ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B326
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/2015)
28 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Μάτσας και Κ. Ηλία (κα), για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία και συμφωνώ, θα δώσει ο αδελφός Δικαστής Λιάτσος. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο αδελφός Δικαστής Γιασεμής.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 23.7.2014, η Αλίκη Χρίστου, ηλικίας 78 χρόνων, σύζυγος του Εφεσίβλητου, εντοπίστηκε νεκρή σε υπαίθριο χώρο του χωριού Κρήτου Τέρρα της επαρχίας Πάφου. Αίτιο του θανάτου της, όπως προέκυψε από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, ήταν «υπαραχνοειδής αιμορραγία, τραυματικής αιτιολογίας». Είχε επίσης αποδειχθεί πρωτοδίκως ότι το μοιραίο επήλθε ως αποτέλεσμα τραυμάτων στην βρεγματική και μετωπιαία χώρα, τα οποία προκλήθηκαν εντός του προηγηθέντος του θανάτου 24ώρου.
Οι υποψίες των αστυνομικών ανακριτών στράφηκαν, αρχικά, κατά του Εφεσίβλητου και της αδελφής του θύματος, Γεωργίας Χριστοφόρου. Εξελικτικά, όμως, οι υποψίες επικεντρώθηκαν στον Εφεσίβλητο, ο οποίος και κατηγορήθηκε για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση του άρθρου 205(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου, όπου και κατέθεσαν 25 μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή και 4 για την Υπεράσπιση.
Η Κατηγορούσα Αρχή βάσισε την υπόθεσή της σε περιστατική μαρτυρία, στην προσπάθειά της να αποδείξει την ενοχή του Κατηγορούμενου-Εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Κακουργιοδικείο, καλούμενο να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του οδηγούσαν στην ενοχή και μόνο του Κατηγορούμενου και απέκλειαν οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα, έκρινε ότι υπήρχε «υποβόσκουσα αμφιβολία» ως προς την ενοχή του Εφεσείοντα, με αναπόδραστη κατάληξη, την απόρριψη της κατηγορίας και την αθώωσή του.
Η πιο πάνω τελική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου προσβαλλόταν, αρχικά, από τον Εντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με τέσσερις λόγους έφεσης. Τελικά, ο τρίτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε και παρέμειναν προς εξέταση οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4. Θα τους παραθέσουμε, προκειμένου να καταστεί ευκολότερη η παρακολούθηση της απόφασής μας:
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης συνδέονται. Εχουν ως κοινή συνισταμένη τον, κατ΄ ισχυρισμό, πλημμελή αποκλεισμό περιστατικής μαρτυρίας. Συγκεκριμένα:
Με τον πρώτο λόγο έφεσης τίθεται ότι αποκλείστηκε πλημμελώς και/ή δεν λήφθηκε υπόψη αποδεικτικό υλικό. Όπως εξειδικεύεται στην αιτιολογία, το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι οι δηλώσεις του Εφεσείοντα, προφορικές και γραπτές, σύμφωνα με τις οποίες τα τραύματα του θύματος προκλήθηκαν στις 20.7.2014, δεν συνιστούσαν και/ή δεν αποκάλυπταν ψεύδη, τα οποία θα μπορούσαν, σύμφωνα με τις νομολογημένες αρχές, να αποτελέσουν στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι αποκλείστηκε πλημμελώς στοιχείο μαρτυρίας, ήτοι, ψευδείς δηλώσεις του Κατηγορουμένου αναφορικά με τις σχέσεις του με το θύμα, γεγονός που επίσης, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, θα έπρεπε να προσμετρήσει ως περιστατική μαρτυρία εναντίον του Κατηγορούμενου.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης προωθείται η ουσιαστική θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας βασικές πτυχές περιστατικής μαρτυρίας, οδηγήθηκε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι τυχόν εύρημα ενοχής δεν θα ήταν ασφαλές. Προβάλλεται, κατά προέκταση, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει και να εξετάσει ως σύνολο το όλο πλαίσιο της περιστατικής μαρτυρίας, ώστε να καταλήξει ότι η ενοχή του Εφεσίβλητου είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Εγείρεται κατ΄ αρχάς ζήτημα υπερπήδησης του νομικού εμποδίου του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155. Δεδομένου δηλαδή ότι βρισκόμαστε ενώπιον αθωωτικής απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου, τέθηκε, υπό τύπο προδικαστικής ένστασης, ότι η έφεση είναι παράτυπη ή και δεν είναι παραδεκτή ή και δεν μπορεί να προχωρήσει καθότι προσκρούει στα διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω άρθρο, το οποίο καλύπτει τη δυνατότητα και τα όρια άσκησης έφεσης από αθωωτική απόφαση κακουργιοδικείου ή επαρχιακού δικαστηρίου.
Το θέμα της εμβέλειας και εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α) έχει συζητηθεί και αποφασισθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με πιο πρόσφατες αυτές της Πλήρους Ολομέλειας, στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 ΑΑΔ 94, Ανδρέας Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 145/2013 κ.α., ημερ. 19.12.2014 και την απόφαση του Εφετείου στην M. & A. Christaki Christodoulou Ltd v. 1. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ κα, Ποιν. Εφ. 291/2015, ημερ. 3.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B238. Προκύπτει ως κυρίαρχο στοιχείο της όλης νομολογίας μας η αναγκαιότητα για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων, προκειμένου να επιδιωχθεί ανατροπή αθωωτικής απόφασης. Συνεπώς, θα πρέπει να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, στοιχείο που κινείται εκτός των ορίων του άρθρου 137(1)(α).
Το προαναφερθέν άρθρο είναι δικαιοδοτικό. Όπως ήδη λέχθηκε, οι πρόνοιές του θέτουν, κατά τρόπο αυστηρό, περιορισμό στο δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Οι υπό αναφορά διατάξεις συνιστούν νομοθετική παρεμβολή πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Αρχή η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ΄Αρθρο 12.2, και συνιστά ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας του ατόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152).
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα εάν, στην παρούσα περίπτωση, ο Εφεσείων δύναται να ασκήσει έφεση, κατ΄ ακολουθία των προβλεπομένων στο πιο πάνω άρθρο και πιο συγκεκριμένα των όσων καλύπτουν την υποπαράγραφο (1)(α)(ii). Θα πρέπει, σύμφωνα με την πρόνοια αυτή, να ικανοποιήσει το Εφετείο «ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε».
Όπως ήδη λέχθηκε, οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από τη θέση ότι πλημμελώς το Κακουργιοδικείο απέκλεισε στοιχεία μαρτυρίας τα οποία συνιστούσαν περιστατική μαρτυρία ικανή, αντικρυζόμενη στο σύνολό της, να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής του Εφεσίβλητου. Προκειμένου λοιπόν να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α)(ii) επιβάλλεται να εξετασθεί κατά πόσο η υπό αναφορά μαρτυρία εντάσσεται στα πλαίσια του «ψεύδους κατηγορουμένου» και έτσι, ως, κατά νομική προσέγγιση, «περιστατική μαρτυρία», θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το Κακουργιοδικείο και ανάλογα να αξιολογηθεί.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260, 268-269, συνοψίζει τις κατευθυντήριες γραμμές ως προς το ζήτημα του τι συνιστά «ψεύδος κατηγορουμένου:
«(3) Ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφόσον ικανοποιούνται τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:-
(α) Το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο.
(β) Πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα.
(γ) Το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας. Το δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι ενδεχόμενο κάποιος να λέει ψέματα στην προσπάθεια του, για παράδειγμα, να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση ή από ντροπή ή από πανικό.
(δ) Το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα.»
Στην ενώπιόν μας περίπτωση, το Κακουργιοδικείο, αποδέχθηκε ότι ο Εφεσίβλητος προέβη στις δηλώσεις που αναφέρονται στους δύο πρώτους λόγους έφεσης. Με αυτό ως δεδομένο, θα προχωρήσουμε στην εξέταση της κάθε δήλωσης ξεχωριστά και με τη σειρά που αυτές αποτυπώνονται στους ενώπιον μας δύο πρώτους λόγους έφεσης, προς τον σκοπό δικαστικής αποτίμησής τους.
Ο Εφεσίβλητος παρέθεσε πολλές και διαφορετικές εκδοχές αναφορικά με τον χρόνο και τρόπο που έλαβε χώραν, εις βάρος του και του θύματος, ληστεία. Οι εκδοχές αυτές αντιφάσκουν μεταξύ τους τόσο σε σχέση με το χρόνο του επεισοδίου όσο και σε αναφορά με τα κτυπήματα που δέχτηκαν ο Εφεσίβλητος, το θύμα και η αδελφή της. Ο Εφεσίβλητος έδωσε την εικόνα σοβαρού τραυματισμού του θύματος ως αποτέλεσμα της επίθεσης αυτής. Επιπλέον, παλινδρομούσε ως προς τον ακριβή χρόνο εκδήλωσης της ληστείας. Παρεμβάλλουμε ότι το σημαντικό στην υπό κρίση περίπτωση δεν είναι το κατά πόσον έλαβε ή όχι χώραν η προαναφερόμενη ληστεία. Το καίριο είναι η συσχέτιση που επιχείρησε να προβάλει ο Εφεσίβλητος μεταξύ των επακόλουθων της ληστείας και του θανάτου της συζύγου του. Ότι, δηλαδή, τα τραύματα που υπέστη το θύμα από τους ληστές ήταν αυτά που οδήγησαν και στο θάνατό του. Ο χρόνος και ο τρόπος τραυματισμού του θύματος είναι αναμφίβολα ουσιώδες ζήτημα, δεδομένης της αιτίας θανάτου του. Μαρτυρία την οποία δέχθηκε το Κακουργιοδικείο ως αξιόπιστη, των Ιατροδικαστών, ΜΚ5 και ΜΚ13, αναφορικά με τον χρόνο πρόκλησης των κρίσιμων για την υπόθεση θανατηφόρων τραυμάτων του θύματος, αλλά και τον τρόπο πρόκλησής τους, διαψεύδει κατηγορηματικά τον Εφεσίβλητο. Τα τραύματα που επέφεραν τον θάνατο προκλήθηκαν εντός του αμέσως προηγηθέντος του θανάτου 24ώρου, όχι από πέτρα, αλλά από θλων επίμηκες όργανο με μια ευθεία άκρη. Συνεπώς, η όποια επίθεση έλαβεν χώραν στα πλαίσια τυχόν ληστείας, που έγινε τρεις ημέρες προηγουμένως, δεν συνδεόταν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με τον θάνατο του θύματος.
Ο τρόπος λοιπόν αλλά και ο χρόνος τραυματισμού του θύματος ήταν καθοριστικής σημασίας για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής και αφορούσε, αναμφίβολα, σε ουσιώδη ζητήματα, υπό το φως της κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο Εφεσίβλητος και των γεγονότων που περιέβαλλαν τον θάνατο του θύματος. Ως προς τον χρόνο, δεν βρισκόμαστε ενώπιον «ασυνέπειας» στις ημερομηνίες και στην περιγραφή του επεισοδίου εκ μέρους του Εφεσίβλητου, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο. Ο Εφεσίβλητος επιχείρησε κατ΄ επανάληψη να μετατοπίσει το χρόνο τραυματισμού του θύματος, στην προσπάθειά του να αποσυνδέσει τον εαυτό του από το ουσιώδες αυτό ζήτημα. Κίνητρό του, ήταν ο φόβος αποκάλυψης της αλήθειας. Συνεπώς, τα κριτήρια καθορισμού του ψέματος ως περιστατικής μαρτυρίας είχαν ικανοποιηθεί και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία και δεν τα αξιολόγησε ανάλογα, συνεκτιμώντας τα με το υπόλοιπο μέρος της περιστατικής μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, αφορά δηλώσεις του Εφεσίβλητου αναφορικά με τις σχέσεις του με το θύμα. Τις χαρακτήρισε ως αρμονικές και αρνήθηκε ότι το απόγευμα της 22.7.2014 τσακωνόταν και ύβριζε το θύμα και την αδελφή της. Το Κακουργιοδικείο, όντως διαπίστωσε ότι οι μεταξύ των εμπλεκομένων σχέσεις δεν ήταν αρμονικές. Το ζήτημα όμως, από νομικής άποψης, δεν θα έπρεπε να είχε εξαντληθεί στη διαπίστωση αυτή και μόνο. Το Κακουργιοδικείο, όφειλε να εξετάσει τη νομική διάσταση της καταφυγής σε ψεύδος ως προς το ζήτημα αυτό από τον Εφεσίβλητο. Δεδομένου μάλιστα, ότι αξιόπιστη μαρτυρία, όπως τη δέχθηκε το Κακουργιοδικείο, επιμαρτυρούσε, διαψεύδοντας τον Εφεσίβλητο, ότι είχε διαφορές με τη σύζυγό του και βεβαίωνε, περαιτέρω, κατά τρόπο απόλυτο, ότι πράγματι το προηγούμενο του θανάτου βράδυ, ο Εφεσίβλητος τσακωνόταν και ύβριζε το θύμα. Κατ΄ ακολουθίαν, τα υπό συζήτηση ψέματα, είχαν αποδειχθεί με ανεξάρτητη μαρτυρία, ήταν ηθελημένα και, βεβαίως, αναφερόντουσαν σε ουσιώδες ζήτημα, αυτό των σχέσεων του Εφεσίβλητου με το θύμα. Κίνητρο του Εφεσίβλητου προς καταφυγή στο εν λόγω ψέμα ήταν η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας, στην προσπάθειά του να αποστασιοποιηθεί από στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύνδεσή του με εγκληματική συμπεριφορά.
Είναι κατάληξή μας ως προς τους δύο πρώτους λόγους έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν κατάταξε τις προαναφερθείσες δηλώσεις του Εφεσίβλητου στην κατηγορία του ψεύδους και πλημμελώς απέκλεισε την απόδειξη αυτή, αφού δεν την ενέταξε, ως περιστατική μαρτυρία, στο σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας που θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη προκειμένου να κρίνει κατά πόσον αποδεικνυόταν ή όχι η ενοχή του Εφεσίβλητου.
Ο,τι απομένει να κριθεί, με δεδομένα πλέον τα επιπρόσθετα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που παρέλειψε να λάβει υπόψη του το Κακουργιοδικείο, είναι η ουσία του τέταρτου λόγου έφεσης, κατά πόσο δηλαδή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε δεόντως στο σύνολό της η περιστατική μαρτυρία και αν ορθά τελικά κρίθηκε ότι τα ουσιώδη γεγονότα και η αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του το Κακουργιοδικείο δεν ήταν ικανά να αποτελέσουν βάση για την καταδίκη του Εφεσίβλητου. Με άλλα λόγια παραμένει προς κρίση αν η όλη περιστατική μαρτυρία τεκμηρίωνε την ενοχή του Εφεσίβλητου. Ζήτημα που εμπίπτει βεβαίως στα όρια εφαρμογής του προαναφερθέντος άρθρου 137.
Όπως ορθά εντοπίστηκε, η μαρτυρία επί της οποίας κλήθηκε το Κακουργιοδικείο να αποφανθεί περί της ενοχής ή μη του Εφεσίβλητου, συνίστατο εξ ολοκλήρου από περιστατική μαρτυρία. Είναι αποκρυσταλλωμένες οι αρχές που διέπουν τη φύση, την αντίκριση και την αιτιώδη σχέση μεταξύ περιστατικής μαρτυρίας και ενοχής κατηγορουμένου. Προς αποφυγή άσκοπης παράθεσης των σχετικών νομικών αρχών, παραπέμπουμε στο ακόλουθο απόσπασμα της Παφίτης & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102, 119-120:
«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων). Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους. Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας. (Βλ. μεταξύ άλλων Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R., 73 p. 79 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172).
Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του. Οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της περιστατικής μαρτυρίας διατυπώνονται σωστά στην πρωτόδικη απόφαση. Ότι αμφισβητείται κυρίως, όπως έχει σημειωθεί, είναι η ύπαρξη της περιστατικής μαρτυρίας που κρίθηκε ότι τεκμηριώνει την ενοχή των εφεσειόντων.»
Δεδομένου λοιπόν ότι η ενώπιόν μας υπόθεση στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία, επιβάλλεται η παράθεση με καθαρότητα, αναλυτικά, των αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία συνθέτουν τους κρίκους της εν λόγω μαρτυρίας, ούτως ώστε να διαφανεί τελικά κατά πόσον η ενοχή του Εφεσίβλητου προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι τα ακόλουθα:
1. Ο Εφεσίβλητος και το θύμα, σύζυγός του, διέμεναν σε ερημική περιοχή του χωριού Κρήτου Τέρρα, σε ιδιωτικό χώρο, κάτω από πρωτόγονες συνθήκες.
2. Στις 23.7.2014, περί ώρα 10.00 π.μ. το θύμα βρέθηκε από μέλη της Αστυνομίας νεκρό στον υπαίθριο αυτό χώρο, ξαπλωμένο πάνω σε κουβέρτες.
3. Μαζί με το θύμα, το προηγούμενο βράδυ και όλο τον επίδικο χρόνο, ήταν ο Εφεσίβλητος.
4. Αίτιο θανάτου ήταν «υπαραχνοειδής αιμορραγία, τραυματικής αιτιολογίας».
5. Ο θάνατος επήλθε ως αποτέλεσμα παράνομης πράξης και λόγω τραυμάτων στη βρεγματική και μετωπιαία χώρα, τα οποία προκλήθηκαν εντός του προηγηθέντος του θανάτου 24ώρου.
6. Το θύμα κτυπήθηκε το προηγούμενο βράδυ, 22.7.2014, έπεσε να κοιμηθεί και το πρωί, όπως λέχθηκε, βρέθηκε νεκρό.
7. Τα θανατηφόρα τραύματα προήλθαν από θλων επίμηκες όργανο με μια ευθεία άκρη.
8. Τα μοιραία κτυπήματα στο πρόσωπο του θύματος είναι συμβατά με τη μεταλλική θήκη του μπαστουνιού που κρατούσε ο Εφεσίβλητος, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει τα υπό αναφορά τραύματα, δεδομένου ότι είναι θλων επίμηκες όργανο με μια ευθεία άκρη.
Παρεμβάλλουμε στο σημείο αυτό πως το Κακουργιοδικείο, παρά την κατάληξή του ότι το εν λόγω όργανο/μπαστούνι ήταν συμβατό με τα δύο τραύματα στο κεφάλι του θύματος, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν εντοπίστηκε γενετικό υλικό του θύματος σε αυτό συμπέρανε «. θα λέγαμε πως η απουσία γενετικού υλικού, το αποενοχοποιεί.». Η μη ανεύρεση γενετικού υλικού στο υπό αναφορά μπαστούνι είναι δεδομένη. Το συμπέρασμα όμως του Κακουργιοδικείου περί «αποενοχοποίησης», παραβλέπει τη μαρτυρία του γενετιστή ΜΚ14, Δρα Καριόλου, τη μαρτυρία του οποίου απεδέχθη το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο οποίος και εξήγησε επιστημονικά γιατί ο μη εντοπισμός γενετικού υλικού δεν θα μπορούσε να αποκλείσει την πιθανότητα χρησιμοποίησης του μπαστουνιού και καθορισμού του ως το φονικό όπλο.
9. Ο Εφεσίβλητος ήταν στο παρελθόν επιθετικός προς το θύμα και σε μια περίπτωση, απευθυνόμενος προς το θύμα, είπε «εννά σου δώκω κατακέφαλα με τη βέρκα».
10. Οι σχέσεις μεταξύ Εφεσίβλητου και θύματος δεν ήταν αρμονικές.
11. Στις 22.7.2014, το προηγούμενο του θανάτου βράδυ και περί ώρα 19.30, ο Εφεσίβλητος διαπληκτιζόταν με το θύμα και την αδελφή του θύματος φωνάζοντας δυνατά και βρίζοντας με τις λέξεις «στ' ανάθεμα» και διάφορες άλλες υβρισίες.
12. Σε σχέση με το πιο πάνω γεγονός ο Εφεσίβλητος προσέφυγε στο ψεύδος αρνούμενος το συμβάν. Όπως ψευδώς παρίστανε επίσης ότι οι σχέσεις του με το θύμα ήταν αρμονικές.
13. Στο ψεύδος προσέφυγε επίσης ο Εφεσίβλητος, όπως ήδη καταγράψαμε, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα του χρόνου και τρόπου του θανάσιμου τραυματισμού του θύματος.
Ανακεφαλαιώνοντας, είναι η κατάληξή μας ότι προκύπτει από την πιο πάνω ανάλυση ότι το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων συνθέτει τους αδιάσπαστους κρίκους της περιστατικής μαρτυρίας, αφανίζει την πιθανότητα ανθρώπινου λάθους και οδηγεί στην ενοχή του Εφεσίβλητου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της ενώπιόν μας περιστατικής μαρτυρίας δεν συμβιβάζεται με άλλη λογική ερμηνεία παρά μόνο με την κατάδειξη του Εφεσίβλητου ως του δράστη του εγκλήματος.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/2015)
28 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσίβλητου.
________________________
Ανδρέας Π. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Σάββας Μάτσας και Κ. Ηλία (κα), για τον Εφεσίβλητο.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Στις 23.7.2014, περί ώρα 10.00 π.μ., βρέθηκε, από μέλη της Αστυνομίας, σε ερημική περιοχή του χωριού Κρήτου Τέρρα, επαρχία Πάφου, νεκρή η Αλίκη Χρίστου, ηλικίας 78 χρονών. Κατά το χρόνο εκείνο, αυτή διαβιούσε με το σύζυγό της Ευριπίδη Χρίστου, (κατηγορούμενο/εφεσίβλητο), σε ιδιωτικό χώρο, στην εν λόγω περιοχή, κάτω από πρωτόγονες συνθήκες∙ κοιμόντουσαν κάτω από δέντρα, στερούμενοι και των πλέον βασικών ανέσεων. Κατά την άφιξη των αστυνομικών στη σκηνή, η Αλίκη κειτόταν στο έδαφος, κάτω από δέντρο συκαμιάς, με το κεφάλι της ακουμπισμένο σε μαξιλάρι και το σώμα της σκεπασμένο με κουβέρτα, έτσι θα είχε ξαπλώσει το προηγούμενο βράδυ, για να κοιμηθεί∙ ήταν νεκρή. Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ιατροδικαστικώς ότι ο θάνατός της επήλθε κατά το χρόνο που αυτή κοιμόταν, ως αποτέλεσμα υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, τραυματικής αιτιολογίας, η οποία είχε προκληθεί εντός του τελευταίου εικοσιτετραώρου από τον εντοπισμό της.
Οι αστυνομικοί ανακριτές, από την αρχή που εντοπίστηκε η σορός της Αλίκης, υποψιάστηκαν ότι επρόκειτο για έγκλημα, οι δε υποψίες τους, σχετικά, στράφηκαν κατά του εφεσίβλητου και της αδελφής της, Γεωργίας Χριστοφόρου, η οποία είχε, τις ημέρες εκείνες, θεαθεί στον προαναφερθέντα χώρο. Στην πορεία, όμως, των ερευνών, οι υποψίες τους επικεντρώθηκαν στον εφεσίβλητο, ο οποίος κατηγορήθηκε, τελικώς, για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, δυνάμει του άρθρου 205(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η Γεωργία δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στη δίκη, καθότι, σύμφωνα με εξειδικευμένη μαρτυρία, η ίδια ήταν ανίκανη ως προς τούτο, μαρτυρία η οποία έγινε δεκτή από το Κακουργοδικείο, οπότε δε λήφθηκε υπόψη και οτιδήποτε αυτή είχε δηλώσει στους αστυνομικούς ανακριτές.
Ελλείψει άμεσης μαρτυρίας, η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής βασίστηκε, αποκλειστικά, σε περιστατική μαρτυρία. Πρόκειται για μαρτυρία, η αποδεικτική αξία της οποίας είναι εφάμιλλη με εκείνην της άμεσης μαρτυρίας, νοουμένου ότι αυτή δεν οδηγεί, συγχρόνως, και σε άλλο λογικό συμπέρασμα, πέραν εκείνου που εισηγείται η Κατηγορία, ήτοι στην ενοχή του κατηγορουμένου, (βλ. Παφίτης & άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102). Με το πέρας της δίκης, η πιο πάνω πλευρά θεώρησε ως πλέον σημαντική, στο συγκεκριμένο τομέα, την ιατροδικαστική μαρτυρία και, ειδικά, αυτήν της κ. Χαράς Σπηλιοπούλου (Μ.Κ.13). Υπήρξε, βέβαια, και άλλη περιστατική μαρτυρία, την οποία η Κατηγορούσα Αρχή θεώρησε, όπως και την προαναφερθείσα, ικανή προς απόδειξη, αυτοτελώς ή και ως σύνολο, της ενοχής του εφεσίβλητου, στο βαθμό που απαιτείται σε ποινική υπόθεση. Συναρτώμενη προς την πιο πάνω μαρτυρία, ξεχώρισε, ιδιαίτερα, τη μαρτυρία που περιείχε τα χαρακτηρισθέντα ως αντικειμενικά, κατά την άποψή της, «ψεύδη του κατηγορουμένου», σε σχέση με συγκεκριμένες, πλέον, πτυχές της υπόθεσης, οι οποίες προέκυψαν κατά τη δίκη, προκειμένου να εισηγηθεί ότι είναι εξ αυτών, συνιστώντων, επίσης, περιστατική μαρτυρία, που διαπιστωνόταν η ενοχή του για το προαναφερθέν έγκλημα.
Το Κακουργοδικείο αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιόν του και προέβη σε ευρήματα γεγονότων, σχετικά με τις διάφορες πτυχές της υπόθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, εξέτασε και τις πτυχές, για τις οποίες, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, υπήρχε ικανή περιστατική μαρτυρία, με βάση την οποία αυτό μπορούσε να οδηγηθεί σε συμπεράσματα ενοχής του εφεσίβλητου. Για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, δεν έκαμε δεκτές τις συγκεκριμένες εισηγήσεις και, ως αποτέλεσμα, κατέληξε στην αθώωση του εφεσίβλητου, αφού έκρινε ότι υπήρχε «υποβόσκουσα αμφιβολία για την ενοχή του». Κατά την εξέταση της μαρτυρίας, που διενήργησε, ως ανωτέρω, υπό το φως των εισηγήσεων, συναφώς, των δύο πλευρών, καθοδηγήθηκε από τη σημαντική στον τομέα της περιστατικής μαρτυρίας υπόθεση Παφίτης & άλλος ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, στην οποία έκαμε ειδική αναφορά.
Η Κατηγορούσα Αρχή, ενεργώντας, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως εφεσείοντος, καταχώρισε την παρούσα έφεση. Με τρεις από τους λόγους που περιέλαβε σε αυτήν, (τους λόγους 1, 2 και 4)[1], προβάλλει ότι πλημμελώς το Κακουργοδικείο απέκλεισε συγκεκριμένη περιστατική μαρτυρία, η οποία, κατά την άποψή της, θα μπορούσε να το είχε οδηγήσει σε συμπεράσματα ενοχής του εφεσίβλητου. Επισημαίνεται, στο παρόν στάδιο, ότι η έφεση στρέφεται κατά αθωωτικής απόφασης του Κακουργοδικείου και, όπως γίνεται αντιληπτό, η άσκησή της εδράζεται στο άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στην πρόνοια της υποπαραγράφου (ιι) αυτού. Σύμφωνα με την εν λόγω πρόνοια, ο εφεσείων, για την άσκηση έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης, πρέπει να ικανοποιήσει το Εφετείο «ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε»∙ στην προκειμένη περίπτωση, ενδιαφέρει ο προβληθείς αποκλεισμός μαρτυρίας.
Περαιτέρω, τονίζεται πως, στην περίπτωση που εφαρμόζεται οποιαδήποτε πρόνοια του άρθρου 137(1)(α), η αξιολόγηση μαρτυρίας από ποινικό δικαστήριο, καθώς και τα ευρήματά του επί των γεγονότων, αποτέλεσμα αυτής, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθούν με έφεση. Αυτά εκλαμβάνονται ως δεδομένα, εκτός, βέβαια, αν είναι το απότοκο νομικού σφάλματος του εκδικάσαντος δικαστηρίου. ΄Οπως έχει δε επισημανθεί, συναφώς, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, στη σελίδα 159: «Πρόδηλο είναι από το κείμενο του ΄Αρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα.» Σχετικές είναι, επίσης, οι υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94. Εν προκειμένω, είναι, ακριβώς, επί συγκεκριμένων γεγονότων, τα οποία διαπίστωσε το Κακουργοδικείο ως αληθή, που εδράζονται οι θέσεις του εφεσείοντος στους προβαλλόμενους λόγους έφεσης.
Ο εφεσείων, σε σχέση με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, προβάλλει, συγκεκριμένα, ότι το Κακουργοδικείο, πλημμελώς, απέκλεισε περιστατική μαρτυρία, η οποία, κατά την εισήγησή του, συνίστατο σε αντικειμενικά διαπιστωμένα ψεύδη, που ο εφεσίβλητος διατύπωσε στο πλαίσιο καταθέσεων και προφορικών δηλώσεών του προς την Αστυνομία, καθώς, επίσης, κατά την ανώμοτη δήλωσή του, στο στάδιο που αυτός είχε κληθεί να προβάλει την υπεράσπισή του. Οι δηλώσεις αυτές αναφέρονται, βασικά, σε δύο θέματα, τα οποία αφορούν, το πρώτο, στο χρόνο που, κατά τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου, αυτός, η Αλίκη και η Γεωργία, ενώ βρίσκονταν στον προαναφερθέντα χώρο, δέχτηκαν επίθεση από άγνωστο πρόσωπο, το οποίο τους κτύπησε με πέτρα στο κεφάλι, και, το δεύτερο, στις σχέσεις του εφεσίβλητου με την Αλίκη, οι οποίες, κατά τον ισχυρισμό του, ήταν αρμονικές.
Προς καθοδήγηση, σε σχέση με την εξέταση των συγκεκριμένων λόγων έφεσης, αναφέρεται ότι ο κανόνας ως προς το τι συνιστά «ψεύδος του κατηγορουμένου» και, συνακόλουθα, «περιστατική μαρτυρία», τέτοιας αποδεικτικής αξίας, ώστε αυτή, αυτόνομα ή σε συνδυασμό με άλλη μαρτυρία, να οδηγεί σε συμπεράσματα ενοχής του, αναδεικνύεται από τη σχετική νομολογία και συνοψίζεται στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, στις σελίδες 268 έως 269, ως εξής:-
«Σύμφωνα με το Δίκαιο της Απόδειξης που εφαρμόζουμε στην Κύπρο στο θέμα 'Ψέματα του Κατηγορούμενου' ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:-
(1) Το γεγονός ότι το δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του κατηγορούμενου δε συνιστά αφ' εαυτού στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ενισχυτικό της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής.
(2) Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είπε ψέματα δεν αποδεικνύει αφ' εαυτού θετικά την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.
(3) Ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφόσον ικανοποιούνται τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:-
(α) Το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο.
(β) Πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα.
(γ) Το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας. Το δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι ενδεχόμενο κάποιος να λέει ψέματα στην προσπάθεια του, για παράδειγμα, να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση ή από ντροπή ή από πανικό.
(δ) Το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα.»
Πρώτος Λόγος ΄Εφεσης:
Στην προκειμένη περίπτωση, ειδικά, δήλωση του εφεσίβλητου που αφορά στο πρώτο θέμα, ανωτέρω, αντιπαραβάλλεται με την αποδεχθείσα, ως αληθή, μαρτυρία της ιατροδικαστού κ. Σπηλιοπούλου ότι το τραύμα που επέφερε το θάνατο της Αλίκης είχε προκληθεί εντός των τελευταίων είκοσι τεσσάρων ωρών από την ανεύρεση της σορού της. Το προβαλλόμενο δε ως αντικειμενικό ψεύδος του εφεσίβλητου, σε σχέση με τη μαρτυρία αυτή, διατυπώνεται, με σαφήνεια, στην περιεκτική αιτιολογία του σχετικού λόγου έφεσης, στην κατάληξη αυτού, ως εξής: «Το ψέμα δεν συνίσταται στο εάν έλαβε ή όχι χώρα η επίθεση στις 20.7.14 αλλά στο ότι κατά τον εν λόγω χρόνο προκλήθηκαν τα θανατηφόρα τραύματα, γεγονός που αποκλείεται με βάση την επιστημονική μαρτυρία».
Είναι σαφές, από τα πιο πάνω, πως δεν προβάλλεται ως ψεύδος η δήλωση του εφεσίβλητου ότι αυτός, η Αλίκη και η Γεωργία είχαν δεχθεί επίθεση από άγνωστο πρόσωπο μέσα στη νύκτα, το οποίο τους κτύπησε με πέτρα στο κεφάλι. ΄Ο,τι αποδίδεται στον εφεσίβλητο, όπως είναι δυνατό να γίνει αντιληπτό από το απόσπασμα, ανωτέρω, είναι πως ο ίδιος δήλωσε, ψευδώς, ότι η Αλίκη υπέστη τα τραύματα που προκάλεσαν το θάνατό της κατά την επίθεση που αυτοί είχαν δεχτεί από άγνωστο πρόσωπο στις 20.7.2014. Tο Κακουργοδικείο, όμως, επί τούτου, αποδεχόμενο τη σχετική μαρτυρία της ιατροδικαστού, κ. Σπηλιοπούλου, διαπίστωσε, ως γεγονός, ότι το τραύμα που προκάλεσε το θάνατο της Αλίκης είχε προκληθεί εντός εικοσιτετραώρου από την ανεύρεση της σορού της, το πρωί της 23.7.2014. Ωστόσο, τα δεδομένα, ως προς τις δηλώσεις του εφεσίβλητου, δεν είναι ακριβώς όπως αναφέρονται στην πιο πάνω αιτιολογία. Είναι προφανές πως ο συντάκτης αυτής, κατά τη διατύπωσή της, τελούσε υπό τη λανθασμένη εντύπωση ότι η 20.7.2014 ήταν η μοναδική ημερομηνία, στην οποία ο εφεσίβλητος δήλωσε ότι αυτός, η Αλίκη και η Γεωργία είχαν δεχτεί την εν λόγω επίθεση, κατά την οποία είχαν κτυπηθεί. Στην πραγματικότητα, το Κακουργοδικείο διαπίστωσε, επίσης, ότι αυτός, στις δηλώσεις του, σε διάφορες περιπτώσεις, προς τους αστυνομικούς, είχε, επίσης, ισχυριστεί την 21.7.2014 αλλά και την 22.7.2014 ως το χρόνο της υπό αναφορά επίθεσης, πάντοτε δε, κατά την ώρα του σκότους. Μάλιστα, και ο εκπρόσωπος του εφεσείοντος επισημαίνει, στην αγόρευσή του, τη δήλωση του εφεσίβλητου, με την οποία αυτός τοποθετεί την επίθεση αυτή να είχε λάβει χώρα το προηγούμενο βράδυ της 23.7.2014, δηλαδή, στις 22.7.2014. Το Κακουργοδικείο, στην απόφασή του, χαρακτήρισε ως «ανακολουθία» τις διαφορετικές ημερομηνίες που ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι έγινε η συγκεκριμένη επίθεση, αφού αυτός δεν πρόβαλλε μια σταθερή εκδοχή επί του θέματος. Απέρριψε δε την εισήγηση ότι, στη βάση αυτών, μπορούσε να διαπιστωθεί η ύπαρξη ψεύδους, σε συνάρτηση, πάντοτε, με τη σχετική μαρτυρία, ανωτέρω, της κ. Σπηλιοπούλου.
Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι ο εφεσίβλητος δεν ανέφερε, οπουδήποτε στις σχετικές δηλώσεις του, συγκεκριμένα, ότι ο θάνατος της Αλίκης προήλθε συνεπεία των τραυμάτων που αυτή είχε υποστεί κατά την επίθεση. ΄Οταν δήλωνε ότι αυτός, η Αλίκη και η Γεωργία δέχτηκαν επίθεση, κατά την οποία είχαν κτυπηθεί στο κεφάλι και, ειδικά, η Αλίκη, προφανώς, υπαινισσόταν, γενικά, ότι ο ίδιος ουδεμία ευθύνη είχε για το θάνατό της. Σαφώς η εν λόγω θέση αποτελούσε, ουσιαστικά, την εκδοχή του, με την οποία αυτός αποποιείτο οποιασδήποτε ευθύνης για την πρόκληση του θανάτου της Αλίκης, ευθύνη που αν αποδεικνυόταν ότι βάρυνε τον ίδιο, θα παρέπεμπε ευθέως στην ενοχή του. Αυτό, όμως, στην πραγματικότητα, ήταν το ζητούμενο στην υπόθεση ενώπιον του Κακουργοδικείου, το βάρος απόδειξης του οποίου έφερε, πάντοτε, η Κατηγορούσα Αρχή. Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσίβλητος, λογικά, δεν μπορούσε να γνωρίζει την αιτία του θανάτου της Αλίκης, δεδομένου ότι αυτή δεν ήταν εμφανής, ο δε υπαινιγμός του, σχετικά, δεν μπορεί παρά να είχε γίνει πάνω σε υποθετική βάση, στο πλαίσιο της εν λόγω εκδοχής του.
Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με την ιατροδικαστή κ. Σπηλιοπούλου, η Αλίκη, αν και έφερε διάφορα τραύματα στο κεφάλι, τελικά, υπέκυψε στο μοιραίο, λόγω του τραύματος στη μετωπιαία χώρα, που ήταν και η αιτία πρόκλησης υπαραχνοειδούς αιμορραγίας στο εσωτερικό του κρανίου. Το Κακουργοδικείο έκρινε ως αδιάσειστη τη μαρτυρία αυτή και το περιεχόμενό της αποτέλεσε μέρος των ευρημάτων του, όσον αφορά τα γεγονότα. Το συγκεκριμένο, όμως, γεγονός, δηλαδή του χρόνου πρόκλησης του θανατηφόρου τραύματος στην Αλίκη, δεν είναι, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, λογικό να αντιπαρατεθεί με τις δηλώσεις, ανωτέρω, του εφεσίβλητου, είτε ως προς το χρόνο που αυτός, η Αλίκη και η Γεωργία είχαν δεχτεί την επίθεση είτε ως προς την, κατ' υπόθεση, αιτία πρόκλησης του θανάτου της Αλίκης. Δε διαπιστώνεται να υπάρχει, σε αυτές, μια σταθερή εκδοχή γεγονότων, η οποία να είναι αντίθετη με το διαπιστωθέντα, ως άνω, χρόνο πρόκλησης του τραύματος που επέφερε το θάνατο της Αλίκης ή και με την αιτία αυτού, ώστε οι εν λόγω δηλώσεις να μπορούν να χαρακτηριστούν ως ψευδείς. Επομένως, δε διαπιστώνεται η ύπαρξη δήλωσης του εφεσίβλητου, η οποία να αποτελεί ψεύδος εντός της σχετικής νομολογίας που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Για σκοπούς της προηγηθείσας συζήτησης, επισημαίνεται πως, με τη μαρτυρία της κ. Σπηλιοπούλου, αποδεικνύεται, από ιατροδικαστικής άποψης, ποιο ήταν, συγκεκριμένα, το τραύμα που επέφερε το θάνατο της Αλίκης και πότε αυτό, χρονικά, προκλήθηκε. Με την εν λόγω μαρτυρία, δεν αποδεικνύεται, όμως, ποιος το προκάλεσε και με ποιο τρόπο, δηλαδή τι ο δράστης χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό∙ αν και απόδειξη του δεύτερου στοιχείου δυνατό να αποκαλύπτει το πρώτο. Το ότι μπορεί να είχε χρησιμοποιηθεί, προς τούτο, το μπαστούνι (τεκμήριο 3) που χρησιμοποιούσε ο εφεσίβλητος για τις μετακινήσεις του αποτελεί απλή πιθανολόγηση, κατά την ίδια την κ. Σπηλιοπούλου, αφού, όπως αυτή εξήγησε, δεν το είχε στη διάθεσή της, κατά την εξέταση που η ίδια διενήργησε στη σορό της Αλίκης. Δήλωσε, όμως, με βεβαιότητα, πως αν το υπό αναφορά μπαστούνι ήταν το «φονικό όπλο», έπρεπε να είχε εντοπιστεί σε αυτό γενετικό υλικό της Αλίκης. Ο Δρ. Μάριος Καριόλου, (Μ.Κ.14), μεταξύ άλλων, Διευθυντής του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής, δε διαπίστωσε γενετικό υλικό στο εν λόγω μπαστούνι, που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό είχε έλθει σε επαφή με την Αλίκη. Δεν πρέπει δε να διαφεύγει της προσοχής ότι είναι η Κατηγορούσα Αρχή που έφερε το βάρος απόδειξης ότι είναι ο εφεσίβλητος που προκάλεσε το προαναφερθέν θανατηφόρο τραύμα στην Αλίκη.
Δεύτερος Λόγος ΄Εφεσης:
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται, ουσιαστικά, η θέση ότι το Κακουργοδικείο πλημμελώς απέκλεισε μαρτυρία που αφορούσε ψευδή δήλωση του εφεσίβλητου ότι οι σχέσεις του με την Αλίκη ήταν αρμονικές. Η πιο πάνω θέση δεν είναι ορθή. Το Κακουργοδικείο, στα συμπεράσματά του, βασιζόμενο στη μαρτυρία συγκεκριμένων μαρτύρων κατηγορίας, κατέληξε ότι «Οι σχέσεις μεταξύ κατηγορούμενου και θύματος δεν ήσαν αρμονικές». Είναι, όμως, επίσης, γεγονός πως, με τη διαπίστωσή του αυτή, το Κακουργοδικείο δεν επιρρίπτει ευθύνη, σε οποιοδήποτε των συζύγων, για την ανυπαρξία αρμονικών σχέσεων μεταξύ τους. Αυτό, όμως, οφείλεται στο ότι δεν υπήρχε, όπως θα εξηγηθεί, στη συνέχεια, το πραγματικό υπόβαθρο προς τούτο∙ οι ύβρεις, που είχαν ακουστεί να ξεστομίζει ο εφεσίβλητος προς την Αλίκη, δεν αποτελούσαν, από μόνες τους, αρκετό στοιχείο για απόδοση τέτοιας ευθύνης σε αυτόν.
Εν πάση περιπτώσει, ο υπό αναφορά λόγος έφεσης, στην καταληκτική του παράγραφο, αναφέρει τα εξής: «Το Δικαστήριο όφειλε να αξιολογήσει και να λάβει υπόψη τα πιο πάνω ψεύδη του κατηγορουμένου καθώς σχετίζονται άμεσα με τις σχέσεις που είχε με το θύμα», εννοώντας τη δήλωσή του ότι αυτός είχε αρμονικές σχέσεις με την Αλίκη. Η δήλωση, όμως, αυτή του εφεσίβλητου αφορά, μάλλον, ένα γενικό ισχυρισμό, οι παράμετροι του οποίου δε φαίνεται να διερευνήθηκαν με σχετικές ερωτήσεις προς τον ίδιο, αφού αυτός δεν έδωσε μαρτυρία ενόρκως, το δε περιεχόμενό της δεν έγινε δεκτό, τελικώς. Το Κακουργοδικείο, αντίθετα, έκανε δεκτή, ως αντιπροσωπευτική της αλήθειας, μαρτυρία προερχόμενη από την πλευρά της Κατηγορίας, την οποία αξιολόγησε στη βάση των δικών της όρων και υπό το φως της εν λόγω δήλωσης, εκτός όρκου, του εφεσίβλητου. Εν τέλει, κατέληξε στη διαπίστωση που παρατίθεται πιο πάνω, η οποία, ασφαλώς, δεν αποδεικνύει οτιδήποτε πέραν του ζητήματος στο οποίο αυτή αφορούσε και η οποία, οπωσδήποτε, δεν οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής του εφεσίβλητου. Θα μπορούσε η συγκεκριμένη δήλωσή του να είχε και την έννοια της αποφυγής να θέσει τον εαυτό του σε αμηχανία από μια τέτοιας φύσεως ομολογία, αλλά και να εκληφθεί ως η δική του αντίληψη των πραγμάτων, η οποία δεν καθιστούσε, με τα όσα οι μάρτυρες ανέφεραν, συναφώς, τη σχέση του με την Αλίκη μη αρμονική, (βλ. Ιωάννου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 124, στη σελίδα 132). Επομένως, ούτε και η δήλωση αυτή του εφεσίβλητου αποτελεί ψεύδος εν τη εννοία του κανόνα ο οποίος αναφέρεται στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω.
Τέταρτος Λόγος ΄Εφεσης:
΄Ιδια είναι η κατάληξη σε σχέση και με τον τελευταίο λόγο έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο πλημμελώς αγνόησε «βασικές πτυχές περιστατικής μαρτυρίας». Προστίθεται δε πως αυτό: «Παρέλειψε να συνεκτιμήσει και να εξετάσει σαν σύνολο τις ακόλουθες πτυχές της περιστατικής μαρτυρίας και της ανώμοτης δήλωσης του κατηγορούμενου:» Στη συνέχεια, καταγράφονται δεκατέσσερις περιπτώσεις περιστατικής μαρτυρίας, τις οποίες ο εφεσείων θεωρεί βασικές πτυχές της. Κατά την ακρόαση, όμως, της έφεσης, απέσυρε τις οκτώ και, έτσι, παρέμειναν έξι, με αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα, να εξουδετερωθεί ο συγκεκριμένος λόγος, ο οποίος ήθελε τις παρατιθέμενες δεκατέσσερις «βασικές πτυχές περιστατικής μαρτυρίας» να συνεκτιμηθούν και να εξεταστούν «σαν σύνολο».
Ανεξάρτητα, όμως, με τις πιο πάνω παρατηρήσεις, διαπιστώνεται πως καμιά από τις εναπομείνασες περιπτώσεις περιστατικής μαρτυρίας στο συγκεκριμένο λόγο δε συνηγορεί, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες, αφού είναι και άσχετες μεταξύ τους, υπέρ της θέσεως, ανωτέρω, του εφεσείοντος. Ειδικά, το Κακουργοδικείο διαπίστωσε, στην απόφασή του, ότι η Αλίκη, μετά που δέχτηκε το κτύπημα που προκάλεσε το θάνατό της, έπεσε να κοιμηθεί και το πρωί βρέθηκε νεκρή. Ο περαιτέρω σχολιασμός της διαπίστωσης αυτής, όπως το θέτει η σχετική εισήγηση, δε θα μπορούσε να οδηγήσει το Κακουργοδικείο σε οποιοδήποτε συμπέρασμα και, δη, ενοχής του εφεσίβλητου. Ούτε, βέβαια, είναι λογικά δυνατό να έχει τέτοια καταλυτική επίδραση, ως η εισήγηση, και πάλι, του εφεσείοντος, η μεμονωμένη και απροσδιορίστου χρόνου απειλή του εφεσίβλητου προς την Αλίκη ότι αυτός θα την κτυπούσε στο κεφάλι με το μπαστούνι του. Αλλά και το γεγονός ότι η Αλίκη, σε κάποιο χρόνο στο πρόσφατο παρελθόν, είχε αποκλείσει τον εφεσίβλητο από τη διαθήκη της και είχε εκδηλώσει πρόθεση καταχώρισης αίτησης διαζυγίου δεν μπορεί, επίσης, να έχει την ισχυριζόμενη καταλυτική επίδραση όσον αφορά την ποινική ευθύνη του εφεσίβλητου, αφού δεν υπάρχει και θετική μαρτυρία ότι αυτός γνώριζε για τις εν λόγω πράξεις της.
Τέλος, όσον αφορά τις κινήσεις της Γεωργίας κατά το τελευταίο εικοσιτετράωρο πριν την ανεύρεση της σορού της Αλίκης, δεν υπήρξε μια καθαρή εικόνα, σχετικά, προφανώς, και για το λόγο ότι αυτή δεν κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη, προκειμένου να έλεγε πού βρισκόταν ανά πάσα στιγμή κατά τον ουσιώδη χρόνο. Βέβαια, το Κακουργοδικείο δεν παρέλειψε να σχολιάσει μαρτυρία σε σχέση με την πτυχή αυτή, η οποία είχε προέλθει από μάρτυρες της Κατηγορίας, από την οποία διαπίστωσε ότι: «Η Γεωργία έφυγε από το σπίτι της στην Κρήτου Τέρρα το Σάββατο 19.7.2014 και επέστρεψε τραυματισμένη στις 22.7.2014 το απόγευμα, ώρα 8:00 περίπου.» Ακολούθως, το Κακουργοδικείο, σε συνέχεια της πιο πάνω διαπίστωσής του, παρατήρησε, επίσης, σε σχέση με τα πρόσωπα που διαβιούσαν στον υπαίθριο χώρο πως:-
«΄Ολοι όσοι έμεναν στον υπαίθριο χώρο που έμενε και το θύμα έφεραν τραύματα. Τόσο το θύμα, όσο και η Γεωργία και ο κατηγορούμενος. Πώς τραυματίσθηκαν και ποιος τους επέφερε τα πλήγματα; Διαπληκτίστηκαν μεταξύ τους ή υπαίτιοι ήσαν τρίτα πρόσωπα;»
Η διαπίστωση, ανωτέρω, η οποία βασίζεται σε ευρήματα του Κακουργοδικείου επί των γεγονότων, ουσιαστικά, διατρέχει την όλη υπόθεση της Κατηγορίας, αναδεικνύοντας την αδυναμία της μαρτυρίας, την οποία η πλευρά αυτή είχε προσκομίσει, να καταδείξει τον εφεσίβλητο ως τον υπαίτιο του θανάτου της Αλίκης. Δικαιολογούσε δε πλήρως τη διαπίστωσή του για ύπαρξη, ως εξ αυτής, «υποβόσκουσας αμφιβολίας», που καθιστούσε αδύνατη την απόδειξη της υπό αναφορά κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Επομένως, για όλους τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση θα αποτύγχανε.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] Ο τρίτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε.