ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B362
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 183/15)
(Σχ. με 205/15)
19 Οκτωβρίου 2017
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]
(Ποινική Έφεση Αρ. 183/2015)
ELENA HISCOCK
Εφεσείουσα
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 205/2015)
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσείουσα
ν.
ELENA HISCOCK
Εφεσίβλητης
-------------
Χρίστος Πουργουρίδης, για την Εφεσείουσα στην 183/15 και εφεσίβλητη στην 205/2015.
Ανδρέας Χατζηκύρου εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη την 183/15 και εφεσείουσα στην 205/2015.
----------
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι η σύζυγος του πρώην κατηγορούμενου 1 και μητέρα του πρώην κατηγορούμενου 3. Στις 24.2.2015 κατοικούσαν και οι τρεις σε οικία που βρίσκεται σε απομονωμένη περιοχή του χωριού Σίμου στην Πάφο. Την ημέρα εκείνη, μετά από αστυνομική έρευνα δυνάμει δικαστικού εντάλματος, μέλη της ΥΚΑΝ εντόπισαν εντός της εν λόγω οικίας 366 φυτά κάνναβης, τόσο στο ισόγειο όσο και στον ανώγειο όροφο της οικίας. Βρέθηκε, επίσης, ποσότητα κάνναβης σε διάφορα σημεία της οικίας.
Το αποτέλεσμα ήταν να κατηγορηθούν όλα τα προαναφερθέντα πρόσωπα για καλλιέργεια φυτών κάνναβης και καλλιέργεια με σκοπό την προμήθεια, κατοχή των φυτών και, περιπλέον, κατοχή κάνναβης συνολικού βάρος 5,850.83 kg και κατοχή όλων αυτών με σκοπό την προμήθεια, ως επίσης για συνομωσία προς διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων.
Ο σύζυγος παραδέχθηκε τις κατηγορίες περί καλλιέργειας και κατοχής των φυτών, όχι όμως όσες είχαν σχέση με την κατοχή της κάνναβης. Η εφεσείουσα και ο υιός της δεν παραδέχθηκαν καμιά κατηγορία. Μετά από ακρόαση, κρίθηκαν όλοι ένοχοι σε όλες τις κατηγορίες.
Η εφεσείουσα προέβαλε ενώπιον του Κακουργιοδικείου τον ισχυρισμό ότι δεν είχε γνώση της ύπαρξης των φυτών και της κάνναβης. Aπολύτως ορθά τέτοιος ισχυρισμός απερρίφθη. Ο μεγάλος αριθμός των φυτών, η κατανομή τους στην οικία σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, με λαμπτήρες, με συστήματα άρδευσης, κλιματισμού και εξαερισμού, με υποστυλώματα, η ανεύρεση ακόμα και θερμοκηπίου (θερμοθαλάμου), στοιχειοθετούσαν την ύπαρξη ενός φυτωρίου την οποία ασφαλώς δεν ήταν καθόλου πειστικό να αρνείται η εφεσείουσα. Το ίδιο ισχύει και για την ποσότητα κάνναβης που βρέθηκε σε διάφορους τόπους της οικίας.
Εύλογα, συνεπώς, δεν προσβλήθηκε με την έφεση η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου περί γνώσης, η οποία αντιθέτως, ορθά έγινε παραδεκτή μέσω του ευπαιδεύτου δικηγόρου της, άλλου από το δικηγόρο που την εκπροσώπησε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Με την έφεση τέθηκε κυρίως ότι δεν αποδείχθηκε πως η εφεσείουσα είχε, πέραν της γνώσης, την κατοχή των φυτών ή της κάνναβης, υπό την έννοια ότι είχε τον έλεγχο τους. Επίσης ότι δεν αποδείχθηκε η καλλιέργεια των επιδίκων φυτών από την ίδια.
Αυτά, σε συνάφεια με τη θέση του συζύγου, την οποία προέβαλε εξ αρχής αλλά και ενόρκως ως μάρτυρας, ότι εκείνος είχε φυτέψει και καλλιεργούσε τα φυτά, τα οποία, όπως και ο εξοπλισμός που είχε παραγγείλει μέσω διαδικτύου από την Αγγλία, για την καλλιέργειά τους ήταν δικά του. Ο πρωταρχικός αυτός ρόλος του, όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, αλλά κατά την αντεξέταση ρητώς έγινε δεκτό μέσα από υποβολές ότι είναι ο ίδιος που έκανε την καλλιέργεια με σκοπό την προμήθεια και περαιτέρω του υπεβλήθη ότι είχε τη βοήθεια του υιού της εφεσείουσας έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Αντιθέτως, για την εφεσείουσα δεν του τέθηκε τέτοια υποβολή, παρά μόνο ότι εκείνη γνώριζε για την καλλιέργεια και ήταν σύμφωνη με αυτή. Στα ίδια πλαίσια ήταν και η αντεξέταση της ίδιας της εφεσείουσας στην οποία υπεβλήθη ότι είχε γνώση και ήταν σύμφωνη, χωρίς όμως να της τεθεί ότι είχε έλεγχο και με ποιο τρόπο.
Το Κακουργιοδικείο δε, ενώ δεν δέχτηκε τη θέση του συζύγου πως οι άλλοι δύο δεν είχαν καν γνώση, δέχθηκε ότι αυτός λάμβανε τις αποφάσεις και αυτός καλλιεργούσε τα φυτά, με τους άλλους να έχουν δευτερεύοντα ρόλο.
Ο ρόλος όμως της εφεσείουσας, δεν προσδιορίστηκε με αναφορά σε συγκεκριμένες πράξεις που να υποδηλώνουν την άσκηση ελέγχου. Απλώς τέθηκε γενικόλογα ότι εφόσον διέμεναν σε ένα σπίτι, μεγάλο μέρος του οποίου είχε διαμορφωθεί σε φυτεία, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι δεν γνώριζαν ή δεν συμμετείχαν σε οποιαδήποτε ενέργεια.
Επί αυτής της κατάληξης του Κακουργιοδικείου, θα πρέπει κατ΄αρχάς να λεχθεί ότι η συμμετοχή της εφεσείουσας δεν μπορούσε να διατυπωθεί ως υποθετικό συμπέρασμα με τον τρόπο που έγινε. Υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι, δεν επιτρέπονται. Ό,τι επιτρέπεται είναι η εξαγωγή αδιαμφισβήτητων συμπερασμάτων από αποδεδειγμένα γεγονότα (Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363).
Ούτε και η γνώση μπορούσε να ταυτιστεί με κατοχή. Το γεγονός και μόνο πως ένας κατηγορούμενος γνωρίζει ότι κάποιο άλλο πρόσωπο κατέχει ναρκωτικά στο υποστατικό όπου διαμένουν μαζί ή στο όχημα όπου διακινούνται, δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετήσει κατοχή από τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει η κατηγορούσα αρχή να αποδείξει, περιπλέον της γνώσης, ότι υφίσταται «κοινή κατοχή» («joint possession»). Κοινή δε, θεωρείται η κατοχή όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα ασκούν, έκαστος, κάποιο βαθμό ελέγχου επί των ναρκωτικών (R v. Irala-Prevost [1965] Crim. L.R. 606). Ως προς την έννοια του ελέγχου, στην R. v. Searle [1971] Crim. L.R. 592, τέθηκε ως κριτήριο η στοιχειοθέτηση «κοινής παρακαταθήκης» («common pool») εκ της οποίας κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να προβεί σε ανάληψη κατά βούληση (βλ. Σίφουνας ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 91). Στην υπόθεση R v. Strong (1989) 86 (10) L.S.G. 41, ελέχθη ότι θα πρέπει να καταδεικνύεται ότι κάθε κατηγορούμενος είχε λόγο για το χειρισμό των ναρκωτικών.
Η κοινή κατοχή υπό την παραπάνω έννοια καθιστά κάθε συμμετέχοντα σ΄αυτή (πρωτογενώς) αυτουργό (principal offender) και όλους μαζί συναυτουργούς (joint principals).
Υπάρχει, όμως και η περίπτωση που ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενώς ως κάτοχος, υπό την έννοια της παροχής συνδρομής ή παρακίνησης (aiding and abetting). Η διάκριση εξηγείται στον Blackstone's Criminal Practice, 2016, B19.26, όπου για τη δεύτερη αυτή περίπτωση αναφέρονται τα εξής:
«The second situation is where D aids and abets another to be in possession of a controlled drug. In this situation, there must be some evidence of assistance, or encouragement, or some element of control.»
(Για την ίδια διάκριση βλ., επίσης, Searle, ανωτ. και R v. Downes [1984] Crim. L.R. 552).
Έχει δε διευκρινιστεί ότι η ανοχή ή η συγκατάθεση (acquiescence) ενός συγκατοίκου δεν συνιστά, αφ΄ εαυτής, παροχή βοήθειας ή υποκίνηση. Απαιτείται περαιτέρω μαρτυρία που να στοιχειοθετεί, τουλάχιστον, ενθάρρυνση (R v. Conway and Burkes [1994] Crim. L.R. 887).
Εν προκειμένω, η καταδίκη και των τριών κατηγορουμένων είχε από κοινού, χωρίς διάκριση, ως έρεισμα την «κοινή κατοχή», υπό την πρωτογενή έννοια του όρου και όχι υπό την έννοια της παροχής βοήθειας ή υποκίνησης ή ενθάρρυνσης κτλ, παρά το ότι στο κατηγορητήριο περιλαμβάνεται αναφορά στη σχετική νομοθετική πρόνοια, ήτοι το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα. Ήταν η καταληκτική διαπίστωση του Κακουργιοδικείου, αφού αναφέρθηκε στην «κοινή παρακαταθήκη» με δικαίωμα ανάληψης κατά βούληση, ως το κριτήριο της κοινής κατοχής, με παραπομπή στη Σίφουνας, ότι «ικανοποιείται το κριτήριο της κοινής κατοχής» και ότι «οι κατηγορούμενοι κατείχαν τα φυτά έχοντας τον έλεγχο και γνώση». Δεν υπέδειξε όμως, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι όντως η εφεσείουσα μπορούσε να προβεί σε ανάληψη κατά βούληση ή ότι υπήρχε όντως «κοινή παρακαταθήκη».
Πέραν τούτου, ανάμεσα στα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας με βάση τα οποία κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής, το Κακουργιοδικείο επικαλούμενο την R v. Chandler [1976] 3 All ER 105, έλαβε υπόψη τη στάση της εφεσείουσας να μη δίδει απαντήσεις σε καίριες ερωτήσεις, όπως το έθεσε, ενόσω ανακρινόταν, κάτω από επίστηση της προσοχής της στο Νόμο, από την αστυνομία. Η ενέργεια αυτή του Κακουργιοδικείου συνιστούσε σφάλμα αρχής το οποίο εγείρεται με την έφεση. Το δικαίωμα σιωπής υπόπτου, στον οποίο, στα πλαίσια της επίστησης της προσοχής του στο νόμο δηλώνεται ακριβώς ότι έχει δικαίωμα να μην πει τίποτε εκτός εάν το επιθυμεί[1], αποτελεί απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας (Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και Άρθρο 6.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) αλλά συναρτάται και με το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης. Τέτοιο σφάλμα στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 250, οδήγησε σε ακύρωση της καταδίκης.
Η υπόθεση R v. Chandler, ανωτέρω, αφορούσε τη δυνατότητα άντλησης συμπεράσματος από παράλειψη υπόπτου να απαντήσει σε αρχικό στάδιο της ανάκρισης και προτού επιστηθεί η προσοχή του στο νόμο. Εξ ου και μετά τη θέσπιση του Police and Criminal Evidence Act 1984 και του συναφούς Code of Practice, έχει περιορισμένη σημασία στην Αγγλία (Blackstone 2016 F19.33). Οπωσδήποτε δε, δεν βρίσκει εφαρμογή στην Κύπρο, στο βαθμό που αφορά ανάκριση χωρίς επίστηση. Εν πάση όμως περιπτώσει, στην Chandler δεν αμφισβητήθηκε ότι μετά την επίστηση, δεν είναι επιτρεπτή η εξαγωγή συμπερασμάτων από τη σιωπή του υπόπτου. Εσφαλμένα, συνεπώς, έγινε αντιληπτή η Chandler από το Κακουργιοδικείο. Γενικά, υποδεικνύεται, ώστε να επιδεικνύεται προσοχή, ότι ως προς την εξαγωγή συμπερασμάτων από την άσκηση του δικαιώματος σιωπής υπάρχουν διαφορές από το αγγλικό δίκαιο (βλ. Anastassiades v. Republic (1977) 3 CLR 97), οι οποίες έχουν επιταθεί με τη ρύθμιση της δυνατότητας εξαγωγής τέτοιων συμπερασμάτων δια των άρθρων 34-38 του Criminal Justice and Public Order Act, 1994.
Ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Δημοκρατίας, πάντως, εισηγήθηκε ότι η επιλογή της εφεσείουσας να μην απαντά ανακρινόμενη δεν ήταν το ουσιώδες κριτήριο επί του οποίου βασίστηκε η καταδίκη, αλλά υπήρχε σωρεία άλλων στοιχείων, έτσι ώστε αν όντως πρόκειται για λάθος να μην επηρεάζεται το τελικό συμπέρασμα ενοχής. Κατ΄ουσία, έθεσε θέμα εφαρμογής της επιφύλαξης του άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (του γνωστού «proviso») που παρέχει έρεισμα για απόρριψη έφεσης παρά την ύπαρξη σφάλματος στην πρωτόδικη απόφαση, όταν το Εφετείο κρίνει ότι δεν προκαλείται ουσιώδης εκτροπή από τα θέσμια της δικαιοσύνης.
Τα υπόλοιπα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας επί των οποίων βασίστηκε το Κακουργιοδικείο για να συμπεράνει την εμπλοκή της εφεσείουσας στην κοινή κατοχή, ήταν τα ακόλουθα:
Τα φυτά και τα ναρκωτικά βρίσκονταν όλα στην οικία όπου διέμεναν, ένα σακούλι με κάνναβη βρισκόταν σε περίοπτη θέση σε τραπεζάκι στο σαλόνι, επρόκειτο περί μιας άρτιας οργανωμένης φυτείας με λάμπες φωτισμού και εξαεριστήρες, η οικία βρισκόταν σε απομονωμένη περιοχή, η πόρτα και το παράθυρο του γκαράζ όπως και το παράθυρο του δωματίου όπου βρέθηκαν τα φυτά ήταν κλειστά και αμπαρωμένα έτσι ώστε να έπρεπε τουλάχιστον να δημιουργήσουν υποψία στην εφεσείουσα, αυτή είχε πρόσβαση στα ειδικώς διαμορφωμένα δωμάτια των οποίων τα κλειδιά ήταν τοποθετημένα πάνω στις πόρτες και υπήρχε διάχυτη έντονη μυρωδιά κάνναβης στην οικία.
Οι παραπάνω περιστάσεις ό,τι υποδηλώνουν είναι γνώση και συγκατάθεση, όχι όμως άσκηση ελέγχου από την εφεσείουσα.
Ως προς την έννοια του ελέγχου σε τέτοιες περιπτώσεις, χαρακτηριστική είναι η υπόθεση R v. Kousar [2009] EWCA Crim 139, στην οποία ευστόχως μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας. Στην υπόθεση εκείνη είχε ανευρεθεί στη σοφίτα της οικογενειακής οικίας μεγάλος αριθμός πλαστών προϊόντων (απομιμήσεις) τα οποία εμπορευόταν ο σύζυγος. Η σύζυγος κατηγορήθηκε για κοινή κατοχή με το σύζυγό της, ως αυτουργός (principal) και όχι υπό την έννοια της παροχής βοήθειας κτλ. Ήταν η θέση της κατηγορούσας αρχής ότι αυτή γνώριζε την ύπαρξη των προϊόντων στο σπίτι, ότι συνεργάστηκε και επέτρεψε να βρίσκονται εκεί, εφόσον κατελάμβαναν μεγάλο μέρος της αποθήκης, και ότι είχε τη δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο σε σχέση με τα προϊόντα που βρίσκονταν στο σπίτι όπου ζούσε, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να απαιτήσει την απομάκρυνσή τους ή και να τα απομακρύνει η ίδια. Το Εφετείο, όπου κατέληξε η υπόθεση, εξέτασε την περίπτωση και υπό το πρίσμα της συνήθους οικογενειακής κατάστασης, θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο ο/η σύζυγος μπορεί να θεωρηθεί ότι τελεί σε κοινή κατοχή των αντικειμένων μέσα στο σπίτι, τα οποία αποτελούν περιουσία του άλλου συζύγου. Επί αυτού ελέχθησαν τα εξής:
«Permission may be something more than an acquiescence but even then is not in our judgment sufficient to render the permittor a person in possession of the goods. In the field of drugs offences there is a specific offence of permitting premises to be used for certain activities[2] but there is no equivalent in the legislation with which we are concerned. A finding of being able to exercise a measure of control, which is the basis upon which this issue was in due course left to the jury, is not the same as a finding that she did exercise control.»
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Δημοκρατίας μας παρέπεμψε στην R v. Skye Case [2015] EWCA Crim 2080, υποδεικνύοντας ότι εκεί ελέχθη πως η παραπάνω διατύπωση στην Κousar ότι ακόμα και η παροχή άδειας (permission) δεν επαρκεί, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως αρχή γενικής εφαρμογής και πως όλα εξαρτώνται από τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης.
Ασφαλώς και κάθε περίπτωση κρίνεται υπό το φως των δικών της γεγονότων. Ακριβώς δε, η παραπάνω επιφύλαξη που διατυπώθηκε στην Skye Case ήταν το αποτέλεσμα εισήγησης ότι είχε εφαρμογή η Kousar στην υπόθεση εκείνη, όπου όμως τα γεγονότα ήταν ουσιωδώς διαφορετικά. Όσα λέχθηκαν, συνεπώς, στη Skye Case δεν είχαν την έννοια της ανατροπής ή έστω της αμφισβήτησης των όσων αποφασίστηκαν στην Kousar, υπό το φως των δικών της περιστάσεων.
Οι περιστάσεις δε της Kousar προσομοιάζουν με τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Δεν έχουμε πειστεί από την εισήγηση για διαφοροποίηση. Ούτε η διαφορά στη φύση των παρανόμων αντικειμένων, μήτε η εκτεταμένη τοποθέτησή τους εν προκειμένω μπορεί να διαφοροποιήσει την ουσία. Η εκτεταμένη παρανομία που έλαβε τη μορφή οργανωμένης φυτείας βεβαιώνει αδιαμφισβήτητα τη γνώση και καθιστά ολοφάνερη τη συγκατάθεση, δεν υποδηλώνει όμως από μόνη της έλεγχο. Η ουσία, ο λόγος (ratio) της Kousar έγκειται στη διαπίστωση ότι, υπό περιστάσεις παρόμοιες με την παρούσα υπόθεση, η απλή γνώση, ακόμα και η συγκατάθεση ή και η άδεια συζύγου δεν τον καθιστά, άνευ ετέρου, κάτοχο παρανόμων αντικειμένων του άλλου συζύγου, εντός της οικογενειακής στέγης, υπό την έννοια της κοινής μεταξύ τους κατοχής. Απαιτείται η στοιχειοθέτηση και άσκησης ελέγχου, χωρίς να επαρκεί όμως η δυνατότητα ελέγχου, υπό την έννοια ότι ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να απαιτήσει την απομάκρυνση των αντικειμένων ή θα μπορούσε να τα απομακρύνει ο ίδιος. Η δυνατότητα άσκησης ελέγχου, υπ΄αυτή την έννοια, στην πραγματικότητα, δεν συνιστά παρά γνώση και συγκατάθεση.
Ως εκ των άνω, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου περί κοινής κατοχής υπό την έννοια της ανάληψης κατά βούληση από κοινή παρακαταθήκη δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στη μαρτυρία. Ούτε όμως και γενικότερα, τεκμηριώνεται άσκηση ελέγχου ώστε να στοιχειοθετείται πρωτογενώς κοινή κατοχή. Συνεπώς, διαπιστώνεται έτερο σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση, με ευρύτερες διαστάσεις. Η εντύπωση που αποκομίσαμε είναι πως με τη μακρά ενασχόληση των διαδίκων με ζητήματα που δεν είχαν σημασία, το Κακουργιοδικείο αποπροσανατολίστηκε από τα ουσιώδη, στα οποία βεβαίως είχε ευθύνη να περιορίσει τη διαδικασία.
Στο στάδιο της έφεσης και μόνο, συνεχίζοντας να υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης περί κοινής κατοχής, η Δημοκρατία προώθησε παράλληλα και την εισήγηση ότι η εφεσείουσα συνέδραμε στην όλη οργάνωση και επιχείρηση της καλλιέργειας κάνναβης, συνδράμοντας στη συνεννόηση μεταξύ του υιού και του συζύγου της. Τούτο ενόψει του ισχυρισμού όλων (εφεσείουσας, συζύγου και υιού) στη μαρτυρία τους ότι, επειδή ο (ρώσος) υιός δεν γνώριζε ελληνικά ή αγγλικά και ο σύζυγος δεν γνώριζε ρωσικά, όλη η επικοινωνία μεταξύ τους γινόταν μέσω της εφεσείουσας. Συνεπώς και η επικοινωνία σε σχέση με τα φυτά και τα ναρκωτικά.
Τονίζεται κατ΄αρχάς ότι η Δημοκρατία επιχειρεί παράλληλα, όχι διαζευκτικά, να εισάξει για πρώτη φορά ζήτημα συνδρομής. Στήριξη της καταδίκης επί άλλης βάσης θα μπορούσε να επιδιώξει κατ΄επίκληση της προαναφερθείσας επιφύλαξης του άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Είναι η κατηγορούσα αρχή βεβαίως που έχει το βάρος να πείσει ότι είναι κατάλληλη περίπτωση για να εφαρμοστεί η επιφύλαξη[3]. Εννοιολογική δε προϋπόθεση είναι η ύπαρξη σφάλματος στην πρωτόδικη απόφαση, το οποίο, αν δεν ήταν η επιφύλαξη, θα οδηγούσε σε αποδοχή της έφεσης. Συνεπώς, δεν είναι εξ ορισμού θεμιτό, αλλ΄ ούτε και δίκαιο, η Δημοκρατία να ζητά κατ΄ ουσία την εφαρμογή της επιφύλαξης, όχι μόνο χωρίς να αναφέρεται σ΄αυτή, ενώ είχε το βάρος να πείσει για την εφαρμογή της αλλά, κυρίως, εμμένοντας παράλληλα στην ορθότητα του εσφαλμένου πρωτοδίκου ευρήματος περί κοινής κατοχής.
Εν πάση περιπτώσει, η παρούσα δεν συνιστά κατάλληλη περίπτωση για εφαρμογή της επιφύλαξης. Το βασικό κριτήριο έγκειται στο κατά πόσο, παρά το σφάλμα, υφίσταται ή παραμένει επαρκής μαρτυρία ώστε με τη σωστή καθοδήγηση το εκδικάζον δικαστήριο και οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο θα κατέληγαν αναπόφευκτα σε καταδικαστική απόφαση (Polycarpou v. Republic (1967) 2 CLR 198, Pierides v. Republic (1971) 2 CLR 263, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, Γεώργιος Μ. Πικής, σελ. 323 επόμ.).
Εν προκειμένω, ως προς το πρώτο σφάλμα στα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που απομένουν, έστω και αν ληφθεί υπόψη ότι η οικία ενοικιάστηκε επ΄ονόματί της, γεγονός που δεν περιελήφθη από το Κακουργιοδικείο στα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που απαρίθμησε, δεν αποδεικνύουν, ως άνω, κατοχή υπό την έννοια του ελέγχου εκ μέρους της εφεσείουσας ώστε να μπορούσε να παραμείνει, παρά το σφάλμα, η καταδίκη.
Ούτε, σε σχέση με το δεύτερο, όπως το ταξινομήσαμε ανωτέρω, πλην κρισιμότερο σφάλμα, θα μπορούσε η καταδίκη να υποστυλωθεί αντί επί κατοχής, επί της έννοιας της συνδρομής. Ναι μεν ήταν ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων και της ίδιας της εφεσείουσας ότι μετάφραζε τα πάντα μεταξύ των δύο, όμως το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία που προσέφερε η Κατηγορούσα Αρχή πως όταν ο υιός της εφεσείουσας συνελήφθη και απάντησε σε επίστηση που του έγινε και όταν, στη συνέχεια, ανακρίθηκε προφορικά, οι συνομιλίες του με τους αστυνομικούς έγιναν στα αγγλικά. Ειδικότερα, ανακρινόμενος ανέφερε, στα αγγλικά, ότι εργάζεται με το σύζυγο της εφεσείουσας και ότι φροντίζει ο ίδιος τα φυτά έναντι ανταλλάγματος €2000 μηνιαίως. Αυτή ήταν η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής τότε, στα πλαίσια της υπόθεσης εναντίον του τότε κατηγορούμενου 3 υιού της εφεσείουσας. Τώρα η Κατηγορούσα Αρχή, επικαλείται τους αντίθετους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς, τους οποίους το Κακουργιοδικείο απέρριψε αποδεχόμενο ότι ο υιός της εφεσείουσας μιλούσε, επικοινωνούσε και συνεννοούνταν στα αγγλικά.
Ως προς δε την εισήγηση ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να αποτρέψει τον υιό της ισοδυναμεί με συνδρομή, αυτή προσκρούει στην αρχή ότι η παράλειψη δεν θεμελιώνει ποινική ευθύνη εκτός εάν υφίσταται αναγνωρισμένο καθήκον ενέργειας (Ανδρέας Λοϊζίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 145/2013, ημερομηνίας 19.12.2014).
Η κατάρριψη του υποβάθρου της καταδίκης για κατοχή έχει ως αποτέλεσμα την εκθεμελίωση της καταδικαστικής απόφασης στο σύνολό της, αναφορικά με την εφεσείουσα. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε μαρτυρία για καλλιέργεια εκ μέρους της.
Η έφεση υπ΄αρ. 183/2015 επιτρέπεται. Η καταδίκη και η ποινή ακυρώνονται. H εφεσείουσα αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Κατά συνέπεια, η πτυχή της έφεσης υπ΄αρ. 183/2015 που αφορά το ύψος της ποινής καθίσταται άνευ αντικειμένου, όπως άνευ αντικειμένου καθίσταται και η έφεση υπ΄αρ. 205/2015 η οποία καταχωρίστηκε από τον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για έκδηλη ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα και ως τέτοια απορρίπτεται.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] «. once the appellant was reminded of his rights to remain silent or to refuse to answer questions, to hold that against him, that would in effect render his right nugatory in the circumstances of the case.
(Αnastassiades v. Republic (1977) 2 CLR 97)
[2] Στην Κύπρο πρόκειται για το άρθρο 9 του Νόμου το οποίο ορίζει ότι διαπράττει αδίκημα ο αναμεμιγμένος στη διαχείριση υποστατικών ο οποίος εν γνώσει του επιτρέπει ή ανέχεται καθορισμένες ενέργειες σε σχέση με ελεγχόμενο φάρμακο.
[3] «Though the burden of upsetting a conviction lies on an Appellant, it is to be derived from the wording and the object of the proviso that the burden of satisfying the Supreme Court that the proviso should be applied lies on the Respondent, the prosecuting authority;» Pierides v. The Republic (1971) 2 CLR 263