ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Αντ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα Δ. Καρή (κα) για κ. Γ.Θ. Κούμα, για τον Εφεσίβλητο Αντ. Γεωργιάδης, για τον εφεσείοντα. Δ. Καρή (κα) για Θ. Κούμα, για τον εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΙΡΛΑΠΠΟΥ ν. ΑΝΤΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 32/2016, 24/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B184

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 32/2016)

 

24 Απριλίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/στές]

 

Μεταξύ:

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΙΡΛΑΠΠΟΥ

Εφεσείοντα,

v

 

ΑΝΤΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ

Εφεσίβλητου

_________________________

Αντ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα                  

Δ. Καρή (κα) για κ. Γ.Θ. Κούμα, για τον Εφεσίβλητο

__________________________

       Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Π. και με αυτή συμφωνεί η Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

Ο Οικονόμου, Δ. θα δώσει δική του διιστάμενη απόφαση, με το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά διαφορετικό σκεπτικό.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του ημερομηνίας 5.2.2016, απάλλαξε τον Κατηγορούμενο 2-Εφεσίβλητο και από τις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

        Η πρώτη κατηγορία απέδιδε ποινική ευθύνη στον Εφεσίβλητο, στη βάση των άρθρων 305Α(1) και 20  του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δηλαδή ότι υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 Εταιρείας, συνήργησε για την έκδοση επιταγής από την Κατηγορούμενη Εταιρεία, χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του προαναφερόμενου άρθρου 305Α(1). 

 

        Η δεύτερη κατηγορία, την οποία αντιμετώπιζαν και οι δύο Κατηγορούμενοι, αφορούσε στο αδίκημα της απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Κεφ. 154. Η παρούσα Έφεση δεν αφορά τη δεύτερη κατηγορία στην οποία και οι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.

 

        Με την Έφεση, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με δύο λόγους, οι οποίοι αφορούν στην απαλλαγή του Κατηγορούμενου 2-Εφεσίβλητου από την πρώτη κατηγορία.  Με τον πρώτο λόγο, προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, η πρωτόδικη κατάληξη ότι ο Εφεσίβλητος δεν ήταν ένοχος στη βάση των προνοιών του άρθρου 305Α(1). Μεταξύ άλλων, προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο Εφεσίβλητος δεν ήταν «ο εκδότης» της επίδικης επιταγής, η οποία παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο πέραν των δεκαπέντε ημερών από την παρουσίασή της. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη ως προς την αποτυχία απόδειξης της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, εκ μέρους του Εφεσίβλητου. Προσβάλλεται, δηλαδή, ως εσφαλμένη, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσίβλητος δεν γνώριζε ή δεν όφειλε να γνωρίζει ότι δεν θα υπήρχε το απαραίτητο ποσό, για πληρωμή της επίδικης επιταγής στο λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας, κατά το χρόνο που αυτή θα καθίστατο πληρωτέα.   

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, με ιδιαίτερη έμφαση στο απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea). Αναφέρθηκε, συγκεκριμένα, στις αποφάσεις Bondina Ltd v. Rollaway Shower Blinds Ltd and Others (1986) 1WLR 517Παυλόπουλος v. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, Επίσημος Παραλήπτης και Εκκαθαριστής της Εταιρείας Ch. Zakakiotis (Disco) Ltd v. Kalavas & Associates Ltd κ.α. (1999) 2 Α.Α.Δ. 523, Regina v. Gilmartin  (1983) 2 WLR 547, Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης v. Gastop Boutique Ltd κ.α., Ποιν. Έφ. 161/2014, ημερομ. 30.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B235 και Σάββας Θεοχάρους & Υιος Λτδ v. Χρίστου Ορφανίδη, Ποιν. ΕΦ. 102/2014 και 115/2014, ημερ. 23.10.2015.

 

        Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και, πως το πρωτόδικο συμπέρασμα, ότι «εκδότης» της επίδικης επιταγής ήταν η Κατηγορούμενη-εταιρεία 1 και όχι ο διευθυντής που την υπέγραψε, δηλαδή ο Κατηγορούμενος 2 - Εφεσίβλητος, είναι επίσης ορθό. Επιπρόσθετα, εισηγήθηκε ότι, ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ο Εφεσίβλητος δεν είχε το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea), καθότι αυτός κατηγορήθηκε ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος από την Κατηγορούμενη εταιρεία, ενώ δεν αποδείχτηκε ότι όντως παρείχε οποιανδήποτε βοήθεια ή παρακίνησε την κατηγορούμενη εταιρεία να διαπράξει το επίδικο αδίκημα.

 

        Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, στην απόφασή της, αναφέρθηκε στην επίδικη επιταγή, η οποία κατέστη πληρωτέα την 31.1.2013, κατατέθηκε στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε, προς πληρωμή, στις 18.2.2013 και επιστράφηκε στις 20.2.2013, με την ένδειξη «να παρουσιαστεί ξανά - ανεπαρκή υπόλοιπα» και «ο λογαριασμός παγοποιήθηκε - ΚΑΠ». Η επίδικη επιταγή δεν πληρώθηκε ποτέ, παρά τις οχλήσεις, του παραπονούμενου - Εφεσείοντα, προς τον Εφεσίβλητο.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρώτη κατηγορία αποδείχθηκε εναντίον της πρώτης κατηγορούμενης εταιρείας. Αναφορικά με τον Εφεσίβλητο, παρατήρησε ότι αυτός διώκεται δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, ως συνεργός, υπό την ιδιότητα του ως Διοικητικός Σύμβουλος - Διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 - Εταιρείας. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Παυλόπουλος (ανωτέρω) και Bondina (ανωτέρω), και υπογράμμισε ότι δεν είχε αμφισβητηθεί ότι ο Εφεσίβλητος είναι το πρόσωπο που υπέγραψε και εξέδωσε την επίδικη επιταγή.  Κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όμως, το στοιχείο εκείνο δεν ήταν αρκετό για να αποδειχθεί,  πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής, δηλαδή στις 29.6.2010, ο Εφεσίβλητος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν θα υπήρχαν, στο λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 - Εταιρείας, διαθέσιμα κεφάλαια για την εξόφλησή της, κατά την ημερομηνία που θα καθίστατο πληρωτέα. Με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε την απαραίτητη ένοχη διάνοια για τη διάπραξη του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας και τον αθώωσε.

 

        Στην υπόθεση Ιωαννίδης (ανωτέρω) τονίστηκε ότι, για πολλά αδικήματα, τόσο η πρόθεση πρόκλησης κάποιου αποτελέσματος, όσο και η αδιαφορία ή η απερισκεψία ως προς την πρόκληση κάποιου αποτελέσματος (recklessness) συνιστούν επαρκή υποκειμενική υπόσταση (mens rea) για επιβολή ποινικής ευθύνης. Στην υπόθεση εκείνη έγινε αναφορά και στην υπόθεση Lim Weng Kee v. Public Prosecutor (2003) 2 LRC 658, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο της Σιγκαπούρης έκρινε ότι οι Διοικητικοί Σύμβουλοι εταιρείας έχουν καθήκον να ενεργούν έντιμα, και με εύλογη επιμέλεια.

 

Στην υπόθεση Θεοχάρους (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε ζήτημα γνώσης και ένοχης διάνοιας του υπογράφοντος επιταγή, εταιρείας και ανέφερε ότι το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία του Κατηγορουμένου και ότι η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη γνώση.  Κρίθηκε, στην υπόθεση εκείνη, ότι και οι δύο Εφεσείοντες, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Εκτελεστικός Σύμβουλος της Εταιρείας, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της εταιρείας είχε παγοποιηθεί από προηγουμένως και ότι για την πληρωμή των επιταγών που εξέδωσαν, θα έπρεπε να υπάρχει διαθέσιμο υπόλοιπο, που δεν υπήρχε.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ΜETRON (CYPRUS) LTD v. Μιχαήλ Κάνιου, Ποινική Έφεση 64/15, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:D429, επιβεβαιώθηκαν οι αρχές που διατυπώθηκαν στις υποθέσεις Ιωαννίδης και Θεοχάρους (ανωτέρω).

Η υπόθεση  Bondina (ανωτέρω), την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε και από την οποία καθοδηγήθηκε, αφορούσε σε αστική και όχι ποινική ευθύνη Διοικητικών Συμβούλων Εταιρείας και, επομένως, δεν είναι σχετική με το ποινικό αδίκημα του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα. Στην Βondina (ανωτέρω) επιβεβαιώθηκε ότι ένας Διοικητικός Σύμβουλος εταιρείας, ο οποίος υπογράφει επιταγή της εταιρείας, δεδομένης της ξεχωριστής νομικής οντότητας της εταιρείας δεν έχει, γενικά, αστικήν ευθύνη για την αποπληρωμή της επιταγής.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ο Εφεσίβλητος ήταν ο Διευθυντής - Διοικητικός Σύμβουλος της Κατηγορούμενης εταιρείας, η οποία βρέθηκε ένοχη για την διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα. Αυτός υπέγραψε και «εξέδωσε» (για σκοπούς του άρθρου 305 Α(1) την επίδικη επιταγή (εκ μέρους της Εταιρείας), η οποία ήταν μεταχρονολογημένη, και η οποία παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε ημερών από την παρουσίασή της. Δεν τίθεται ζήτημα προσωπικής αστικής ευθύνης του, για αποπληρωμή της επιταγής.

 

Στην υπόθεση Gilmartin (ανωτέρω), στην οποία ακολουθήθηκε η υπόθεση Reg. v. Charles (1977) A.C. 177 (που ήταν ποινικές υποθέσεις), τονίστηκε ότι η έκδοση μιας επιταγής εξυπακούει, πρώτον, ότι ο εκδότης έχει λογαριασμό σε τράπεζα, δεύτερον, ότι έχει εξουσιοδότηση να εκδώσει την επιταγή για το συγκεκριμένο ποσό και, τρίτον, ότι η επιταγή, όπως συμπληρώθηκε, συνιστά έγκυρη διαταγή (προς την τράπεζα) για την πληρωμή του ποσού της επιταγής. Το τελευταίο στοιχείο περιλαμβάνει, εξυπακουόμενα, και τη διαβεβαίωση ότι η οικονομική κατάσταση του εκδότη είναι τέτοια ώστε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η επιταγή θα τιμηθεί, κατά την ημερομηνία της παρουσίασης της (που είναι πληρωτέα).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ο Εφεσίβλητος ήταν ο Διοικητικός Σύμβουλος - Διευθυντής της εκδότριας εταιρείας. Ήταν το άτομο που υπέγραψε και «εξέδωσε» για σκοπούς ποινικής ευθύνης, δυνάμει του άρθρου 305Α(1), την επιταγή, η οποία δεν τιμήθηκε κατά την παρουσίαση της, όταν κατέστη πληρωτέα και παρέμεινε απλήρωτη και κατά τις επόμενες δεκαπέντε ημέρες μετά την παρουσίασή της. Θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, τεκμαίρεται   πως γνώριζε, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει, όταν την υπέγραψε και εξέδωσε, κατά πόσον, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ετιμάτο, κατά τον χρόνο που θα καθίστατο πληρωτέα.

 

Η υπογραφή και έκδοση μιας επιταγής Εταιρείας, με αδιαφορία (recklessness) εκ μέρους του Διοικητικού Συμβούλου - Διευθυντή που την υπογράφει και την εκδίδει, ως προς το κατά πόσο, κατά την ημερομηνία που θα καταστεί πληρωτέα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια στο λογαριασμό της, για την πληρωμή της (όπως ήταν η παρούσα περίπτωση), ικανοποιεί το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea) του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα.  Ο Διοικητικός Σύμβουλος-Διευθυντής, σε τέτοια περίπτωση, υπέχει ποινική ευθύνη, δυνάμει του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, ως ο «Εκδότης».

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τον Εφεσίβλητο για την πρώτη κατηγορία, παραμερίζεται και ο Εφεσίβλητος βρίσκεται ένοχος στην προαναφερόμενη πρώτη Κατηγορία.

 

 

                                                        Μ. Μ. Νικολάτος, Π.

 

                                                        Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                         

 

 

/ΜΣ


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση αρ. 32/2016)

 

24 Απριλίου 2018

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]

 

 

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΙΡΛΑΠΠΟΥ

                                                                                            Εφεσείοντα

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ

Εφεσίβλητου

 

---------------

Αντ. Γεωργιάδης, για τον εφεσείοντα.

Δ. Καρή (κα) για Θ. Κούμα, για τον εφεσίβλητο.

--------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:   Ο εφεσίβλητος/κατηγορούμενος 2 αθωώθηκε από κατηγορία ότι, ως διευθυντής της κατηγορούμενης 1 εταιρείας (η «εταιρεία») συνήργησε, υπό την έννοια του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, στην έκδοση, από την εταιρεία, επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα.

 

Η επίδικη επιταγή είχε εκδοθεί στις 29.6.2010 από λογαριασμό της εταιρείας, με υπογραφή του εφεσίβλητου που ήταν διευθυντής της και το μόνο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές της εταιρείας.   Ήταν δε μεταχρονολογημένη, με ημερομηνία πληρωμής την 31.1.2013.  Όταν, μετά την ημερομηνία αυτή παρουσιάστηκε για πληρωμή, επιστράφηκε με τις ενδείξεις «Να παρουσιαστεί ξανά - ανεπαρκή υπόλοιπα» και «Ο λογαριασμός παγοποιήθηκε - ΚΑΠ».  Η επιταγή δεν τιμήθηκε ποτέ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη γνώση ως απαραίτητο στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης (mens rea) της συνέργειας, όπως εξηγήθηκε στην Αθανάσιος Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 ΑΑΔ 261, έκρινε ότι η μαρτυρία δεν επαρκούσε ώστε να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής, ο εφεσίβλητος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν υπήρχαν στο λογαριασμό της εταιρείας διαθέσιμα κεφάλαια για την εξόφληση της επιταγής κατά την ημερομηνία που κατέστη πληρωτέα.

 

Η παραπάνω κατάληξη προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης.  Αφ΄ενός λέγεται ότι ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως ο εκδότης της επιταγής.  Αφ΄ετέρου, ότι, υπό τις περιστάσεις, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι κατά το χρόνο παρουσίασης της επιταγής δεν θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης εσφαλμένα ταυτίζει τις δύο ιδιότητες υπό τις οποίες ενεπλάκη στην έκδοση της επιταγής ο εφεσίβλητος. Οι έννοιες του συνεργού και του αυτουργού διακρίνονται μεταξύ τους, όσο κι αν σε περιπτώσεις όπως η παρούσα συμπίπτουν, από πρακτικής άποψης,  στο ίδιο φυσικό πρόσωπο. Εν προκειμένω ο εφεσίβλητος  υπέγραψε μεν προς έκδοση την επιταγή, ως ο αντιπρόσωπος αλλά και ως ο«ιθύνων νους και η βούληση» της εταιρείας, όμως τούτο δεν τον κατέστησε εκδότη της και αυτουργό του κυρίου αδικήματος του άρθρου 305 Α.  Εκδότης και αυτουργός ήταν η εταιρεία, δικαιούχος του λογαριασμού και εντολέας του πιστωτικού ιδρύματος για να προβεί σε πληρωμή της επιταγής.  Εξ ου και ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε από τον ίδιο τον παραπονούμενο/εφεσείοντα, όχι ως (άμεσος) αυτουργός, αλλά ως συνεργός.

 

Η συνέργεια διακρίνεται, ειδικότερα, ως προς την ένοχη διάνοια που τη συνοδεύει. Ενώ για το κύριο αδίκημα στην Παυλόπουλος είχε μείνει ανοικτό το ερώτημα κατά πόσο είναι απόλυτης ή αυστηρής ευθύνης και στη Κουδουνά ν. Κωσταππή, Ποιν.Εφ. 65/2015, ημερ.11/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:B292, έγινε εν παρόδω (obiter) λόγος ότι αρκεί η απόδειξη αδιαφορίας ή απερισκεψίας (recklessness), αδιαμφισβήτητα η ποινική ευθύνη συνεργού (accessorial liability) προϋποθέτει την ύπαρξη mens rea (υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος),  για την πλήρωση της οποίας απαιτούνται δύο στοιχεία: (α) η γνώση των γεγονότων και (β) η πρόθεση παροχής συνέργειας.

 

Στην Παυλόπουλος είχαν λεχθεί σχετικώς  τα ακόλουθα:

 

« Ο Λόρδος Goddard C.J. στην υπόθεση Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 455 στη σελ. 546 αναφέρει πως «πριν κάποιος καταδικαστεί για παροχή βοήθειας στη διάπραξη αδικήματος, πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζει τα αναγκαία θέματα που συνιστούν το αδίκημα» («before a person can be convicted of aiding and abetting the commission of an offence, he must at least know the essential matters which constitute that offence"). Ο Devlin J. στην υπόθεση National Coal Board v. Gamble [1959] 1 K.B. 11 στη σελ. 20 λέγει πως «παροχή βοήθειας είναι έγκλημα που απαιτεί την απόδειξη ένοχης σκέψης, δηλαδή, πρόθεση προσφοράς βοήθειας καθώς και γνώση των περιστάσεων» («.  aiding and abetting is a crime  that requires proof  of mens rea, that is to say, of intention to aid as well as of knowledge of the circumstances").»

 

Η παραπάνω νομολογία επιβεβαιώθηκε πιο πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας στην υπόθεση Jogee [2016] 2 WLR 681, όπου στην παρ. [9] ελέχθη ότι:

 

«. the mental element in assisting or encouraging is an intention to assist or encourage the commission of the crime and this requires knowledge of any existing facts necessary for it to be criminal.»

 

Όπως δε υποδείχθηκε στην Παυλόπουλος, το νοητικό στοιχείο της συνέργειας είναι πιο στενό και πιο απαιτητικό απ΄ότι απαιτείται για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη αυτουργού.  Κλασσικό προς τούτο παράδειγμα αποτελούν τα γεγονότα της Callow v. Tillstone [1900] 83 LT 411, όπου ο κτηνίατρος, που από αμέλεια (χωρίς γνώση) είχε πιστοποιήσει ότι το προς πώληση κρέας ήταν κατάλληλο για κατανάλωση, αθωώθηκε από την κατηγορία της συνέργειας στο αδίκημα της πώλησης ακατάλληλου κρέατος, επειδή η αμέλεια δεν ήταν αρκετή για να στοιχειοθετηθεί η ποινική ευθύνη συνεργού. Τούτο, έστω κι αν ο κρεοπώλης καταδικάστηκε ως αυτουργός χωρίς απόδειξη οποιουδήποτε βαθμού σφάλματος, εφόσον επρόκειτο για αδίκημα αυστηρής ευθύνης. Συνεπώς, ακόμα κι αν το αδίκημα του άρθρου 305 Α θεωρηθεί ως αυστηρής ευθύνης, ζήτημα που, όπως και στην Παυλόπουλος, δεν εγείρεται προς εξέταση, τούτο δεν θα επηρέαζε την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση της  συνέργειας.

 

Άλλο παράδειγμα που καταδεικνύει τη διαφορά στο απαιτούμενο νοητικό στοιχείο της συνέργειας,   δίδεται από την υπόθεση Giorgianni v. The Queen (1986) 156 CLR 476, στην οποία κρίθηκε ότι η αμέλεια, ακόμα και η υπαίτια αμέλεια σε βαθμό αδιαφορίας ή αλόγιστης πράξης (recklessness)[1] δεν ήταν αρκετή ώστε να καταδικαστεί ως συνεργός στο αδίκημα της πρόκλησης θανάτου από αμελή οδήγηση ο ιδιοκτήτης φορτηγού με ελαττωματικά φρένα, εκτός αν είχε γνώση ή εθελοτυφλούσε για το γεγονός αυτό. Συνεπώς και πάλιν, αν για τη στοιχειοθέτηση του κυρίου εν προκειμένω αδικήματος αρκεί η απόδειξη αμέλειας, τούτο δεν αφορά τα απαιτούμενα νοητικά στοιχεία της συνέργειας: πρόθεση παροχής συνέργειας με γνώση των γεγονότων που συνθέτουν το αδίκημα.

 

 Πτυχή της γνώσης αποτελεί η εθελοτυφλία.  Αυτή την έννοια είχε   η αναφορά στην υπόθεση Σάββα Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 102/2014 και 115/2014, ημερ. 23.10.2015, ότι οι κατηγορούμενοι, ως συνεργοί, διευθυντές, «γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της Εταιρείας ήταν παγοποιημένος».

 

 Δεν παραβλέπω ότι στην Ιωαννίδης ν. Gastop Boutique Ltd κ.α., Ποιν. Εφ. 161/2014, ημερ.30/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:B235 με αναφορά στην ίδια φράση από τη Θεοχάρους («γνώριζαν ή οφειλαν να γνωριζουν»),   έγινε  λόγος για  «υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας εκ μέρους των υπογραφόντων επιταγές εταιρειών και καθήκον να μην επιδεικνύουν αδιαφορία ή απερισκεψία (recklessness) αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδίδεται, παραδίδεται και παρουσιάζεται προς πληρωμή μια επιταγή». 

 

 Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι με την Ιωαννίδης σημειώθηκε στροφή στη πάγια νομολογία ώστε να αναγνωριστεί η αδιαφορία ή απερισκεψία ως επαρκές νοητικό στοιχείο της συνέργειας.  Τέτοιο θέμα ούτε καν τέθηκε.

 

Αντίθετα, στην Ιωαννίδης δεν αμφισβητήθηκε, αλλά επαναλήφθηκε η νομολογία, όπως αποκρυσταλλώθηκε στις υποθέσεις Johnson v. Youden, National Coal Board v. Gamble και Παυλόπουλος,  ότι η καταδίκη  συνεργού προϋποθέτει πρόθεση παροχής βοήθειας με γνώση   των αναγκαίων  στοιχείων που συνιστούν το αδίκημα. Η ίδια άλλωστε αρχή είχε πολύ πρόσφατα επαναληφθεί και στην υπόθεση Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερης κ.α. Ποιν. Έφ. Αρ. 121/2014, ημερ. 16.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:B555 ως ακολούθως :

 

 «. στην περίπτωση υπογραφής επιταγών εταιρείας από τους διευθυντές της εταιρείας, αυτοί μπορεί να έχουν ευθύνη ως συνεργοί, δυνάμει του άρθρου 20.  Για να υπάρχει, όμως, τέτοια ευθύνη, ο διευθυντής θα πρέπει, τουλάχιστον, να γνωρίζει τα ουσιαστικά στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα.».

 

 

Μια τελευταία διευκρίνιση αφορα τα λεχθέντα στην Metron (CyprusLtd ν. Κανιού, Ποιν.Εφ. 64/2015, ημερ. 28/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:D429, ότι ήταν αντιφατικό ο διευθυντής να επικαλείται έλλειψη ένοχης διάνοιας από τη στιγμή που η εταιρεία, που ενεργούσε μέσω του, καταδικάστηκε. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν είχε την έννοια της ταύτισης των νοητικών στοιχείων των δύο αδικημάτων. Η αντίφαση προέκυψε επειδή, ως προκύπτει, η καταδίκη της εταιρείας  είχε ως έρεισμα τη γνώση της εταιρείας, μέσω του διευθυντή, οπότε δεν μπορούσε να αρνείται, ως κατηγορούμενος για συνέργεια, ότι είχε γνώση.

 

Η  Metron (Cyprus), όπως και η Ιωαννίδης δεν είχαν σκοπό να αποστούν από την προηγούμενη πάγια και ορθή νομολογία, την οποία αντιθέτως επανέλαβαν. Είναι υπό το φως της νομολογίας αυτής που διαβάζονται, με αναφορά στα δικά τους γεγονότα.

 

Η διάκριση του νοητικού στοιχείου μεταξύ αυτουργού και συνεργού είναι σαφής.

 

Η δυσχέρεια και η  ιδιομορφία σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, έγκειται στο γεγονός ότι σωρεύονται στο ίδιο φυσικό πρόσωπο, δύο αδικήματα, το κύριο αδίκημα και η συνέργεια στη διάπραξη του, με διαφορετικό υποκειμενικό στοιχείο.

 

Η ιδιόμορφη αυτή κατάσταση είναι καλό να προβληματίσει το νομοθέτη ως προς την αναγκαιότητα να ρυθμιστεί το ζήτημα, χωρίς να χρειάζεται αναδρομή στις πρόνοιες του άρθρου 20 ΠΚ, με τέτοιο τρόπο ώστε, τηρουμένης της δυνατότητας έγερσης υπεράσπισης περί του αντιθέτου, να θεμελιώνεται κατ΄αρχάς ευθύνη εκ του νόμου στα πλαίσια του άρθρου 305Α για διευθυντές ή άλλα πρόσωπα που ενεργούν ως  «ιθύνων νους και η βούληση» μιας εταιρείας και έχουν εξουσιοδότηση προς υπογραφή των επιταγών της.

 

Υπό το φως των ανωτέρω δεν θεωρώ βάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Ως προς το δεύτερο λόγο και το κατά πόσο εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν προχώρησε σε συμπέρασμα περί της απαιτούμενης γνώσης του εφεσίβλητου, θα πρέπει κατ΄αρχάς να λεχθεί ότι στη περίπτωση υπογραφής επιταγής εκ μέρους εταιρίας αναγνωρίστηκε από τη νομολογία ότι ο υπογράφων ως διευθυντής και αντιπρόσωπος της εταιρείας την επιταγή, παριστά  ότι  κατά το χρόνο εκείνο, (1) η εταιρεία διατηρεί λογαριασμό στην πληρώτρια τράπεζα, (2) ότι ο ίδιος έχει εξουσιοδότηση να εκδώσει την επιταγή και (3) ότι η επιταγή, όπως εκδόθηκε, συνιστά έγκυρη εντολή για την πληρωμή του αναγραφόμενου ποσού (Reg. ν. Charles [1977] A.C. 177, Reg. ν. Gilmartin (1982) 2 W.L.R. 547).  Ειδικότερα, όπως εξηγήθηκε περαιτέρω στη Charles, η τελευταία αυτή εξυπακουόμενη παράσταση, εξυπακούει περαιτέρω και τη διαβεβαίωση ότι η παρούσα οικονομική κατάσταση της εταιρείας είναι τέτοια, ώστε, στη συνήθη πορεία των γεγονότων, η επιταγή θα τιμηθεί δεόντως όταν παρουσιαστεί για πληρωμή («that the present state of affairs is such that, in the ordinary course of events, the cheque will on its future presentment be duly honoured.»).

 

 Βέβαια στην υπόθεση Charles( όπως και στην Gilmartin) ο διευθυντής της εταιρείας που είχε υπογράψει την επιταγή είχε κατηγορηθεί όχι ως συνεργός, αλλά ως αυτουργός του αδικήματος (εξασφάλιση περιουσίας με απάτη/ κλοπή).  Όμως, παραμένει το γεγονός ότι ο διευθυντής  που υπογράφει, προβαίνει σε διαβεβαίωση ότι,  με βάση την οικονομική κατάσταση της εταιρείας κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής, αυτή, όταν δεόντως παρουσιαστεί για πληρωμή, θα τιμηθεί.

 

Και πάλιν όμως, εάν η επιταγή δεν τιμηθεί στο τέλος, μπορεί να φανεί από τα γεγονότα ότι ο διευθυντής που την υπέγραψε είχε καλό λόγο, παρά την εξυπακουόμενη διαβεβαίωση του, να μην γνωρίζε ότι δεν θα επρόκειτο να τιμηθεί.  Σε μια τέτοια περίπτωση αναφέρεται το ακόλουθο παράδειγμα που δόθηκε στην Παυλόπουλος για να καταδειχθεί με πρακτικό τρόπο η έννοια και σημασία της γνώσης ως αναγκαίου προαπαιτούμενου της ένοχης διάνοιας της συνέργειας:

 

«Αν διευθυντής εταιρείας υπέγραφε εκ μέρους της επιταγή πληρωτέα «εν όψει» ("on demand") και αν μέχρι την παρουσίαση της επιταγής για εξαργύρωση σε 1-2 μέρες, άλλοι αξιωματούχοι της εταιρείας απέσυραν όλα τα κεφάλαια από το λογαριασμό και η επιταγή παρέμενε ακάλυπτη, θα ήταν λογικό να θεωρηθεί ότι, εκείνος που υπέγραψε την επιταγή ήταν συνεργός σε διάπραξη αδικήματος; Η απάντηση θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να είναι αρνητική.»

 

Από την άλλη όμως, από τα γεγονότα και πάλιν, μπορεί να καταδειχθεί είτε η γνώση του διευθυντή, είτε η εθελοτυφλία του ενώπιον της πραγματικότητας.  Η εθελοτυφλία ως πτυχή της γνώσης προκύπτει, ας σημειωθεί, από την ίδια την Johnson v. Youden (ανωτ.) που αποτελεί την κλασσική αναγνώριση της γνώσης ως απαραίτητου νοητικού στοιχείου της συνέργειας.

 

Η γνώση, εν τέλει, είναι ζήτημα γεγονότων.  Ως στοιχείο της νοητικής διεργασίας του ανθρώπου σπάνια μπορεί ν' αποδειχθεί με άμεση μαρτυρία, όπως είναι λ.χ. μια παραδοχή.  Κατά κανόνα συνάγεται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706). Σε τέτοια περίπτωση, εφ΄όσον  πρόκειται για περιστατική μαρτυρία, το συμπέρασμα περί γνώσης πρέπει να βρίσκεται σε σχέση άμεσης συνάφειας με τη μαρτυρία και να αποτελεί το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα γεγονότα που αποδείχθηκαν (Fournides v. The Republic (1986) 2 CLR 73, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444). Οποιαδήποτε δε εξήγηση του κατηγορουμένου που δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη  του στοιχείου της γνώσης, οδηγεί στην αθώωση του. (Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258).

 

Εν προκειμένω, στις 29.6.2010, ο εφεσίβλητος διαβεβαίωνε, υπό την έννοια που εξηγήθηκε ανωτέρω, ότι η οικονομική κατάσταση της εταιρείας ήταν τότε τέτοια, ώστε στις 31.1.2013 η επιταγή θα πληρωνόταν.  Τα γεγονότα όμως είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση που κατεδείκνυαν, αποκαλύπτοντας μια χρόνια και διαρκή οικονομική δυσχέρεια ή και δυσπραγία της εταιρείας.  Η επίδικη επιταγή είχε δοθεί, μαζί με άλλες μεταχρονολογημένες επιταγές, προς διευθέτηση αγωγής της εταιρείας του εφεσείοντα για την είσπραξη αμοιβής της πέραν των €70.000, σε σχέση με την οποία είχαν προ πολλού εκδοθεί διατακτικά πληρωμής χωρίς να πληρωθούν.  Η κατάσταση δε της εταιρείας ήταν τέτοια ώστε σύντομα μετά την έκδοση των μεταχρονολογημένων επιταγών, στις 13.12.2010, ο λογαριασμός της να καταχωριστεί στο ΚΑΠ.

 

Ο εφεσίβλητος δεν μπορεί παρά να είχε γνώση της κατάστασης αυτής της προσωπικής του εταιρείας, ως ο μόνος διευθυντής της και ως το πρόσωπο το οποίο, όπως προκύπτει σαφώς και από τη μαρτυρία, πέραν της ιδιότητάς του,  εκπροσωπούσε κατά πάντα την εταιρεία και διαχειριζόταν τις υποθέσεις της ως ο ιθύνων νους και αυτή τούτη η υπόστασή της, με τέτοιο τρόπο ώστε να αρμόζει επί λέξει στην περίπτωσή του ο κλασσικός ορισμός που έδωσε ο Viscount Haldane LC στην Lennard's Carrying Co Ltd v. Asiatic Petroleum Co Ltd [1915] AC 705, 713: «the directing mind and will of the corporation, the very ego and centre of personality of the corporation».

 

Ο εφεσίβλητος επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, στην οποία όμως δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση, αλλά αναληθώς ισχυρίστηκε ότι «δεν είχε καμιά σχέση με την υπόθεση».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη δήλωση του αυτή που θα μπορούσε να λάβει ακόμα και την έννοια περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του, αναφορικά με το ζήτημα της γνώσης, εφόσον συνιστούσε  δήλωση που αναδεικνυόταν ως ψευδής από την ίδια τη στάση της υπεράσπισης. Η ουσιώδης ανάμειξή του και η υπογραφή εκ μέρους του της επίδικης επιταγής ουδόλως αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση και αντίθετα αποτέλεσε κοινό έδαφος.

 

Καταλήγω στο ότι υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα και περιστάσεις τέτοιες ώστε να μπορούσε και να έπρεπε να καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής χωρίς λογική αμφιβολία.  Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος.  Ως εκ τούτου, με βρίσκει σύμφωνο το αποτέλεσμα της απόφασης της πλειοψηφίας επί διαφορετικού σκεπτικού.

 

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

         

 

/ΚΧ»Π

 



[1] Ως προς τη διάκριση των βαθμών αμέλειας,  βλ. Rayas v. The Police 10 CLR 308, υπό Hallinan C.J, Μαυρογένης ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 69 και Ανδρέας Λοϊζίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση. 145/2013 κ.α., ημερ. 19.12.2014.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο