ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B409
ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΠΡΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.27/2017)
21 Νοεμβρίου, 2017
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜOΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες
Εφεσείων,
ν.
Εφεσίβλητης.
- - - - - - - - -
Ε.Ευσταθίου, Μ.Καούλας και Δ.Νικολετόπουλος, για τον εφεσείοντα
Ξ.Ξενοφώντος, (κα), για την εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία της ανήλικης.]
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου διάφορες κατηγορίες η σοβαρότερη των οποίων ήταν ο βιασμός με θύμα την ανήλικη φίλη του. (στο εξής ΧΧ)
Ο ίδιος είχε παραδεχθεί δύο εξ αυτών: το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 6 και 6(3) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου (Ν.91(Ι)/2014) ότι δηλαδή στις 18.8.2015 στο ... της επαρχίας ... συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με την ΧΧ, η οποία δεν είχε φτάσει σε ηλικία συναίνεσης, και της δημοσίας εξύβρισης, κατά παράβαση του άρθ.99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, (κατηγορίες 3 και 13).
Με την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, ο εφεσείων εκρίθη ένοχος σε οκτώ επιπλέον κατηγορίες, ήτοι ότι διέπραξε τα αδικήματα, του βιασμού, στην ως άνω ημερομηνία και τόπο, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(4)(γ) του Περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου (Ν.91(Ι)/2014) (2η κατηγορία), της απαγωγής, κατά παράβαση του άρθρου 148 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (4η κατηγορία), της διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας δεκατριών χρόνων μέχρι δεκαέξι, κατά παράβαση του άρθρου 154 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (5η κατηγορία), της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (6η κατηγορία), της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (8η κατηγορία), της απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του άρθρου 91 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (10η κατηγορία) και της απαγωγής νεαρής γυναίκας κάτω των 16 χρόνων, κατά παράβαση των άρθρων 149 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (11η κατηγορία). Ενώ αθωώθηκε στις κατηγορίες 7, 9 και 12.
Σύμφωνα δε με τα εκτενή ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σημαντικά ήσαν τα ακόλουθα:
Ο εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, ήταν ηλικίας 20 περίπου ετών ενώ η παραπονούμενη δεν είχε κλείσει ακόμη τα 16 της χρόνια. Και οι δύο κατάγονται και διαμένουν σε .. της επαρχίας .... Η σχέση τους ξεκίνησε το Πάσχα περίπου του 2011. Γνωρίστηκαν μέσω του μεγαλύτερου αδελφού της ανήλικης. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, λόγω κυρίως της ζήλιας του εφεσείοντα, μάλωναν, χώριζαν και επανασυνδέονταν. Το καλοκαίρι του 2014 είχαν για πρώτη φορά ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις. Αρχικά η ανήλικη έκρυψε τη σχέση της από τους γονείς της και τα αδέλφια της, αφού ο αδελφός της δεν τον ήθελε για φίλο της. Στη συνέχεια, όμως μίλησε με τους γονείς της οι οποίοι δέχτηκαν τη σχέση τους. Έτσι, ο εφεσείων πήγαινε στο σπίτι της, έβγαιναν έξω μαζί, αντάλλαζαν δώρα, έχοντας μια κανονική σχέση, με τον εφεσείοντα να παρευρίσκεται σε οικογενειακές συγκεντρώσεις όχι μόνο της στενής αλλά και της ευρύτερης οικογένειας της ανήλικης. Πέντε με έξι μήνες περίπου πριν από τις 18.08.2015, ενώ ο εφεσείων και η ανήλικη βρισκόταν στο όχημα του εφεσείοντα, ο τελευταίος όντας βίαιος απέναντι της, την υποχρέωσε να κάνουν έρωτα χωρίς τη θέληση της. Η ανήλικη μίλησε στη μητέρα της για το επεισόδιο. Η τελευταία, επέλεξε να αναφέρει στο σύζυγο της και πατέρα της ανήλικης, μόνο ότι ο εφεσείων ήταν βίαιος με την XX και ότι δεν της επέτρεπε να έχει φίλους. Μετά την πιο πάνω εξέλιξη ο πατέρας της ανήλικης υπέδειξε στην τελευταία ότι δεν ήθελε πλέον να είναι με τον εφεσείοντα, ενώ παράλληλα επικοινώνησε με τον τελευταίο ζητώντας του να σταματήσει αυτή η σχέση, πράγμα που υποσχέθηκε να πράξει. Παρά την πιο πάνω παρέμβαση του πατέρα της ανήλικης, η τελευταία και ο εφεσείων εξακολουθούσαν να έχουν σχέση, κρυφά όμως από τους γονείς της. Μιλούσαν κρυφά στο τηλέφωνο, ο εφεσείων πήγαινε και την έπαιρνε από το σπίτι της κρυφά ή τον έβρισκε έξω από το σπίτι όταν έβγαινε με τα αδέλφια της ή τους φίλους της. Κάποιες φορές (3 ή 4) τον οδήγησε κρυφά στο δωμάτιο της, από το παράθυρο, όπου χωρίς να το γνωρίζουν οι δικοί της είχαν και εκεί σεξουαλικές επαφές. Τελευταία φορά που είχαν σεξουαλική επαφή με τη συναίνεση της ανήλικης, ήταν στις 12.08.2015.
Ακολουθούν τα γεγονότα μεταξύ 15.8 και 16.8 όπου και πάλι μεσολαβεί καβγάς και η ανήλικη του αναφέρει ότι θέλει να χωρίσουν.
Για τα αμέσως προηγηθέντα της επίδικης ημέρας, παραθέτουμε αυτούσια τα λόγια του Κακουργιοδικείου.
«Στις 16 και 17.08.2015 ο κατηγορούμενος της τηλεφώνησε αρκετές φορές, πλην όμως η ανήλικη δεν του απαντούσε. Το βράδυ της 17.08.2015, η ανήλικη απάντησε σε τηλεφώνημα του, αναφέροντας του ότι βιάζεται να ετοιμαστεί για να πάει, με τη μεγαλύτερη αδελφή της, στο .. στο χωριό .. της επαρχίας ... και ότι δεν θέλει να του ξαναμιλήσει. Στο χώρο του ... εντόπισε τον κατηγορούμενο να κάθεται σε απέναντι τραπέζι από αυτό που καθόταν η ίδια με την παρέα της, κοιτάζοντας τους επίμονα. Σε κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος την πλησίασε επιμένοντας να πάνε κάπου να μιλήσουν. Η ανήλικη δέχτηκε, λέγοντας του όμως να μετακινηθούν σε χώρο που να μην τους ακούει μεν ο κόσμος, πλην όμως θα φαίνονταν. Πήγαν πίσω από ένα αυτοκίνητο και τότε ο κατηγορούμενος άρχισε να την απειλεί με τις φράσεις «θέλεις να στείλω μήνυμα του παπά σου τζιαι να του πω ότι εκάμαμε κάτι μαζί;», «Αύριο εννάσαι πεθαμένη.» Της είπε επίσης ότι θα αναρτήσει στο facebook μηνύματα τους που έδειχναν ότι έκαναν έρωτα. Η ανήλικη του ανάφερε ότι δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Μετά από την παρέμβαση και του αρραβωνιαστικού της αδελφής της, η ανήλικη επέστρεψε στο τραπέζι της και ο κατηγορούμενος ρώτησε κάποιο .., ένα από τα άτομα της παρέας της ανήλικης, αν είχε σχέση με την τελευταία, γεγονός το οποίο ο .. αρνήθηκε, δηλώνοντας ότι απλώς πήγαν ως παρέα στο .. Στη συνέχεια η ανήλικη και η παρέα της έφυγαν από το χώρο του φεστιβάλ. Πήγαν σε... στο ., όπου παρέμειναν περίπου μέχρι τις 04:30 της 18.08.2015. Ο κατηγορούμενος εξακολουθούσε να την καλεί τηλεφωνικά και να της στέλλει μηνύματα, ζητώντας της να του απαντήσει και να του τηλεφωνήσει όταν θα επέστρεφε στο σπίτι της. Η τελευταία δεν ανταποκρινόταν στις κλήσεις και τα μηνύματα του».
Τα γεγονότα που συνιστούν το βιασμό περιγράφονται επίσης λεπτομερώς από το Κακουργιοδικείο ως εξής:
(α) Το επεισόδιο στην α΄ φάση:
«Μόλις επέστρεψε στο σπίτι της, πήγε στο δωμάτιο της και άλλαξε τα ρούχα της με σκοπό να ξαπλώσει. Στις 04:48 της 18.08.2015, ο κατηγορούμενος της τηλεφώνησε χωρίς η ίδια και πάλι να του απαντήσει. Μετά από δύο με τρία λεπτά, ο κατηγορούμενος άρχισε να κτυπά το παράθυρο του δωματίου της, φωνάζοντας της να του ανοίξει. Η ανήλικη, μη θέλοντας να αναστατώσει την οικογένεια της, άνοιξε το παράθυρο και ο κατηγορούμενος της είπε να πάει έξω για να μιλήσουν. Η ίδια δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι και αντιλαμβανόμενη ότι το παράθυρο του δικού της δωματίου ήταν πιο χαμηλό από το παράθυρο στο δωμάτιο του αδελφού της, γεγονός που θα επέτρεπε στον κατηγορούμενο με ευκολία να εισέλθει στο δωμάτιο της, αποφάσισε να μετακινηθεί στο δωμάτιο του αδελφού της για να μιλήσουν από το παράθυρο του εν λόγω δωματίου. Έκαστε στο πεζούλι του παραθύρου και τα πόδια της ήταν στην έξω πλευρά του παραθύρου. Παρά το γεγονός ότι η ανήλικη είπε στον κατηγορούμενο ότι η ίδια δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι της, καλώντας τον ταυτόχρονα αν ήθελε να της πει κάτι να της το πει εκεί, ο τελευταίος επέμενε να πάνε κάπου αλλού για να μιλήσουν, με αποτέλεσμα, σε κάποια στιγμή να την τραβήξει από τα χέρια, κατά τρόπο που όπως χαρακτηριστικά η παραπονούμενη ανέφερε «τζιαι έσυρε με κάτω που το παράθυρο τζιαι ετράβε με ώσπου τζιαι πήρε με λίγα μέτρα πιο πίσω που το σπίτι» (περίπου 50 μέτρα). Παρά το γεγονός ότι η ανήλικη έκλαιε, καλώντας τον να την αφήσει να επιστρέψει στο σπίτι της, ο ίδιος δεν την άφηνε και την τραβούσε. Σε κάποια φάση προσπάθησε να τη φιλήσει και η ίδια του έδωσε μια μπουνιά στα μούτρα. Ο κατηγορούμενος τότε νευρίασε και τη δάγκωσε στο αριστερό της στήθος. Η ανήλικη έκλαιε και τον παρακαλούσε να σταματήσει ενώ ο κατηγορούμενος της ζητούσε να μπει μέσα στο αυτοκίνητο του με την ανήλικη να αρνείται. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος τη δάγκωσε στο αριστερό της χέρι και στο δεξί της στήθος. Η ανήλικη συνέχιζε να κλαίει φωνάζοντας του να την αφήσει να πάει σπίτι της. Παρά το γεγονός ότι η ίδια αντιστεκόταν ο κατηγορούμενος την τράβηξε από τα χέρια, σύροντας και οδηγώντας τη για μια απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από το σπίτι της, μέχρι το σημείο όπου υπάρχει ένα μεγάλο ντεπόζιτο υδροδότησης του ... Τούτο, παρά τα κλάματα και τις φωνές της ανήλικης να την αφήσει».
(β) Το επεισόδιο στο ντεπόζιτο υδροδότησης:
«Στη συνέχεια, πιάνοντας την από τη μέση την έριξε-έσυρε στον αριστερό του ώμο και εγκλωβίζοντας την με το αριστερό του χέρι, στηριζόμενος με το δεξί του χέρι σε σιδερένια κουπαστή που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά σιδερένιας σκάλας που οδηγεί στην κορυφή του ντεπόζιτου, την ανέβασε στην οροφή του τελευταίου. Στη συνέχεια, την έβαλε στο πάτωμα της τσιμεντένιας οροφής του ντεπόζιτου προσπαθώντας να της αφαιρέσει το παντελονάκι και το εσώρουχό της, λέγοντας της: «Αν δεν κάνουμε κάτι, εν θα σου δώσω τα ρούχα σου». Αφού τα κατάφερε να της βγάλει το παντελόνι και το εσώρουχο της, (παρά την αντίδραση της τελευταίας προς τούτο) τα οποία πέταξε κάπου στο ντεπόζιτο και ενώ η ανήλικη εξακολουθούσε να αντιδρά και να αντιστέκεται, την καθήλωσε στο έδαφος ασκώντας την αναγκαία προς τούτο βία, της άνοιξε τα πόδια και την βίασε, χωρίς τη χρήση προφυλακτικού, πέφτοντας από πάνω της. Δεν εκσπερμάτωσε, αφού η ανήλικη σε κάποια στιγμή βρήκε τη δύναμη και τον έσπρωξε, με αποτέλεσμα να φύγει από πάνω της. Αμέσως μετά η ανήλικη σηκώθηκε από το πάτωμα της ως άνω τσιμεντένιας οροφής, πήρε τα ρούχα της και άρχισε να τρέχει για το σπίτι της, προσπαθώντας να τα φορέσει καθ΄ ον χρόνο έτρεχε. Ο κατηγορούμενος την ακολούθησε φωνάζοντας της, ενώ σε κάποια στιγμή που την πρόλαβε, αναφερόμενος και πάλι στο ...., της έδωσε τρεις μπάτσους στο δεξιό μάγουλο και σπρώχνοντάς την της είπε «πουτάνα, πουτανάκι».
(γ) Η επιστροφή στο σπίτι και η καταγγελία:
«Η ανήλικη κλαίοντας έτρεξε και εισήλθε από το παράθυρο του δωματίου του αδελφού της στην οικία της. Εισερχόμενη στην οικία της έγινε αντιληπτή από τη μητέρα της να κλαίει, με ανακατωμένα μαλλιά και σημάδια στο σώμα της, εμφανώς αναστατωμένη και τελώντας σε σύγχυση. Σε εκείνο το στάδιο, η ανήλικη ανέφερε στη μητέρα της, ότι απλώς συνάντησε τον κατηγορούμενο και ότι μάλωσε μαζί του. Αμέσως μετά, χωρίς να διαμειφθεί κάτι άλλο μεταξύ τους, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της και περιορίστηκε εκεί ενώ η μητέρα της, τελώντας επίσης σε κατάσταση σοκ ενόψει της εικόνας της θυγατέρας της, παρέμεινε σε άλλο χώρο της οικίας. Επέστρεψε ξανά στο δωμάτιο της θυγατέρας της, μια περίπου ώρα αργότερα, χρονικό διάστημα όπου η ανήλικη της ανέφερε σε γενικές γραμμές τι είχε συμβεί και τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου σε βάρος της. Περαιτέρω λεπτομέρειες για το συμβάν, η ανήλικη έδωσε αργότερα την ίδια μέρα. Το περιστατικό γνωστοποιήθηκε τελικά μέσω του αρραβωνιαστικού της αδελφής της στον πατέρα της ανήλικης. Για το συμβάν ενημερώθηκε επίσης ο πατέρας του κατηγορούμενου ο οποίος, ειδοποιούμενος σχετικά μετέβηκε στην οικία της ανήλικης παραπονούμενης. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 19.08.2015, η ανήλικη μετέβη στον Αστυνομικό Σταθμό .. όπου προέβη σε σχετική γραπτή καταγγελία. Στη συνέχεια, οδηγήθηκε από μέλη της αστυνομίας στο νοσοκομείο .. για ιατρικές εξετάσεις. Η ιατρός .., που εξέτασε την ανήλικη στο νοσοκομείο .. στις 05:50 της 19.08.2015, διαπίστωσε ότι αυτή έφερε δαγκωματιά στον αριστερό βραχίονα, δαγκωματιά στον αριστερό μαστό, μικρό γρατσούνισμα στην αριστερή κλείδα, αιμάτωμα στη δεξιά ωμοπλάτη, οίδημα και πόνο στο λαιμό και στη δεξιά παρειά. Εξέδωσε προς τούτο σχετική ιατρική βεβαίωση. Αργότερα, την ίδια ημέρα και περί ώρα 11:00, η ανήλικη εξετάστηκε από την ιατροδικαστή Ελένη Αντωνίου στο Νοσοκομείο ... Η τελευταία κατέγραψε τα ευρήματα της σε σχετική ιατροδικαστική έκθεση. Σύμφωνα με αυτήν, το σώμα της παραπονούμενης διαπιστώθηκε ότι έφερε, εκδορά 3Χ1.5 εκ. στο δεξιό μέσο ακρώμιο (εκδορά τριβής), μικρή εκδορά 1 εκ. στην αριστερή έξω κλειδική περιοχή, εκδορά 1.5 εκ. στον αριστερό μαστό άνωθεν της θηλής, εκχύμωση στο έσω και μέσο αριστερό βραχιόνιο και μικρή εκδορά 0.8 εκ. στη δεξιά ωμοπλάτη. Οι ως άνω κακώσεις και τραυματισμοί της ανήλικης όπως αυτοί εντοπίστηκαν από την ιατρό .. και την ιατροδικαστή Αντωνίου, ήταν το αποτέλεσμα των ενεργειών και της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου σε βάρος της ανήλικης κατά την εξέλιξη του επεισοδίου μεταξύ τους στις 18.08.2015».
Στη βάση ευρημάτων και της παραδοχής του εφεσείοντα στις δύο πιο πάνω κατηγορίες, το Κακουργιοδικείο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης στην 1η και 2η κατηγορία αντίστοιχα φυλάκιση 4 ετών, στην 3η δεν επιβλήθηκε ποινή γιατί κρίθηκε ότι καλύπτεται από τα γεγονότα της 2ης, στην 4η επιβλήθηκε φυλάκιση 15 μηνών, στην 5η και 6η επίσης δεν επιβλήθηκε ποινή γιατί κρίθηκε ότι καλύπτεται από τα γεγονότα της 1ης και 2ης κατηγορίας, στην 8η επιβλήθηκε φυλάκιση 9 μηνών, στην 10η φυλάκιση 5 μηνών, ενώ στην 11η ομοίως δεν επιβλήθηκε ποινή γιατί κρίθηκε ότι καλύπτεται από τα γεγονότα της 4ης κατηγορίας και τέλος στην 10η επιβλήθηκε φυλάκιση 10 ημερών.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση με 3 κύριους λόγους έφεσης (για εύκολη αναφορά Κ.Λ.1-3) καθώς και με συμπληρωματικούς με αρ.1-7 (για σκοπούς εύκολης αναφοράς Σ.Λ. 1-7).
Πρέπει να αναφέρουμε ότι όλοι οι λόγοι, οι οποίοι εν πολλοίς είναι επάλληλοι, έχουν ως πυρήνα το παράπονο για το έργο της αξιολόγησης, με προεξάρχοντες εκείνους που αφορούν την θετική κατάταξη της παραπονούμενης και την αποδοχή της μαρτυρίας της. Αυτό γίνεται με στόχο να πληγεί εν γένει το έργο της αξιολόγησης της παραπονούμενης, αυτοδύναμα (Κ.Λ.1, Σ.Λ.2 και Σ.Λ.7) ή σε συσχετισμό με άλλη μαρτυρία, ειδικά της μητέρας της ΜΚ4 και άλλων μαρτύρων, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Ο Κ.Λ.2 και Σ.Λ.7 αφορούν το έργο της αξιολόγησης ως προς τη μη πρόσδοση της δέουσας σημασίας στην ιατροδικαστική έκθεση της ΜΚ7 Ελένης Αντωνίου. Ο Κ.Λ.3 και Σ.Λ.1 αφορούν τη μαρτυρία του Μ.Κ.6 .., περίοικου.
Ο Σ.Λ.3 αφορά τη μαρτυρία της ΜΥ1 κλινικής ψυχολόγου .., στα όσα της λέχθηκαν από την παραπονούμενη, ενώ ο Σ.Λ.4 αφορά τη μαρτυρία της ΜΥ2 Σύμβουλο Επαγγελματικού Προσανατολισμού - Αγωγής .., για όσα και πάλι της λέχθηκαν από την παραπονούμενη.
Βάλλεται επίσης η κρίση του Κακουργιοδικείου επί της αποδοχής της ΜΚ9 κλινικής ψυχολόγου .... με τον Σ.Λ.5, ενώ ο Σ.Λ.6 αφορά εν γένει το λανθασμένο ενέργειας του Κακουργιοδικείου να δεχθεί «θεωρητικές καταλήξεις» των εμπειρογνωμόνων χωρίς να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυρίαρχη αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της παραπονούμενης, αφού προωθήθηκε καθαρά η θέση περί κατασκευής μαρτυρίας εκ μέρους της για το βιασμό, αφού κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Υπήρξε η θέση του εφεσείοντα ότι επρόκειτο για ένα ερωτικό καβγαδάκι ή έστω καβγάς δύο ερωτευμένων παιδιών που κατέληξε ωστόσο, από «ζηλοτυπία» και φόβο προς τους δικούς της παραπονούμενης, ή από επιθυμία της να ικανοποιήσει τους γονείς της, να καταγγείλει και να ψευδομαρτυρήσει για να «κλείσει» τον εφεσείοντα στη φυλακή.
Αυτό ήταν το κίνητρο που της αποδόθηκε και σ΄αυτές τις παραμέτρους κινήθηκε η ανώμοτη κατάθεση του εφεσείοντα, όταν εν τέλει εκφράζει απορία γιατί η ΧΧ η οποία ήταν «το πιο όμορφο που του συνέβη», θα καταδεχόταν να πει όλες αυτές τις ανακρίβειες σε βάρος του, «που παρά το γεγονός ότι . το έκαμε σε συνεννόηση με την μητέρα της λόγω του φόβου ότι θα αποκαλυφθεί στον πατέρα της ότι εν γνώσει και της μητέρας της είχε σεξουαλικές σχέσεις μαζί με την ΧΧ». Επικουρικά και παράλληλα τέθηκε η σημασία της κατ΄ισχυρισμόν νέας σχέσης που είχε η ΧΧ με άλλο νεαρό του κύκλου της.
Η πλευρά του εφεσείοντα παρουσίασε διάφορα σημεία τα οποία χαρακτήρισε ως σημαντικά για να καταδειχθεί η αδυναμία της πλευράς της εφεσίβλητης. Τα συνοψίζουμε:
(α) Η ιστορία αγάπης των δύο νέων και η αποδοχή της σχέσης τους από τις δύο οικογένειες δεν συνάδει με την εκδοχή για το περιστατικό του βιασμού.
(β) Μέγιστη σημασία εδόθη στο ότι οι περίοικοι (πρώτον στο χώρο πλησίον της οικίας και μετά πλησίον του χώρου του βιασμού) δεν άκουσαν ο,τιδήποτε εκτός του ΜΚ6, που επίσης δεν αντιλήφθηκε σοβαρό περιστατικό αλλά απλώς ένα καβγά (φωνές).
(γ) Τα τραύματα που η ΜΚ7 Ελένη Αντωνίου κατέγραψε δεν συνείδαν με αυτά που η ΧΧ ανέφερε.
(δ) Υπήρχε διάσταση των τραυμάτων εκ της μαρτυρίας της ΜΚ7 και της ΜΚ8 ιατρού ....
(ε) Ο τραυματισμός του εφεσείοντα στο χέρι απέκλειε ως θέμα λογικής την εκδοχή της ΧΧ σε τρία ουσιώδη σημεία (ότι την τράβηξε από το παράθυρο, ότι την τραβούσε καθ΄όλη τη διαδρομή και ότι την έσυρε στο χώρο του βιασμού).
(στ) Προωθήθηκαν και άλλα επιμέρους σημεία και επιχειρήματα κυρίως επί της προώθησης της θέσης ότι ως θέμα λογικής η εκδοχή της παραπονούμενης δεν είχε βάση.
Παρά τη διαφορετική εννοιολογική κατάταξη των λόγων έφεσης, κατά την κρίση μας, η πεμπτουσία του εφετηρίου πλήττει την ιδία την ΧΧ ως μάρτυρα της αλήθειας και το πλημμελές έργο του Δικαστηρίου να την αποδεχθεί ή τουλάχιστον να μην αθωώσει τον εφεσείοντα αφού η όλη εκδοχή της κατηγορούσας αρχής παρουσιάζει ρήγματα, κενά και αντιφάσεις. Θα πρέπει, εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντα, να τεθεί στο μυαλό του Εφετείου, ερώτημα κατά πόσο υφίσταται υποβόσκουσα αμφιβολία, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα. (Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).
Το έργο του Εφετείου, όπως πλειστάκις έχουμε αναφέρει, δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλομένων λαθών ή σημείων που προτείνονται.
Αυτό δεν θα ήταν ορθό αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εκείνο που είχε το ευεργέτημα της ενεργούς εντύπωσης που ο κάθε μάρτυρας ανέδιδε καταθέτοντας, με το λόγο, τη συμπεριφορά του, τις αντιδράσεις του, τον πιθανό δισταγμό του, την όλη εικόνα του που συντίθεται από διάφορες μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να καταγράφει, καταλήγοντας στο τελικό του συμπέρασμα.
Η από παλιά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή για τον προσεκτικό τρόπο επέμβασης του Εφετείου στο έργο της αξιολόγησης, εδράζεται ακριβώς σ΄αυτό το μοναδικό ευεργέτημα που κατέχει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Μόνον όπου παρατηρείται ρήγμα ως εξ αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών, είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου.
Συνεπώς, κάτω από αυτό το πρίσμα θα ειδωθούν και θα εξεταστούν οι λόγοι έφεσης.
Το Κακουργιοδικείο με εκτενή και πλήρη αιτιολογία κατέταξε τη ΧΧ ως αξιόπιστη μάρτυρα, η οποία, παρά τις εισηγήσεις της Υπεράσπισης, δεν μετέδωσε στο Δικαστήριο ούτε καν υποψία ψέματος ή αλλότριου κινήτρου. Αντιθέτως, αναδίπλωσε το παρελθόν της σχέσης της με τον εφεσείοντα, τον οποίο αγαπούσε, με αυθόρμητη και άμεση παραδοχή των λεπτομερειών που η Υπεράσπιση της έθετε ως προς τα προηγηθέντα χρόνια. Φάνηκε επίσης στο Κακουργιοδικείο, για τους εκτενείς λόγους που παραθέτει, ότι δεν διαπνεόταν από αλλότρια κίνητρα ή αθέμιτες επιδράσεις.
Χρήσιμο είναι να δώσουμε ένα μικρό μέρος του σχετικού αποσπάσματος της πρωτόδικης απόφασης:
«Δεν έχουμε τον παραμικρό ενδοιασμό να αποδώσουμε στην ανήλικη μάρτυρα τον χαρακτηρισμό του μάρτυρα της αλήθειας. Είμαστε σε θέση, με απόλυτη βεβαιότητα, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η ανήλικη μετέφερε στο Δικαστήριο, με ειλικρίνεια, όσα η ίδια βίωσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, πείθοντας για την αλήθεια των λεγομένων της. Ανεπιφύλακτα κρίνεται ειλικρινής και αξιόπιστος μάρτυρας. Κατέθεσε στο Δικαστήριο με λόγο σταθερό, πειστικό, αυθεντικό και πηγαίο, χωρίς ταλαντεύσεις, σφραγίζοντας την αντίληψη του Δικαστηρίου για την αυθεντικότητα του λόγου της. Με αμεσότητα απαντούσε στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν, χωρίς ίχνος αμφιβολίας για τα γεγονότα που βίωσε και περιέγραφε, θέτοντας υπόψη του Δικαστηρίου πλείστες όσες λεπτομέρειες, σε σχέση με την εξέλιξη των επίδικων γεγονότων, χωρίς αντιφάσεις, αυτοαναιρέσεις ή διαφοροποιήσεις, όσες φορές και αν κλήθηκε, καθ' ον χρόνο κατέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου να τα επαναλάβει. Παρέμεινε σταθερή, κατηγορηματική και ακλόνητη. Τούτο δε, παρά την μακρά και επίπονη αντεξέταση, ως εξελίχθηκε, στην οποία υποβλήθηκε».
Είναι όμως καθήκον μας να μην περιοριστούμε στη σταθερή βεβαίως αξία της εντύπωσης της ως μάρτυρας της αλήθειας και να τη συσχετίσουμε με την λοιπή μαρτυρία, η οποία προβλήθηκε ότι παρουσιάζει εν τέλει ρήγματα στην εκδοχή της, δηλαδή αυτή των ιατρών - ιατροδικαστών (α΄ ομάδα), κυρίως της μητέρας της ΜΚ4 και του ΜΚ6 (β΄ ομάδα), ως και τους διάφορους ψυχολόγους και ειδικά αυτούς που την είδαν μετά τα συμβάντα (γ΄ ομάδα).
α΄ομάδα
Σ΄αυτή την ομάδα θα εντάξουμε και τις θέσεις για τον προηγηθέντα τραυματισμό του εφεσείοντα και την κατ΄ισχυρισμό αδυναμία του να πράξει όλα αυτά που του αποδίδει η ΧΧ.
Αρχίζουμε από τα έντονα αμφισβητούμενα ευρήματα της ΜΚ8 - ιατρού ... για την οποία ο κ.Ευσταθίου προέβη στο σχόλιο για επιπόλαιη εξέταση. ΄Εχουμε διεξέλθει προσεκτικά τη μαρτυρία της από τα πρακτικά και την έκθεση της, τεκμ.18. Η ΜΚ8 εξέτασε την ανήλικη την επομένη των γεγονότων, ήτοι στις 19.8.2015 ώρα 05.50 και διαπίστωσε ότι έφερε:
«δαγκωματιά στον αριστερό βραχίονα (φωτ. 11, Τεκ.21), δαγκωματιά στον αριστερό μαστό (φωτ. 9, Τεκ. 21), μικρό γρατζούνισμα στην αριστερή κλείδα (φωτ. 8), αιμάτωμα στη δεξιά ωμοπλάτη, οίδημα και πόνο στο λαιμό και στη δεξιά παρειά».
Η ιατροδικαστής Ελένη Αντωνίου (ΜΚ7), εξέτασε την ανήλικη την ίδια ημέρα, 5 ώρες αργότερα, ήτοι στις 11.00. Η κα Αντωνίου διαπίστωσε ότι η ΧΧ έφερε:
«εκδορά 3X1.5 εκ. στο δεξιό ακρώμιο (εκδορά τριβής) (φωτ. 6 Τεκ. 21), μικρή εκδορά 1 εκ. στην αριστερή έξω κλειδική περιοχή (φωτ. 7 και 8, Τεκ. 21), εκδορά 1.5 εκ. στον αριστερό μαστό άνωθεν της θηλής (φωτ. 9 και 10, Τεκ. 21), εκχύμωση στο έσω και μέσο αριστερό βραχιόνιο (φωτ. 11) και μικρή εκδορά 0.8 εκ. στη δεξιά ωμοπλάτη (φωτ. 15 και 16, Τεκ. 21). Κατά τη γυναικολογική εξέταση, τόσο το αιδοίο, όσο και ο κόλπος δεν είχαν κακώσεις, ενώ μετά την εξέταση με κολποδιαστολέα, ο κόλπος και ο τράχηλος ήταν φυσιολογικοί».
Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει ταύτιση των ευρημάτων. Η ΜΚ8 ερωτώμενη σχετικά με τις φωτογραφίες που λήφθησαν κατά την ιατροδικαστική εξέταση ανέφερε ότι τα τραύματα υποχώρησαν και απεικονίζεται ηπιότερη μορφή των τραυμάτων σε σχέση με αυτά που η ίδια διαπίστωσε.
Τόσο η ΜΚ8 όσο και η ΜΚ7 δέχθηκαν ότι η εικόνα των τραυμάτων αλλάζει και μάλιστα ότι κάποια τραύματα εξαφανίζονται.
Είναι σημαντικό ότι οι μαρτυρίες και των δύο συγκλίνουν επ΄αυτής της ουσιώδους πτυχής. Αν δεν υπήρχε αυτή η σύμπτωση (μάλιστα η κα Αντωνίου σαφώς δέχθηκε την έκθεση της ΜΚ8), θα είχε δίκαιο ο κ.Ευσταθίου να παραπονείται για πλημμέλεια του δικαστικού έργου στην αντιμετώπιση των δύο μαρτύρων και της ανήλικης. Δεχόμαστε ως πλήρη και επαρκή την αιτιολογία που το Κακουργιοδικείο δίδει για την αποδοχή των δύο αυτών μαρτύρων (βλ.σελ.37-38 της απόφασης).
Πέραν αυτού, επανερχόμενοι, στην ίδια την ποιότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης, παρατηρούμε ότι τα ευρήματα των ΜΚ7 και 8, συνταιριάζονται με τα υπ΄αυτής λεχθέντα. Επί δε της φράσης της παραπονούμενης ότι τη δάγκασε πολύ δυνατά στο στήθος (και η εξ αυτής θέση του εφεσείοντα ότι η δαγκωματιά θα έπρεπε να αφήσει βαθιά σημάδια) και πάλι κρίνεται ικανοποιητική η εξήγηση που δίδει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς την υποκειμενικότητα της έκφρασης αλλά και του πόνου. Η ίδια η ΜΚ7 ανέφερε περαιτέρω ότι εξαρτάται πάντα από το μέγεθος της άσκησης βίας ή δύναμης για να επέλθει ή όχι τραυματισμός. Ο κ.Ευσταθίου επέμενε στο ότι αν ασκείτο η βία που ανέφερε η ΧΧ θα αφήνονταν και άλλα σημάδια και θα αποτυπώνονταν τραυματισμοί. Όμως οι μάρτυρες εξήγησαν γιατί αυτό δεν συνέβαινε και το Δικαστήριο ορθά το αιτιολόγησε. ΄Οσον αφορά την ίδια την προβαλλόμενη αδυναμία του εφεσείοντα να ενεργήσει, όπως του αποδίδεται, λόγω κατάγματος, και ο ίδιος ο ΜΥ3 ορθοπαιδικός κατέθεσε ότι ένα άτομο με ρωγμώδες κάταγμα δεύτερου μετακαρπίου, όπως ο εφεσείων, μπορεί να σύρει μια κοπέλα κάποια χιλιόμετρα, μάλιστα υπό το κράτος φόρτισης η μυική του δύναμη θα αυξανόταν. Κατά τα λοιπά, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε μέρος της σχετικής πρόσθετης αιτιολογίας που δίδεται από το Κακουργιοδικείο, την οποία και επικροτούμε.
«Προσεγγίζοντας το ζήτημα του τραυματισμένου αριστερού χεριού του κατηγορούμενου, δεν διαλανθάνει της προσοχής μας ότι αντίθετα με τις υποβληθείσες θέσεις από την πλευρά της υπεράσπισης στην ανήλικη (ότι δηλαδή κατά την εξέλιξη του επεισοδίου έφερε τον γύψινο νάρθηκα) - και εντοπίζουμε τούτο ως στοιχείο που αποδυναμώνει τη γενικότερη εκδοχή της υπεράσπισης - ο γύψινος νάρθηκας τοποθετήθηκε, σύμφωνα και με το ιατρικό πιστοποιητικό, (τεκμήριο 36) στις 18.08.2015, σε χρόνο όμως μεταγενέστερο του επεισοδίου και σίγουρα μετά τις 09:20 ως καταδεικνύει σχετική κάρτα εγγραφής στο Νοσοκομείο του κατηγορούμενου (τεκμήριο 56). Άλλωστε, πέραν της κατηγορηματικής τοποθέτησης της ανήλικης ότι κατά την εξέλιξη του επεισοδίου, τις πρωινές ώρες της 18.08.2015, ο κατηγορούμενος δεν έφερε νάρθηκα στο αριστερό του χέρι, ως τέθηκε υπόψη του δικαστηρίου από τον Μ.Κ.10, χωρίς να αμφισβητηθεί, στις 17.08.2015, σε προγενέστερο χρόνο και στο χώρο του .. στη .., ώρες πριν το επεισόδιο, ο κατηγορούμενος κυκλοφορούσε και χρησιμοποιούσε τα χέρια του χωρίς να φέρει οποιοδήποτε νάρθηκα, πλαστικό ή γύψινο. Ομοίως, ως η ενημέρωση που η ιατροδικαστής έλαβε από τους συναδέλφους της στο Ορθοπαιδικό Τμήμα του Νοσοκομείου .. και την μετέφερε στο Δικαστήριο, ο γύψινος νάρθηκας στο χέρι του τελευταίου τοποθετήθηκε στις 18.08.2015, κατά τον χρόνο της εκεί επίσκεψης του κατηγορούμενου».
Δεν πρέπει να λησμονείται εξάλλου ότι το Κακουργιοδικείο σε πολλές σελίδες της απόφασης του καταγράφει το μη πειστικό της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα, ο οποίος ισχυρίστηκε εν ολίγοις ότι είχαν πάει περίπατο μέχρι το ντεπόζιτο συζητώντας ήρεμα, έλυσαν τις όποιες παρεξηγήσεις τους, έκαναν έρωτα και επέστρεψαν χέρι-χέρι, αλλά τσακώθηκαν έξω από το σπίτι της ανήλικης όπου ο εφεσείων δέχεται ότι της δίδει χαστούκι.
Με βάση αυτά που εξηγήσαμε και τα οποία έχουν έρεισμα στην πρωτόδικη θεώρηση, δεν παρέχεται δυνατότητα επιτυχίας των σχετικών λόγων έφεσης.
β΄ ομάδα
Σε σχέση με την πιο πάνω ομάδα θα ασχοληθούμε πρώτα με τον ΜΚ6. Ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε τη δέουσα σημασία στη μαρτυρία του για όσα επακολούθησαν στο χώρο του ντεποζίτου. Είναι η θέση του ότι ο ΜΚ6 διαψεύδει την παραπονούμενη και επιβεβαιώνει τον εφεσείοντα. Ο ΜΚ6 κατοικεί σε σπίτι που ήταν σε απόσταση 200 περίπου μέτρων από το εν λόγω ντεπόζιτο. Περί ώρα 5.00 το πρωί στις 18.8.2015 βρισκόμενος στη βεράντα του σπιτιού του άκουσε αντρικές και γυναικείες φωνές σε έντονο ύφος, από το χώρο του ντεποζίτου. Αυτό διήρκεσε για 15 περίπου λεπτά, του φάνηκε ότι τσακώνονταν, χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγαν. Σε κάποια στιγμή άκουσε βήματα με κατεύθυνση από το ντεπόζιτο προς το δρόμο και μια αντρική φωνή που έλεγε «έλα δαμαί που πάεις;». Αυτό κατά τον μάρτυρα έγινε 5 λεπτά μετά που σταμάτησε να ακούει τις φωνές. Όλα αυτά αποτυπώνονται με εκτενή αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση (βλ. σελ.54 και 55), με την κατάληξη ότι όντως ο ΜΚ6 επιβεβαιώνει την εκδοχή της ΧΧ. Θα προσθέταμε δε ότι η εκδοχή του ΜΚ6 (πως μόνο όταν βγήκε στη βεράντα άκουσε φωνές και όχι ενώ ήταν μέσα) εξουδετερώνει την όποια σημασία της θέσης του εφεσείοντα ότι οι άλλοι περίοικοι θα έπρεπε να αντιληφθούν το επεισόδιο αν ήταν αληθινό.
Δεν μπορούμε παρά να σχολιάσουμε ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση είναι βάσιμη και ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος που είχε για να καταδείξει σφάλμα και επ΄αυτής της πτυχής.
Το ίδιο θα λέγαμε ότι συμβαίνει και για τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίες, ειδικά για την ΜΚ4, μητέρα της ΧΧ, καθώς και για την αποδοχή των λεγομένων σ΄αυτή, ως πρώτο παράπονο. Είναι δεκτό ότι ειδικά ανήλικα άτομα δυνατόν να μην εκφράσουν με τον ενδεδειγμένο τρόπο το παράπονο τους στο πρώτο πρόσωπο που λογικά θα το εξέφραζαν. (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008)2 Α.Α.Δ. 766). Σημασία έχει ότι ευθύς εξ αρχής η ΧΧ, εμφανώς αναστατωμένη και κλαίγοντας, μίλησε στη μητέρα της έστω και αν δεν θέλησε αμέσως να αποκαλύψει την όλη αλήθεια. Αργότερα - σε λίγη ώρα - το έπραξε. Παρόμοια εισήγηση έγινε και στη Γερμανός κ.ά. ν. Δημοκρατία (2013)2 Α.Α.Δ. 525 στην οποία η παραπονούμενη, όντας αλλοδαπή και ευάλωτο άτομο, στην αρχή ανέφερε για «απόπειρα βιασμού» και όχι για βιασμό. Μόνο αργότερα το έπραξε αναδιπλώνοντας πλήρως τα δεδομένα. Εκρίθη ότι ορθά το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στην αποδοχή της ως μάρτυρας της αλήθειας.
γ΄ ομάδα:
Πολύς λόγος έγινε κατά τη δίκη αλλά και κατά τη συζήτηση της έφεσης για τη σημασία της μαρτυρίας των ειδικών ΜΚ9, ΜΥ1 και ΜΥ2. Μας προκάλεσε όντως εντύπωση το σθένος με το οποίο αντιμετωπίσθηκαν οι μάρτυρες αυτοί από την Υπεράσπιση. Η αντεξέταση της ΜΚ9 καλύπτει 100 και πλέον δακτυλογραφημένες σελίδες, οι δε δύο άλλοι μάρτυρες κλήθηκαν από την Υπεράσπιση επειδή η Κατηγορούσα Αρχή δεν τις είχε καλέσει ως ΜΚ, δίδοντας όμως στην Υπεράσπιση το μαρτυρικό υλικό που τις αφορούσε. Να αναφέρουμε ότι δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε μεμπτό στην ενέργεια αυτή, αφού ακριβώς συντελέσθη το καθήκον αποκάλυψης. (βλ. R v. Ward {1993} 2 All E R 577).
Διαμαρτύρεται ο κ.Ευσταθίου σε δύο επίπεδα (α) ότι το Δικαστήριο υιοθέτησε ουσιαστικά το έσχατο συμπέρασμα ενοχής που η ΜΚ9 κατέληξε «καταδικάζοντας» τον εφεσείοντα, ενώ η μάρτυς δεν τον είχε καν δει και (β) δεν αξιολόγησε τη σημασία των διαφορετικών αναφορών της ΧΧ σε σχέση με πτυχές του επεισοδίου (είπε ότι λιποθύμησε κ.ά.) από ότι ανέφερε στην κατάθεση της και ενόρκως.
Για το δεύτερο θέμα να αναφέρουμε ότι οι σκόρπιες αναφορές της ΜΚ9 για πώς και τι της ελέχθη από την ΧΧ, δόθηκαν υπό το πρίσμα όχι ενός ανακριτικού έργου όπου δίδεται μια εκδοχή με συνοχή, αλλά με διάφορες ερωτήσεις ή κατευθύνσεις που σκοπό είχαν κυρίως το θεραπευτικό, στηρικτικό πλαίσιο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί, mutatis mutandis και για τις δύο άλλες μάρτυρες.
Σε σχέση με το πρώτο θέμα, ότι το Δικαστήριο υιοθέτησε το συμπέρασμα ενοχής εκ της μαρτυρίας τους, θεωρούμε ότι η αναφορά αυτή αδικεί την πρωτόδικη κρίση.
Είναι γεγονός ότι υπήρξε μια κάποια εκτροπή από την οριοθέτηση του καθήκοντος των εμπειρογνωμόνων να καταθέσουν σε συνάρτηση με μια περίπτωση, αφού σαφώς και δεν μπορεί ένας τέτοιος μάρτυρας να προβαίνει σε συμπεράσματα επί ενοχής ή όχι.
Η Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390 ανέφερε τα εξής σχετικά:
«Η δικηγόρος της Δημοκρατίας μας παρέπεμψε σε νομολογία και συγγράμματα, που επιλαμβάνονται του ζητήματος της αποδοχής από το Δικαστήριο μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, όταν δεν δίδεται στη συνήθη υπόθεση όπου τέτοια μαρτυρία έχει άμεση σχέση και είναι το ουσιαστικό στοιχείο στην επίδικη διαφορά, και επομένως αποδεκτή και απαραίτητα, αλλά, κατά κύριο λόγο, ειδικών ψυχιάτρων και ψυχολόγων, οι οποίοι καλούνται να εξηγήσουν την ιδιαίτερη συμπεριφορά των εμπλεκομένων προσώπων στη δίκη.
Το θέμα συζητιέται σε έκταση στα συγγράμματα Phipson on Evidence 15th ed. Στη σελίδα 924, The Modern Law of Evidence Κεφ.17, σελ. 453 του Adrian Keane 3rd ed. Και Novel Psychological Evidence του Ian Freckelton. Από τη μελέτη της νομολογίας και των συγγραμμάτων, δεν εντοπίζουμε καθιέρωση γενικής αρχής για την αποδοχή ή απόρριψη από το Δικαστήριο μαρτυρίας η οποία προέρχεται από ειδήμονα ψυχίατρο ή ψυχολόγο. Η κάθε περίπτωση αποφασίζεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, και ειδικότερα ερευνάται ο στόχος τέτοιας μαρτυρίας. Απαραβίαστη όμως είναι η αρχή πως η διακρίβωση των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική ετυμηγορία, περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου σε ποινική υπόθεση, ανήκει στο Δικαστήριο, και δεν γίνεται ανεκτή καμιά εξωγενής επέμβαση σ'αυτό το έργο».
Εν προκειμένω, με την ίδια την συμμετοχή και των δύο δικηγόρων, το αντικείμενο της μαρτυρίας ξέφυγε του στόχου που θα έπρεπε να έχει. Όμως το Δικαστήριο εν τέλει και στην ουσία του πράγματος δεν παραπλανήθηκε, αφού αναφέρει τα εξής:
«Στρέφοντας κατά προτεραιότητα την προσοχή μας στη μαρτυρία της ψυχιάτρου .. (Μ.Κ.9) και της ψυχολόγου .. (Μ.Υ.1) σπεύδουμε εξ αρχής να σημειώσουμε το αυτονόητο. Ότι δηλαδή, οι τοποθετήσεις και συμπεράσματα τους σε σχέση με το τι τελικά συνιστούσε, κατά τις ίδιες, η συμπεριφορά του κατηγορούμενου απέναντι στην ανήλικη παραπονούμενη κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και εκ των πραγμάτων αποκλείεται ως μαρτυρικό υλικό δυνάμενο να αξιοποιηθεί από το τελευταίο. Έχει κατ' επανάληψη διακηρυχθεί ότι ζητήματα που αφορούν το έσχατο συμπέρασμα, (ultimate issue) επαφίενται αποκλειστικά και μόνο στο δικαστήριο και στην τελική του κρίση. Ουδείς δύναται να το υποκαταστήσει».
Συνεπώς, ομοίως οι σχετικοί λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν.
Περαίνοντας επί της έφεσης της καταδίκης προσθέτουμε και το εξής: Επειδή πολλά ετέθησαν από την πλευρά του εφεσείοντα ως προς το τι ήταν λογικό να γίνει για να καταδειχθεί το αναξιόπιστο της όλης εκδοχής της εφεσίβλητης, δεν έχουμε παρά να επαναλάβουμε αυτό που ελέχθη στη Μoustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002)1Α Α.Α.Δ. 165 «και το απίθανο μπορεί να είναι αληθινό. Κριτής το Δικαστήριο.» Και φυσικά να προσθέσουμε ότι το Δικαστήριο δεν είναι κριτής των πραγμάτων θεωρητικά. Η ζωντανή πραγματικότητα έχει πολλές εκφάνσεις. Και δεν μπορεί να αποκλείεται ένα γεγονός με υποθέσεις. Ακριβώς είναι θέμα του έργου της αξιολόγησης ως εκ της αξιοπιστίας, έργου που το Κακουργιοδικείο επιτέλεσε ορθά και με επιμέλεια.
Συνεπακόλουθα των πιο πάνω η έφεση επί της καταδίκης απορρίπτεται.
Έφεση επί της ποινής
Ο εφεσείων θέτει θέμα έκδηλα υπερβολικής ποινής ως προς τη φυλάκιση που του επιβλήθηκε ως ανωτέρω (ειδικότερα βεβαίως τη φυλάκιση των 4 ετών). Μάλιστα ο κ.Ευσταθίου ενώπιον μας ανέφερε ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη η ποινή φυλάκισης δεν ήταν καν η ενδεδειγμένη. Η κα Ξενοφώντος, στην αντίπερα πλευρά, θεώρησε ότι η ποινή ήταν δεόντως ισορροπημένη και ορθή, χαρακτηρίζοντας την μάλιστα ως επιεική, αλλά σε καμία περίπτωση, ως έκδηλα ανεπαρκή ή υπερβολική.
Το Κακουργιοδικείο, ειδικά σε σχέση με το αδίκημα βιασμού, που τιμωρείται εκ του νόμου με ισόβια κάθειρξη ενόψει των δεδομένων του εφεσείοντα ως νεαρού αδικοπραγούντα με έντονα ψυχολογικά προβλήματα, κατέληξε στην πιο πάνω ποινή. Είναι φανερό ότι το Κακουργιοδικείο για να οδηγηθεί στην ποινή των 4 ετών - το δηλώνει εξάλλου ρητώς - έλαβε υπόψη την κατάσταση της ψυχικής του υγείας καθώς και τον κίνδυνο (έστω και ως θεωρητική υπόθεση) να υπάρξει υποτροπή ως οι σχετικές εκθέσεις κλινικής ψυχολόγου, τονίζοντας - ορθά - και την υποχρέωση των Αρχών των φυλακών να παράσχουν στον εφεσείοντα κάθε δυνατή βοήθεια. Yποχρέωση, η οποία είναι αυτονόητη και εγγενώς υφίσταται σε κάθε πολιτισμένη χώρα.
Το Δικαστήριο καταγράφει σε λεπτόμερεια για την κατάσταση του εφεσείοντα. Σύμφωνα με ιατρικές εκθέσεις που καταχωρήθηκαν, ο τελευταίος είχε υποβληθεί σε μακροχρόνια ψυχοθεραπεία (2004-2009) και συμπληρωματική ψυχολογική στήριξη σε τακτική βάση για 2 χρόνια. Απόρροια των δύσκολων παιδικών του βιωμάτων και του ιστορικού σοβαρής ενδοοικογενειακής βίας, ήταν να παρουσιάσει, ανάμεσα σε άλλα, παιδική κατάθλιψη, έντονο άγχος με τάσεις αυτοκτονίας, κρίσεις πανικού και αυτοκαταστροφικές τάσεις, απομόνωση πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση, ενώ παρουσίαζε και μαθησιακές δυσκολίες. Στο τέλος τη μακροχρόνιας θεραπείας του, έγινε κατορθωτό να απαλλαγεί από διάφορα ψυχικά τραύματα που αντιμετώπιζε. Επίσης στην απόφαση τίθενται ως ελαφρυντικοί παράγοντες η ηλικία, το λευκό ποινικό του μητρώο, η έλλειψη προσχεδιασμού και η συναισθηματική φόρτιση ως εκ της διάλυσης του προηγούμενου δεσμού του με την παραπονούμενη. Τονίζεται παράλληλα η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε σεξουαλικά αδικήματα αυτής της φύσεως που έχουν θύμα ανήλικη.
Είναι προφανές ότι το Κακουργιοδικείο δεν τήρησε επ΄ακριβώς - για λόγο που αφορούσε κυρίως τις προσωπικές περιστάσεις του δράστη και την ηλικία του - την κλίμακα διαβάθμισης σοβαρότητας του αδικήματος του βιασμού κατά την οποία σε μια υπόθεση που δεν υπάρχουν ιδιαίτερα επιβαρυντικοί ή ελαφρυντικοί παράγοντες και έγινε ακρόαση, αφετηρία είναι η ποινή των 5 ετών, αφού εν τοις πράγμασι οδηγήθηκε σε χαμηλότερη ποινή από την πιο πάνω αφετηρία. (Βλ. ποιν. εφ. 73/2012 Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, 13.10.2015, όπου επαναλαμβάνεται η καθοδήγηση που παρέχει ως προς τη συγκριτική τοποθέτηση του αδικήματος του βιασμού η Billam & others (1986)3 Crim. Appl.Rep. (S)48). Η ποινή λοιπόν των 4 ετών που επιβλήθηκε απ΄όλες τις απόψεις δεν μπορεί να κριθεί έκδηλα υπερβολική για αδίκημα βιασμού, αδίκημα που βρίσκεται, ως εκ των υποθέσεων που καταχωρούνται, σε έξαρση, αλλά ούτε η μικρότερη φυλάκιση στις λοιπές κατηγορίες.
΄Εχουμε λάβει σοβαρά υπόψη αυτά που λέχθηκαν από τον κ.Ευσταθίου σε σχέση με την πτέρυγα που ο εφεσείων κρατείται και στους ελλοχεύοντες γι΄αυτόν κινδύνους που αφορούν τα ψυχικά του προβλήματα αλλά και την ηλικία του. Επ΄αυτού όμως σημειώνεται η υποχρέωση των αρχών των φυλακών να μεριμνήσουν ώστε η ποινή που επεβλήθη στον εφεσείοντα να εκτελεστεί σε συνθήκες ασφαλείας για τον ίδιο και να του παρασχεθεί κάθε δυνατή ιατρική ή άλλη στήριξη.
Η έφεση επί της ποινής είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.