ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B33
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 218/16)
18 Ιανουαρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
EVTIM RUMENOV ILIEV
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
---------
Ρ. Μαππουρίδης, για τον εφεσείοντα.
Α. Ματθαίου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων στρέφεται εναντίον της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, το οποίο του επέβαλε ποινή τεσσάρων ετών σε τρεις κατηγορίες (κατηγορίες 1, 3 και 4), αφορούσαν σε αδικήματα ληστείας που διαπράχθηκαν σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις μεταξύ Δεκεμβρίου του 2014 και Μαΐου του 2015, σε μια υπεραγορά και δύο περίπτερα στη Λευκωσία, υπό την απειλή ομοιώματος πιστολιού, την οποία θεωρεί ως έκδηλα υπερβολική.
Οι αιτιάσεις του εφεσείοντος, προς υποστήριξη του υπερβολικού της ποινής, προβάλλουν κατά κύριο λόγο μέσα από τον 1ο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του δεόντως, κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, την ψυχολογική κατάσταση και τις προσωπικές συνθήκες που επέδρασαν στον χαρακτήρα του, κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων ή ότι οι περιστάσεις όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τον επίδικο χρόνο τον ώθησαν στη διάπραξη τους. Επικεντρώνεται ο συνήγορος του εφεσείοντος, όπως και κατά την πρωτόδικη διαδικασία, στα δύσκολα παιδικά χρόνια τα οποία στιγμάτισαν την ψυχολογική κατάσταση του κατηγορουμένου και συνέβαλαν αρνητικά στην εξέλιξη της ζωής του: από μικρής ηλικίας ήταν μάρτυρας κακοποίησης της μητέρας του από τον πατέρα του, ο δε ίδιος αναγκάστηκε από πολύ μικρή ηλικία για να επιβιώσει, λόγω των δυσχερών οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε η οικογένεια του, να ριχθεί στη βιοπάλη. Η μετανάστευση του ιδίου και της οικογένειας του στην Κύπρο, για ένα καλύτερο μέλλον, δεν καρποφόρησε εφόσον πολύ νωρίς απώλεσε την εργασία την οποία είχε εξεύρει, με αποτέλεσμα να συντηρείται μετά δυσκολίας από την οικογένεια του, κατάσταση που τον οδήγησε σε αυτοκτονικές τάσεις και σε κατάθλιψη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες διέπραξε τις ληστείες, ενώ ποτέ στο παρελθόν δεν ενεπλάκη σε παρόμοια περιστατικά ή παρουσίασε αντικοινωνική ή επιλήψιμη συμπεριφορά. Ο κατηγορούμενος θέλοντας να αφήσει πίσω του τη δύσκολη αυτή περίοδο, δήλωσε έμπρακτη μεταμέλεια δια της παραδοχής του και δια της αποζημίωσης των παραπονουμένων, επιστρέφοντας όλα τα χρηματικά ποσά που απέσπασε. Επιστρατεύθηκαν ως άλλοι ελαφρυντικοί παράγοντες πέραν των ανωτέρω από το συνήγορο, η χρήση ομοιώματος πιστολιού και η απουσία πρόκλησης σωματικής βλάβης στους παρισταμένους. Με αναφορά δε σε αριθμό υποθέσεων, Μάριος Πόρας κ.α. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 452, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 83, Αργυρίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 349, Χρίστος Παπέττας ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 236, υποστήριξε ότι σε κάποιες από τις ανωτέρω υποθέσεις, με γεγονότα που προσομοιάζουν της παρούσης, επιβλήθηκαν μικρότερες ποινές φυλάκισης ή σε άλλες, ποινές φυλάκισης μειώθηκαν από το Εφετείο (Πόρας ανωτέρω), εσφαλμένα λοιπόν θεωρεί ότι το Κακουργιοδικείο διέκρινε την παρούσα υπόθεση με μόνο διαφορετικό παράγοντα την ηλικία του κατηγορουμένου, 31 ετών.
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα ο συνήγορος προώθησε ενώπιον μας προς υποστήριξη της έφεσης. Το Κακουργιοδικείο σε μια καθόλα προσεκτική, επιμελημένη και λεπτομερή του απόφαση, εξέτασε και υιοθέτησε ή μερικώς απέρριψε και προσμέτρησε αναλόγως, όλους τους ανωτέρω μετριαστικούς παράγοντες, αιτιολογώντας πλήρως την κρίση του, με αναφορά στο Νόμο και τη νομολογία.
Αναγνωρίστηκαν ως ελαφρυντικοί παράγοντες, το επιπόλαιο του σχεδιασμού, κατά το πρώτο επεισόδιο: ο εφεσείων είχε ακάλυπτο το πρόσωπο του, ενώ στα τρία άλλα άφησε τα αποτυπώματα του στη σκηνή, ορθά όμως δεν απεδέχθη την εισήγηση της υπεράσπισης ότι δεν υπήρξε οποιοσδήποτε προσχεδιασμός, εφόσον, όπως σημείωσε, τα γεγονότα σαφώς καταδεικνύουν κάποιου είδους οργάνωση και προετοιμασία, τόσο με την εξασφάλιση πιστολιού και κουκούλας, όσο και με τη συνεννόηση και συμμετοχή και άλλου προσώπου σε ένα από τα επεισόδια. Για να τονίσει, ορθά και πάλι, ότι ο ερασιτεχνικός τρόπος διάπραξης των αδικημάτων δεν υποβαθμίζει τη σοβαρότητα των αδικημάτων, κυρίως λαμβανομένου υπόψη πως ο εφεσείων κατάφερε να διαφύγει άμεσα από τη σκηνή των επεισοδίων και μόνο, στα πλαίσια άλλης υπόθεσης, έγινε δυνατή η ταυτοποίηση και η σύνδεση του.
Λήφθηκαν υπόψη επίσης οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος όπως αναφέρονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας: η διαλυμένη οικογένεια του και η κοινωνικοοικονομική της κατάσταση και η αρνητική ψυχολογία του μετά την απώλεια της εργασίας του. Ορθά επίσης κατά την κρίση μας, θεωρούμε, το Κακουργιοδικείο, χωρίς να παραγνωρίζει τα δύσκολα και τραυματικά παιδικά χρόνια του εφεσείοντος, δεν απεδέχθη πως τα όποια οικονομικά προβλήματα αποτελούν βάσιμο λόγο και ικανή δικαιολογία για τη διάπραξη τόσο σοβαρών αδικημάτων, παραπέμποντας στην Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 154: «.κανένας, μα κανένας, λόγω προσωπικών αναγκών ή περιστάσεων, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προσφυγή στο έγκλημα και, ιδιαίτερα, εγκλήματα του είδους τα οποία πλήττουν το θεμέλιο της όλης ασφάλειας των πολιτών.» Όπως διαχρονικά η νομολογία κατά καιρούς υπενθυμίζει, ο ίδιος ο κατηγορούμενος θα έπρεπε να αναζητήσει ιατρική βοήθεια και στήριξη και όχι να καταφύγει στο έγκλημα και δη, με τη μορφή που αυτό έλαβε, προκαλώντας οικονομική και άλλη βλάβη: φόβο και ανησυχία σε συμπολίτες του. (Mixaylov κ.α. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175, Σταύρου «Φάντης» ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 61 και Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 15).
Η άμεση παραδοχή του εφεσείοντος, επίσης συνεκτιμήθηκε, χωρίς να παραλείψει όμως το Κακουργιοδικείο να παρατηρήσει πως δεδομένης της ταυτοποίησης του εφεσείοντος μέσω επιστημονικών εξετάσεων: δακτυλικών και γενετικών οι επιλογές του ήσαν περιορισμένες. Το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου και η σύντομη χρονική περίοδος εντός της οποίας τελέστηκαν τα αδικήματα προσμετρήθηκαν υπέρ του (Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252).
Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο ορθά έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε ένα προς ένα όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, αποδίδοντας στον καθένα εξ αυτών την ανάλογη βαρύτητα με υποστήριξη στη νομολογία ως ανωτέρω. Όσον αφορά τη διάκριση των ανωτέρω υποθέσεων, στις οποίες ο συνήγορος υπεράσπισης παρέπεμψε, ορθά παρατηρεί το Κακουργιοδικείο ότι οι εν λόγω υποθέσεις διαφοροποιούνταν από την υπό κρίση, λόγω κυρίως της ηλικίας του εφεσείοντος, 31 ετών, σε αντίθεση με τους δράστες των ανωτέρω υποθέσεων, οι οποίοι ήσαν πολύ νεαρά πρόσωπα, 20 και 19 στην Πόρας (ανωτέρω), 16 και 18 στην Κωνσταντίνου, 18 και 20 στην Αργυρίδης, διαφοροποίηση η οποία βρίσκει αντίκρισμα τόσο στην νομολογία, όσο και στη λογική του πράγματος: νεαρά πρόσωπα κρίνονται με μεγαλύτερη επιείκεια, όπως για μια ακόμη φορά πρόσφατα επιβεβαιώθηκε, Σώζου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 12/2016, 29.3.2016.
Το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται εκεί όπου προκύπτει σφάλμα αρχής και δεν υποκαθιστά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 531). Η σοβαρότητα του αδικήματος, ποινή φυλάκισης μέχρι 14 έτη, όταν η ληστεία διαπράττεται κατά μόνας και φυλάκιση δια βίου όπου ο δράστης είναι οπλισμένος ή συνοδεύεται από άλλο ή άλλα πρόσωπα, όπως συνέβη σ΄ ένα από τα τρία περιστατικά, όπου το άλλο πρόσωπο κρατούσε μαχαίρι και η έξαρση των αδικημάτων αυτής της φύσης, επιβάλλει αυστηρή αντιμετώπιση και επιβολή αποτρεπτικών ποινών (Giannokov v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 220/12, 24.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:B133).
Η έφεση κατά της ποινής δεν ανοίγει το δρόμο για επανακαθορισμό της. Το Κακουργιοδικείο δεν υπερέβη το μέτρο (Philippou v. R. (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342). Οι ποινές που επιβλήθηκαν είναι σαφώς ανάλογες της σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων, των συνθηκών που περιβάλλουν τη διάπραξη, των ελαφρυντικών περιστάσεων και της ανάγκης προς ικανοποίηση του ειδικού και γενικού σκοπού της ποινής (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179).
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/φκ