ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Θ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα. Π. Σαββίδης, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-06-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΘΕΟΔΩΡΟΥ Μ. ΙΩΑΝΝΙΔΗ ν. GASTOP BOUTIQUE LTD κ.α., Ποινική Έφεση αρ. 161/2014, 30/6/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B235

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση αρ. 161/2014)

 

30 Ιουνίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΘΕΟΔΩΡΟΥ Μ. ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

Εφεσείοντα

και

 

1.    GASTOP BOUTIQUE LTD,

2.   ΕΛΕΝΗΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,

Εφεσιβλήτων

--------------------

Θ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα.

Π. Σαββίδης, για τους Εφεσίβλητους.

 

         -----------------------

 

Η απόφαση είναι oμόφωνη και θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.

 

     -----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:     Με την παρούσα έφεση εγείρεται σημαντικό θέμα, εκείνο της υποκειμενικής υπόστασης ή ένοχης διάνοιας (mens rea) του συνεργού, δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τη δεύτερη κατηγορούμενη-εφεσίβλητη 2 από την κατηγορία που αντιμετώπιζε, επειδή έκρινε ότι κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης επιταγής η εφεσίβλητη 2 δεν είχε πρόθεση μη πληρωμής της.    Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την πρώτη κατηγορούμενη εταιρεία-εφεσίβλητη 1 ένοχη στην κατηγορία που αντιμετώπιζε  δυνάμει του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, αλλά, προφανώς από αβλεψία, δεν προχώρησε σε εξέταση των σχετικών γεγονότων και επιβολή ποινής. 

 

Οι δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι δύο εφεσίβλητοι ήταν:  

 

Πρώτη κατηγορία, ότι η κατηγορούμενη 1 κατά ή περί την 10.4.2010 εξέδωσε και παρέδωσε έναντι νομίμου ανταλλάγματος, επ΄ ονόματι του εφεσείοντα, συγκεκριμένη επιταγή της Τράπεζας Κύπρου για το ποσό των €25.000.-, η οποία αφού εμφανίστηκε στην Τράπεζα εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, δεν εξοφλήθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων και ότι ο εκδότης της παρέλειψε να την εξοφλήσει εντός 15 ημερών από την εν λόγω παρουσίαση.

 

Δεύτερη κατηγορία, ότι η κατηγορούμενη 2 κατά ή  περί την ίδιαν ημερομηνία εξέδωσε και παρέδωσε έναντι νομίμου ανταλλάγματος, επ΄ ονόματι του εφεσείοντα, την ίδια επιταγή της Τράπεζας Κύπρου, της πρώτης κατηγορούμενης, της οποίας η κατηγορούμενη 2 ήταν διευθύντρια και/ή συνήργησε στην έκδοση και παράδοση της.

 

Με την παρούσα έφεση η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με 8 λόγους έφεσης.   Οι 7 πρώτοι λόγοι αφορούν στην κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη πρωτόδικη κατάληξη ότι η εφεσίβλητη 2 δεν είχε την απαραίτητη ένοχη σκέψη για να αποδειχθεί η ενοχή της στην δεύτερη κατηγορία, ότι η πρωτόδικη κατάληξη αναφορικά με το προαναφερόμενο θέμα είναι αντίθετη από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη και αποδέχθηκε, ότι είναι αντίθετη με παραδεκτά γεγονότα και ότι, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης 2 και εφόσον απέρριψε τη δική της μαρτυρία και τη μαρτυρία του Μ.Υ., συζύγου της, εσφαλμένα κατέληξε σε αθωωτική, για την εφεσίβλητη 2, απόφαση.  Με τον 8ο  λόγο έφεσης προσβάλλεται η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιβάλει ποινή στην εφεσίβλητη 1 εταιρεία, την οποία βρήκε ένοχη στην πρώτη κατηγορία.

 

Παρατηρούμε ότι υπάρχει ενώπιον μας άδεια του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα για καταχώριση έφεσης εναντίον της αθωωτικής απόφασης που εκδόθηκε στην παρούσα ποινική υπόθεση εναντίον της κατηγορούμενης 2, στις 23.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A219.

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.  Συναφώς παρατηρούμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση αναγράφεται πως η εφεσίβλητη 2 κατηγορείται ότι, υπό την ιδιότητα της ως διευθύντρια της εφεσίβλητης 1, συνέδραμε στην έκδοση και παράδοση της επίδικης επιταγής κατά παράβαση του άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (σελ. 2 της πρωτόδικης απόφασης).

 

Στις σελ. 13 και 14 της πρωτόδικης απόφασης αναγράφονται τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας και των παραδεκτών γεγονότων.   Σύμφωνα με αυτά η εφεσίβλητη 2, διευθύντρια και μέτοχος της εφεσίβλητης 1, ήταν η νόμιμη και εξουσιοδοτημένη υπογραφέας του λογαριασμού από τον οποίο εκδόθηκε η επίδικη επιταγή.  Η επίδικη επιταγή παραδόθηκε στην Μ.Κ.1, κα Κοζάκου - δικηγόρο, στις 15.3.2010, στα πλαίσια διευθέτησης ποινικών υποθέσεων που αντιμετώπιζε ο κ. Ιάκωβος Ιακώβου, σύζυγος της εφεσίβλητης 2.   Ο Ιάκωβος Ιακώβου συμπλήρωσε το ποσό της επιταγής, το όνομα του δικαιούχου και την ημερομηνία πληρωμής της επιταγής, όπως αυτά συμφωνήθηκαν μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ η επίδικη επιταγή ήταν ήδη υπογεγραμμένη από την εφεσίβλητη 2.   Η εφεσίβλητη 2 είχε ενημερωθεί για τις ποινικές υποθέσεις που αντιμετώπιζε ο σύζυγος της και το ενδεχόμενο φυλάκισης του και δέχθηκε να τον βοηθήσει, με την έκδοση της επίδικης επιταγής.  Επιπρόσθετα, πριν την παράδοση της επιταγής στην Μ.Κ.1, ο σύζυγος της εφεσίβλητης 2 επικοινώνησε μαζί της και την ενημέρωσε σχετικά.   Η επίδικη επιταγή παρουσιάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου στις 31.8.2010 και στις 2.9.2010 και επιστράφηκε απλήρωτη λόγω μη επαρκούς υπολοίπου.  Η επιταγή παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο πέραν των 15 ημερών από την παρουσίαση της στην Τράπεζα και μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, στις 23.7.2014.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία αναφορικά με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας που αντιμετώπιζε η κατηγορούμενη 1 εταιρεία, αποδείχθηκαν.

 

Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί στις σελ. 18 μέχρι 21, ότι η κατηγορούμενη 2 κατηγορείται ότι, υπό την ιδιότητα της ως διευθύντρια της κατηγορούμενης 1 εταιρείας, παρείχε συνδρομή και/ή παρακίνησε την κατηγορούμενη 1 στην έκδοση της επίδικης επιταγής, η οποία επιστράφηκε απλήρωτη.    Όπως τονίζει το πρωτόδικο δικαστήριο η κατηγορία εναντίον της κατηγορούμενης 2 εδράζεται στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα και ειδικότερα στο εδάφιο (γ) αυτού, το οποίο προνοεί ότι, εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, θεωρείται ότι συμμετέχει στη διάπραξη ποινικού αδικήματος και ότι είναι ένοχος γι΄ αυτό και δύναται να διωχθεί, ως αυτουργός.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση η ευθύνη, με βάση το άρθρο 305Α του Κεφ. 154,  βαρύνει τον εκδότη της επιταγής και εκδότης είναι η ίδια η εταιρεία και όχι ο διευθυντής ή ο σύμβουλος-διευθυντής που υπογράφει την επιταγή, ο οποίος γενικά θεωρείται ως αντιπρόσωπος της εταιρείας.   Έκαμε αναφορά το πρωτόδικο δικαστήριο στην αγγλική υπόθεση Bondina Ltd v. Rollaway Shower Blinds Ltd (1986) 1 W.L.R., 517, στην οποίαν αποφασίστηκε, όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι οι διευθυντές εταιρείας που υπογράφουν επιταγές της, δεν έχουν προσωπική ευθύνη, αλλά η ευθύνη βαραίνει την ίδια την εταιρεία η οποία και παραμένει ο εκδότης της επιταγής. 

Με αναφορά στο σύγγραμμα Blackstone΄s Criminal Practice 2000, το  πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί ότι η ένοχη πράξη (actus reus) από συνεργό εμπεριέχει δύο έννοιες, (α)  παροχή βοήθειας ή παρακίνηση, (β) σε αδίκημα, με ένοχη διάνοια (mens rea) η οποία σχετίζεται με την παροχή βοήθειας ή παρακίνηση, σε αδίκημα.    Το νοητικό στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται για συνεργό, είναι γενικά στενότερο και πιο απαιτητικό απ΄  ότι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ  μέρους του συνεργού.   Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε συναφώς στις υποθέσεις Johnson v. Youden (1950) 1 K.B., 455, National Coal Board v. Gamble (1959) 1 K.B., 11, Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ., 261 και Militos Trading Limited ν. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ., 609.                          

 

Καθοδηγούμενη από τις προαναφερόμενες αυθεντίες, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρόλον που η υπογραφή και έκδοση της επίδικης ακάλυπτης επιταγής, από την κατηγορούμενη 2, για λογαριασμό της κατηγορούμενης 1 είχε αποδειχθεί, η μαρτυρία που προσκομίστηκε από τη πλευρά του παραπονούμενου-εφεσείοντα σε σχέση με την ένοχη διάνοια της κατηγορούμενης 2 παρουσίαζε κενά, έτσι ώστε η κατηγορούμενη 2 να έπρεπε να αθωωθεί και να απαλλαγεί από την κατηγορία 2.   Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αφού συνυπολόγισε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη 2 γνώριζε για την έκδοση και παράδοση της επίδικης επιταγής και το σκοπό για τον  οποίο εκδόθηκε, ενώ ήταν απούσα κατά τη συμπλήρωση της.  Δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη 2 γνώριζε για την κίνηση και το υπόλοιπο του λογαριασμού από τον οποίο εκδόθηκε η επιταγή.   Δεν δόθηκε μαρτυρία για την ημερομηνία κατά την οποίαν έθεσε η κατηγορούμενη 2 την υπογραφή της επί της επιταγής και δεν προσκομίστηκε στο δικαστήριο κατάσταση λογαριασμού της κατηγορούμενης 1 εταιρείας κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής.

 

Με τα προαναφερόμενα υπόψιν, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε πως η κατηγορούμενη 2, κατά το χρόνο έκδοσης και παράδοσης της επίδικης επιταγής, είχε πρόθεση μή πληρωμής της επιταγής.   H κατηγορούμενη 2 δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή ή ανάμειξη στην οικονομική διαχείριση της κατηγορούμενης 1 εταιρείας, ενώ αντίθετα προχώρησε στην έκδοση της επίδικης επιταγής αφού έλαβε διαβεβαιώσεις από το σύζυγο της πως η επιταγή θα πληρωνόταν σε μεταγενέστερο χρόνο από χρήματα/αποζημίωση που θα ελάμβανε ο σύζυγος και θα κατατίθεντο στο λογαριασμό της κατηγορούμενης 1 εταιρείας αλλά τελικά δεν κατατέθηκαν.  Αυτά τα στοιχεία έδειχναν, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης επιταγής υπήρχε πρόθεση, από την πλευρά της κατηγορούμενης 2, για πληρωμή της.

Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό διαφωνούμε με το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την ένοχη διάνοια της εφεσίβλητης 2, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά και αναφορικά με την νομική καθοδήγηση του και την εφαρμογή των νομικών αρχών επί των γεγονότων της υπόθεσης.  

 

Η εφεσίβλητη 2 υπέγραψε σε συγκεκριμένη ημερομηνία την επίδικη επιταγή, εν λευκώ, και ενημερώθηκε δεόντως από το σύζυγο της ότι η, εν λευκώ, επιταγή της θα συμπληρωνόταν με το ποσό των €25.000.- και με δικαιούχο τον παραπονούμενο εφεσείοντα-δικηγόρο με σκοπό την απόσυρση δύο ποινικών υποθέσεων που αντιμετώπιζε ο σύζυγος της εφεσίβλητης 2, με κίνδυνο φυλάκισης του.  Η εφεσίβλητη 2 ενημερώθηκε δεόντως για το χρόνο παράδοσης της επιταγής και για το χρόνο κατά τον οποίον θα καθίστατο πληρωτέα.  Στη συνέχεια ενημερώθηκε από την Μ.Κ.1, κα Κοζάκου, επίσης δικηγόρο στο γραφείο του εφεσείοντα, ότι η επιταγή δεν τιμήθηκε, αλλά η εφεσίβλητη 2 επέδειξε πλήρη αδιαφορία.  

 

Το άρθρο 20 (γ) του Ποινικού Κώδικα, δυνάμει του οποίου κατηγορήθηκε η εφεσίβλητη 2 ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, από την εφεσίβλητη 1, δεν προνοεί ρητά για συγκεκριμένη ένοχη διάνοια του συνεργού.    Η νομολογία όμως, αγγλική και κυπριακή, δείχνει ότι ο συνεργός θα πρέπει να γνωρίζει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τουλάχιστον τα αναγκαία στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα.   Συμφωνούμε με τη θέση που εκφράστηκε στην Παυλόπουλος (ανωτέρω) ότι ακόμα και όταν το κύριο αδίκημα είναι αυστηρής ευθύνης, για τη διάπραξη του αδικήματος της συνέργειας στο αδίκημα, είναι απαραίτητη η υποκειμενική υπόσταση, ένοχη διάνοια (mens rea).    Όμως δεν φαίνεται να επιβάλλεται η ανάγκη απόδειξης πρόθεσης, εκ μέρους του συνεργού, για διάπραξη του κύριου αδικήματος, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση πρόθεση μή πληρωμής της επιταγής, όπως το έθεσε το  πρωτόδικο δικαστήριο.  Είναι αρκετό, κατά την κρίση μας, εάν ο συνεργός γνώριζε τα γεγονότα που συνέθεταν το κύριο αδίκημα, της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής στην προκείμενη περίπτωση, και ήταν αδιάφορος ή απερίσκεπτος αναφορικά με το κατά πόσον η επιταγή θα ετιμάτο όταν παρουσιάζετο στην Τράπεζα για πληρωμή (reckless).

 

Όπως είναι θεμελιωμένο, για πολλά αδικήματα, τόσο η πρόθεση πρόκλησης κάποιου αποτελέσματος (intention), όσο και η αδιαφορία ή απερισκεψία ως προς την πρόκληση κάποιου αποτελέσματος (recklessness), συνιστούν επαρκή υποκειμενική υπόσταση (mens rea) για επιβολή ποινικής ευθύνης (Δέστε:  Smith & Hogan΄s, Criminal Law, 13η έκδοση, σελ. 118, παρ. 5.2.2).  

 

Στην υπόθεση Lim Weng Kee v. Public Procecutor (2003) 2 LRC 658 το Ανώτατο Δικαστήριο της Συγκαπούρης έκρινε ότι η ποινική ευθύνη των διοικητικών συμβούλων εταιρείας, τους επέβαλλε το καθήκον να ενεργούν έντιμα και με εύλογη επιμέλεια  (duty to act honestly and with reasonable diligence).

 

Στην υπόθεση  Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη, Ποινικές Εφέσεις αρ. 102/14 και 115/14, ημερ. 22.10.2015, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου εξέτασε ζήτημα γνώσης και ένοχης διάνοιας του υπογράφοντος επιταγή μιας εταιρείας και ανέφερε ότι το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία των κατηγορούμενων και η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη γνώση (Δέστε:  Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 486).    Στην υπόθεση Θεοχάρους (ανωτέρω) ο ένας εφεσείων ήταν Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και εκτελεστικός σύμβουλος της εταιρείας και η άλλη εφεσείουσα ήταν σύζυγος του πρώτου και εξουσιοδοτημένη να υπογράφει επιταγές της εταιρείας.  Το Εφετείο έκρινε ότι και οι δύο εφεσείοντες γνώριζαν ή «όφειλαν να γνωρίζουν» ότι ο λογαριασμός της εταιρείας είχε παγοποιηθεί από προηγουμένως και ότι για την πληρωμή των επιταγών που εξέδωσαν θα έπρεπε να υπάρχει διαθέσιμο υπόλοιπο, που δεν υπήρχε, και αυτό παρά το ότι κατά τον ίδιο χρόνο είχαν τιμηθεί άλλες επιταγές της εταιρείας. 

 

Συμφωνούμε με την απόφαση Θεοχάρους (ανωτέρω) και θεωρούμε ότι ο όρος «γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν», που χρησιμοποιήθηκε σε εκείνη την απόφαση, δημιουργεί την υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας εκ μέρους των υπογραφόντων επιταγές εταιρειών και καθήκον να μην επιδεικνύουν αδιαφορία ή απερισκεψία (recklessness) αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδίδεται, παραδίδεται και παρουσιάζεται προς πληρωμή μια επιταγή.   Το γεγονός ότι ένας διοικητικός σύμβουλος εταιρείας με δικαίωμα υπογραφής επιταγών της εταιρείας δεν έχει ενεργό ανάμειξη στις καθημερινές εργασίες της εταιρείας δεν τον απαλλάσσει από το καθήκον επιμέλειας αναφορικά με το κατά πόσον οι επιταγές που εκδίδονται με δική του υπογραφή συμπληρωμένες ή εν λευκώ θα τιμηθούν, κατά την παρουσίαση τους, ή όχι.   Συναφώς παρατηρούμε ότι προηγούμενη υπεράσπιση που υπήρχε στο άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποίαν κάποιος δεν θεωρείτο ένοχος αν μπορούσε να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που εξέδωσε την επιταγή είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι κατά την εμφάνιση της θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξόφληση της, καταργήθηκε, όπως παρατήρησε το Εφετείο και στην Παυλόπουλος (ανωτέρω).    Επομένως ούτε η μή ανάμειξη της εφεσίβλητης 2 στις καθημερινές οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας αλλά ούτε και η υπόσχεση, γενική και αόριστη, του συζύγου της, ότι θα κατέθετε τα λεφτά που θα εισέπραττε από μια δικαστική υπόθεση του, στο λογαριασμό της εταιρείας από τον οποίο εκδόθηκε η επιταγή, θα μπορούσαν να αποτελέσουν υπεράσπιση για την εφεσίβλητη 2 στο αδίκημα του άρθρου 20 (γ) του Ποινικού Κώδικα σε συνάρτηση με το άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα.

 

Αναφορικά με την ευθύνη των υπογραφόντων επιταγές εταιρειών, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα από την υπόθεση Bondina (ανωτέρω).    Η Bondina αφορούσε αστικήν ευθύνη των διοικητικών συμβούλων εταιρείας οι οποίοι υπέγραφαν επιταγές της εταιρείας.   Είναι ορθό ότι εκδότης των επιταγών αυτών είναι η εταιρεία και επομένως ότι δεν υπάρχει, γενικά, προσωπική αστική ευθύνη των διοικητικών συμβούλων.   Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, το υπό εξέταση ζήτημα αφορά σε ποινική ευθύνη διοικητικού συμβούλου, ο οποίος υπέγραψε επιταγή εκ μέρους εταιρείας η οποία καταδικάστηκε δυνάμει του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, ως συνεργού της εταιρείας.   Είναι θεμελιωμένο ότι ένας διευθυντής ή διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας, ο οποίος υπογράφει επιταγή (της εταιρείας) άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε,  μπορεί να έχει ποινική ευθύνη δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως συνεργός, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις (Δέστε:  Ajini και Άλλη ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ, 319).                  

 

Ενόψει των προαναφερομένων θεωρούμε ότι η εφεσίβλητη 2, με πλήρη γνώση των ουσιωδών γεγονότων, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της επίδικης επιταγής, και με αδιαφορία ή απερισκεψία (recklessness) αναφορικά με το κατά πόσον η επίδικη επιταγή, την οποία υπέγραψε εν λευκώ και συμπληρώθηκε με τη συναίνεσή της, θα ετιμάτο, όταν θα παρουσιάζετο προς πληρωμή, και βασιζόμενη μόνο σε μιαν αόριστη και μή δεσμευτικήν υπόσχεση, από τον σύζυγό της, ότι θα κατέθετε κάποιον, επίσης αόριστο ποσό που θα εισέπραττε, στο λογαριασμό από τον οποίο εκδόθηκε η επίδικη επιταγή,  παρείχε βοήθεια στην εφεσίβλητη 1 εταιρεία να διαπράξει το αδίκημα του άρθρου 305Α και επομένως είναι ένοχη για το αδίκημα της συνέργειας δυνάμει του άρθρου 20(γ) του Ποινικού Κώδικα.    

 

Κατά συνέπεια, η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με την εφεσίβλητη 2 παραμερίζεται και η εφεσίβλητη 2 βρίσκεται ένοχη για το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας για το οποίο κατηγορήθηκε.   

 

 

Επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να ακούσει γεγονότα και να επιβάλει ποινή και στην πρώτη εφεσίβλητη, την οποία βρήκε ένοχη του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας, η υπόθεση θα πρέπει να οριστεί για γεγονότα και ποινή αναφορικά και με τους δύο εφεσίβλητους.

 

 

 

                                                Π.                        

 

 

Δ.

  

 

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.                             


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο