ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B454
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015)
11 Δεκεμβρίου 2017
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]
ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΠΙΡΙΛΛΙΔΗ
Εφεσείοντα
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
Εφεσίβλητου
-----------
Χρ. Κληρίδης, για τον εφεσείοντα.
Νάσια Ιωάννου (κα) για Α.Γ. Φράγκος και Σία ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση σχετίζεται με τροχαίο πταίσμα που επιχειρήθηκε κατ΄αρχάς να αντιμετωπιστεί με εξώδικο πρόστιμο €50.
Στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία ο εφεσείοντας καταδικάστηκε σε πρόστιμο €150 πλέον έξοδα για παρακώλυση κυκλοφορίας κατά παράβαση του Καν. 16(1)(η) των περί Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του Δήμου Λεμεσού του 2000, ΚΔΠ 260/2000.
Η καταδίκη στηρίχθηκε στη μαρτυρία του τροχονόμου Γ. Πίππιρου (Μ.Κ.1) ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε απογευματινή βάρδια στην οδό Ελλάδος, εντός των ορίων του Δήμου Λεμεσού. Ο Μ.Κ.1 περιέγραψε την εν λόγω οδό ως εξαιρετικά πολυσύχναστο δρόμο, ως κύρια οδική αρτηρία που οδηγεί στο κέντρο της πόλης, καθώς και ως δρομολόγιο αστικών λεωφορείων.
Ανέφερε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο διαπίστωσε ότι στην οδό Ελλάδος υπήρχε πυκνή τροχαία κίνηση, ιδιαίτερα στο ένα ρεύμα κυκλοφορίας λόγω του ότι στην πλευρά εκείνη του δρόμου υπήρχε αριθμός σταθμευμένων αυτοκινήτων τα οποία εμπόδιζαν την κανονική και ομαλή διέλευση των οχημάτων. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, προέβη σε ρύθμιση της τροχαίας κίνησης και αναζήτησε, χωρίς αποτέλεσμα, τους οδηγούς των σταθμευμένων οχημάτων. Μετά παροδο 10 λεπτών προέβη σε καταγγελίες για παρακώλυση της κυκλοφορίας, εκδίδοντας σχετικά εξώδικα για το ποσό των €50, τα οποία τοποθέτησε στους ανεμοθώρακες των παρανομούντων οχημάτων. Εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ενός εξ αυτών ήταν ο εφεσείοντας.
Ο εφεσείοντας, όντας δικηγόρος, χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεσή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Αντεξετάζοντας το Μ.Κ.1, εκείνο μόνο που έθεσε εν αμφιβόλω ήταν, δεχόμενος κατά τ΄άλλα ότι και ο ίδιος είναι οδηγός του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, το κατά πόσο ήταν ο οδηγός κατά τον επίδικο χρόνο. Καθόλου δεν αντεξέτασε το Μ.Κ.1 σε σχέση με τους ισχυρισμούς του περί παρακώλυσης της τροχαίας κίνησης κατά το συγκεκριμένο χρόνο και υπό τις πραγματικές περιστάσεις που επικρατούσαν στο συγκεκριμένο χώρο κατά το χρόνο εκείνο.
Στη μαρτυρία του δέχθηκε εν τέλει ότι εκείνος οδηγούσε και είχε σταθμεύσει το όχημα κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ήταν όμως ο ισχυρισμός του, ότι όταν στάθμευσε εκεί και όταν, μισή ώρα αργότερα, έφυγε, δεν υπήρχε καμία τροχαία κίνηση. Για να καταδείξει δε ότι δεν μπορούσε να προκληθεί παρακώλυση κυκλοφορίας, κατέθεσε σχεδιάγραμμα της σκηνής (τεκ. 5) το οποίο ετοίμασε ο ίδιος με μετρήσεις για το πλάτος του δρόμου και του αυτοκινήτου του, εισηγούμενος ότι με τον τρόπο που είχε σταθμεύσει το όχημά του, ακόμα και αν έρχονταν αυτοκίνητα ή ακόμα και λεωφορεία και από τις δύο κατευθύνσεις, αυτά μπορούσαν να περάσουν. Απέδωσε δε τη στάση του Μ.Κ.1 σε υπέρμετρο ζήλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Στις τελικές αγορεύσεις η ευπαίδευτη δικηγόρος της κατηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 για το γεγονός της παρακώλυσης παρέμεινε αναντίλεκτη και αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη διάπραξη του αδικήματος της παρακώλυσης της κυκλοφορίας. Ο εφεσείοντας, αντίθετα, εισηγήθηκε ότι απουσίαζε παντελώς η αναγκαία θετική μαρτυρία. Θα έπρεπε, κατά την εισήγησή του, η κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει φωτογραφίες του σημείου και του οχήματος του κατά την επίδικη ημέρα και ώρα, σχεδιάγραμμα του χώρου στο οποίο να φαίνονταν οι διαστάσεις του δρόμου σε αντιπαραβολή με τις διαστάσεις του οχήματός του, ως επίσης και μαρτυρία ως προς τη φορά και κατεύθυνση που είχε το όχημά του τη στιγμή της καταγγελίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το όλο εγχείρημα της υπεράσπισης είχε τεθεί σε υποθετικά πλαίσια για τη δυνατότητα να είχε προκληθεί παρακώλυση κυκλοφορίας, σε σχέση με το πλάτος του δρόμου και τις διαστάσεις οχημάτων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο ισχυρισμός του Μ.Κ.1 που δεν αμφισβητήθηκε και που αφορούσε την πρόκληση πραγματικής παρακώλυσης της τροχαίας, όπως ήταν το αδίκημα που αντιμετώπιζε ο εφεσείοντας. Υπ΄αυτό το πρίσμα θεώρησε ότι η μαρτυρία και η επιχειρηματολογία που βασιζόταν σε σενάρια, θεωρίες και εκτιμήσεις, θα έπρεπε να αγνοηθεί. Ως ουσιαστικό, θεώρησε την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Κ.1, την οποία αποδέχθηκε, ότι στην πράξη, στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο είχε προκληθεί κυκλοφοριακή συμφόρηση λόγω των οχημάτων που ήταν σταθμευμένα στη μια πλευρά του δρόμου, περιλαμβανομένου του οχήματος του κατηγορουμένου. Ακολούθως, έκρινε ότι η συγκεκριμένη πράξη του εφεσείοντα αποτελούσε αδικαιολόγητη παρακώλυση, παραπέμποντας σε σχετική βιβλιογραφία και νομολογία (Butterworths Road Traffic Service (ηλεκτρονική έκδοση -Division J Obstruction and Parking Offences - Par. 5 Unnecessary Obstruction by a Motor Vehicle - The ingredients of the offence), Wilkinson's Road Traffic Offences, 23th ed, 2007, σελ. 537, παρ. 6.206-6.210, καθώς και Motoring Offences του Paul H Niekirk Μ.Α, London, Butterworths, 1967 σελ 105-109, Wall v Williams [1966] Crim LR 50, Solomon v Durbridge (1956) 120 J.P. 231, W R Anderson (Motors) Ltd v Hargreaves [1962] 1 All ER 129).
Το παράπονο του εφεσείοντα ενώπιον μας, συμπυκνώθηκε στην τελική αγόρευση από τον ευπαίδευτο συνήγορό του στην εισήγηση ότι, παρά το γεγονός πως ο Μ.Κ.1 δεν είχε αντεξεταστεί, το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να αξιολογήσει την αξιοπιστία του χωρίς να λάβει υπόψη το σχεδιάγραμμα τεκ. 5 το οποίο, ούτε σχολίασε, μήτε απέρριψε. Πέραν τούτου, για τον ίδιο σκοπό θα έπρεπε να συνεκτιμήσει και το γεγονός ότι σε κοντινή απόσταση από το σημείο που ο εφεσείοντας ήταν σταθμευμένος υπήρχαν παρκόμετρα για στάθμευση. Η κατηγορούσα αρχή δεν είχε δώσει στοιχεία που να δικαιολογούσαν τέτοια διαφοροποίηση ώστε να καταδεικνύεται ότι η στάθμευση οχήματος στο σημείο όπου ο εφεσείοντας είχε σταθμεύσει, χωρίς να υπάρχει απαγορευτική κίτρινη γραμμή, προκαλούσε παρακώλυση, ενώ η στάθμευση οχήματος σε κοντινή απόσταση, στα παρκόμετρα, κρίθηκε από το Δήμο και την αστυνομία ότι δεν προκαλούσε παρακώλυση.
Αυτά όμως και το όλο εγχείρημα του εφεσείοντα με το σχεδιάγραμμα τεκ. 5 και τους ισχυρισμούς ότι δεν θα μπορούσε να προκληθεί παρακώλυση τροχαίας και άρα ελέγχεται η αξιοπιστία του Μ.Κ.1, όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορός του, θα έπρεπε να είχαν τεθεί στην αντεξέταση του Μ.Κ.1.
Στην υπόθεση Frederickou Schools Co Ltd κ.ά. v. Acuac Inc (2002) Α.Α.Δ. 1527, επαναλήφθηκε η αρχή ότι η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας. Στο σύγγραμμα The Modern Law of Evidence, Andrian Keane, 5η έκδοση, σελ. 177:
«A party's failure to cross-examine, however, has important consequences. It amounts to a tacit acceptance of the witness's evidence in-chief. A party who has failed to cross-examine a witness upon a particular matter in respect of which it is proposed to contradict his evidence in-chief or impeach his credit by calling other witnesses, will not be permitted to invite the jury or tribunal of fact to disbelieve the witness's evidence on that matter».
Θεωρούμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εκτροπής από την παραπάνω κλασσική προσέγγιση, εφόσον δεν τέθηκε στο Μ.Κ.1 αυτή τούτη η ουσία της υπόθεσης της υπεράσπισης, η οποία παρέμεινε, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σφαίρα των υποθέσεων ως ένα δυνητικό σενάριο επί χάρτου.
Εκείνο που είχε σημασία ήταν η πραγματική εικόνα του δρόμου κατά το συγκεκριμένο χρόνο. Τέτοια εικόνα δεν είναι στοιχείο στατικό, ώστε να αποδίδεται με ένα σχεδιαγράφημα και μετρήσεις. Η εικόνα του δρόμου είναι στοιχείο ζωντανό με οχήματα και πεζούς και όλους εκείνους τους παράγοντες που προσδίδουν σε ένα δρόμο τη δική του δυναμική όπως διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Ο Μ.Κ.1 αναφέρθηκε σε εικόνα πραγματικής παρακώλυσης υπό τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν κατ΄εκείνο το χρόνο. Η παράλειψη να αντεξεταστεί επί του ουσιωδέστατου αυτού ισχυρισμού δεν έδωσε την ευκαιρία στον ίδιο να επεκταθεί και να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις, ούτε και προειδοποίηση στην κατηγορούσα αρχή για την ανάγκη, ενδεχομένως και περαιτέρω μαρτυρίας, εάν θα φαινόταν τέτοια ανάγκη λόγω της αντεξέτασης. Επιπρόσθετα, ακόμα και αν θα υπήρχαν, κατά τ΄άλλα, περιθώρια, δεν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε με ελαστικότητα, ως εκ της ιδιότητάς του, την παράλειψη του εφεσείοντα να αντεξετάσει επί της ουσίας, περιοριζόμενος να θέσει εν αμφιβόλω εκείνο που αργότερα παραδέχθηκε (ότι ο ίδιος ήταν ο οδηγός).
Η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είναι καθ΄όλα ορθή και επικυρώνεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου Δήμου Λεμεσού €500 πλέον ΦΠΑ.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ»Π