ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσείοντα στην 96/2016. Μ. Κιτρομηλίδης, για τους Εφεσείοντες στην 100/2016 και Α. Σιαπανή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-11-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΘΩΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 96/2016, 100/2016, 101/2016, 28/11/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B430

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                           (Ποινική Έφεση Αρ. 96/2016)

(Σχ. με 100/2016 και 101/2016)

 

28 Νοεμβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]

 

ΑΘΩΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

----------

                                                                 (Ποινική Έφεση Αρ. 100/2016)

(Σχ. με 96/2016 και 101/2016)

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΦΙΤΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

----------

                                                                         (Ποινική Έφεση Αρ. 101/2016)

(Σχ. με 96/2016 και 100/2016)

ΝΕΑΡΧΟΣ ΜΑΛΕΚΚΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

----------

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσείοντα στην 96/2016.

 

Μ. Κιτρομηλίδης, για τους Εφεσείοντες στην 100/2016 και

 101/2016.

 

Α. Σιαπανή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

----------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.

 -----------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι Άθως Χαραλάμπους (κατηγορούμενος 2/εφεσείων 1), Αχιλλέας Παφίτης (κατηγορούμενος 4/εφεσείων 2) και Νέαρχος Μαλεκκίδης (κατηγορούμενος 3/εφεσείων 3) αντιμετώπισαν κοινό κατηγορητήριο ενώπιον του Κακουργιοδικείου με τις κατηγορίες της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της κατοχής κοκαΐνης με σκοπό την προμήθεια και της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια 999.1 γραμμαρίων κοκαΐνης σε άλλα πρόσωπα. Κρίθηκαν ένοχοι στην κατηγορία της συνωμοσίας, ενώ αθωώθηκαν στις άλλες δύο κατηγορίες και επιβλήθηκε στο μεν Χαραλάμπους ποινή φυλάκισης 3½ ετών και στους άλλους δύο 3 έτη. Στο κατηγορητήριο περιλαμβανόταν και τέταρτο πρόσωπο (πρώην κατηγορούμενος 1), ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή σε κάποιες κατηγορίες που τον αφορούσαν, μετά την έναρξη της ακρόασης, και του επιβλήθηκε σε εκείνο το στάδιο ποινή.

 

Η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής συνίστατο στο ότι στις 23.3.2015 οι εφεσείοντες, αφού συμφώνησαν μεταξύ τους και με άλλο πρόσωπο, έφθασαν με δύο οχήματα σε απόμερο ύψωμα στην περιοχή «Χαλεπιανές», όπου ο πρώην κατηγορούμενος 1 θεάθηκε λίγο νωρίτερα να αποκρύβει την επίδικη ποσότητα κοκαΐνης. Η υπεράσπιση που προωθήθηκε από τον Χαραλάμπους είναι ότι αντιλήφθηκε κίνηση και από περιέργεια οδήγησε το αυτοκίνητό του εκεί, ο Μαλεκκίδης ότι βρέθηκε εκεί όντας συνοδηγός στο εν λόγω αυτοκίνητο και χωρίς να αντιληφθεί πού κατευθύνοντο και ο Παφίτης ότι απλώς ακολουθούσε με μοτοσυκλέτα το πιο πάνω όχημα και πως καμία γνώση ή σχέση είχαν με την ανευρεθείσα κοκαΐνη.

 

Στις 23.3.2015, μετά από πληροφορία που λήφθηκε από την ΥΚΑΝ ότι την ίδια ημέρα ο Χαραλάμπους θα παραλάμβανε ναρκωτικά στην περιοχή «Χαλεπιανές», οργανώθηκε επιχείρηση και άνδρες της ΥΚΑΝ μετέβησαν στην περιοχή και την έθεσαν υπό παρακολούθηση. Περί τις 12.30μ.μ. της ίδιας μέρας θεάθηκε στην περιοχή το όχημα LBN282 να κινείται ύποπτα. Μετά από κάποιο χρόνο παρακολούθησης θεάθηκε ο πρώην κατηγορούμενος 1, ο οποίος οδηγούσε το εν λόγω όχημα, να το ακινητοποιεί και να κρύβει ένα σακούλι κάτω από ένα παλιό ελαστικό και ακολούθως να μπαίνει στο αυτοκίνητό του. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε την παρουσία των ανδρών της ΥΚΑΝ, οπόταν κατέβηκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει προς παρακείμενο σπαρμένο χωράφι και μέσω αυτού να κατευθύνεται προς τον αυτοκινητόδρομο. Όταν βρισκόταν σε απόσταση 150-200 μέτρων, ο ΜΚ5 ο οποίος έτρεξε προς αυτόν, του φώναξε «αστυνομία» καλώντας τον να σταματήσει και έριξε εναντίον του δύο πυροβολισμούς προς εκφοβισμό και ανακοπή της προσπάθειας διαφυγής του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ευρισκόμενος ο κατηγορούμενος 1 στο πρώτο 1/3 του χωραφιού έριξε κάτω ένα σακούλι, ενώ κατάφερε να διαφύγει για να εντοπιστεί πολύ αργότερα. Τα δύο σακούλια εντοπίστηκαν και μετά από εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι περιείχαν κοκαΐνη βάρους 991.1 γρ. και 49.3965 γρ. αντίστοιχα. Η δεύτερη ποσότητα δεν αποτελεί αντικείμενο της υπόθεσης. Κάποια στιγμή, μετά που άρχισε η καταδίωξη του πρώην κατηγορούμενου 1, εμφανίστηκαν ταυτοχρόνως στο μέρος οι εφεσείοντες, επιβαίνοντες οι μεν εφεσείοντες 1 και 3 στο όχημα τύπου Pajero με αριθμούς εγγραφής ΒΑΗ270, ο δε εφεσείων 2 σε μοτοσυκλέτα, πολύ μεγάλου κυβισμού, προορισμένη για ταχύτητα σε άσφαλτο, χωρίς αριθμούς εγγραφής. Ο ΜΚ3 ανέκοψε το Pajero φωνάζοντας «αστυνομία», ενώ ο ΜΚ4 έκανε το ίδιο σε σχέση με τη μοτοσυκλέτα. Κατά το στάδιο της ανακοπής οι εφεσείοντες 1 και 2 ρωτήθηκαν για το σκοπό της παρουσίας τους στο σημείο και η απάντηση που έδωσε ο εφεσείων 1 είναι ότι «είδαμε κίνηση και ήρταμε να δούμε τι έχει», ενώ ο εφεσείων 2 δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση. Ο εφεσείων 2 είχε στον ώμο του μία τσάντα χρώματος παραλλαγής και τρία κινητά τηλέφωνα, ενώ ο εφεσείων 1 παρέδωσε δύο κινητά τηλέφωνα που κρατούσε. Περαιτέρω, εντοπίστηκε σε τσαντάκι ώμου που κρατούσε το ποσό των €1.300, τέσσερις σπαστήρες διαφόρων σχημάτων και κάποια έγγραφα με σημειώσεις. Παρελήφθησαν, επίσης, από τον εφεσείοντα 3, μετά από έρευνα, τρία κινητά τηλέφωνα.

 

Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι όλοι οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής είχαν εμπλακεί στην υπόθεση λόγω της υπηρεσιακής τους ιδιότητας και δεν είχαν οποιοδήποτε συμφέρον ή κίνητρο να ψευδομαρτυρήσουν ή να παραποιήσουν στοιχεία. Οι εφεσείοντες είχαν προβεί σε ανώμοτη δήλωση, ως άλλωστε είχαν δικαίωμα να πράξουν. Το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία και προέβη σε εξαγωγή ευρημάτων επί των γεγονότων, ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών. Συνεκτίμησε τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας και έκρινε ότι στη βάση αυτών αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η κατηγορία της συνωμοσίας, ενώ για τις υπόλοιπες δύο κατηγορίες κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε το συστατικό στοιχείο της κατοχής, όπως αυτό αναφέρεται στο Νόμο 29/1977 και αθώωσε τους εφεσείοντες.

 

Όλοι οι εφεσείοντες παραπονούνται για την καταδίκη τους, ενώ οι εφεσείοντες 2 και 3 περαιτέρω αμφισβητούν την ορθότητα της ποινής που τους επιβλήθηκε. Ισχυρίζονται λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, αυθαίρετες υποθέσεις και εικασίες ως προς την ύπαρξη γεγονότων, λανθασμένα ευρήματα ως προς τα στοιχεία που συνέθεταν την περιστατική μαρτυρία, αυθαίρετο εύρημα ως προς τη γνώση των εφεσειόντων περί ύπαρξης ναρκωτικών. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι λανθασμένα καταδικάστηκαν για το αδίκημα της συνωμοσίας παρόλο που το Κακουργιοδικείο απέρριψε τις κατηγορίες που αφορούσαν τα ουσιαστικά αδικήματα και λανθασμένη απόδοση σημασίας στη μη προσαγωγή από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής ως μάρτυρα του μηχανικού αυτοκινήτων, που κατ΄ ισχυρισμό των εφεσειόντων, θα επισκέπτονταν την ημέρα εκείνη.

 

Ο εφεσείων 1 εγείρει ζήτημα παραβίασης της δίκαιης δίκης επειδή η απόφαση του Κακουργιοδικείου, κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, δεν ήταν αιτιολογημένη. Αποτελεί θέση του εφεσείοντα 1, όπως προκύπτει από το διάγραμμα αγόρευσής του και όπως περαιτέρω ανέλυσε ενώπιόν μας ο κ. Τριανταφυλλίδης, ότι το Κακουργιοδικείο όφειλε να δώσει αιτιολογημένη απόφαση κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος να γνωρίζει το σκεπτικό του Δικαστηρίου για να αποφασίσει κατά πόσο θα έδιδε μαρτυρία ενόρκως ή θα προέβαινε σε ανώμοτη δήλωση. Ως προς την υποχρέωση του Δικαστηρίου να δίδει αιτιολογημένη απόφαση σ΄ αυτό το στάδιο, ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε στην υπόθεση Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486.

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ο εφεσείων προέβαλε τη θέση ότι δεν είχε αποδειχτεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, καθότι δεν είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και πως η κλήση του κατηγορούμενου σε απολογία στόχο είχε να συμπληρώσει τα κενά της κατηγορούσας αρχής. Το Κακουργιοδικείο στη σύντομη απόφασή του αναφέρει ότι εξέτασε την εισήγηση των συνηγόρων υπεράσπισης και τις θέσεις της κατηγορούσας αρχής και καθοδηγούμενο από τις αρχές που διέπουν το ζήτημα, κατέληξε ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε όλες τις κατηγορίες. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Mariano κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2014, ημερομηνίας 20.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B767, όπου ηγέρθηκε παρόμοιο ζήτημα: «Αποτελεί συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι - και ορθά - να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, ενόψει της συνέχισης της δίκης (βλ. Παναγιώτου κ.α. ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191).» Η υπόθεση Ανδρονίκου (πιο πάνω), στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Τριανταφυλλίδης, δεν διατύπωσε οποιαδήποτε άλλην αρχή και τα όσα λέχθηκαν αφορούσαν τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Επρόκειτο για περίπτωση όπου το ένα μέλος του Κακουργιοδικείου είχε καταλήξει σε αθωωτική απόφαση επί όλων των κατηγοριών από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως και δήλωσε ότι η δική του διιστάμενη απόφαση θα δοθεί με την ολοκλήρωση της απόφασης. Ακόμα όμως και σε εκείνη την περίπτωση δεν κρίθηκε ότι δημιουργήθηκε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός.

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν κρίνουμε ότι υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στο λιτό και σύντομο τρόπο που αιτιολογήθηκε η απόφαση του Κακουργιοδικείου. Ιδίως, έχοντας υπόψη τα γεγονότα της  υπόθεσης, όπου ενδεχόμενα λεπτομερές σκεπτικό θα σήμαινε ανάλυση της μαρτυρίας στο πρόωρο αυτό στάδιο. Ούτε βέβαια συμφωνούμε ότι επηρεάστηκαν καθ΄οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η όλη υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηριζόταν σε περιστατική μαρτυρία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε τα ακόλουθα γεγονότα:

 

«-      Έχει προκύψει ότι οι Κατηγορούμενοι 2, 3 και 4 είναι τρεις πολύ καλοί φίλοι, οι οποίοι συναναστρέφονται μεταξύ τους καθημερινά, συνεργαζόμενοι και σε διάφορες εργασίες, δραστηριότητες ή υποχρεώσεις δυνατόν να έχει οποιοσδήποτε από την παρέα τους.

 

-      Στις 23.3.15 ξεκίνησαν όλοι κατά την ίδια ώρα επιβαίνοντες σε δύο οχήματα δήθεν για επίσκεψη στον μηχανικό του Κατηγορουμένου 2, κάτι που έχει καταδειχθεί ότι δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα.

 

-      Το ένα από τα δυο οχήματα ήταν μοτοσικλέτα δρόμου πολύ μεγάλου κυβισμού προορισμένη για μεγάλες ταχύτητες και χωρίς αριθμούς εγγραφής, οδηγούμενη από τον Κατηγορούμενο 4, ο οποίος έφερε στους ώμους και άδεια τσάντα.

 

-      Οι Κατηγορούμενοι 2-4 είχαν μεταξύ τους συνολικά 10 κινητά τηλέφωνα, ήτοι τέσσερα ο Κατηγορούμενος 2, τρία ο Κατηγορούμενος 3 και τρία ο Κατηγορούμενος 4.

 

-      Υπό τις πιο πάνω περιστάσεις οι Κατηγορούμενοι 2, 3 και 4 μετέβησαν εν πομπή στο απόμερο, ανηφορικό, δύσβατο και μη ορατό από τον κύριο δρόμο αδιέξοδο του επίδικου χωματόδρομου στους πρόποδες λόφου, το οποίο αδιέξοδο περιβάλλεται από δέντρα, θάμνους και άλλη άγρια βλάστηση και σε σημείο του οποίου λίγα λεπτά νωρίτερα ο πρώην Κατηγορούμενος 1 είχε αποκρύψει την επίδικη ποσότητα κοκαΐνης κάτω από εγκαταλελειμμένο ελαστικό αυτοκινήτου.

 

-      Μετά την ανακοπή τους και τη σύλληψη τους και σε διάφορα στάδια οι Κατηγορούμενοι 2-4 προέβαλαν ο καθένας διάφορες εξηγήσεις για την παρουσία τους εκεί, οι οποίες έχουν αποδειχθεί αβάσιμες, ανυπόστατες, ψευδείς και παράλογες.  Συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος 2 ότι βρέθηκε εκεί από περιέργεια, ο Κατηγορούμενος 3 ότι μεταφέρθηκε εκεί χωρίς να το καταλάβει και ο Κατηγορούμενος 4 ότι οδηγήθηκε εκεί από τον Κατηγορούμενο 2 τον οποίο ακολουθούσε.»

 

Η ομαδική αποτίμηση των πιο πάνω στοιχείων κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι δεν αφήνει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι μετάβαση και παρουσία των εφεσειόντων στο συγκεκριμένο σημείο σχετίζεται άμεσα με τη μεταφερθείσα εκεί από τον πρώην κατηγορούμενο 1 ποσότητα κοκαΐνης:

 

«Οι Κατηγορούμενοι 2-4 δεν βρέθηκαν ούτε από περιέργεια, ούτε χωρίς να το αντιληφθούν, ούτε παρασυρόμενοι από άλλους εκεί.  Όλες τους οι ενέργειες καταδεικνύουν ότι κινήθηκαν ομαδικά, συντονισμένα και οργανωμένα για να φθάσουν στο συγκεκριμένο σημείο τη συγκεκριμένη στιγμή.  Η σύμπτωση χώρου και χρόνου υπό τις πιο πάνω περιστάσεις δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι γνώριζαν ότι κάποιος θα φθάσει εκεί φέρνοντας κοκαΐνη.  Η γνώση αυτή και η συνακόλουθη δράση όλων οδηγεί ανεπιφύλακτα στο μοναδικό λογικό συμπέρασμα ότι είχε προηγηθεί συμφωνία με κάποιον ή κάποιους για τη μεταφορά της κοκαΐνης καθώς και συμφωνία των Κατηγορουμένων 2-4 μεταξύ τους για την μετάβαση τους εκεί με απώτερο στόχο την παραλαβή της, πράγμα το οποίο έθεσαν σε εφαρμογή κατά την αναχώρηση τους από το σπίτι του Κατηγορουμένου 4 λίγο πριν ανακοπούν.»

 

Όπως έχει επανειλημμένα αναφερθεί, η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή μαρτυρίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει, για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου, να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση, αφενός, και να μην μπορεί να συμβιβαστεί, αφετέρου, με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας (Fournides v. Republic (1986) 2 CLR 73). Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνο όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας στην ενοχή του (Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102). Οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση περιστατικής μαρτυρίας διατυπώνονται ορθά κατά την άποψή μας στην πρωτόδικη απόφαση, όπως άλλωστε αποδέχθηκαν και οι εφεσείοντες. Εκείνο που αμφισβητείται από τους εφεσείοντες είναι ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ως προς το θέμα της επίσκεψής τους στο μηχανικό αυτοκινήτων και της εξήγησης που έδωσαν για το πώς βρέθηκαν στο λόφο κατά τον επίδικο χρόνο, είναι αυθαίρετα και αδικαιολόγητα, τα δε υπόλοιπα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας δεν είναι ικανά να οδηγήσουν σε συμπεράσματα ενοχής.

 

Η λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας έχει προβληθεί από όλους τους εφεσείοντες ως λόγος ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα, προβάλλεται η λανθασμένη αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης και των καταθέσεων των εφεσειόντων και ότι η απόφαση στηρίζεται σε ατεκμηρίωτες επινοήσεις και παρατηρήσεις και όχι σε μαρτυρία. Κύριος άξονας της εισήγησης των εφεσειόντων είναι η απόρριψη από το Κακουργιοδικείο των εξηγήσεων που έδωσαν οι εφεσείοντες ως προς το λόγο που ευρίσκονταν στον τόπο που άφησε λίγη ώρα προηγουμένως ο κατηγορούμενος 1 τα ναρκωτικά. Προς τούτο, αναπτύχθηκε επιχειρηματολογία τόσο ως προς την αξιολόγηση της κατάθεσης και της ανώμοτης δήλωσης που έδωσε ο κάθε εφεσείων, όπως και ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Αναφορικά με το ζήτημα των γραπτών καταθέσεων και της αξιολόγησής τους, είναι αποκρυσταλλωμένο ότι μία γραπτή κατάθεση κατηγορουμένου γίνεται μεν αποδεκτή στο σύνολο του περιεχομένου της ως μαρτυρία, εν τούτοις, κάθε μέρος της κατάθεσης αξιολογείται ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται. Το Δικαστήριο είναι ελεύθερο να αποδώσει τη βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης. Είναι επίσης επιτρεπτό για το Δικαστήριο να απορρίψει ως αναληθές μέρος της κατάθεσης και να αποδεχθεί άλλο (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 190). Υπενθυμίζουμε, επίσης, πως η κατάθεση ενός κατηγορουμένου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον συγκατηγορούμενου.   

 

Ως προς τις ανώμοτες δηλώσεις στις οποίες έχουν προβεί όλοι οι εφεσείοντες σημειώνεται η θέση της νομολογίας ότι η άσκηση αυτού του δικαιώματος δεν μπορεί να συμπληρώσει τυχόν κενά στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία έχει το βάρος απόδειξης της υπόθεσής της. Η αξία της ανώμοτης δήλωσης είναι μάλλον πειστική, παρά αποδεικτική, έχοντας υπόψη ότι δεν υποβάλλεται στη βάσανο της αντεξέτασης, ούτε και δύναται να αντικρούσει μιαν ένορκη μαρτυρία η οποία κρίθηκε ήδη αξιόπιστη. Βεβαίως, αναγνωρίζεται πως σε περιπτώσεις όπου τα γεγονότα που απέδειξε η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρειάζεται να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου τέτοια εξήγηση βρίσκεται στη δική του αποκλειστική γνώση, η ανώμοτη δήλωση αποκτά διαφορετική σημασία.

 

Ο εφεσείων 1, στην πρώτη ανακριτική του κατάθεση που υιοθέτησε στην ανώμοτή του δήλωση, αναφέρει ότι ο λόγος που μετέβη στο επίδικο μέρος είναι γιατί στην πορεία του προς το Δάλι για να επισκεφθεί το μηχανικό του αυτοκινήτου του, κοίταξε στα δεξιά του πάνω σε ένα βουνό και είδε «κίνηση, ανθρώπους κ.τ.λ. πας το βουνούϊ που έσιει τζιαι δέντρα τζιαι χόρτα τζιαι ποούλα» οπότε και αποφάσισε να ανεβεί να δει τι γίνεται και εκεί ανεκόπη. Ο εφεσείων 2, από την άλλη, στην κατάθεσή του προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο ίδιος ακολουθούσε, οδηγώντας τη μοτοσυκλέτα του, τον εφεσείοντα 1 και γι΄ αυτό κατευθύνθηκε προς το επίδικο μέρος. Αναφορικά με την τσάντα που κρατούσε ανέφερε ότι την κρατά πάντα όταν οδηγεί μοτοσυκλέτα για να μπορεί να βάζει μέσα διάφορα πράγματα, όπως εξαρτήματα ή νερό και ποτά. Ο εφεσείων 3, συνοδηγός στο όχημα που οδηγούσε ο εφεσείων 1, ισχυρίστηκε ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν πολύ άρρωστος και δεν αντιλήφθηκε πώς κατέληξαν στον επίδικο χώρο. Και οι τρεις εφεσείοντες στην ανώμοτή τους δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου αρνήθηκαν οποιαδήποτε σχέση με τα επίδικα ναρκωτικά ή με τη συνωμοσία με οποιοδήποτε πρόσωπο.

 

Αποτελεί εισήγηση των εφεσειόντων ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν πρόθεση να μεταβούν στο μηχανικό και λανθασμένα δεν αποδέχθηκε την εξήγηση που έδωσαν για το λόγο της παρουσίας τους στο επίδικο μέρος.

 

Για να μπορεί να επιτύχει η εισήγηση των εφεσειόντων θα πρέπει η αναφορά του εφεσείοντα 1 ως προς το λόγο που τον ώθησε να μη συνεχίσει την, κατά τους ισχυρισμούς του, προδιαγεγραμμένη πορεία του προς το μηχανικό και να καταλήξει στον επίδικο χώρο, ήταν αποτέλεσμα, όπως αυτός ισχυρίστηκε, περιέργειας. Το γεγονός ότι δεν απέδωσε το Κακουργιοδικείο οποιαδήποτε αξία στις ανώμοτες δηλώσεις των εφεσειόντων και ότι με τα συμπεράσματά του έχει αντιστρέψει το βάρος απόδειξης, δεν ευσταθεί. Αυτό που έκανε το Δικαστήριο, αξιολογώντας τις ανώμοτές τους δηλώσεις ήταν να εξετάσει κατά πόσο αυτές είναι ικανές να αντικρούσουν την ένορκη μαρτυρία που δόθηκε, κάτι που είναι καθόλα επιτρεπτό (βλ. Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22).

 

Αναφορικά με την ορατότητα που υπήρχε από το δρόμο όπου έστριψαν οι εφεσείοντες προς το σημείο όπου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα 1, είδε κίνηση και γι΄ αυτό έστριψε, το Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή εξέταση της μαρτυρίας. Εξήγησε δε, με περισσή λεπτομέρεια, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα 1 ως προς το λόγο για τον οποίο αντί να ακολουθήσει την πορεία του προς το μηχανικό αυτοκινήτων έστριψε δεξιά στο επίδικο μέρος, δεν είχε οποιαδήποτε βαρύτητα. Υπήρξε εκτενής ανάλυση της ορατότητας που υπήρχε από το σημείο του δρόμου που ευρίσκονταν οι εφεσείοντες μέχρι το σημείο όπου κινούντο οι δύο αστυφύλακες οι οποίοι είχαν σε κάποιο στάδιο μεταβεί στο ύψος του λόφου, καθώς και η ορατότητα προς «τα χωράφια». Οι ισχυριζόμενες από τους εφεσείοντες αντιφάσεις και κενά στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, ως προς το σημείο αυτό, δεν ευσταθούν. Δε θεωρούμε σκόπιμο να καταγράψουμε με λεπτομέρεια τις αναφορές του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων 2 και 3 ως προς επιμέρους αναφορές των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς του, ήταν τέτοιας έκτασης ώστε δεν επέτρεπαν στο Κακουργιοδικείο να καταλήξει σε εύρημα ότι ήταν αδύνατο και απίθανο ο εφεσείων 1 να είδε κίνηση στο λόφο και γι΄ αυτό οδηγήθηκε στο επίδικο μέρος. Οι επί μέρους παρατηρήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου θα πρέπει να ιδωθούν υπό το φως του ότι η όλη επιχείρηση της ΥΚΑΝ εξελίχθηκε εντός σύντομου χρονικού διαστήματος σε μία περιοχή όπου λόγω της ιδιομορφίας της υπήρχε περιορισμένη ορατότητα, με αποτέλεσμα να μην έχει ο κάθε αστυφύλακας της ΥΚΑΝ που έλαβε μέρος στην επιχείρηση συνολική εικόνα των διαδραματισθέντων ή και των ενεργειών ο ένας του άλλου, κάτι το οποίο έχει επισημανθεί από το Κακουργιοδικείο και ορθά δεν κλόνισε την αξιοπιστία τους, είτε την πειστικότητα της μαρτυρίας τους.

 

Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία και τις αναφορές του ευπαιδεύτου συνηγόρου με προσοχή και καταλήξαμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν περιέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση, ούτε κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι μικροδιαφορές στη μαρτυρία είναι αναμενόμενες ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου τα γεγονότα εξελίσσονται σε γρήγορους ρυθμούς.

 

Το Δικαστήριο αξιολόγησε την κατάθεση του εφεσείοντα 1 ως προς το λόγο που τον ώθησε να μεταβεί στο επίδικο μέρος και με πολλή λεπτομέρεια έδωσε τους λόγους που το ώθησαν να απορρίψει τη θέση του:

 

« Εν πρώτοις λοιπόν έχουμε τη γνώμη πως ακόμα και να έβλεπε κάποια κίνηση στον λόφο ο Κατηγορούμενος 2 θα ήταν αφύσικο και μη αναμενόμενο αυτό που ισχυρίζεται ότι έπραξε.  Δεν πρόκειται για περίπτωση που κάποιος πολίτης αντιλαμβάνεται κάτι εντός της πορείας του ή δίπλα από αυτή και πολλές φορές η ανθρώπινη περιέργεια ή ο αλτρουισμός οδηγεί κάποιους στο να σταματήσουν, να μάθουν τι έγινε και να βοηθήσουν αν χρειάζεται.  Ο Κατηγορούμενος 2 επικαλείται απλή κίνηση ανθρώπων σε λόφο εκτός της πορείας του και σε απόσταση τουλάχιστον 400-500μ.  Έχουμε ήδη προβεί σε ευρήματα ότι όντως εκείνο το μεσημέρι ευρίσκοντο πάνω στον λόφο δύο μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. με πολιτική περιβολή (Μ.Κ.3 και Μ.Κ.7).  Ούτε μαρτυρία ούτε υποβολή υπήρξε ότι ευρίσκετο κάποιος άλλος εκεί κατά την ώρα που προσέγγιζε το στρίψιμο ο Κατηγορούμενος 2.  Συνεπώς ακόμα και να μπορούσε να δει και να έβλεπε οδηγώντας κίνηση ανθρώπων στον λόφο ανάμεσα στα «.δέντρα τζιαι χόρτα τζιαι ποούλα.» που αναφέρει ο ίδιος θα ήταν αυτούς τους δυο.  Δεν μας φαίνεται λογικό η απλή κίνηση δύο ανθρώπων στον λόφο, δηλαδή χωρίς κάτι άλλο αξιοπερίεργο, κατά πρώτον να τραβούσε την προσοχή του Κατηγορουμένου 2 από τόση απόσταση και κατά δεύτερο να ήταν ο λόγος που εξετράπη από την κατ΄ ισχυρισμόν πορεία του για να ανεβεί σε ένα λόφο.

 

        Βεβαίως δεν παραγνωρίζουμε πως στη συνέχεια της κατάθεσης του αναφέρεται στο ότι είδε «.κίνηση τζιαι καρκασιαλίκκι.», ενώ κατόπιν σχετικών διευκρινιστικών ερωτήσεων αναφέρει πλέον ότι είδε «.δύο, τρία, τέσσερα άτομα.» ντυμένα ευπρεπώς «.να γυροφέρνουν μες τα χωράφκια.» πράγμα που του κίνησε την περιέργεια να πάει να δει.  Ερωτώμενος για το «ευπρεπώς ντυμένους» διευκρίνισε όπως εννοούσε ότι δεν ήταν ντυμένοι ως βοσκοί αλλά διαφορετικά. Σε όποιο βαθμό με τα πιο πάνω ο Κατηγορούμενος 2 αναφέρεται στην κορυφή του λόφου είναι αυτονόητο πως ισχύουν τα όσα έχουμε προαναφέρει.

 

        Έχουμε όμως την εντύπωση πως δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο.  Σε αυτό το σημείο αναφέρεται σε «χωράφια» και αναπόφευκτα η θέση του αυτή, όπως όντως αυτή προωθήθηκε και κατά την ακρόαση, επιβάλλει και την εξέταση του ζητήματος της ορατότητας, όχι πλέον προς την κορυφή του λόφου, αλλά στο χωράφι στην πλευρά του αυτοκινητόδρομου. Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσον ο Κατηγορούμενος 2 είχε ορατότητα σε οποιοδήποτε τμήμα του χωματόδρομου, του σπαρμένου χωραφιού, του αδιεξόδου («πλατώματος») ή ακόμα και της πλαγιάς του λόφου προς τον αυτοκινητόδρομο, κατά την ώρα που σύμφωνα με τα ευρήματα μας διαδραματίστηκαν τα προαναφερθέντα γεγονότα σε οποιοδήποτε από τα πιο πάνω σημεία.  Ουσιαστικά το θέμα της ορατότητας επιβάλλει την εξέταση του τόσον από γεωγραφικής απόστασης όσον και από χρονικής απόστασης από τα γεγονότα, ως κατωτέρω:

 

α)    Όσον αφορά τη γεωγραφική απόσταση έχουμε ήδη αναφερθεί στον χώρο και πιστεύουμε ότι η γεωφυσική κατάσταση προέκυψε επαρκώς κατά την αξιολόγηση που έχει προηγηθεί.  Επισημαίνουμε στο παρόν στάδιο ότι:

 

·      Ο Κατηγορούμενος 2 ερχόμενος με κατεύθυνση από Τσέρι προς το αλτ του περιπτέρου ευρίσκετο σε απόσταση 400-500μ. από την είσοδο του χωματόδρομου.

 

·      Το εν λόγω τμήμα του δρόμου, ήτοι των 400-500μ. μέχρι την είσοδο αποτελείται από ανήφορο και κατήφορο (προς τον αυτοκινητόδρομο) και η είσοδος του χωματόδρομου ευρίσκεται σε σημείο του κατήφορου εν σχέσει με την πορεία του Κατηγορουμένου 2.

 

·      Ο χωματόδρομος ο ίδιος είναι ανηφορικός και με στροφές, ενώ δεξιά και αριστερά του υπάρχουν δέντρα, θάμνοι και άλλη βλάστηση.

 

·      Ο χωματόδρομος ευρίσκεται στους πρόποδες του λόφου από την πλευρά του αυτοκινητόδρομου, δηλαδή στην αντίθετη πλευρά από αυτήν προς την οποίαν μπορούσε να δει ο Κατηγορούμενος 2 ερχόμενος προς το αλτ.

 

·      Το ίδιο το αδιέξοδο («πλάτωμα») ευρίσκεται επίσης στην ίδια πλευρά (δηλαδή προς τον αυτοκινητόδρομο), περιβάλλεται από πιο πυκνή βλάστηση, όπως καταδεικνύουν και οι φωτογραφίες και κυρίως ο λόφος σε εκείνο το σημείο έχει απότομο (κάθετο) ύψος περί τα 5μ.

 

·      Το σπαρμένο χωράφι ευρίσκεται μετά από ένα άλλο μικρό «απότομο» (πλάτους 2-4μ.) προς τον αυτοκινητόδρομο, πράγμα που δείχνει ότι ευρίσκεται σε χαμηλότερο υψόμετρο από τον χωματόδρομο και κυρίως από το αδιέξοδο.

 

·      Ο ίδιος ο Μ.Κ.7 ευρισκόμενος μάλιστα στην πλευρά στην οποία διαδραματίστηκαν τα γεγονότα δεν είχε τη δυνατότητα και δεν είδε τον Μ.Κ.5 ο οποίος ευρίσκετο πιο πάνω την ώρα που διέφευγε ο Κατηγορούμενος 1.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι λόγω της γεωγραφικής απόστασης, καθώς και της γεωφυσικής κατάστασης του χώρου ήταν παντελώς αδύνατο για τον Κατηγορούμενο 2 να αντιληφθεί οποιαδήποτε κίνηση στον χωματόδρομο, στο αδιέξοδο, στο χωράφι ή στην πλαγιά του λόφου προς τον αυτοκινητόδρομο, όχι μόνον από το σημείο που ο ίδιος ισχυρίζεται (κάποια μέτρα πριν το στρίψιμο του περιπτέρου), αλλά ακόμα και πιο μπροστά σύμφωνα με την πορεία του και πάντως πριν αρχίσει να κατηφορίζει προς τον αυτοκινητόδρομο.  Έχουμε περιγράψει με λεπτομέρεια τα γεγονότα που αφορούν τον εντοπισμό και την καταδίωξη του Κατηγορουμένου 1.  Έχουμε την ακράδαντη πεποίθηση πως τίποτε από αυτά δεν περιέπεσε στην αντίληψη του Κατηγορουμένου 2, διότι απλούστατα δεν μπορούσε να περιπέσει λόγω της ορατότητας που είχε και προφανώς ψεύδεται ο ίδιος στην κατάθεση του όταν ισχυρίζεται το αντίθετο.

 

Παρέλκει βεβαίως να πούμε πως απορρίπτουμε και την όποια εισήγηση έγινε είτε κατά την ακρόαση είτε κατά τις αγορεύσεις ότι ο Κατηγορούμενος 2 άκουσε τους πυροβολισμούς του Μ.Κ.5 και γι΄ αυτό ανέβηκε στο αδιέξοδο.  Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο σίγουρα θα ήταν κάτι που θα είχε καλύτερες πιθανότητες να δικαιολογήσει την «περιέργεια» του Κατηγορουμένου 2, πλην όμως είμαστε βέβαιοι πως ένα τόσο σημαντικό περιστατικό θα ήταν το πρώτο και κύριο που θα επικαλείτο προφορικώς όταν έφθασε εκεί και σίγουρα θα το έλεγε στις γραπτές καταθέσεις του αντί να επικαλείται την κίνηση και ενδυμασία αόριστου αριθμού ανθρώπων. 

 

Δεν διαφεύγει την προσοχή μας ότι πολύ αργότερα, ήτοι σε κάποιο σημείο της κατάθεσης την οποίαν έδωσε στις 28.3.15 ο Κατηγορούμενος 2 ισχυρίζεται ότι ευρισκόμενος στη σκηνή συνομιλώντας με τον Αστυνομικό Ντίνο (προφανώς εννοώντας τον Μ.Κ.5) τον ρώτησε «εαν έπεξαν κανένα, εν νταπου έγινε» και ότι εκείνος του είπε «εν να δείς σε λλίο, ηρέμησε».

 

Εν πρώτοις να επισημάνουμε ότι ουδέποτε τέθηκε κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.5 από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου 2 η θέση ότι υπήρξε τέτοια συνομιλία μεταξύ τους μετά την ανακοπή τους από την Αστυνομία για να μπορέσει ο Μ.Κ.5 να τοποθετηθεί είτε επιβεβαιώνοντας την είτε διαψεύδοντας την. Το μόνο που τού τέθηκε ήταν κατά πόσο ο Κατηγορούμενος 2 τον είχε ρωτήσει πού είναι ο άνθρωπος ο καραφλός ο οποίος ήταν στην κορυφή του βουνού λίγο πριν, κάτι που ο Μ.Κ.5 αρνήθηκε ότι είχε λάβει χώρα.»

 

Το αυτό έπραξε και σε ό,τι αφορά τον εφεσείοντα 2 με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«(i) Καταρχάς θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως προκαλεί εντύπωση από την εκδοχή του Κατηγορουμένου 4 ακόμα και το γεγονός πως, ενώ ευρίσκοντο οι φίλοι του στο σπίτι του, με τους οποίους είχε προ ολίγου κινηθεί σε άλλες διαδρομές και εργασίες, κάποια στιγμή ξαφνικά και χωρίς να τους πει κάτι θέτει σε λειτουργία τη μοτοσικλέτα και μόνο κατόπιν ερώτησης τους ανακοινώνει ότι θα πάει περίπατο.  Ιδιαίτερα όταν η βόλτα με μοτοσικλέτες είναι δραστηριότητα την οποία ισχυρίζεται ότι κάνουν κάποτε μαζί.  Θα ήταν δηλαδή λογικό να τους εκφράσει από μόνος του την επιθυμία για βόλτα, αν μη τι άλλο επειδή ήταν στο δικό του σπίτι και δεύτερο για να διερευνήσει την πιθανότητα να πάνε περίπατο όλοι μαζί με μοτοσικλέτες.

 

(ii)Παρά τα όσα προβάλλει για τους λόγους μεταφοράς τσάντας σε άλλες περιπτώσεις, στην παρούσα χωρίς να τίθεται θέμα παραλαβής κάποιου εξαρτήματος ή μεταφοράς νερού ή αναψυκτικού από το σπίτι μεταφέρει στους ώμους του την τσάντα του η οποία τυγχαίνει να περιέχει ίχνη κοκαΐνης.  Υπενθυμίζεται πως ο ίδιος δεν χρειάστηκε να αγοράσει κάτι από το περίπτερο και δεν κατέβηκε εκεί.

 

(iii)Ενώ γνωρίζει τη διαδρομή προς τον μηχανικό δεν συνεχίζει την πορεία του μετά το πρατήριο βενζίνης ούτε και μπαίνει μπροστά από το Pajero σε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά περιμένει και ακολουθεί πιστά την πορεία του Κατηγορουμένου 2, ακόμα και όταν εκείνος προσπερνά το στρίψιμο προς τη Β.Π. Ιδαλίου, καθώς και όταν εισέρχεται στον χωματόδρομο χωρίς να προβληματιστεί, να διερωτηθεί ή ακόμα και να προσπαθήσει να πληροφορηθεί από τον Κατηγορούμενο 2 προς τα πού πάει και για ποιο λόγο.

 

(iv)Αποκορύφωμα των πιο πάνω είναι πως όταν ανεκόπη στο αδιέξοδο δεν προέβαλε οποιαδήποτε παρόμοια εξήγηση.  Θεωρούμε πως αν η θέση του ότι ακολουθούσε απλώς τον Κατηγορούμενο 2 χωρίς να γνωρίζει κάτι περισσότερο ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα θα ήταν λογικό να το αναφέρει αμέσως στον Μ.Κ.4 όταν τον ανέκοψε.  Εν πάση περιπτώσει το να ακολουθούσε πιστά τον Κατηγορούμενο 2 από μόνο του δεν σημαίνει ότι βρέθηκαν στο αδιέξοδο τυχαία, από λάθος ή για λόγο που δεν γνώριζε ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 4.»

 

Για δε τον εφεσείοντα 3, το Κακουργιοδικείο, απορρίπτοντας και τη δική του εκδοχή ως προς το λόγο που βρέθηκε στο επίδικο μέρος, αναφέρει, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους προβληματισμούς:

 

«Χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε δυσκολία ή αντίρρηση και παρά τον ισχυρισμό του ότι ήταν πολύ άρρωστος, αποδέχτηκε πρόταση του Κατηγορούμενου 2 να τον συνοδεύσει για να μπορέσει να φέρει το αυτοκίνητο του από τον μηχανικό.  Μια τέτοια αποδοχή σήμαινε ότι θα οδηγούσε ο Κατηγορούμενος 3 κατά την επιστροφή είτε το αυτοκίνητο που θα έπιαναν από τον μηχανικό είτε το αυτοκίνητο το οποίο θα  χρησιμοποιούσαν για να πάνε εκεί. Όπως και να έχει, ο Κατηγορούμενος 3 θα έπρεπε να οδηγήσει ένα από τα δύο αυτοκίνητα. Το ζήτημα αυτό δεν φάνηκε να απασχόλησε ποσώς τον Κατηγορούμενο 3 ο οποίος με βάση την εκδοχή του μπήκε στο αυτοκίνητο του Κατηγορουμένου 2 με προορισμό τον μηχανικό. Είναι δε εκπληκτικό ότι ο ίδιος περιγράφει την κατάσταση της υγείας του ως τέτοια που δεν ήταν σε θέση και δεν μπορούσε να θυμηθεί καν τη διαδρομή που ακολούθησαν καθοδόν προς τον μηχανικό. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι ήταν «φυρμένος» και ότι είχε μάλιστα γι΄ αυτό τον λόγο ξαπλώσει στο κάθισμα του αυτοκινήτου.

 

Η κατάσταση του αυτή είχε, ωστόσο, διαβαθμίσεις. Ενώ δηλαδή την επικαλέστηκε για να ισχυριστεί  από την μια ότι δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε περίεργο στο λόφο στα δεξιά του ή τη διαδρομή τους, από την άλλη ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν τέτοια που να επηρέαζε την ικανότητα του να οδηγήσει! Και ενώ επικρατούσε αυτή η κατάσταση αντί ο Κατηγορούμενος 2 χωρίς χρονοτριβή να σπεύσει προς τον προορισμό τους μια ώρα αρχύτερα όλως παραδόξως και χωρίς να λεχθεί οτιδήποτε μεταξύ του Κατηγορουμένου 2 και του Κατηγορουμένου 3 ο Κατηγορούμενος 2 παρεκκλίνει από την πορεία του, περνά το στρίψιμο προς Β.Π. Ιδαλίου και στρίβει εντός ενός χωματόδρομου στα δεξιά του τον οποίο, αν και δύσβατος, τον ανεβαίνει για να σταματήσει μόνο εκεί που τον ανακόπτει η Αστυνομία. Όλως δε παραδόξως ο Κατηγορούμενος 3 ουδεμία ερώτηση υποβάλλει προς τον Κατηγορούμενο 2 σε οποιοδήποτε στάδιο από τη στιγμή που  ο τελευταίος στρίβει και εισέρχεται εντός του χωματόδρομου μέχρι και του σημείου που τους σταματά η Αστυνομία.

 

Είναι φανερό από όλα τα πιο πάνω ότι η εκδοχή του Κατηγορουμένου 3 αποτελεί μια απέλπιδα προσπάθεια του να παρουσιάσει τον εαυτό του ως πρόσωπο το οποίο δεν είχε καμιά γνώση ή σχέση με την κατάληξη τους στο αδιέξοδο, ρίχνοντας όλο το βάρος στον Κατηγορούμενο 2 και έτσι να απεμπλακεί από την όλη υπόθεση και τυχόν σύνδεση του με τα επίδικα αδικήματα. Προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό του σε τέτοια κατάσταση ούτως ώστε να δείξει ότι ο ίδιος δεν είχε σε καμιά περίπτωση τον έλεγχο της κατάστασης και ότι απλώς συνόδευσε τον Κατηγορούμενο 2 στα πλαίσια της εκδούλευσης που ισχυρίστηκε ότι έκαμνε. Στην προσπάθεια του δε να προφασιστεί άγνοια σημαντικών πτυχών της όλης υπόθεσης επικαλέστηκε αναληθώς πρόβλημα στην υγεία του.»

 

 

Κρίνουμε ότι ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην απόρριψη της εκδοχής των εφεσειόντων ως προς το λόγο που τους ώθησε να καταλήξουν στο επίδικο μέρος και, εν πάση περιπτώσει, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του προκειμένου.

 

Παραπονούνται οι εφεσείοντες πως, παρόλο που το Κακουργιοδικείο, με βάση την ενώπιόν του περιστατική μαρτυρία, απέρριψε τις κατηγορίες που αφορούσαν τα ουσιαστικά αδικήματα της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, εν τούτοις, λανθασμένα με την αυτή μαρτυρία καταδίκασε τους εφεσείοντες για το αδίκημα της συνωμοσίας. Προς τούτο, παρέπεμψαν στην υπόθεση R. v. Cooper & Compton [1947] 2 All ER 701.

 

Η εφεσίβλητη από την άλλη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και διαχώρισε τα συστατικά στοιχεία της συνωμοσίας με αυτά των ουσιαστικών αδικημάτων.

 

Έχουμε αναφερθεί στη σελίδα 8 της απόφασής μας πιο πάνω ως προς τα γεγονότα που αποτίμησε το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στην ετυμηγορία του ως προς τη διάπραξη του αδικήματος της συνωμοσίας. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Ουσιαστικά, στη βάση της περιστατικής μαρτυρίας, κατέληξε ότι η μετάβαση των εφεσειόντων στον επίδικο χώρο ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας με κάποιον ή κάποιους για τη μεταφορά της κοκαΐνης, καθώς και συμφωνίας μεταξύ τους για τη μετάβασή τους εκεί με απώτερο στόχο την παραλαβή της.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 134, το αδίκημα της συνωμοσίας του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα «συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότεροι συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Δεν είναι αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε πέρα από τη συμφωνία. Το κατά πόσο οι συνωμότες μετάνιωσαν ή σταμάτησαν ή παρεμποδίστηκαν ή απότυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο. (Βλέπε Mulcany v. R. [1868] L.R. 34 H.L. 328, O' Connell v. R. (1844) 5 St. Tr. (N.S.) 1, R. v. Aspinall [1876] 2 Q.B.D. 48, Archbold, ανωτέρω, σελ. 2035 παραγρ. 28-4.».

 

Η συμφωνία αποτελεί το actus reus και η πρόθεση υλοποίησης της παράνομης πράξης την ένοχη σκέψη mens rea. Και τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα για τη διάπραξη του αδικήματος. Η συμφωνία σπανίως αποδεικνύεται μέσω άμεσης μαρτυρίας, αλλά συνήθως με την εξαγωγή ευλόγων συμπερασμάτων από τη συντονισμένη δράση, είτε αυτή συνίσταται σε πράξεις, είτε σε δηλώσεις των κατηγορουμένων. Επισημαίνεται ότι το αδίκημα δεν συνίσταται στη συντονισμένη δράση, αλλά στην εξυπακουόμενη προηγούμενη συμφωνία και η συντονισμένη δράση συνιστά μαρτυρία για το αδίκημα της συνωμοσίας (Βλ. Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633).

 

Από την άλλη, εξετάζοντας κατά πόσο στοιχειοθετείται το συστατικό στοιχείο της κατοχής στις άλλες δύο κατηγορίες και με δεδομένο ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε φυσική φύλαξη των ναρκωτικών από τους εφεσείοντες, το Κακουργιοδικείο εξέτασε κατά πόσο τα ναρκωτικά βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των εφεσειόντων. Προς εξέταση του εγειρόμενου ζητήματος, λήφθηκαν υπόψη οι ακόλουθες περιστάσεις:

 

«●Η επίδικη ποσότητα κοκαΐνης τοποθετήθηκε από τον πρώην Κατηγορούμενο 1 σε ανοικτό χώρο κάτω από παλιό ελαστικό

 

·  Οι Κατηγορούμενοι προσέγγισαν τον χώρο όπου είχε ακινητοποιήσει το αυτοκίνητο του ο πρώην Κατηγορούμενος 1 και ο οποίος χώρος ευρίσκετο σε μικρή απόσταση από το σημείο όπου είχε προηγουμένως τοποθετήσει και κρύψει τα επίδικα ναρκωτικά.»

 

 

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «Θέμα ελέγχου θα ετίθετο εν προκειμένω μόνο αν υπήρχε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι σε οποιοδήποτε στάδιο πριν, κατά αλλά και μετά την  μεταφορά, τοποθέτηση και απόκρυψη των επίδικων ναρκωτικών στο συγκεκριμένο σημείο όπου ανευρέθηκαν από την Αστυνομία, οι Κατηγορούμενοι γνώριζαν πού ακριβώς αυτά ευρίσκονταν και ήταν σε θέση είτε να δώσουν οποιεσδήποτε οδηγίες για τη διακίνηση και φύλαξη τους είτε να έχουν τη δυνατότητα λήψης της φυσικής κατοχής τους και γενικότερα να έχουν τον όλο έλεγχο της κατάστασης.».

 

Κατέληξε δε ως ακολούθως:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας, άμεσης ή περιστατικής υπό τη νομική έννοια που να καταδεικνύει ότι οι Κατηγορούμενοι είχαν σε οποιοδήποτε από τα πιο πάνω χρονικά στάδια που εξειδικεύσαμε ανωτέρω οποιασδήποτε μορφής έλεγχο και ή δυνατότητα πρόσβασης και επέμβασης στα επίδικα ναρκωτικά ή τον έλεγχο της όλης κατάστασης αναφορικά με τη διακίνηση τους συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας να δίνουν οδηγίες σε σχέση με αυτά.

 

Ουσιαστικά ελλείπει οποιοδήποτε στοιχείο ή λεπτομέρεια ως προς τα συμφωνηθέντα για αυτό το θέμα.  Παρότι έχουμε καταλήξει ότι συνωμότησαν και γνώριζαν ότι θα συμμετείχαν σε συναλλαγή με ναρκωτικά, εντούτοις δεν υπάρχει κάτι με βάση το οποίο θα μπορούσαμε να καταλήξουμε με την ίδια ασφάλεια ότι είχαν έλεγχο επί των ναρκωτικών κατά τη μεταφορά τους εκεί ή ότι ήξεραν από το αρχικό στάδιο της εμπλοκής στην συνωμοσία ότι θα τοποθετηθούν κάτω από το ελαστικό και πολύ περισσότερο μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος 1 ή άλλος πρόλαβε να τους ενημερώσει μετά την τοποθέτηση τους και πριν την καταδίωξη του για το σημείο που τα έβαλε.»

 

Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου είναι η γνώση και η άσκηση, συγχρόνως, ελέγχου επί του ελεγχόμενου φαρμάκου (βλ. Hiscock v. Δημοκρατίας κ.ά., Ποινική Έφεση Αρ. 183/2015, ημερομηνίας 19.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:B362). Σχετική ανάλυση αναφορικά με την έννοια της «κατοχής» γίνεται στην υπόθεση Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω).[1] Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι οι εφεσείοντες είχαν οποιασδήποτε μορφής έλεγχο επί των ναρκωτικών. Εξειδικεύει δε και επεξηγεί το Δικαστήριο ότι δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία μπορεί να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια στο ότι οι εφεσείοντες είχαν έλεγχο των ναρκωτικών κατά τη μεταφορά τους στο συγκεκριμένο χώρο ή ότι ήξεραν από το αρχικό στάδιο της εμπλοκής στη συνωμοσία ότι θα τοποθετηθούν κάτω από το ελαστικό και ότι ο πρώην κατηγορούμενος 1 ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο τους ενημέρωσε μετά την τοποθέτησή τους και πριν την καταδίωξή του ως προς το σημείο που τα έβαλε. Η διαπίστωση, όμως, του Δικαστηρίου ότι ελλείπουν αυτά τα στοιχεία, δεν επηρεάζει την καταδίκη τους για το αδίκημα της συνωμοσίας. Και αυτό γιατί δεν απαιτείτο η ύπαρξη αυτών των στοιχείων για σκοπούς απόδειξης της κατηγορίας της συνωμοσίας. Η κατάληξη του Δικαστηρίου περί γνώσης των εφεσειόντων ότι στο επίδικο μέρος θα έφθανε κάποιος φέρνοντας κοκαΐνη δεν ισοδυναμεί με έλεγχο, ως έχει αναλυθεί πιο πάνω, των ναρκωτικών. Πρόκειται για διαφορετικά στοιχεία και, συνεπώς, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να καταδεικνύει έλεγχο των ναρκωτικών, δεν συνεπάγεται και έλλειψη μαρτυρίας ότι υπήρξε συμφωνία για μεταφορά κοκαΐνης και μετάβασή τους στον επίδικο χώρο με στόχο την παραλαβή της. Άλλωστε, είναι δυνατό κάποιος να κριθεί ένοχος στο αδίκημα της συνωμοσίας, ενώ, παράλληλα, να κριθεί ότι η μαρτυρία δεν είναι ικανοποιητική προς απόδειξη των ουσιαστικών αδικημάτων (βλ. Archbold 2005, para 34-56, σελ. 2779, Gani v. Δημοκρατίας (πιο πάνω)).

 

Η υπόθεση R. v. Cooper & Compton, πιο πάνω, που μας παρέπεμψε ο κ. Κιτρομηλίδης, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα. Σε εκείνη την υπόθεση οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη κλοπής και κατηγορίες για τα ουσιαστικά αδικήματα της κλοπής και της ληστείας. Οι ένορκοι αθώωσαν τους κατηγορούμενους στις κατηγορίες για τα ουσιαστικά αδικήματα, ενώ τους έκριναν ένοχους για τη συνωμοσία. Η αθώωση ήταν αποτέλεσμα κρίσης αναξιοπιστίας της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων, με αποτέλεσμα να μην παραμένουν στοιχεία τα οποία θα υποστήριζαν την κατηγορία για συνωμοσία για κλοπή ή άλλη παράνομη πράξη. Το Εφετείο θεώρησε πως είναι δυνατό να κριθεί ένας κατηγορούμενος ένοχος στην κατηγορία της συνωμοσίας, ενώ παράλληλα να αθωωθεί στην κατηγορία των ουσιαστικών αδικημάτων. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έκρινε πως η ετυμηγορία ως προς την ενοχή θα μπορούσε να υποστηριχθεί μόνο αν οι ένορκοι πίστευαν την όλη εξιστόρηση των γεγονότων όπως δόθηκε από τέσσερεις διαφορετικούς μάρτυρες και η μαρτυρία του καθενός από αυτούς, εφόσον γινόταν πιστευτή, αποδείκνυε καταληκτικά την κατηγορία της κλοπής η οποία ήταν σοβαρότερο αδίκημα από αυτό της συνομωσίας και τιμωρούμενο με αυστηρότερη ποινή. Το Δικαστήριο εξέφρασε την άποψη πως με την απόρριψη της εκδοχής των μαρτύρων αυτών δεν παρέμεινε οποιαδήποτε μαρτυρία επί της οποίας οι ένορκοι θα μπορούσαν να στηριχθούν για να εκδώσουν ετυμηγορία ενοχής στην κατηγορία της συνωμοσίας, οπότε η καταδίκη για συνωμοσία παραμερίστηκε.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, σε αντίθεση με την υπόθεση R. v. Cooper & Compton, πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ως αληθινή, στο σύνολό της. Κατέληξε, όμως, ότι αυτή δεν ήταν αρκετή για την απόδειξη των ουσιαστικών αδικημάτων. Όμως, κρίθηκε ως ικανοποιητική για την απόδειξη του αδικήματος της συνωμοσίας, τα συστατικά στοιχεία του οποίου είναι διαφορετικά. Δεν κρίνουμε ότι υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξη του Κακουργιοδικείου και, συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο εφεσείων στην έφεση 96/2016 ισχυρίζεται ότι η απόφαση είναι νομικά λανθασμένη, καθότι το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε πλήρως τη σημασία της μη προσαγωγής από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής μαρτυρίας, η οποία θα καταδείκνυε καταλυτικά το αληθές ή μη των θέσεων του εφεσείοντα, ήτοι του μηχανικού αυτοκινήτων στον οποίο, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, θα μετέβαινε με τους συγκατηγορούμενούς του την ημέρα εκείνη. Κατά την αντεξέταση του ΜΚ2 από το συνήγορο του εφεσείοντα αυτός ανέφερε ότι ο εφεσείων επικαλέστηκε επίσκεψη στο μηχανικό του κατά την επίδικη ημερομηνία. Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος σημειώνεται ότι δεν ήταν μάρτυρας επί του κατηγορητηρίου, δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή, χωρίς να δοθεί αιτιολογία επί τούτου.

 

Το Κακουργιοδικείο επεσήμανε τα ανωτέρω, καταλήγοντας ότι, στην απουσία μαρτυρίας για το λόγο μη κλήσης του εν λόγω προσώπου, δεν μπορεί να συναχθεί ότι σκόπιμα δεν κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. Με αναφορά στη Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706 το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να καλεί κάθε μάρτυρα, αλλά μόνο εκείνους που κρίνει ότι η μαρτυρία τους είναι ικανή να γίνει πιστευτή. Τόνισε, περαιτέρω, ότι η ύπαρξη προγραμματισμένης επίσκεψης στο μηχανικό δεν θα μπορούσε να αναιρέσει ούτε να διαφοροποιήσει το εύρημά του ότι κατά τη συγκεκριμένη κοινή δράση των κατηγορούμενων άλλος ήταν ο προορισμός τους εξ αρχής. Δεν κρίνουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν να αποκαλύψει στην υπεράσπιση όλο το μαρτυρικό υλικό και αν αυτή επιθυμούσε να κλητεύσει ή να αντεξετάσει οποιοδήποτε πρόσωπο θα έπρεπε να υποβάλει σχετικό αίτημα. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά υπέδειξε το Κακουργιοδικείο, η μαρτυρία του μηχανικού ότι την ημέρα εκείνη ο εφεσείων προγραμμάτιζε να τον επισκεφθεί, δεν μπορεί να διαφοροποιήσει το εύρημά του ως προς τη συγκεκριμένη πορεία του εφεσείοντα την ημέρα εκείνη. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι εφέσεις εναντίον της καταδίκης απορρίπτονται.

 

Οι εφεσείοντες στις εφέσεις 100/2016 και 101/2016 παραπονούνται για το ύψος της ποινής που τους επιβλήθηκε, θεωρώντας ότι, λόγω των ιδιαζουσών περιστατικών της υπόθεσης και των προσωπικών τους περιστάσεων, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή, η ποινή που επιβλήθηκε ήταν έκδηλα υπερβολική.

 

Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η επιβολή της ποινής είναι καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαφαίνεται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή ότι είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα της ποινής, τόνισε τη σοβαρότητα του αδικήματος που επιφέρει επταετή ποινή φυλάκισης, τον προσχεδιασμό και την όλη δράση των εφεσειόντων. Έλαβε, επίσης, υπόψη την ανάγκη για αποτροπή, χωρίς να παραγνωρίσει την ανάγκη για εξατομίκευση. Στα πλαίσια της εξατομίκευσης, έλαβε υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές περιστάσεις των κατηγορουμένων. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε κρίνουμε ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι υπερβολικές.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι εφέσεις κατά της καταδίκης και της ποινής απορρίπτονται.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                                                                        ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

/ΧΤΘ



[1] ««Κατοχή» σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσης του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 211). Στον όρο «κατοχή» η νομολογία είχε δώσει ευρεία έννοια. Καλύπτει και τις περιπτώσεις όπου η απαγορευμένη ουσία, βρίσκεται μεν στη φυσική κατοχή ή φύλαξη τρίτου, ο κατηγορούμενος όμως συνεχίζει να διατηρεί τον έλεγχο της. Συνεπώς η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης (Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. ν. Δημοκρατίας(2000) 2 Α.Α.Δ. 409). Η συγκεκριμένη νομολογιακή θέση βρίσκει έρεισμα και σε νομοθετικές πρόνοιες. Σχετικό είναι το Άρθρο 2(3) του Νόμου 29/77, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου «. παν πρόσωπο θεωρείται ως έχων εν τη κατοχή αυτού οιαδήποτε αντικείμενα, τελούντα υπό τον έλεγχο αυτού καίτοι ταύτα ευρίσκονται υπό τη φύλαξη ετέρου προσώπου». Τέλος, η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο