περαιτέρω η υπεράσπιση που προώθησε αφορούσε μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι ήταν δυνατή η παροδική απουσία του ιδίου από το φαρμακείο, το οποίο λειτουργούσε κανονικά.
Όλα τα πιο πάνω είναι φυσικό να δημιουργούν σύγχυση και μπορούσαν να καταστήσουν την υπεράσπιση του εφεσείοντα αναποτελεσματική. Συνεπώς κρίνουμε ότι το θέμα έτυχε λανθασμένου χειρισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο θεώρησε αφενός ότι δεν υφίστατο κανένα ελάττωμα και αφετέρου ότι δεν προκαλείτο βλάβη στην υπεράσπιση.
Παρά την πιο πάνω προσέγγιση μας η οποία οδηγεί στην επιτυχία του 1ου λόγου έφεσης, θα προχωρήσουμε στην εξέταση του 3ου λόγου έφεσης καθότι θεωρούμε ότι η ελαττωματικότητα επενέργησε αρνητικά και σε συνάρτηση με την έλλειψη θετικότητας της μαρτυρίας, η οποία, παρά ταύτα, οδήγησε λανθασμένα, εν πάση περιπτώσει, σε καταδίκη.
Προς στήριξη της υπόθεσης της κατηγορούσης αρχής κατέθεσε εκ μέρους των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου, η αρμόδια υπάλληλος ΜΚ2.
Η μαρτυρία της ΜΚ2 στερείτο θετικότητας και δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταδίκη για τους εξής λόγους:
(α) δεν εδόθη σαφής επεξήγηση για το πώς εζητήθη από τη μάρτυρα βοήθεια σε σχέση με «γρίπη» που επικαλέστηκε ότι αντιμετώπιζε,
(β) δεν υπήρχε θετικότητα στο τι της ελέχθη από την υπάλληλο που την εξυπηρέτησε, εφόσον η μάρτυρας δεν θυμόταν καν τι σκεύασμα της επροτάθη, για αντιμετώπιση της «γρίπης»,
(γ) ούτε καν υπήρξε θέση για πώληση του όποιου σκευάσματος της συνεστήθη, εφόσον κατά τη μάρτυρα, η ίδια «ανέκοψε την περαιτέρω διαδικασία»,
(δ) η παρεμβολή τρίτων προσώπων κατά την πιο πάνω διαδικασία, προσώπων που ζητούσαν φάρμακα, και πάλιν παρέμεινε μετέωρη, εφόσον η μάρτυρας ανέφερε τα εξής: «σαν είμαστε εκεί μια κοπέλα ήρτε ένας πελάτης και προμηθεύτηκε φάρμακα και πήγε μάλιστα να πληρώσει και της είπαμε ότι απαγορεύεται και πρέπει να περιμένει τον κ.Πετεινό και έτσι κράτησα τα φάρμακα και είπαν του πελάτη να έρθει άλλη ώρα».
Παρακάτω δε ανέφερε «ήρθε πελάτης και ψώνισε πάρα πολλά πράγματα και μέσα είχε και φαρμακευτικά σκευάσματα .... πρέπει να ήταν Solbatein, δεν είμαι βέβαιη επειδή δεν πήγα να ψάξω δεν θυμάμαι». (βλ.σελ.7 και 9 των πρακτικών).
Αναμένεται από τον αρμόδιο υπάλληλο που καταθέτει σε σχέση με έρευνα με συγκεκριμένο σκοπό, ή σε σχέση με το επίδικο περιστατικό, να μπορεί να δηλώσει με σαφήνεια τόσο τις ενέργειες του όσο και την ονομασία των σκευασμάτων τα οποία κατ΄ισχυρισμόν συνιστούσαν μέρος της αξιόποινης πράξης.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η καταδίκη κρίνεται ακροσφαλής και δεν θα προχωρήσουμε στην εξέταση του 2ου λόγου έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει ως άνω, η καταδίκη ακυρώνεται, ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.